1

Απελευθέρωση της Αθήνας: Ποιος θυμάται τον Μελέτη Βασιλείου;

του Σπύρου Αλεξίου

Η επίσημη ιστορία μας λέει πως στις 9 Ιούνη του 1822 οι Τούρκοι παραδίδουν την Ακρόπολη και στις 10 Ιούνη “η ελληνική σημαία κυματίζει στον ιερό βράχο μετά από 366 χρόνια”! Η επίσημη Ιστορία λέει, ως συνήθως, μισές αλήθειες και χοντροκομμένα ψέματα! Κυρίως, αποκρύπτει τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις στο εσωτερικό των Ελλήνων και, φυσικά, το όνομα του Μελέτη Βασιλείου, του ηγέτη των «ξωτάρηδων» της Αττικής.

Το γεγονός…

Στις 9 Ιουνίου του 1822 οι Τούρκοι υπογράφουν την παράδοση στο σπίτι του Γουλιέλμου Γροπίου, του πρόξενου της Αυστρίας, έναν από τους χειρότερους αρχαιοκάπηλους που πέρασαν από τον τόπο μας (Πως μας ξέφυγε και δεν του κάναμε άγαλμα…) Στις 10 Ιούνη υψώνουν την Επαναστατική σημαία στην Ακρόπολη οι “Αθηναίοι”.

Μια πρώτη παρατήρηση, αυτό το « Ελληνική σημαία μετά από 366 χρόνια» της επίσημης ιστορίας, μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί.  Αφενός ποτέ δεν υπήρξε Ελληνικό κράτος ώστε να υπάρχει Ελληνική σημαία αφετέρου πριν την Τουρκική κατάκτηση η Αθήνα γνώρισε αναρίθμητους κατακτητές. Μεταξύ του 13ου και 15ου αιώνα  η πόλη  διεκδικήθηκε από τα Λατινικά κρατίδια που σχηματίστηκαν μετά την Άλωση της Πόλης το 1204 κατά την «ανίερη»Δ Σταυροφορία. Αρχικά γίνεται πρωτεύουσα του Φραγκικού Δουκάτου των Αθηνών με την Ακρόπολη να μετατρέπεται σε παλάτι. Την περίοδο αυτή (1204-1458) την Αθήνα κατέλαβαν κατά σειρά ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός,  ο Φράγκικος οίκος των Ντε Λα Ρος,  η Καταλανική εταιρεία και τέλος ο ιταλικός οίκος των Ατσαγιόλι της Φλωρεντίας ως το 1458 όταν κατελήφθη από τους Τούρκους.

 Όσο για το διάστημα της βυζαντινής κυριαρχίας, δεν θα το χαρακτηρίζαμε το καλύτερο ούτε για την ευημερία της πόλης ούτε, κυρίως, για τον σεβασμό στην μοναδική πολιτιστική κληρονομιά της.

Άρα Ελληνική σημαία…Μόνο στη φαντασία της επίσημης ιστορίας!

Η δεύτερη παρατήρηση; Γενικώς οι Αθηναίοι; Όχι ακριβώς, δεν έκαναν όλοι οι «Αθηναίοι» Επανάσταση ούτε την αντιμετώπισαν με τον ίδιον τρόπο. Για να το κατανοήσουμε πρέπει να κατανοήσουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση όχι της Αθήνας αλλά της Αττικής.

Η κοινωνική γεωγραφία της Αττικής

Πριν την Επανάσταση η Αθήνα είναι μια πόλη με πληθυσμό περίπου 10.000 κατοίκων και έντονη παρουσία του Τουρκικού στοιχείου. Διοικούνταν από τούρκο «Βοεβόδα» υπό την υψηλή εποπτεία του πασά της Εύβοιας. Είναι το κέντρο  κωμοπόλεων και αγροτικών περιοχών (Μεσόγεια, Μενίδι, Χασιά, Μέγαρα κ.λπ.).

Κοινωνικά μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερεις κοινωνικές ομάδες, ο όρος «τάξεις» θα ήταν ασαφής στην περίπτωση αυτή: Οι άρχοντες και οι νοικοκυραίοι, κυρίως γαιοκτήμονες και μεγαλέμποροι στην ουσία ήταν ενιαίο στρώμα, κυρίαρχο οικονομικά και κοινωνικά στο περιθώριο που άφηνε η οθωμανική κυριαρχία. Ζούσαν στην πόλη της Αθήνας, όπως και οι Τούρκοι μπέηδες, και μαζί κατείχαν την πλούσια αττική γη. Σημαντικότερες οικογένειες των «Γκαγκαραίων», όπως τους αποκαλούσαν, ήταν οι Σκουζέδες, οι Μπενιζέλοι, οι Χωματιανοί και οι Καρόρηδες. Αυτήν την κοινωνική βιτρίνα γνώρισαν και μετέφεραν οι δυτικοί περιηγητές που επισκέπτονταν την Αθήνα την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολλοί από αυτούς ήταν φυσικά τυχοδιώκτες κι αρχαιοκάπηλοι, το Αθηναϊκό αρχοντολόι υπήρξε συνεργάσιμο με τους «επενδυτές» της εποχής, διαχρονική συνήθεια..

Η Τρίτη κοινωνική ομάδα ήταν οι «παζαρίτες», μικροτεχνίτες, μικρομαγαζάτορες και φτωχοί εργαζόμενοι της πόλης. Η τέταρτη και πολυπληθέστερη ήταν οι «ξωτάρηδες», οι εργάτες γης και μικροαγρότες  (ο διαχωρισμός δεν είναι εύκολος) της Αττικής. Σε αυτά τα στρώματα η Φιλική Εταιρεία βρήκε έδαφος. Η διάθεση για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού δενόταν πολύ καθαρά με την κοινωνική θέση και τις προσδοκίες.

Τα «δερβένια» και η Χασιά

Σημαντικό στοιχείο για την επανάσταση στην Αττική ήταν το «Δερβένι» της Χασιάς. Τα Δερβένια ήταν τα στενά περάσματα, η φύλαξη και η ασφαλής διέλευση ήταν σημαντική για την συγκοινωνία και τις μεταφορές. Το διοικητικό σύστημα των Οθωμανών ανέθετε τη φύλαξή τους σε μόνιμες στρατιωτικές φρουρές υπό τη διοίκηση ενός «Δερβέναγα» ή σε Ρωμιούς που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή και στους οποίους επιτρεπόταν η οπλοφορία και παρέχονταν φορολογικές ελαφρύνσεις. Τα Τέμπη ήταν το πιο γνωστό παράδειγμα.

Στη Χασιά αρχικά υπήρχε φρουρά από Αρβανίτες. Λίγο πριν την Επανάσταση οι Χασιώτες, εκμεταλλευόμενοι την διαφθορά της Οθωμανικής διοίκησης πήραν με δωροδοκίες τον έλεγχο του δερβενιού, γεγονός που, εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων, τους επέτρεψε να συγκροτηθούν σε ημιστρατιωτικόσώμα.  Το γεγονός αυτό άλλαξε το κλίμα σε όλη την Αττική, ήταν αρκετές οι αντιπαραθέσεις με τις τουρκικές αρχές. Ψυχή και ηγέτης αυτού του ένοπλου σώματος ήταν ο Μελέτης Βασιλείου.

Το ξέσπασμα της Επανάστασης

Όταν ξεκίνησαν οι πρώτες εχθροπραξίες στην Πελοπόννησο ο Βασιλείου έκανε μια εξαιρετικά εύστοχη κίνηση: Ως «δερβέναγας» πήρε την άδεια από την τουρκική διοίκηση της Αθήνας να οργανώσει κανονικό στρατιωτικό σώμα για να αντιμετωπίσει τους «κλέφτες» που, υποτίθεται, ήταν άνθρωποι του Αλή πασά. Στα τέλη  Μάρτη του 1821 συγκρότησε στο Μενίδι στρατόπεδο που έφτασε να έχει 1200 ένοπλους και τους οπλαρχηγούς Γ. Ντάβαρη από τα Μεσόγεια, Μ. Σκευά από το Μενίδι και τον «αρβανιτόβλαχο» Αν. Κιουρκακιώτη.

Στην πόλη της Αθήνας δεν υπήρξε επαναστατική κίνηση, ο Σπ. Τρικούπης το αποδίδει στην «έλλειψη αρχηγών». Οι αιτίες ήταν άλλες. Αφενός υπήρχε ισχυρή φρουρά και ισχυρό, αν και μειοψηφικό, τουρκικό στοιχείο αφετέρου οι Άρχοντες δεν είχαν καμία διάθεση επανάστασης.

Στις αρχές Απρίλη στην ύπαιθρο σημειώνονται οι πρώτες επιθέσεις κατά των τουρκικών αρχών. Το γεγονός όξυνε το κλίμα στην Αθήνα, απειλήθηκε γενική σφαγή των χριστιανών. Στις 9 Απρίλη του 1821, βράδυ της Ανάστασης, οι Τούρκοι «συνέλαβαν», σύμφωνα με την επίσημη ιστορία, τους πρόκριτους. Κι εδώ η αλήθεια είναι διαφορετική: Οι Τούρκοι κάλεσαν του άρχοντες στον «Μεντρεσέ», το πανέμορφο κτήριο που είχαν χτίσει το 1721 ως «Ιεροδιδασκαλείο» στην Πλάκα. Εκεί οι άρχοντες δήλωσαν πως «οι Ρωμιοί δε σηκώνουν όπλα» και πρότειναν να μείνουν οι ίδιοι ως όμηροι, όπως κι έγινε. Σε μαρτυρία Αθηναίου άρχοντα αναφέρεται πως η συμφωνία έγινε σε ιδιαίτερη συνάντηση με τον Τούρκο  Κατή (δικαστή) της Αθήνας. 

Τα πράγματα όμως είχαν πάρει τον δρόμο τους. Το πρώτο σημαντικό πολεμικό επεισόδιο έγινε την 18 Απριλίου στον Κάλαμο όπου ο  Βασιλείου απέκρουσε σώμα 300 Τούρκων που έρχονταν από τη Χαλκίδα προς βοήθεια των Τούρκων της Αθήνας. Έτσι κηρύχθηκε ανοιχτά η Επανάσταση. Τη νύχτα της 25ης Απρίλη ο Βασιλείου επιτέθηκε στην Αθήνα. Οι Αρβανίτες της φρουράς το έσκασαν και οι επαναστάτες από την περίφημη πόρτα της «Μπουμπουνίστρας» μπήκαν στην πόλη. Την άλλη μέρα η πόλη ήταν ελεύθερη και χιλιάδες «ξωτάρηδες» με τις χαρακτηριστικές πουκαμίσες με τα ζωνάρια και τα μαυρομάντηλα στο κεφάλι πανηγύριζαν. Όπως βέβαια συμβαίνει συνήθως, η χαρά του επαναστατημένου λαού κρατά λίγο…

Η πολιορκία της Ακρόπολης

Αμέσως ξεκίνησε η πολιορκία της Ακρόπολης, στο πανίσχυρο φρούριο της οποίας είχαν κλειστεί οι Τούρκοι. Πριν πούμε την εξέλιξή της, αξίζει να αναφέρουμε πως στο Διοικητήριο της πόλης υψώθηκε στις 28 Απρίλη η επαναστατική σημαία. Από τη μια πλευρά ήταν λευκή, χωρισμένη με ένα κόκκινο σταυρό. Υπήρχε μια κουκουβάγια (αρχαίο σύμβολο της Αθήνας) και η φράση «Ή ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ». Στην άλλη πλευρά οι 16 κόκκινες γραμμές, σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας. Ένα πρώτο προφανές συμπέρασμα λοιπόν: Δεν την έκαναν την Επανάσταση «όλοι μαζί οι Αθηναίοι», συγκεκριμένες κοινωνικές αλλά και πολιτικές δυνάμεις κίνησαν της ιστορίας τη ρόδα κι άλλες στη συνέχεια την ποδηγέτησαν. 

Στην πόλη αμέσως συγκροτήθηκε Επιτροπή με ηγέτη τον Βασιλείου και προχώρησε τόσο την πολιορκία όσο και την λαϊκή αυτοοργάνωση. Δυστυχώς για πολύ λίγο. Οι Άρχοντες που είχαν μείνει όμηροι πλήρωσαν ακριβά την επιλογή τους: Οι Τούρκοι εκτέλεσαν 8 από του 12 ομήρους. Όσοι ήταν ελεύθεροι αρχικά δημιούργησαν κλίμα εσωτερικής αντιπαράθεσης και διχασμού. Η κυβέρνηση διόρισε ως στρατιωτικό διοικητή τον Δ. Αντωνίου από τη Λειβαδιά, στην πραγματικότητα ηγέτης ήταν ο Βασιλείου. Όταν σκοτώθηκε ο Αντωνίου τον Ιούνιο οι άρχοντες παρουσίασαν στον Υψηλάντη μια πόλη διχασμένη και ζήτησαν «έξωθεν» ηγεσία. Ο Υψηλάντης διόρισε διοικητή έναν νέο από τη Ρωσία, τον Λυμπέρη Λυμπερόπουλο, καλών προθέσεων αλλά αδαή τόσο στρατιωτικά όσο και διοικητικά που εύκολα έγινε άθυρμα των αρχόντων. Ο Βασιλείου στάλθηκε να πολεμήσει στην …Εύβοια! Ο στόχος είχε επιτευχθεί, οι άρχοντες είχαν πάρει τον έλεγχο της Αθήνας. Μάλιστα, στα τέλη του 1821 συγκρότησαν ένα 12μελές συμβούλιο με πρόεδρο τον Π. Μπενιζέλο παίρνοντας και τυπικά την εξουσία. Από το συμβούλιο αποκλείστηκε τόσο ο Βασιλείου όσο και κάθε «ξωτάρης». Ο Βασιλείου έμεινε να συνεχίζει με τους άντρες του τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά, συμβολή αποφασιστική στον αποκλεισμό των Τούρκων της Ακρόπολης που οδήγησε τελικά στην παράδοσή τους στις 9 Ιούνη του 1822, σκηνή που θα απαθανατιστεί σε πίνακα του Ιωάννη Δούκα (1841 -1926).

1826, η δεύτερη φάση της σύγκρουσης

Το 1826 η Αττική θα γίνει το επίκεντρο των επαναστατικών εξελίξεων με την εισβολή του Κιουταχή και το ξαναζωντάνεμα της Επανάστασης μετά τη συγκλονιστική εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη. Ο Κιουταχής, εκτός από ικανός στρατηγός, ήταν και ικανός πολιτικός. Πήρε με το μέρος του την πλειοψηφία των αρχόντων, άνθρωποι των οποίων γύριζαν την Αττική σπέρνοντας την ηττοπάθεια και μοιράζοντας «Προσκυνοχάρτια». Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή ήταν και πάλι πολύτιμη η συμβολή του Βασιλείου και των «ξωτάρηδων» ανταρτών του. Με το σύνθημα «θάνατος στους «προδότες» κράτησε την Αττική σε επαναστατική εγρήγορση με τη σωτήρια τακτική του ανταρτοπόλεμου. Το γεγονός είχε μεγάλη σημασία, δεν επέτρεψε στον Κιουταχή να κυριαρχήσει και έδωσε χρόνο στον Καραϊσκάκη να συγκεντρώσει δυνάμεις και να συγκροτήσει αρχικά το στρατόπεδο της Ελευσίνας και στη συνέχει να προχωρήσει ως το Κερατσίνι και τα Ταμπούρια και την Καστέλα.

Κι όπως συνήθως γίνεται, «τέτοιας λογής αποκοτιές σαν είδαν οι άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν…». Το Μάη του 1826 ο Βασιλείου θα δολοφονηθεί. Σε επιδρομή του Ομέρ Πασά της Εύβοιας αρνήθηκε να δηλώσει υποταγή. Στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις που ακολούθησαν, υποστηρικτές της γραμμής των αρχόντων θα τον δολοφονήσουν.

Επίλογος 

Εξαιρετικά εύστοχη εκτίμηση για τον Βασιλείου υπάρχει στο σπουδαίο έργο του Γ. Λαμπρινού «Μορφές του 21» που εκδόθηκε το 1942, μέσα στα μαύρα χρόνια της κατοχής,  έκανε δύο εκδόσεις και διακοσμήθηκε μάλιστα με ξυλογραφίες του μεγάλου χαράκτη Τάσσου. Ας παρατηρήσουμε αρχικά πως στην πιο μαύρη σκλαβιά, οι ΕΑΜίτες και οι κομμουνιστές ιστορικοί ή καλλιτέχνες δεν σταμάτησαν, ένοιωθαν τη μεγάλη απελευθερωτική αξία των έργων τους.

Γράφει ο Λαμπρινός:« Ο Βασιλείου δεν ανήκε στις μορφές που ετοίμασαν πολιτικά το 21 μα στην κρίσιμη ώρα έδειξε εξαιρετικές οργανωτικές και στρατιωτικές αρετές. Ήταν αποφασισμένος για όλα με τους άντρες του. Δίχως αυτούς τι επανάσταση θα γινόταν;… Αν είχε αδύνατες πλευρές, αυτές ήταν οι πολιτικές. Κατάλαβε τους εσωτερικούς εχθρούς της Επανάστασης μα δεν ήταν αποφασιστικός απέναντί τους. Είχε τη δύναμη να τους πατήσει αλλά δίστασε και το πλήρωσε με τη ζωή του, όπως το πλήρωσε συνολικά κι η Επανάσταση

Αυτήν την ηρωική μορφή, τον Βασιλείου η επίσημη ιστορία, αυτή η τσούλα, τον αγνοεί πλήρως. Το όνομά του δεν υπάρχει πουθενά. Τη μνήμη την κράτησαν ζωντανή πιονέροι της ιστορίας όπως ο Γιώργης Λαμπρινός. Τον σπουδαίο αυτόν άνθρωπο των γραμμάτων κι αγωνιστή της Εαμικής Αντίστασης το Ελληνικό κράτος τον αντάμειψε ανάλογα με τις ηρωικές μορφές που παρουσίασε στα έργα του: Τον Ιούλιο του 1949 θα συλληφθεί στα Τζουμέρκα από τον στρατό και θα εκτελεστεί. Ψυχή βαθιά…


Βιβλιογραφία

Σπ. Τρικούπη, «Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως»

Ιωαν. Φιλήμονος, « Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»

Δ. Φωτιάδη, «Καραϊσκάκης»

Γ. Λαμπρινού, «Μορφές του 21»

Αναδημοσίευση από το kommon.gr…