Την 21η του Νοέμβρη του 1974, η Βρετανία συνταράσσονταν από την έκρηξη δύο βομβών στις παμπ Μέλμπερυ Μπους και Τάβερν ιν Τάουν, του Μπέρμινχαμ, με απολογισμό εικοσιένα νεκρούς και 182 τραυματίες. Η τραγωδία ερχόταν να προστεθεί σε άλλο χτύπημα, ενάμισυ μήνα πριν, στο Γκίλφορντ, όπου έχασαν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι και τραυματίστηκαν 65. Για την βόμβα στο Γκίλφορντ, για την οποία ανέλαβε την ευθύνη ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA, Irish Republican Army) συνελήφθησαν τέσσερις αθώοι, λόγω της καταγωγής τους και της άτακτης ζωής τους – η ιστορία τους έγινε διάσημη από την ταινία «εις το Ονομα του Πατρός». Μείναν στην ιστορία ως «οι Τέσσερις του Γκίλφορντ». Για τις βόμβες στο Μπέρμινχαμ συνελήφθησαν έξι, που καταγράφηκαν ως «οι Έξι του Μπέρμινχαμ». Και, κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη.

Οι συλληφθέντες ήταν οι Χιου Κάλαχαν, Πάτρικ Τζόζεφ Χιλ, Γκέραρντ Χάντερ, Ρίτσαρντ ΜακΙλκένυ, Ουίλλιαμ Πάουερ και Τζων Γουώκερ. Οι πέντε εκ των έξι είχαν μεταβεί στο Μπέλφαστ για την κηδεία του φίλου τους Τζέημς ΜακΝτέηντ, μέλους του IRA. Δεν έφτασαν στην εκκλησία ποτέ: τους σταμάτησαν σε μπλοκο και τους κράτησαν ως υπόπτους για τις βόμβες στο Μπέρμινγκχαμ, που έσκασαν όσο αυτοί ταξίδευαν. Οι έξι είχαν πει ψέμματα για το λόγο του ταξιδιού τους: αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που τους καταδίκασαν. Λες και αν έλεγαν την αλήθεια θα θεωρούνταν λιγότερο ενοχοποιητικό…

Τις μέρες της κράτησης τους ανέκριναν 12ωρα, ακατάπαυστα, χωρίς να τους δίνουν φαγητό και νερό.. Τους έδειραν, έφεραν σκυλιά να τους επιτεθούν, κάναν εικονικές εκτελέσεις. Τέσσερις εξ αυτών ομολόγησαν μες στο τριήμερο. Αυτές οι ομολογίες και η φιλία τους με μέλη του IRA ηταν οι βασικές «αποδείξεις» εις βάρος τους. Κάποιες ακόμη είχαν κατασκευαστεί σε εργαστήριο – όπως αυτές που έδειχναν ότι είχαν αγγίξει εκρηκτικά. Τις μέρες της δίκης, τους ξυλοκοπούσαν συνέχεια. Εμφανίζονταν στο δικαστήριο δαρμένοι. Όσες διώξεις δεσμοφυλάκων έγιναν, για τα μάτια του κόσμου, οδήγησαν όλες σε αθώωση.

Τα πράγματα ήταν απλά: Η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας έπρεπε να δείξουν ότι κάτι κάνουν. Γι αυτό και οι Έξι βασανίστηκαν, όπως και οι Τέσσερις, ξεγελάστηκαν,  με ανάλογες μεθόδους, και υποχρεώθηκαν να υπογράψουν ψευδείς ομολογίες. Η δίκη τους δεν ήταν παρά μια καλοστημένη παρωδία. Καταδικάστηκαν όλοι σε ισόβια.

To 1988 οι Pogues κυκλοφορούν τον, κατ’ εμέ, καλύτερό τους δίσκο, το If Ι should fall From Grace With God. Ανάμεσα στα τραγούδια του δίσκου είναι και το «Οι Δρόμοι της Θλίψης / Οι Έξι του Μπέρμπινχαμ», Streets of Sorrow / the Birmingham Six. Ο δίσκος, και το τραγούδι, κυκλοφόρησαν όταν ακόμη οι Τέσσερις του Γκίλφορντ και οι Έξι του Μπέρμπνχαμ ήταν στη φυλακή ως «τρομοκράτες». Ήταν η χρονιά που η πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, υποχρέωνε όλα τα μέσα, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, να μην μεταδίδουν τη φωνή των εκπροσώπων του Σιν Φέιν (Sinn Fein), του πολιτικού σκέλους του IRA – απαγόρευση που τηρήθηκε ως το 1994, και την ανακωχή, διότι, κατά τη θατσερική κυβέρνηση, τα μέσα ενημέρωσης τα χρησιμοποιούσαν οι Ιρλανδοί για πολιτικά οφέλη… Ήταν μια εποχή αγώνων της βρετανικής δημοσιογραφίας ενάντια στην φίμωση, στη λογοκρισία, όπου επιστρατεύθηκαν ακόμη και ηθοποιοί για να ντουμπλάρουν φωνές των ιρλανδών πολιτικών, και έχει καταγραφεί στις μέρες της δόξας της**.

Εκείνη τη χρονιά διαλέγουν να μιλήσουν οι Pogues. Και μιλούν εναντίον της «ανεξάρτητης» Δικαιοσύνης, που στήνει δίκες, εναντίον της αστυνομίας που εγκληματεί κατά αθώων. Το τραγούδι έχει δύο μέρη, είναι ουσιαστικά δύο τραγούδια. Το πρώτο μέρος, το λυρικό, έχει γραφεί από τον Τέρρυ Γουντς κι είχε ξεκινήσει σαν ύμνος στον Μάικλ Κόλλινς. Εκεί δεν είχε ανάμειξη ο Σέιν ΜακΓκάουαν. Εκείνος έγραψε το δεύτερο μέρος, αυτό που και τραγουδά, αυτό που μιλά για το βρετανικό ρατσισμό και για τους Έξι του Μπέρμινχαμ και τους Τέσσερις του Γκίλφορντ, για τον τρόπο που και μόνο η Ιρλανδική ταυτότητα στοχοποιούσε τους δέκα άνδρες. «Ήταν Ιρλανδοί στο λάθος μέρος τη λάθος ώρα», οπότε τους τη στήσανε, τους βασανίσαν, τους καταδίκασαν, τους φυλακίσαν και δεν θα τους έβγαζαν ποτέ από τη φυλακή, αν μπορούσαν.

«Η αποστολή μας ήταν να κάνουμε την Ιρλανδική μουσική κουλ… και τη λογοτεχνία μας κουλ. Με άλλα λόγια, να χτίσουμε την ιρλανδική αυτοεκτίμηση, να μάθει όλος ο κόσμος τι απίστευτο πλούτο πολιτισμού έχουμε προσφέρει, ένα τόσο μικρό έθνος. Και, με το Birmingham Six άρχισα να τραγουδάω τραγούδια για τις φρικαλεότητες των Βρετανών. Είχα φτάσει σε ένα επίπεδο που τη γλίτωνα και μπορούσα να το κάνω» Σέιν ΜακΓκάουαν

Έτσι νόμιζε. Ότι η φήμη που δίκαια είχαν κερδίσει του διασφάλιζε το ελεύθερο, ότι μπορούσε να μιλάει για τα βρετανικά εγκλήματα. Η αρχή της πορείας του δίσκου ήταν ενθαρρυντική, και ως προς αυτό: το LP μπήκε στα τσαρτς, κατευθείαν στην τρίτη θέση, κι οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.

Στις 15 Απριλίου του 1988 οι Pogues, καλεσμένοι στο σώου του Μπεν Έλτον στο Κανάλι4, Παρασκευή βράδυ και με όλο τον κόσμο στις τηλεοράσεις, αρχίσαν να παίζουν, ζωντανά, το Streets of Sorrow / Birmingham Six. Πριν τελειώσουν, είχε γίνει διακοπή για διαφημίσεις…

«Μας κόψανε γιατί τότε συνειδητοποιήσανε ότι κάποιοι στίχοι ήταν για τους οκτώ του IRA που δολοφόνησαν οι βρετανικές ειδικές δυνάμεις στο Αρμαγκ λίγο καιρό πριν – κατάλαβαν ότι ο τελευταίος στίχος δεν ήταν για τους Εξι. Και φρικάρανε και βάλαν διαφημίσεις. Ε, το προσέξαν όλοι». Σέιν ΜακΓκάουαν

Οι υπεύθυνοι της εκπομπής ήξεραν ποιό τραγούδι είχαν διαλέξει να πουν οι Pogues, είχαν δει και τις πρόβες. Δεν τους δικαιολόγησαν, δε, κατόπιν, τη διακοπή.  Η αρχική αντίδραση της μπάντας ήταν να πιστέψει πως όντως έπρεπε να μπουν διαφημίσεις. Υποψιάστηκαν τι συνέβη όταν τα τραγούδια τους έπαψαν να πολυπαίζονται – βαλμένα στην διαβόητη κι αόρατη μαύρη λίστα- και επιβεβαίωσαν τις όποιες υποψίες τους, το Νοέμβριο, το τραγούδι απαγορεύτηκε για «υποκίνηση σε τρομοκρατία». Το τραγούδι, είπαν «αφήνει να εννοηθεί ότι καταδικασμένοι τρομοκράτες δεν είναι ένοχοι και ότι τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου δεν φέρονται ισότιμα στους Ιρλανδούς πολίτες» ενώ παράλληλα «ίσως αφήνει να εννοηθεί υποστήριξη σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως ο IRA». Το τραγούδι δεν επιτρεπόταν να παιχθεί «οπουδήποτε επί βρετανικού εδάφους και σε οποιαδήποτε μορφή» – ούτε σε συναυλίες, ούτε σε μαγαζιά, ούτε καν να το σφυρίζεις στο δρόμο.

Μες στις πολλές επιτυχίες τους οι Pogues προσθέσαν κι αυτή: ήταν το πρώτο τραγούδι και το πρώτο συγκρότημα που τιμωρούνταν βάσει του τότε νέου βρετανικού αντιτρομοκρατικού. Η απάντηση των Pogues ήταν «Είστε αστείοι, φυσικά τα δικαστήριά σας δεν φέρονται ισότιμα στους Ιρλανδούς κι όσο για μας θα συνεχίσουμε να γράφουμε ότι θέλουμε, και ελπίζουμε ότι όλοι οι καλλιτέχνες θα κάνουν το ίδιο». Λίγο μετά άρχισαν να δίνουν συναυλίες και για τη συγκέντρωση χρημάτων για την νομική εκπροσώπηση των φυλακισμένων και για τη συντήρηση των οικογενειών τους.

Οι Έξι απελευθερώθηκαν, μετά από μεγάλο αγώνα το 1991, δύο χρόνια μετά τους Τέσσερις του Γκίλφορντ, και αφού είχαν μείνει πάνω από 15 χρόνια άδικα στη φυλακή. Στην τελευταία τους δίκη αποδείχθηκαν περίτρανα και οι κατασκευές «αποδείξεων», και τα κατασκευασμένα αρχεία και τα βασανιστήρια που υπέστησαν.

Μετά την απελευθέρωση των Τεσσαρων και των Έξι, οι Pogues τα ήπιαν πολλές φορές μαζί τους. Οι απελευθερωθέντες, στις συνεντεύξεις τους, αναφέρονταν συχνά πυκνά στο τραγούδι, που προσέφερε, ειδικά μετά την απαγόρευση, στην ενημέρωση του κοινού και αποτέλεσε και αυτό πίεση προς την κυβέρνηση της Θάτσερ.

Έξι άντρες απ’ το Μπίρμινγκαμ, από το Γκίλφορντ τέσσερεις,

με πλεκτάνη έδεσαν και έδειραν οι μπάτσοι της κυβέρνησης,

και τσίμπησαν προαγωγή, μα αυτοί είναι ακόμα φυλακή,

απλά γιατί ήσαν Ιρλανδοί σε λάθος μέρος και στιγμή,

Στην Ιρλανδία σε χώνουνε στου Μέιζ τα κελιά,

και στην Αγγλία σε κρατούν μερόνυχτα επτά,

Θεός φυλάξει αν βρεθείς στα μέρη αυτά από σπόντα,

κι ο μπάτσοι ψάχνουν ένοχο και σου έρθουνε στην πόρτα,

Κατάρα στους δεσμοφύλακες, μπάτσους, και δικαστές,

σε όσους βασανίσαν αθώους με κατηγορίες πλαστές,

με αντάλλαγμα προαγωγή, και δικαιοσύνη προς πώληση,

τα θυματά τους θα τους δικάσουν, μέσα βαθιά στην κόλαση*

*Απόδοση των στίχων του Σέιν ΜακΓκάουαν και του Birmingham Six στα ελληνικά, έκανε ο Νίκος Βεντούρας

**Υπήρξαν και άλλοι σχετικοί αγώνες. Την περίοδο που γινόταν ο αγώνας για την απόδειξη της αθωότητας των Έξι, ο δημοσιογράφος Κρις Μάλιν, κατάφερε να βρει κάποιους εκ των όντως βομβιστών, που του έδωσαν πληροφορίες, λέγοντάς του και ότι οι Εξι ήταν άσχετοι με τον IRA. Στην αρχή, το ρεπορτάζ του αντιμετωπίστηκε ως κατασκευασμένο – η αστυνομία διαβεβαίωνε ότι ήταν οι πραγματικοί ένοχοι στη φυλακή. Το 2018, η αστυνομία της Βόρειας Ιρλανδίας ξανάνοιξε την υπόθεση, για άγνωστους λόγους. Ο Κρις Μάλιν ανακρίθηκε για να δωσει τις πηγές του. Ο ένας από τους βομβιστές, ο Μάικλ Μάρεϊ, είχε πια πεθάνει και το όνομά του έγινε γνωστό, το έδωσε. Αρνήθηκε όμως να δώσει οποιοδήποτε άλλο όνομα ή στοιχείο. Η απόφαση στις δίκες εναντίον του που ακολούθησαν ελήφθη πέρισυ, το 2022, ήταν αθωωτική, και αποδεχόταν ότι η προστασία των πηγών είναι θεμελιακή για την ελευθερία του Τύπου.