Εργατικός Αγώνας

Τι ήταν, τι θέλησε, τι πέτυχε το ΕΑΜ. Και μια προβολή στο σήμερα.

Γράφει η Δώρα Μόσχου

Στις 27 του Σεπτέμβρη που μας πέρασε, έκλεισαν 82 χρόνια από μια σπουδαία στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας: από την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του θρυλικού ΕΑΜ. Η ίδρυση του ΕΑΜ, μέσα στις συνθήκες της τριπλής φασιστικής κατοχής της χώρας μας, με πρωτοβουλία και καθοδήγηση του ΚΚΕ, που υπήρξε και ο βασικός αιμοδότης του, δεν ήταν μια χωρίς ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο απόφαση των κομμουνιστών, που υποκλίθηκαν στο αυθόρμητο και στις διαθέσεις των μαζών, υπαγορευμένες, τη δεδομένη ιστορική στιγμή, από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του λαού μας, ακριβώς εξαιτίας της ξενικής κατοχής. Αντίθετα, αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, το τελικό αποκρυστάλλωμα μιας μακράς ιδεολογικής και πολιτικής πορείας, κατά τη διάρκεια της οποίας το ΚΚΕ συγκέρασε με επάρκεια (και με δεδομένη τη βοήθεια της ΚΔ):

– Την περιγραφή και ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου

– Την περιγραφή και ανάλυση της θέσης της χώρας στο διεθνές σύστημα

– Την οριοθέτηση του χαρακτήρα της επανάστασης

– Τη χάραξη πολιτικής υπεράσπισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης

– Το συνδυασμό των διεθνιστικών καθηκόντων των κομμουνιστών με το ζήτημα της υπεράσπισης της πατρίδας

– Τη συγκρότηση κατά το δυνατό πλατύτερων λαϊκών συμμαχιών για την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου.

Κατά τη γνώμη μου, η ρίζα των επεξεργασιών που οδήγησαν στη συγκρότηση του ΕΑΜ θα πρέπει να αναζητηθεί 7 χρόνια πριν, στην 6η Ολομέλεια του 1934, πολλαπλά συκοφαντημένη τότε (από τους τροτσκιστές) αλλά και τώρα (δυστυχώς από το ίδιο το ΚΚΕ).

Το 1934, το κόμμα είχε μόλις βγει από μια βαθιά εσωκομματική κρίση, με την παρέμβαση της ΚΔ. Η 6η Ολομέλεια επιχειρεί μια περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας, παίρνοντας υπ` όψη την ήττα στη Μικρασία, την καταστροφή, τον ερχομό των προσφύγων, την προλεταριοποίησή τους και το πέρασμα στην εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας. Με βάση αυτά τα στοιχεία, εκτιμά ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μέσο επίπεδο ανάπτυξης στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, είναι εξαρτημένη χώρα ενώ επισημαίνει και την ύπαρξη σημαντικών φεουδαρχικών καταλοίπων. Στη βάση αυτών των στοιχείων λοιπόν, ορίζει ότι η επανάσταση στην Ελλάδα θα είναι αστικοδημοκρατική με τάσεις γρήγορης μετατροπής της σε σοσιαλιστική, με κινητήριες δυνάμεις την εργατική τάξη και τη φτωχή αγροτιά.

Στο ζήτημα της ύπαρξης των φεουδαρχικών καταλοίπων θα μπορούσε να ασκηθεί μια ορισμένη κριτική, δεδομένου ότι, στο πεδίο της οικονομίας τουλάχιστον, η αγροτική μεταρρύθμιση έχει ολοκληρωθεί το 1925 – άλλο αν, κατ` έθιμο έστω, σε ορισμένες περιοχές του ελλαδικού χώρου με μακρά φεουδαρχική παράδοση, υπήρχαν ακόμα κάποια απομεινάρια των παλιών «δοσιμάτων» προς τον «άρχοντα». Ωστόσο, στο πολιτικό πεδίο, το αστικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα ποτέ δεν λειτουργούσε ιδιαιτέρως ομαλά και υπήρχαν σαφώς φεουδαρχικές επιβιώσεις, με κυριότερη το θεσμό της μοναρχίας – τι ειρωνεία: ένα θεσμό που δεν υπήρχαν ποτέ στον ελλαδικό χώρο οι κοινωνικοταξικές προϋποθέσεις για να υπάρξει και να στηριχτεί…

Ως προς την εξάρτηση και το μέσο επίπεδο ανάπτυξης της χώρας, νομίζω ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάποια σοβαρή αντίρρηση. Και εν πάση περιπτώσει, η 6η Ολομέλεια βοήθησε το ΚΚΕ να αναπτύξει σοβαρά τις δυνάμεις του, μέχρι τουλάχιστον και τη δικτατορία Μεταξά, να προσεγγίσει πλατιές λαϊκές μάζες, να συντελέσει στην ανάπτυξη του εργατικού και αγροτικού κινήματος, όπως ποτέ μέχρι τότε δεν είχε επιτύχει.

Τη ίδια εποχή, στο διεθνές πεδίο, φουντώνει ο κίνδυνος του φασισμού και του ναζισμού. Ήδη, το 1935, η τριπλή συμμαχία μεταξύ Γερμανίας – Ιταλίας και Ιαπωνίας παίρνει το όνομα «Σύμφωνο Αντικομιντέρν». Την ίδια χρονιά, η Κομμουνιστική Διεθνής, στο 7ο Συνέδριό της, αποφασίζει τη συγκρότηση λαϊκών μετώπων για την αποτροπή του φασιστικού – ναζιστικού κινδύνου.

Η προσπάθεια του ΚΚΕ να υλοποιήσει την απόφαση του 7ου συνεδρίου τη ΚΔ για τη συγκρότηση λαϊκών μετώπων με δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και με το – αποτυχημένο για πολλούς λόγους – σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα.

Κι έπειτα, έρχεται η δικτατορία Μεταξά που επιφέρει σοβαρότατα πλήγματα στην οργανωτική συγκρότηση του ΚΚΕ. Σε μια κατάσταση διάλυσης – φυλακές, εξορίες, παράλληλες κεντρικές επιτροπές, η μια από τις δυο μάλιστα στημένη από το καθεστώς – βρίσκει το κόμμα ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία η Σοβιετική Ένωση δεν έχει μπει στον πόλεμο. Η λεγόμενη Παλιά ΚΕ (συσσωμάτωση αγωνιστών που είχαν καταφέρει να αποφύγουν τη σύλληψη) είναι ενάντια στη συστράτευση των κομμουνιστών με τον πόλεμο που διεξάγει η κυβέρνηση Μεταξά εναντίον του εισβολέα ομοϊδεάτη του. Στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κινείται το γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη, ένα από τα σημαντικότερα, κατά τη<γνώμη μου, πολιτικά κείμενα της ιστορίας της Ελλάδας. Αυτό το γράμμα πατά και πάνω στις επεξεργασίες της Διεθνούς αλλά και πάνω στα αισθήματα των πιο πλατιών στρωμάτων του ελληνικού λαού. Επιβάλλεται διά του κύρους του στη σκέψη των κομμουνιστών και αποτελεί την ιδεολογική – θεωρητική πλατφόρμα πάνω στην οποία χτίζεται, κοντά ένα χρόνο αργότερα, το ΕΑΜ.

Με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα, η αστική τάξη, τα πολιτικά της μορφώματα και οι μηχανισμοί της, προδίδουν ανοιχτά τον ελληνικό λαό. Μία μερίδα της συνεργάζεται με τον κατακτητή, ενώ μια άλλη ακολουθεί το βασιλιά στο Κάϊρο, όπου, σε συνεργασία με το αγγλικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, απεργάζονται νέα δεινά για τον ελληνικό λαό. Εγκαταλείποντας την Ελλάδα, η άρχουσα τάξη, τα κόμματα και οι μηχανισμοί της, φροντίζουν να παραδώσουν με πρωτόκολλο στον κατακτητή όσους κομμουνιστές ήταν φυλακισμένοι από τη δικτατορία Μεταξά.

Την τριπλή φασιστική κατοχή της Ελλάδας, από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους, ακολουθεί η καταλήστευση του πλούτου της από τους κατακτητές. Ο λαός, ιδιαίτερα στις πόλεις και στις άγονες περιοχές, βρίσκεται αντιμέτωπος με το ζήτημα της ίδιας του της επιβίωσης.

Πολύ σύντομα ωστόσο, σε όλη την ελληνική επικράτεια συγκροτούνται, με πρωτεργάτες τους κομμουνιστές, ένοπλες αντάρτικες ομάδες που έφεραν μάλιστα ονόματα ηρώων του `21.

Το Μάϊο του 1941, ιδρύεται, πάντα με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, η πρώτη μαζική αντιστασιακή οργάνωση, η «Εργατική Αλληλεγγύη» που είχε ως στόχο την παροχή βοήθειας στον ελληνικό λαό, ειδικά στους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων που είχαν αρχίσει να λιμοκτονούν, ώστε να επιβιώσει.

Το καλοκαίρι του `41, με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ ιδρύεται το ΕΕΑΜ (Εργατικό ΕΑΜ) και, στις 27 Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.

Το ΚΚΕ, πιστό στη γραμμή των λαϊκών μετώπων, αλλά και αντιλαμβανόμενο την ανάγκη ενότητας και αντίστασης στον κατακτητή (ενδεχομένως όμως και με μια ισχυρή δόση ιστορικής αφέλειας) απευθύνθηκε σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τις κάλεσε να συμμετάσχουν στη συγκρότηση του Μετώπου. Οι αστοί πολιτικοί αρνήθηκαν, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τους δυο ηγέτες του λεγόμενου «Κέντρου», το Γεώργιο Παπανδρέου και το Νικόλαο Πλαστήρα.

Εντέλει, στο κάλεσμα του ΚΚΕ ανταποκρίθηκαν 3 μικρά κόμματα σοσιαλιστικού προσανατολισμού: το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, ή Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας. Το «Μανιφέστο» του Μετώπου ήταν η περίφημη μπροσούρα του μεγάλου διανοητή και παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού, που κυκλοφόρησε σε συνθήκες παρανομίας το Σεπτέμβρη του 1942 «Τί είναι και τί θέλει το ΕΑΜ».

Το ΕΑΜ συσπείρωσε στις γραμμές του τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Προς το τέλος της κατοχής έφτασε να μετρά 1.500.000 μέλη, ενώ τα μέλη του ΚΚΕ είχαν φτάσει τις 400.000. Η δράση του περιλάμβανε όλες τις μορφές πάλης: απεργίες, διαδηλώσεις, ένοπλη οργάνωση. Αφετηρία της δράσης του ήταν η επιβίωση του λαού, η σωτηρία του από το λιμό των πρώτων χρόνων της Κατοχής, αλλά και, όταν ο ΕΛΑΣ ήταν πια οργανωμένος στρατός, η «Μάχη της σοδειάς», η προσπάθεια για την προστασία των αγροτικών πληθυσμών από τις λεηλασίες των στρατευμάτων κατοχής.

Το 1942, το ΕΑΜ δημιουργεί στο στρατιωτικό του βραχίονα, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), με πρωτοκαπετάνιο τον Άρη Βελουχιώτη, στρατιωτικό αρχηγό το Στέφανο Σαράφη και πολιτικό επίτροπο τον Ανδρέα Τζίμα, ή Βασίλη Σαμαρινιώτη. Ο ΕΛΑΣ, αναπτυγμένος στα βουνά και στις πόλεις της χώρας, ήταν μια μοναδική περίπτωση λαϊκού στρατού, που συνδύαζε το αντάρτικο (και με ένα προσφυή τρόπο, τόσο ως προς την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεών του, όσο και ως προς την προπαγάνδα του, τις μνήμες από την κλεφτουριά του `21) με την οργάνωση τακτικού στρατού. Οπωσδήποτε, δεν ήταν ένας στρατός ατάκτων, όπως τον θέλει μια ορισμένη φιλολογία γύρω από τα ζητήματα της εθνικής αντίστασης…

Ο ΕΛΑΣ, με την τεράστια δυναμική που ανέπτυξε, απασχολούσε 9 έως 12 γερμανικές μεραρχίες στην κατεχόμενη Ελλάδα (ποσοστό δυσανάλογο με την έκταση και τον πληθυσμό της χώρας), απελευθέρωσε τα 2/3 του ελληνικού εδάφους και έγινε το σημαντικότερο αντάρτικο κίνημα στην κατεχόμενη Ευρώπη

Στα μεγάλα αστικά κέντρα, το ΕΑΜ διοργάνωσε τεράστιες – και πολύνεκρες – διαδηλώσεις: για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου του λαού, για την παραχώρηση της διοίκησης της κατεχόμενης Ανατολικής Μακεδονίας στο φασιστικό βουλγαρικό καθεστώς. Χάρη στο ΕΑΜ και στις μεγάλες διαδηλώσεις που οργάνωσε ούτε ένας εργάτης δεν στάλθηκε για να δουλέψει στη Γερμανία, ούτε ένας φαντάρος για να πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο, ενάντια στη Σοβιετική Ένωση που σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος του διεθνούς αντιφασιστικού αγώνα.

Στις περιοχές που απελευθερώνει το ΕΑΜ, δημιουργούνται φύτρα λαϊκής εξουσίας, με κυριότερη εκδήλωση την ίδρυση της ΠΕΕΑ (της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης), με έδρα τους Κορυσχάδες Ευρυτανίας. Το 1944, η ΠΕΕΑ διενεργεί εκλογές για την ανάδειξη Εθνικού Συμβουλίου, που διεξάγονται κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του καταχτητή και στις οποίες συμμετέχουν για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία οι γυναίκες και οι νέοι άνω των 18 ετών.

Σπουδαία ήταν η συμβολή των νέων στην εαμική εθνική αντίσταση, όπου συμμετείχαν μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων. Η ΕΠΟΝ έφτασε να αριθμεί 640.000 νέους και νέες που πολέμησαν τον καταχτητή με το όπλο στο χέρι, με τα θρυλικά «χωνιά» στις γειτονιές των μεγάλων πόλεων, αλλά και με το τραγούδι, με την ποίηση, με το θέατρο. Νέοι και νέες που διαπαιδαγωγήθηκαν με το πνεύμα του πατριωτισμού, του διεθνισμού, του ηρωισμού και της θυσίας.

Το μεγαλείο, η έκταση και το βάθος της εαμικής εθνικής αντίστασης είναι πράγματα γνωστά και δεδομένα. Φάνηκε από τα πράγματα ότι το ΚΚΕ είχε τις καθοδηγητικές κατευθύνσεις που χαράχτηκαν από την προηγούμενη δεκαετία και μπόρεσε, καταρχήν, να τις προσαρμόσει στα πολύπλοκα πραγματικά δεδομένα: δηλαδή στα δεδομένα της φασιστικής εισβολής και της φασιστικής κατοχής της χώρας – οπότε και, ορθώς, κατά τη γνώμη μου, προέταξε το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο. Άφησε στην άκρη το κοινωνικό – ταξικό; κατά τη γνώμη μου και πάλι, όχι. Μίλησε για λαοκρατία, για ένα σύστημα διακυβέρνησης ποιοτικά ανώτερου τύπου, χωρίς να προσδιορίζει πάντως με σαφήνεια το σοσιαλιστικό της πρόσημο.

Η ίδρυση του ΕΑΜ, κατέδειξε το γεγονός που αργότερα ανέπτυξε στην περίφημη ομιλία του στη Λαμία ο Άρης Βελουχιώτης: ότι αν για τους αστούς και την τάξη τους η πατρίδα είναι ο χώρος από τον οποίο εκκινούν (και κάποτε εξακτινώνονται, ανάλογα με τη θέση μιας χώρας στο σύστημα) οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, για την εργατική τάξη και τα άλλα υπάλληλα στρώματα, πατρίδα είναι «οι καλύβες και τα πεζούλια μας». Κατέδειξε ακόμα τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα, σε συνθήκες πολέμου – εν προκειμένω αμυντικού και εθνικοαπελευθερωτικού – η εργατική τάξη, οργανωμένη και καθοδηγημένη από το πολιτικό της υποκείμενο, το Κομμουνιστικό Κόμμα, μπορεί και πρέπει να γίνει ηγέτιδα δύναμη του έθνους.

Κατέδειξε τέλος ότι το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας οφείλει, στη δράση του και στην επαφή του με τις μάζες, να συνδυάζει το μερικό με το γενικό, τους επί μέρους τακτικούς στόχους με το γενικότερο στρατηγικό, την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, σε αυτό το πεδίο, στο τέλος τουλάχιστον της κατοχής, ούτε το ΚΚΕ ούτε, συνακόλουθα, το ΕΑΜ, τα πήγαν σπουδαία: μια σειρά υποχωρήσεις και σφάλματα, όπως η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, η υποτίμηση του βρετανικού ιμπεριαλισμού, η θεώρησή του ως ανιδιοτελούς συμμάχου, οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στη βρετανική επέμβαση του Δεκέμβρη του `44 και στην τραγωδία της Βάρκιζας. Αυτή όμως είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση, που προφανώς δεν κλείνει εδώ…

Τα διδάγματα και τα συμπεράσματα από τη δράση του ΚΚΕ στη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής, πέρα βέβαια από το στοιχείο της εποποιϊας και των θυσιών, έχουν άραγε μια προβολή στο σήμερα; Θαρρώ πως η απάντηση είναι αυτονόητη. Οι σημερινές συνθήκες βεβαίως δεν είναι ίδιες με εκείνες της τριπλής φασιστικής κατοχής. Μπορούμε να συμπυκνώσουμε τα χαρακτηριστικά της εποχής, όπως τα βιώνει ο τόπος και ο λαός μας, ως εξής:

– Βάθεμα της εξάρτησης από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

– Απαθλίωση μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού.

– Εντεινόμενη προσπάθεια κατάργησης του δημόσιου χαρακτήρα των βασικών αγαθών, όπως είναι η υγεία και η παιδεία.

– Ένταση της βίας των κατασταλτικών μηχανισμών σε όλα τα πεδία.

– Υποβάθμιση ακόμα και αυτού του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.

Αυτή η κατάσταση που βαίνει ολοένα επιδεινούμενη, δεν παίρνει, κατά τη γνώμη μας, θεραπεία μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Ως προς το ζήτημα όμως της συγκρότησης της μεγάλης λαϊκής στρατιάς που θα το ανατρέψει, ένα επαναστατικό υποκείμενο του καιρού μας, ένα Κομμουνιστικό Κόμμα άξιο του ονόματος και των παραδόσεών του, έχει πολλά να διδαχτεί από τον τρόπο που το ΚΚΕ πολιτεύτηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της Αντίστασης:

– Από τη σωστή ανάγνωση των δομών της ελληνικής κοινωνίας

– Από τη σωστή ανάγνωση των διαθέσεων και των άμεσων αναγκών του ελληνικού λαού

– Από το συνδυασμό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με το αίτημα για κοινωνικές ανατροπές

– Από το ενωτικό κάλεσμα σε όλες τις λαϊκές δυνάμεις

– Κι από τα λάθη ακόμα: γιατί τώρα ξέρουμε ότι στις μεγάλες συγκρούσεις που αναπόφευκτα θάρθουν «δεν τα δίνουν τ` άρματα».

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας