1

Η εκποίηση της ΛΑΡΚΟ έγκλημα σε βάρος της χώρας και του λαού

Του Γιάννη Χολέβα.

Πρόσφατα ψηφίστηκε στη βουλή η τροπολογία για την εκποίηση της ΛΑΡΚΟ μέσω της διενέργειας δύο διαγωνισμών, ο πρώτος εξ αυτών αφορά το εργοστάσιο και ο δεύτερος τα μεταλλεία.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη βαριά καθετοποιημένη βιομηχανία της χώρας που μετρά 65 χρόνια ζωής και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θέλει να την οδηγήσει στο τέλος της.

Η ΛΑΡΚΟ είναι η μοναδική στο είδος της βιομηχανία στην Ευρώπη, διαθέτει τεράστια  κοιτάσματα σιδηρονικέλιου σε ένα εκατομμύριο στρέμματα γης που εκτιμώνται σε 20 δισεκατομμύρια δολάρια αξία. Απασχολεί 1.200 εργαζόμενους και δίνει ζωή σε μία ολόκληρη περιφέρεια (εργοστάσιο στη Λάρυμνα Φθιώτιδας, μεταλλεία στην Εύβοια και στη Βοιωτία) και όχι μόνο (μεταλλεία στη Καστοριά, λιγνιτωρυχείο στα Σέρβια Κοζάνης). Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι ότι η ΛΑΡΚΟ παράγει σιδηρονικέλιο και έχει δυνατότητα παραγωγής κοβαλτίου, προϊόντα με μεγάλη στρατηγική σημασία για την παραγωγή πλήθους προϊόντων όπως είναι οι μπαταρίες, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που η παραγωγή τους ανεβαίνει κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, ιατρικά εργαλεία, είδη οικιακής χρήσης κ.α.

Οι επιπτώσεις από την εκποίηση της θα είναι τεράστιες για τους εργαζόμενους. Δεν διασφαλίζονται οι θέσεις εργασίας και το μόνο για το οποίο δεσμεύεται η κυβέρνηση είναι να υπάρξει γι’ αυτούς ένα κοινωνικό πρόγραμμα από το υπουργείο εργασίας. Ο επενδυτής παίρνει την επιχείρηση καθαρή, παίρνει τις σύγχρονες τεχνολογίες, την πρώτη ύλη και τον εξοπλισμό και όλα τα χρέη φορτώνονται στο δημόσιο ταμείο.

Η πορεία της ΛΑΡΚΟ και η κατάληξη της τώρα είναι ένα τυπικό παράδειγμα της δράσης του κεφαλαίου στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Μοναδικό κριτήριο του είναι το κέρδος, η λεηλασία των επιχειρήσεων σε πολλές περιπτώσεις, η βαριά εκμετάλλευση των εργαζομένων, η κακοδιαχείριση, το ρουσφέτι και οι διορισμοί ημετέρων και η προώθηση πολιτικών συμφερόντων. Όλα αυτά συνυπάρχουν στο μέγιστο βαθμό στην περίπτωση της ΛΑΡΚΟ. Τεράστιες είναι οι ευθύνες όλων των κυβερνήσεων από την ένταξη της επιχείρησης στο νόμο για τις προβληματικές. Κατά τη διάρκεια  που ανήκει στο δημόσιο λεηλατήθηκε κυριολεκτικά πουλώντας για μία μεγάλη περίοδο το νικέλιο 15.000 δολάρια τον τόνο όταν η παραγωγή του κόστιζε 22.000 δολάρια και οι τιμές στην παγκόσμια αγορά ξεπερνούσαν τις 30.000 δολάρια, ενώ η ΔΕΗ μέτοχος της ΛΑΡΚΟ  αποφάσισε το 2006 να διπλασιάσει την τιμή του ρεύματος που της πωλούσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει σήμερα τη Νέα Δημοκρατία για την επιχειρούμενη ιδιωτικοποίηση της δεν είναι όμως άμοιρος ευθυνών, 4,5 χρόνια στην κυβέρνηση ακολούθησε την πεπατημένη, δεν στενοχώρησε κανένα μεγαλοσχήμονα, ιδιαίτερα τους ευρωπαίους εταίρους. 

Στη διάρκεια της πανδημίας αναγνωρίστηκε πλατιά  ότι η οικονομία της χώρας είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, λόγω της μετατροπής της σε χώρα υπηρεσιών με βασική συμμετοχή του τουρισμού στην απασχόληση και στο ΑΕΠ. Η Ελλάδα γνώρισε την αποβιομηχάνιση και τη μεγάλη συρρίκνωση της αγροτικής οικονομίας. Πολλοί την περίοδο της πανδημίας ανοιχτά, μεταξύ αυτών επιστήμονες και πολιτικοί και από την πλευρά της κυβερνητικής παράταξης, δέχτηκαν ότι το παραγωγικό μοντέλο σήμερα πρέπει να αλλάξει, να στηριχθεί ουσιαστικά η ανάπτυξη της βιομηχανίας αξιοποιώντας τοπικούς πόρους και δυνατότητες.

Αποδεικνύεται, όμως, περίτρανα ότι η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να κάνει πίσω από τα σχέδια της. Εφαρμόζει κατά γράμμα και με τεράστιο κόστος για το λαό και τη χώρα τις ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οδηγούν σε μια Ελλάδα χώρα τουρισμού  με τους κατοίκους της ξενοδοχοϋπάλληλους και γκαρσόνια.

Η ΛΑΡΚΟ μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας και αντ’ αυτού ξεπουλιέται και το μέλλον της είναι εντελώς αβέβαιο.

Φιλολαϊκή, πραγματική πατριωτική πολιτική είναι η εταιρεία να σωθεί, να λειτουργήσει με δημόσιο ιδιοκτησιακό καθεστώς, να  ενισχυθεί και να εκσυγχρονιστεί στα πλαίσια ενός  συνολικού σχεδίου  βιομηχανικής ανάπτυξης που θα έχει στο επίκεντρό του την ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας, που θα αξιοποιεί τον ορυκτό πλούτο της χώρας και όλες τις δυνατότητες που αυτή διαθέτει σε εργατικό, τεχνικό και επιστημονικό δυναμικό.

Μία τέτοια πολιτική αποδεικνύεται ότι είναι έξω από τον καταμερισμό εργασίας και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την πολιτική των κυβερνήσεων, των αστικών πολιτικών δυνάμεων και των μονοπωλίων της χώρας.

Αναγκαίες οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και ο αγώνας για να μην ιδιωτικοποιηθεί η επιχείρηση, όμως δεν φτάνουν. Πρέπει να τεθούν οι αιτίες που εμποδίζουν μία τέτοια πορεία οικονομικής ανάπτυξης, να περάσουν στους εργαζόμενους και να κερδίσουν πλατιά αποδοχή, να διεκδικηθεί η ανατροπή τους.

Διαβάστε όλο το ρεπορτάζ στην ιστοσελίδα του Εργατικού Αγώνα…