1

Κλίμα και Τιμωρία

Ο καπιταλισμός, ένα μόνο πράγμα δεν ξέρει και δεν μπορεί να κάνει: Να αλλάξει τον εαυτό του. Στον καθρέφτη αυτό που βλέπει του φαίνεται αιώνιο…

Μέχρι την Τετάρτη 11 Αυγούστου, η ψηλότερη θερμοκρασία που είχε ποτέ καταμετρηθεί επί ευρωπαϊκού εδάφους είχε σημειωθεί την Κυριακή, 10 Ιουλίου του 1977 στις 3 το μεσημέρι στην Ελευσίνα. Ήταν 48 βαθμοί Κελσίου. Ευτυχώς, ο οξύτατος και στατιστικά ακραίος καύσωνας της Κυριακής εκείνης κράτησε λίγο, μια μέρα μόνο. Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, η σύντομη διάρκεια γίνεται όλο και λιγότερο χαρακτηριστικό των καυσώνων, αφού αυτοί έχουν αποκτήσει την κακή στατιστική συνήθεια να κρατάνε πολύ, όλο και πιο πολύ: ο πρόσφατος καύσωνας του τέλους Ιουλίου για παράδειγμα, μπορεί να έφτασε “μόλις” μέχρι τους 47,1 οC (στον Λαγκαδά) αλλά κράτησε έντεκα ολόκληρες μέρες – και ακολουθήθηκε από έναν ακόμα καύσωνα, ο οποίος έψησε ακόμα περισσότερο από εμάς τη νότια Ιταλία. Στις Συρακούσες στις 11 Αυγούστου το θερμόμετρο έγραψε 48,8 οC διαλύοντας το ρεκόρ της Ελευσίνας.

Το θερμό κύμα, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, κατευθυνόταν προς την Ιβηρική με μεγάλες πιθανότητες να γράψει ακόμα μεγαλύτερα νούμερα. Το κύμα αυτό επιπλέον χαρακτηρίστηκε και από πάρα πολύ υψηλές θερμοκρασίες τη νύχτα: το Σάββατο 31 Ιουλίου οι Καλύμνιοι δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν, αφού τα θερμόμετρα δεν έπεσαν όλη νύχτα κάτω από το αξιοσημείωτο (επίσης ευρωπαϊκό) ρεκόρ των 34,3 °C. Όταν κάνει 34 βαθμούς το καταμεσήμερο λέμε “πολύ ζέστη σήμερα, τουλάχιστον θα δροσίσει το βραδάκι”. Ναι, καλά.

Όπως και αν έχει, κατά σύμπτωση εκείνον τον ίδιο Ιούλιο του 1977 που είδαμε τέτοιες πρωτόγνωρες θερμοκρασίες στα μέρη μας, οι επιστήμονες της Exxon (μιας από τις περιώνυμες “Επτά Αδελφές”, τις μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές, που τότε ήταν ακόμα πολύ πιο σημαντικές για το παγκόσμιο σύστημα από όσο είναι σήμερα) παρουσίασαν στο Δ.Σ. της εταιρίας μια έκθεση (που θα την επικαιροποιούσαν και το 1981). Η έκθεση έφερε την επισήμανση ότι δεν πρέπει να την δει μάτι ανθρώπου έξω από την Exxon. Αφού διευκρίνιζε ότι τα πρώτα σημάδια ανθρωπογενούς αύξησης της θερμοκρασίας είχαν παρατηρηθεί ήδη από την δεκαετία του ’50, η έκθεση συνέχιζε με την ενδιαφέρουσα πρόβλεψη ότι μέχρι το 2025 η μέση θερμοκρασία του πλανήτη λόγω εκπομπών που “σύμφωνα με την συντριπτική πλειονότητα των ειδικών οφείλονται στην καύση ορυκτών καυσίμων”, θα έχει ανέβει κατά έναν βαθμό πάνω από τη μέση θερμοκρασία του 19ου αιώνα.

Είναι ενδιαφέρον ότι η Exxon (και οι υπόλοιπες πετρελαϊκές) σπατάλησε στις τρεις-τέσσερις δεκαετίες μετά την έκθεση αυτή εκατοντάδες εκατομμύρια σε εκστρατείες “ενημέρωσης” του κοινού όπου διάφοροι σοβαροί επιστήμονες αμφισβητούσαν πλευρές του φαινομένου, μια αμφισβήτηση που ρίζωσε σε τμήματα του ευρύτερου πληθυσμού. Επειδή, όπως καμιά φορά ακούγεται, η κλιματολογία είναι μια κάπως ανακριβής επιστήμη (ή, ακόμα καλύτερα, το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι μια απάτη για να τα αρπάξουν οι πλασιέ ανεμογεννητριών), η πρόβλεψη αυτή μπορεί να συγκριθεί με το τι ξέρουμε σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά.

Η πρόσφατη 6η έκθεση για το κλίμα της Διακυβερνητικής Ομάδας για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) το θέτει ως εξής: “Η παγκόσμια θερμοκρασία επιφανείας του πλανήτη ήταν 1.09 °C υψηλότερη το 2011–2020 από ότι το 1850–1900”. Με άλλα λόγια η Exxon, στις εσωτερικές της εκθέσεις, αλλά όχι και στον δημόσιο λόγο της, πριν σχεδόν μισόν αιώνα, όταν τα εργαλεία της επιστήμης αυτής ήταν ακόμα στα σπάργανα, είχε με ακρίβεια καλύτερη του 10% προβλέψει την εκτίμηση που έχουμε σήμερα.

Τώρα πλέον ξέρουμε ότι “οι άνθρωποι παράγουν μεγάλες ποσότητες αερίων θερμοκηπίου κυρίως μέσω της καύσης ορυκτών καυσίμων, της γεωργίας, της καταστροφής των δασών και της αποσύνθεσης απορριμμάτων” (τα τελευταία παράγουν μεθάνιο σε μεγάλες ποσότητες). Η ξερή επιστημονική γλώσσα κρύβει το ιστορικό γεγονός: Το σχεδιάγραμμα της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας (το λεγόμενο “hockey stick”, λόγω της μορφής πλαγιαστού L που έχει), είναι το σχεδιάγραμμα της ιστορίας των θριάμβων του καπιταλισμού. Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, ο τελευταίος, έχοντας απελευθερώσει θηριώδεις δυνάμεις επινοητικότητας, αραδιάζει τα θαύματα της τεχνολογίας του με επιταχυνόμενο ρυθμό εμπρός μας, με ένα “μικρό” μόνο τίμημα: τη διαρκή, εκθετική αύξηση της χρησιμοποιούμενης ενέργειας. Ο συνολικός πλούτος του πλανήτη, που συνήθως τον μετράμε σε χρήμα, έχει εκτοξευτεί και αυτός. Τον πλούτο, όμως, αυτό θα μπορούσαμε κάλλιστα να το μετράμε και σε ενέργεια, σε τόνους κάρβουνου, σε εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο, σε δισεκατομμύρια κυβικά φυσικού αερίου. Ο καπιταλισμός ήταν και παραμένει διψασμένος για ενέργεια, για να τροφοδοτήσει τα φώτα των πόλεών του, τις αλυσίδες παραγωγής των εργοστασίων του, τα υπολογιστικά του κέντρα, τα ποτάμια αυτοκινήτων του, σωρεύοντας πίσω τους τα υπολείμματα της καταναλωμένης, νεκρής εργασίας που χρειάστηκε για την παραγωγή, εργασίας μετρημένης σε δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Η θερμοκρασία του πλανήτη, που είχε μείνει περίπου σταθερή για αιώνες, όπως και η οικονομία του προκαπιταλιστικού πλανήτη, από τον 19ο αι. και μετά έχει εκτοξευτεί και αυτή κατακόρυφα.

Θεωρητικά, από την άποψη της φυσικής, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα εδώ. Αν η ενέργεια είναι το ζήτημα, υπάρχει άφθονη καθαρή ενέργεια γύρω μας. Κάθε ώρα η ατμόσφαιρα της γης απορροφά περισσότερη ενέργεια από τον ήλιο από όση είναι η συνολική ετήσια κατανάλωση ενέργειας της ανθρωπότητας. Το “μόνο” που χρειαζόμαστε είναι ένας τρόπος να τη μαζέψουμε και να τη διανείμουμε, πρόβλημα για το οποίο μπορεί κανείς να σκεφτεί πολλές διαφορετικές μεθόδους. Ένα δεύτερο πρόβλημα για το οποίο οι φυσικοί και οι χημικοί έχουν έτοιμη λύση (αν και επί χάρτου μόνον) είναι η ανάγκη ανάκτησης και αποθήκευσης υπερβάλλοντος διοξειδίου από την ατμόσφαιρα. Επειδή έχουμε ήδη αργήσει πάρα πολύ, ό,τι κι αν κάνουμε από δω και πέρα, ακόμα κι αν με μαγικό τρόπο μηδενίζονταν οι εκπομπές αύριο, η γη θα συνεχίσει να θερμαίνεται. Χρειάζεται επομένως όχι μόνο να σταματήσουν οι εκπομπές αλλά επιπλέον να μαζέψουμε αέρια θερμοκηπίου από την ατμόσφαιρα – και γρήγορα. Μέχρι τα μισά του αιώνα πρέπει να μαζεύουμε κάθε χρόνο περίπου όσο CO2 παρήγαγε η Αμερική το 2020, γύρω στα 17 δισ. τόνους.

Μόνο μια “λεπτομέρεια” μάς σταματάει, εδώ και 40 χρόνια που ξέρουμε το πρόβλημα, από το να ξεκινήσουμε να εφαρμόζουμε τα παραπάνω: μεταφρασμένες σε λεφτά, οι μέθοδοι αυτές από τη μία μεριά κοστίζουν (πολύ) και από την άλλη συνεπάγονται την αποδιάρθρωση όλων μα όλων των ιστορικών τρόπων με τους οποίους έβγαζε ως τώρα χρήμα ο καπιταλισμός. Έτσι, ενώ από τη μία δεν είναι καθόλου προφανές το πώς ακριβώς θα βγει κέρδος από την ευρεία και σωστή εφαρμογή αυτών των μεθόδων, από την άλλη είναι απολύτως προφανές ότι το σταμάτημα των εκπομπών αερίων θα χρειαζόταν το απότομο και δια μιας σταμάτημα της λειτουργίας (και άρα κερδοφορίας) πρακτικά όλων των διεθνών ομίλων, αλλά και των περισσότερων μικρών επιχειρήσεων, σε όλους τους παραγωγικούς τομείς (όχι μόνο στην ενέργεια!) και την αντικατάστασή τους με οικονομική δραστηριότητα όχι διαρθρωμένη γύρω από την κερδοφορία.

Είναι επομένως ένα πρόβλημα που για να λυθεί θα χρειαζόταν κεντρικό σχεδιασμό της μετάβασης, συνεργασία σε πολλά επίπεδα, μεταφορά τεράστιων πόρων (δηλαδή εργασίας) σε μη άμεσα κερδοφόρες δραστηριότητες (υποδομές, εκπαίδευση κτλ.), αναδιάρθρωση της καθημερινής ζωής δισεκατομμυρίων σε τρόπο που η κατανάλωση να μην είναι διαμορφωμένη όπως τώρα, ενδεχομένως μάλιστα με σοβαρότατη μείωσή της σε αρκετούς τομείς. Ο καπιταλισμός, που είναι ένα σύστημα που στην ιστορία του απελευθέρωσε γιγαντιαίες δυνάμεις επινοητικότητας και δημιουργίας, που αποδιάρθρωσε όλα τα προηγούμενα συστήματα, που άλλαξε ριζικά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και διέλυσε όλες τις προηγούμενες βεβαιότητες, που ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά του ήταν ότι πάντα μπορούσε να βρίσκει γρήγορα τον τρόπο να αλλάζει αυτό που φαινόταν αιώνιο και αναλλοίωτο, ένα μόνο πράγμα δεν ξέρει και δεν μπορεί να κάνει: να αλλάξει τον εαυτό του· γιατί στον καθρέφτη, αυτό που βλέπει του φαίνεται αιώνιο και αναλλοίωτο.

ΠροειδοποίησηΣταματήστε να διαβάζετε εδώ. Το υπόλοιπο κείμενο είναι μια ιερεμιάδα δυσμενέστατων προβλέψεων που ελπίζουμε ολόψυχα να μην, αλλά πιστεύουμε ακράδαντα ότι θα επαληθευτούν. Ο αναγνώστης πιθανότατα δεν θα καταστεί σοφότερος διαβάζοντάς τες, αλλά βεβαιότατα θα δηλητηριάσει τη διάθεσή του.

 

Οι Υπνοβάτες

Σε πρόφατη δημοσκόπηση το 98% των Ελλήνων πολιτών αναγνωρίζει ως μέγιστο πρόβλημα την κλιματική αλλαγή και μάλιστα τη συνδέει άμεσα με την αύξηση των φυσικών καταστροφών (92%). Πιστεύει ταυτόχρονα ότι για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής πρέπει να επενδύσουμε στην ηλιακή ενέργεια (78,4%) στην αιολική (60%) και στην υδροηλεκτρική (32%)» αλλά όχι φυσικά στην ατομική ενέργεια.

Τα νούμερα αυτά δεν είναι πολύ διαφορετικά από πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Μια αυξανόμενη διεθνής πλειοψηφία αναγνωρίζει το πρόβλημα και συμφωνεί ότι θα πρέπει να ληφθούν επειγόντως μέτρα, γεγονός προφανώς ιδιαιτέρως ελπιδοφόρο. Το μόνο μικρό πρόβλημα που μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στο ελπιδοφόρο αυτό μήνυμα είναι ότι τα όλο και πιο επείγοντα αυτά μέτρα δεν λαμβάνονται (και δεν πρόκειται να ληφθούν) εγκαίρως.

Και αυτό, επειδή η κλιματική αλλαγή είναι μια βαθιά συστημική κρίση που μοιάζει πολύ και συνδέεται με όλα τα περίπλοκα αδιέξοδα στα οποία έχουν μπλέξει οι κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Όλοι αναγνωρίζουμε το πρόβλημα. Όλοι αγωνιούμε για μια λύση, όλοι ελπίζουμε σε αυτήν και όλοι αποστρέφουμε το βλέμμα και σιωπούμε όταν είναι να συζητηθούν οι μόνες πιθανές λύσεις, μαγεμένοι λες από τις ως τώρα “επιτυχίες μας”, τις επιτυχίες της τεχνολογίας. Για να χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία των ημερών είναι κάπως σαν την έλλειψη εναέριων μέσων για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών: αναμφισβήτητα τα τεχνικά μέσα είναι απαραίτητα για το σβήσιμο της πυρκαγιάς, αλλά αυτό που μας διαφεύγει και ποτέ δεν μπαίνει σοβαρά στον δημόσιο διάλογο είναι ότι όταν έχουμε φτάσει στο σημείο που χρειαζόμαστε τα εναέρια μέσα, το παιχνίδι για τη διάσωση του δάσους έχει προ πολλού χαθεί.

Τα πρώτα Canadair τα αγόρασε το 1973 η χούντα, κάτι που θα έπρεπε να λειτουργεί ως καμπανάκι: η χούντα ήταν υπεύθυνη για τα προπατορικά εγκλήματα του σύγχρονου ελληνικού κράτους κατά του δάσους. Τα εναέρια και επίγεια μέσα τα πολλαπλασίασαν οι κατοπινές κυβερνήσεις, πρόσθεσαν σε αυτά και άλλα αεροπλάνα, ελικόπτερα, πυροσβεστικά, πάντα με αποτέλεσμα οι καμένες εκτάσεις να μεγαλώνουν διαρκώς. Το 1977 (χρονιά του καύσωνα των 48 βαθμών και της έκθεσης της Exxon) ήταν η χειρότερη ως τότε χρονιά πυρκαγιών με 540.000 καμένα στρέμματα δάσους. (Ήταν επίσης η χρονιά που χαρίστηκε αυτό το παρανοϊκό ρουσφέτι, η άδεια να χτιστεί η Ιπποκράτειος Πολιτεία, αυτό το καρφί στο μάτι του δάσους της Πάρνηθας). Επίσης ήταν μια χρονιά που ύστερα από γενικευμένη αντίδραση, η κυβέρνηση αγόρασε και νέα αεροπλάνα – χωρίς φυσικά αποτέλεσμα. Κάθε φορά από τότε, στις τεράστιες καταστροφές της δεκαετίας του ’80, του ’90, το 2007, αλλά και τώρα, η ίδια ιστορία: “Δεν μας φτάνουν τα μέσα, δεν ήρθαν τα ελικόπτερα”. Όσα αεροπλάνα και αν έχουμε, ποτέ δεν θα είναι αρκετά, γιατί η φωτιά “σβήνει” τον χειμώνα, έξι μήνες πιο πριν. Η Ελλάδα δεν έχει καν διαχειριστεί ζητήματα που αφορούν το ιδιοκτησιακό, τη βοσκή, τα περιαστικά δάση. Μην περιμένετε να σβήσουν οι φωτιές εύκολα.

Το ίδιο συμβαίνει και με την κλιματική αλλαγή. Η δημόσια συζήτηση γίνεται γύρω από ζητήματα όπως ποια είναι η κάλλιστη μορφή αυτοκίνησης που θα αντικαταστήσει τους κινητήρες εσωτερικής καύσης, αν πρέπει να βάζουμε ηλιακά ή αιολικά και ποια τα αποτελέσματά τους, ποιο το βέλτιστο ενεργειακό μίγμα, γιατί πρέπει ή δεν πρέπει να αντικατασταθεί ο λιγνίτης με “πράσινο” (όπως έχουν το θράσος να το αποκαλούν) φυσικό αέριο κτλ., ενώ το πρόβλημα έχει λύση (ανέχει λύση, κάτι που φαίνεται όλο και πιο απίθανο όσο περνάνε τα χρόνια) πολύ πιο πριν από αυτό το στάδιο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η όποια λύση συνεπάγεται ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές και ανατροπές του τεχνικού-παραγωγικού μοντέλου, όχι επέκτασή του. Πάρτε το παράδειγμα της διαμάχης για τα αιολικά: Είναι προφανές ότι θα υπάρχουν (και σωστά) αντιδράσεις κατά των αιολικών. Εξάλλου η χώρα μας έχει ένα αρνητικό ρεκόρ. Καμιά προσφυγή κατά εγκατάστασης αιολικών δεν έχει γίνει αποδεκτή από την δικαιοσύνη. Δεν γίνεται όλες οι ελληνικές προτάσεις εγκατάστασης να είναι τόσο περιβαλλοντικά και νομικά σωστές, όταν στην Ευρώπη περίπου μια στις δύο γεννήτριες απορρίπτεται από τη δικαιοσύνη. Άρα, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, οι αρνητές των αιολικών, ακόμα κι αν είναι ψεκασμένοι, ανορθολογιστές, εχθροί της προόδου, πνεύματα αντιλογίας και συνομωσιολόγοι, δεν μπορεί παρά να έχουν και αυτοί κάποιο δίκιο. Όμως ποια είναι τα επιχειρήματα κατά των αιολικών;

Τα δύο πιο συνηθισμένα είναι ότι πρώτον, η τεχνολογία της αιολικής ενέργειας δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα ούτε να συμβάλλει αποτελεσματικά στη μείωση των εκπομπών CO2, και δεύτερον, ότι η μαζική εγκατάσταση ανεμογεννητριών έχει σοβαρές συνέπειες στα φυσικά τοπία της χώρας μας και άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων και τις τοπικές οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός.

Το πρώτο είναι φυσικά σωστό, για όσο διάστημα τουλάχιστον κανείς δεν κάνει τις μαζικές επενδύσεις που χρειάζονται σε υποδομές (κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί γιατί τέτοιες υποδομές είναι μη κερδοφόρες από τη φύση τους). Υπονοεί όμως αυτό το επιχείρημα επίσης ότι όντως χρειάζονται μέτρα για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων. Εάν ισχύει αυτό (που ισχύει), τότε το δεύτερο επιχείρημα δείχνει μια πολύ θεμελιώδη παρεξήγηση: ότι πρέπει να βρεθεί ο “σωστός” τρόπος αντικατάστασης ορυκτών καυσίμων (τα αιολικά είναι ο λάθος τρόπος) που θα επιτρέψει την αδιάκοπη συνέχιση “τοπικών” οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως ο τουρισμός. Δυστυχώς πρόκειται περί κεφαλαιώδους λάθους.

Ο τουρισμός δεν είναι “τοπικός”. Κάθε χρόνο επισκέπτονται τις μεσογειακές χώρες, την περιοχή του κόσμου που αποτελεί τον μεγαλύτερο τουριστικό προορισμό του πλανήτη, πάνω από το 1/3 των τουριστών του κόσμου. Πάνω από 300 εκατομμύρια, από τα 900 συνολικά εκατομμύρια τουρίστες που περιδιαβαίνουν τη Γη κάθε χρόνο, έρχονται σε αυτή τη μικρή εσωτερική θάλασσα για να κάνουν τα μπάνια τους. Το κόστος αυτού του τουριστικού χείμαρρου για το περιβάλλον δεν περιορίζεται φυσικά στο φαινόμενο του θερμοκηπίου: η Μεσόγειος είναι μια θάλασσα που αργοπεθαίνει από τη ρύπανση, τον υπερπληθυσμό, την άνοδο της θερμοκρασίας των υδάτων και τα λύματα. Αλλά ειδικότερα, σε σχέση με άλλες “τοπικές” οικονομικές δραστηριότητες, ο τουρισμός συνεισφέρει δυσανάλογα πολύ και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου: με τα αεροπορικά ταξίδια, την τσιμεντοποίηση (το τσιμέντο είναι μια σοβαρότατη πηγή αερίων θερμοκηπίου), την καταστροφή των δασών για λόγους αξιοποίησης, την σπατάλη ενέργειας (μόνο τα έξτρα κλιματιστικά, τα οποία δεν θα έπαιρναν μπροστά αν οι τουρίστες έμεναν στα βορειότερα κλίματα, να υπολογίσει κανείς αρκεί), την αύξηση των σκουπιδιών που με την αποσύνθεσή τους παράγουν μεθάνιο κ.ο.κ..

Αν οι ανεμογεννήτριες είναι ένα σοβαρό πρόβλημα (που όντως είναι), ο τουρισμός είναι πολλές τάξεις μεγέθους σοβαρότερο, οξύτερο και πιο επείγον σε μια περιοχή του πλανήτη που αντιμετωπίζει σοβαρότατες αστάθειες στα ευαίσθητα οικοσυστήματά της. Δεν χρειάζεται για τον Έλληνα αναγνώστη άλλο στοιχείο από την έκθεση του IPCC από τον χάρτη των περιοχών που η ξηρασία θα γίνει έντονη μέσα στα λίγα επόμενα χρόνια. Ακούγεται σκληρό, αλλά είναι αληθές: με ή χωρίς ανεμογεννήτριες, με ή χωρίς ηλιακά, πυρηνικά, πετρέλαιο, αέριο, κάρβουνο, λιγνίτη, τύρφη ή καυσόξυλα, ο τουρισμός πρέπει να σταματήσει άμεσα. Αν δεν τον σταματήσουμε τώρα, θα τον σταματήσει (κάπως ειρωνικά για μια κερδοφόρα δραστηριότητα) το “αόρατο χέρι” της αγοράς, όταν δεν θα υπάρχει πλέον τουριστικό προϊόν για πώληση σε τριάντα με σαράντα χρόνια. Γιατί τότε οι καύσωνες των 50οC και διάρκειας ενός μήνα θα είναι η κανονικότητα του Ελληνικού καλοκαιριού· η χώρα δεν θα βλέπει σταγόνα βροχής από τον Μάρτη μέχρι τον Δεκέμβρη και οι βροχές που τελικά θα πέφτουν θα είναι καταρρακτώδεις, καταστροφικές και μη εμπλουτιστικές για τον υδροφόρο ορίζοντα. Σε τέτοιες συνθήκες τα δάση θα έχουν οριστικά καταρρεύσει και η χώρα θα έχει μετατραπεί σε έρημο, το βορειότερο άκρο της Σαχάρας.

Είναι προφανές ότι το μεγάλο Κεφάλαιο δεν πρόκειται να ξεκινήσει ιδία προαιρέσει τις κοινωνικές αλλαγές που χρειάζονται. Αν κάτι μπορούμε να περιμένουμε από αυτό σχετικά με το ζήτημα είναι η ιδιωτικοποίηση όσων μέσων παραγωγής δεν έχουν ιδιωτικοποιηθεί με πρόσχημα το κλίμα (όπως ας πούμε το δάσος που θα το “προφυλάξουν καλύτερα” οι ιδιοκτήτες και εκμεταλλευτές του, όπως έχει ακουστεί, κ.ο.κ.). Το πρόβλημα όμως είναι ότι όλοι εμείς (εμείς που απέχουμε πολύ από τον ορισμό του κεφαλαιοκράτη και που έχουμε κάθε λόγο να αντιδρούμε στην κατάσταση αυτή) έχουμε καταπιεί τον κυρίαρχο λόγο και αδυνατούμε να αρχίσουμε καν να αρθρώνουμε λόγο που να ταιριάζει στο ύψος της κρίσης. Αντίθετα βαυκαλιζόμαστε να πιστεύουμε ότι “ναι βέβαια, πρέπει να παρθούν μέτρα, να βάλουν ηλιακά και δεν ξέρω τι άλλο θα σκεφτούν, η τεχνολογία έχει προχωρήσει”.

Αδυνατώντας να σκεφτούμε “έξω από το κουτί”, όπως λένε οι μάνατζερ (η κατεξοχήν ομάδα ανθρώπων με συμβατική σκέψη και παρωπίδες που αδυνατούν να σκεφτούν έξω από το κουτί) και μη έχοντας το θάρρος να αναλογισθούμε πώς θα έπρεπε να είναι ένας κόσμος που να μπορεί να αντιστρέψει την κλιματική κρίση, μένουμε προσκολλημένοι στις κλασικές μας απασχολήσεις (όπως ο “τοπικός” τουρισμός). Αδυνατούμε έτσι να αρχίσουμε να σκιαγραφούμε λύσεις για το τι θα κάνουν όλοι αυτοί που τώρα κερδίζουν το ψωμί τους από τον τουρισμό όταν αυτός σταματήσει, και πιστεύουμε με θρησκευτική ευλάβεια τα παραμύθια περί τεχνολογικής προόδου που θα φέρει ο καπιταλισμός για να μας σώσει χωρίς να αλλάξει η ζωή μας.

Ξεχνάμε όμως ότι οι μεγάλες τεχνολογικές τομές πάντα συνδυάζονται με και οφείλονται σε μεγάλες κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις. Ο ατμός, το τρένο, το ρεύμα, το αυτοκίνητο όλα αυτά άλλαξαν μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια το πρόσωπο του πλανήτη, σε περιόδους όμως που αυτός (δηλαδή οι ανθρώπινες κοινωνίες) ήταν έτοιμος να τις δεχτεί. Δεν φαίνεται να ισχύει κάτι τέτοιο τώρα, παρά την περί του αντιθέτου φιλολογία. Καμιά μεγάλη περιβαλλοντική τεχνολογία δεν είναι στα πρόθυρα της εφαρμογής, ή πιο σωστά βρισκόμαστε σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πια σημαντικές καινοτομίες. Αν υπάρχει τις τελευταίες δεκαετίες μια σημαντική ανακάλυψη που άλλαξε τις ζωές μας, αυτή ειναι βέβαια το διαδίκτυο, το οποίο όμως είναι ήδη αισίως σαράντα ετών, δηλαδή αρχαία ιστορία. Πριν 170 χρόνια, σαράντα χρόνια ήταν διάστημα αρκετό για να δεί την άνοδο και την πτώση του τρένου πίσω στον σχετικά καθυστερημένο και αργό 19ο αιώνα. Από την άλλη έχουμε και την κινητή τηλεφωνία: και, εκτός βέβαια από τη διάδοση του ακραίου αντιδραστικού συνωμοσιολογικού λόγου από τη μία και της ιδιωτείας των σόσιαλ μίντια από την άλλη, ποιο ήταν το μέγιστο όφελος για τις ζωές μας, ποια ήταν η κοσμοϊστορική αλλαγή που έφερε η “νέα” αυτή τεχνολογία; τα βίντεο με γατάκια.

Συνεχίζουμε σαν υπνοβάτες να περπατάμε με κλειστά μάτια σε έναν αδιέξοδο δρόμο, πεισματικά αρνούμενοι να αντιμετωπίσουμε μια “καυτή” πραγματικότητα που λέει ότι οι ζωές μας θα αλλάξουν (αυτή τη φορά προς το χειρότερο), μια πραγματικότητα που απαιτεί βαθιές τομές και ανατροπές, αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε, δρούμε και συνεργαζόμαστε, αλλαγή που συνεπάγεται την ανατροπή όλων των ευκολιών που μας παρείχε ως τώρα ο καπιταλισμός (σε μας τους τυχερούς που ζούμε σε σχετικά εύπορες χώρες και δεν είμαστε εντελώς πένητες, βέβαια…), συνεχίζοντας να πλέουμε σε ένα καράβι που δεν πάει πλέον προς το παγόβουνο, αλλά το έχει ήδη χτυπήσει, έχει πάρει κλίση μεγαλύτερη του ενός βαθμού Κελσίου, και θα ξεπεράσει, ό,τι και να κάνουμε, τους 1,5 βαθμούς μέχρι το 2050.

Είναι προφανές ότι οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να αφορούν πρώτα τις σπάταλες καταναλωτικές συνήθειες των ανωτέρων τάξεων: πισίνες, ελικόπτερα, ιδιωτικά αεροπλάνα, ταξίδια στο διάστημα. Δυστυχώς όμως ο καπιταλισμός έχει την ικανότητα να εκλαϊκεύει και να μοιράζει στις κατώτερες τάξεις την σπανιότητα, το γόητρο, αυτό που κάνει τις ανώτερες τάξεις ανώτερες. Το αυτοκίνητο δεν ήταν λαϊκό μέσο μετακίνησης μέχρι την μαζική του παραγωγή. Ο τουρισμός ήταν μόνο για τους πλούσιους μέχρι την μαζικοποίηση των αεροπορικών ταξιδιών. Και ακριβώς αυτή η μαζικοποίηση (που δεν γίνεται για το καλό των φτωχών, αλλά για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου) είναι που πρέπει να σταματήσει. Πόσοι ανάμεσά μας θα άφηναν ευχαρίστως το αυτοκίνητό τους; Πόσοι ανάμεσά μας θα σταματούσαν να πηγαίνουν στο εξοχικό τους με αυτοκίνητο (αρκετά μέλη των κατώτερων τάξεων έχουν ένα χτισμένο με θυσίες μικρό σπιτάκι κάπου κοντά σε θάλασσα); Πόσοι θα δέχονταν να μην ξαναπάνε διακοπές; Να κυκλοφορούν μόνο με ποδήλατο; Άγνωστο, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι αυτοί που θα πουν στην επόμενη δημοσκόπηση “η κλιματική κρίση είναι πραγματική και πρέπει να μπουν ηλιακά, για να συνεχίσει ο τουρισμός να φέρνει φράγκα και ελπίζω να φτηνύνουν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα”, ώστε να νιώσουν ότι έκαναν το ηθικό τους καθήκον, θα είναι συντριπτικά περισσότεροι.

Όσο και αν οι χιλιάδες επιστήμονες (734 κύριοι συγγραφείς και πολλοί άλλοι που συνεισέφεραν) προσπαθούν να χρυσώσουν το χάπι λέγοντας ότι, αν και το όριο των 1,5 βαθμών θα ξεπεραστεί, υπάρχει πάντως ένα στενό παράθυρο ευκαιρίας να γλιτώσουμε την ολική καταστροφή, δεν υπάρχουν και πολλά σημεία στην έκθεση που να επιτρέπουν αισιοδοξία. Οι αθεράπευτα αισιόδοξοι ανάμεσά μας, όσοι επιμένουν να βρίσκουν μαζί με κάθε κακό ένα (μικρό έστω) καλό, μπορούν, κοιτώντας τον χάρτη ξηρασίας πιο πάνω, να εκμαιεύσουν, κάπως βεβιασμένα, τον εξής feel good συλλογισμό: Ένα παιδί που γεννιέται σήμερα στην Ελλάδα έχει προσδόκιμο ζωής 82 χρόνια. Αν κατορθώσει να επιβιώσει μέχρι αυτό το προσδόκιμο (κάτι ιδιαίτερα αμφίβολο, όσο θα περνάνε οι δεκαετίες και οι συνθήκες διαβίωσης θα γίνονται δυσχερέστερες με αποτέλεσμα να μειώνεται, αντί να αυξάνεται, το προσδόκιμο), τότε το παιδί αυτό θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα με την ικανοποίηση της γνώσης ότι ο ενιαύσιος πόλεμος με τις δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα θα έχει επιτέλους για πάντα τελειώσει.

Γιατί τα γυμνά βράχια και η σκόνη δεν χρειάζονται πυροσβεστικά. Θα συνεχίζουν μόνο αδιάφορα για το πέρασμα του χρόνου να ζεσταίνονται νωχελικά στον καυτό ήλιο ενός ανελέητα παντοτινού καλοκαιριού.

Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο