1

Ανοικοδομώντας την Ουκρανία

 

του Michael Roberts

μετ., σχόλιο, Διονύσης Περδίκης

 

Μεταφράζουμε άλλη μια ανάρτηση από το ιστολόγιο του Michael Roberts, σχετική με τα σχέδια «ανοικοδόμησης» της Ουκρανίας από τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό. Καλείται ο αναγνώστης να διακρίνει τις διαφορές με την πραγματικότητα της Ουκρανίας πριν το 2014, ή και με την πραγματικότητα χωρών που υποτίθεται ότι βρίσκονται στη «σφαίρα επιρροής» της Ρωσίας, όπως η γειτονική Λευκορωσία του Λουκασένκο για παράδειγμα, σε σχέση με την κρατική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής, την εργασιακή νομοθεσία κοκ.

Από ότι φαίνεται, ο πόλεμος, και η …«δανεική στήριξη» των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην πλευρά της Ουκρανίας σε αυτόν, την έχουν μετατρέψει σε ένα προτεκτοράτο, αιχμή της επιθετικής, πολεμικής στρατηγικής του ιμπεριαλισμού, εν καιρώ πολέμου, και, προσεχώς, εν καιρώ ειρήνης, σε μια απέραντη «ειδική οικονομική ζώνη» υπερεκμεταλλευόμενης εργασίας, και πεδίο λεηλασίας για το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, και όλα αυτά με εγγύηση και χρηματοδότηση από τα ιμπεριαλιστικά κράτη…

Οπότε, δε θα συμφωνήσουμε, μάλλον, με το τελευταίο σχόλιο του αρθρογράφου, που συγκρίνει τη τωρινή δυστυχία του λαού της Ουκρανίας, με ένα άλλο δυνητικό μέλλον, ως ουδέτερη χώρα, ή/και πιο φιλική προς τη Ρωσία, χωρίς φυσικά να εξωραΐζουμε σε καμία περίπτωση, ούτε το παρελθόν της προ-Μαϊντάν Ουκρανίας, ούτε το παρόν της καπιταλιστικής Ρωσίας, καθώς και στις δύο περιπτώσεις αναφερόμαστε σε χώρες υπό την εξουσία μιας νεοπαγούς μεν, αδίστακτης δε, μονοπωλιακής ολιγαρχίας.

Ακολουθεί το μεταφρασμένο άρθρο.

 

 

Η Διάσκεψη για την Ανάκαμψη της Ουκρανίας 2023 (URC23) ολοκληρώθηκε στο Λονδίνο την περασμένη Παρασκευή. Ήταν η συνέχεια του κύκλου των συναντήσεων που ξεκίνησε το 2017.

Η URC του Λονδίνου είχε ως στόχο να χτίσει πάνω στις δεσμεύσεις που συμφωνήθηκαν πέρυσι στο Λουγκάνο και στο έργο της Πολυμερούς Πλατφόρμας Συντονισμού Δωρητών για την Ουκρανία. Συμμετείχαν εκατοντάδες ηγέτες επιχειρήσεων και κυβερνήσεων. Η διάσκεψη του Λουγκάνο αποτέλεσε τη βάση για τη σχεδιαζόμενη εισβολή ξένων κεφαλαίων και πολυεθνικών εταιρειών στην Ουκρανία μόλις τελειώσει ο πόλεμος.

Ωστόσο, καθώς ο πόλεμος παρατείνεται, με πολλές ακόμη χιλιάδες νεκρούς στη μάχη και με τις μη στρατιωτικές υποδομές στην Ουκρανία να αποδεκατίζονται από ρωσικούς πυραύλους (και τμήματα και του ρωσικού εδάφους να πλήττονται τώρα), οι δυτικές κυβερνήσεις και πολυεθνικές στοχεύουν στην επιτάχυνση της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας ως προπύργιο εντός των σφαιρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ακόμη και ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται.

Η ΕΕ έχει πλέον ανακοινώσει επενδυτική βοήθεια ύψους 50 δισ. δολαρίων προς την Ουκρανία και η πανταχού παρούσα εταιρεία ιδιωτικών κεφαλαίων Blackrock και η κορυφαία αμερικανική τράπεζα JP Morgan έχουν επιστρατευθεί για να συγκεντρώσουν ιδιωτικά κεφάλαια για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. “Δωρίζουν” τις υπηρεσίες τους, αλλά θα επιλέξουν πρώτοι τις όποιες επενδυτικές ευκαιρίες. “Το ταμείο δημιουργείται για να δώσει επίσης στους επενδυτές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα την ευκαιρία να επενδύσουν σε συγκεκριμένα έργα και τομείς”, δήλωσε ο Stefan Weiler, επικεφαλής της JPMorgan για τις αγορές δανειακών κεφαλαίων στην Κεντρική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. “Θα υπάρξουν διάφορα τομεακά ταμεία που το ταμείο προσδιόρισε ως προτεραιότητες για την Ουκρανία. Στόχος είναι η μεγιστοποίηση της συμμετοχής του κεφαλαίου”. Οι τράπεζες στοχεύουν να αντλήσουν δημόσια χρήματα με ευνοϊκούς όρους από τις κυβερνήσεις για να απορροφήσουν τις αρχικές ζημίες και στη συνέχεια να αντλήσουν ιδιωτικά κεφάλαια για να επενδύσουν για τις κερδοφόρες επενδύσεις.

Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει το κόστος της ουκρανικής ανάκαμψης και ανασυγκρότησης μετά το πρώτο έτος του πολέμου της Ρωσίας σε 411 δισ. δολάρια ή στο διπλάσιο του προπολεμικού ΑΕΠ της Ουκρανίας. Αλλά αυτό ήταν πριν καν αρχίσει η αντεπίθεση του Κιέβου και πριν από την καταστροφική καταστροφή του φράγματος της Καχόβκα. Με τη Ρωσία να εξακολουθεί να στοχεύει τις υποδομές, το τελικό κόστος μπορεί να ξεπεράσει το 1 δισ. δολάρια.

Ο στόχος της κυβέρνησης της Ουκρανίας, της ΕΕ, της κυβέρνησης των ΗΠΑ, των πολυμερών οργανισμών και των αμερικανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι τώρα υπεύθυνοι για την άντληση κεφαλαίων και τη διάθεσή τους για την ανοικοδόμηση είναι να αποκατασταθεί η ουκρανική οικονομία ως μια μορφή ειδικής οικονομικής ζώνης, με δημόσιο χρήμα για να καλύψει τυχόν απώλειες για το ιδιωτικό κεφάλαιο.  Η Ουκρανία θα απαλλαγεί επίσης από τα συνδικάτα, τα αυστηρά φορολογικά καθεστώτα και τους κανονισμούς για τις επιχειρήσεις και από κάθε άλλο σημαντικό εμπόδιο για τις κερδοφόρες επενδύσεις του δυτικού κεφαλαίου σε συμμαχία με τους πρώην Ουκρανούς ολιγάρχες. Όπως το έθεσαν οι Financial Times: “Η διεθνής χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα πρέπει να αποτελέσει το θεμέλιο της προσπάθειας ανασυγκρότησης. Αλλά δεδομένου ότι ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο όχι μόνο στην εκτέλεση του έργου αλλά και βοηθώντας στη χρηματοδότησή του, θα απαιτηθεί κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων σε κλίμακα με ελάχιστα προηγούμενα”.

Σχεδόν 500 παγκόσμιες επιχειρήσεις από 42 χώρες με αξία άνω των 5,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και 21 τομείς έχουν ήδη υπογράψει το Επιχειρηματικό Σύμφωνο της Ουκρανίας, δεσμευόμενες να στηρίξουν την ανάκαμψη και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Όπως δήλωσε η κυβέρνηση της Ουκρανίας στην URC23, “οι διεθνείς εταίροι θα εργαστούν από τώρα μέχρι την URC24 στη Γερμανία για να δρομολογήσουν νέες πρωτοβουλίες μεταξύ επιχειρήσεων για την οικοδόμηση και την ανάπτυξη συνεργασιών του ιδιωτικού τομέα με την Ουκρανία”.

Οι ξένες επιχειρήσεις απαιτούν ασφαλιστική κάλυψη για τα έργα τους (άλλωστε, συνεχίζεται ακόμη ένας πόλεμος) και θέλουν οι κυβερνήσεις να πληρώσουν γι’ αυτό. Η ξένη βοήθεια και οι επενδύσεις θα υπόκεινται επίσης σε αυστηρούς όρους, υποτίθεται για να σταματήσει η χρόνια διαφθορά που υπήρχε στην Ουκρανία πριν από τον πόλεμο. Δυστυχώς, υπήρξαν περιπτώσεις τέτοιας διαφθοράς από τότε. Για παράδειγμα, το Εθνικό Γραφείο Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Ουκρανίας (NABU) και η Ειδική Εισαγγελία Καταπολέμησης της Διαφθοράς (SAPO) διαπίστωσαν “μεγάλης κλίμακας διαφθορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, ειδικότερα, ένα σχέδιο για την απόκτηση αθέμιτων πλεονεκτημάτων από την ηγεσία και τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου”, με τον επικεφαλής του Ανώτατου Δικαστηρίου να λαμβάνει δωροδοκία ύψους 2,7 εκατομμυρίων δολαρίων.

Η κυβέρνηση της Ουκρανίας θέλει να δημιουργήσει μια καπιταλιστική οικονομία της ελεύθερης αγοράς εντός της ΕΕ και με την υποστήριξη του οπλοστασίου του ΝΑΤΟ. Για να το πετύχει αυτό, δεν υπάρχει κανένας ρόλος για τις δημόσιες επενδύσεις παρά μόνο ως “loss leader” (Σ.τ.Μ., ηγέτη των ζημιών)· θα υπάρχει ελεύθερη επικράτηση των καπιταλιστικών εταιρειών και τα συμφέροντα της εργασίας, των κοινωνικών και δημόσιων υπηρεσιών θα υποβιβαστούν.

Όπως το έθεσε ένας Ουκρανός σχολιαστής: “Το κόμμα του Ζελένσκι έχει προωθήσει νόμους που έχουν ουσιαστικά καταστρέψει το δικαίωμα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις καθώς και άλλες εργασιακές προστασίες στην Ουκρανία. Έχει επίσης εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού νόμου, οι οποίες χρεώνονται ως “αποκομματικοποίηση” του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, αλλά στην πραγματικότητα ισοδυναμούν με ριζικές περικοπές. Και τα δύο σχέδια εκπονήθηκαν πολύ πριν από τη ρωσική εισβολή, αλλά η κατάσταση έκτακτης ανάγκης εν καιρώ πολέμου βοήθησε σημαντικά την ικανότητα του κόμματος να εφαρμόσει την ατζέντα του – του οποίου η αντεργατική εμπάθεια έχει προσκρούσει ακόμη και στη συνήθως μετριοπαθή Διεθνή Οργάνωση Εργασίας. Αντί για τα εργασιακά δικαιώματα και την κοινωνική πρόνοια, ο Ζελένσκι και οι σύμβουλοί του προωθούν τα “δικαστήρια smartphone” (μια κοινή επιχείρηση με την Amazon) και άλλες συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Στην πραγματικότητα, βλέπουν τη μεταπολεμική Ουκρανία ως μια γιγαντιαία ειδική οικονομική ζώνη στις παρυφές της Ευρώπης, όπου η αδύναμη προστασία της εργασίας και η έλλειψη δασμολογικών φραγμών θα δώσουν κίνητρα για επενδύσεις από ευρωπαϊκές πολυεθνικές”.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, η ουκρανική κυβέρνηση πήρε τον έλεγχο ενός μεγάλου αριθμού μεγάλων επιχειρήσεων που ανήκαν στους ολιγάρχες της Ουκρανίας.  Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι επιχειρήσεις αυτές να πωληθούν σε ξένες εταιρείες με πολλούς στρατιωτικούς να παίρνουν μερίδιο.

Κάθε κόμμα της πολιτικής Αριστεράς της Ουκρανίας έχει απαγορευτεί με βάση σε μεγάλο βαθμό αναπόδεικτους ισχυρισμούς για συνεργασία με τη Ρωσία. Οι θεσμοί του κράτους πρόνοιας που κληρονομήθηκαν από τη σοβιετική εποχή έχουν καταργηθεί. Υποτίθεται ότι θα γίνουν γενικές εκλογές στην Ουκρανία τον Οκτώβριο. Αυτές είναι αμφίβολες, αλλά ακόμη και αν πραγματοποιηθούν, οποιαδήποτε αντιπολίτευση στην τρέχουσα νομοθεσία και οικονομική πολιτική της κυβέρνησης είναι απίθανο να εισακουστεί.

Το άλλο ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι Ουκρανοί για την επίτευξη της ανοικοδόμησης είναι ότι μεγάλο μέρος της βοήθειας από τη Δύση αποτελείται από δάνεια και όχι από επιχορηγήσεις και έτσι το χρέος της Ουκρανίας θα είναι υψηλό για πολλές γενιές. Τα δάνεια είναι ως επί το πλείστον μακροπρόθεσμα, π.χ. για 25 χρόνια (πριν από τον πόλεμο ο μέσος όρος των μακροπρόθεσμων δανείων ήταν 15 χρόνια). Και η Ουκρανία δεν θα χρειαστεί να αποπληρώσει το χρέος της πριν από το 2033, σύμφωνα με το Συμβούλιο της ΕΕ. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου μακρά περίοδο χάριτος. Αλλά ακόμη και με προνομιακούς τόκους, η εξυπηρέτηση των δανείων της ΕΕ θα είναι δαπανηρή. Για να το λύσουν αυτό, οι Βρυξέλλες επινόησαν τον μηχανισμό της “επιδότησης επιτοκίου”: οι τόκοι θα πληρώνονται από τις χώρες της ΕΕ αντί της Ουκρανίας. Η “επιδότηση επιτοκίου” εφαρμόστηκε ήδη στα ουκρανικά δάνεια το 2022. Ωστόσο, το 2023, ένα νέο χαρακτηριστικό προστέθηκε στους όρους του νέου δανείου της ΕΕ ύψους 18 δισ. ευρώ: Η επιδότηση ενεργοποιείται μόνο εάν υπάρχει “συμμόρφωση με τα πολιτικά προαπαιτούμενα“. Έτσι, αν η Ουκρανία παρεκκλίνει από τη γραμμή π.χ. προτείνοντας εργασιακά δικαιώματα, αυξημένες κοινωνικές δαπάνες ή αρνούμενη να ιδιωτικοποιήσει κρατικά περιουσιακά στοιχεία, θα χάσει το δικαίωμα σε αυτά τα άτοκα δάνεια. Σύμφωνα με το μνημόνιο, σε αυτή την περίπτωση, η ΕΕ θα πρέπει να σταματήσει την “επιδότηση επιτοκίου”.

Η URC23 προετοιμάζεται για μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η οποία, για να παραθέσουμε τα λόγια της ίδιας της ουκρανικής κυβέρνησης, “επιβεβαιώνει τη δέσμευσή της να εκπληρώσει τους όρους του προγράμματος του ΔΝΤ, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης μεταρρυθμίσεων για να καταστεί δυνατός ο δίκαιος και ανοικτός ανταγωνισμός, να μειωθούν τα εμπόδια εισόδου στις αγορές και να διασφαλιστούν δίκαιες δικαστικές και ρυθμιστικές διαδικασίες“. Το νέο Αναπτυξιακό Ταμείο Ουκρανίας (UDF) που θα διοικείται από την BlackRock και την JP Morgan “θα επικεντρωθεί στην κινητοποίηση πρόσθετων ιδιωτικών κεφαλαίων και στην αύξηση του αγωγού έργων που μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τράπεζες- θα προσφέρει ευέλικτη, προσαρμοσμένη χρηματοδότηση για την κάλυψη κενών σε πρώιμο στάδιο ή διαρθρωτικής χρηματοδότησης και την απομείωση του κινδύνου των ιδιωτικών κεφαλαίων”. Το UDF έχει ως στόχο “να βοηθήσει στην αντιμετώπιση ενός σύμπαντος ιδιωτικών κεφαλαίων ύψους 50+ δισ. δολαρίων που στοχεύουν το UDF και άλλα ιδρύματα που επενδύουν στην Ουκρανία σε πέντε βασικούς οικονομικούς τομείς, όπως: τεχνολογία, logistics και διάδρομοι μεταφορών, πράσινη ενέργεια, φυσικοί πόροι, ανασυγκρότηση υποδομών, ψηφιοποίηση, γεωργία και τρόφιμα, υγεία και φαρμακευτικά.”

Υπάρχουν πλούσια κέρδη, ιδίως στον τομέα της γεωργίας. Η Ουκρανία διαθέτει περισσότερη καλλιεργήσιμη γη για την παραγωγή σιτηρών από ό,τι ολόκληρη η Ιταλία! Εάν αυτή η γη μπορεί να αφαιρεθεί από τα χέρια των μικρότερων Ουκρανών αγροτών και των τοπικών ολιγαρχών και να πωληθεί σε δυτικές πολυεθνικές, τα κέρδη από την παραγωγή τροφίμων θα είναι τεράστια. Όπως το έθεσαν οι FT: “υπάρχουν ήδη εταιρείες που είναι έτοιμες να κινηθούν – ειδικά στους κλάδους των κατασκευών και των υλικών, της γεωργικής μεταποίησης και των logistics, οι οποίοι έχουν εύκολο κέρδος. Ένας Ουκρανός υπουργός μου είπε ότι αυτές ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν, αν μόνο η ασφάλιση του πολεμικού κινδύνου γινόταν καλύτερη. Η κυβέρνηση καταστρώνει επίσης σχέδια για ένα δημόσιο αναπτυξιακό ταμείο, το οποίο θα “μαζέψει” τα χρήματα των ιδιωτών επενδυτών παρέχοντας το μαξιλάρι ενός δημόσιου μεριδίου που απορροφά τις ζημίες σε εμπορικές επενδύσεις”.

Η Ουκρανία θα μπορούσε να γίνει κόμβος για τον “πράσινο μετασχηματισμό” της Ευρώπης, δεδομένων των φυσικών πλεονεκτημάτων της χώρας να γίνει μεγάλος προμηθευτής ενέργειας χωρίς άνθρακα, πράσινης μεταλλουργίας και υδρογόνου. Θα μπορούσε να γίνει παγκόσμιος ηγέτης στην ψηφιακή τεχνολογία για την ενίσχυση της διαφάνειας και της χρηστής οικονομικής διαχείρισης. Στο URC εγκαινιάστηκε το “Dream”, ένα ψηφιοποιημένο σύστημα για την παρακολούθηση όλων των ουκρανικών έργων ανοικοδόμησης από την αρχή έως την ολοκλήρωση, ώστε οι δωρητές οπουδήποτε στον κόσμο να μπορούν να δουν ποιανού τα χρήματα ξοδεύονται πώς και πού. Και βέβαια, θα παραμείνει ένας σημαντικός αγοραστής στρατιωτικού εξοπλισμού για τους ομοειδείς κατασκευαστές και εργολάβους όπλων των ΗΠΑ.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η εισβολή του Πούτιν οδήγησε τον ουκρανικό λαό στα χέρια μιας κυβέρνησης υπέρ της ελεύθερης αγοράς και κατά της εργασίας, η οποία θα επιτρέψει στο δυτικό κεφάλαιο να αναλάβει τα περιουσιακά στοιχεία της Ουκρανίας και να εκμεταλλευτεί το μειωμένο εργατικό δυναμικό της. Αλλά ίσως αυτό να ήταν αναπόφευκτο – από τους φιλορώσους και φιλοδυτικούς ολιγάρχες πριν από τον πόλεμο – τώρα, στο δυτικό κεφάλαιο μετά.