1

Αλμπέρτο Προυνέτι: Η εργατική τάξη πάει στην Αγγλία, στον παράδεισο και στην κόλαση

Τα «108 μέτρα» και ο «Αμίαντος» είναι δύο βιβλία του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Προυνέτι που κυκλοφορούν από τις Απρόβλεπτες εκδόσεις και τις Ακυβέρνητες Πολιτείες αντίστοιχα, σε ελληνική μετάφραση του Βαγγέλη Ζήκου. Πώς χωράνε όμως σε δύο κομμάτια μιας τριλογίας (το τρίτο βιβλίο αναμένεται στα ελληνικά), οι ιστορίες τριών γενιών, η εργατική τάξη που την «εξαφανίζουν» αλλά αυτή επανέρχεται με άλλα ρούχα, τα κάστανα, το ποδόσφαιρο, οι τουαλέτες ενός mall, ο Δάντης και η GKN;

Ο συγγραφέας μιλάει στο ΠΡΙΝ, για όλα αυτά (και για κάποια ακόμα).

Συνέντευξη στον Γιώργο Τσαντίκο

▶ Ποιος ήταν ο βασικός λόγος που σε ώθησε να γράψεις ένα βιβλίο για έναν άνθρωπο που πάει για δουλειά, από την Ιταλία, στην Αγγλία;

Ο βασικός λόγος ήταν ότι, όταν δούλευα στην Αγγλία ειδικά στο εμπορικό κέντρο, δεν επιτρεπόταν να… μιλάω. Η προϊστάμενός μου ήθελε να δουλεύω και να βγάζω το σκασμό. Το βιβλίο («108 μέτρα») είναι διαφορετικό καθώς εκτυλίσσεται σε φανταστικό χρόνο, οπότε η εμπειρία μου και ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι διαφορετικά πράγματα, παρότι μπορεί να επικαλύπτονται χρονικά.

▶ Οπότε ο όρος «δεν μιλάμε με τους συναδέλφους» ίσχυε από τότε, τις αρχές του 2000; Before it was cool δηλαδή.

Βασικά, δεν επιτρεπόταν να μιλάω με κανένα. Θυμάμαι κάποτε συνάντησα την προϊσταμένη, βγαίνοντας από μια τουαλέτα που καθάριζα –σημειώνω ότι για να μιλήσουμε με τους συναδέλφους πηγαίναμε στις τουαλέτες ανδρών, που δεν μπορούσαν να μπούνε γυναίκες, άρα και η προϊστάμενη, το ίδιο έκαναν και οι συναδέλφισσες, αντίστροφα- και μου λέει: «Αλμπέρτο, τα αγγλικά σου βελτιώνονται!» και σκέφτηκα «γαμώτο, νοιάζεται για το πόσο καλά είναι τα αγγλικά μου», τα οποία παρεμπιπτόντως ήταν άθλια, κατάλληλα μόνο για… επιβίωση. Λέω λοιπόν «τι καλά, με καταλαβαίνετε πλέον» και μου απαντάει «ναι, δυστυχώς βέβαια δεν είναι σχολείο εδώ», οπότε εννοούσε στην πραγματικότητα «κλείσε το στόμα σου και πήγαινε να καθαρίσεις». Γι’ αυτό γράφω, γιατί ήθελα να δώσω την ιστορία μου, γιατί τότε, δεν μπορούσα να την πω. Βέβαια και τώρα τα αγγλικά μου είναι πολύ βασικά, μπορώ να μιλάω πολύ καλά για το πώς καθαρίζεις, πώς τακτοποιείς, πώς να φτιάχνεις πίτσα, αλλά για να πω την εμπειρία μου, είναι  πολύ δύσκολο. Οπότε έγραψα το βιβλίο στα ιταλικά που είναι η γλώσσα μου.

▶ Τα «108 μέτρα» και ο «Αμίαντος» είναι κομμάτια μιας τριλογίας;

Ναι, ο «Αμίαντος» είναι το πρώτο βιβλίο, το οποίο όμως μεταφράστηκε στα ελληνικά μετά τα «108 μέτρα», από τον Βαγγέλη Ζήκο. Επίσης, δεν σκόπευα να γράψω τριλογία, αλλά ήμουν σε μια περίεργη και δύσκολη κατάσταση. Είχα αρχίσει να δουλεύω σε εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής, αφού συνάντησα τον Σαίξπηρ στις βρετανικές τουαλέτες και υπήρχε μια ιστορία δυνατότερη από το ταξίδι μου στην Αγγλία. Αυτή ήταν η ιστορία του πατέρα μου, την οποία δεν μπορούσα να πω στον εαυτό μου για πέντε χρόνια περίπου. Ο πατέρας μου ήταν μεταλλεργάτης και πέθανε από καρκίνο το 2004, αποτέλεσμα της χρόνιας επαγγελματικής του έκθεσης σε τοξικά υλικά όπως ο αμίαντος. Μετά το θάνατό του, στην οικογένεια νιώσαμε κάπως ένοχοι, γιατί δούλευε τόσο πολύ, για τόσα χρόνια, για να μη μας λείψει τίποτα, να σπουδάσουμε. Τότε όμως συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν δικό μας το λάθος. Είχε να κάνει με το πώς είναι υποχρεωμένος ο κόσμος να δουλεύει, να κάνει επικίνδυνα επαγγέλματα, να αποκομίζουν άλλοι πλούτο από αυτή τη δουλειά και εμείς να μένουμε με τις ασθένειες. Οπότε, είπα ότι πρέπει να γράψω την ιστορία της ασθένειας του πατέρα μου. Συνέπεσε με το γεγονός ότι μάθαμε πως ήταν εφικτό να διεκδικήσουμε να αναγνωριστεί η έκθεση του πατέρα σε επικίνδυνες συνθήκες, κάτι που προσπάθησε και ο ίδιος όσο ζούσε, αλλά του αρνήθηκαν πρόωρη σύνταξη.

Για να το κάνουμε αυτό όμως, έπρεπε να συνδέσουμε τις «κουκίδες» των ταξιδιών του στον χάρτη – ήταν επαγγελματίας τεχνίτης και δούλευε σε μεγάλες μονάδες, εργοστάσια, διυλιστήρια κ.λπ. Ενώνοντας λοιπόν τις κουκίδες, είχα τα πιο τοξικά σημεία στην Ιταλία, μέρη που σήμερα ήταν πια αποβιομηχανοποιημένα, με περιβαλλοντικά προβλήματα, ασθένειες, απώλειες εργατών… Οπότε, κατάλαβα ότι είχα μια ιστορία, μια ιστορία της εργατικής τάξης, που θεώρησα πολύ ενδιαφέρουσα.

▶ Το δεύτερο βιβλίο λέει και αυτό μια εργατική ιστορία, μετά το 2000 που υποτίθεται ότι «δεν υπάρχουν εργάτες» όμως.

Φυσικά! Είναι όμως μια διαφορετική ιστορία. Στο πρώτο βιβλίο, η ιστορία του πατέρα μου είναι μια τυπική εργατική ιστορία, με εργάτες με λερωμένα χέρια, πολύ περήφανους για τη δουλειά τους και τις ικανότητές τους, πολύ πιστούς, πολύ δεμένους με τους συντρόφους, μέλη ισχυρών σωματείων. Η επόμενη γενιά είναι εντελώς διαφορετική. Είχαν συμβεί στο μεταξύ ο νεοφιλελευθερισμός, η αποβιομηχανοποίηση, η κατακερματισμένη παραγωγή και όλοι έλεγαν ότι «η εργατική τάξη δεν υπάρχει πια» και ότι «είμαστε μεσαία τάξη». Φυσικά, οι γιοι και οι κόρες των εργατών μπορούσαν πια να πάνε στο πανεπιστήμιο, στην Ιταλία, χάρη σε αυτό που η εργατική τάξη κέρδισε στα ‘60, τον εκδημοκρατισμό. Αν όμως δεν έχεις ένα οικογενειακό δίκτυο, ένα δίκτυο γνωστών, το «πολιτιστικό κεφάλαιο», σε μια μεσογειακή χώρα, τότε συνήθως καταλήγεις να κάνεις παράξενες δουλειές, κυρίως στον τομέα του τουρισμού, ακόμα και αν έχεις πτυχίο. Αν προέρχεσαι από μια οικογένεια όπου είσαι ο πρώτος με πτυχίο, παίρνεις το πτυχίο σου και πας να σερβίρεις. Κάπως έτσι πήγα στην Αγγλία, αφού στην Ιταλία έκανα εποχιακές δουλειές. Η Αγγλία ήταν σημαντικό κεφάλαιο. Όλα ξεκίνησαν εκεί, από το ποδόσφαιρο μέχρι τη βιομηχανία και το νεοφιλελευθερισμό της Θάτσερ. Πήγα λοιπόν να δουλέψω στο Μπρίστολ και βρήκα εκεί μια άλλη εργατική τάξη, όχι περήφανη σαν τον πατέρα μου για τις δουλειές της – αν καθαρίζεις τουαλέτες δεν μπορείς να είσαι πολύ περήφανος για τη δουλειά σου, έστω και αν είναι πολύ σημαντική δουλειά, στην Ιταλία πλέον πρέπει να πληρώσεις για να κατουρήσεις.

Μπορούσα να νιώσω την πραγματικότητα της εργατικής τάξης στην Αγγλία, από τους βιομηχανικούς εργάτες και τους ανθρακωρύχους, στους εποχιακούς, part time εργαζόμενους, που έπρεπε να επιβιώσουν, με λιγότερη αλληλεγγύη και χωρίς σωματεία, ειδικά για τους losers που ερχόμασταν από άλλες χώρες: Ισπανοί, Ιταλοί, Έλληνες, Πορτογάλοι.

▶ Το τρίτο βιβλίο τι πραγματεύεται;

Το τρίτο βιβλίο είναι κάπως διαφορετικό. Προσπάθησα να κάνω μια παρωδία της «Κόλασης» του Δάντη, με επίκεντρο το μοντέρνο εργάτη. Ταυτόχρονα, είναι κάπως «θέμα γενεών» γιατί συνομιλώ με την κόρη μου για τον πατέρα μου. Φαντάσου το σαν τη «μοντέρνα κόλαση» με ένα κάλεσμα για αλληλεγγύη και εργατική πάλη, για μια εργατική τάξη που λένε ότι δεν υπάρχει, αλλά στην Ιταλία κάθε μέρα πεθαίνουν τρεις εργάτες, περίπου. Σαν ο Δάντης να μην ήθελε να μας πει για το κομμάτι με τους εργάτες, όπου συναντάω τον πατέρα μου. Αυτός, ξεκινάει ταξικό πόλεμο ενάντια στους αγγέλους, που κατ΄αυτόν, είναι… απεργοσπάστες, πιστοί υπηρέτες του μεγάλου αφεντικού. Ο πατέρας μου ποτέ δεν δέχτηκε το Θεό ως τέτοιον. Έλεγε ότι «είναι το αφεντικό σε ένα μεγάλο εργοστάσιο».

▶ Το ποδόσφαιρο και τα κάστανα, πού κολλάνε;

Καταρχάς, με το ποδόσφαιρο έχω μια προβληματική σχέση, καθότι ως παιδί ήταν η θρησκεία μου, ας πούμε, και τώρα έχω χάσει το ενδιαφέρον. Στη γειτονιά όπου μεγάλωσα, περνούσαμε όλη την ώρα παίζοντας μπάλα στους δρόμους. Τα παιδιά της μεσαίας τάξης παίζανε επίσης μπάλα, αλλά στις αυλές τους, μας απέφευγαν, ήμασταν «επικίνδυνοι». Επίσης, το να ξέρεις καλή μπάλα ήταν όρος επιβίωσης στο δρόμο, οπότε δεν διάλεξα το ποδόσφαιρο όπως π.χ. κάποιος άλλος διαλέγει το τένις. Στα 14 μου με κάλεσαν καθηγητές να πάω στο λύκειο, όχι στο επαγγελματικό όπως είχε πάει ο πατέρας μου και τότε θα επέλεγα αν ήθελα να πάω εκεί ή να συνεχίζω να παίζω μπάλα με τους υπόλοιπους μπάσταρδους στο δρόμο. Τελικά πήγα στο λύκειο και αυτό άλλαξε πολλά πράγματα. Οι πρώην φίλοι μου με κοιτούσαν λίγο περίεργα και εγώ ο ίδιος πήρα κάποιες αποστάσεις. Ήμουν όμως σαν το ψάρι έξω από το νερό. Γνώρισα κάποιους καθηγητές, κομμουνιστές καθολικούς (περίεργα πράγματα), που ήταν επηρεασμένοι από την παράδοση του βραζιλιάνου εκπαιδευτικού Πάολο Φρέιρε και με ενθάρρυναν να σπουδάσω, μου είπαν «πρέπει να διαβάσεις Γκράμσι», έστω και αν δεν καταλάβαινα αρχικά κάποια πράγματα. Και αυτό έκανα.

Μου είπανε αυτή την ιστορία, ενός διανοούμενου, γιου ανθρακωρύχου, ενός κομμουνιστή ιερέα, που μεγάλωσε με κάστανα στην τσέπη του. «Αν έρχεσαι από φτωχή οικογένεια, πρέπει να είσαι πεινασμένος για κάστανα και βιβλία», έλεγε. Τα κάστανα δεν είναι φυσικά γκουρμέ κουζίνα, αλλά θα σε κρατήσουν ζωντανό, για να διαβάσεις τα βιβλία. Μετά πήγα στο πανεπιστήμιο, σχεδόν έπαθα κατάθλιψη και σκέφτηκα «μήπως έπρεπε να πάω στο επαγγελματικό σχολείο τελικά». Μετά όμως σκέφτηκα να γράψω την ιστορία του πατέρα μου και αυτό… δούλεψε.

Το ωραίο είναι ότι σε μια παρουσίαση του πρώτου βιβλίου, στην πίσω σειρά ήταν παλιοί φίλοι του πατέρα μου. Σηκώνεται λοιπόν ένας και μου λέει: «Σε θυμάμαι που ερχόμουνα με τον πατέρα σου να δούμε την ομάδα των μικρών όπου έπαιζες και θέλω να σου πω αυτό: Συνέχισε να γράφεις, είσαι σίγουρα καλύτερος από ό,τι στο ποδόσφαιρο!»

▶ Τελικά, υπάρχει ελπίδα στο μέλλον; Υπάρχει χειραφέτηση;

Αν με ρωτούσες έξι μήνες πριν, μπορεί και να σου έλεγα «δεν ξέρω αλήθεια να σου πω, εμείς ιστορίες γράφουμε και οι εργάτες είναι διαιρεμένοι» κ.λπ. Τώρα όμως, είμαι υποχρεωμένος να σου δώσω διαφορετική απάντηση, γιατί στην Ιταλία περάσαμε ένα περίεργο καλοκαίρι. Προσωπικά, δεν μου αρέσει ιδιαίτερα το καλοκαίρι γιατί έχω τις μνήμες που εγώ δουλεύω σαν σκλάβος και άλλοι ανεβάζουν ειδυλλιακές φωτογραφίες διακοπών από το ένα νησί στο άλλο, παραπονούμενοι ότι «τους σκοτώνουν οι φόροι» και ότι «δεν βγαίνουν». Αυτό το καλοκαίρι όμως ήταν πανέμορφο. Στην Ιταλία καταγράφηκε μια εργατική νίκη, η πρώτη τέτοιου μεγέθους από τα ‘70s ίσως, στην Αγγλική GKN στη Φλωρεντία, που εξαρτήματα αυτοκινήτων και απέλυσε περίπου 500 εργαζόμενους-ες για να μεταφέρει το εργοστάσιο κάπου στην ανατολική Ευρώπη. Το κάνανε και στην Αγγλία, στο Μπέρμιγχαμ, αλλά εκεί δώσανε 15 μήνες στους εργάτες να βρούνε δουλειές. Στην Ιταλία δώσανε 75 ημέρες… Οι συγκεκριμένοι εργάτες όμως είναι πολύ συνειδητοποιημένοι πολιτικά, οργανωμένοι και πραγματικά δεν ξέρω γιατί αποφάσισαν να τους απολύσουν συγκεκριμένα αυτούς, καθώς είναι οι πιο ριζοσπαστικοποιημένοι, με ισχυρό, μαχητικό σωματείο. Βγήκανε λοιπόν στους δρόμους της Φλωρεντίας και ζήτησαν στήριξη από τον κόσμο λέγοντας «δεν είναι δική μας μάχη, είναι και δική σας». Και ο κόσμος τους στήριξε, άρχισε να έρχεται από την Τοσκάνη αρχικά και μετά, από όλη την Ιταλία. Πριν από λίγες μέρες μαζευτήκαμε 40.000 άνθρωποι στη Φλωρεντία, ενώ έχουν καταλάβει το εργοστάσιο, το οποίο είναι ανοιχτό στην πόλη, γίνονται εκεί συζητήσεις κ.λπ. Τελικά, βγήκε μια δικαστική απόφαση που κρίνει παράνομες τις απολύσεις. Είναι το πρώτο βήμα αυτό. H εταιρία ανήκει σε ένα fund που δεν ενδιαφέρεται για την παραγωγή, οπότε όταν παίρνει ένα εργοστάσιο για να το μεταπωλήσει, κάνει απολύσεις για να δείξει «καλό πρόσωπο» στην αγορά. Στο μεταξύ, το εργοστάσιο έχει παραγωγή υψηλού επιπέδου και φτιάνει εξαρτήματα για τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες της Ιταλίας και εκτός χώρας, η εταιρία παίρνει πολλά χρήματα ως επιδοτήσεις, αλλά είναι έτοιμοι να φύγουν για κάπου με λιγότερα ισχυρά σωματεία.

Ετοιμαζόμαστε λοιπόν για ένα χειμώνα με αγώνες και αυτό είναι καταπληκτικό, γιατί κανείς δεν μπορεί να πει πλέον ότι η εργατική τάξη δεν υπάρχει… Να φανταστείς, γράφτηκε ένα τραγούδι γι’ αυτή την ιστορία και ήταν το χιτ του καλοκαιριού στην Τοσκάνη. Το τραγουδούσε ένα ολόκληρο γήπεδο, στον αγώνα της Φιορεντίνα με την Ίντερ, μέχρι που φάγαμε τρία γκολ…

Αναδημοσίευση από το ΠΡΙΝ