Εργατικός Αγώνας

Ντίνος Θεοτόκης: ο αποστάτης της τάξης του που έκανε μυθιστόρημα το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (μέρος 1ο)

Επ΄αφορμή της επετείου το Σάββατο (1/7) των 100 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου μας πεζογράφου Κωνσταντίνου Θεοτόκη, ο Εργατικός Αγώνας θα δημοσιεύσει σε δύο μέρη το παρακάτω άρθρο για τη ζωή και το έργο του. 

Γράφει η Δώρα Μόσχου, εκπαιδευτικός, δρ Ιστορίας

Την 1η του Ιούλη, του Θερμιδώρ των λαϊκών αγώνων, συμπληρώνονται 100 χρόνια από το θάνατο ενός μεγάλου της ελληνικής πεζογραφίας: του Κωνσταντίνου (Ντίνου) Θεοτόκη (1872 – 1923). Γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Κέρκυρας, πολύγλωσσος και βαθιά καλλιεργημένος, αποστάτησε από την τάξη του και συντάχθηκε, με όλη του την ψυχή και τη δράση, με το ανερχόμενο εργατικό κίνημα. Ως πολιτικός, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας (1911), μιας από τις σημαντικότερες συλλογικότητες που δούλεψαν για τη συγκρότηση του ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ. Ως πεζογράφος – λογοτέχνης, χωρίς να αποσπαστεί, αυτός ο κοσμοπολίτης, από το φυσικό και κοινωνικό τοπίο του τόπου του, απέσπασε όμως την ηθογραφία από τον εξωραϊσμό που γεννά η νοσταλγία και βούτηξε βαθιά στα αχαρτογράφητα νερά του ανθρώπινου ψυχισμού, χρησιμοποιώντας ένα βασικό ερμηνευτικό κλειδί: το μαρξισμό. Στο έργο του Ντίνου Θεοτόκη είναι τα κοινωνικά συστήματα, ο καπιταλισμός και η φθίνουσα στον τόπο του φεουδαρχία, που γεννάνε τις ανθρώπινες συμπεριφορές σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Από αυτή την άποψη, θεωρείται ο εισηγητής του κοινωνικού μυθιστορήματος στην ελληνική λογοτεχνία, ενώ το αριστούργημά του «Η τιμή και το χρήμα», είναι ολόκληρη η ιστορία της πάλης των τάξεων, μεταπλασμένη σε ερωτικό – κοινωνικό μυθιστόρημα.

Η ιδιαίτερη πατρίδα του «τιμά» τα 100χρονα του θανάτου του Ντίνου Θεοτόκη. Τα εισαγωγικά δε μπαίνουν τυχαία: συλλογικότητες και φορείς της Κέρκυρας, με σημαντικό, αναμφίβολα, πολιτιστικό έργο, διοργανώνουν εκθέσεις και αφιερώματα προς τιμήν του. Εξ όσων είχα τη δυνατότητα να παρακολουθήσω, στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι εκδηλώσεις επικεντρώνονται στη λογοτεχνική – μορφολογική αξία του έργου, ή ακόμα στη μεγάλη, «αριστοκρατική» παράδοση της οικογένειάς του. Κερασάκι στην τούρτα: το θρησκευτικό (!!!) μνημόσυνο, που οργανώνει το Σάββατο στη μνήμη του ο Δήμος Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων μαζί με την Αναγνωστική Εταιρεία της Κέρκυρας… Απονευρώνεται έτσι και αφυδατώνεται το έργο του, καθώς υποβαθμίζεται η βασική ιδιότητα που κάνει (μαζί, εννοείται, με το πλούσιο ταλέντο του) το Θεοτόκη μεγάλο συγγραφέα: η σύνδεσή του με το αναδυόμενο επαναστατικό υποκείμενο του καιρού του, η σοσιαλιστική του ιδεολογία. Τουλάχιστον, στη σεμνή αίθουσα του Εργατικού Κέντρου Κέρκυρας, δεσπόζει η φωτογραφία του, συντροφιά και έμπνευση για αυτούς στους οποίους αφιέρωσε το έργο και τη ζωή του…

Για τα εκατόχρονα από το θάνατο του κορυφαίου πεζογράφου, ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει το παρακάτω άρθρο, στο οποίο γίνεται μια προσπάθεια ιχνηλάτησης των τρόπων με τους οποίους ο μαρξιστής λογοτέχνης αποτυπώνει την τοπικότητα, τη μεταπλάθει σε οικουμενικότητα και δίνει απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα του καιρού του.

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ.

Τα νησιά του Ιονίου πελάγους αποτελούν ένα ιδιαίτερο υποσύνολο, μέσα στον ευρύτερο ελληνικό κόσμο. Η ιδιαιτερότητα αυτού του μικρόκοσμου έχει ως κύριο αίτιο τη μακρόχρονη δυτική κατάκτηση, τα αποτυπώματα της οποίας εμφανίζονται έκτυπα σε ορισμένα στοιχεία του πολιτισμικού εποικοδομήματος.

Ωστόσο, το εποικοδόμημα, ο πολιτισμός δηλαδή, δεν είναι η γενεσιουργός αιτία των ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων, αντίθετα διαμορφώνεται από αυτά. Έτσι, και στην περίπτωση των Ιονίων νήσων, αυτά τα πολιτισμικά στοιχεία δεν είναι παρά η αντανάκλαση μιας οικονομικής και κοινωνικής βάσης διαμορφωμένης από τις δυτικές κατακτήσεις – κυρίως τη βενετική, που διαμόρφωσε ένα αυστηρό, θεσμοθετημένο γαιοκτητικό σύστημα, πολύ κοντά στο πρότυπο της δυτικής φεουδαρχίας. Από αυτή την άποψη, το κοινωνικό τοπίο των Ιονίων νήσων, είναι πολύ πιο σκοτεινό από το αντίστοιχο της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας: σαφέστερα περιγραμμένη ταξική διάρθρωση, οξύτερη και εντονότερη ταξική καταπίεση, αλλά και – συνακόλουθα – οικοδόμηση μιας πιο στέρεης ταξικής συνείδησης και από τη μια και από την άλλη πλευρά. Οι γάλλοι του Ναπολέοντα, που πήραν υπό την κυριαρχία τους τα νησιά το 1797, μετά την κατάλυση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, επιχείρησαν να καταργήσουν τις φεουδαρχικές οικονομικές και κοινωνικές δομές, σκόνταψαν όμως στην αντίδραση των ευγενών αλλά και … των αγροτών που, παρασυρμένοι από τους πρώτους, αντιστάθηκαν στους «άθεους» γάλλους επαναστάτες. Το γαλλοφερμένο πείραμα εξαστισμού των ιόνιων κοινωνιών συντρίφτηκε, τελικά, από το ρωσικό στόλο, με επικεφαλής το ναύαρχο Ουσακόφ. Το 1801 δημιουργείται η ημιαυτόνομη – υπό ρωσική και οθωμανική «προστασία» – Ιόνιος Πολιτεία που αποδεικνύεται βραχύβια. Ακολουθούν στην επικυριαρχία των νησιών εκ νέου οι γάλλοι και, μετά την οριστική ήττα του Ναπολέοντα, το 1815, οι άγγλοι, που θα τα κρατήσουν μέχρι το 1864. Αυτοί θα επαναφέρουν, στο ακέραιο σχεδόν το μεσαιωνικού τύπου γαιοκτητικό σύστημα των βενετών. Η οικονομική απομύζηση και η διοικητική καταπίεση των χωρικών συνεχίζεται σταθερά, τουλάχιστον μέχρι την ενσωμάτωση των νησιών στο ελληνικό κράτος.

Οι κάτοικοι των νησιών, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οικοδομούν ελληνική εθνική συνείδηση: διοικητικά χωρισμένοι από τον – οθωμανοκρατούμενο, μέχρι τη δεκαετία του 1820, κορμό της Ελλάδας, είναι ωστόσο απόλυτα συνδεμένοι οικονομικά με αυτόν – κάποτε μάλιστα και εξαρτημένοι από αυτόν. Κάθε ένα από τα νησιά είναι η απόληξη της απέναντι στεριάς και, αντίστροφα, κάθε απέναντι στεριά, ηπειρωτικό εξάρτημα του νησιού. Το εμπόριο αναπτύσσεται και από τις δύο πλευρές, με τα νησιά να προμηθεύονται κυρίως τα πρώτα είδη διατροφής – το στάρι, αφού στα ίδια τα νησιά σπανίζει – και να διοχετεύουν το λάδι και τη σταφίδα. Μια ορισμένη ανάπτυξη της αστικής τάξης παρατηρείται στα νότια Ιόνια (κυρίως στη Ζάκυνθο και, κατά δεύτερο λόγο, στην Κεφαλλονιά). Αυτή η αστική τάξη, καθώς και η διοικητική ή/και γαιοκτητική αριστοκρατία της Κέρκυρας – έχει την οικονομική δυνατότητα να στέλνει τα παιδιά της για σπουδές στη δυτική Ευρώπη, κυρίως στην Ιταλία, της οποίας η γλώσσα είναι οικεία στους επτανήσιους, σε μια εποχή κατά την οποία ανθίζουν οι ιδέες και τα κηρύγματα του Διαφωτισμού.

Κοινότητα οικονομικής ζωής με τους απέναντι, ανάπτυξη – αν και λειψή – αστικής τάξης και γλώσσα: μια γλώσσα ελληνική, λαγαρή, ανεπηρέαστη από τις γλωσσικές διαμάχες που από νωρίς ξέσπασαν στον ελληνικό κόσμο, με επιδράσεις από τα ιταλικά που όμως δεν έχουν αλλοιώσει τη δομή της, την ελληνικότητά της. Αυτά είναι τα τρία στοιχεία πάνω στα οποία πατά η συγκρότηση ελληνικής εθνικής συνείδησης γι` αυτό το κομμάτι του ελληνικού κόσμου, του διοικητικά αποκομμένου από τον υπόλοιπο.

Η ελληνικότητα των επτανησίων όμως έχει ξεκάθαρο ταξικό πρόσημο: φορείς της είναι η αστική τάξη και τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, το «πόπολο», σύμφωνα με το ιδίωμα της εποχής και της περιοχής. Οι ευγενείς, στενά δεμένοι με τις ξενικές διοικήσεις (και, ανεξάρτητα από την εθνοτική τους καταγωγή) μένουν έξω από αυτή τη διαδικασία, κρατώντας μία στάση ακόμη και εχθρική απέναντι στην ελληνική επανάσταση – και τα απομεινάρια τους, ακόμη και μετά την Ένωση, στέκονται εχθρικά απέναντι στο ελληνικό κράτος. Οι ειδικές περιπτώσεις του Σολωμού, του Καποδίστρια ή του Μάντζαρου παραμένουν, μέσα στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, ακριβώς αυτό: ειδικές περιπτώσεις.

Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, αναπτύσσεται, στα Ιόνια Νησιά, το κίνημα των Ριζοσπαστών. Ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του πιο δυναμικού τουλάχιστον κλάδου του ήταν ακριβώς το στενό δέσιμο του αιτήματος για χειραφέτηση από την Αγγλία και ένωση με την Ελλάδα με το αίτημα για μοίρασμα της γης στους αγρότες και το σπάσιμο των φεουδαρχικών δεσμών. Από αυτή την άποψη, η ένωση των Ιονίων νησιών με την Ελλάδα ξεφεύγει από το κλασικό σχήμα, ιδεολογικό και πολιτικό, της «Μεγάλης Ιδέας»1, με το οποίο πραγματώθηκε η διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1910. Πολύ περισσότερο από τους ανάμεικτους, στις αρχές του 20ου αιώνα, εθνολογικά και θρησκευτικά πληθυσμούς της Μακεδονίας ή το μικρασιατικό και ποντιακό ελληνισμό, που κρατούσε στα χέρια του το εμπόριο και τη βιομηχανία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (άρα, ένα μεγάλο κομμάτι του ζούσε σε συνθήκες υλικής ευμάρειας), οι επτανήσιοι, φτωχοί χωρικοί και φωτισμένοι αστοί, επεδίωξαν τη χειραφέτηση και την ένωση με την Ελλάδα και μάτωσαν ενσυνείδητα γι` αυτή. Χαριτωμένοι, θεοπάλαβοι αλλά και γεμάτοι από υγιές ταξικό μίσος, είχαν μπροστά τους μια και μόνη επιλογή, που όμως εμπεριείχε ένα διπλό, εθνικό και ταξικό δίλημμα: ή θα γίνονταν Έλληνες2 ή θα έμεναν δουλοπάροικοι.

Αυτή η ταξική θεώρηση των πραγμάτων, συνυφασμένη με το βαθύ πυρήνα της επτανησιακής κουλτούρας, αντανακλάται και στην τέχνη. Θεωρείται, γενικά, ότι ο συνεκτικός κρίκος της «Επτανησιακής Σχολής» στη λογοτεχνία είναι η δημοτική γλώσσα: δεν είναι όμως ο μόνος. Ένα άλλο, πολύ σημαντικό κοινό στοιχείο στους επτανήσιους λογοτέχνες είναι η ταξικότητα: οι συμπεριφορές των τάξεων είναι έκτυπες στα έργα τους, περισσότερο από όσο είναι σε οποιονδήποτε άλλο λογοτέχνη του 19ου ή και των αρχών του 20ου αιώνα.

Το πιο «ώριμο τέκνο» της μεγάλης ταξικής παράδοσης της επτανησιακής λογοτεχνίας είναι, αναμφίβολα, ο Κωνσταντίνος – για τους φίλους Ντίνος – Θεοτόκης. Ο Ντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1872. Ήταν γόνος της παλαιότατης οικογένειας των Θεοτόκηδων που ανήκε στη βυζαντινής καταγωγής γαιοκτητική αριστοκρατία – και μάλιστα του κλάδου της των Καρουσάδων και όχι των Δουκάδων που έδωσε αρκετούς πολιτικούς του ακραίου συντηρητικού χώρου στο ελληνικό κράτος. Ο Θεοτόκης, με την ευρύτατη παιδεία και τις πολύχρονες σπουδές στη Γερμανία, πατρίδα του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ενγκελς, μετά από μια άκαρπη περιπλάνησή του στο νιτσεϊσμό, γνώρισε τη μαρξιστική κοσμοθεωρία και την ασπάστηκε, αρνούμενος, με τον τρόπο αυτό, την τάξη του.

Η πολιτική πορεία του Ντίνου Θεοτόκη διέρχεται από πολλά στάδια: ξεκίνησε συμμετέχοντας στους αγώνες για τη διεύρυνση της επικράτειας και την εθνοκρατική ολοκλήρωση, (μαζί με τον – για μεγάλο χρονικό διάστημα στενό του φίλο Λορέντζο Μαβίλη, συμμετείχε ως εθελοντής στον Κρητικό αγώνα). Πέρασε στην υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, με διαλείμματα προσέγγισης με το βενιζελισμό. Ο Θεοτόκης λοιπόν δεν χαρακτηρίζεται από απόλυτη ιδεολογική συνέπεια, αλλά παλινωδίες και αντιφάσεις σύμφυτες με την πρώιμη σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο συγγραφέας Θεοτόκης στο μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του έργου του είναι ένας σπουδαίος μαρξιστής λογοτέχνης που αποτυπώνει στο έργο του τις κοινωνικές συμπεριφορές των ατόμων ως απότοκες της συλλογικής συμπεριφοράς και συνείδησης των τάξεων. Οι ήρωές του είναι βαθειά ανθρώπινοι, σπαρασσόμενοι από τα προσωπικά τους πάθη – των οποίων ωστόσο το «αίτιο άνευ ποιούντος αιτίου» είναι η κοινωνία, οι ανισότητες και οι αντιθέσεις της.

Στο έργο του Ντίνου Θεοτόκη, το αυθόρμητα εκφρασμένο ταξικό ένστικτο των επτανησίων παίρνει συγκεκριμένη μορφή, δουλεμένο με τη σμίλη του μαρξισμού και είναι τοποθετημένο «σε καιρό και σε τόπο». Τα πεζά του διαδραματίζονται στην Κέρκυρα: στην ασφυκτικά καλυμμένη από λιόδεντρα ύπαιθρο, εκεί όπου η σοδειά του λαδιού καθορίζει τη μοίρα των ανθρώπων, όπου τα κλαδιά των δέντρων μπλέκονται τόσο στενά το ένα με το άλλο, ώστε να είναι επιρρεπή σε πυρκαγιές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και να δημιουργούν ένα θόλο που δεν επιτρέπει την ανανέωση του αέρα, με αποτέλεσμα την εξάπλωση μιασματικών ασθενειών και τη μεγάλη παιδική θνησιμότητα, σύμφωνα με παλαιούς κερκυραίους ιστοριοδίφες. Στην πόλη, στα παρακμασμένα αρχοντόσπιτα, που μυρίζουν μούχλα και παλιά χαρτιά – τα παλιωμένα κατάστιχα που κατέγραφαν κάποτε τα χρέη των πάροικων, απέναντι στον «άρχοντα». Στα λαϊκά προάστια, όπου οι πόρτες των σπιτιών μένουν ανοιχτές, οι γειτόνισσες γυρνούν στο «μπόργκο» και κουτσομπολεύουν η μια την κόρη της άλλης, ξυπνούν πρωί για να πάνε στη φάμπρικα, ενώ τα βράδια οι άντρες πίνουν και τραγουδούν, χωρίς χαρά, στις λαϊκές ταβέρνες… Μια Κέρκυρα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, δύο κόσμων, δύο πολιτισμικών οντοτήτων, της «Δύσης» και της «Ανατολής», αλλά πάνω από όλα δύο οικονομικών και κοινωνικών σχηματισμών, της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού, με ορατή στο βάθος την ωρίμανση της εργατικής τάξης: αυτή είναι η Κέρκυρα του Ντίνου Θεοτόκη.

Η ΥΠΑΙΘΡΟΣ

Στην κερκυραϊκή ύπαιθρο διαδραματίζονται τα διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή «Κορφιάτικες ιστορίες» και οι νουβέλες «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» και «Αγάπη παράνομη» (κείμενο του οποίου η αποκατάσταση υπήρξε προβληματική δεδομένου ότι το χειρόγραφο ήταν σε πολλά σημεία κατεστραμμένο και η έκδοσή του οφείλεται στο μεράκι του αλησμόνητου Κερκυραίου μάστορα τυπογράφου και αγωνιστή Φίλιππου Βλάχου). Στα έργα αυτά αποτυπώνονται πολλές από τις έσχατες επιβιώσεις του φεουδαρχικού συστήματος, που, παρά την ενσωμάτωση των νησιών στο αστικό ελληνικό κράτος δείχνει ισχυρά σημάδια αντοχής. Είναι η εποχή που ο Πολυχρόνης Κωνσταντάς αγωνίζεται, με πύρινους λόγους, στο ελληνικό κοινοβούλιο απέναντι σε λόγιους υπερασπιστές της παλιάς κοινωνικής τάξης, όπως ο Αλβάνας και ο Δαμασκηνός, να αποδοθεί ελεύθερη η γη σ` αυτούς που για αιώνες τη δουλεύουν.

Ο Θεοτόκης, στα έργα αυτά, χωρίς να αποσπάται από το ενδιαφέρον του για τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις της υπαίθρου, εστιάζει σε ένα βασικό στοιχείο του εποικοδομήματος: τη θέση της γυναίκας.

Στις περισσότερες από τις «Κορφιάτικες ιστορίες», το διακύβευμα είναι η «τιμή» της γυναίκας: της κόρης ή και της συζύγου. Η γυναίκα είναι «αδύναμο μέρος» – έκφραση προσφιλής στο συγγραφέα, ο οποίος αναδεικνύει ωστόσο τις κοινωνικές ρίζες αυτού του χαρακτηρισμού. Στον αγροτικό κόσμο, η γυναίκα είναι τμήμα των περιουσιακών στοιχείων της πατρικής οικογένειας ή και του άντρα της και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από την κωδικοποιημένη ηθική (κάτι που, στην πραγματικότητα, σημαίνει θέση σε αμφισβήτηση της γραμμής της κληρονομιάς, της περιουσίας) επισύρει την τιμωρία της – στην περίπτωση μάλιστα του διηγήματος «Πίστομα» αυτή η τιμωρία είναι ανατριχιαστικά απάνθρωπη – ο απατημένος σύζυγος θα δολοφονήσει το νήπιο που έχει αποκτήσει με τον εραστή της η άπιστη γυναίκα του.

Μία άλλη φεουδαρχική επιβίωση, σχετική και με τη θέση της γυναίκας, είναι το συλλογικό νοικοκυριό: στις φεουδαρχικές, αγροτικές κοινωνίες, πολλές φορές τα αδέρφια ή τα ξαδέρφια έχουν κοινή αγροτική περιουσία. Αυτή η συλλογική εκμετάλλευση, στην Κέρκυρα ονομάζεται «φρατέρνα» (αδελφοσύνη). Όταν ο πατέρας είναι στη ζωή, αυτός αποτελεί τον αρχηγό του νοικοκυριού: στα κερκυραϊκά κατάστιχα της εποχής της βενετοκρατίας, οι νέοι άνδρες των οποίων ο πατέρας είναι ζωντανός δεν έχουν έγγεια ατομική περιουσία (είτε ως εξαρτημένοι καλλιεργητές είτε ως πραγματικοί ιδιοκτήτες) παρά μόνο σε περίπτωση που έχουν πάρει προίκα από τις γυναίκες τους. Οι φρατέρνες συγκροτούν ένα ενιαίο νοικοκυριό, όχι μόνο από οικονομική άποψη, αλλά και από την άποψη της συγκατοίκησης των αδελφών, των γυναικών και των παιδιών τους, κάτω από την ίδια στέγη. Στο λαϊκό κερκυραϊκό τραγούδι, τα μικρά παιδιά της οικογένειας ανακαλούν το δολοφονημένο Γιαννάκη «να πάμε σπίτι μας – που κλαίει η αδερφή μας, κλαίει κι η νύφη μας».

Αυτό το πολύ συνηθισμένο σχήμα της καθημερινής ζωής της κερκυραϊκής υπαίθρου ενυπάρχει στο έργο του Θεοτόκη, ως στοιχείο της κερκυραϊκής κοινωνίας της εποχής του. Στο «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» δύο αδέλφια με τις γυναίκες τους συγκατοικούν και καλλιεργούν τα ίδια χωράφια. «Αμοίραστοι ακόμα», είναι η φράση που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να περιγράψει αυτό το συλλογικό νοικοκυριό. Το επίρρημα «ακόμα» όμως δείχνει ότι, την εποχή αυτή, έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία διάσπασης της παλιάς «φρατέρνας». Αυτό φαίνεται και στη νουβέλα,

όπου τα δύο αδέρφια επιδιώκουν το οριστικό μοίρασμα της περιουσίας τους. Η θέση της γυναίκας σε αυτό το ιδιότυπο συλλογικό νοικοκυριό χαρακτηρίζεται από τη μικροπρέπεια που φέρνει στη νοοτροπία των ανθρώπων είτε ή έγγεια ιδιοκτησία είτε το χρήμα και από τη θεώρηση της γυναίκας ως «πράγμα», ως αντικείμενο προς ανταλλαγή και προσπορισμό κέρδους. Πολλές φορές, η ίδια η γυναίκα δείχνει να αποδέχεται αυτό το ρόλο: Η μία από τις δύο συνυφάδες, η φιλοχρήματη Μαρία, χρησιμοποιεί τον εαυτό της ως ερωτικό δόλωμα, για να αποσπάσει την περιουσία του ιδιόρρυθμου, μοναχικού ηλικιωμένου Καραβέλα.

Σε ένα μικρό – και απολύτως πραγματικό – οικογενειακό και κοινωνικό δράμα της κερκυραϊκής υπαίθρου το 1786, μια άτυχη Κατερίνα, σύζυγος και νύφη πάροικου σε ένα κερκυραϊκό φέουδο, τρώει διαρκώς ξύλο από το σύζυγο, τον πεθερό και τον κουνιάδο της, γιατί ζηλεύει τη συνυφάδα της, «έχει τα μυαλά της πάνω από το κεφάλι της» και «είναι ανίκανη να διοικήσει νοικοκυριό». Η Κατερίνα, για να εκδικηθεί την ανδρική βία, θα καταγγείλει του αρσενικούς του σπιτιού σαν υπαίτιους της πυρπόλησης περιουσιακών στοιχείων του επιστάτη του φέουδου. Στην απολογία τους, αυτοί θα επικαλεστούν τη μαρτυρία των συγχωριανών τους για τον «κακό χαρακτήρα» και την «εκδικητική φύση» της Κατερίνας: «Εμείς οι χωρικοί» – θα ισχυριστούν – «δεν έχουμε άλλο τρόπο να βάλουμε στις γυναίκες μας φρένο». Στον «Καραβέλα», έργο γραμμένο στα 1920, οι δύο νοικοκυρές τσακώνονται διαρκώς μεταξύ τους και οι άνδρες τους υπενθυμίζουν ο ένας στον άλλο την παλιά τους συμφωνία: ότι δηλαδή για να καταστείλουν τον ατίθασο χαρακτήρα των γυναικών τους, θα πρέπει να δέρνουν ο ένας τη γυναίκα του άλλου!

Στη νουβέλα «Αγάπη παράνομη» το συλλογικό νοικοκυριό, που αυτή τη φορά απαρτίζεται από τα πολύ νέα ακόμη πεθερικά και το νεαρό ζευγάρι, σπάει με πρωτοβουλία της μεγαλύτερης γυναίκας, της πεθεράς: όταν διαπιστώνει τις ερωτικές βλέψεις του άντρα της απέναντι στη νύφη τους, επιβάλλει, με σκληρό τρόπο στους νέους να φύγουν από το σπίτι και να μοιράσουν τους κλήρους. Εδώ, τα πάθη των ανθρώπων πλέκονται στενά με τις αντικειμενικές εξελίξεις στην οικονομική βάση της κοινωνίας και, σε ένα βαθμό, επηρεάζονται από αυτές και τις επηρεάζουν.

 


1 Ανεξάρτητα από το αν την υποστήριξαν – μετά την Ένωση – διαπρεπείς και πάντως προοδευτικοί επτανήσιοι λόγιοι όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ή ο Λορέντζος Μαβίλης.

2 Εννοώ σαφώς από την άποψη της υπηκοότητας, της ένταξης στο ελληνικό κράτος και όχι της ήδη κατακτημένης εθνικής συνείδησης.

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας