1

Ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία στον σύγχρονο ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό

 

του Διονύση Περδίκη

 

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση του πέμπτου μέρους της μελέτης με τίτλο “Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στον 21ο αιώνα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία”. 

Το Μέρος Ε΄ αποτελεί το κομμάτι όπου στρεφόμαστε στο φαινόμενο των διεθνών σχέσεων και των εθνικών πολέμων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων τόσο των άδικων ιμπεριαλιστικών πολέμων, όσο και των δίκαιων πολέμων για την εθνικη ανεξαρτησία. Πραγματευόμαστε το αντικείμενο αυτό στη βάση της ανάλυσης των προηγούμενων μερών της μελέτης για τον σύγχρονο ιμπεριαλιστικο καπιταλισμό, αλλά και για τη διαδικασία της παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής της υπεραξίας στη διεθνή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό αναλύουμε πιο λεπτομερώς τους συνεπαγόμενους διακρατικούς ανταγωνισμούς.

Η μελετη συνοδεύεται από εκτενέστατες σημειώσεις με παραθέματα και μεταφράσεις. Συνιστούμε σε μια πρώτη ανάγνωση να αγνοηθούν οι σημειώσεις αυτές προς χάριν της ροής του κειμένου. Σε δεύτερη φάση, οι σημειώσεις και οι αναφορές σε αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν για περαιτέρω μελέτη των θεμάτων που θίγονται.

Καθώς θα προχωράμε στη δημοσίευση της μελέτης θα εμπλουτίζουμε τον παρακάτω πίνακα περιεχομένων με τους αντίστοιχους ηλεκτρονικούς συνδέσμους:

 

 

ΜΕΡΟΣ Α’: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΕΡΟΣ Β’: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ 

Μέρος Β1:

Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός: Γενική θεωρία του ΚΤΠ, και μονοπώλιο – ιμπεριαλισμός: Μαρξ εναντίον Λένιν; 

  • Από τον Μαρξ και τη γενική θεωρία του κεφαλαίου… 
  • …στον Λένιν, το μονοπώλιο, και τον ιμπεριαλισμό στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής… 
  • Η διαλεκτική της ιστορίας του καπιταλισμού έχει τις απαντήσεις 

Μέρος Β2 :

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος

  • Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών
  • Η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα από την άνιση ανταλλαγή
          – Πλασματικό κεφάλαιο
          – Το ‘παραγωγικό’  πλασματικό κεφάλαιο
          – Υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη
          – Διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας
  • Συμπέρασμα: ιμπεριαλισμός ως υπερώριμος καπιταλισμός

Μέρος Γ΄:

 ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΌΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ: Η ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΉ, ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΉ ΕΚΜΕΤΆΛΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΈΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ

  • Άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο
  • Εξαγωγές κεφαλαίου
  • Η ουσία των ιμπεριαλιστικών διακρατικών σχέσεων
  • Μέτρα ιμπεριαλιστικής ισχύος
  • Σύνοψη Μερών Β΄ και Γ΄

ΜΕΡΟΣ Δ΄: «ΕΔΏ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΕΚΕΊ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΤΕΛΙΚΆ ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ;» Η ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΔΙΕΘΝΉΣ ΣΥΓΚΥΡΊΑ «ΑΚΟΛΟΥΘΏΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΉΜΑ».

ΜΕΡΟΣ Δ1:

Ε’ ΜΈΡΟΣ: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΊ ΠΌΛΕΜΟΙ, ΚΑΙ ΠΌΛΕΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΉ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΊΑ. ΤΟ ΔΊΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΆΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ.

Μέρος Ε1:

1.     «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»
2.     Η διεθνής πολιτική ως η αιτία των εθνικών πολέμων
2.1        Εθνικός πόλεμος
2.2        Εθνική κοινωνική και κρατική συγκρότηση και ταξική πάλη
2.3        Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες «διεθνείς σχέσεις» και «διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα»
3.     Παγκόσμια και ιστορική οπτική στις διεθνείς σχέσεις
3.1        Ιστορική οπτική
3.2        Παγκόσμια οπτική

Μέρος Ε2:

4. ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
4.1 Ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη
4.2 Υπερεκμετάλλευση της εργασίας
4.3 Υπερεκμετάλλευση της φύσης
4.4 Διεθνείς διαφορές στην κοινωνικο-ταξική διαστρωμάτωση
4.5 Διεθνείς διαφορές στην ένταση της ταξικής πάλης
4.6 Διεθνείς σχέσεις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης
4.7 Εξαρτημένη (υπο)ανάπτυξη
4.8 Ο διαμεσολαβητικός ρόλος της κρατικής ισχύος
4.9 Μετανάστευση: ο διεθνής ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες
4.10 Διεθνείς ενδοαστικοί ανταγωνισμοί
4.11 Διεθνείς συμμαχίες και οργανωτικές ολοκληρώσεις
4.12 Εξάρτηση και επανάσταση
4.13 Διεθνείς σχέσεις ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού
4.14 Σύνοψη

Μέρος Ε3:

5. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
5.1 Τυπολογία εθνικών πολέμων
5.2 Ο δυναμικός χαρακτήρας του πολέμου
5.3 Η στρατηγική οπτική στον πόλεμο: το δίκαιο και το άδικο του πολέμου

Μέρος Ε4 (παρόν):

6. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Σημειώσεις 

 

 

 

6.    Ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία στον σύγχρονο ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό

Ο Λένιν είχε τοποθετηθεί με σαφήνεια υπέρ της υποστήριξης από τους κομμουνιστές των κινημάτων για την εθνική αυτοδιάθεση στην εποχή του, δηλαδή στην αυγή του ιμπεριαλιστικού, κρατικο-μονοπωλιακού σταδίου του καπιταλισμού. Το ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης ήταν γι΄ αυτόν καταρχήν ένα ζήτημα δημοκρατίας, στο οποίο οι σοσιαλδημοκράτες θα έπρεπε να ταχθούν εναντίον κάθε είδους εθνικής καταπίεσης[1]. Αξίζει να τονιστεί, ότι, για τον Λένιν, ήταν σαφές ότι το όριο του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης είναι το δικαίωμα της απόσχισης για τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους[2].

Μάλιστα, έχει σημασία ότι ο Λένιν υιοθέτησε τη στάση αυτή παρόλο που ο ίδιος αναγνώριζε την ιστορική επικαιρότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης· εκτιμούσε, δηλαδή, ότι η κυρίαρχη κοινωνική αντίθεση της εποχής του έφερνε στο ιστορικό προσκήνιο τον αγώνα του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, και ότι είχε περάσει η εποχή που κυριαρχούσε ο αγώνας της αστικής τάξης, ως ιστορικά προοδευτικής τάξης, ενάντια στις φεουδαρχικές απολυταρχίες για τη δημιουργία εθνικών αστικών κρατών[3]. Γι’ αυτό, άλλωστε, επισήμαινε ταυτόχρονα ότι το δικαίωμα της απόσχισης δε σημαίνει ότι οι κομμουνιστές πρέπει να υποστηρίζουν οπωσδήποτε πολιτικά κάθε τέτοιον αποχωρισμό ή εθνικό κίνημα, παρά να εφαρμόζουν την παραπάνω στρατηγική οπτική (βλ. στο Μέρος Ε3) για να καθορίσουν τη στάση τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα με το συμφέρον της διεθνούς πάλης της εργατικής τάξης για τη σοσιαλιστική επανάσταση[4]. Ταυτόχρονα, όμως, αναγνώριζε την επικαιρότητα της εθνικής αυτοδιάθεσης, ακριβώς διότι ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται από την καταπίεση των περισσότερων εθνών του κόσμου, από λίγα ιμπεριαλιστικά έθνη3.

Πιο συγκεκριμένα, η υποστήριξη των εθνικών κινημάτων από τον Λένιν μπορούμε να πούμε ότι συνδυάζει δύο στρατηγικές οπτικές.

Από τη μια, είδαμε ότι για δύο από τις κατηγορίες, στις οποίες κατέτασσε ο Λένιν τις χώρες του κόσμου, εκκρεμούσαν είτε αστικοδημοκρατικοί μετασχηματισμοί, είτε δεν είχε γίνει καν αστική επανάσταση (παρ. 3.2). Για τις χώρες αυτές, και στον βαθμό που τα εθνικά κινήματα στρέφονταν ενάντια στην εθνική καταπίεση και εκμετάλλευση λαών και εθνοτήτων που δεν είχαν καταφέρει ακόμη να συγκροτηθούν σε εθνικό κράτος, ο αγώνας τους ήταν καταρχήν δίκαιος στη βάση της στρατηγικής οπτικής της προηγούμενης ιστορικής περιόδου. Μπορούμε να πούμε, όμως, ότι στη σημερινή εποχή η πλευρά αυτή τείνει να εκλείψει, καθώς είναι, πλέον, πολύ λίγες οι περιπτώσεις λαών και εθνοτήτων που καταπιέζονται εθνικά, συνήθως ως μειονότητες εντός πολυεθνικών κρατών. Ξεχωρίζουν, φυσικά, τα παραδείγματα του λαού της Παλαιστίνης και των Κούρδων, με πολύ μαχητικά εθνικά κινήματα που αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου. Σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση εθνικών, ή και πολυεθνικών, αστικών κρατών έχει ολοκληρωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, και οι περισσότερες εστίες εθνικών εντάσεων φέρουν, πλέον, το στίγμα της εμπλοκής του ιμπεριαλισμού με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Από την άλλη, ο Λένιν εφάρμοζε στα ζητήματα της εθνικής αυτοδιάθεσης τη στρατηγική οπτική από τη σκοπιά της διεθνιστικής ενότητας των εργατικών τάξεων και των υπόλοιπων καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων λαϊκών στρωμάτων ανά τον κόσμο. Ανεδείκνυε ότι μια τέτοια ενότητα είναι αδύνατη αν οι λαοί των ιμπεριαλιστικών κρατών δεν υποστηρίζουν τα εθνικά κινήματα των λαών που υπόκεινται σε εθνική καταπίεση και εκμετάλλευση, και δεν τους αναγνωρίζουν (ακόμη και) το δικαίωμα της απόσχισης και της δημιουργίας δικού τους εθνικού κράτους2. Είναι γνωστή, μάλιστα, η οξεία διαφωνία του σε αυτό το ζήτημα με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Θα λέγαμε ότι είναι ακριβώς αυτή η πλευρά που είναι ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα, όταν τίθεται με τον οξυμένο τρόπο που παρουσιάσαμε στην παρούσα μελέτη η πόλωση μεταξύ της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων των ιμπεριαλιστικών κρατών, και των αντίστοιχων των εξαρτημένων, ως προς τον ρόλο τους στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, τους όρους αναπαραγωγής και την αξία της εργασιακής δύναμης, τον διαφοροποιημένο βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας και της φύσης, κ.ο.κ., καθώς και ο ρόλος του εθνικού κράτους στην αναπαραγωγή του ενός ή του άλλου προτύπου καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Όταν, λοιπόν, προκύπτουν εθνικά κινήματα στις καταπιεζόμενες από τον (αποκλειστικά καπιταλιστικό, πλέον) ιμπεριαλισμό, ακόμη και αν σε αυτά ηγούνται οι εθνικές αστικές τάξεις, οι κομμουνιστές οφείλουν να υποστηρίζουν και να συμμετέχουν στα κινήματα αυτά. Οι κομμουνιστές των εξαρτημένων χωρών πρέπει να συμμετέχουν επιδιώκοντας τη μετεξέλιξή τους σε επαναστατικό πόλεμο για τον σοσιαλισμό. Οι κομμουνιστές των ιμπεριαλιστικών κρατών πρέπει να υποστηρίζουν τα εθνικά κινήματα των εξαρτημένων χωρών ενάντια στον ιμπεριαλισμό, προκειμένου να συμβάλουν στην αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού και στη διαμόρφωση των όρων για το ξέσπασμα της σοσιαλιστικής επανάστασης και στις δικές τους χώρες.

Η στάση αυτή εξυπηρετεί τη διεθνιστική ενότητα της εργατικής τάξης και των λαών, καταπολεμώντας με έμπρακτο τρόπο τις δευτερεύουσες αντιθέσεις που αναδεικνύει η ως άνω πόλωση – λόγω του διεθνούς καταμερισμού εργασίας – εντός του στρατοπέδου τους, και ιδιαίτερα τα φαινόμενα της εργατικής αριστοκρατίας και του μικροαστισμού στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Συνεπώς, τα εθνικά αυτά κινήματα, και η υποστήριξή τους στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών χωρών, συνιστούν σημαντικότατη πλευρά της σύγχρονης έννοιας του σοσιαλιστικού, εργατικού διεθνισμού, συντελώντας σε ένα ενιαίο και συγχρονισμένο χτύπημα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό[5].

Από την άλλη, η στρατηγική αυτή οπτική στο θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας διαφέρει επί της ουσίας για την πλευρά της εθνικής αστικής τάξης της εξαρτημένης χώρας, η οποία πιθανόν να ηγείται του εθνικού κινήματος ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Είδαμε ότι η οπτική της αστικής αυτής τάξης δεν πηγαίνει πέραν μιας πιο εθνικά ανεξάρτητης καπιταλιστικής ανάπτυξης, και της μείωσης ή αντιστάθμισης του φόρου υποτέλειας που πληρώνει στο ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο στη διαδικασία της διανομής της υπεραξίας στη διεθνή αγορά. Η εθνική αστική τάξη είναι επίφοβη για έναν συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό, ενώ συνεχώς πρέπει να διατηρεί υπό έλεγχο την απειλή για την εξουσία της από το εγχώριο εργατικό και λαϊκό κίνημα, το οποίο καλείται, πιθανόν και με το όπλο στο χέρι, να υπερασπιστεί την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, αναδεικνυόμενο με αυτόν τον τρόπο σε ανταγωνιστικό ιστορικό υποκείμενο.

Αντίστοιχα ισχύουν και για εκείνα τα εθνικά κινήματα λαών που δεν έχουν επιτύχει την κρατική τους συγκρότηση, των οποίων οι ηγεσίες επιδιώκουν τους σκοπούς τους συμμαχώντας με τον ιμπεριαλισμό, ενάντια σε κράτη που βρίσκονται σε σύγκρουση με τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Τα εθνικά αυτά κινήματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα μέρος του σύγχρονου κουρδικού, θέτοντας τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού, συναρτούν τη δική τους δικαίωση από την καταπίεση άλλων λαών και εθνών από τον ιμπεριαλισμό (αναδεικνύοντας το πόσο επίκαιρη είναι η σχετική λενινιστική ανάλυση της σημείωσης 4, από τις σελ. 148-150 του «7. Μαρξισμός ή προυντονισμός;»). Φορείς μιας τέτοιας εθνικής στρατηγικής δεν είναι άλλος από το μέρος της αστικής τάξης των εθνοτήτων αυτών που φιλοδοξεί να οικοδομήσει μια εθνική κρατική εξουσία στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού.

Επομένως, είναι ανάγκη να διακριθεί, και να μην υπάρχουν αυταπάτες στο θέμα αυτό, ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία από τη σκοπιά της αστικής τάξης, με τον ίδιο αγώνα από την σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαών, για τους οποίους και μόνο συνιστά ο αγώνας αυτός αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με τη στρατηγική έννοια, δηλαδή αγώνα και ενάντια στον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό γενικά. Ο αγώνας αυτός, όταν ακόμη δεν υπάρχει επαρκής συνειδητότητα από την πλευρά της εργατικής τάξης και του λαού, αποτελεί αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό με την έννοια των πρακτικών εκμετάλλευσης και καταπίεσης που είναι ιδιάζουσες στο σύγχρονο του στάδιο, ενώ οι πρακτικές αυτές διακρίνονται και ως οι πιο άδικες, και οξυμένες. Από την άλλη, στον βαθμό που η εργατική τάξη συνειδητοποιεί τη σύνδεση του αγώνα αυτού με τον αγώνα για τη δική της εξουσία, και αρχίζει να διεκδικεί την ηγεσία του αγώνα αυτού, ώστε να επεκταθεί και να βαθύνει προς την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, ο αγώνας αυτός γίνεται και άμεσα στρατηγικός αγώνας, όχι μόνο για την εθνική, αλλά και για την κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

 

 

Σημειώσεις

 

[1]Ο Λένιν ήταν σαφής στην εναντίωση σε κάθε μορφή εθνικής καταπίεσης, εθνικισμού, σωβινισμού, κ.ο.κ.:

Λένιν ΒΙ. (2006). Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα.

  1. Οι φιλελεύθεροι και οι δημοκράτες στο ζήτημα των γλωσσών. σελ. 12:

«Η αστική τάξη θα προσπαθήσει να εξαπατήσει το λαό με τα κάθε λογής ‘θετικά’ εθνικά προγράμματα. Ο συνειδητός όμως εργάτης θα της απαντήσει: υπάρχει μόνο μια λύση του εθνικού ζητήματος (εφόσον είναι γενικά δυνατή η λύση του στον κόσμο του καπιταλισμού, στον κόσμο του κέρδους, της φαγωμάρας και της εκμετάλλευσης) και η λύση αυτή είναι ο συνεπής δημοκρατισμός.

[…] Το εθνικό πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας είναι: κανένα απολύτως προνόμιο σε κανένα έθνος και για καμιά γλώσσα· λύση του ζητήματος της πολιτικής αυτοδιάθεσης των εθνών, δηλ. του χωρισμού τους σε ξεχωριστό κράτος με απόλυτα ελεύθερο, δημοκρατικό τρόπο· έκδοση ενός παγκρατικού νόμου που να χαρακτηρίζει παράνομο και άκυρο κάθε μέτρο […] που καθιερώνει σ’ οποιοδήποτε ζήτημα προνόμια για ένα απ’ τα έθνη και παραβιάζει την ισοτιμία των εθνών ή τα δικαιώματα μιας εθνικής μειονότητας· κάθε πολίτης του κράτους να έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την κατάργηση ενός τέτοιου μέτρου σαν αντισυνταγματικού και ποινικές κυρώσεις ενάντια σ’ εκείνους που θα το εφάρμοζαν.»

  1. Το εθνικιστικό σκιάχτρο του ‘αφομοιωτισμού’. σελ. 17-18:

«Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός γνωρίζει δύο ιστορικές τάσεις στο εθνικό ζήτημα. Η πρώτη είναι το ξύπνημα της εθνικής ζωής και των εθνικών κινημάτων, η πάλη ενάντια σε κάθε εθνικό ζυγό και η δημιουργία εθνικών κρατών. Η δεύτερη είναι η ανάπτυξη και η επιταχυνόμενη σύσφιξη των κάθε λογής σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, το σπάσιμο των εθνικών φραγμών, η δημιουργία της διεθνούς ενότητας του κεφαλαίου, της οικονομικής ζωής γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης κ.λπ.

Κι οι δύο τάσεις αποτελούν παγκόσμιο νόμο του καπιταλισμού. Η πρώτη επικρατεί στην αρχή της ανάπτυξής του, η δεύτερη χαρακτηρίζει τον ώριμο καπιταλισμό που τραβά για να μετατραπεί σε σοσιαλιστική κοινωνία. Το εθνικό πρόγραμμα των μαρξιστών παίρνει υπόψη και τις δύο αυτές τάσεις, υπερασπίζοντας, πρώτο, την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών, το απαράδεχτο οποιωνδήποτε προνομίων απ’ αυτή την άποψη (καθώς και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών που θα το εξετάσουμε ιδιαίτερα παρακάτω) και, δεύτερο, την αρχή του διεθνισμού και της ανειρήνευτης πάλης ενάντια στη μόλυνση του προλεταριάτου από τον αστικό εθνικισμό, ακόμα και από τον πιο ραφιναρισμένο.»

  1. Η ‘πολιτιστική εθνική αυτονομία. σελ. 25-26:

«Είναι προοδευτικό το ξύπνημα των μαζών από το φεουδαρχικό λήθαργο, η πάλη τους ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του έθνους. Από δω απορρέει η απόλυτη υποχρέωση κάθε μαρξιστή να υπερασπίζεται τον πιο αποφασιστικό και τον πιο συνεπή δημοκρατισμό σ’ όλα τα σημεία του εθνικού ζητήματος. Το καθήκον αυτό βασικά έχει αρνητικό χαρακτήρα. Το προλεταριάτο όμως δεν μπορεί να προχωρήσει στην υποστήριξη του εθνικισμού πέρα απ’ αυτό το σημείο, γιατί παραπέρα αρχίζει η ‘θετική’ δράση της αστικής τάξης, που αποβλέπει στη στερέωση του εθνικισμού.

Η αποτίναξη κάθε φεουδαρχικού ζυγού, κάθε καταπίεσης των εθνών, κάθε προνομίου ενός από τα έθνη ή μιας από τις γλώσσες αποτελεί απόλυτη υποχρέωση του προλεταριάτου σαν δημοκρατικής δύναμης, είναι απόλυτο συμφέρον της προλεταριακής ταξικής πάλης, που τη συσκοτίζουν και την ανακόπτουν οι εθνικές φαγωμάρες. Η υποβοήθηση όμως του αστικού εθνικισμού πέρα απ’ αυτά τα όρια τα αυστηρά περιορισμένα μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, ισοδυναμεί με προδοσία του προλεταριάτου και με πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης. Εδώ υπάρχει ένα σύνορο συχνά πολύ δυσδιάκριτο […]

Πάλη ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση – ασφαλώς ναι! Πάλη για κάθε λογής εθνική ανάπτυξη, για τον ‘εθνικό πολιτισμό’ γενικά – ασφαλώς όχι. Η οικονομική ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας δίνει σ’ όλο τον κόσμο παραδείγματα εθνικών κινημάτων που δεν έφτασαν σε πλήρη ανάπτυξη, παραδείγματα σχηματισμού μεγάλων εθνών από μια σειρά μικρά έθνη ή σε βάρος ορισμένων μικρών εθνών, παραδείγματα αφομοίωσης εθνών. Αρχή του αστικού εθνικισμού είναι η ανάπτυξη της εθνότητας γενικά, και από εδώ απορρέει η αποκλειστικότητα του αστικού εθνικισμού και το αδιέξοδο όπου οδηγούν οι εθνικές φαγωμάρες. Το προλεταριάτο όμως όχι μόνο δεν αναλαβαίνει την υποχρέωση να υπερασπίζει την εθνική ανάπτυξη κάθε έθνους, μα αντίθετα προειδοποιεί τις μάζες για τον κίνδυνο που κλείνουν μέσα τους τέτοιες αυταπάτες, υποστηρίζει την πιο πλέρια ελευθερία της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και χαιρετίζει κάθε αφομοίωση των εθνών, εκτός από κείνη που γίνεται με τη βία ή στηρίζεται σε προνόμια.»

  1. Η ισοτιμία των εθνών και τα δικαιώματα της εθνικής μειονότητας. σελ. 32-33:

«Η πείρα όμως της Ελβετίας δείχνει ότι είναι δυνατή και πραγματοποιήθηκε στην πράξη η εξασφάλιση της πιο μεγάλης (σχετικά) εθνικής ειρήνης, όταν υπάρχει συνεπής (πάλι σχετικά) δημοκρατισμός όλου του κράτους.

‘Στην Ελβετία – λένε οι άνθρωποι που μελέτησαν αυτό το ζήτημα – δεν υπάρχει εθνικό ζήτημα με την έννοια που έχει η λέξη στην Ανατολική Ευρώπη. Ακόμα και η λέξη αυτή (εθνικό ζήτημα) είναι άγνωστη εδώ…

Στην Ελβετία η πάλη των εθνοτήτων ανήκει στο μακρινό παρελθόν, στα 1797 – 1803.’*

* Βλ. Ρενέ Ανρί: ‘Η Ελβετία και το ζήτημα των γλωσσών, Βέρνη, 1907.’

[…] Αυτό σημαίνει ότι η εποχή της μεγάλης γαλλικής επανάστασης, που έδωσε την πιο δημοκρατική λύση στα άμεσα προβλήματα του περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, κατόρθωσε στο πέρασμά της να ‘λύσει’, ανάμεσα στ’ άλλα, και το εθνικό ζήτημα.»

[2] Για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ως ελευθερία αποχωρισμού, και ζύμωσης υπέρ αυτού, βλ. Λένιν ΒΙ. (2006). Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα:

  1. Τι είναι η αυτοδιάθεση των εθνών;

σελ. 45-46:

«Σ’ όλο τον κόσμο η εποχή της οριστικής νίκης του καπιταλισμού ενάντια στη φεουδαρχία ήταν συνδεδεμένη με εθνικά κινήματα. Η οικονομική βάση αυτών των κινημάτων συνίσταται στο ότι για την πλήρη νίκη της εμπορευματικής παραγωγής είναι ανάγκη να καταχτήσει η αστική τάξη την εσωτερική αγορά, είναι ανάγκη να ενωθούν σε κράτος τα εδάφη που ο πληθυσμός τους μιλάει την ίδια γλώσσα, παραμερίζοντας κάθε εμπόδιο για την ανάπτυξη αυτής της γλώσσας και την καθιέρωσή της στη φιλολογία.

Η γλώσσα είναι σπουδαιότατο μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Η ενότητα της γλώσσας και η ανεμπόδιστη ανάπτυξή της είναι ένας από τους σπουδαιότερους όρους της πραγματικά ελεύθερης και πλατιάς, ανάλογης με τον σύγχρονο καπιταλισμό, εμπορικής κυκλοφορίας, της ελεύθερης και πλατιάς συγκρότησης του πληθυσμού σε κάθε μια τάξη χωριστά, τέλος είναι ο όρος της στενής σύνδεσης της αγοράς με τον κάθε νοικοκύρη ή μικρονοικοκύρη, πουλητή ή αγοραστή.

Γι’ αυτό, η τάση (η επιδίωξη) κάθε εθνικού κινήματος είναι ο σχηματισμός εθνικών κρατών, που ικανοποιούν καλύτερα αυτές τις απαιτήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού […] για όλο τον πολιτισμένο κόσμο – χαρακτηριστικό φυσιολογικό φαινόμενο για την κεφαλαιοκρατική περίοδο είναι τα εθνικά κράτη.

[…] εξετάζοντας τους ιστορικοοικονομικούς όρους των εθνικών κινημάτων, θα φτάσουμε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα: ότι με την έννοια αυτοδιάθεση των εθνών εννοούμε τον κρατικό χωρισμό τους από ξένα εθνικά σύνολα, εννοούμε το σχηματισμό αυτοτελούς εθνικού κράτους.»

σελ. 49:

«[…] η ‘αυτοδιάθεση των εθνών’ δεν μπορεί να έχει στο πρόγραμμα των μαρξιστών, από ιστορικοοικονομική άποψη, άλλη σημασία εκτός από την πολιτική αυτοδιάθεση, την κρατική αυτοτέλεια, το σχηματισμό εθνικού κράτους.»

  1. Ο ‘πρακτικισμός’ στο εθνικό ζήτημα, σελ. 58-62:

«Η αστική τάξη, που στην αρχή κάθε εθνικού κινήματος παρουσιάζεται φυσικά σαν ηγεμόνας (καθοδηγητής) του, ονομάζει πραχτική υπόθεση την υποστήριξη όλων των εθνικών επιδιώξεων. Η πολιτική όμως του προλεταριάτου στο εθνικό ζήτημα (όπως και στα υπόλοιπα ζητήματα) υποστηρίζει απλώς την αστική τάξη σε μια ορισμένη κατεύθυνση, ποτέ όμως η πολιτική του δεν συμπίπτει με την πολιτική της. Η εργατική τάξη υποστηρίζει την αστική τάξη μονάχα προς το συμφέρον της εθνικής ειρήνης (που η αστική τάξη δεν μπορεί να τη δώσει ολόκληρη και που είναι πραγματοποιήσιμη μονάχα στα πλαίσια μιας ολοκληρωτικής δημοκρατικοποίησης), προς το συμφέρον της ισοτιμίας, προς το συμφέρον της δημιουργίας καλύτερων όρων για την ταξική πάλη. Γι’ αυτό ακριβώς οι προλετάριοι προβάλλουν ενάντια στον πρακτικισμό της αστικής τάξης μια πολιτική αρχών στο εθνικό ζήτημα, υποστηρίζοντας την αστική τάξη πάντα μόνο υπό όρους. Στο εθνικό ζήτημα κάθε αστική τάξη θέλει είτε προνόμια για το έθνος της, είτε αποκλειστικά πλεονεκτήματα γι’ αυτό. Αυτό ακριβώς λέγεται ‘πρακτικό’. Το προλεταριάτο είναι ενάντια σε κάθε αποκλειστικότητα. Το να ζητάς ‘πρακτικισμό’ από το προλεταριάτο σημαίνει ότι σέρνεσαι από την αστική τάξη, ότι πέφτεις στον οπορτουνισμό.

Πρέπει να απαντάμε με: ‘ναι ή όχι’ στο ζήτημα του αποχωρισμού κάθε έθνους; Αυτό μοιάζει σαν πολύ ‘πραχτική’ διεκδίκηση. Στην πραγματικότητα όμως είναι ανόητη, θεωρητικά μεταφυσική και στην πράξη οδηγεί στην υποταγή του προλεταριάτου στην πολιτική της αστικής τάξης. Η αστική τάξη βάζει πάντα στην πρώτη γραμμή τις εθνικές της διεκδικήσεις. Τις βάζει απόλυτα. Για το προλεταριάτο οι διεκδικήσεις αυτές υποτάσσονται στα συμφέροντα της ταξικής πάλης. Θεωρητικά δεν μπορείς να εγγυηθείς από πριν αν ο αποχωρισμός ενός δοσμένου έθνους, είτε η ισότιμη θέση του μ’ ένα άλλο έθνος, θα ολοκληρώσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Για το προλεταριάτο έχει σημασία και στις δύο περιπτώσεις να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της τάξης του. Για την αστική τάξη έχει σημασία να δυσκολέψει αυτή την ανάπτυξη, παραμερίζοντας τα καθήκοντα αυτής της ανάπτυξης μπροστά στα καθήκοντα του έθνους ‘της’.  Γι’ αυτό, το προλεταριάτο περιορίζεται στην αρνητική, σα να λέμε, διεκδίκηση να αναγνωριστεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, χωρίς να δίνει εγγυήσεις σε κανένα έθνος, χωρίς να αναλαβαίνει υποχρεώσεις να δώσει τίποτα σε βάρος άλλου έθνους.

[…] Το προλεταριάτο είναι ενάντια σ’ έναν τέτοιο πρακτικισμό: αναγνωρίζοντας την ισοτιμία και το ίσο δικαίωμα για τη συγκρότηση εθνικού κράτους, εκτιμά και βάζει πάνω απ’ όλα τη συμμαχία των προλετάριων όλων των εθνών, κρίνοντας με το πρίσμα της ταξικής πάλης των εργατών κάθε εθνική διεκδίκηση, κάθε εθνικό αποχωρισμό.

[…] Όσο η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους παλεύει ενάντια στο έθνος που καταπιέζει, τόσο είμαστε πάντα και σε κάθε περίπτωση και πιο αποφασιστικά απ’ όλους υπέρ, γιατί είμαστε οι πιο τολμηροί και συνεπείς εχθροί της καταπίεσης. Εφ’ όσον η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους είναι υπέρ του δικού της αστικού εθνικισμού, εμείς είμαστε κατά. Πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του έθνους που καταπιέζει. Και καμιά ανοχή της επιδίωξης προνομίων από μέρους του καταπιεζόμενου έθνους.

Αν δεν βάλουμε και δεν συμπεριλάβουμε στη ζύμωσή μας το σύνθημα για το δικαίωμα αποχωρισμού, θα παίξουμε το παιχνίδι όχι μονάχα της αστικής τάξης, μα και των φεουδαρχών και του απολυταρχισμού του έθνους που καταπιέζει.

[…] Σε κάθε αστικό εθνικισμό καταπιεζόμενου έθνους υπάρχει πανδημοκρατικό περιεχόμενο ενάντια στην καταπίεση, κι αυτό ακριβώς το περιεχόμενο το υποστηρίζουμε χωρίς όρους, ξεχωρίζοντας αυστηρά την τάση προς την εθνική του αποκλειστικότητα, καταπολεμώντας την τάση του πολωνού αστού να καταπνίγει τον εβραίο κλπ. κλπ.

[…] Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα αποχωρισμού σε όλους. Κρίνουμε κάθε συγκεκριμένο ζήτημα αποχωρισμού από μια άποψη που αποκλείει κάθε ανισοτιμία, κάθε προνόμιο, κάθε αποκλειστικότητα.

Ας πάρουμε τη θέση του έθνους που καταπιέζει. Μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς; Όχι.»

  1. Η φιλελεύθερη αστική τάξη και οι οπορτουνιστές σοσιαλιστές. Στο εθνικό ζήτημα. σελ. 72-74:

[…] Όταν κατηγορείς τους οπαδούς της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης, δηλ. της ελευθερίας του αποχωρισμού, ότι ενθαρρύνουν τις χωριστικές τάσεις, κάνεις την ίδια ακριβώς ανοησία και την ίδια ακριβώς υποκρισία σαν να κατηγορείς τους οπαδούς της ελευθερίας του διαζυγίου ότι ενθαρρύνουν τη διάλυση των οικογενειακών δεσμών. Γι’ αυτό, όπως στην αστική κοινωνία οι υπερασπιστές των προνομίων και της εξαγοράς, που πάνω τους στηρίζεται ο αστικός γάμος, παίρνουν θέση ενάντια στην ελευθερία του διαζυγίου, έτσι ακριβώς και στο κεφαλαιοκρατικό κράτος η άρνηση της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης, δηλ. του αποχωρισμού των εθνών, σημαίνει απλώς υπεράσπιση των προνομίων του κυρίαρχου έθνους και των αστυνομικών μεθόδων διοίκησης σε βάρος των δημοκρατικών.

[…[ Όποιος στέκει στην άποψη της δημοκρατίας, όποιος δηλαδή είναι υπέρ της λύσης των κρατικών ζητημάτων από τη μάζα του πληθυσμού, ξέρει θαυμάσια ότι από τη φλυαρία των πολιτικάντηδων ως την απόφαση των μαζών υπάρχει ‘τεράστια απόσταση’. Οι μάζες του πληθυσμού ξέρουν περίφημα από την καθημερινή πείρα τη σημασία των γεωγραφικών και οικονομικών δεσμών, τα πλεονεκτήματα της μεγάλης αγοράς και του μεγάλου κράτους και θα τραβήξουν για αποχωρισμό μονάχα όταν η εθνική καταπίεση και οι εθνικές προστριβές κάνουν τη συμβίωση ολότελα αβάσταχτη και εμποδίζουν όλες τις οικονομικές σχέσεις. Και σε παρόμοια περίπτωση τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και της ελευθερίας της ταξικής πάλης θα είναι ακριβώς με το μέρος εκείνων που αποχωρίζονται.

[…] Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό απαιτούν την πλέρια αλληλεγγύη και την πιο στενή ενότητα των εργατών όλων των εθνών, απαιτούν ν’ αποκρουστεί η εθνικιστική πολιτική της αστικής τάξης οποιασδήποτε εθνότητας. Γι’ αυτό θα ήταν παρέκκλιση τα καθήκοντα της προλεταριακής πολιτικής και υποταγή των εργατών στην αστική πολιτική, αν οι σοσιαλδημοκράτες άρχιζαν ν’ αρνούνται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, δηλαδή το δικαίωμα αποχωρισμού των καταπιεζόμενων εθνών, καθώς και αν αναλάβαιναν οι σοσιαλδημοκράτες να υποστηρίξουν όλες τις εθνικές διεκδικήσεις της αστικής τάξης των καταπιεζόμενων εθνών.

[…] Σε όλες τις περιπτώσεις ο μισθωτός εργάτης θα εξακολουθεί να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, και για να πετύχει ο αγώνας εναντίον της απαιτείται η ανεξαρτησία του προλεταριάτου από τον εθνικισμό, η πλέρια, ας πούμε, ουδετερότητα των προλετάριων απέναντι στον αγώνα της αστικής τάξης των διαφόρων εθνών για τα πρωτεία. Η παραμικρότερη υποστήριξη από το προλεταριάτο οποιουδήποτε έθνους των προνομίων της ‘δικής του’ εθνικής αστικής τάξης θα προκαλέσει αναπόφευκτα δυσπιστία στο προλεταριάτο του άλλου έθνους, θ’ αδυνατίσει τη διεθνή ταξική αλληλεγγύη των εργατών, θα τους διασπάσει χαροποιώντας την αστική τάξη. Και η άρνηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης ή του αποχωρισμού σημαίνει αναπόφευκτα στην πράξη υποστήριξη των προνομίων του κυρίαρχου έθνους.»

Λένιν ΒΙ. (2013). Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Το ζήτημα της ειρήνης, σελ. 91-97:

[…] Το σύνθημα της αυτοδιάθεσης των εθνών πρέπει επίσης να μπαίνει σε σύνδεση με την ιμπεριαλιστική εποχή του καπιταλισμού. Εμείς δεν είμαστε υπέρ του status quo, δεν είμαστε υπέρ της μικροαστικής ουτοπίας να μένουμε μακριά από τους μεγάλους πολέμους. Είμαστε υπέρ του επαναστατικού αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, δηλαδή τον καπιταλισμό. Ο ιμπεριαλισμός συνίσταται ακριβώς στην τάση των εθνών που καταπιέζουν μια σειρά ξένα έθνη να επεκτείνουν και να κατοχυρώσουν αυτήν την καταπίεση, να ξαναμοιράσουν τις αποικίες. Γι’ αυτό η ουσία του ζητήματος της αυτοδιάθεσης των εθνών στην εποχή μας συνίσταται ακριβώς στη συμπεριφορά των σοσιαλιστών των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη. Ο σοσιαλιστής του έθνους που καταπιέζει άλλα έθνη […] που δεν αναγνωρίζει και δεν υπερασπίζει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των καταπιεζόμενων εθνών (δηλαδή του δικαιώματος του ελεύθερου αποχωρισμού), δεν είναι στην πραγματικότητα σοσιαλιστής αλλά σοβινιστής.

Μόνο μια τέτοια άποψη οδηγεί σε ανυπόκριτο, σε συνεπή αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στην προλεταριακή και όχι στη μικροαστική τοποθέτηση (στην εποχή μας) του εθνικού ζητήματος. Μόνο μια τέτοια πράξη οδηγεί στη συνεπή εφαρμογή της αρχής του αγώνα ενάντια σε κάθε λογής καταπίεση των εθνών, εξαλείφει τη δυσπιστία ανάμεσα στους προλετάριους των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη και των εθνών που καταπιέζονται, οδηγεί στον αλληλέγγυο, διεθνή αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση (δηλαδή για το μοναδικά πραγματοποιήσιμο καθεστώς πλήρους εθνικής ισοτιμίας) και όχι για τη μικροαστική ουτοπία της ελευθερίας όλων των μικρών κρατών γενικά μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού.

[…] Αυτή ακριβώς ήταν η άποψη του Μαρξ, που δίδαξε στο προλεταριάτο ότι ‘δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς’.

[…] αν όλοι οι σοσιαλιστές των ‘μεγάλων’ Δυνάμεων, δηλαδή των δυνάμεων που διαπράττουν μεγάλες ληστείες, δεν υπερασπίζουν αυτό το ίδιο δικαίωμα προκειμένου για τις αποικίες, αυτό γίνεται ακριβώς γιατί και μόνο γιατί στην πραγματικότητα είναι ιμπεριαλιστές και όχι σοσιαλιστές. Και είναι γελοίο να τρέφουμε αυταπάτες ότι άνθρωποι που δεν υπερασπίζουν το ‘δικαίωμα της αυτοδιάθεσης’ των καταπιεζόμενων εθνών, ενώ ανήκουν οι ίδιοι στα έθνη που καταπιέζουν άλλα έθνη, θα ήταν ικανοί για σοσιαλιστική πολιτική.»

Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. Σχετικά με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, σελ. 128:

«Οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να πετύχουν το μεγάλο τους σκοπό χωρίς αγώνα ενάντια σε κάθε λογής καταπίεση των εθνών. Γι’ αυτό έχουν οπωσδήποτε χρέος να απαιτούν ώστε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των χωρών που καταπιέζουν άλλες χώρες (ιδιαίτερα των λεγόμενων ‘μεγάλων’ Δυνάμεων» να αναγνωρίζουν και να υπερασπίζουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των καταπιεζόμενων εθνών, συγκεκριμένα με την πολιτική έννοια της λέξης, δηλαδή το δικαίωμα για πολιτικό αποχωρισμό. Ο σοσιαλιστής που ανήκει σ’ ένα κυρίαρχο έθνος, ή σ’ ένα έθνος που έχει αποικίες, που δεν υπερασπίζει αυτό το δικαίωμα, είναι σοβινιστής.

Η υπεράσπιση αυτού του δικαιώματος όχι μόνο δεν ενθαρρύνει το σχηματισμό μικρών κρατών αλλά απεναντίας οδηγεί σε πιο ελεύθερο, σε πιο τολμηρό και γι’ αυτό πιο πλατύ και πιο γενικό σχηματισμό μεγάλων κρατών και ενώσεων κρατών, που συμφέρουν περισσότερο τις μάζες και ανταποκρίνονται περισσότερο στην οικονομική ανάπτυξη.

Με τη σειρά τους οι σοσιαλιστές των καταπιεζόμενων εθνών οφείλουν ν’ αγωνίζονται ανεπιφύλακτα για την πλήρη (μαζί και οργανωτική) ενότητα των εργατών των καταπιεζόμενων εθνών μαζί με τους εργάτες των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη.[…]

Ιμπεριαλισμός είναι η εποχή της προοδευτικής αύξησης της καταπίεσης των εθνών όλου του κόσμου από μια χούφτα ‘μεγάλες’ Δυνάμεις και γι’ αυτό ο αγώνας για τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν είναι δυνατός χωρίς την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των εθνών. «Δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς’ (Μαρξ και Ένγκελς). Δεν μπορεί να είναι σοσιαλιστικό το προλεταριάτο που συμβιβάζεται και με την ελάχιστη βία του έθνους ‘του’ ενάντια σε άλλα έθνη.»

[3] Για τη σημασία της εθνικής αυτοδιάθεσης ακόμη και στην εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, βλ. Λένιν ΒΙ. (2006). Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών. (Θέσεις). Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα.

  1. Ο ιμπεριαλισμός, ο σοσιαλισμός και η απελευθέρωση των καταπιεζόμενων εθνών. σελ. 106:

«Ο ιμπεριαλισμός σπρώχνει τις μάζες σε μια τέτοια πάλη, οξύνοντας σε τεράστιο βαθμό τις ταξικές αντιθέσεις, χειροτερεύοντας την κατάσταση των μαζών από οικονομική άποψη – τραστ, ακρίβεια – και από πολιτική: ανάπτυξη του μιλιταρισμού, συχνότεροι πόλεμοι, δυνάμωμα της αντίδρασης, σταθεροποίηση κι επέκταση της εθνικής καταπίεσης και της αποικιακής ληστείας. Ο νικηφόρος σοσιαλισμός θα πραγματοποιήσει απαραίτητα την πλέρια δημοκρατία και συνεπώς όχι μόνο θα εφαρμόσει την πλέρια ισοτιμία των εθνών, μα και θα κάνει πραγματικότητα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των καταπιεζόμενων εθνών, δηλ. το δικαίωμα του ελεύθερου πολιτικού αποχωρισμού. Τα σοσιαλιστικά κόμματα που δε θ’ απόδειχναν με όλη τους τη δράση και τώρα, και τον καιρό της επανάστασης, και ύστερα από τη νίκη της ότι θ’ απελευθερώσουν τα υποδουλωμένα έθνη και θα ρυθμίσουν τη στάση τους απέναντι σ’ αυτά πάνω στη βάση της ελεύθερης ένωσης – και χωρίς την ελευθερία του αποχωρισμού η ελεύθερη ένωση είναι ψεύτικη φράση – τα κόμματα αυτά θα διέπρατταν προδοσία απέναντι στον σοσιαλισμό.

Βέβαια η δημοκρατία είναι κι αυτή μορφή κράτους, που θα εξαφανιστεί όταν εξαφανιστεί το κράτος, αυτό όμως θα γίνει μόνον με το πέρασμα από το σοσιαλισμό, που θα έχει νικήσει και σταθεροποιηθεί οριστικά, στον πλέριο κομμουνισμό.»

  1. Η σοσιαλιστική επανάσταση και η πάλη για τη δημοκρατία. σελ. 107-109:

«Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι μόνο μια πράξη, δεν είναι μια μόνη μάχη σ’ ένα μέτωπο, αλλά ολόκληρη εποχή οξυμένων ταξικών συγκρούσεων, μακριά σειρά από μάχες σε όλα τα μέτωπα, δηλ. σε όλα τα ζητήματα της οικονομίας και της πολιτικής, από μάχες που μπορούν να τελειώσουν μόνο την απαλλοτρίωση της αστικής τάξης. Θα ήταν βασικό λάθος να νομιστεί ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία μπορεί να αποσπάει το προλεταριάτο από τη σοσιαλιστική επανάσταση ή να τη συγκαλύψει, να την επισκιάσει κτλ. Αντίθετα, όπως δεν είναι δυνατό να υπάρξει νικηφόρος σοσιαλισμός που δεν πραγματοποιεί την πλέρια δημοκρατία, έτσι δεν μπορεί να προετοιμαστεί για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη ένα προλεταριάτο που δεν διεξάγει ολόπλευρο, συνεπή κι επαναστατικό αγώνα για τη δημοκρατία.

[…] το χρηματιστικό κεφάλαιο στην τάση του για επέκταση θα αγοράσει ‘ελεύθερα’ και θα διαφθείρει την πιο ελεύθερη δημοκρατική και ρεπουμπλικάνικη κυβέρνηση και τους αιρετούς υπαλλήλους οποιασδήποτε, έστω και ‘ανεξάρτητης’ χώρας. Η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου, όπως και του κεφαλαίου γενικά, δεν μπορεί να εξαλειφθεί με κανέναν μετασχηματισμό στον τομέα της πολιτικής δημοκρατίας· και η αυτοδιάθεση ανήκει ολοκληρωτικά και αποκλειστικά σ’ αυτό τον τομέα. Αυτή όμως η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν εκμηδενίζει καθόλου τη σημασία της πολιτικής δημοκρατίας, σαν της πιο ελεύθερης, πιο πλατιάς και πιο ξεκάθαρης μορφής ταξικής καταπίεσης και ταξικής πάλης.

[…] Το δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού επιβάλλει στη σοσιαλδημοκρατία όχι να εγκαταλείπει την ‘ουτοπική’, όπως τη λέει η αστική τάξη, πάλη για την ελευθερία αποχωρισμού των εθνών, αλλά αντίθετα να χρησιμοποιεί εντατικά τις συγκρούσεις που γεννιούνται πάνω και σ’ αυτό το έδαφος, σαν αφορμές για μαζική δράση και επαναστατικές ενέργειες ενάντια στην αστική τάξη.»

  1. Ο προλεταριακός – επαναστατικός τρόπος τοποθέτησης του ζητήματος αυτοδιάθεσης των εθνών. σελ. 110-111:

«[…] το πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να τονίζει ότι η βασική, ουσιαστικότατη και αναπόφευκτη στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού διαίρεση των εθνών είναι η διαίρεσή τους στα έθνη που καταπιέζουν και τα έθνη που καταπιέζονται.

Το προλεταριάτο των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη δεν μπορεί να περιορίζεται σε γενικές, στερεότυπες φράσεις που τις επαναλαμβάνει οποιοσδήποτε πασιφιστής αστός, σε φράσεις ενάντια στις προσαρτήσεις και υπέρ της ισοτιμίας των εθνών γενικά. Το προλεταριάτο δεν μπορεί να αποσιωπά το εξαιρετικά ‘δυσάρεστο’ για την ιμπεριαλιστική αστική τάξη ζήτημα των συνόρων του κράτους που στηρίζεται στην εθνική καταπίεση. Το προλεταριάτο δεν μπορεί παρά να παλεύει για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Το προλεταριάτο πρέπει να απαιτεί την ελευθερία του πολιτικού αποχωρισμού των αποικιών και των εθνών που καταπιέζει το έθνος ‘του’.  Σε αντίθετη περίπτωση ο διεθνισμός του προλεταριάτου θα παραμείνει κούφιος διεθνισμός και διεθνισμός στα λόγια, δε θα είναι δυνατό να υπάρχει ούτε εμπιστοσύνη ούτε ταξική αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργάτες του έθνους που καταπιέζεται και του έθνους που καταπιέζει και θα μείνει αξεσκέπαστη η υποκρισία των ρεφορμιστών και καουτσκιστικών υπερασπιστών της αυτοδιάθεσης, που δε λένε λέξη για τα έθνη που καταπιέζει το ‘δικό τους’ το έθνος και που κρατιούνται με τη βία στο ‘δικό τους’ το κράτος.

Από την άλλη μεριά, οι σοσιαλιστές των καταπιεζόμενων εθνών πρέπει να υπερασπίζουν ιδιαίτερα και να εφαρμόζουν στη ζωή την πλέρια και απόλυτη, καθώς και την οργανωτική, ενότητα των εργατών του καταπιεζόμενου έθνους με τους εργάτες του έθνους που καταπιέζει. Χωρίς αυτό είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί μια ανεξάρτητη πολιτική του προλεταριάτου και η ταξική αλληλεγγύη του με το προλεταριάτο των άλλων χωρών, παρ’ όλες τις κατεργαριές, τις προδοσίες και τις αγυρτείες της αστικής τάξης.»

[4] Για το ότι η ελευθερία επιλογής για αποχωρισμό δεν συνεπάγεται την υποστήριξη κάθε τέτοιου κινήματος, ή την προπαγάνδιση ενός τέτοιου σκοπού και από τους κομμουνιστές σε κάθε τέτοια περίπτωση, βλ:

Λένιν ΒΙ. (2006). Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα. 6. Συγκεντροποίηση και αυτονομία. σελ. 36-37:

«Οι μαρξιστές, όπως είναι ευνόητο, κρατούν εχθρική στάση απέναντι στην ομοσπονδία και την αποκέντρωση, για τον απλούστατο λόγο ότι ο καπιταλισμός απαιτεί για την ανάπτυξή του όσο το δυνατό πιο μεγάλα και όσο το δυνατό πιο συγκεντρωτικά κράτη. Στην περίπτωση που οι υπόλοιποι όροι θα είναι ίσοι, το συνειδητό προλεταριάτο θα υποστηρίζει πάντα ένα πιο μεγάλο κράτος. Θα πολεμά πάντα το μεσαιωνικό τοπικισμό και θα χαιρετίζει πάντα την όσο το δυνατό πιο στενή οικονομική ένωση μεγάλων εδαφών, όπου μπορεί να αναπτυχθεί πλατιά η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη.

[…] Θα ήταν όμως απαράδεκτο να ξεχνάμε πως υπερασπίζοντας το συγκεντρωτισμό υπερασπίζουμε ένα συγκεντρωτισμό αποκλειστικά δημοκρατικό.

[…] Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός όχι μόνο δεν αποκλείει την τοπική αυτοδιοίκηση με αυτονομία των περιοχών, που τις διακρίνουν ιδιαίτερες οικονομικές και βιοτικές συνθήκες, ιδιαίτερη εθνική σύνθεση του πληθυσμού κλπ., μα απεναντίας απαιτεί επιτακτικά και το ένα και το άλλο.»

Λένιν ΒΙ. (2006). Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα. 3. Η σημασία του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και η σχέση του προς την ομοσπονδία, σελ. 109-110:

«Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών σημαίνει αποκλειστικά το δικαίωμα ανεξαρτησίας με την πολιτική έννοια, το δικαίωμα ελεύθερου πολιτικού αποχωρισμού από το έθνος που καταπιέζει. Συγκεκριμένα η απαίτηση αυτή της πολιτικής δημοκρατίας σημαίνει πλέρια ελευθερία ζύμωσης υπέρ του αποχωρισμού και λύση του ζητήματος του αποχωρισμού με δημοψήφισμα του έθνους που αποχωρίζεται. Έτσι η διεκδίκηση αυτή δεν ισοδυναμεί καθόλου με τη διεκδίκηση του αποχωρισμού, του κομματιάσματος και του σχηματισμού μικρών κρατών. Σημαίνει απλώς συνεπή έκφραση της πάλης ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση. Όσο το δημοκρατικό καθεστώς ενός κράτους βρίσκεται πιο κοντά προς την πλέρια ελευθερία αποχωρισμού, τόσο πιο σπάνιες και πιο αδύνατες θα είναι στην πράξη οι τάσεις για αποχωρισμό, γιατί τα μεγάλα κράτη έχουν αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα και από την άποψη της οικονομικής προόδου και από την άποψη των συμφερόντων της μάζας, κι εκτός απ’ αυτό τα πλεονεκτήματα αυτά αυξάνουν συνεχώς με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η αναγνώριση της αυτοδιάθεσης δεν ισοδυναμεί με αναγνώριση της ομοσπονδίας σαν αρχής. Μπορεί να είναι κανείς αποφασιστικός αντίπαλος αυτής της αρχής και οπαδός του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, να προτιμάει όμως την ομοσπονδία από την εθνική ανισοτιμία, σαν το μοναδικό δρόμο προς έναν ολοκληρωμένο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό.

[…] Σκοπός του σοσιαλισμού είναι όχι μόνον η εξάλειψη του τεμαχισμού της ανθρωπότητας σε μικρά κράτη και κάθε απομόνωσης των εθνών, όχι μόνον η προσέγγιση των εθνών, αλλά και η συγχώνευσή τους. Και ακριβώς, για να φτάσουμε σ’ αυτό το σκοπό, πρέπει […] ν’ απαιτούμε την απελευθέρωση των καταπιεζόμενων εθνών όχι με αόριστες γενικές φράσεις, όχι με χωρίς περιεχόμενο επαγγελίες, όχι με τη μορφή ‘αναβολής’ του ζητήματος ως το σοσιαλισμό, αλλά με ένα καθαρό και με ακρίβεια διατυπωμένο πολιτικό πρόγραμμα, που να παίρνει ειδικά υπόψη του την υποκρισία και τη δειλία των σοσιαλιστών των εθνών που καταπιέζουν. Όπως η ανθρωπότητα μπορεί να φτάσει στην εκμηδένιση των τάξεων μόνο μέσω της μεταβατικής περιόδου της δικτατορίας της καταπιεζόμενης τάξης, έτσι ακριβώς μπορεί να φτάσει και στην αναπόφευκτη συγχώνευση των εθνών μόνο μέσω μιας μεταβατικής περιόδου πλέριας απελευθέρωσης όλων των καταπιεζόμενων εθνών, δηλ. μέσω της ελευθερίας του αποχωρισμού τους.»

Λένιν ΒΙ. (2006). Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα.

  1. Ο σοσιαλισμός και η αυτοδιάθεση των εθνών. σελ. 126:

«Στον καπιταλισμό δεν μπορεί να εξαλειφθεί η εθνική (και γενικά η πολιτική) καταπίεση. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να εξαλειφθούν οι τάξεις, δηλ. να πραγματοποιηθεί ο σοσιαλισμός. Ο σοσιαλισμός όμως, αν και στηρίζεται στην οικονομία, δεν περιορίζεται καθόλου ολόκληρος σ’ αυτήν. Για να παραμεριστεί η εθνική καταπίεση, είναι απαραίτητο να υπάρχει το θεμέλιο – η σοσιαλιστική παραγωγή – πάνω όμως σ’ αυτό το θεμέλιο είναι απαραίτητο να υπάρχει επίσης μια δημοκρατική οργάνωση του κράτους, ένας δημοκρατικός στρατός κτλ. Μετασχηματίζοντας τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό το προλεταριάτο δημιουργεί τη δυνατότητα να εξαλειφθεί  πέρα για πέρα η εθνική καταπίεση· η δυνατότητα αυτή θα μετατραπεί σε πραγματικότητα ‘μόνο’ – ‘μόνο’! – όταν θα εφαρμοστεί στο ακέραιο η δημοκρατία σ’ όλους τους τομείς, ίσαμε τον καθορισμό των συνόρων του κράτους σύμφωνα με τις ‘συμπάθειες’ του πληθυσμού, ίσαμε την πλέρια ελευθερία του αποχωρισμού. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα πραγματοποιηθεί με τη σειρά της στην πράξη η απόλυτη εξάλειψη και των παραμικρότερων εθνικών προστριβών και της ελάχιστης εθνικής δυσπιστίας, θα δημιουργηθεί μια γρήγορη προσέγγιση και συγχώνευση των εθνών, που θα ολοκληρωθεί με την απονέκρωση του κράτους.»

  1. Μαρξισμός ή προυντονισμός;

σελ. 143-146:

«Οι διάφορες διεκδικήσεις της δημοκρατίας, μαζί και η αυτοδιάθεση, δεν είναι κάτι το απόλυτο, αλλά ένα μέρος του πανδημοκρατικού (σήμερα) πανσοσιαλιστικού) παγκόσμιου κινήματος. Μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις το μέρος να έρχεται σε αντίθεση με το όλο και τότε πρέπει να απορρίπτεται. Μπορεί σε κάποια χώρα το δημοκρατικό κίνημα να είναι απλώς όργανο των κληρικών ή χρηματιστικών – μοναρχικών ραδιουργιών των άλλων χωρών· τότε εμείς δεν πρέπει να υποστηρίζουμε αυτό το δοσμένο, συγκεκριμένο κίνημα, θα ήταν όμως γελοίο να πετάξουμε γι’ αυτό το λόγο το σύνθημα της δημοκρατίας από το πρόγραμμα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.

[…] Να που βρίσκεται η συγκεκριμένη αλλαγή της κατάστασης που την αγνοούν ίσα – ίσα οι Πολωνοί σοσιαλδημοκράτες παρά την υπόσχεσή τους να είναι συγκεκριμένοι! Από δω πηγάζει η συγκεκριμένη αλλαγή στην εφαρμογή των ίδιων σοσιαλιστικών αρχών: τότε, κατά πρώτο λόγο, ‘ενάντια στον τσαρισμό’ (κι ενάντια στα εθνικά κινήματα ορισμένων μικρών εθνών που χρησιμοποιούνταν απ’ αυτόν προς την αντιδημοκρατική κατεύθυνση), και υπέρ των επαναστατικών μεγάλων εθνών και λαών της Δύσης. Τώρα ενάντια στο ενιαίο, ευθυγραμμισμένο μέτωπο των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων της ιμπεριαλιστικής κεφαλαιοκρατίας και των σοσιαλιμπεριαλιστών, και υπέρ της χρησιμοποίησης για τους σκοπούς της σοσιαλιστικής επανάστασης όλων των εθνικών κινημάτων ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Όσο πιο καθαρό χαρακτήρα έχει σήμερα ο αγώνας του προλεταριάτου ενάντια στο κοινό ιμπεριαλιστικό μέτωπο, τόσο πιο επιτακτική είναι, ολοφάνερα, η διεθνιστική αρχή: ‘δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει ξένους λαούς’.

[…] Σημασία δεν έχει αν πριν από τη σοσιαλιστική επανάσταση θα απελευθερωθεί το 1/50 ή το 1/100 των μικρών εθνών, σημασία έχει ότι στην ιμπεριαλιστική εποχή, εξαιτίας αντικειμενικών αιτιών, το προλεταριάτο χωρίστηκε σε δύο διεθνή στρατόπεδα, από τα οποία το ένα έχει διαφθαρεί με τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι της κεφαλαιοκρατίας των μεγάλων Δυνάμεων – ανάμεσα στ’ άλλα κι από τη διπλή και ή τριπλή εκμετάλλευση των μικρών εθνών – ενώ το άλλο δεν μπορεί ν’ απελευθερωθεί το ίδιο, χωρίς να απελευθερώσει τα μικρά έθνη, χωρίς να διαπαιδαγωγεί τις μάζες με αντισωβινιστικό πνεύμα, δηλ. με πνεύμα ενάντια στις προσαρτήσεις, δηλ. με το πνεύμα της ‘αυτοδιάθεσης’.»

σελ. 148-150:

«[…] Ας υποθέσουμε ότι ανάμεσα σε δύο μεγάλες μοναρχίες βρίσκεται μια μικρή, που ο μικρός βασιλιάς της ‘συνδέεται’ με συγγενικούς και άλλους δεσμούς με τους μονάρχες και των δύο γειτονικών χωρών. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι η ανακήρυξη της δημοκρατίας στη μικρή χώρα, το διώξιμο του μονάρχη της, θα σήμαινε στην πράξη πόλεμο ανάμεσα στις δυο γειτονικές μεγάλες χώρες, για την παλινόρθωση του ενός ή του άλλου μονάρχη της μικρής χώρας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην προκειμένη περίπτωση όλη η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, όπως και η πραγματικά διεθνιστική μερίδα της σοσιαλδημοκρατίας της μικρής χώρας, θα ήταν ενάντια στην αντικατάσταση της μοναρχίας με τη δημοκρατία. Η αντικατάσταση της μοναρχίας με τη δημοκρατία δεν είναι κάτι το απόλυτο, αλλά μια από τις δημοκρατικές διεκδικήσεις που υποτάσσεται στα συμφέροντα της δημοκρατίας (και φυσικά ακόμη περισσότερο του σοσιαλιστικού προλεταριάτου) σαν σύνολο. Ασφαλώς μια τέτοια περίπτωση δε θα προκαλούσε ούτε ίχνος διαφωνίας ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες οποιασδήποτε χώρας. Αν όμως ένας οποιοσδήποτε σοσιαλδημοκράτης, στηριζόμενος σ’ αυτό, πρότεινε να αφαιρεθεί από το πρόγραμμα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας γενικά το σύνθημα της δημοκρατίας, ασφαλώς θα τον θεωρούσαν τρελό. Θα του έλεγαν: πάντως δεν επιτρέπεται να ξεχνάει κανείς τη στοιχειώδη λογική διαφορά του μερικού από το γενικό.

Το παράδειγμα αυτό μας οδηγεί, ως ένα βαθμό από μια άλλη πλευρά, στο ζήτημα της διεθνιστικής διαπαιδαγώγησης της εργατικής τάξης. Μπορεί άραγε η διαπαιδαγώγηση αυτή – που για την ανάγκη της και την επιτακτικότατη σπουδαιότητά της είναι ακατανόητο να υπάρχουν διαφωνίες στους κόλπους των αριστερών του Τσίμμερβαλντ – να είναι συγκεκριμένα η ίδια στα μεγάλα έθνη που καταπιέζουν και στα μικρά που καταπιέζονται; Στα έθνη που προσαρτούν και στα έθνη που προσαρτώνται;

Και βέβαια όχι. Ο δρόμος προς τον ίδιο σκοπό: την πλέρια ισοτιμία, τη στενότατη προσέγγιση και την κατοπινή συγχώνευση όλων των εθνών ακολουθεί σ’ αυτή την περίπτωση, όπως είναι ολοφάνερο, διαφορετικούς συγκεκριμένους δρόμους – όπως ακριβώς για να φτάσουμε σ’ ένα σημείο που βρίσκεται στη μέση μιας σελίδας, ο δρόμος τραβάει προς τ’ αριστερά αν ξεκινήσουμε από τη μια άκρη της σελίδας ή δεξιά. Αν ξεκινήσουμε από την αντίθετη άκρη της σελίδας.

[…] Το κέντρο βάρους της διεθνιστικής διαπαιδαγώγησης των εργατών στις χώρες που καταπιέζουν θα πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκεται στην προπαγάνδιση και την υπεράσπιση από μέρους αυτών των εργατών της ελευθερίας αποχωρισμού των καταπιεζόμενων χωρών. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει διεθνισμός. Έχουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση να μεταχειριζόμαστε σαν ιμπεριαλιστή και παλιάνθρωπο κάθε σοσιαλδημοκράτη ενός έθνους που καταπιέζει και δεν διεξάγει μια τέτοια προπαγάνδα.

[…] Για να είναι κανείς σοσιαλδημοκράτης διεθνιστής, δεν πρέπει να σκέφτεται μόνο για το έθνος τους, αλλά να βάζει πάνω απ’ αυτό τα συμφέροντα όλων των εθνών, την ελευθερία και την ισοτιμία όλων των εθνών.

[…] Αντίθετα, ο σοσιαλδημοκράτης ενός μικρού έθνους πρέπει να τοποθετεί το κέντρο του βάρους της ζύμωσής του στη δεύτερη λέξη της γενικής μας διατύπωσης: ‘εθελοντική συνένωση’ των εθνών. Μπορεί χωρίς να παραβιάζει τις υποχρεώσεις του σαν διεθνιστής, να είναι και υπέρ της πολιτικής ανεξαρτησίας του έθνους του, και υπέρ της ενσωμάτωσής του στο γειτονικό κράτος. Χ, Ψ, Ω, κτλ. Σ’ όλες όμως τις περιπτώσεις πρέπει να παλεύει ενάντια στη μικροεθνική στενότητα, τον περιορισμό και στην απομόνωση, να παλεύει για να παίρνεται υπόψη το σύνολο και το γενικό, για να υποτάσσονται τα μερικά συμφέροντα στα γενικά.

Οι άνθρωποι που δεν έχουν εμβαθύνει σ’ αυτό το ζήτημα βρίσκουν μια ‘αντίφαση’ στο γεγονός ότι οι σοσιαλδημοκράτες των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη επιμένουν στην ‘ελευθερία του αποχωρισμού’, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες των εθνών που καταπιέζονται επιμένουν στην ‘ελευθερία της συνένωσης’. Λίγη όμως σκέψη είναι αρκετή για να δείξει ότι στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει άλλος δρόμος προς το διεθνισμό και τη συγχώνευση των εθνών, άλλος δρόμος προς αυτό το σκοπό.»

[5] Αξίζει να παραθέσουμε και το παρακάτω απόσπασμα του Λένιν με αφορμή την ιρλανδική εξέγερση του 1916 από το Λένιν ΒΙ. (2006). Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 10. Η εξέγερση της Ιρλανδίας του 1916, σελ. 158-161, για όσους αμφισβητούν την αναγκαιότητα των εθνικών, και άλλων δημοκρατικών αγώνων, και στη σημερινή εποχή του υπερώριμου, ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, αντιπαραβάλλοντάς τους με τους «καθαρούς» ταξικούς, «αντικαπιταλιστικούς» αγώνες:

«Γιατί, όταν νομίζει κανείς ότι μπορεί να νοηθεί κοινωνική επανάσταση χωρίς εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις μιας μερίδας των μικροαστών, με όλες τις προλήψεις τους, χωρίς το κίνημα των μη συνειδητών προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών ενάντια στον τσιφλικάδικο, εκκλησιαστικό, μοναρχικό, εθνικό κτλ. Ζυγό, όταν σκέφτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι απαρνιέται την κοινωνική επανάσταση. Είναι σα να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: ‘εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού’, και από το άλλο ένας άλλος στρατός που θα πει: ‘εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού’, κι αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση!! […] Όποιος περιμένει μια ‘καθαρή’ κοινωνική επανάσταση, δε θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση.

[…] Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεζόμενων και δυσαρεστημένων. Αναπόφευκτα θα πάρουν μέρος σ’ αυτήν τμήματα των μικροαστών και των καθυστερημένων εργατών – χωρίς μια τέτοια συμμετοχή δεν είναι δυνατή η μαζική πάλη, δεν είναι δυνατή καμιά επανάσταση – κι εξίσου αναπόφευκτα θα φέρουν μαζί τους στο κίνημα της προλήψεις τους, τις αντιδραστικές τους φαντασιοπληξίες, τις αδυναμίες και τα λάθη τους. Αντικειμενικά όμως θα επιτίθενται ενάντια στο κεφάλαιο, και η συνειδητή εμπροσθοφυλακή της επανάστασης το πρωτοπόρο προλεταριάτο, εκφράζοντας αυτή την αντικειμενική αλήθεια της ποικιλόχρωμης και ποικιλόφωνης, παρδαλής και εξωτερικά κομματιασμένης μαζικής πάλης θα μπορέσει να τη συνενώσει και να την κατευθύνει, να καταχτήσει την εξουσία, να καταλάβει τις τράπεζες, να απαλλοτριώσει τα μισητά για όλους (αν και από διάφορους λόγους) τραστ και να πραγματοποιήσει άλλα δικτατορικά μέτρα, που στο σύνολό τους μας δίνουν την ανατροπή της αστικής τάξης, και τη νίκη του σοσιαλισμού, νίκη που κάθε άλλο παρά ‘θα ξεκαθαριστεί’ αμέσως από τη μικροαστική σκουριά.

[…] Τη στιγμή που η σωβινιστική και η καουτσκιστική γερμανική σοσιαλδημοκρατία μέσα σε δυο χρόνια πολέμου δε δημιούργησε ελεύθερο τύπο, υπομένοντας δουλικά το ζυγό της στρατιωτικής λογοκρισίας (μόνο τα αριστερά ριζοσπαστικά στοιχεία εκδώσανε προς τιμήν τους αλογόκριτες μπροσούρες και προκηρύξεις), την ίδια στιγμή ένα καταπιεζόμενο πολιτισμένο έθνος απαντάει στις πρωτάκουστες θηριωδίες της στρατιωτικής καταπίεσης με τη δημιουργία ενός οργάνου επαναστατικής διαμαρτυρίας! Η διαλεκτική της ιστορίας είναι τέτοια που τα μικρά έθνη, ανίσχυρα σαν αυτοτελής παράγοντας στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, παίζουν το ρόλο φυραμάτων, το ρόλο βακτηριδίων που βοηθάνε να εμφανιστεί στη σκηνή η πραγματική αντιιμπεριαλιστική δύναμη, και συγκεκριμένα: το σοσιαλιστικό προλεταριάτο.

[…] Θα είμασταν πολύ κακοί επαναστάτες, αν στο μεγάλο απελευθερωτικό πόλεμο του προλεταριάτου για το σοσιαλισμό δεν είμασταν σε θέση να χρησιμοποιήσουμε για την όξυνση και την επέκταση της κρίσης κάθε λαϊκό κίνημα ενάντια στις διάφορες συμφορές που φέρνει ο ιμπεριαλισμός.»