Εργατικός Αγώνας

Ντίνος Θεοτόκης: ο αποστάτης της τάξης του που έκανε μυθιστόρημα το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (μέρος 2ο)

Επ΄αφορμή της επετείου το Σάββατο (1/7) των 100 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου μας πεζογράφου Κωνσταντίνου Θεοτόκη, ο Εργατικός Αγώνας θα δημοσιεύσει σε δύο μέρη το παρακάτω άρθρο για τη ζωή και το έργο του. 

Γράφει η Δώρα Μόσχου, εκπαιδευτικός, δρ Ιστορίας

Η ΠΟΛΗ

Στα χρόνια που γράφει και για τα οποία γράφει ο Θεοτόκης, η αγροτική κοινωνία με τις οικονομικοκοινωνικές και πολιτισμικές αγκυλώσεις της, πεθαίνει, κάτω από την προέλαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στα όψιμα χρόνια της αγγλοκρατίας αλλά και, κυρίως, με την ενσωμάτωση των νησιών στο ελληνικό κράτος το 1864, συντελείται ένα πραγματικό άλμα στην ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα παραγωγής στην Κέρκυρα: σύγχρονες για τα δεδομένα της εποχής βιομηχανικές μονάδες εγκαθίστανται στην παραλία της πόλης της Κέρκυρας και στο Λιβάδι του Ρώπα, με κυριότερες τη βιομηχανία κατεργασίας κάνναβης και γιούτας του Δεσύλλα και τη χαρτοβιομηχανία του Ασπιώτη που είχε και το μονοπώλιο της κατασκευής τραπουλόχαρτων για ολόκληρη την Ελλάδα.

Η γεωγραφική βάση της βιομηχανικής δραστηριότητας στην Κέρκυρα ήταν το ιστορικό προάστειο Μαντούκι, με τους ατίθασους και περήφανους κατοίκους του: η εγγύτητά του στο λιμάνι, αλλά και η απόλυτη φτώχεια των Μαντουκιωτών που δεν είχαν ούτε και μπορούσαν να διεκδικήσουν γεωργικό κλήρο, όπως οι κάτοικοι της υπαίθρου, αποτέλεσαν παράγοντες που οδήγησαν στην εκεί συγκέντρωση πολλών βιομηχανικών μονάδων, δεδομένης της αφθονίας εργατικών χεριών.

Πάνω στην υλική πραγματικότητα, χτίζεται η συνείδηση: η ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Κέρκυρα στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, αποτελεί τη βάση για τη συγκρότηση συλλογικοτήτων και συσπειρώσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Η πιο σημαντική από τις ενώσεις αυτές, είναι ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας, που ιδρύεται το 1911. Σε αυτόν, μαζί με άλλους Κερκυραίους διανοούμενους (Μάρκος Ζαβιτσιάνος, Νίκος Βαρότσης, Μάνθος Μεταλληνός, Σπύρος Νικοκάβουρας), συμμετέχει και ο Ντίνος Θεοτόκης. Ως μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου της Κέρκυρας, ο Ντίνος Θεοτόκης παίρνει μέρος, το 1915, στο προπαρασκευαστικό συνέδριο που, μετά τρία χρόνια, θα οδηγήσει στην ίδρυση του ΣΕΚΕ, του μετέπειτα ΚΚΕ. «Χάσαμε τα νειάτα μας με τις νιτσεϊκές μας παλαβομάρες», θα γράψει στην αγαπημένη του φίλη, Ειρήνη Δενδρινού, αποτυπώνοντας την ωρίμανση της προσωπικής του συνείδησης, αποκρυστάλλωμα της ωρίμανσης της συλλογικής συνείδησης του τόπου του.

Αυτή η ωρίμανση είναι σαφής στα έργα του Θεοτόκη που απεικονίζουν το κοινωνικό τοπίο της πόλης. Το μυθιστόρημα «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» κυκλοφόρησε ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, στα 1922. Σε αυτό, ο συγγραφέας επιχειρεί να φιλοτεχνήσει μία εκτεταμένη τοιχογραφία της κερκυραϊκής κοινωνίας της εποχής του, αποτυπώνοντας το σύνολο των κοινωνικών τάξεων με τις συμπεριφορές τους στο συλλογικό και στο ατομικό πεδίο, την ιστορική τους εξέλιξη, τη διαπάλη τους. Κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος είναι η αποσάθρωση των ανθρώπινων συνειδήσεων και των ανθρώπινων σχέσεων εξ αιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας και των ανισοτήτων που απορρέουν από αυτήν. Η ατομική ιδιοκτησία και οι υλικοί όροι της ζωής των ανθρώπων χαλκεύουν τα «δεσμά» για τους «σκλάβους» του τίτλου, ο οποίος συνδιαλέγεται, από την άποψη αυτή, με ένα άλλο αριστούργημα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, ποιητικό αυτή τη φορά, τους «Σκλάβους πολιορκημένους» του μεγάλου ποιητή και λόγιου Κώστα Βάρναλη. –

Στο μυθιστόρημα, η παλιά, φθίνουσα αριστοκρατία αντιπροσωπεύεται από την οικογένεια των Οφιομάχων: το γέροντα Αλέξανδρο, τα τέσσερα παιδιά του και τη σιωπηλή, παραμερισμένη από τη ζωή, γυναίκα του.

Η οικογένεια των Οφιομάχων ήταν υπαρκτή κερκυραϊκή οικογένεια, που ανήκε στην ελληνικής καταγωγής γαιοκτητική αριστοκρατία. Η βαρονία (φέουδο) με το όνομα «Φιομάχα», δηλαδή των «Οφιομάχων» εμφανίζεται στον κατάλογο των 15 βαρονιών που συνέταξε το 1730 ο Γενικός Προβλεπτής Φραντσέσκο Γκριμάνι, φαίνεται όμως ότι η οικογένεια είχε εκλείψει την εποχή κατά την οποία έγραψε ο Θεοτόκης το μυθιστόρημά του. Η εικόνα της οικογένειας είναι εκείνη της πλήρους αποσύνθεσης: το σπίτι καταρρέει, μυρίζει μούχλα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο ηλικιωμένος άρχοντας έχει σπαταλήσει τις προσόδους από την – τεράστια κάποτε – έγγεια ιδιοκτησία του σε ασωτείες, σε ερωμένες, σε άλογα. Έχει πέσει στην ανάγκη του πιο παρασιτικού τμήματος της ανερχόμενης αστικής τάξης, των τοκογλύφων. Αρνείται να πουλήσει τα χτήματά του, ενώ τα αγόρια του αρνούνται να δουλέψουν.- Το νομοθετικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους βοηθά αντικειμενικά τους μέχρι τότε εξαρτημένους καλλιεργητές να εξαγοράσουν τα κτήματα που καλλιεργούν και ο γέρος αριστοκράτης βλέπει νάναι πολύ κοντά η μέρα που οι παλιοί «κολλόνοι» του, οι πάροικοί του, θα πάρουν στα χέρια τους, με σχέση πλήρους κυριότητας και διαμελισμένη, την παλιά, ενιαία περιουσία του. Για τούτο και μισεί το ελληνικό κράτος, το θεωρεί «ρέμπελο», έχει αντιταχθεί στην Ένωση και εξακολουθεί να αντιτάσσεται σε αστικά νομοθετήματα όπως είναι η γενική στρατολογία: με γνήσιο ταξικό ένστικτο, αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που συνεπάγεται η ύπαρξη όπλων στα χέρια των παιδιών από τα λαϊκά στρώματα για τις κυρίαρχες τάξεις. Ο πόλεμος πρέπει να είναι υπόθεση των κοντοτιέρων, των μισθοφόρων ιπποτών, ανάμεσα στους οποίους έχουν υπάρξει και πολλοί πρόγονοί του, που τα κάδρα και τις πανοπλίες τους φυλά με θρησκευτική ευλάβεια.

Ο Αλέξανδρος Οφιομάχος μισεί τους αστούς, τους «τυχάρπαστους», τους ηπειρώτες που έρχονται από την απέναντι στεριά, για να εμπορευτούν, να πραγματοποιήσουν συσσώρευση και να διαδεχτούν τον ίδιο και την τάξη του στην ηγεμονία της κοινωνίας. Μισεί όμως εξ ίσου και το «πόπολο», κυρίως τους παλιούς του καλλιεργητές που, κάποτε, ένας λόγος του πατέρα του ήταν γι` αυτούς νόμος, αλλά τώρα, με τη στήριξη του «ρέμπελου» ελληνικού κράτους, τον αγνοούν.

« (…) Τώρα να πλερώσει ο χωριάτης… Τι ιδέα! Δε θα` τανε παρά κουτός… Ο νόμος ο ελληνικός υποστηρίζει αυτόνε!… Η κυβέρνηση είναι δική του και κάνει ό,τι θέλει… Ναίσκε, ό,τι θέλει! … Μία φορά κι έναν καιρό ο νόμος τον υποχρέωνε και πάλι εκακοπλέρωνε … Τώρα ο διάολος τον επήρε για μία! … Σολιάτικα, μερίδια, παλιά χρέη … αυτά λησμόνησέ τα… Αντίο!… Η φυλάκιση εκόπηκε… τα δικαστήρια τρόμος και φόβος για την ακρίβεια τους… και στο ύστερο η απόφασή τους, άγραφο χαρτί… Πώς να κυνηγήσει ο χτηματίας το χωριάτη;… Με τούτο το βασίλειο θα μας φάνε αγάλι – αγάλι και τα ελεύτερα … Αυτό ας το προσμένουμε… χάρη στο γενικόν ψήφο… Τι να γένει…». –

Η στάση του Οφιομάχου απέναντι στο ελληνικό κράτος είναι ενδεικτική της συνείδησης της αριστοκρατίας των Ιονίων νήσων: διαρθρωμένη πάνω στις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και στενά δεμένη με τις ξενικές διοικήσεις, έμεινε έξω από τη συγκρότηση εθνικής συνείδησης και βαθειά εχθρική τόσο απέναντι στην επανάσταση, όσο και, αργότερα, απέναντι στο ελληνικό κράτος, πριν αλλά και μετά την Ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα.

Η ανερχόμενη αστική τάξη στο έργο εκφράζεται τόσο με το γλοιώδη τοκογλύφο, όσο και με τον ηπειρώτη γιατρό Αριστείδη Στεριώτη, το νεόπλουτο γαμπρό των Οφιομάχων, που θα «αγοράσει» τη κόρη και τα χρέη της οικογένειας. Η συγκεκριμένη επιλογή της καταγωγής του χαρακτήρα αποτυπώνει και μία πραγματικότητα της κερκυραϊκής ιστορίας που φαίνεται να τεκμηριώνεται όλο και περισσότερο από την ιστορική έρευνα: το γεγονός δηλαδή ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο νησί έρχονται «απ` έξω», ως προϊόν ενός ορισμένου προστατευτισμού του ελληνικού κράτους που έδινε φορολογική ατέλεια στις πρώτες ύλες, αλλά και της εγκατάστασης εμπόρων που καταφθάνουν από άλλες περιοχές – κυρίως από την Ήπειρο – και επενδύουν στην ίδρυση εργοστασίων.

Οι νέες κοινωνικές δυνάμεις, οι νέες ιδεολογίες αντιπροσωπεύονται στο έργο από τον ευαίσθητο νεαρό διανοούμενο, τον Άλκη Σωζόμενο: παιδί ενός κύπριου περιπλανώμενου λόγιου με επαναστατικές ευαισθησίες και μιας κερκυραίας, ο Άλκης Σωζόμενος οραματίζεται έναν ισόβιο έρωτα με την Ευλαλία Οφιομάχου αλλά και έναν καλύτερο κόσμο. Δεν θα ζήσει τίποτε από τα δυο: η Ευλαλία θα παντρευτεί τον πλούσιο γιατρό για να σώσει την οικογένειά της και η επανάσταση – μια επανάσταση στηριγμένη στον ατομικό ουμανισμό του οραματιστή της, χωρίς βάση και σύνδεση με το πραγματικό επαναστατικό υποκείμενο του καιρού, την εργατική τάξη – δεν θα γίνει ποτέ για τον Άλκη, ο οποίος, όντας φιλάσθενος, θα φύγει πολύ νέος από τη ζωή, τσακισμένος από το προσωπικό του δράμα και τη συντριβή των ονείρων του. –

Αν η εργατική τάξη απουσιάζει από τον πίνακα των «Σκλάβων στα δεσμά τους», είναι ωστόσο παρούσα και έτοιμη να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο μέσα στο αριστούργημα του Ντίνου Θεοτόκη, τη νουβέλα «Η τιμή και το χρήμα». Μαζί με την εργατική τάξη, η γυναίκα διεκδικεί τις προϋποθέσεις για τη χειραφέτησή της μέσα από την ένταξή της στην παραγωγή και τη συμμετοχή της στη μισθωτή εργασία.

Το 1900, στο λαϊκό προάστιο της πόλης της Κέρκυρας, Μαντούκι, ζει η «σιόρα Επιστήμη η Τρινκούλαινα», με τα τέσσερα παιδιά της, τρία κορίτσια και ένα αγόρι, και τον καλόκαρδο, αλλά μέθυσο και άβουλο άντρα της. Η σιόρα Επιστήμη δουλεύει στη φάμπρικα, παράλληλα όμως ασχολείται και με άλλα επιτηδεύματα, όχι πάντα νόμιμα – ασχολείται με τοκογλυφίες. Στις παράνομες δραστηριότητές της, συνεργάζεται με ένα νεαρό, άεργο αριστοκράτη, από παλιό αλλά ξεπεσμένο σπίτι, τον Ανδρέα τον Ξη, που δεν καταδέχεται να δουλέψει χειρωνακτικά, ασχολείται όμως με το λαθρεμπόριο της ζάχαρης.

Η μεγάλη κόρη της σιόρας Επιστήμης, η Ρήνη, είναι ένα δεκαοχτάχρονο, όμορφο κορίτσι, από χρόνια ερωτευμένο με τον Αντρέα, ο οποίος ανταποκρίνεται στα αισθήματά της. Όμως, το πατρογονικό σπίτι του Αντρέα είναι χρεωμένο και, καθώς ο νεαρός δεν θέλει να δουλέψει, η μόνη λύση για να το ξεχρεώσει είναι μια καλή προίκα. Ο θείος του και μέντοράς του μάλιστα του προξενεύει μία πλούσια νύφη που έχει χίλια τάλλιρα.

Ο Αντρέας θέλει να παντρευτεί τη Ρήνη, ζητά όμως προίκα αυτά τα χίλια τάλλιρα από τη σιόρα Επιστήμη. Αυτή – που έχει δημιουργήσει ένα μικρό κομπόδεμα από τις τοκογλυφίες – του δίνει μόνο τριακόσια, όσα αντιστοιχούν στη μεγάλη κόρη, για να μην αδικήσει τις δύο μικρές. Η Ρήνη παρακούει τη μάνα της, εγκαταλείπει το σπίτι της και πάει να ζήσει με τον Αντρέα, χωρίς να παντρευτούν. Τα οικονομικά του ζευγαριού πάνε από το κακό στο χειρότερο. Το σπίτι βγαίνει σε πλειστηριασμό και ο Αντρέας αναγκάζεται να δουλέψει στην ψαραγορά, εγκαταλείποντας στο υποθηκευμένο σπίτι του την – έγκυο – Ρήνη. Τότε, εκείνη, αποφασίζει να κάνει η ίδια το μεγάλο βήμα και να πάει να δουλέψει στο ίδιο εργοστάσιο που δούλευε κάποτε η μάνα της.

Η σιόρα Επιστήμη, μαθαίνοντας την κατάσταση της κόρης της, αποφασίζει να μιλήσει με τον Αντρέα και να αυξήσει την προίκα. Ο Αντρέας όμως την προσβάλλει και τη διώχνει και εκείνη, εξαγριωμένη, τον τραυματίζει επιπόλαια με ένα μαχαίρι. Όταν έρχονται οι χωροφύλακες να τη συλλάβουν, έντρομη, καθώς το σπίτι και τα παιδιά της θα μείνουν στην ευθύνη του μέθυσου άντρα της, δίνει στον Αντρέα τα κλειδιά του «κομού», όπου φυλάει τα χρήματά της και του λέει να πάρει τα χίλια τάλλιρα της προίκας.

Ο Αντρέας πηγαίνει ευτυχισμένος στο σπίτι της Επιστήμης για να πάρει τα χρήματα και να παντρευτεί τη Ρήνη: η κοπέλα όμως, βλέποντας ότι η μεταστροφή συντελέστηκε μόνο όταν ο Αντρέας πήρε τα χρήματα που ζητούσε, αρνείται πια η ίδια αυτό το γάμο:

«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.

«Όχι!» του `πε μ` απόφαση: «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ` άλλους τόπους: θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να `βρω αλλού εργασία: θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα: ποιόνε έχω ανάγκη;» Κ έπειτα από μία στιγμή, σα ν` απαντούσε σε κάποια της σκέψη, εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι! δεν έρχομαι.»

Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κ` εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα `ταν χαμένα.

«Ανάθεμά τα τάλλαρα!» Εφώναξε πάλι απελπισμένος.

Κι εβγήκε στο δρόμο».

Στο μικρό αυτό διαμάντι της ελληνικής πεζογραφίας, οι ήρωες είναι ο καθένας η συμπύκνωση ολόκληρης της τάξης του, των συμπεριφορών και των αιτημάτων της. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις πηγαίνουν πέρα από το προσωπικό και το ερωτικό στοιχείο και, στην πραγματικότητα, αποτυπώνουν την πάλη ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, ανάμεσα στον κόσμο των προλετάριων που συγκροτείται και αποκτά συνείδηση και στις παλιές άρχουσες τάξεις, που σβήνουν. Ο Αντρέας είναι αριστοκράτης. Στο δίπολο του τίτλου, αντιπροσωπεύει την έννοια της «τιμής. Επιζητά το χρήμα αλλά και το απεχθάνεται, γιατί η απόκτησή του συνεπάγεται προσωπικό μόχθο, τον οποίο δεν είναι διατεθειμένος να καταβάλλει, καθώς δεν ταιριάζει με τις αξίες της τάξης του. Ο Ανδρέας που αναφωνεί «ανάθεμα τα τάλλαρα» και «βγαίνει στο δρόμο» είναι η εικόνα της αριστοκρατίας που βγαίνει από το ιστορικό προσκήνιο, εξ αιτίας των «τάλλαρων», εξ αιτίας δηλαδή της αστικής τάξης.

Η σιόρα Επιστήμη είναι το πρόπλασμα της εργατικής τάξης. Εργατική και πολυμήχανη, αν και η κύρια δουλειά της είναι στο εργοστάσιο, χωρίς όμως συνείδηση και περηφάνεια για την τάξη της, προσπαθεί, μέσω της τοκογλυφίας, να πραγματοποιήσει συσσώρευση και να αλλάξει τάξη, να γίνει «νοικοκυρά», με την έννοια της αστής.

Η Ρήνη όμως είναι η εργατική τάξη όχι πια «καθ` εαυτή», αλλά «για τον εαυτό της». Το δεκαοχτάχρονο κορίτσι που κάνει, στην αρχή, την επανάστασή του από έρωτα, αναγκάζεται να πάει και να δουλέψει στο εργοστάσιο, σπάζοντας τις προκαταλήψεις. Η δουλειά της δίνει αυτοπεποίθηση και περηφάνεια: συνειδητοποιεί την ταξική της θέση και στηρίζεται σ` αυτήν. «Δουλεύτρα είμαι, ποιόν έχω ανάγκη», θα πει η Ρήνη, η εργάτρια που θα λύσει οριστικά τις ταξικές αντιθέσεις που εκφράζονται με το δίπολο «τιμή – χρήμα», εισάγοντας μία νέα αξία: τη μισθωτή εργασία, τον πλούτο και το μέλλον της ανθρωπότητας.

Η Ρήνη όμως είναι και η γυναίκα που ο καπιταλισμός βγάζει μαζικά στην παραγωγή, διαμορφώνοντας αντικειμενικά καλύτερες συνθήκες για τη διεκδίκηση της χειραφέτησης και ισοτιμίας της. Αν, στα 1786, η αγρότισσα Κατερίνα, για να προστατέψει την γυναικεία της υπόσταση, προδίδει την τάξη της, στα 1900 (!) η εργάτρια Ρήνη αποφασίζει να γεννήσει ένα παιδί εκτός γάμου: ενσωματώνει τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα του φύλου της στις διεκδικήσεις και τις αξίες της τάξης της, κυοφορώντας, μαζί με το παιδί της, και έναν ολόκληρο, καινούργιο κόσμο.

Ο Ντίνος Θεοτόκης θα ήταν ένας μεγάλος συγγραφέας, ακόμη κι αν το μόνο του έργο ήταν η «Τιμή και το Χρήμα». Η μεγάλη του αξία δεν έγκειται μόνο στο μορφικό μέρος του έργου του: στην άρτια χρήση του λαϊκού ιόνιου ιδιώματος (ίσως την πιο «επεξεργασμένη» μορφή δημώδους λόγου που υπάρχει στην Ελλάδα) ή στη λιτότητα και τη ζωντάνια των διαλόγων του: έγκειται πρώτα και κύρια στο περιεχόμενο, στο γεγονός ότι ενστερνίζεται την ιδεολογία και τα αιτήματα των νέων κοινωνικών υποκειμένων. Πάνω απ` όλα, έγκειται στο γεγονός ότι αυτός ο λόγιος με τον οδυνηρό βίο (μεγάλο πλήγμα γι` αυτόν στάθηκε η απώλεια της μόλις τετράχρονης κόρης του) δεν κλείστηκε στον ατομικό του μικρόκοσμο, αλλά αποτύπωσε την αντανάκλαση των μεγάλων, των οικουμενικών ερωτημάτων του καιρού του, στη φυσιογνωμία και την ιστορία του τόπου του. Ή, από μια άλλη άποψη, ότι ενέταξε τον κερκυραϊκό μικρόκοσμο, με τις μεγάλες κοινωνικές του αντιθέσεις αλλά και με τις μυρωδιές και τα χρώματά του, στο ευρύτερο τοπίο των γιγαντιαίων, ιστορικών ανακατατάξεων των αρχών του 20ου αιώνα. – Έτσι, αυτός ο αριστοκράτης που το όνομά του βρίσκεται στον κατάλογο των ιδρυτών του ΚΚΕ, αυτός ο πολύγλωσσος λόγιος που τίμησε και ανέδειξε τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, είναι ένας συγγραφέας πολύ κερκυραίος, πολύ έλληνας, πολύ αντιπροσωπευτικός του καιρού του και του τόπου του: για τούτο, είναι ταυτόχρονα σύγχρονος και οικουμενικός. Αλλά, πάνω απ` όλα, είναι οικουμενικός και επίκαιρος γιατί η φράση που εκφωνεί το νεαρό κορίτσι απ` το Μαντούκι, «δουλεύτρα είμαι, δεν έχω κανέναν ανάγκη», το ανυψώνει σε σύμβολο μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης, της εργατικής. Μιας τάξης που, σαν «δουλεύτρα» δεν έχει κανέναν ανάγκη και που κυοφορεί το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας