του Διονύση Περδίκη

 

Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές (Σαββατοκύριακο 11-12/3/2023) λαμβάνει χώρα η πρώτη συνέλευση για τη συγκρότηση μεταβατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης με τη συμμετοχή του Κομμουνιστικού Σχεδίου (ΚΣ στο εξής), της ΑΡΑΝ και ανένταχτων. Νωρίτερα, είχε κυκλοφορήσει σχετικό εισηγητικό και διακηρυκτικό κείμενο («Διακήρυξη» στο εξής) που οριοθετεί το εγχείρημα αυτό. Φυσιολογικά προκύπτει το ερώτημα του πως σχετίζεται το δικό μας εγχείρημα για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος (ΚΚ στο εξής) με την πρωτοβουλία αυτή των συντρόφων.

Από τη μια πλευρά, είναι εμφανείς και πολύ σημαντικές οι ομοιότητες με τη δική μας πρωτοβουλία, όπως

  • η αναφορά στον τελικό σκοπό της ίδρυσης νέου επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος στη χώρα μας, αν και χρειάζεται κανείς να φτάσει στην παράγραφο 31 της «Διακήρυξης» για να γίνει αυτό σαφές[1],
  • η ιδέα της ίδρυσης μιας μεταβατικής προς ένα τέτοιο κόμμα κομμουνιστικής οργάνωσης[2], με πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη μεταβατική οργάνωση όπως την προτείνουμε στο «Ανοιχτό Κάλεσμα» του δικού μας εγχειρήματος,
  • η διαφαινόμενη διάθεση για ένα μη δογματικό, ανοιχτό εγχείρημα στην αλληλεπίδραση με διαφορετικές αντιλήψεις που να εκκινούν από διαφορετικές θεωρητικές ή ιδεολογικές θέσεις[3].

Στη βάση των παραπάνω και μόνο, κι ενώ μπορούμε να βρούμε και πολλά άλλα κοινά σημεία, τα οποία αξιολογούμε ως «θετικά», ανοίγονται πολλές δυνατότητες στενής συνεργασίας και αλληλεπίδρασης.

Από την άλλη, και μόνο από το γεγονός ότι μιλάμε για δύο εγχειρήματα με τόσο παρόμοιους στόχους, τα οποία, όμως εκκινούν ξεχωριστά και ανεξάρτητα, προκύπτει και το στοιχείο των διαφορών, και του καλώς εννοούμενου ανταγωνισμού μεταξύ τους. Στη συνέχεια, θα επικεντρώσω σε εκείνες τις κρίσιμες διαφορές, οι οποίες εκτιμούμε ότι δεν επέτρεψαν μια κοινή πρωτοβουλία με τους συντρόφους του ΚΣ και της ΑΡΑΝ.

 

Από τον Συντονισμό Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων στο σήμερα

Οι σύντροφοι του Συλλόγου Διάδοσης Μαρξιστικής Σκέψης «Γ. Κορδάτος» («Σύλλογος» στο εξής) βρεθήκαμε τα προηγούμενα χρόνια με τους συντρόφους του ΚΣ και της ΑΡΑΝ, όπως και αυτούς του Εργατικού Αγώνα και της Αριστερής Παρέμβασης, μαζί στο εγχείρημα του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων («Συντονισμός» στο εξής). Ο Συντονισμός είχε παρόμοιους στόχους[4] ανασυγκρότησης του ΚΚ. Οπότε, προκύπτει το ερώτημα του τί πήγε στραβά και σήμερα ο Συντονισμός έχει πρακτικά διαλυθεί, και οι ΚΣ και ΑΡΑΝ παίρνουν τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία μόνοι τους.

Ο Σύλλογός μας τοποθετήθηκε δημόσια ως προς αυτό το ερώτημα αρχικά με ανακοίνωσή του με ημερομηνία 15/02/2021[5]. Στην ανακοίνωση αυτή πρότεινε και μια διαδικασία ανασυγκρότησης του ΚΚ, όπως αυτή που λαμβάνει χώρα σήμερα με το εγχείρημά μας. Δυστυχώς, καμία από τις συνιστώσες οργανώσεις και συλλογικότητες του Συντονισμού δεν θεώρησαν ότι οι συνθήκες ήταν ώριμες για κάτι τέτοιο. Η περίοδος της πανδημίας σίγουρα αποτέλεσε μια αντικειμενική δυσκολία, ενώ η όξυνση του ρωσονατοϊκού πολέμου στην Ουκρανία με την έναρξη της «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης» της Ρωσίας πριν περίπου έναν χρόνο έδωσε το τελειωτικό χτύπημα, καθώς αναδείχθηκαν στρατηγικού τύπου διαφορές και αντίστοιχες προσεγγίσεις για τον πόλεμο αυτόν. Ενδιάμεσα, με νέα ανακοίνωσή του με ημερομηνία 27/11/2021[6], ο Σύλλογός μας πήρε αποστάσεις από το εγχείρημα του Συντονισμού, υποχωρώντας στη θέση του παρατηρητή, διαβλέποντας την κατάληξη της πορείας που είχε πάρει.

Ας αφήσουμε στην άκρη προς το παρόν το ερώτημα του εάν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε με συνθετικό τρόπο τις διαφορές μας στο ζήτημα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και του σημερινού ρωσονατοϊκού πολέμου στα πλαίσια μιας ενιαίας μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης (η άποψή μου είναι ότι αυτό θα ήταν δυνατό). Στο τελευταίο αυτό ζήτημα θα επανέλθω με άρθρο αφιερωμένο ειδικά σε αυτό.

Παρακάτω καταγράφω τους λόγους της αποτυχίας του Συντονισμού, πολύ συνοπτικά, και αναγκαστικά, επομένως, αφοριστικά (παραπέμποντας στα αποσπάσματα από τις τότε ανακοινώσεις του Συλλόγου στις σημειώσεις): Γραφειοκρατικοποίηση, ομαδοποιήσεις και ιδεολογικοπολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις οργανώσεις, έλλειψη ουσιαστικού προγραμματικού διαλόγου, μη άνοιγμα του εγχειρήματος στον δημόσιο διάλογο και στους ανένταχτους συντρόφους, ήταν τα συμπτώματα της «ασθένειας» που οδήγησε στην αποτυχία του Συντονισμού, και στη σημερινή κατάληξη παράλληλων – εν μέρει συνεργατικών, εν μέρει ανταγωνιστικών – εγχειρημάτων.

Η αναφορά αυτή στο ιστορικό του Συντονισμού δεν γίνεται για να αποδοθούν ευθύνες, αλλά για να γίνει κατανοητό το πως καταλήξαμε σε κάποια συμπεράσματα όσον αφορά όχι μόνο τα συμπτώματα, αλλά και τις βαθύτερες αιτίες, της αποτυχίας αυτής, και πως αυτό καθόρισε σε μεγάλο βαθμό εκείνες τις πλευρές της πρωτοβουλίας μας για την ανασυγκρότηση του ΚΚ, που την κάνουν να διαφέρει, τόσο από τον Συντονισμό, όσο και από την πρωτοβουλία των ΚΣ και ΑΡΑΝ.

 

Ενιαία μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση, και όχι «μέτωπο κομμουνιστών/αντικαπιταλιστικό»

Καταρχήν, και μόνο από το γεγονός ότι η πρωτοβουλία των ΚΣ και ΑΡΑΝ εκκινεί με τη μορφή μιας διαδικασίας ενοποίησης των δύο οργανώσεων και προσέλκυσης και κάποιων ανένταχτων συντρόφων επιβεβαιώνει την ορθότητα μιας βασικής μας θέσης, τόσο ως πρότασή μας προς τον τότε Συντονισμό, όσο και ως κύρια πλευρά του σημερινού εγχειρήματός μας για την ανασυγκρότηση του ΚΚ: ότι κάθε διαδικασία στρατηγικής σύγκλισης, για να έχει ελπίδες να πετύχει, πρέπει να δοκιμάζεται στην πράξη στα πλαίσια μιας ενιαίας οργάνωσης, ώστε ο κύκλος (α) δημοκρατικής συζήτησης και συναπόφασης, (β) ενιαίας δράσης με συνειδητή πειθαρχία και υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, και (γ) δημοκρατικός απολογισμός και (αυτό)κριτική με βάση τα αποτελέσματα της πολιτικής πράξης, να λειτουργεί ενιαία και με ίσα δικαιώματα για κάθε συμμετέχοντα, είτε οργανωμένο, είτε ανένταχτο (δηλ. με βάση την αρχή «1 άτομο – 1 ψήφος»). Αντίθετα, λογικές «μετώπου κομμουνιστών», ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Συντονισμός, αλλά και γενικότερα, πχ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχουν δείξει τα όριά τους, καταλήγοντας συνήθως σε γραφειοκρατία, ομαδοποιήσεις, και στρατηγικές αποκλίσεις. Από εδώ προκύπτει καταρχήν η ανάγκη υπερβάσεων από τις οργανώσεις και συλλογικότητες που αναγνωρίζουν την ανάγκη ανασυγκρότησης του ΚΚ.

Το ερώτημα είναι, πως και γιατί προχώρησαν οι ΚΣ και ΑΡΑΝ μόνοι τους σε αυτήν την κατεύθυνση (χωρίς να ισχυρίζομαι ότι είναι αποκλειστικά δική τους ευθύνη η κατάληξη του Συντονισμού ή/και ότι οι υπόλοιπες οργανώσεις ήθελαν να συμμετέχουν αλλά αποκλείστηκαν);

 

Συγκρότηση κυρίαρχα πολιτική ή ιδεολογική;

Διαβάζοντας τη «Διακήρυξη», διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο κείμενο, κάτι που δείχνει ότι προηγήθηκαν μακρόχρονες, μη δημόσιες συζητήσεις μεταξύ των δύο οργανώσεων, χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή μέθοδο που ακολουθήθηκε. Αντίθετα, στο εγχείρημά της ανασυγκρότησης του ΚΚ προτείνουμε ότι τέτοιες συζητήσεις πρέπει να γίνονται κυρίως δημόσια και ανοιχτά, σε ένα όσο το δυνατόν πιο μεγάλο σώμα πρωτοπόρων αγωνιστών, με την ισότιμη συμμετοχή εξαρχής των ανένταχτων, και μάλλον στα πλαίσια μιας προσυνεδριακής διαδικασίας για ένα ιδρυτικό και καταστατικό συνέδριο, με αντιπροσωπευτικές επιτροπές πρότασης θέσεων, κοκ (έτσι εξηγείται και το συγκριτικά πολύ μικρότερο μέγεθος του «Ανοιχτού Καλέσματός» μας).

Μάλιστα, μέχρι την παρ. 31, η «Διακήρυξη» περιλαμβάνει πλήθος εκτιμήσεων για τον σύγχρονο καπιταλισμό και την ιστορική συγκυρία, για την κατάσταση στη χώρα μας, στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, στην «Αριστερά», για το τι πήγε στραβά κατά την προηγούμενη περίοδο, κοκ. Ειδικά αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να γίνει με τη συμμετοχή πολύ ευρύτερων δυνάμεων, και σίγουρα αυτών που συμμετείχαμε στον Συντονισμό, όπως αποδεικνύει η πολύ στενή, και αρκετά ομαλή, μας συμπόρευση για αρκετά χρόνια, και ο υψηλός βαθμός συμφωνίας στα θέματα του μετωπικού μεταβατικού προγράμματος, των πολιτικών συμμαχιών, και, γενικότερα, της πολιτικής τακτικής.

Συνεχίζοντας, όμως, στην παρ. 32, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε για ποιο λόγο έγιναν οι συγκεκριμένες επιλογές από τους συντρόφους των ΚΣ και ΑΡΑΝ. Εκεί διατυπώνεται η εκτίμηση – θέση για τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των κοινωνιών της ΕΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών[7] (αν και συνοδεύεται και από τη θέση της υπεράσπισης των κοινωνικών και αντιαποικιακών επαναστάσεων από τις οποίες προέκυψαν, και από την πρόθεση για περαιτέρω θεωρητική και πολιτική συζήτηση για τη θέση αυτή).

Στη συνέχεια η «Διακήρυξη» σκιαγραφεί ένα ιδεολογικό πλαίσιο που περιέχει πολλές ιδέες με τις οποίες θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε, ακόμη και αν τις διατυπώναμε με άλλη ορολογία, για να φτάσουμε στη μόνη αναφορά στον Λένιν και στον λενινισμό σε ολόκληρο το κείμενο, στην παρ. 37, την οποία παραθέτω αυτολεξεί πριν τη σχολιάσω (ο τονισμός δικός μας):

«Ο πυρήνας του προβλήματος βρίσκεται σε μια μακρά περίοδο κρίσης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Την οποία δεν μπορεί να αντιστρέψει ούτε ο εγκεφαλικός αντικαπιταλισμός και ο σεχταρισμός, ούτε ο «επαναστατικός» βερμπαλισμός, ούτε ο βαθύτερος συντηρητισμός κάποιων συλλογικοτήτων που αναφέρονται στο όνομα του μαρξισμού λενινισμού ή του τροτσκισμού (χωρίς να απαξιώνουμε την ιστορική συμβολή αυτών και άλλων μαρξιστικών επαναστατικών ρευμάτων).»

Οπότε, αυτό που μέτρησε τελικά μάλλον είναι αυτό που αντιλαμβάνονται οι σύντροφοι του ΚΣ και της ΑΡΑΝ ως «ιδεολογική συγγένεια» μεταξύ των οργανώσεών τους.

Μάλιστα, σε 2-3 σημεία νωρίτερα στο κείμενο της «Διακήρυξης»[8] φαίνεται και η «υπέρβαση» που χρειάστηκε να κάνουν σε ένα γνωστό σημείο διαφωνίας μεταξύ τους, αυτό του χαρακτηρισμού του σύγχρονου σταδίου του καπιταλισμού ως «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» εκ μέρους του ΚΣ[9], έναντι της πιο αλτουσεριανής αντίληψης της ΑΡΑΝ, η οποία αρνείται[10] θεωρητικά την ύπαρξη σταδίων του καπιταλισμού (ή ακριβέστερα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) «γενικά», δηλ. έξω από την ιστορία συγκεκριμένων «εθνικών» κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Οι – φυσιολογικές – διαφωνίες μεταξύ, και ίσως και εντός των οργανώσεων, στα ζητήματα αυτά αναδεικνύονται άλλες δύο φορές στη «Διακήρυξη», όταν επιλέγεται ο «διαζευκτικός» προσδιορισμός «καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική δύναμη» για τη Ρωσία (παρ. 7), και ο όρος «ιμπεριαλιστική/καπιταλιστική αλυσίδα» (παρ. 17).

Μεθοδολογικά, η επιλογή των συντρόφων των ΚΣ και ΑΡΑΝ να εκκινήσουνε ένα τέτοιο εγχείρημα στη βάση της «ιδεολογικής συγγένειας», δηλ. επιλέγοντας με ποιους συντρόφους «αισθάνονται πιο κοντά», είναι η αχίλλειος πτέρνα της πρωτοβουλίας τους, για λόγους που εξηγούμε συνοπτικά στο «Ανοιχτό Κάλεσμα», και στους οποίους αναφέρθηκα αναλυτικότερα σε προηγούμενο άρθρο, αλλά και παλιότερα, ενώ θα αναφερθώ συνοπτικά και στη συνέχεια:

  1. Οι απαντήσεις στα κεντρικά θεωρητικά και στρατηγικά προβλήματα του διεθνούς ΚΚ, ερωτήματα όπως «τι έγινε στην ΕΣΣΔ; τι συμβαίνει σήμερα στην Κίνα; ποιος είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός/ιμπεριαλισμός, ή/και το σύγχρονο υποκείμενο της εργασίας και της επανάστασης; με ποια κομματική οργανωτική μορφή, στρατηγική και τακτική, κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες κοκ πρέπει να πορευτεί το ΚΚ για την προσέγγιση της επανάστασης σε μια συγκεκριμένη χώρα και ιστορική συγκυρία; ποιος ο χαρακτήρας της επανάστασης αυτής; κοκ», ξεπερνάνε τις δυνατότητες, όχι απλά των μικρών συλλογικοτήτων και οργανώσεων της ελληνικής εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά και συνολικά του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας, μιας χώρας στην οποία οι κομμουνιστές δεν είχαν ποτέ την εμπειρία της εξουσίας, ενώ δεν είναι στην πρώτη γραμμή ούτε της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ούτε της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό.
  2. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά τείνουν να αποκτούν ταυτοτικό χαρακτήρα για τις οργανώσεις και συλλογικότητες στις οποίες συμμετέχουμε, (α) για ιστορικούς λόγους, πχ του πως προέκυψαν, συνήθως ως διασπάσεις μεγαλύτερων οργανώσεων, και (β) διότι το μικρό μας μέγεθος δεν επιτρέπει να λειτουργεί η πολιτική πράξη και τα αποτελέσματά της ως η «συγκολλητική ουσία» που θα δικαίωνε τη συγκρότηση τέτοιων οργανώσεων. Αυτό είναι ακριβώς το κεντρικό σημείο στο οποίο πρέπει να γίνει υπέρβαση, και να πάμε σε μια άλλη αρχή συγκρότησης, η οποία θα βάζει στο επίκεντρο τη μεγιστοποίηση της συγκέντρωσης κομμουνιστικών δυνάμεων πάνω σε μια πολιτική γραμμή που να μπορούμε να τη δοκιμάσουμε στην πράξη, και την οποία θα δεσμευόμαστε να την εφαρμόζουμε όλοι, ενώ ταυτόχρονα θα ανοίγουμε τη συζήτηση για τα στρατηγικά ζητήματα. Στην πρότασή μας συμπεριλαμβάνεται η αντιστάθμιση της έλλειψης βαθιάς στρατηγικής ενότητας, καταρχήν με την παραδοχή της έλλειψης αυτής (και όχι με τη χρήση «διαζευκτικών» προσδιορισμών!), και με την απαίτηση για αυξημένες πλειοψηφίες για τις όποιες αποφάσεις, μαζί με άλλα μέτρα αντιγραφειοκρατικά, δημοσιοποίησης των απόψεων της εκάστοτε μειοψηφίας κοκ. Η προηγούμενη εμπειρία συμπόρευσής μας έδειξε ότι υπάρχει επαρκής συναντίληψη για την κυρίαρχη αντίθεση στην ελληνική κοινωνία (της ολιγαρχίας του ξένου και ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, εναντίον της πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού ακόμη και αν οι σύντροφοι προτιμούν συνήθως άλλες λέξεις για να πουν περίπου το ίδιο!), και επομένως υπάρχει πολιτική βάση για την εκκίνηση της διαδικασίας αυτής.
  3. Οι απαντήσεις αυτές δεν μπορούν να δίνονται ούτε στη βάση της δογματικής προσκόλλησης στο παρελθόν του διεθνούς ΚΚ, ούτε, όμως και σε αυτήν μιας απόλυτης και ριζικής αναθεώρησης ή απόρριψής του. Η σύνδεση του μαρξισμού – λενινισμού με τον «συντηρητισμό», αυτό που διαφαίνεται ως απόρριψη του λενινισμού, και εν τέλει του κυρίαρχου κατά τον 20ό αιώνα τριτοδιεθνιστικού ρεύματος του ΚΚ, ή η υιοθέτηση της θέσης περί εκμεταλλευτικών κοινωνιών της ΕΣΣΔ και των λαϊκών δημοκρατικών, σημαίνει ότι το εγχείρημα των συντρόφων των ΚΣ και ΑΡΑΝ εκκινεί από θέσεις (α) μειοψηφικές στο διεθνές ΚΚ, τόσο ιστορικά, όσο και στη σύγχρονη πολιτική του πραγματικότητα, (β) οι οποίες, παρόλο που έχουν πλέον αρκετές δεκαετίες που κυκλοφορούν στην «αγορά των ιδεών», δεν έχουν κυριαρχήσει ούτε στην ακαδημαϊκή, επιστημονική, και θεωρητική συζήτηση, ούτε στην κοινή αντίληψη των λαών (που κατά κανόνα πχ αναφέρεται στην ΕΣΣΔ ως «κομμουνιστική», ή θυμάται με νοσταλγία τον …Στάλιν (!) σύμφωνα με δημοσκοπήσεις της ρωσικής κοινής γνώμης), ενώ (γ) δεν κατάφεραν μέχρι στιγμής να συγκροτήσουν άξια αναφοράς κομμουνιστικά κινήματα και κόμματα, ή να επιτύχουν αντίστοιχες πολιτικές νίκες (που να συγκρίνονται έστω και λίγο με τις επιτυχίες – ναι, υπήρξαν και αυτές! – του διεθνούς ΚΚ στον 20ό αιώνα!). Εν τέλει, ως κομμουνιστές, οφείλουμε να έχουμε από την κριτική στο κυρίαρχο και πλειοψηφικό ρεύμα τις ίδιες ή και αυξημένες απαιτήσεις από αυτές που έχουμε από το ίδιο το κυρίαρχο, μαρξιστικό – λενινιστικό, τριτοδιεθνιστικό ρεύμα! Η κριτική, πλέον, κρίνεται και αυτή! Η ανάγκη των υπερβάσεων αφορά, λοιπόν, και τους συντρόφους που εκκινούν από τέτοιες κριτικές θέσεις, οι οποίες, όμως, έχουν δοκιμαστεί και αυτές στη ζωή εδώ και δεκαετίες. Εμείς, αντίθετα, μιλάμε για κριτική εξέταση της ιστορίας του διεθνούς ΚΚ, και ιδιαίτερα του κυρίαρχου τριτοδιεθνιστικού ρεύματος, και για διαλεκτική άρση του μαρξισμού – λενινισμού μέσω της δημιουργικής του ανάπτυξης.

 

Ανάγκη υπερβάσεων

Πρέπει να αναγνωριστεί στους συντρόφους του ΚΣ και της ΑΡΑΝ ότι, και στη «Διακήρυξη», και γενικότερα στη συνεργασία και στον διάλογο μαζί μας, δείχνουν μια τέτοια διάθεση υπερβάσεων. Όταν όμως χρειάστηκε να γίνουν τα απαραίτητα τολμηρά βήματα, οι σύντροφοι προτίμησαν τη σχετική «ασφάλεια» ενός σημείου εκκίνησης ιδεολογικά οριοθετημένου από δικές τους παλιότερες επιλογές.

Εκτιμώ ότι η επιλογή τους αυτή στενεύει τον ορίζοντα της πρωτοβουλίας τους, όταν μάλιστα εξελίσσεται ταυτόχρονα με την ήδη πολύ πιο προχωρημένη και μαζική πρωτοβουλία για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα από τον χώρο του ΝΑΡ. Δεδομένων των «ιδεολογικών προδιαγραφών» που θέτουν οι σύντροφοι στο εγχείρημά τους, φαίνεται ως αν οι στρατηγικές τους συμφωνίες με τον χώρο του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να είναι ευρείες και βαθιές, και οι διαφορές τους να αφορούν περισσότερο την τακτική και τη σύνδεσή της με τη στρατηγική. Μάλιστα, παρακολουθήσαμε τον τελευταίο καιρό άλλη μια προσπάθεια ξεπεράσματος των ασθενειών του σεχταρισμού από τη μια, και μιας κάποιας …υποτίμησης του περιεχομένου του πολιτικού προγράμματος από την άλλη, για την ενιαία κάθοδο της «αντικαπιταλιστκής και ριζοσπαστικής Αριστεράς» στις επερχόμενες εκλογές. Προκύπτει το ερώτημα του «προς ποια κατεύθυνση κοιτάνε» τελικά οι σύντροφοι των ΚΣ και ΑΡΑΝ και σε ποιον κόσμο απευθύνονται.

Την ίδια στιγμή, από τη μια, καταγράφουν και οι ίδιοι στη Διακήρυξή τους την κρίση του «αντικαπιταλιστικού ρεύματος» διεθνώς:

«Σήμερα βρισκόμαστε ακόμα εντός του κύματος της κρίσης της Αριστεράς διεθνώς. […] Ακόμα περισσότερο ίσως, της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με την κρίση και διασπάσεις που αντιμετώπισαν οι μαζικότερες εκφράσεις της διεθνώς (SWP στην Βρετανία, ISO στις ΗΠΑ, ΝPA στη Γαλλία, ιταλική ριζοσπαστική Αριστερά, Partido Obrero Αργεντινής, ΚΚ Εργαζομένων Τυνησίας κλπ.).»

Από την άλλη, έχουμε την κλιμάκωση της αντίθεσης μεταξύ του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και των λαών και κρατών που αντιστέκονται στην παγκόσμια ηγεμονία του. Εκατομμύρια κομμουνιστές ανά τον κόσμο συμμετέχουν σε κόμματα που εξακολουθούν να αναφέρονται στον μαρξισμό – λενινισμό, να αντιστέκονται, είτε ειρηνικά, είτε και με το όπλο στο χέρι, στον ιμπεριαλισμό, ή και να διατηρούν την εξουσία στις χώρες τους (οι οποίες, μάλιστα, προοδεύουν), παρόλες τις διαφωνίες που μπορεί να έχουμε για τις επιλογές τους από τη δική μας οπτική.

Για παράδειγμα, μόλις πριν λίγους μήνες διεξήχθη άλλη μια διεθνής συνάντηση κομμουνιστικών κομμάτων στην Κούβα. Εκεί διαφάνηκε ένα σχίσμα μεταξύ τους όσον αφορά την ανάλυσή τους για τον σύγχρονο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, τη σημερινή ιστορική συγκυρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, και τη θέση τους για τον εξελισσόμενο ρωσονατοϊκό πόλεμο στην Ουκρανία. Πως βλέπουμε εμείς, λίγες εκατοντάδες Έλληνες κομμουνιστές, σε καθεστώς διάλυσης του εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος, ή ενσωμάτωσής του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη στρατηγική του ιμπεριαλισμού, κι ενώ προβληματιζόμαστε για την ανασυγκρότησή του, τον ιστορικό μας ρόλο; Αν είχαμε ένα κομμουνιστικό κόμμα τι θέση θα παίρναμε; Θα πηγαίναμε καταρχήν στην εν λόγω συνάντηση, ή θα αποφεύγαμε κόμματα που χαρακτηρίζονται από τον …«συντηρητισμό στο όνομα του μαρξισμού – λενινισμού», και θα ψάχναμε αλλού τους διεθνείς συνομιλητές μας (και αν ναι, πού αλλού;);… Ή μήπως θα πηγαίναμε και θα κατηγορούσαμε τους εκπροσώπους του ΚΚ Κίνας ότι ηγούνται ενός αναδυόμενου …«ιμπεριαλιστικού άξονα», και αυτούς του ΚΚ Κούβας για το ότι τους καλούν σε τέτοιες συναντήσεις (και στέλνουν συγχαρητήρια στην επανεκλογή της ηγεσίας τους[11]), αντί να πολεμάνε για να αποτινάξουν τον ιμπεριαλιστικό ζυγό της Κίνας πάνω στη χώρα τους, όπως περιμένουμε σε λίγο να ακούσουμε από το σημερινό ΚΚΕ, ή το ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με βάση τις τελευταίες τους τοποθετήσεις;!..

Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι καθόλου ειρωνικά, ή ρητορικά. Απαιτούν απαντήσεις, επειγόντως! Προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει συμφωνία με τις απαντήσεις που τείνουν να δώσουν οι σύντροφοι των ΚΣ και ΑΡΑΝ, αν και θα ήταν προτιμότερο να τα συζητούσαμε από κοινού, στα πλαίσια ενός ευρύτερου και πιο ανοιχτού εγχειρήματος ανασυγκρότησης του ΚΚ.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι, θα ήταν ευχής έργο μια όσο το δυνατόν πιο στενή συμπόρευση, και ένας αντίστοιχα ειλικρινής, ανοιχτός, και συντροφικός διάλογος. Θεωρώντας δεδομένο ότι το εγχείρημά των συντρόφων έχει παρόμοιους στόχους με το δικό μας, δεν μπορώ παρά να τους ευχηθώ καλή επιτυχία, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας θα άρχιζε να βγαίνει από το σκοτεινό τούνελ στο οποίο βρίσκεται εδώ και αρκετά πλέον χρόνια, με ευθύνη όλων μας.

 

 

[1] Παρ. 31: «Η τακτική μας πρόταση και το μεταβατικό αντιιμπεριαλιστικό – αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα χρειάζεται να σφραγίζονται από την ταυτόχρονη και αλληλένδετη προσπάθεια σε τρία επίπεδα: Πρώτο, προς ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα.»

Παρακάτω, πριν από την παρ. 36, διαβάζουμε τον υπότιτλο:

«Η ανάγκη για επανίδρυση του κομμουνιστικού κινήματος και κόμματος και μιας μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης προς αυτό το σκοπό»

Στη συνέχεια, στην παρ. 36, η επανίδρυση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος αναφέρεται ως αναγκαίος για την επίτευξη πολιτικών στόχων για τις μετωπικές συμμαχίες και το κίνημα, όπως αναφέρονται σε προηγούμενες παραγράφους:

«Η υπόθεση της επανίδρυσης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος, κόμματος και ρεύματος είναι η ραχοκοκαλιά της θεωρητικής, προγραμματικής και οργανωτικής προετοιμασίας. Αλλά και για τη διαμόρφωση του πολιτικού δυναμικού που θα έχει αναβαθμισμένη δέσμευση και στράτευση, μαζικές δεξιότητες, ικανότητα να συνδυάζει διαλεκτικά την τακτική με τη στρατηγική. Η ανάγκη για αυτό επικαιροποιείται αν αναλογιστούμε και τις ανάγκες για προγραμματική εμβάθυνση που απαιτεί κάθε επί μέρους κοινωνική παρέμβαση, αλλά και μία ευρύτερη μετωπική πολιτική συγκρότηση. Αλλά και αυτοτελώς, η ύπαρξη μίας σχετικά συγκροτημένης κομμουνιστικής Αριστεράς είναι μία σημαντική προϋπόθεση για να αρθεί η κοινωνική και πολιτική ήττα που υπήρξε στη δεκαετία της κρίσης.»

[2] Παρ. 38: «Απαραίτητο εργαλείο σε μία τέτοια πορεία είναι η δημιουργία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης με κάποια κρίσιμα πολιτικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά:

– Διαρκή προσπάθεια για μια σύγχρονη κομμουνιστική αναζήτηση, που αφενός θα εμπνέεται από τη ζώσα πραγματικότητα των κοινωνικών κινημάτων στη χώρα και διεθνώς, αφετέρου θα βαθύνει τη στρατηγική συζήτηση, αξιοποιώντας τη σύγχρονη μαρξιστική θεωρία και με βάση την εμπειρία των χρόνων της κρίσης

– Ανασυνθετική φυσιογνωμία και λογική, με επίγνωση της ήττας και των ορίων των ρευμάτων μας, με διάθεση ώσμωσης, υπέρβασης και ποιοτικού βαθέματος, για την ουσιαστική συνένωση δυνάμεων και όχι απλά μια ρηχή, ποσοτική – οργανωτική συνένωση

– Παράλληλη κίνηση κινηματικά, μετωπικά και στρατηγικά, με πρωτοβουλίες δράσης στα κοινωνικά μέτωπα, πολιτικές πρωτοβουλίες μετωπικού χαρακτήρα και στρατηγική – προγραμματική συζήτηση και συγκρότηση. Με την σχετική αυτοτέλεια σε κάθε επίπεδο, χωρίς συγχύσεις μεταξύ τους (ταύτιση πρακτικά κινήματος και πολιτικών μετώπων ή κομμάτων, σύγχυση επιπέδων μετώπου και πολιτικής οργάνωσης κλπ.). Κάτι που κόστισε και κοστίζει ακόμα στη δουλειά στα κινήματα, αλλά και στα μετωπικά εγχειρήματα των τελευταίων χρόνων.

– Οργάνωση που θα επιχειρεί να κατακτά την ενότητα στη δράση, μέσα από την εσωοργανωτική δημοκρατία, τον ελεύθερο, ουσιαστικό και συντροφικό διάλογο για την κατάκτηση μιας κοινής προγραμματικής αντίληψης. Αξιοποιώντας παλιότερες οργανωτικές μορφές και τρόπους λειτουργίας, αλλά και αναζητώντας διαρκώς τα όρια τους και την υπέρβασή τους με δοκιμασία νέων.»

[3] Πχ διαβάζουμε στην εισαγωγή:

«Για αυτό καλούμε και πιστεύουμε ότι θα βρεθούμε συνοδοιπόροι και με πολλούς και πολλές ακόμα στην πορεία. Με συντρόφους και συντρόφισσες από τα ιστορικά ρεύματα που γέννησαν την Αριστερή Ανασύνθεση και το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, αλλά και από τις διασταυρώσεις και συμπορεύσεις μας σε εγχειρήματα της ριζοσπαστικής και της επαναστατικής Αριστεράς των προηγούμενων χρόνων. Εγχειρήματα που προσέφεραν πολύτιμο υλικό, αλλά είναι πλέον ανάγκη να δώσουν τη θέση τους σε κάτι καινούριο.»

Παρακάτω, στο τέλος της παρ. 38, όπου γίνεται αναφορά στη μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση, διαβάζουμε:

«Γνωρίζουμε ότι θα είναι μια μεταβατική προσπάθεια προς ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα, για τη συγκρότηση του οποίου απαιτούνται ακόμα σημαντικές ποιοτικές και ποσοτικές συσσωρεύσεις. Φυσικά, ούτε έχουμε ούτε διεκδικούμε το αποκλειστικό μονοπώλιο της συμβολής σε αυτή την πορεία, αντιθέτως επιδιώκουμε συγκλίσεις και με άλλο αγωνιζόμενο δυναμικό και δυνάμεις κομμουνιστικής αναφοράς σε αυτήν.»

Και τέλος, στην κατάληξη της «Διακήρυξης», στην παρ. 40, αναφέρονται τα εξής:

«Αυτό όμως που μας ωθεί πιο πολύ, είναι η κοινή εκτίμηση ότι η δημιουργική, διαλεκτική και νέα σύνθεση των απόψεων μας είναι όχι μόνον εφικτή αλλά και εκείνη η αναγκαία μέθοδος μεταξύ των ρευμάτων εργατικής και επαναστατικής αναφοράς που απαιτείται για την κατάκτηση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος, κόμματος και κινήματος. Σε αυτό θέλουμε να συμβάλλουμε και με τη δική μας προσπάθεια. Για αυτό επιδιώκει να είναι ανοιχτή, δημοκρατική και συντροφική. Με στόχο τις αναγκαίες συγκλίσεις στην κομμουνιστική Αριστερά έτσι ώστε να γίνει αντάξια της ιστορίας της. Για ένα κομμουνιστικό κόμμα αντίστοιχο με την εποχή μας.

Είμαστε πιο έμπειροι και έμπειρες μέσα από τις μάχες που δώσαμε, από τις κατακτήσεις μας, αλλά και από τις αποτυχίες που γνώρισε η καθεμιά συλλογικότητα στο πρόσφατο παρελθόν. Ξεκινάμε με την πεποίθηση ότι θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και θα πετύχουμε το στόχο μας με ενωτικό πνεύμα, με συντροφικό πολιτισμό και κυρίως, μέσα από τη δημιουργική συμμετοχή, όχι μόνον των μελών μας, αλλά και πολλών ακόμα αγωνιστών και αγωνιστριών για μία νέα κομμουνιστική προοπτική.»

[4] Πχ διαβάζουμε στην ιστοσελίδα «Ποιοι είμαστε»:

«Για μια συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων της εποχής μας

  1. Όλα τα παραπάνω καθήκοντα, η σκληρή περίοδος στην οποία εισερχόμαστε και πάνω από όλα, η συγκλονιστική εποχή που ζούμε, σε συνδυασμό με την αποτυχία των αριστερών δυνάμεων και προγραμμάτων στη δεκαετία που πέρασε, δείχνουν ότι απαιτείται η δημιουργία ενός νέου αριστερού, επαναστατικού και κομμουνιστικού φορέα.

Σε αυτή την κατεύθυνση, απαιτείται η δημιουργία μιας μαζικής συσπείρωσης κομμουνιστικών ρευμάτων προς μια ενωτική οργάνωση, που θα ανοίξει το δρόμο για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας.

Μια συσπείρωση δυνάμεων γύρω από ένα σαφές ανατρεπτικό πολιτικό πρόγραμμα για την περίοδο, πρώτα από όλα για το μισθό, το εισόδημα, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, αλλά και για τη δημοκρατία και τον αντιφασισμό, την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, καθώς και για όλα τα ζητήματα που συγκλονίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως το περιβάλλον και η διατροφή, το γυναικείο ζήτημα, ο ρατσισμός, οι σεξιστικές διακρίσεις κ.α.

Με ανοιχτή, δημιουργική συζήτηση και αναζήτηση για μια νέα στρατηγική σε επαναστατική και κομμουνιστική κατεύθυνση, με βάση το μαρξισμό, τις εμπειρίες από τις επαναστατικές απόπειρες του 20ου αιώνα και τις σύγχρονες, υλικές δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας, στην εποχή μας.

Μια συσπείρωση δυνάμεων με ενότητα στη δράση που θα διασφαλίζεται από εσωτερική δημοκρατία, με αιρετή και ανακλητή ηγεσία, προσανατολισμό στην εργατική τάξη, ειδικά στους συγκεντρωμένους χώρους βιομηχανίας και υπηρεσιών, στη νέα γενιά αλλά και σε όλο τον λαϊκό κόσμο της εργασίας.

Με μια συνεπή και σύγχρονη μετωπική πολιτική που θα ξεπερνά τόσο την υποταγή στις πτέρυγες της αστικής πολιτικής ή των αριστερών ρεφορμιστικών τάσεων, όσο και την απομόνωση από τις πλατιές εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, στο όνομα της επανάστασης. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής, ακόμα και αν αυτό δεν είναι άμεσα εφικτό.

Μία συσπείρωση δυνάμεων με δημιουργία διεθνιστικών δεσμών, σε μια εποχή όπου οι δυνατότητες επικοινωνίας, μεταφορών και εμπειριών έχουν ανέβει εκθετικά, ενώ ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός παρασύρουν την εργατική τάξη και τους λαούς στον εθνικισμό και τους πολέμους ή στην υποταγή στις κοσμοπολίτικες ολοκληρώσεις τους, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

  1. Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων προτείνει αυτόν τον δρόμο. Θα συμβάλει αποφασιστικά, με αυτοκριτική και σχεδιασμένη πορεία υπέρβασης του ίδιου, με συντροφικό πνεύμα σύνθεσης και κοινή στράτευση.

Καλεί τους αγωνιστές και αγωνίστριες που συμφωνούν, να συμβάλουν στη δημιουργία μιας συσπείρωσης πολιτικών δυνάμεων και αγωνιστών που αγωνίζονται για το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας.»

[5] Γράφαμε τότε:

«[…] 2 χρόνια μετά από την ιδρυτική συνέλευση και τη διά βοής εκλογή αντιπροσωπευτικής Συντονιστικής Επιτροπής, το εγχείρημα έχει βαλτώσει:

  • Δεν προχωράει η προγραμματική συζήτηση με κατεύθυνση τη διεξαγωγή ιδρυτικού συνεδρίου (δεν υλοποιήθηκε καν ο διαδικτυακός τόπος που ανάμεσα σε άλλα θα φιλοξενούσε και τον αντίστοιχο δημόσιο διάλογο).
  • Δεν υπάρχει εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας.
  • Συνεχίζει να παίρνει αποφάσεις η ίδια Συντονιστική Επιτροπή, η οποία κατέληξε να λειτουργεί πλέον ως συντονιστικό των συμμετεχόντων συλλογικοτήτων.
  • Δεν προχωράει με ικανοποιητικούς ρυθμούς η δημιουργία τοπικών/κλαδικών επιτροπών, δεν λειτουργούν συστηματικά και αυτές που δημιουργήθηκαν, και δεν υπάρχει τρόπος για να επιδράσουν της αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι φυσιολογικό, με τον καιρό, να προκαλείται μια φθορά στο όλο εγχείρημα, και να οδηγούμαστε περισσότερο, πλέον, σε πολιτικές αποκλίσεις και ομαδοποιήσεις, παρά σε συγκλίσεις.

Το αποτέλεσμα είναι η προωθημένη προγραμματική του συμφωνία να μην μπορεί να μετατραπεί σε υλική δύναμη μέσα από έγκαιρες, ισχυρές και ενιαία προωθούμενες πρωτοβουλίες. Η αδυναμία αυτή ήταν καθοριστική όλο το προηγούμενο διάστημα της οξυμένης κοινωνικής κρίσης λόγω της πανδημίας και των συνεπειών της στην οικονομία, αλλά και της αυταρχικής, αντιδημοκρατικής ολίσθησης της κυβέρνησης της ΝΔ.

Αν και σίγουρα έχουν παίξει ρόλο η σημερινή δυσχερής συγκυρία για το εργατικό-λαϊκό κίνημα., μετά τη διάψευση των λαϊκών ελπίδων κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, και οι επιπλέον δυσκολίες που φέρνει η πανδημία για την κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα, εκτιμούμε ότι ο κύριος λόγος για την πορεία αυτή είναι η έλλειψη σαφούς στόχευσης εκ μέρους των συμμετεχόντων, καθώς και της αποφασιστικότητας που απαιτείται για να γίνουν οι τολμηρές μεν, απαραίτητες δε αρχικές κινήσεις, κυρίως προς την κατεύθυνση της οργανωτικής ενοποίησης. Αυτές οι κινήσεις θα έδιναν την αρχική ώθηση, αλλά και το μήνυμα πλατιά στην πλειοψηφία των ανένταχτων κομμουνιστών/-στριών ότι το εγχείρημα δεν είναι “μια από τα ίδια”.»

[6] Στη δεύτερη αυτή ανακοίνωση γράφαμε:

«Σε αυτό το πλαίσιο, διαπιστώνουμε, δυστυχώς, ότι το εγχείρημα του Κομμουνιστικού Συντονισμού εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από στασιμότητα, ή και οπισθοδρόμηση, όπως περίπου περιγράφαμε την κατάσταση στην ανακοίνωση του Φεβρουαρίου 2021, και παρόλο το σταδιακό άνοιγμα όλων των κοινωνικών δραστηριοτήτων με τη σχετική υποχώρηση της πανδημίας του κορωνοϊού.

Οι περισσότερες συνιστώσες οργανώσεις και συλλογικότητες διστάζουν να δεσμευθούν σε έναν συγκεκριμένο οργανωτικό και πολιτικό στόχο, επικαλούμενες τις πολιτικές και στρατηγικές διαφωνίες μεταξύ των συμμετεχόντων, για τις οποίες, όμως, δεν προτείνεται καμία συγκεκριμένη διαδικασία σταδιακής άρσης τους.

Εμείς επαναλαμβάνουμε ότι μια τέτοια διαδικασία προϋποθέτει τη μαζική, ενιαία δράση (κοινωνική, συνδικαλιστική, πολιτική) στη βάση μιας προσωρινής, μεταβατικής πολιτικής συμφωνίας και δημοκρατικών αποφάσεων, απολογισμού, κριτικής και αυτοκριτικής. Αυτές οι  πρακτικές έχουν και ελάχιστες προϋποθέσεις

(α) οργανωτικής ενοποίησης (δημιουργία τοπικών/κλαδικών οργανώσεων, κανονισμός λειτουργίας, κοκ),

(β) ανοίγματος του εγχειρήματος στους ανεξάρτητους κομμουνιστές και πρωτοπόρους αγωνιστές της εργατικής τάξης και των λαϊκών κινημάτων.»

[7] Παρ. 32: «Υπερασπιζόμαστε την Οκτωβριανή Επανάσταση και τις άλλες μεγάλες κοινωνικές και αντιαποικιακές επαναστάσεις στην Κίνα, την Κούβα, το Βιετνάμ κ.α. Υπερασπιζόμαστε τις κατακτήσεις της ΕΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών. Αυτές οι επαναστατικές μεταβατικές κοινωνίες άνοιξαν δρόμους σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, όμως μετεξελίχθηκαν σταδιακά σε εκμεταλλευτικές κοινωνίες, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄20 – αρχές του ΄30 στην ΕΣΣΔ και σχεδόν εξ αρχής στις Λαϊκές Δημοκρατίες, με ενδιάμεσο άλμα στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Η πορεία αυτή κρίθηκε κοινωνικά από την έκβαση της ταξικής πάλης εντός τους και οδήγησε τελικά στις καταρρεύσεις του 1989 – ΄91. Η διεθνής μαρξιστική συζήτηση για τη φύση και το χαρακτήρα τους παραμένει σημαντική και ανοικτή και μας αφορά, με κύριο αντικείμενο την πολιτική και θεωρητική εκτίμηση για το εάν έγιναν τελικά εκμεταλλευτικές όπως εκτιμούμε ή όχι. Αυτές οι συγκλονιστικές εμπειρίες, μαζί με τις πρωτοφανείς σε οξύτητα αντιθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, αναδεικνύουν την ανάγκη να αναζητήσουμε τις επαναστάσεις για ένα σοσιαλισμό και κομμουνισμό του 21ου αιώνα. Με τη βασική αρχή και κατεύθυνση ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης θα είναι έργο της ίδιας και όχι κρατικών ή κομματικών οργάνων.»

Για μια συνοπτική κριτική της θέσης αυτής από την πλευρά μας βλ. σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα του Συλλόγου μας.

[8] Παρ. 12: «Έτσι κι αλλιώς, η συζήτηση για τα στάδια, τις περιόδους και τις φάσεις του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού είναι όχι μόνο «νόμιμη» αλλά και αναγκαία για τη χάραξη στρατηγικής και τακτικής. Θα συνεχιστεί δημιουργικά από το εγχείρημά μας.»

[9] Πχ βλ. σχετικά στο Πολιτική Κίνηση για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, Για τις Επαναστάσεις και τον Κομμουνισμό του 21ου Αιώνα, Ζητήματα Στρατηγικής, πρόταση διαλόγου.

[10] «Η δεύτερη [ένσταση] σχετίζεται με το αν μπορεί να υπάρξει περιοδολόγηση σε επίπεδο τρόπου παραγωγής. Θα απαντήσουμε, πολύ συνοπτικά, πως αυτό είναι αδύνατο γιατί ο τρόπος παραγωγής αποτελεί μια ιδεοτυπική κατάσταση, ένα αναλυτικό εργαλείο σε υψηλότατο επίπεδο αφαίρεσης, που στην «καθαρή» του μορφή δεν μπορεί να υπάρξει στα πλαίσια κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας»

από το Σακελλαρόπουλος Σ. (2001) Σχετικά με τη θεωρία του ιμπεριαλισμού της εποχής μας. Θέσεις – τριμηνιαία επιθεώρηση. Τεύχος 74, Ιανουάριος – Μάρτιος.

Βλ. πιο αναλυτικά στο Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, Γιάννης Μηλιός & Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Εκδόσεις νήσος, 2011. Για την κριτική της άποψης αυτής βλ. πχ το παρακάτω απόσπασμα από το Κεφάλαιο 1 Νόμοι κίνησης κι ιστορία του κεφαλαίου, σελ. 11-13 του Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Ο ιμπεριαλισμός στην τελική του φάση, Ερνστ Μάντελ, μετ.-επιμ. Κ. Χατζηαργύρης, Εκδόσεις Gutenberg:

«Γίνεται εδώ εμφανής η διαφορά με τις αντιλήψεις του Αλτυσέρ και της σχολής του Αλτυσέρ. Δεν επιδιώκεται μια ‘ιστορίζουσα’ τροποποίηση του μαρξισμού, ούτε και ζητείται να αμφισβητηθεί ο ειδικός στόχος του ΄Κεφαλαίου΄(η δομή και οι νόμοι εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κι ασφαλώς όχι οι γενικοί νόμοι της οικονομικής δραστηριότητας των ανθρώπων), μα ζητείται η διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου να γίνει αντιληπτή και σα διαλεκτική της πραγματικής ιστορίας και να μη μείνει μονάχα στο πλάνο της ‘θεωρητικής παραγωγής’. Κατά τ’ άλλα, ο στόχος είναι να συνδέσουμε τη διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου με τη διαλεκτική σχέση θεωρίας κι εμπειρίας, ώστε η ‘θεωρητική παραγωγή’ να μην απομονωθεί από την ‘επαλήθευση μέσω των δεδομένων’, δηλαδή από την πραγματική ιστορική κίνηση. […]»

Για τις δικές μας απόψεις, βλ. τις πηγές σε αυτόν τον σύνδεσμο.

[11] Μεταφράζουμε από το cubadebate.cu περιεχόμενο των συγχαρητηρίων του προέδρου της Κούβας στον Σι Τζινπίνγκ για την επανεκλογή του:

«Αγαπητέ Σι Τζινπίνγκ, θερμά συγχαρητήρια για την εκλογή σου ως Προέδρου της αδελφής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, έκφραση της εμπιστοσύνης του κινεζικού λαού στην πολύτιμη συμβολή σου στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Είναι τιμή μας να έχουμε τη θερμή φιλία σας και τη φιλία του κινεζικού λαού, του κόμματος και της κυβέρνησης.»

 

Μοιραστείτε το άρθρο