Η έρευνα της Forensis ανασυστήνει σε ένα διαδραστικό χάρτη τις κινήσεις του αλιευτικού και του πλωτού του Λιμενικού, χρησιμοποιώντας φωτογραφίες και βίντεο του αλιευτικού από το Λιμενικό, από τη Frontex, από παραπλέοντα πλοία, όπως και δορυφορικές εικόνες, σήματα κινδύνου, την κατάθεση του πλοιάρχου του Λιμενικού και στοιχεία από το ημερολόγιο καταστρώματος, ενώ διασταυρώνει τα στοιχεία αυτά με τις μαρτυρίες 26 επιζώντων, το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής αριθμό, που δόθηκαν σε ερευνητές των δύο ομάδων και σε δημοσιογράφους των Guardian, STRG_F (ARD/Funk) και Solomon.

Με βάση τα στοιχεία, οι ομάδες δημιούργησαν τρισδιάστατα μοντέλα των δύο σκαφών και ανασύστησαν τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς με τη βοήθεια πέντε επιζώντων, δύο Σύρων που βρίσκονταν στο άνω κατάστρωμα του αλιευτικού την ώρα της ανατροπής του και τριών Πακιστανών που βρίσκονταν στο αμπάρι του μεσαίου καταστρώματος.

Σύμφωνα με την έρευνα, το πλωτό του Λιμενικού πλησίασε το αλιευτικό γύρω στα μεσάνυχτα, αφού είχαν αποχωρήσει τα παραπλέοντα πλοία, και ζήτησε να το ακολουθήσουν με πορεία προς τα ιταλικά ύδατα. Όταν η μηχανή του αλιευτικού σταμάτησε, το πλωτό του Λιμενικού πλησίασε με την πρύμνη του να αγγίζει την πλώρη του αλιευτικού, ένας μασκοφόρος σκαρφάλωσε στο αλιευτικό και έδεσε σχοινί στο κιγκλίδωμα στο κέντρο προς τα δεξιά. Την πρώτη φορά το σχοινί κόπηκε. Τη δεύτερη, το Λιμενικό κινήθηκε με μεγαλύτερη ταχύτητα, με αποτέλεσμα το αλιευτικό να γείρει πρώτα δεξιά, μετά αριστερά και μετά ξανά προς τα δεξιά, αναποδογυρίζοντας προς τα δεξιά. Επιζώντες που βρίσκονταν στο εσωτερικό κατάστρωμα δεν είδαν τη ρυμούλκηση, αλλά ένιωσαν να εκτινάσσονται απότομα προς τα μπροστά, σαν πύραυλος, λίγη ώρα αφότου σταμάτησε η μηχανή τους.

Αφού το αλιευτικό αναποδογύρισε, το πλωτό του Λιμενικού αποχώρησε, προκαλώντας κύματα που συνέτειναν στην βύθιση του σκάφους και έκαναν δύσκολο το κολύμπι. Παρέμεινε για περίπου μισή ώρα σε μακρινή απόσταση, φωτίζοντας με τους προβολείς το σημείο του ναυαγίου, και στη συνέχεια μέλη του πληρώματος επέστρεψαν στο σημείο του ναυαγίου με σωσίβια λέμβο για να αναζητήσουν επιζώντες.

Όλοι οι μάρτυρες αναφέρουν ότι τους κατάσχεσαν τα κινητά τηλέφωνα, είτε ενώ βρίσκονταν πάνω στο πλωτό του Λιμενικού μετά τη διάσωσή τους είτε αργότερα στην Καλαμάτα, και ότι οι αρχές αρνήθηκαν να τα επιστρέψουν, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα. Ορισμένοι ανέφεραν ότι στα κινητά, που βρίσκονταν μέσα σε αδιάβροχες θήκες, είχαν βίντεο από τη στιγμή λίγο πριν τη βύθιση του σκάφους.

Σύμφωνα με την ανάλυση των συντεταγμένων και των χρόνων που δίνει στη δημοσιότητα το Λιμενικό, προκύπτει ότι για περίπου μία ώρα πριν την ώρα που δηλώνει το Λιμενικό ότι σταμάτησε η μηχανή του αλιευτικού, από τις 00:44 μέχρι τη 1:40, το αλιευτικό ήταν σχεδόν ακινητοποιημένο, με πορεία προς το νότο και μέση ταχύτητα περίπου μισό ναυτικό μίλι την ώρα. Τα στοιχεία αυτά διαψεύδουν την αναφορά στο ημερολόγιο καταστρώματος του πλωτού 920 και την ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου, ότι από τις 23:57 μέχρι τη 1:40 το αλιευτικό κινούνταν προς τα δυτικά με ταχύτητα περίπου 3 κόμβους.

Τέλος, η έρευνα καταλήγει ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως το Λιμενικό έχει κρίσιμες ευθύνες για το ναυάγιο, ενώ τονίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο η Ελληνική Ακτοφυλακή διηγήθηκε τα γεγονότα είναι πολύ πιθανό να είναι παραπλανητικός.