1

Ανάρτηση του Π. Παυλίδη για τον Μαρξ στην επέτειο της γέννησής του

 

Η σκέψη του σημάδεψε την πνευματική και κοινωνική εξέλιξη της ανθρωπότητας!

Σαν σήμερα, στις 5 Μαΐου 1818 στο Τριρ, γεννήθηκε ο Κάρολος Μαρξ, το έργο του οποίου άσκησε εξαιρετικά ισχυρή και καθολική επιρροή στην παγκόσμια ανθρωπότητα. Όλα τα μεγάλα κοινωνικά-απελευθερωτικά εγχειρήματα του 20ού αιώνα πραγματοποιήθηκαν κάτω από τη σημαία των ιδεών του.

Για τον Μαρξ έχουν ειπωθεί πάρα πολλά.
Ένας συνειδητός πολέμιος των ιδεών του, ο Καρλ Πόππερ, είχε γράψει κάποτε ότι ο Μαρξ «άνοιξε και όξυνε την οπτική μας κατά πολλούς τρόπους. Είναι αδιανόητη μια επιστροφή στην προμαρξική κοινωνική επιστήμη. Όλοι οι νεότεροι συγγραφείς οφείλουν πολλά στον Marx, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούν».

Κι ένας μη μαρξιστής συμπαθών της μαρξιστικής σκέψης ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ είχε δηλώσει ότι ο μαρξισμός «παραμένει … η φιλοσοφία της εποχής μας: δεν μπορούμε να πάμε πέρα απ’ αυτόν γιατί δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμα οι συνθήκες που τον γέννησαν. Όποιες κι αν είναι οι σκέψεις μας δεν μπορούν να φυτρώσουν παρά πάνω σ’ αυτό το πλούσιο έδαφος, να κινηθούν μέσα στο πλαίσιο που τους παρέχει, ή να πισωδρομήσουν στο παρελθόν ή να χαθούν»

Σήμερα, παρά την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, πληθώρα ανθρώπων ανά τον κόσμο συνεχίζουν να εργάζονται θεωρητικά και να ενεργούν πολιτικά στο πλαίσιο των ιδεών του κορυφαίου αυτού στοχαστή.
Αναμφιβόλως, το πλέον κρίσιμο πεδίο εφαρμογής και δοκιμασίας τους υπήρξε η οικοδόμηση των σοσιαλιστικών κοινωνιών του 20ού αιώνα. Επρόκειτο για επαναστατικά εγχειρήματα εμφορούμενα από τη μαρξική θεωρία του κομμουνισμού, η οποία με τη σειρά της ήταν θεμελιωμένη στην αντίστοιχη μαρξική αντίληψη της ιστορίας και ανάλυση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Βεβαίως, στην ιστορική διαδρομή του κομμουνιστικού κινήματος και τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ού αιώνα οι ιδέες του Μαρξ αντιμετωπίστηκαν περισσότερο ως δεδομένες οδηγίες πρακτικής εφαρμογής.
Αυτό έγινε αναπόφευκτα.
Όταν τίθενται στην ημερησία διάταξη μεγάλα πρακτικά ζητήματα η θεωρία δεν μπορεί παρά να εκλαμβάνεται ως δεδομένη.
Όμως πολύ γρήγορα, πρώτα στην ΕΣΣΔ και αργότερα στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι η πορεία οικοδόμησης της νέας κοινωνίας ενέχει κρίσιμα προβλήματα για τα οποία δεν υπήρχε καμία έτοιμη θεωρητική απάντηση.

Έτσι η ιστορική διαδρομή της ΕΣΣΔ, όπως και των άλλων σοσιαλιστικών καθεστώτων του 20ού αιώνα, κινήθηκε αναπόφευκτα πέραν των ορίων συγκεκριμένων ιδεών και προτάσεων του Μαρξ (για το εργατικό κράτος, τις εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις κλπ.), παρέκκλινε σημαντικά, από αυτές (όχι μόνο κατά την ΝΕΠ, αλλά και στις θεωρητικές αντιλήψεις και πρακτικές του 1930-1950, στις αναζητήσεις του 1960 και μέχρι το τέλος της ΕΣΣΔ), διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να έχουν κάποια ανάπτυξη τα πρώτα σοσιαλιστικά καθεστώτα.
Η εμπειρία του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα ανέδειξε εμφατικά το γεγονός ότι η πραγματική ιστορική κίνηση της νέας κοινωνίας υπερβαίνει αναπόφευκτα και κατά πολύ όλες τις θεωρητικές προβλέψεις που μπορούσαν να γίνουν γι’ αυτήν πριν την εμφάνισή της.

Μετά το γνωστό τέλος των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων η θεωρία του σοσιαλισμού-κομμουνισμού παραμένει ένα ανοικτό ζήτημα. Συνακόλουθα και ο μαρξισμός (η θεωρία του για τον κομμουνισμό, όπως και η γενική θεωρία του για την κοινωνία και την ιστορία) δεν μπορούν να μείνουν όπως πριν.

Για την κατανόηση των κομβικών ζητημάτων ανάπτυξης της μαρξιστικής θεωρίας χρειάζεται να έχουμε σαφή αντίληψη της ιστορικότητάς της, της ερευνητικής διαδρομής που διήνυσε η σκέψη του Μαρξ, των γνωστικών αντικειμένων με τα οποία καταπιάστηκε, του βαθμού ανάπτυξης αυτών των αντικειμένων, καθώς και της προγενέστερης ανάπτυξης της θεωρίας που αναφερόταν σ’ αυτά.

Η σκέψη του Μαρξ κινήθηκε ερευνητικά από την επιφάνεια της κοινωνικής ολότητας-από την κριτική των πολιτικών σχέσεων, της γραφειοκρατίας, του κράτους, της φιλοσοφίας, του δικαίου και της θρησκείας (από σφαίρες πιο απομακρυσμένες από την υλική παραγωγή) προς την ανακάλυψη και ανάλυση των σχέσεων εργασίας, της υλικής παραγωγής, ως καθοριστικής πλευράς των κοινωνικών σχέσεων.

Ο Μαρξ έθεσε στο επίκεντρο της μελέτης των κοινωνικών σχέσεων την εργασία. Ανέδειξε όσο κανένας άλλος τη σημασία της εργασίας στη γέννηση και εξέλιξη της κοινωνίας. Συνάμα, είδε την εργασία από τη σκοπιά των καθολικών συμφερόντων των εργαζομένων- της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό και μπόρεσε να αναδείξει τη σημασία της χειραφέτησης της εργασίας για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας αυθεντικά συντροφικών σχέσεων, στην οποία απελευθερώνονται και αναπτύσσονται πολύπλευρα οι δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων.

Η μαρξική θεωρία της εργασίας και γενικότερα της υλικής παραγωγής άλλαξε αποφασιστικά τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τις κοινωνικές σχέσεις, τους ανταγωνισμούς, την πολιτική, το κράτος, την ιστορία, αλλά και τη γλώσσα, τη συνείδηση (τη φιλοσοφία, την τέχνη, το δίκαιο, τη θρησκεία), τη γνωστική δραστηριότητα, τη διαμόρφωση της προσωπικότητας.

Σαφώς τα δύο μεγαλύτερα θεωρητικά επιτεύγματα της σκέψης του Μαρξ είναι η υλιστική αντίληψη της ιστορίας (η θεωρία των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών και των τρόπων παραγωγής) και η θεωρία της υπεραξίας.

Ο Μαρξ θεμελίωσε τη θεωρία του για τους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς στη μελέτη του πιο αναπτυγμένου από αυτούς, του κεφαλαιοκρατικού. Με την μελέτη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής η ιδέα του για τη διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής μετετράπη από υπόθεση σε θεωρία.
Συνάμα ο Μαρξ αποκάλυψε τον βασικό νόμο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, την παραγωγή υπεραξίας
Στο “Κεφάλαιο” μας έδωσε ένα υπόδειγμα θεωρητικής ανασυγκρότησης ενός ιστορικά συγκεκριμένου, αναπτυσσόμενου αντικειμένου, των κεφαλαιοκρατικών οικονομικών σχέσεων, μέσα από ένα διαλεκτικά δομημένο σύστημα αναπτυσσόμενων εννοιών.
Ο Μαρξ αποκάλυψε και τα ιδιότυπα φετιχιστικά χαρακτηριστικά της συνείδησης που είναι εγκλωβισμένη στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις (τον φετιχισμό του εμπορεύματος), τον κοινωνικό καθορισμό των ψευδαισθήσεων και αυταπατών που τις συνοδεύουν.
Ο Μαρξ ανέδειξε την ιστορικά πρωτόγνωρη δυνατότητα της εργατικής τάξης να αμφισβητήσει την εξουσία του κεφαλαίου και την ταξική κοινωνία, εν γένει.

Σε ό,τι αφορά, όμως, τη συνολική κοινωνική θεωρία του ο Μαρξ παρέμεινε στην αναγωγή των πιο επιφανειακών σφαιρών της κοινωνικής ολότητας στην βαθύτερη και καθοριστική σφαίρα της οικονομίας. Στη μελέτη αυτής της σφαίρας αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, χωρίς να επιχειρήσει να διανύσει την αντίστροφη ερευνητική διαδρομή, να συναγάγει δηλαδή συστηματικά από την οικονομική βάση τις πιο επιφανειακές πλευρές της κοινωνικής ολότητας, τις μορφές συνείδησης, τις πολιτικές σχέσεις, το κράτος.
Ακριβέστερα, ο Μαρξ επιχείρησε ως ένα βαθμό να κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση στο 1ο κεφάλαιο του μεγάλου χειρογράφου που συνέγραψε με τον Ένγκελς, με τίτλο «Γερμανική ιδεολογία» (κάτι που ήταν αναγκαίο για την συγκρότηση της γενικής μαρξιστικής θεωρίας της κοινωνίας και της ιστορίας). Όμως η προσπάθεια αυτή αποτέλεσε περισσότερο ένα προσχέδιο της αντίστροφης θεωρητικής πορείας, παρά ένα στοιχειωδώς ολοκληρωμένο έργο. Βέβαια η συναγωγή των συνθετότερων πλευρών της κοινωνίας (της συνείδησης, του κράτους, των σχέσεων του εποικοδομήματος) από τις απλούστερες-τις σχέσεις της υλικής βάσης θα απαιτούσε τη συστηματική μελέτη όλης της ιστορικής εξέλιξης των πρώτων, εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό, που υπερέβαινε τις ερευνητικές δυνατότητες ενός ανθρώπου.
Έτσι το ζήτημα της κατανόησης του πώς από τις σχέσεις εργασίας αναδύονται οι μορφές κοινωνικής συνείδησης, οι πολιτικές σχέσεις, το κράτος, έμεινε ανοιχτό και μόνο αποσπασματικά αντιμετωπίστηκε από τους μαρξιστές του 20ού αιώνα.

Ο Μαρξ μελέτησε τις κοινωνικές σχέσεις όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στην κεφαλαιοκρατία και ανήγαγε τη δομή τους στην προηγούμενη ιστορία. Με βάση, δηλαδή, τη μορφή που αποκτούν οι κοινωνικές σχέσεις στην κεφαλαιοκρατική βαθμίδα ανάπτυξής τους αντελήφθη, εν πολλοίς, τη δομή της κοινωνίας σε όλη την προηγούμενη ιστορία της.
Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε τη δυνατότητα να μελετήσει συστηματικά τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στα προηγούμενα στάδια ιστορικής εξέλιξης (όχι μόνο στις προκεφαλαιοκρατικές ταξικές κοινωνίες, αλλά και στο προταξικό παρελθόν της ανθρωπότητας) γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να διακρίνει με σαφήνεια τους αφετηριακούς φυσικούς δεσμούς των ανθρώπων και τη διαδικασία μετασχηματισμού τους από τους κοινωνικούς.
Το ζήτημα αυτό είναι εξόχως σημαντικό, διότι από τη σκοπιά της θεώρησης των κοινωνικών σχέσεων στην ιστορική διαδικασία γέννησης και διαμόρφωσής τους η δομή της κοινωνίας προβάλλει όχι ακριβώς ως ανέγερση νέων πτυχών πάνω σε άλλες, αλλά ως μετασχηματισμός διαμέσου της εργασίας (της διαδικασίας ιστορικής ανάπτυξης της εργασίας) των αφετηριακών φυσικών πτυχών και σχέσεων της ανθρώπινης ύπαρξης (της φυσικής σχέσης με το περιβάλλον, των φυσικών δεσμών εντός της ανθρώπινης αγέλης, του ζωώδους ψυχισμού των ανθρώπων) σε κατεξοχήν κοινωνικές πτυχές και σχέσεις.

Αποτέλεσμα αυτών των αναπόφευκτων ορίων ανάπτυξης της σκέψης του Μαρξ ήταν να υπάρξουν κενά στη μαρξιστική θεωρία (όπως σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού στην ανάπτυξη της κοινωνίας, τις έμφυλες σχέσεις, κ.α.) τα οποία, εν πολλοίς, είτε δεν έγιναν κατανοητά, είτε δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς από τους ερευνητές που εργάστηκαν στο μεθοδολογικό πλαίσιο του μαρξισμού.

Σαφώς μετά τον Μαρξ υπήρξαν αρκετές θεωρητικές προσπάθειες, σε ποικίλα πεδία των κοινωνικών επιστημών, που αξιοποίησαν και εφάρμοσαν δημιουργικά τις ιδέες του.
Μεγάλο ζήτημα αποτελούν οι διαφορές στην προσέγγιση του έργου του Μαρξ στις πρώτες σοσιαλιστικές χώρες και κυρίως στην ΕΣΣΔ, εν συγκρίσει με τις καπιταλιστικές χώρες, τόσο του ιμπεριαλιστικού κέντρου όσο και της περιφέρειας. Διαφορές που προέκυπταν από τις διαφορετικές προτεραιότητες που έθετε ο τύπος ανάπτυξης των δύο αυτών κόσμων.
Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει στο έργο του Βίκτορ Βαζιούλιν, το οποίο (ενσαρκώνοντας ερευνητικά ζητήματα και επιτεύγματα της κοινωνικής θεωρίας στην ΕΣΣΔ) κατάφερε να εντοπίσει τα θεμελιώδη όρια της σκέψης του Μαρξ και επιχείρησε την υπέρβασή τους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη γενική θεωρία της κοινωνίας και της ιστορικής της ανάπτυξης (Β.Α. Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, εκδ. ΚΨΜ 2013). Το έργο του κορυφαίου αυτού σοβιετικού στοχαστή αποτελεί τον πλέον δημιουργικό κριτικό αναστοχασμό της θεωρητικής κληρονομιάς του Μαρξ και συνάμα πολύτιμο οδηγό για τη βαθύτερη κατανόησή της.

Η σκέψη του Μαρξ σημάδεψε την πνευματική και κοινωνική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Ενσάρκωσε δημιουργικά όλα τα μεγάλα επιτεύγματα της προγενέστερης ανάπτυξης της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών, ενώ έθεσε τα θεμέλια για την κοινωνική αυτογνωσία των ανθρώπων, την κατανόηση των νόμων της κοινωνικής τους εξέλιξης, αλλά και της ιστορικής τους προοπτικής, της δυνατότητας επανένωσής τους σε μια κομμουνιστική κοινωνία.

Πρόκειται για το έργο μιας σπάνιας προσωπικότητας, η οποία, ωστόσο, σε πολλές πτυχές της ζωής της έδινε την εικόνα ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Ο Μαρξ αγαπούσε την ποίηση, ήταν καβγατζής και παρορμητικός, συζητούσε και διαφωνούσε με πάθος, αγαπούσε το φαγητό, το κρασί και τα πούρα κακής ποιότητας. Ο Μαρξ ερωτεύτηκε με πάθος!
Ωστόσο, μόνο εξαιρετικά μέτριοι άνθρωποι θα μπορούσαν να «μετρήσουν» τον Μαρξ με το συνηθισμένο ανθρώπινο μέτρο!
Ο Μαρξ έζησε σε εξαιρετικά σκληρές συνθήκες, στον βυθό της ζωής, αγωνιζόμενος να βγάλει την ανθρωπότητα από αυτόν!
Είναι χαρακτηριστικές μερικές συγκλονιστικές στιγμές ενός βίου στιγματισμένου από διώξεις, μεγάλη φτώχεια, στερήσεις και απώλεια των αγαπημένων προσώπων.
Όταν το 1850 θα πεθάνει ο γιος του Χάινριχ θα χρειαστεί να αφήσει στο ενεχυροδανειστήριο το παλτό του για τα έξοδα της κηδείας. Όταν θα χάσει το δεύτερο παιδί του, την Φρανσίσκα (1852), μέχρι να βρει χρήματα για την ταφή της το νεκρό σώμα της θα μείνει στο σπίτι τρεις μέρες. Το 1855 θα χάσει από φυματίωση το τρίτο του παιδί, τον Έντγκαρ, σε ηλικία 8 ετών.
Τον Αύγουστο του 1862 ο Μαρξ εξομολογείται: «Η γυναίκα μου μου λέει κάθε μέρα ότι θα προτιμούσε να βρίσκεται μαζί με τα παιδιά στον τάφο. Και μα την αλήθεια δεν μπορώ να την κατηγορήσω γι’ αυτό· γιατί οι ταπεινώσεις, τα βάσανα κι η φρίκη που υπομένει απ’ αυτή την κατάσταση είναι μα την αλήθεια απερίγραπτα.»
Ο Μαρξ πλήρωσε το έργο του και τη μεγάλη αφοσίωση στο σκοπό του με ανείπωτο σωματικό και ψυχικό πόνο, τον οποίο εξαιρετικά λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να αντέξουν.
Έζησε και εργάστηκε με βάση την αρχή που διατυπώνει στην επιστολή του στον Ζίγκφριντ Μέγιερ (30.4.1867) στην οποία, απαντώντας στα παράπονα του τελευταίου για ασυνέπεια στην αλληλογραφία τους, δηλώνει τα εξής:
«Γιατί δεν σας απάντησα, λοιπόν; Επειδή ήμουν όλη την ώρα στο χείλος του τάφου [η κλονισμένη υγεία του Μαρξ καθιστούσε σαφή την πιθανότητα του θανάτου του αρκετά πριν αυτός επέλθει τελικά –Π.Π.] Συνεπώς, έπρεπε να χρησιμοποιώ κάθε στιγμή, όταν ήμουν σε θέση να εργαστώ, για να τελειώσω το έργο μου, για οποίο θυσίασα την υγεία μου, την ευτυχία της ζωής και την οικογένειά μου. Ελπίζω ότι αυτή η εξήγηση αρκεί. Γελώ με τους λεγόμενους «πρακτικούς» ανθρώπους και τη σοφία τους. Εάν θέλεις να είσαι κτήνος, μπορείς, φυσικά, να γυρίσεις την πλάτη σου στα βάσανα της ανθρωπότητας και να φροντίσεις το τομάρι σου. Αλλά θα θεωρούσα τον εαυτό μου πραγματικά μη πρακτικό άνθρωπο αν είχα πεθάνει, χωρίς να ολοκληρώσω πλήρως το βιβλίο μου [εννοεί το «Κεφάλαιο» –Π.Π.], τουλάχιστον στη μορφή χειρογράφου».

Στον 21ο αιώνα, μπροστά στις σύγχρονες μεγάλες αντιθέσεις, προκλήσεις και κινδύνους που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα εντός της εισέτι κυρίαρχης κεφαλαιοκρατίας, παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα τα λόγια του:
«Στην πραγματικότητα όμως, όταν αφαιρεθεί η στενή αστική μορφή, τι άλλο είναι ο πλούτος … από την απόλυτη ανάδειξη των δημιουργικών κλίσεων του ανθρώπου, χωρίς προϋπόθεση άλλη από την προηγούμενη ιστορική εξέλιξη, που κάνει αυτοσκοπό αυτή τη συνολικότητα της ανάπτυξης, της ανάπτυξης δηλαδή όλων των ανθρώπινων δυνάμεων ως τέτοιων, χωρίς προκαθορισμένο μέτρο;»
«Οι αστικές σχέσεις παραγωγής είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας … Ωστόσο, οι παραγωγικές δυνάμεις οι οποίες αναπτύσσονται στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους για την επίλυση αυτού του ανταγωνισμού. Με αυτόν τον κοινωνικό σχηματισμό τελειώνει επομένως η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας».

Πηγή