1

Τα αποτελέσματα των εκλογών & τα καθήκοντα της επόμενης μέρας, του Δ. Περδίκη (Πάτρα)

του Διονύση Περδίκη*

Συνοπτικά συμπεράσματα των εκλογών

  1. Η συντριπτική νίκη της ΝΔ. Ξεκινάμε από την πρωτοφανή ανθεκτικότητα και ενίσχυση της ίσως πραγματικά «χειρότερης και αντιλαϊκότερης κυβέρνησης της μεταπολίτευσης», αυτής της ΝΔ. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον συνδυασμό οικονομικού νεοφιλελευθερισμού με βοναπαρτική, ακροδεξιά διακυβέρνηση, κεντροαριστερές «δικαιωματικές» πινελιές, και ολιγαρχική, μιντιακή, επικοινωνιακή στήριξη και κάλυψη, της σημερινής, μητσοτακικής ΝΔ. Στο αποτέλεσμα, συνέβαλε, ωστόσο, και μια σχετική οικονομική ανάκαμψη για 1-2 χρόνια μετά την πανδημία, έστω και αν βασίστηκε στην υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, το αποτυχημένο μοντέλο του τουρισμού, των κτηματομεσιτικών, και άλλων ανάλογων – γενικά μη παραγωγικών – υπηρεσιών, όπως και στην παροχή ενισχύσεων και επιδομάτων από τη ΝΔ.
  2. Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για κατάρρευση της «κυβερνώσας» (κεντρο)Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν μπορεί να πείσει ούτε τον ελληνικό λαό ότι θα προσφέρει κάτι τόσο διαφορετικό ως κυβέρνηση, ούτε την αστική τάξη για την αξιοπιστία της να κυβερνήσει αυτή στη θέση της ΝΔ. Το στρατηγικό αδιέξοδο του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και κάθε άλλης πιθανής παραλλαγής φιλοΕΕ και φιλονατοϊκής «Αριστεράς» στην Ελλάδα της κρίσης, και της εμπειρίας του 2015, μοιάζει αξεπέραστο για το μεσοπρόθεσμο μέλλον τουλάχιστον. Η κατάσταση επιδεινώνεται μετά την παραίτηση του Τσίπρα που λειτουργούσε σα συγκολλητική ουσία και αντιστάθμιζε την έλλειψη κομματικού μηχανισμού και συνδικαλιστικής κοινωνικής βάσης, που συνεχίζει να χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ.
  3. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Από την κατάρρευση αυτή επωφελήθηκε εν μέρει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, χωρίς, όμως, κι αυτό να πείθει ως κυβερνητική εναλλακτική, που να μπορεί να διαφοροποιηθεί επαρκώς είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ στα αριστερά του, είτε από τη ΝΔ στα δεξιά του. Ωστόσο, επωφελείται από τη δική του κομματική οργάνωση και συνδικαλιστική/κοινωνική βάση την οποία διατηρεί σε κάποιο βαθμό.
  4. Η ενίσχυση του ΚΚΕ. Εν μέρει ενισχύθηκε και το ΚΚΕ με επαναπατρισμό απογοητευμένων ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες οργανώσεις της Αριστεράς, οι οποίοι είδαν το ΚΚΕ ως το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα, το οποίο θα μπορούσαν από τη μια να το ψηφίσουν χωρίς ενοχές, ως τη «μοναδική μαχητική αντιπολίτευση», όπως έσπευσε να δηλώσει για τον εαυτό του μέσω της ΚΕ του, και από την άλλη, χωρίς προσδοκίες ότι μπορεί ή θέλει να συμβάλει σε μια διαφορετική πορεία της χώρας στο μέλλον που μπορούμε να προβλέπουμε και να σχεδιάζουμε. Η μικρή του ενίσχυση σε σχέση με την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και με τα ποσοστά του πριν την κρίση του 2007, όπως και το γεγονός ότι η ΚΕ του έσπευσε να δηλώσει δικαιωμένη για τα όσα (δεν) έκανε από το 2012 μέχρι σήμερα, ακόμη και οι σχετικοί πανηγυρισμοί των μελών του στο Σύνταγμα, ενώ ο εργαζόμενος λαός αδιαφορούσε ή …θρηνούσε για αυτά που έρχονται από Σεπτέμβρη, δείχνει ότι η ενίσχυσή του στερείται προοπτικής, αλλά και πόσο πολύ αυτό το κόμμα πλέον υπάρχει κυρίως για τον εαυτό του, την κομματική γραφειοκρατία που θρέφεται από αυτό, και πόσο έξω από τον λαό στέκεται, σε σχέση με το ένδοξο παρελθόν του.
  5. Η αδυναμία της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Η εικόνα διάλυσης της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, η οποία συμπεριλαμβάνει πλέον και την ανισομερή συμμαχία του ΜΕΡΑ25 με τη ΛΑΕ, είναι μια εικόνα άσχημων εκλογικών αποτελεσμάτων, αποχής, ή ακόμη και αμηχανίας ως προς το τι και γιατί να ψηφίσουμε σε αυτές τις εκλογές. Είναι ενδεικτική της κύριας, και διαχρονικής αδυναμίας του χώρου αυτού να προβάλει μια ρεαλιστική και επιστημονικά επεξεργασμένη στρατηγική πρόταση εξουσίας, εναλλακτική της σημερινής εξουσίας της ολιγαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου. Μια πρόταση που να μπορεί να πείσει τον ελληνικό λαό, στη γλώσσα του και με τις δικές του προτεραιότητες, για το ότι μπορεί να ζήσει καλύτερα, με λελογισμένες θυσίες, μιας και δε ζούμε σε επαναστατικές συνθήκες, και, πλέον, σε ρήξη ή και έξω από το καθεστωτικό πλαίσιο της συμμετοχής στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
  6. Η άνοδος της ακροδεξιάς. Το κενό εναλλακτικής πρότασης καλύπτεται εν μέρει από τη ριζοσπαστικοποίηση και μαζικοποίηση κομμάτων όπως η Ελληνική Λύση, ή και από την επανεμφάνιση των νεοναζιστών του Κασιδιάρη ως «Σπαρτιάτες», ενώ δεν απέχει πολύ από εκεί και η Πλεύση Ελευθερίας. Απουσία ηγεμονικής ανατρεπτικής πρότασης από την Αριστερά, μικροαστικά ρεύματα, λούμπεν κόσμος, κοκ, υιοθετώντας την κυρίαρχη ατομικίστικη, ανταγωνιστική, εθνικιστική, ρατσιστική, κοκ, ιδεολογία στα άκρα της, ενίσχυσαν όλα αυτά τα κόμματα στη Βουλή. Η ακροδεξιά αυτή αποτελεί την πολιτική συμμαχιών του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα στα λαϊκά στρώματα, εφεδρεία για τη ΝΔ, και χτυπάει το καμπανάκι σε όλους μας καθώς γεμίζει το κενό που αφήσαμε εμείς, και …απεχθάνεται η φύση…
  7. Η αποχή. Το κενό αυτό, σε ένα άλλο του μέρος, καλύφθηκε από την αποχή. Η αποχή αυτή δε φέρει προοδευτικά χαρακτηριστικά. Εν μέρει φέρει τα χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς ψήφου, και εν μέρει σχετίζεται και με απογοητευμένο αριστερό κόσμο. Ας συνυπολογίσουμε, όμως, ότι σίγουρα δεν επικροτεί ο κόσμος αυτός την κυρίαρχη σήμερα πολιτική. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε το μεγάλο εκείνο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, προσφύγων και μεταναστών, όσων, δηλ. ζουν και εργάζονται – συνήθως σε συνθήκες υπερεκμετάλλευσης – στη χώρα μας για χρόνια και δεκαετίες, αλλά δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, όπως και το πολύ δυναμικό κομμάτι των νέων Ελλήνων μεταναστών των τελευταίων χρόνων που δεν ψήφισαν, για να έχουμε μια πιο συνολική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τις εκλογές αυτές.

Συνολικά, συμπεραίνουμε ότι σε περιόδους κρίσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια ότι είναι αυτή που ζούμε σήμερα, οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις δεν μένουν ποτέ στάσιμες, και οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονται, ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός δυναμώνει. Αν η ταξική πάλη δεν γείρει προς τα συμφέροντα, τις προσδοκίες, της ελπίδες, κοκ, του εργατικού και λαϊκού κόσμου, όπως πήγε να γίνει στην περίοδο 2012-2015, τότε σίγουρα θα πάει προς την ανάποδη, σε συνθήκες ήττας, όπως οι σημερινές. Η συντηρητικοποίηση, για την οποία γίνεται λόγος, είναι εμφανής, και συνέπεια της πορείας της ταξικής πάλης, της αδυναμίας της Αριστεράς να οδηγήσει τον λαό σε μια φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.

Από την άλλη, η κατάσταση είναι αντιφατική και εμπεριέχει και άλλες ιστορικές δυνατότητες: η κρίση συνεχίζεται, και πιθανόν από τον Σεπτέμβρη να επιδεινωθεί, ο λαός είναι ο ίδιος λίγο-πολύ που πριν από 8 χρόνια ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, αμφισβήτησε έμπρακτα τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης για συμμετοχή στην ΕΕ και στο Ευρώ, έστω και χωρίς πλήρη αυτοσυνείδηση, ή και με αντιφάσεις, ενώ διαδήλωνε και απεργούσε κατά εκατοντάδες χιλιάδες για αρκετά χρόνια. Το ερώτημα που προκύπτει με επείγοντα τρόπο είναι τι πρέπει (και μπορούμε) να κάνουμε σε αυτές τις συνθήκες;

Η διεθνής ιστορική συγκυρία

Ζούμε σε έναν κόσμο που βρίσκεται ήδη εντός μιας κατάστασης που έχει χαρακτηριστεί ως «πολυκρίση», καθώς συνδυάζει:

  • Την καπιταλιστική οικονομική κρίση.
  • Την όξυνση των διεθνών αντιθέσεων έως τον γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
  • Την απειλή για τον ανθρώπινο πολιτισμό λόγω της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος.

Η καπιταλιστική κρίση

Η κυρίαρχη πλευρά δεν είναι άλλη από την κρίση του καπιταλισμού στις πιο ανεπτυγμένες, και ιμπεριαλιστικές χώρες, με τη μορφή που αυτή παίρνει ως πτώση του ποσοστού κέρδους, και αντίστοιχη μείωση των παραγωγικών επενδύσεων, και, κατά συνέπεια, της αύξησης της παραγωγικότητας, και της επιβράδυνσης της ανάπτυξης, έως τη στασιμότητα. Οι ρίζες της κρίσης αυτής χρονολογούνται από το τέλος της μεταπολεμικής, «χρυσής περιόδου» του καπιταλισμού, περίπου στη δεκαετία του ’70. Από τότε, μέχρι και τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, δόθηκε μια ανάσα χάρις τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική του κεφαλαίου, όπως αυτή ξετυλίχθηκε σε δύο κύριους συνδυασμένους άξονες:

  1. επίθεση με διάφορους τρόπους στην αξία της εργασιακής δύναμης εγχωρίως (ιδιωτικοποιήσεις, μείωση μισθών, διάλυση συνδικάτων κοκ),
  2. ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση της παραγωγής, μέσω της εξάπλωσης της κυριαρχίας του ιμπεριαλιστικού μονοπωλιακού κεφαλαίου σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, κάτι που κατέστη δυνατό μετά την ανατροπή του «υπαρκτού» σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και λόγω της ένταξης της Κίνας, υπό την εξουσία του ΚΚ, σε αυτή τη διαδικασία διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής.

Από την κρίση του 2007 και μετά, το σύστημα εναλλάσσει μικρότερες ή μεγαλύτερες κρίσεις, όπως η τελευταία κατά την πανδημία του κορωνοϊού, με βραχύχρονες περιόδους αναιμικής ανάπτυξης, με έντονα χαρακτηριστικά χρηματοπιστωτικής, πλασματικής, μη παραγωγικής επέκτασης. Αυτή η πορεία μας έχει οδηγήσει στη σημερινή άνοδο του πληθωρισμού, τον οποίο προσπαθούνε οι κεντρικές τράπεζες να τιθασεύσουν με άνοδο των επιτοκίων, προκαλώντας μια νέα ύφεση ή και κρίση.

Είναι αυτή, η καπιταλιστική κρίση, που στην ουσία της δεν είναι τίποτα άλλο από ανεπαρκής παραγωγή υπεραξίας στη μονάδα του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, η κυρίαρχη αιτία που κινεί και τους άλλους δύο άξονες της «πολυκρίσης».

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος

Η μεταπολεμική «χρυσή περίοδος» του καπιταλισμού δε θα ήταν δυνατή χωρίς τις τεράστιες καταστροφές κυρίως του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ούτε και η νεοφιλελεύθερη «ανάσα» θα ήταν δυνατή χωρίς την ιμπεριαλιστική λεηλασία που ακολούθησε, κυρίως μετά το 1990, ανά τον κόσμο. Είναι, λοιπόν, προς την ίδια κατεύθυνση που κινείται και σήμερα το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Ο στρατηγικός στόχος δεν είναι άλλος από την παγκόσμια ηγεμονία, τη διατήρησή της, και την επέκτασή της, εις βάρος των χωρών αυτών, κυρίως της Ευρασίας (Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Συρία, αλλά και άλλων, πχ στην Αφρική ή στη Λατ. Αμερική), που είχαν μέχρι σήμερα δυνατότητες μιας πιο εθνικά ανεξάρτητης ανάπτυξης. Πρόκειται είτε για χώρες όπου έγιναν οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, είτε και για χώρες που συνδέθηκαν με συμμαχικές σχέσεις με αυτές. Και μόνο η λεηλασία του φυσικού πλούτου χωρών όπως η Ρωσία, ή και η υπερεκμετάλλευση του ειδικευμένου και πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού χωρών όπως η Κίνα (αλλά και η Ρωσία), θα μπορούσε να δώσει άλλη μια τέτοια «ανάσα» ζωής στο παρασιτικό ιμπεριαλιστικό σύστημα, για μερικές ακόμη δεκαετίες.

Στη στρατηγική αυτή βρίσκεται η βαθύτερη ρίζα των διάφορων συρράξεων που τείνουν να συγκλίνουν προς έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο: ρωσονατοϊκός πόλεμος στο έδαφος της Ουκρανίας, στη Μ. Ανατολή οι πόλεμοι ενάντια στη Συρία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στο Ιράν, οι προκλήσεις ενάντια στην Κίνα για το θέμα της Ταϊβάν, ενώ ξεχωριστή σημασία έχουν και οι εξελίξεις στη Λατ. Αμερική (Κούβα, Βενεζουέλα, Βολιβία, κοκ), καθώς και στην Αφρική.

Σε αυτή τη στρατηγική αντιστέκονται ένας μεγάλος αριθμός αναπτυσσόμενων, πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών που συνασπίζονται γύρω από τους BRICS, με οικονομικό στήριγμα την Κίνα και στρατιωτικό τη Ρωσία. Επιδιώκουν έναν «πολυπολικό» κόσμο, σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους και τη σημερινή τους ισχύ. Σε κάθε περίπτωση, ανοίγεται ένα φάσμα ιστορικών δυνατοτήτων για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, για να αξιοποιήσει τις αντιθέσεις αυτές εις βάρος του ιμπεριαλισμού, και να αναπτύξει εναλλακτικές στρατηγικές εξουσίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, αναζητώντας και αντίστοιχα διεθνή στηρίγματα, όπως βλέπουμε να κάνει με επιτυχία η Κούβα για παράδειγμα.

Από την άλλη, βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο προς το παρόν, οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, όπως φαίνεται πχ από τον τρόπο που αποδέχεται σήμερα η Γερμανία την καταστροφή της βιομηχανίας της στα πλαίσια της παραπάνω στρατηγικής.

Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος

Σε μια ιστορική συγκυρία καπιταλιστικής κρίσης και ιμπεριαλιστικού πολέμου, είναι αδύνατον να υπάρξει ο κεντρικός, δημοκρατικός σχεδιασμός και η διεθνής συνεννόηση που απαιτείται για να αλλάξουν τα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης που έχει επιβάλλει ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός. Αντίθετα, ήδη έχουν αρχίσει επιμέρους φυσικές καταστροφές (ξηρασίες, πυρκαγιές, πλημμύρες, πανδημίες, κοκ), οι οποίες αμέσως μετατρέπονται σε κοινωνικές κρίσεις (μετανάστευση, προσφυγιά, ένοπλες συγκρούσεις, κοκ), ακριβώς λόγω της διαχείρισης που τους επιβάλλεται από τον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό. Η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού, με τρομερές διεθνείς και ταξικές ανισότητες, στις επιπτώσεις της, σε θανάτους, οικονομική καταστροφή ή και άλλες κοινωνικές παθογένειες που αναδείχτηκαν, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο χρόνος λιγοστεύει για την ανθρωπότητα για να αλλάξει πορεία.

Πολεμικός καπιταλισμός, ακροδεξιά, και νεοφασισμός

Η διαχείριση αυτής της «πολυκρίσης» παίρνει όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα ενός πολεμικού καπιταλισμού, με τα ιμπεριαλιστικά κράτη να υποτάσσουν στη στρατηγική τους με αυταρχικό τρόπο όχι μόνο τους λαούς, αλλά ακόμη και ατομικά κεφάλαια ή μερίδες του κεφαλαίου που επιχειρούν να διαφοροποιηθούν, με την ακροδεξιά ή και φασιστικά κόμματα να ανεβαίνουν σε επιρροή, ή και στη διακυβέρνηση, και με τον νεοφασισμό και τον νεοναζισμό να εξοπλίζεται, να χρηματοδοτείται, και να εργαλειοποιείται είτε στο εσωτερικό, για την καταστολή του εργαζόμενου λαού, και των μεταναστών, είτε στο εξωτερικό, ως στρατιωτική αιχμή του δόρατος, όπως γίνεται στην Ουκρανία. Η διαχείριση της πανδημίας, από αυτήν την άποψη, εισήγαγε νέες «τεχνολογίες» για τη διαχείριση της εξουσίας σε καιρούς κρίσης, εκμεταλλευόμενη υγειονομικά μέτρα που ήταν σε κάποιο βαθμό αναγκαία, αλλά, πήραν τελείως άλλο χαρακτήρα σε χώρες με λαϊκή εξουσία, όπως η Κούβα, ή ακόμη και η Κίνα.

Ελλάδα: εξαρτημένη και αδύναμος κρίκος

Σε αυτό τη συγκυρία, μια μικρή χώρα ενδιάμεσης ανάπτυξης, και εξαρτημένη στον ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να παθαίνει πνευμονία όταν οι ιμπεριαλιστικές χώρες φταρνίζονται. Για παράδειγμα, η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια προς το χειρότερο

  • και ως προς την οικονομική καταστροφή της μνημονιακής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, σε σχέση με άλλες χώρες του Ευρώ, της ΕΕ, και του ΟΟΣΑ, με μια πτώση ΑΕΠ και αγοραστικής δύναμης που συναντάται μόνο σε εμπόλεμες χώρες,
  • και ως προς τη διαχείριση της πανδημίας, με 30000 νεκρούς, και τα βάρη των λοκντάουν να τα φορτώνονται τα λαϊκά στρώματα της εργασίας και της μικρής ιδιοκτησίας.

Συμπεραίνουμε ότι η νέα κυβερνητική θητεία της ΝΔ που μόλις ξεκίνησε δε θα είναι χωρίς προβλήματα. Ήδη είναι γνωστό ότι η δημοσιονομική πολιτική στην ΕΕ θα αντιστραφεί προς νέα λιτότητα, μετά τη χαλάρωση λόγω της πανδημίας, και επομένως έρχεται η ώρα να πληρωθούν τα «ανοίγματα» της ΝΔ, με τα οποία επιχείρησε να εξαγοράσει μέρος της λαϊκής ψήφου. Δεν ξέρουμε πόσο αυτή η κατάσταση θα συνδυαστεί, και πως ακριβώς, με την όξυνση του πολέμου στην Ουκρανία, αν θα εμπλακεί η χώρα μας περισσότερο σε αυτόν, και κατά πόσο ισχύουν οι φήμες για προσέγγιση Ελλάδας και Τουρκίας, υπό το ΝΑΤΟ, με σκοπό να ασφαλίσει το ΝΑΤΟ τα «μετόπισθεν» του ενόψει της κλιμάκωσης του πολέμου. Άλλωστε, κρίνοντας από δημοσιογραφικές προτροπές όπως του Παπαχελά, και από δηλώσεις όπως αυτή του Άδωνι Γεωργιάδη σχετικά με την αλλαγή του Συντάγματος, φαίνεται να υπάρχει η θέληση για μια εντατική εκκίνηση του κυβερνητικού έργου της ΝΔ, για όσο διαρκεί η ευφορία από την εκλογική της νίκη, και πριν φανούν οι αντιλαϊκές συνέπειες της πολιτικής της σε όλη τους την έκταση.

Ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος

Η πρώτη προφανής απάντηση σε αυτήν την κατάσταση δεν μπορεί παρά να είναι «αγώνες – αγώνες – αγώνες»· αγώνες που δεν μπορεί παρά να είναι αμυντικοί καταρχήν, για να υπάρξουν αντιστάσεις στη λαίλαπα που έρχεται. Δείγματα αυτών των αγώνων είδαμε τον τελευταίο χρόνο, όπως πχ αυτοί που κατάφεραν να ακυρώσουν ή, έστω, να καθυστερήσουν την εφαρμογή της νομοθεσίας για πανεπιστημιακή αστυνομία, ενώ κορυφώθηκαν με τις διαδηλώσεις για το δυστύχημα των Τεμπών. Παραμένει ζητούμενο η ενότητα, ένας στοιχειώδης κοινός συντονισμός ή και προγραμματισμός, η μέγιστη συσπείρωση δυνάμεων στο κάθε επιμέρους μέτωπο πάλης, κάτι στο οποίο οφείλουμε όλοι να συμβάλουμε ανάλογα με τις δυνατότητές μας.

Ωστόσο, σε περιόδους κρίσης ή ύφεσης, όταν η εργασιακή δύναμη έχει μεγαλύτερη ανάγκη την εργασία από ότι το κεφάλαιο την εργασιακή δύναμη, όπως και στις σημερινές συνθήκες διάλυσης του οργανωμένου συνδικαλισμού, οι αγώνες αυτοί ξεκινάνε από μειονεκτική βάση. Απαιτείται η σύνδεσή τους με μια εναλλακτική πολιτική πρόταση, προκειμένου να αναπτυχθούν, να μαζικοποιηθούν, να ριζοσπαστικοποιηθούν, και να συγκλίνουν, όπως μας έδειξε και η εμπειρία της περιόδου 2012-2015. Απαιτείται εκείνη, επομένως, η μετωπική, συμμαχική, πολιτική δύναμη, που θα ζυμώσει μέσα στους αγώνες μια συγκεκριμένη στρατηγική κατεύθυνση διεξόδου από την κρίση προς όφελος του εργαζόμενου λαού.

Η στρατηγική κατεύθυνση και το μέτωπο

Αν κάτι επιβεβαίωσε ο προηγούμενος «γύρος» της ταξικής σύγκρουσης, της περιόδου 2012-2015, είναι ότι η κυρίαρχη αντίθεση που χωρίζει την ελληνική κοινωνία σε δύο ασυμφιλίωτα στρατόπεδα είναι αυτή μεταξύ του εργαζόμενου λαού (με όλη την εσωτερική ποικιλία και δευτερεύουσες αντιθέσεις στο εσωτερικό του), και της ανισομερούς συμμαχίας της ελληνικής ολιγαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου με τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές της, όπως αυτοί μορφοποιούνται στην ΕΕ, και στο ΝΑΤΟ (ΗΠΑ). Από το «ανήκομεν εις τη Δύση» που είπε ο Τσίπρας για να καταφέρει να κυβερνήσει, μέχρι την κωλοτούμπα μετά το δημοψήφισμα, τις κάθε είδους πιέσεις και εκβιασμούς από την πλευρά της ΕΕ και του ΔΝΤ, αλλά και των πολιτικών εκπροσώπων της ντόπιας ολιγαρχίας που, όπως ομολόγησε ο Μεϊμαράκης, συνωμοτούσαν για να διασφαλίσουν ότι θα «μείνουμε στην Ευρώπη», συνολικά αυτή η ιστορική εμπειρία είναι ένα ανεκτίμητης αξίας μάθημα για τον ελληνικό λαό: του δείχνει τον εχθρό που έχει να νικήσει για οποιαδήποτε εναλλακτική πορεία της χώρας, όπως και το πόσο αδίστακτος είναι.

Αυτό μένει να το συνειδητοποιήσουνε και οι αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορίες του λαϊκού κινήματος, όμως, για τις οποίες η κυρίαρχη αυτή αντίθεση παίζει μάλλον τον ρόλο του «ελέφαντα στο δωμάτιο», για τον οποίο όταν καταφέρουμε να μιλήσουμε, είτε θα τον κρύψουμε πίσω από μια κουρτίνα (πχ «αντικαπιταλισμού», «εργατισμού», «δικαιωματισμού», «αντικυβερνητισμού», «αντικρατισμού»), είτε θα θολώσουμε την εικόνα του με κάποια προγραμματική «δημιουργική ασάφεια».

Φτάνει πια με τα «μετωπικά καλέσματα», στα οποία βρίσκουμε 100 φορές τη λέξη «Αριστερά» (λες και δεν απευθυνόμαστε στο κομμάτι του εργαζόμενου λαού που δηλώνει «δεξιός»), 10 φορές τη λέξη (αντι)καπιταλισμός ή «κεφάλαιο» ως μια εξαιρετικά αφηρημένη και ιδεολογικά φορτισμένη περιγραφή του ποιος είναι τελικά ο αντίπαλος!, 3-4 φορές τη λέξη σοσιαλισμός, ευρείες αναφορές σε ζητήματα δευτερεύοντα, πχ κοινωνικού ακτιβισμού, επίσης ιδεολογικά φορτισμένα για τη σημερινή μεταμοντέρνα «Αριστερά», και την ίδια ώρα ψάχνει κανείς με το μικροσκόπιο τις θέσεις για την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ οι ιδέες για το πως θα επιβιώσουμε και θα ζήσουμε καλύτερα σε ρήξη με τον ισχυρότερο αντίπαλο που γνώρισαν ποτέ οι λαοί, τον σημερινό ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό, απουσιάζουν σχεδόν τελείως!

Σε κάθε περίπτωση, προτείνουμε όσες δυνάμεις της κομμουνιστικής, και ριζοσπαστικής Αριστεράς είμαστε πρόθυμοι να «κοιτάξουμε τον ελέφαντα στα μάτια», να αρχίσουμε από αύριο κιόλας να ζυμώνουμε τη στρατηγική κατεύθυνση της ρήξης με την εξουσία της συμμαχίας ντόπια ολιγαρχία – ΕΕ – ΝΑΤΟ. Αρχικά ως επιμέρους άξονες πάλης στο κίνημα, όπου πρέπει να συναντηθούμε, και όπου πρέπει να συνδέουμε με τέχνη και επιστήμη την άμυνα, με την αντεπίθεση και την προοπτική. Ελπίζουμε στην πορεία, να διαμορφωθούν συνθήκες για μια πολιτική συμμαχία που θα διαμορφώσει και ένα αντίστοιχα μετωπικό, μεταβατικό πρόγραμμα, όχι μόνο πάλης, αλλά και εξουσίας, επιστημονικά επεξεργασμένο, και ζυμωμένο μέσα στους λαϊκούς αγώνες, και στις οργανώσεις του λαϊκού κινήματος. Ένα πρόγραμμα που να αξιοποιεί και τις αλλαγές που συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο για να πείσει τον λαό ότι δε θα γίνουμε «Β. Κορέα» ή «Βενεζουέλα», με ότι εννοεί με αυτό η προπαγάνδα της ολιγαρχίας, αλλά και το ότι το να γίνουμε πχ η Κούβα της Μεσογείου μπορεί να αποδειχθεί πολύ καλύτερο από ότι θέλει η προπαγάνδα αυτή να μας πείσει.

Μιλάμε, γενικά, για έναν μέτωπο λαϊκό, πατριωτικό, και ταυτόχρονα διεθνιστικό, αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό, αν θα θέλαμε να το χαρακτηρίσουμε επιστημονικά, χωρίς, φυσικά, να δεσμευόμαστε από τις λέξεις και την ορολογία. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι πρέπει να είναι ένα μέτωπο προγραμματικό, δηλ. ο παραπάνω χαρακτήρας θα πρέπει να δίνεται από το ίδιο το συμφωνημένο πολιτικό πρόγραμμα, πέρα από οποιαδήποτε ταμπέλα που μάλλον διώχνει, παρά προσελκύει τον λαϊκό κόσμο (πχ «αριστερό», «αντικαπιταλιστικό» κοκ).

Ο ρόλος των κομμουνιστών, και η οργάνωσή τους

Η στρατηγική κατεύθυνση, και όχι γενικά και αφηρημένα η (κομμουνιστική) «Αριστερά», είναι η απάντηση και στο τι ρόλο μπορούν να παίξουν οι διασκορπισμένες δυνάμεις μας, των Ελλήνων κομμουνιστών που δεν είναι εγκλωβισμένοι στο ΚΚΕ, ή σε άλλες δογματικά συγκροτημένες μικρότερες οργανώσεις, αν θέλουμε να συμβάλουμε με πρωτοπόρο τρόπο στην ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Ξεκινάμε από τις βάσεις μιας πραγματικότητας:

  1. στρατηγικής κρίσης τόσο στο εγχώριο κομμουνιστικό κίνημα, όσο και στο διεθνές, η οποία κρατά εδώ και δεκαετίες, οδήγησε στην ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη, και στην αδυναμία του κομμουνιστικού κινήματος όλα αυτά τα χρόνια να παίξει τον ιστορικό του ρόλο,
  2. της ύπαρξης, πέραν του ΚΚΕ, που δεν παραδέχεται την κρίση αυτή, και κάνει ότι δεν το αφορά, πολλών μεμονωμένων, κομμουνιστών, πρωτοπόρων αγωνιστών, κυρίως ανένταχτων, καθώς και αρκετών που βρίσκονται σε μικρές συλλογικότητες ή οργανώσεις, λίγων δεκάδων ή εκατοντάδων ατόμων. Οι οργανώσεις αυτές, όντας τόσο μικρές, δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν ως πολιτικές, με την έννοια ότι δεν μπορούν να δοκιμάσουν τις θέσεις τους στην πράξη, ώστε να αλλάξουν την πραγματικότητα, ή να αφήσουν την πραγματικότητα να τις αλλάξει. Έτσι, παραμένουν κυρίως οργανώσεις που συγκροτούνται γύρω από μια ιδεολογική ταυτότητα, συντηρητικοποιούνται, τα μέλη τους σε έναν βαθμό «βολευόμαστε», και αρνούμαστε να αλλάξουμε.

Ο Σύλλογός μας πήρε μια Πρωτοβουλία για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος (ΚΚ) της χώρας μας, στη βάση ενός Ανοιχτού Καλέσματος, λίγων σελίδων μόνο, στις οποίες, όμως σκιαγραφείται συνοπτικά:

  • η στρατηγική κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει άμεσα να δράσουμε,
  • και μια διαδικασία, που πιστεύουμε ότι μπορεί να μας πάρει από τη σημερινή κατάσταση διάλυσης και πολυκερματισμού, σε ένα νέο, επαναστατικό, κομμουνιστικό κόμμα, στην παράδοση του μαρξισμού – λενινισμού και της Τρίτης Διεθνούς μεν, με όλες τις προσαρμογές και καινοτομίες που η εξέλιξη της ιστορίας, όμως, θα απαιτήσει, με ενδιάμεσο σταθμό μια μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση.

Πρόκειται για μια διαδικασία που δε θέλουμε να βασιστεί στην ιδεολογική συνάφεια με στόχο την ενοποίηση λίγων από τις υπάρχουσες οργανώσεις και συλλογικότητες, αλλά

  • στην κοινή δράση στην παραπάνω στρατηγική κατεύθυνση,
  • στην απόλυτα δημοκρατική και αντιγραφειοκρατική λειτουργία (πχ αποφάσεις αρχικά με αυξημένες πλειοψηφίες),
  • και στην ανοιχτή συντροφική συζήτηση και κοινές επιστημονικές επεξεργασίες για τα στρατηγικά ζητήματα της εποχής μας.

Προς το παρόν, μαζεύουμε απλά υπογραφές από κόσμο ανένταχτο, ή και οργανωμένο, για να δημιουργήσουμε ένα πολιτικό ρεύμα, μια καλώς εννοούμενη πίεση προς όλους μας, για να κινηθούμε σε μια τέτοια κατεύθυνση. Σας καλούμε όλους να συμμετάσχετε με όποιον τρόπο επιθυμείτε, πχ μέσα από τον δημόσιο διάλογο που ξεκινήσαμε για το θέμα της ανασυγκρότησης του ΚΚ.

Ελπίζουμε να συγκεντρωθούν επαρκείς δυνάμεις για ένα ιδρυτικό συνέδριο, ανοιχτό σε όποιον θέλει να συμμετάσχει, στη βάση των προσυνεδριακών κειμένων για πρόγραμμα και καταστατικό που θα επεξεργαστούμε από κοινού, προκειμένου να γίνει πράξη η μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση, και να ξεκινήσει από εκεί και πέρα, μια πορεία κοινής δράσης, και σταδιακής στρατηγικής σύγκλισης, στην οποία η αρχική συμφωνία σε μια στρατηγική κατεύθυνση θα εξελιχθεί σε πιο βαθιά και ευρεία στρατηγική συμφωνία, ελπίζοντας η διαδικασία αυτή να μας πάει μέχρι το Κόμμα που έχουμε ανάγκη.

«Τι να κάνουμε» λοιπόν;

Συνοψίζοντας, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια που η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, κάτω από την ταμπέλα αυτή της «Αριστεράς» με διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς, κινήθηκε με βάση ένα σχήμα «μπάμπουσκα» περίπου ως εξής:

  • «μέτωπο αντικαπιταλιστικών/κομμουνιστικών αριστερών οργανώσεων» μέσα σε ένα άλλο
  • «μέτωπο της ‘ανατρεπτικής’, ‘ριζοσπαστικής’ Αριστεράς»,
  • την ίδια ώρα που στο κίνημα υπήρχε δυσκολία για συντονισμό και προγραμματισμό μιας κοινής δράσης,

προτείνουμε «να το πάρουμε αυτή τη φορά αλλιώς», με βάση ένα άλλο «σχήμα»:

  • Μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση, ξεκινώντας από μια κοινή στρατηγική κατεύθυνση ρήξης του εργαζόμενου λαού με την ντόπια μονοπωλιακή και φιλοϊμπεραλιστική ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές της (ΕΕ, ΝΑΤΟ/ΗΠΑ), με σκοπό τη στρατηγική σύγκλιση για το κομμουνιστικό κόμμα της εποχής μας, με επεξεργασμένη στρατηγική για τη χώρα μας, το οποίο θα παίξει πρωτοπόρο ρόλο στην ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, στη βάση της πιο πλέριας εσωκομματικής δημοκρατίας και της ενιαίας δράσης με συνειδητή πειθαρχία.
  • Πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, σε επιμέρους και συνολικότερα μέτωπα και συσπειρώσεις, στην παραπάνω στρατηγική κατεύθυνση με σταδιακή σύγκλιση σε ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο που θα προβάλει μια πρόταση εξουσίας – έστω και με αντιφάσεις και ταλαντεύσεις των συμμάχων – στην παραπάνω στρατηγική κατεύθυνση.
  • Μέγιστο της ενότητας στο κίνημα, μέγιστη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων σε κάθε επιμέρους μέτωπο πάλης, επιδίωξη για κοινό συντονισμό και προγραμματισμό στους – καταρχήν – αμυντικούς αγώνες της επόμενης περιόδου, οι οποίοι σταδιακά θα πρέπει να «μπολιάζονται», στην πράξη, όχι στα λόγια, από την παραπάνω στρατηγική κατεύθυνση, να συνδέονται με τη λαϊκή αντεπίθεση και την προοπτική νίκης και μιας καλύτερης ζωής για τον λαό που αυτή η στρατηγική μπορεί να ανοίξει.

 

* Στο κείμενο αυτό βασίστηκε η εισήγηση του Δ. Περδίκη στην εκδήλωση με το ίδιο θέμα που συνδιοργανώθηκε από την Παρέμβαση και τον Σύλλογο Μαρξ. Σκέψης “Γ. Κορδάτο” στην Πάτρα την Παρασκευή 7/7.