ΑΘΗΝΑ
14:09
|
30.04.2024
Εν μέσω φθίνουσας υποστήριξης για τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι ηγέτες της Ευρώπης έχουν βρεθεί σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι.
Βολοντίμιρ Ζελένσκι ανάμεσα σε Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Σαρλ Μισέλ
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στις 19 Μαρτίου 2024, ο επικεφαλής του στρατού ξηράς της Γαλλίας, στρατηγός Πιερ Σιλ, δημοσίευσε ένα άρθρο στην εφημερίδα Le Monde με τον ψυχρό τίτλο: «Ο στρατός είναι έτοιμος». Ο Σιλ ενεπλάκη στις υπερπόντιες περιπέτειες της Γαλλίας στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, στο Τσαντ, στην Ακτή Ελεφαντοστού και στη Σομαλία. Στο άρθρο αυτό, ο στρατηγός Σιλ έγραψε ότι οι δυνάμεις του είναι «έτοιμες» για κάθε σύγκρουση και ότι θα μπορούσε να κινητοποιήσει 60.000 από τους 121.000 στρατιώτες μέσα σε ένα μήνα για οποιαδήποτε σύγκρουση. Παρέθεσε την παλιά λατινική φράση («αν θέλεις την ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο») και ύστερα έγραψε: «Οι πηγές της κρίσης πολλαπλασιάζονται και φέρουν μαζί τους τα ρίσκα της κλιμάκωσης ή της επέκτασης». Ο στρατηγός Σιλ δεν ανέφερε το όνομα κάποιας χώρας, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι αναφερόταν στην Ουκρανία, από τη στιγμή που το άρθρο του δημοσιεύτηκε μόλις δύο εβδομάδες αφότου ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν είπε στις 27 Φεβρουαρίου ότι τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ μπορεί να χρειαστεί να εμπλακούν στην Ουκρανία.

Λίγες ώρες αφότου ο Μακρόν έκανε την άκομψη δήλωσή του, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κίρμπι είπε: «Δεν θα υπάρξουν στρατεύματα των ΗΠΑ στο πεδίο σε ρόλο μάχης εκεί στην Ουκρανία». Αυτό ήταν άμεσο και ξεκάθαρο. Η εικόνα από τις ΗΠΑ είναι θολή, με την υποστήριξη για την Ουκρανία να συρρικνώνεται πολύ γρήγορα. Από το 2022, οι ΗΠΑ παρείχαν πάνω από 75 δισ. δολάρια σε βοήθεια προς την Ουκρανία (47 δισ. δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια), με διαφορά η σημαντικότερη βοήθεια προς τη χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον της Ρωσίας. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, η χρηματοδότηση των ΗΠΑ, ειδικά η στρατιωτική βοήθεια, καθυστερεί στο Κογκρέσο των ΗΠΑ από δεξιούς Ρεπουμπλικανούς οι οποίοι αντιτίθενται στην επιπλέον χρηματοδότηση της Ουκρανίας (δήλωση λιγότερο σχετική με τη γεωπολιτική και περισσότερο με μία νέα στάση των ΗΠΑ για το ότι άλλοι, όπως οι Ευρωπαίοι, θα πρέπει να σηκώσουν τα βάρη αυτών των συγκρούσεων). Ενώ η Γερουσία των ΗΠΑ ψήφισε χρηματοδότηση ύψους 60 δισ. δολαρίων για την Ουκρανία, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε να δοθούν μόλις 300 εκατ. δολάρια. Στο Κίεβο, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν ικέτευσε την ουκρανική κυβέρνηση «να πιστέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες». «Έχουμε παράσχει τεράστια υποστήριξη και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε κάθε μέρα και με κάθε τρόπο που ξέρουμε πώς», είπε. Αλλά αυτή η υποστήριξη δεν θα βρίσκεται απαραίτητα στο επίπεδο που βρισκόταν κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του πολέμου.

Η παγωμάρα της Ευρώπης

Την 1η Φεβρουαρίου, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν να παράσχουν 50 δισ. ευρώ στην Ουκρανία σε «επιχορηγήσεις και ιδιαιτέρως ευνοϊκά δάνεια». Αυτά τα χρήματα δίνονται για να επιτραπεί στην ουκρανική κυβέρνηση να «πληρώσει μισθούς, συντάξεις και την παροχή βασικών δημοσίων υπηρεσιών». Δεν θα προορίζονται άμεσα για στρατιωτική υποστήριξη, η οποία ήδη ξεκίνησε να συναντά δυσκολίες και πυροδότησε νέες συζητήσεις στον κόσμο της ευρωπαϊκής πολιτικής. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, ο επικεφαλής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) στο κοινοβούλιο Ρολφ Μίτζενιχ δέχτηκε κριτική από τα δεξιά κόμματα για τη χρήση της λέξης «πάγωμα» σχετικά με τη στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας ήταν πρόθυμη να προμηθευτεί πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς Taurus από τη Γερμανία, όμως η γερμανική κυβέρνηση δίστασε να το κάνει. Αυτός ο δισταγμός και η χρήση της λέξης «πάγωμα» από τον Μίτζενιχ προκάλεσε πολιτική κρίση στη Γερμανία.

Πράγματι, αυτή η συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με την περαιτέρω πώληση όπλων στην Ουκρανία αντικατοπτρίζεται σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες παρείχαν όπλα για τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Μέχρι στιγμής, οι δημοσκοπήσεις σε όλη την ήπειρο φανερώνουν μεγάλες πλειοψηφίες που τάσσονται εναντίον της συνέχισης του πολέμου και, επομένως, εναντίον της συνέχισης του εξοπλισμού της Ουκρανίας για αυτόν τον πόλεμο. Μία δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Φεβρουάριο για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων φανερώνει ότι «κατά μέσο όρο μόλις το 10% των Ευρωπαίων σε 12 χώρες πιστεύει ότι η Ουκρανία θα κερδίσει». «Η κυρίαρχη άποψη σε ορισμένες χώρες», όπως γράφουν οι δημοσκόποι, «είναι ότι η Ευρώπη πρέπει να παρακολουθήσει μία αμερικανική πολιτική που περιορίζει την υποστήριξη για την Ουκρανία και να κάνει το ίδιο, ενθαρρύνοντας, ταυτόχρονα, ένα Κίεβο να κάνει μια συμφωνία ειρήνης με τη Μόσχα». Αυτή η άποψη έχει ξεκινήσει να εισέρχεται στο διάλογο ακόμα και μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που συνεχίζουν να επιθυμούν τον εξοπλισμό της Ουκρανίας. Ο βουλευτής του SPD Λαρς Κλίνγκμπαϊλ και ο επικεφαλής του, Μίτζενιχ λένε ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να ξεκινήσουν, παρόλο που ο Κλίνγκμπαϊλ προσθέτει ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί πριν τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου και ότι, μέχρι τότε, όπως λέει ο Μίτζενιχ, «πιστεύω ότι το σημαντικότερο είναι [η Ουκρανία] να λάβει πυρομαχικά πυροβολικού».

Στρατός, όχι κλίμα

Δεν έχει πλέον σημασία αν θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το Νοέμβριο ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Τζο Μπάιντεν. Μία ή άλλη, οι απόψεις του Τραμπ για τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δαπάνες έχουν ήδη κερδίσει έδαφος στις ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικανοί καλούν σε επιβράδυνση της χρηματοδότησης των ΗΠΑ προς την Ουκρανία και για τους Ευρωπαίους να καλύψουν τα κενά αυξάνοντας τις δικές τους στρατιωτικές δαπάνες. Το τελευταίο σημείο θα είναι δύσκολο, διότι πολλά ευρωπαϊκά κράτη όρια χρέους. Αν χρειαστεί να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες, αυτό θα γίνει σε βάρος πολύτιμων κοινωνικών προγραμμάτων. Οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις του ΝΑΤΟ φανερώνουν μία έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά του ευρωπαϊκού πληθυσμού σχετικά με τη μεταστροφή από τις κοινωνικές προς τις στρατιωτικές δαπάνες.

Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ευρώπη είναι το γεγονός ότι οι χώρες της έχουν περιορίσει επενδύσεις σχετικά με το κλίμα και έχουν αυξήσεις επενδύσεις σχετικές με την άμυνα. Η Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα (ιδρυθείσα το 2019) βρίσκεται, όπως αναφέρουν οι Financial Times, «υπό πίεση ώστε να χρηματοδοτήσει περισσότερα εγχειρήματα στην αμυντική βιομηχανία», ενώ το Ευρωπαϊκό Ταμείο Κυριαρχίας, το οποίο ιδρύθηκε το 2022 για την προώθηση της εκβιομηχάνισης της Ευρώπης, πρόκειται να στραφεί προς την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας. Με άλλα λόγια, οι στρατιωτικές δαπάνες θα υπερκεράσουν τις δεσμεύσεις για τις επενδύσεις για το κλίμα και τις επενδύσεις για την ανοικοδόμηση της βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης. Το 2023, τα δύο-τρίτα του συνολικού προϋπολογισμού του ΝΑΤΟ ύψους 1,2 τρισ. ευρώ προέρχονταν από τις ΗΠΑ, διπλάσιο από το ποσό που ξοδεύουν η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νορβηγία για τους στρατούς τους. Η πίεση του Τραμπ προς τις ευρωπαϊκές χώρες να ξοδέψουν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ τους στους στρατούς τους θα καθορίσει την ατζέντα ακόμα και αν χάσει τις προεδρικές εκλογές.

Μπορεί να καταστρέψει χώρες, αλλά δεν μπορεί να κερδίσει πολέμους

Παρά τις ευρωπαϊκές περιαυτολογίες για την επικράτηση επί της Ρωσίας, οι ψύχραιμες εκτιμήσεις για τους ευρωπαϊκούς στρατούς φανερώνουν ότι τα ευρωπαϊκά κράτη απλώς δεν έχουν τις στρατιωτικές δυνατότητες επί του πεδίου ώστε να πολεμήσουν σε έναν επιθετικό πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, πόσω, μάλλον, να αμυνθούν οι ίδιες επαρκώς. Ρεπορτάζ της Wall Street Journal για την ευρωπαϊκή στρατιωτική κατάσταση έφερε τον πηχυαίο τίτλο «Αυξάνεται η ανησυχία για τους αποδυναμωμένους στρατούς και τις άδειες αποθήκες πυρομαχικών της Ευρώπης». Ο βρετανικός στρατός, όπως παρατήρησαν οι δημοσιογράφοι, έχει μόλις 150 άρματα μάχης και «ίσως μία δεκάδα αξιόμαχων όπλων πυροβολικού μεγάλου βεληνεκούς», ενώ η Γαλλία έχει «λιγότερα από 90 βαρέα όπλα πυροβολικού» και ο στρατός της Γερμανίας «έχει πυρομαχικά που επαρκούν για δύο ημέρες μάχης». Αν δεχτούν επίθεση, έχουν λίγα συστήματα αεράμυνας.

Η Ευρώπη έχει βασιστεί πάνω στις ΗΠΑ ώστε να διεξάγει το μεγαλύτερο μέρος των βομβαρδισμών και της μάχης από τη δεκαετία του ’50, συμπεριλαμβανομένων και τον πρόσφατων πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Λόγω της τρομακτικής μαχητικής ισχύος των ΗΠΑ, αυτές οι χώρες του Παγκόσμιου Βορρά έχουν τη δυνατότητα να ισοπεδώσουν χώρες αλλά όχι και να κερδίσουν πολέμους. Αυτή η στάση τους είναι που δημιουργεί ανησυχία σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες γνωρίζουν ότι, παρά το γεγονός ότι μία στρατιωτική νίκη του Παγκόσμιου Νότου εναντίον τους είναι απίθανη, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουν γιατί αυτές οι χώρες υπό την ηγεσία των ΗΠΑ δεν θα ρισκάρουν έναν Αρμαγεδδώνα διότι έχουν τη στρατιωτική ισχύ να το κάνουν.

Αυτή η στάση των ΗΠΑ, η οποία αντικατοπτρίζεται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συνιστά ένα ακόμα παράδειγμα της ύβρεως και της αλαζονείας του Παγκόσμιου Βορρά: την άρνησή τους ακόμα και να διανοηθούν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Το να λέει ο Μακρόν ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία δεν είναι απλώς επικίνδυνο, αλλά πλήττει την αξιοπιστία του Παγκόσμιου Βορρά. Το ΝΑΤΟ ηττήθηκε στο Αφγανιστάν. Είναι αμφίβολο ότι θα αποκομίσει σημαντικά κέρδη εναντίον της Ρωσίας.

Πηγή: peoplesdispatch.org
Μετάφραση: Θοδωρής Τσαβέας

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Κομισιόν: Ερευνά την Meta για παραπληροφόρηση ενόψει Ευρωεκλογών

Κριμαία: Καταρρίφθηκαν πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς ATACMS

Ο ποδοσφαιρικός Παναθηναϊκός ως μια διδακτική ιστορία

Νέα Αριστερά για Βαρτζόπουλο: Η ΝΔ συνεχίζει να προωθεί τον ακροδεξιό λόγο

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα