1

Η Διάκριση ανάμεσα στην Κοινωνική Αξία, στην Ατομική Αξία, στην Αξία Αγοράς και στην Τιμή Αγοράς στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου, Chai-on Lee

 

Δημοσιεύουμε τη μετάφραση του άρθρου The Distinction between Social Value, Individual Value, Market Value and Market Price in Volume III of Capital (Η Διάκριση ανάμεσα στην Κοινωνική Αξία, στην Ατομική Αξία, στην Αξία Αγοράς και στην Τιμή Αγοράς στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου) του Chai-on Lee (Εθνικό Πανεπιστήμιο Chou-nam, Ν.Κορέα)το οποίο αποτελεί ένα από τα κεφάλαια του τόμου Marxian Economics: A Reappraisal (Μαρξικά Οικονομικά: Μια Επανεκτίμηση).

Το άρθρο βασίζεται σε προηγούμενη εργασία του συγγραφέα, την οποία έχουμε ήδη μεταφράσει και παρουσιάσει, για την υπεράσπιση της εργασιακής θεωρίας της αξίας σε ζητήματα στα οποία επικεντρώθηκε η κριτική κατά τον 20ό αιώνα, όπως πχ σε αυτό του μαρξικού μετασχηματισμού των αξιών των εμπορευμάτων σε τιμές παραγωγής.

Σε αυτή τη βάση, το άρθρο εμβαθύνει περαιτέρω στις έννοιες που περιλαμβάνονται στον τίτλο του, χαλαρώνοντας την υπόθεση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, και εστιάζοντας στις διακυμάνσεις των τιμών αγοράς γύρω από τις τιμές παραγωγής στο βραχυ-, μεσο- και μακρο- πρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Η μελέτη αυτή επιτρέπει τον προσδιορισμό της πηγής των -περισσότερο ή λιγότερο- συστηματικών υπερκερδών των ατομικών κεφαλαίων, και τη συσχέτισή τους με ατομικές διαφορές στην παραγωγικότητα, ή κλαδικές διαφορές στην οργανική σύνθεση κεφαλαίου, και περαιτέρω, με τα διαφορετικά είδη προσόδων (διαφορική, απόλυτη, μονοπωλιακή).

Είναι ακριβώς αυτή η κατάληξη του εν λόγω άρθρου που ενδιαφέρει τη μελέτη του σύγχρονου σταδίου του καπιταλισμού, τον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό ή ιμπεριαλισμό, και ο λόγος για τη μετάφραση και παρουσίασή του.

Ο αναγνώστης μπορεί να ακολουθήσει τον σύνδεσμο για την καλύτερη ανάγνωσή του σε μορφή pdf, διότι περιέχει εξισώσεις και πίνακες. Παρακάτω παραθέτουμε το κείμενο έχοντας αφαιρέσει τα μαθηματικοποιημένα μέρη του, τα οποία αναφέρονται κυρίως στο μετασχηματισμό των αξιών σε τιμές παραγωγής.

 

Διονύσης Περδίκης,

 για τη μετάφραση και παρουσίαση

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ήταν κάποτε ευρέως αναγνωρισμένο στη μαρξιστική βιβλιογραφία ότι η μαρξική θεωρία της αξίας δεν ήταν μια θεωρία για την τιμή των εμπορευμάτων, αλλά μια ποιοτική (όχι ποσοτική) περιγραφή των εκμεταλλευτικών ταξικών σχέσεων. Αυτή η αναγνώριση ενισχύθηκε από τη θεωρητική αποτυχία των μαρξιστικών οικονομικών να υποστηρίξουν τον μαρξικό μετασχηματισμό των αξιών σε τιμές. Από τη στιγμή που ο ρόλος της ως θεωρία των τιμών είχε απρόθυμα εγκαταλειφθεί, ωστόσο, ο άλλος της ρόλος ως μιας θεωρίας της εκμετάλλευσης ήταν επίσης προδιαγεγραμμένος να καταρρεύσει. Μεταξύ άλλων οι Roemer (1982), Bowles και Gintis (1981) και Samuelson (1982) δείξανε ότι η αξία των εμπορευμάτων μπορεί να καθοριστεί εξίσου από την ποσότητα οποιουδήποτε ορισμένου είδους εισαγόμενου υλικού (ως θεωρία της αξίας του φιστικού ή του ατσαλιού), και σε αυτόν τον βαθμό, οποιαδήποτε υλική δύναμη (δύναμη φιστικιού ή δύναμη ατσαλιού) δεν τυγχάνει εκμετάλλευσης λιγότερο από την εργασιακή δύναμη. Ο Roemer (1986) πήγε ένα βήμα παραπέρα στο να δείξει ότι η εκμετάλλευση μπορεί να αναλυθεί ακόμη και χωρίς τέτοια (κατά το φιστίκι ή το ατσάλι) αξιακή κατηγορία, οπότε και η αρχική μαρξική έννοια της εκμετάλλευσης επαναδιατυπώθηκε σε κάτι που θεμελιώνεται όχι στις ισοδύναμες ανταλλαγές αλλά στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Εν τέλει, η μαρξική θεωρία της αξίας αποδείχθηκε περιττή σε σύνδεση με τόσο την εκμετάλλευση όσο και την τιμή. Όμως, ο πλεονασμός αυτός προσφάτως αποδόθηκε στη συμβατικά λανθασμένη ομογενή εργασιακή θεωρία της αξίας[1]. Και, επιπλέον, μια νέα θέση ενέκυψε, η οποία ανέδειξε ότι ο αρχικός μαρξικός μετασχηματισμός δεν ήταν λάθος[2]. Ενόψει αυτής της θετικής κίνησης, είναι η κατάλληλη στιγμή για την αποκατάσταση της ίδιας της μαρξικής θεωρίας της αξίας ως μια ορθή θεωρία των τιμών, και επίσης, για την ανάπτυξη μιας θεωρητικής δομής που να συνδέει την αξία με την τιμή αγοράς προς χάριν του εμπειρισμού. Αυτό το κεφάλαιο είναι γραμμένο με αυτόν τον σκοπό. Προς χάριν της θεωρητικής δομής που συνδέει την αξία με την τιμή αγοράς, θα ασχοληθεί ειδικά με τις ενδιάμεσες κατηγορίες της ατομικής αξίας, της αξίας αγοράς, της κοινωνικής αξίας, της ατομικής τιμής παραγωγής, και της τιμής παραγωγής της αγοράς[3].

 

ΣΥΝΟΨΗ

Ασχολούμαστε τόσο με την αξία όσο και την τιμή ως προς δύο κατηγορίες: (1) ως ουσιαστικές κατηγορίες και (2) ως σχεσιακές κατηγορίες. Ως προς τις πρώτες, κάθε παραγωγή εμπορεύματος αντιμετωπίζεται ως μέρος της συνολικής εμπορευματικής παραγωγής και η θέση του στην ολότητα ως να αντιπροσωπεύεται από την αξία και την τιμή. Ως προς τις δεύτερες, ωστόσο, κάθε παραγωγή γίνεται αντιληπτή ως εξατομικευμένη σε μια ανεξάρτητη οντότητα, και επομένως, και η εξωτερική σχέση μεταξύ των ατομικών οντοτήτων ως αν να συμπυκνώνεται στην αξία και στην τιμή (οι επονομαζόμενες προσφορά και ζήτηση παίζουν ρόλο μόνο σε αυτήν την τελευταία περίπτωση)[4]. Η αξία και η τιμή σε σχέση με τις πρώτες κατηγορίες θα διακριθούν από τις αυτές ως προς τις δεύτερες. Χαρακτηρίζουμε τις δεύτερες διαφορετικά από τις πρώτες όπως στον Πίνακα 7.1.

Πίνακας 7. 1   Ο μετασχηματισμός των ουσιαστικών κατηγοριών σε σχεσιακές

Ουσιαστικές κατηγορίες

Σχεσιακές κατηγορίες

(εν μέρει ουσιαστικές)

(καθαρά σχεσιακές)

Αξία

Ατομική αξία

Αξία αγοράς

Τιμή αγοράς

Τιμή παραγωγής (Τ.π.)

Ατομική Τ.π.

Τιμή παραγωγής της αγοράς

Τιμή αγοράς

Στον πίνακα παρακάτω, τόσο η αξία όσο και η τιμή παραγωγής ταξινομούνται ως ουσιαστικές κατηγορίες, σε αντιστοιχία με τις οποίες, τρεις διασυνδεδεμένες έννοιες, η ατομική αξία (ατομική τ.π.), η αξία αγοράς (τ.π. της αγοράς) και η τιμή αγοράς ταξινομούνται ως σχεσιακές. Ο επονομαζόμενος μετασχηματισμός των αξιών σε τιμές παραγωγής νοείται εντός του πλαισίου των ουσιαστικών κατηγοριών. Αυτό σημαίνει ότι δεν βλέπουμε να διαφέρουν η αξία και η τιμή παραγωγής ως προς την ουσία τους ή ως προς τους όρους αξιολόγησής τους. Όπως θα δείξουμε αργότερα, τις αντιμετωπίζουμε και τις δυο ως αν να είναι από την ίδια ουσία και, επομένως, να πρέπει να αξιολογηθούν με τους ίδιους εργασιακούς ή/και χρηματικούς όρους. Διαφέρουν μόνο στις αρχές ποσοτικοποίησής τους· η μία ακολουθεί την αρχή της ανάλυσης σε ίσους βαθμούς εκμετάλλευσης, ενώ η άλλη ακολουθεί την αρχή της σύνθεσης με ίσα ποσοστά κέρδους. Τρεις σχεσιακές κατηγορίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε καθεμία από αυτές μπορούν να διακριθούν, όπως παρακάτω.

  • Τιμή αγοράς : η (εξωτερική) σχέση μεταξύ ατομικών εμπορευμάτων.
  • Αξία αγοράς (τ.π. αγοράς): η σχέση της τιμής αγοράς προς τον σύνολο κόσμο των εμπορευμάτων.
  • Ατομική αξία (ατομική τ.π.) : η σχέση ενός ατομικού εμπορεύματος προς τον σύνολο κόσμο των εμπορευμάτων.

Μεταξύ αυτών των τριών σχεσιακών κατηγοριών, η πρώτη, η τιμή αγοράς, είναι καθαρά σχεσιακή ως προς τα ατομικά εμπορεύματα. Οι άλλες δυο, ωστόσο, η αξία αγοράς (τ.π. αγοράς) και η ατομική αξία (ατομική τ.π.), είναι σε σχέση με τον σύνολο κόσμο των εμπορευμάτων, και, σε αυτόν τον βαθμό, είναι ουσιαστικές μόνο εν μέρει. Τέτοιες μερικώς ουσιαστικές κατηγορίες, των οποίων οι μεταβολές οφείλονται, ωστόσο, στην προσφορά και στη ζήτηση, οριοθετούνται από το πλαίσιο της ολότητας. Αλλά η γνησίως σχεσιακή κατηγορία, η τιμή αγοράς, δεν οριοθετείται όπως αυτές. Θα το συζητήσουμε αυτό με μεγαλύτερη λεπτομέρεια αργότερα.

Κάποιοι μαρξιστές οικονομολόγοι[5] ισχυρίζονται ότι η αξία καθορίζεται στην ανταλλαγή (όχι στην παραγωγή) με αναφορά στην ποσότητα εργασίας που δαπανάται στην παραγωγή, και στον βαθμό που η αξία έχει μια “στιγμιαία” ύπαρξη που μπορεί να εξατμιστεί έξω από την ανταλλαγή[6]. Αυτό, ωστόσο, απέχει από το να ειπωθεί ότι, εάν ένα εμπόρευμα αποτύχει να αγοραστεί, μια δυνητική εμπορευματική αξία πραγματοποιείται ως μια μη-αξία. Η σχέση ανταλλαγής από μόνη της δεν μπορεί να καθορίσει την πραγματικότητα της αξίας. Μόνο μια δυνητική μη-αξία θα πραγματοποιούνταν ως μια μη-αξία. Οι λέξεις “δυνητική” και “πραγματοποιημένη” για τον Μαρξ αναφέρονται μόνο σε δύο τρόπους ύπαρξης. Συνέλαβε την αξία ως να έχει δύο τέτοιους τρόπους ύπαρξης. Γιατί; Δεδομένου ότι η αξία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον φορέα της (την αξία χρήσης), και ο φορέας πρέπει να περάσει από τις δύο φάσεις της παραγωγής και της ανταλλαγής διαδοχικά, η αξία που περιέχεται στην αξία χρήσης πρέπει επίσης να περάσει διά των ίδιων δύο φάσεων, παρόλο που δεν αποτελεί το αντικείμενο της ανταλλαγής. Περνώντας από τις δύο φάσεις, η ύπαρξη της αξίας είναι αναγκασμένη να διαφοροποιηθεί σε δυνητική αξία και πραγματοποιημένη αξία. Επειδή η ύπαρξη της αξίας είναι μια κοινωνική ουσία που καθορίζεται από την κοινωνική σχέση της παραγωγής και της ανταλλαγής, σε αντίθεση με την αξία χρήσης, δεν μπορεί να αποτελεί το αντικείμενο της ανταλλαγής. Έτσι, η σχέση ανταλλαγής από μόνη της δεν μπορεί να καθορίσει την πραγματικότητα της αξίας.

Κατ’ εξαίρεση, ακόμη και κοινωνικά χρήσιμα πράγματα συχνά αποτυγχάνουν να αγοραστούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, οι δυνητικές τους αξίες μάλλον καταστρέφονται (ή χάνονται) παρά πραγματοποιούνται ως μη-αξίες. Αντιθέτως, αν ένα επιβλαβές (όχι χρήσιμο) πράγμα καταφέρνει να πωληθεί μέσω απάτης, θα μετρούσε όχι ως μια ανταλλαγή, αλλά ως μια απάτη, μια μεταφορά αξίας. Είναι αρκετά παράλογο αν δυνητικές μη-αξίες μετασχηματίζονταν σε πραγματικές αξίες αποκλειστικά διά της ανταλλαγής.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ωστόσο, στη σφαίρα της ανταλλαγής, φυσικά, η αξία και η τιμή μπορούν να αλλάξουν ποσοτικά (αν και όχι ποιοτικά από μια δυνητική αξία σε μια μη-αξία). Τέτοιες αλλαγές είναι εξ’ αιτίας μιας ασυμφωνίας μεταξύ της σχέσης παραγωγής και της σχέσης ανταλλαγής. Η προσφορά και η ζήτηση παίζουν έναν σημαντικό ρόλο σε τέτοιες αλλαγές. Οι σχεσιακές κατηγορίες, τιμή αγοράς, αξία αγοράς (τ.π. αγοράς), και ατομική αξία (ατομική τ.π.) απαιτούνται σε αυτήν την περίπτωση για να κατηγοριοποιήσουν αυτές τις αλλαγές. Αντιστρόφως, ωστόσο, αν οι σχέσεις παραγωγής συμπίπτουν με τις σχέσεις ανταλλαγής, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με αυτήν την ερώτηση. Αλλά, στην πραγματικότητα, κάποιες σχέσεις παραγωγής, όπως η πρόσοδος στους γαιοκτήμονες, ο φόρος προς το κράτος, η προσφορά στην εκκλησία κοκ, δεν έχουν αντίστοιχες σχέσεις ανταλλαγής στον βαθμό που έχουν χαρακτήρα φόρου υποτέλειας παρά ανταλλαγής[7].

Η διάκρισή μας μεταξύ των ουσιαστικών και των σχεσιακών κατηγοριών θα είναι πιο σημαντική για την αναζήτηση της πηγής των υπερκερδών αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο.

 

ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΩΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Συμβατικά, η αξία και η τιμή έχουν συχνά διακριθεί σχετικά με τους όρους αξιολόγησής τους. Η μια σε εργασιακούς όρους, και η άλλη σε χρηματικούς. Με αυτή τη διάκριση, ωστόσο, ο μετασχηματισμός της αξίας σε τιμή του Μαρξ δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα, διότι αναμειγνύει αριθμητικά, σε μία εξίσωση, δύο κατηγορίες που αξιολογούνται με διαφορετικούς όρους. Για να προχωρήσουνε σε αυτόν τον λανθασμένο μετασχηματισμό, πολλοί μαρξιστές οικονομολόγοι επιχείρησαν να μετατρέψουν είτε την αξία, είτε την τιμή, στους όρους αξιολόγησης της άλλης πριν από τον μετασχηματισμό[8]. Αλλά ακόμη και μετά την μετατροπή αυτή, εξακολουθούσαν να αντιλαμβάνονται τη μονάδα μέτρησης της καθεμιάς ως διακριτή, και έτσι, εισήγαγαν επιπρόσθετα μια εξωτερική σταθερά (ως μια παραδοχή αμεταβλητότητας για την κανονικοποίηση) στη διαδικασία του μετασχηματισμού, υποθέτοντας είτε ότι η συνολική τιμή είναι ίση με τη συνολική αξία, είτε ότι το συνολικό κέρδος είναι ίσο με τη συνολική υπεραξία. Ακόμη και τότε η εξωτερική σταθερά που εισαγόταν με αυτόν τον τρόπο, ως η μοναδική σχέση μεταξύ αξίας και τιμής, προέκυπτε και η ίδια από τον μετασχηματισμό, κάτι που την καθιστά μια λογική κυκλικότητα. Στον μετασχηματισμό έδειξαν μια σχέση μεταξύ αξίας και τιμής ξεκινώντας από τη σταθερά, «συνολική αξία = συνολική τιμή», και μετά φτάνοντας στο συμπέρασμα που επαναλαμβάνει την ίδια σχέση αξίας-τιμής, «συνολική αξία = συνολική τιμή».

Μια τέτοια κυκλικότητα, ωστόσο, δεν υπάρχει στην ερμηνεία του μαρξικού μετασχηματισμού του (Lee, 1990, 1993). Δεν απαιτεί μια πρόσθετη εξωτερική σταθερά, καθώς υπολογίζει την αξία και τη τιμή στους ίδιους εργασιακούς όρους. Υποθέτει ότι τόσο η αξία όσο και η τιμή είναι από την απολύτως ταυτόσημη ουσία. Στο βαθμό που η ουσία τους είναι η ίδια, και οι δυο μπορούν να μετρηθούν με τους ίδιους εργασιακούς όρους και με την ίδια μονάδα μέτρησης, όπως μπορεί να ιδωθεί στον Πίνακα 7.2. Ο λόγος για τον οποίο τις μετράμε τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική τους μορφή είναι για να ταυτοποιήσουμε την πηγή των ποσοτικών τους αλλαγών.

 

Πίνακας 7. 2  Δύο διακριτές μορφές της αξίας και της τιμής με την ίδια ουσία

 

 

Μορφή

Ουσία

Εσωτερική μορφή

(η μορφή του ίδιου του περιεχομένου)

Εξωτερική μορφή (μορφή)

Αξία

Εργασία

Αξία

Αξιακή τιμή (ή άμεση τιμή)

Τ.π.

Εργασία

Τ.π.

Χρηματική τιμή

 

Η εξωτερική μορφή μπορεί να αλλάζει ακόμη και όταν η εσωτερική μορφή είναι σταθερή και έτσι πρέπει να φροντίσουμε να μην κρίνουμε λανθασμένα τις εξωτερικές διαταραχές. Όταν η αξία του χρήματος υπόκειται σε μεταβολή, όλες οι εξωτερικές μορφές την αξίας και της τιμής μεταβάλλονται ακόμη και αν τα εσωτερικά τους μεγέθη παραμένουν σταθερά. Αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται την αξία και την τιμή ως προς τις δύο αυτές μορφές, αλλά τις διακρίνουν μόνο στο πλαίσιο των όρων αξιολόγησής τους, δεν μπορούν να κάνουν τέτοιες διακρίσεις. Αυτή η κριτική μπορεί να εφαρμοστεί και στη φερόμενη «νέα» θέση που παίρνουν οι Mohun (1994), Foley (1982, 1986a, 1986b), De Vroey (1981) κοκ. Αυτοί επίσης υποθέτουν ότι η αξία και η τιμή έχουν διαφορετικές μονάδες μέτρησης, και έτσι, πολλαπλασιάζουν τις τιμές με την αξία της χρηματικής μονάδας για να συγκρίνουν τα δύο κβάντα (Σ.τ.Μ. στοιχειώδεις ποσότητες· εννοεί αξίας και τιμής) με τους ίδιους αξιακούς όρους. Κάνουν τη λανθασμένη παραδοχή ότι η αξία του χρήματος και η τιμή παραγωγής του υλικού του χρήματος δεν είναι διακριτές. Αυτή η παραδοχή είναι τελείως αντιμαρξική διότι, γι’ αυτούς, το χρήμα δεν συμπεριλαμβάνεται στην κατηγορία του εμπορεύματος.

[…]

 

ΤΙΜΗ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΑΓΟΡΑΣ ΩΣ ΣΧΕΣΙΑΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Σε αυτήν την παράγραφο, αρχικά, θα χρησιμοποιήσουμε τους δύο όρους, ατομική αξία και ατομική τιμή παραγωγής εναλλάξ με την παραδοχή ότι οι ατομικές οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου σε έναν κλάδο δε διαφέρουν. Και, υποθέτοντας ότι οι κλαδικές οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου είναι επίσης ίσες ανάμεσα σε όλους τους κλάδους παραγωγής, θα χρησιμοποιήσουμε τους δύο όρους, αξία αγοράς και τιμή παραγωγής της αγοράς επίσης εναλλάξ.

Μια ατομική αξία καθορίζεται στη σφαίρα της παραγωγής στην αξία που επιτρέπει στον ατομικό παραγωγό ένα κανονικό περιθώριο κέρδους. Διαφορετικοί παραγωγοί με διαφορετικές συνθήκες παραγωγής μπορούν μια χαρά να έχουν διαφορετικές ατομικές αξίες. Από τις πολλές διαφορετικές ατομικές αξίες, η πιο αντιπροσωπευτική λειτουργεί ως αξία αγοράς. Η αξία αγοράς καθορίζεται στη σφαίρα της παραγωγής (με την έννοια ότι επιλέγεται ανάμεσα στις ατομικές αξίες) με αναφορά στις συνθήκες αγοράς (με την έννοια ότι η κατάσταση της αγοράς καθορίζει ποια ατομική αξία πρόκειται να επιλεγεί ως η αντιπροσωπευτική). Διαφέρει από την τιμή αγοράς με την έννοια ότι οριοθετείται από το πλαίσιο της ολότητας, από την υψηλότερη και τη χαμηλότερη ατομική αξία, καθώς είναι μια μερικώς ουσιαστική (Σ.τ.Μ, κατηγορία). Η διάκριση του Μαρξ μεταξύ της αξίας αγοράς και της τιμής αγοράς ερμηνεύεται καλύτερα αν ανατρέξουμε στη διάκριση του Marshall μεταξύ της περιόδου αγοράς, της βραχυπρόθεσμης περιόδου και της μακροπρόθεσμης περιόδου όπως ακολουθεί.

Στην περίοδο αγοράς, υποτίθεται ότι οι ανταγωνιστικές δυνάμεις λειτουργούν μόνο πάνω στις τιμές και αντικατάσταση είναι μόνο δυνατή ανάμεσα στα προϊόντα που έχουν ήδη διοχετευθεί στην αγορά (εδώ, ο όγκος των προϊόντων θεωρείται σταθερός). Στη βραχυπρόθεσμη περίοδο, ωστόσο, οι ανταγωνιστικές δυνάμεις υποτίθενται να λειτουργούν ακόμη και ως προς τις συνθήκες παραγωγής για καλύτερη αποδοτικότητα, αλλά όχι ακόμη στις διακλαδικές κινήσεις των πόρων. Η κίνηση των κεφαλαίων διά των κλάδων παραγωγής είναι αντιληπτή μόνο στη μακροπρόθεσμη περίοδο. Ένα γενικό σημείο ισορροπίας είναι δυνατό μόνο στη μακροπρόθεσμη αυτή περίοδο. Ένα στατικό ή εξισορροπημένο σημείο ισορροπίας μπορεί να προκύψει εδώ, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να διαταραχθεί από νέες εφευρέσεις ή νέες τεχνολογίες.

Στην πρώτη περίπτωση, στην περίοδο αγοράς, η προσφορά και η ζήτηση εξισορροπούνται στην τιμή αγοράς εγκαθιστώντας ένα συμπτωματικό, προσωρινό σημείο ισορροπίας. Είναι συμπτωματικό ή προσωρινό με την έννοια ότι η τιμή αγοράς αποκλίνει από την αξία αγοράς. Αν η τιμή αγοράς είναι υψηλότερη από την αξία αγοράς, αυτό υπονοεί ότι ακόμη και η χειρότερη συνθήκη παραγωγής στον δεδομένο κλάδο μπορεί να προσφέρει το προϊόν σε μια τιμή χαμηλότερη από την τιμή αγοράς εξακολουθώντας να απολαμβάνει ένα κανονικό κέρδος. Αυτό χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς του δεδομένου κλάδου στην οποία υπάρχει μια ισχυρή τάση προς πλεονάζουσα ζήτηση. Η αξία αγοράς σε αυτήν την περίπτωση θα καθορίζεται από την υψηλότερη ατομική αξία (η ατομική αξία με τη χειρότερη συνθήκη παραγωγής), και δε θα πάει κάτω από την υψηλότερη ατομική αξία μέχρι η τιμή αγοράς να χαμηλώσει προς την αξία αγοράς λόγω αυξημένης προσφοράς.

Αντιστρόφως, αν η τιμή αγοράς είναι χαμηλότερη από την αξία αγοράς λόγω της υπερπροσφοράς του προϊόντος, ακόμη και η βέλτιστη συνθήκη παραγωγή δεν μπορεί να προσφέρει το εμπόρευμα με κανονικό κέρδος. Τότε, η αξία αγοράς πρέπει να καθοριστεί από τη χαμηλότερη ατομική αξία (την ατομική αξία με τη βέλτιστη συνθήκη παραγωγής), και η κατάσταση της αγοράς μπορεί να χαρακτηριστεί ως πτωτική. Οι παραγωγοί θα θέλανε να φύγουν προς άλλους κλάδους ψάχνοντας για καλύτερη κερδοφορία, αλλά η διακλαδική κίνηση δεν επιδρά στη βραχυπρόθεσμη περίοδο. Αντιθέτως, οι παραγωγοί απλά θα σταματήσουν την παραγωγική δραστηριότητα, ή θα καταστρέψουν τις λιγότερο αποδοτικές μονάδες παραγωγής μέχρι η τιμή αγοράς να ανέβει προς την αξία αγοράς. Ένα κανονικό σημείο ισορροπίας θα προκύψει όταν κάθε πλεονάζουσα προσφορά ή ζήτηση εκκαθαριστεί στην τιμή αγοράς εξισωμένη με την αξία αγοράς

Στη βραχυπρόθεσμη περίοδο, η μεταβολή της προσφοράς των εμπορευμάτων λόγω του ανταγωνισμού θέτει την τιμή αγοράς σε συμφωνία με την αξία αγοράς. Από εκεί και πέρα, η τιμή αγοράς μπορεί να διακυμαίνεται εντός του πεδίου που οριοθετείται από την υψηλότερη και τη χαμηλότερη από τις ατομικές αξίες. Αν ο δεδομένος τομέας ευδαιμονεί, η αξία αγοράς καθορίζεται από την υψηλότερη ατομική αξία. Αν είναι σε πτώση, θα καθορίζεται από τη χαμηλότερη ατομική αξία. Αν δεν είναι τίποτα από τα δύο, θα καθορίζεται στη μέση των δύο άκρων. Συνήθως, καθορίζεται ως ο (σταθμισμένος) μέσος όρος των ατομικών αξιών (ή ως η ατομική αξία με την κυρίαρχη ή κανονική συνθήκη παραγωγής). Την τελευταία αποκαλούμε κοινωνική αξία.

Στη μακροπρόθεσμη περίοδο, κατά την οποία η διακλαδική κίνηση των πόρων είναι δυνατή, ένα κανονικό σημείο ισορροπίας μπορεί να προκύψει για κάθε κλάδο παραγωγής. Τότε, αποκτούμε ένα γενικό σημείο ισορροπίας [..]

Όλα αυτά μπορούν να συνοψιστούν στον Πίνακα 7.5.

 

Πίνακας 7. 5  Η διάκριση μεταξύ των σχεσιακών κατηγοριών

Προσφορά και ζήτηση στην τιμή που ισούται με την αξία αγοράς

Καθορισμός τιμής αγοράς

Καθορισμός αξίας αγοράς

Π > Ζ

Τιμή αγοράς < Αξία αγοράς

Στη χαμηλότερη ατομική αξία

Π < Ζ

Τιμή αγοράς > Αξία αγοράς

Στην υψηλότερη ατομική αξία

Π = Ζ

Τιμή αγοράς = Αξία αγοράς

Μεταξύ των ορίων των δύο άκρων

 

ΥΠΕΡΚΕΡΔΗ

Θα δείξουμε σε αυτήν την παράγραφο ότι υπερκέρδη μπορούν να προκύψουν όχι μόνο από άνισες ανταλλαγές αλλά και από ισοδύναμες ανταλλαγές. Ως ισοδύναμες ανταλλαγές, εννοούμε τις ανταλλαγές που γίνονται στη βάση των τιμών αγοράς όταν είναι ίσες με τις αξίες αγοράς (ή αγοραίες τιμές παραγωγής). Όπως πριν, θα υποθέσουμε προς χάριν της απλότητας ότι οι συνθέσεις του κεφαλαίου είναι όλες ίδιες, και έτσι θα αγνοήσουμε τυχόν διαφορές μεταξύ της αξίας αγοράς και της τιμής παραγωγής της αγοράς, και μεταξύ της κοινωνικής αξίας και του (σταθμισμένου) μέσου των ατομικών τιμών παραγωγής.

Στην περίπτωση της άνισης ανταλλαγής, όταν η τιμή αγοράς είναι υψηλότερη από την αξία αγοράς όπως στην περίπτωση (2) στον Πίνακα 7.6, έχουμε δύο είδη υπερκέρδους. Το ένα είναι κλαδικό υπερκέρδος που οφείλεται στην ίδια την άνιση ανταλλαγή, του οποίου το μέγεθος είναι το ίδιο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της αξίας αγοράς. Το άλλο είναι ένα ατομικό υπερκέρδος που οφείλεται σε άνισες συνθήκες παραγωγής εντός των κλάδων παραγωγής, το μέγεθος του οποίου είναι ίσο με τη διαφορά μεταξύ της ατομικής αξίας και της αξίας αγοράς. Ωστόσο, αν οι διαφορές οποιουδήποτε από τα δύο είναι αρνητικές, θα πρέπει να μετράνε ως καθαρές απώλειες (Σ.τ.Μ., deadweight losses).

 

Πίνακας 7. 6  Η σχέση μεταξύ της κοινωνικής αξίας και της αξίας αγοράς

Τιμή αγοράς

Αξία αγοράς

Κοινωνική αξία

Τιμή αγοράς < Αξία αγοράς

Στη χαμηλότερη ατομική αξία

(1) Αξία αγοράς > Κοινωνική αξία

Τιμή αγοράς > Αξία αγοράς

Στην υψηλότερη ατομική αξία

(2) Αξία αγοράς < Κοινωνική αξία

Τιμή αγοράς = Αξία αγοράς

Μεταξύ των ορίων των δύο άκρων

(3) Αξία αγοράς = Κοινωνική αξία

(4) Αξία αγοράς > Κοινωνική αξία

 

Στην περίπτωση της ισοδύναμης ανταλλαγής, όταν η τιμή αγοράς ισούται με την αξία αγοράς, μπορούμε επίσης να έχουμε υπερκέρδη δύο διαφορετικών ειδών. Αυτό συμβαίνει τόσο στην περίπτωση (3) όσο και στην (4). Είναι σαν το ατομικό υπερκέρδος που οφείλεται στις άνισες συνθήκες παραγωγής. Στην περίπτωση (3) θα πρέπει να έχει την πηγή του στην παραγωγή του ίδιου του κεφαλαίου, στον «περιορισμό του αναγκαίου χρόνου εργασίας και στην αντίστοιχη επιμήκυνση της υπερεργασίας» (Marx, 1976, σελ. 435). Αυτό συμβαίνει διότι ο δεδομένος κλάδος καρπώνεται ακριβώς όση υπεραξία παράγεται εντός αυτού. Οι ατομικοί παραγωγοί των οποίων το προϊόν έχει χαμηλότερη ατομική αξία από τον μέσο όρο του κλάδου θα έχουν μια καθαρή απώλεια, ενώ τα υπόλοιπα κεφάλαια στον ίδιο κλάδο θα απολαμβάνουν υπερκέρδος. Ο Μαρξ το ονόμασε αυτό επιπλέον υπεραξία. Αυτή, ωστόσο, δεν είναι η περίπτωση με το ατομικό υπερκέρδος που προκύπτει στην περίπτωση (4). Σε αυτήν την περίπτωση λαμβάνει τη μορφή μιας μεταφοράς αξίας από έξω. Το «ατομικό» υπερκέρδος αν και δημιουργείται από άνισες συνθήκες παραγωγής παρέχεται από άλλους κλάδους. Έτσι, το άθροισμα των ατομικών υπερκερδών σε αυτήν την περίπτωση ισούται με τη διαφορά μεταξύ της ατομικής αξίας και της κοινωνικής αξίας. Ο Μαρξ το εξήγησε με τον ακόλουθο τρόπο.

Σε σχέση με τη διαφορική πρόσοδο γενικώς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξία αγοράς είναι πάντα υψηλότερη της συνολικής τιμής παραγωγής για τη συνολική παραγόμενη ποσότητα. Ας πάρουμε τον Πίνακα 1 για παράδειγμα. Το συνολικό προϊόν των 10qr πωλείται προς 600s., μιας και η τιμή αγοράς καθορίζεται από την τιμή παραγωγής του Α, που ανέρχεται στα 60s. το qr. Η συνολική τιμή παραγωγής, ωστόσο, είναι:

  Α

1 qr   = 60s.

1 qr   = 60s.

  Β

2 qr   = 60s.

1 qr   = 30s.

 Γ

3 qr   = 60s.

1 qr   = 20s.

Δ

4 qr   = 60s.

1 qr   = 15s.

 

10 qr = 240s.

1 qr =  24s. (μέσος όρος).

Η πραγματική τιμή παραγωγής των 10 qr είναι 240s.· πωλούνται προς 600s, 250 τοις εκατό περισσότερο. Η πραγματική μέση τιμή για ένα 1 qr είναι 24s.· η τιμή αγοράς είναι 60s, παρομοίως 250 τοις εκατό περισσότερο.

Αυτό είναι καθορισμός από μια αξία αγοράς που προκύπτει από τον ανταγωνισμό στη βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· είναι ο ανταγωνισμός που παράγει μια ψευδή κοινωνική αξία. Αυτή προκύπτει από τον νόμο της αξίας αγοράς στον οποίο υπάγονται τα αγροτικά προϊόντα (ο.π., σελ. 799, τα πλάγια γράμματα προστέθηκαν).

Στα ανωτέρω, η συνολική τιμή παραγωγής θεωρείται ως (κλαδική) κοινωνική αξία. Η αξία αγοράς (600s. στο σύνολο), επομένως, υπερβαίνει τη κοινωνική αξία (240s. στο σύνολο) κατά το ποσό της αθροιστικής διαφορικής προσόδου (360s. στο σύνολο). Σε αυτή την περίπτωση, η αξία αγοράς εύκολα συγχέεται με τη κοινωνική αξία παρόλη την απόκλισή της από την τελευταία κατά 250 τοις εκατό. Γιατί; Διότι ένα κανονικό (όχι προσωρινό) σημείο ισορροπίας εγκαθιδρύεται στην τιμή της αξίας αγοράς (βλ. Πίνακες 7.4 και 7.5). Έτσι, ο Μαρξ αποκάλεσε την αξία αγοράς μια ψευδή κοινωνική αξία. Και αυτή αποτέλεσε ένα ‘άλλο’ κλαδικό υπερκέρδος.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στις περιπτώσεις ισοδύναμων ανταλλαγών στο κανονικό σημείο ισορροπίας, η αξία αγοράς αποκλίνει από την κοινωνική αξία λόγω μιας διαφορικής προσόδου. Το υπερκέρδος προκύπτει σε αυτήν την περίπτωση μέσω της μεταφοράς αξίας από το υπόλοιπο της οικονομίας. Αυτό συμβαίνει διότι δεν παράγεται περισσότερη από τη συνολική ατομική αξία, 240s., εντός του δεδομένου κλάδου, και παρόλα αυτά, ο κλάδος καρπώνεται 600s.

Τέλος, τι συμβαίνει αν υποθέσουμε ότι οι συνθέσεις του κεφαλαίου δεν είναι ίδιες, και, συνεπώς, οι αγοραίες τιμές παραγωγής και οι ατομικές τιμές παραγωγής δεν είναι ίδιες με τις αξίες αγοράς και τις ατομικές αξίες αντιστοίχως; Είναι ευρέως γνωστό, ότι στον κλάδο στον οποίο οι ατομικές συνθέσεις κεφαλαίου είναι χαμηλότερες από τη μέση σύνθεση του κεφαλαίου του συνόλου της κοινωνίας, οι ατομικές τιμές παραγωγής είναι χαμηλότερες από τις ατομικές αξίες, και κατά συνέπεια, οι κλαδικές τιμές παραγωγής της αγοράς (οριοθετούμενες μεταξύ των άκρων των ατομικών τιμών παραγωγής) πρέπει να είναι χαμηλότερες από την κλαδική κοινωνική αξία (τη μέση ατομική αξία). Τότε, η συζήτηση που είχαμε μέχρις εδώ, υπό την προϋπόθεση των ίδιων συνθέσεων κεφαλαίου, δεν πρέπει να παρθεί τοις μετρητοίς.

Σχετικά με αυτή την ερώτηση, πρέπει να σημειώσουμε τη διάκριση που έκανε ο Μαρξ ανάμεσα στις κατηγορίες αυτές στην περίπτωση του αγροτικού τομέα (1981, σελ. 872-916). Υποθέτοντας ότι ο αγροτικός τομέας έχει μια χαμηλότερη σύνθεση κεφαλαίου, και έτσι, οι ατομικές αξίες είναι υψηλότερες από τις ατομικές τιμές παραγωγής, ο Μαρξ θεωρεί ότι η κοινωνική αξία του κλάδου είναι υψηλότερη από την κλαδική τιμή παραγωγής της αγοράς. Τρεις περιπτώσεις καταδεικνύεται ότι είναι δυνατές σε αυτήν την περίπτωση (1981, σελ. 872-916).

  • κλαδική τιμή αγοράς > κλαδική κοινωνική αξία > κλαδική τιμή παραγωγής της αγοράς
  • κλαδική κοινωνική αξία > κλαδική τιμή αγοράς > κλαδική τιμή παραγωγής της αγοράς
  • τιμή αγοράς = κλαδική τιμή παραγωγής της αγοράς > κλαδική μέση ατομική τιμή παραγωγής

Σύμφωνα με το Μαρξ, μονοπωλιακή πρόσοδος προκύπτει στην περίπτωση (1) και ισούται με τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της κοινωνικής αξίας. Απόλυτη πρόσοδος συμβαίνει στη (2), ίση με το ποσό της διαφοράς μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής παραγωγής της αγοράς. Στην τελευταία περίπτωση, η διαφορά μεταξύ της κοινωνικής αξίας και της τιμής αγοράς πηγαίνει στους άλλους κλάδους, ώστε να σχηματίσει κανονικά κέρδη από αυτές, όπως περιγράφει ο μαρξικός μετασχηματισμός της υπεραξίας σε κέρδος. Αλλά, στην περίπτωση (3), διαφορετικά διαφορικά κέρδη είναι δυνατά ανάλογα με τις διαφορές μεταξύ της τιμής παραγωγής της αγοράς από τη μια πλευρά, και των ατομικών τιμών παραγωγής από την άλλη, καθώς διαφοροποιούνται από τις άνισες συνθήκες παραγωγής. Από τις τρεις παραπάνω προσόδους, μόνο η μονοπωλιακή πρόσοδος παρέχεται από έξω και οι δύο άλλες είναι από εντός, μιας και η κοινωνική αξία είναι ανώτερη της τιμής αγοράς. Μόνο όταν η τιμή αγοράς είναι υψηλότερη της κοινωνικής αξίας μπορεί η πρόσοδος να προκύπτει από την υπόλοιπη οικονομία.

Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι, παρόλο που παράγονται από εντός (Σ.τ.Μ. του κλάδου), τόσο η απόλυτη όσο και οι διαφορικές πρόσοδοι είναι από το κέρδος που σε διαφορετική περίπτωση θα καρπώνονταν άλλοι κλάδοι σύμφωνα με τον νόμο των ίσων ποσοστών κέρδους. Οι δύο πρόσοδοι είναι προφανώς από την υπεραξία που παράγεται στον ίδιο τον αγροτικό τομέα, αλλά είναι από το κέρδος που θα κατανεμόταν στους άλλους κλάδους όπως θα όριζε η διαδικασία του μετασχηματισμού. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι όσον αφορά τις τιμές παραγωγής, και οι τρεις πρόσοδοι είναι από την υπόλοιπη οικονομία. Ο αγροτικός τομέας τις απολαμβάνει ως ένα φόρο υποτέλειας ή δώρο της υπόλοιπης οικονομίας. Αυτός ο φόρος υποτέλειας δεν περιορίζεται μόνο στον αγροτικό τομέα. Αν η τιμή παραγωγής της αγοράς είναι υψηλότερη της μέσης ατομικής τιμής παραγωγής, το οποίο είναι πιθανό σε ευημερούντες κλάδους, το υπερκέρδος μπορεί να συμβεί και στη περίπτωση του κανονικού σημείου ισορροπίας.

 

ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Διακρίνουμε μεταξύ της αξίας και της τιμής σε τρία βήματα. Πρώτον, μεταξύ αξίας και τιμής παραγωγής ως ουσιαστικές κατηγορίες. Δεύτερον, μεταξύ ατομικής αξίας (ατομικής τιμής παραγωγής), αξίας αγοράς (τιμής παραγωγής της αγοράς) και τιμής αγοράς ως σχεσιακές κατηγορίες. Τρίτον, μεταξύ κοινωνικής αξίας ως ουσιαστικής κατηγορίας και τιμής αγοράς ως σχεσιακής κατηγορίας σχετικά με μονόπλευρες μεταφορές αξίας. Η μονόπλευρη μεταφορά αξίας νοείται με δύο τρόπους, στην περίπτωση της άνισης ανταλλαγής και σε αυτήν ισοδύναμων ανταλλαγών.

 

 

[1] Lee, (1993, pp. 466-9).

[2] Yaffe, 1975; Lee, 1990, 1993; Moseley, 1993, 1994. Αλλά δεν συμφωνούν μεταξύ τους σε κάθε λεπτομέρεια. Ο Moseley (1993, 1994), για παράδειγμα, θεωρεί ότι η αξία της χρηματικής μονάδας είναι ταυτόσημη με την τιμή παραγωγής της, το οποίο αντιτίθεται στον Μαρξ, καθώς δεν συμπεριλαμβάνει το χρήμα στην κατηγορία του εμπορεύματος.

[3] Ο όρος «ατομική τιμή παραγωγής» είναι από τον Μαρξ, 1981 (σ. 800), όπως και ο «τιμής παραγωγής της αγοράς» (σ. 300).

[4] «Η ζήτηση και η προσφορά υπονοούν έναν μετασχηματισμό της αξίας σε αξία αγοράς» (Marx, 1981, σ. 296). Η μία είναι ουσιαστική κατηγορία, ενώ η άλλη είναι σχεσιακή.

[5] De Vroey, 1981; Eldred and Hanlon, 1981. Γι’ αυτούς, το χρήμα έχει μια μυστηριώδη δύναμη που δίνει τη δυνατότητα στην ιδιωτική εργασία να κερδίσει κοινωνική αναγνώριση. Αυτό είναι ένας φετιχισμός του χρήματος. Εφόσον δεν αναγνωρίζουν ότι το χρήμα είναι επίσης ένα εμπόρευμα, έχουν μυστικοποιήσει τη λειτουργία του μέσου ανταλλαγής ως αν να είχε μια δύναμη να εμπορευματοποιεί τα προϊόντα της εργασίας, δίνοντας τη δυνατότητα στην ιδιωτική εργασία να κερδίσει κοινωνική αναγνώριση.

[6] Συγκρίνετε με De Vroey, 1981, pp. 178, 185.

[7] Επομένως, οι υπηρεσίες που προσφέρονται από τη γη, το κράτος ή την εκκλησία δεν μπορούν να έχουν καμία αξία. Αλλά έχουν ωστόσο μια τιμή και την εμφάνιση της εμπορευματικής ανταλλαγής καθως μπορούν να προσφερθούν προς πώληση στη κοινωνία στην οποία η εμπορευματική παραγωγή είναι κυρίαρχη.

[8] Shaikh, 1977; Okishio, 1974; Mohun, 1994. Μετατρέπουν την αξία σε άμεση τιμή για να τη συγκρίνουν ποσοτικά με την τιμή παραγωγής, ή την τιμή παραγωγή σε μια κατά προσέγγιση αξία για να τη συγκρίνουν με την αξία.

[9] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Lee, 1990, σ. 190-7 και Lee, 1993, σ. 471, τ. 1.

 

 

Αναφορές

Bowles, S. and H. Gintis (1981) ‘Structure and practice in the labour theory of value’, Review of Radical Political Economics, vol. 12, no. 4.

de Vroey, M. (1981) ‘Value, production and exchange’, in I. Steedman (ed.), The Value Controversy (London: Verso).

Eldred M. and M. Hanlon (1981) ‘Reconstructing value-form analysis’, Capital and Class, no. 13.

Foley, D. K. (1982) ‘The value of money, the value of labour-power and the Marxian transformation problem’, Review of Radical Political Economics, vol. 14, no. 2.

Foley, D. K. (1986a) Understanding Capital; Marx’s Economic Theory (Cam- bridge, MA: Harvard University Press).

Foley, D. K. (1986b) Money. Accumulation and Crisis (Chur, London, Paris and New York: Academic Publishers).

Groll, S. (1980) ‘The active role of “use value” in Marx’s economic analysis’, History of Political Economy, vol. 12, no. 3 (Fall).

Lee, C. O. (1990) ‘On the three problems of abstraction, reduction and transformation in Marx’s labour theory of value’, PhD thesis, University of London.

Lee, C. O. (1993) ‘Marx’s labour theory of value revisited’, Cambridge Journal of Economics, vol. 17, no . 4, pp. 463-78.

Marx, K. (1976) Capital, vol. I, trans. by Ben Fowkeo (London: Pelican). Marx, K. (1981) Capital, vol. ill, trans. by David Fembach (London: Pelican).

Mohun, S. (1994) ‘A re(in)statement of the labour theory of value’, Cambridge Journal of Economics, vol. 18, no. 4 (August).

Morishima, M. (1974) ‘Marx’s economics in the light of modem economic theory’, Econometrica, vol. 42, no. 4.

Moseley, F. (1993) ‘Marx’s logical method and the “transformation problem” in F. Moseley (ed.) 1993, Marx ‘s Method in Capital (Humanities Press).

Moseley, F. (1994) ‘Marx’s logic in Capital and the “transformation problem”‘, paper presented at the conference on ‘Marxian Economics: a centenary appraisal’, University of Bergamo, Italy, 15-17 December.

Okishio, N. (1974) ‘Value and production price’, Kobe University Economic Review, no. 20.

Roemer, J. E. (1982) A General Theory of Exploitation and Class (Cambridge, Mass.: Harvard University Press).

Roemer, J. E. (1986) Value. Exploitation and Class (Chur, London, Paris and New York: Harwood Academic Publishers).

Samuelson, P. A. (1982) ‘The normative and positive inferiority of Marx’s values paradigm’, Southern Economic Journal, vol. 49, no. l.

Shaikh, A. (1977) ‘Marx’s theory of value and the transformation problem’, in J. Schworts (ed.), The Subtle Anatomy of Capitalism (Santa Monica, CA: Goodyear Publishing).

Steedman, I. (1976) ‘Positive profits with negative surplus-value: a reply’, Economic Journal, vol. 86 (September).

Steedman, I. (1977) Marx after Sraffa (London: New Left Books).

Yaffe, D. (1975) ‘Value and price in Marx’s Capital’, Revolutionary Communist, vol. I, (January).