του Διονύση Περδίκη

 

Στρατηγική κρίση στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα

Το κομμουνιστικό κίνημα (ΚΚ) βρίσκεται διεθνώς σε στρατηγική κρίση εδώ και δεκαετίες, όπως αποδείχτηκε πέραν κάθε αμφιβολίας με την ανατροπή του «υπαρκτού» σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη. Στη χώρα μας η κρίση αυτή συνέβαλε σε διαδοχικές διασπάσεις των ελληνικών κομμουνιστικών οργανώσεων και κομμάτων (πχ του μ-λ ή του ευρωκομμουνιστκού – πχ ΚΚΕ εσ. – χώρου), και ιδιαίτερα του ΚΚΕ, με κυριότερη τη διπλή διάσπαση του 1989 προς αριστερά (ίδρυση ΝΑΡ) και δεξιά (προς τον ΣΥΝ).

Οι αιτίες είναι γενικότερες και αφορούν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (ΔΚΚ), αλλά εμφανίστηκαν με ιδιαίτερες μορφές στη χώρα μας:

  • Το ιστορικό βάρος της ήττας στον εμφύλιο πόλεμο και οι διώξεις που ακολούθησαν σχεδόν ανελλιπώς μέχρι το τέλος της δικτατορίας.
  • Η λεγόμενη «χρυσή» μεταπολεμική περίοδος του καπιταλισμού, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, επίδρασε και στον ελληνικό χώρο προς την κατεύθυνση σταδιακής άμβλυνσης του ριζοσπαστισμού του ΚΚ και της Αριστεράς γενικότερα, κατά τη Μεταπολίτευση, και μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80.
  • Αυτό πήρε ιδιαίτερα τη μορφή της νόμιμης κοινοβουλευτικής δράσης και της επαγγελματοποίησης με κρατική χρηματοδότηση, κυρίως για το ΚΚΕ.

Ωστόσο, παρόλη την υπαρκτή αυτή κρίση, το ΚΚΕ κατάφερε τη δεκαετία του 1990 να ανασυγκροτηθεί και να ισχυροποιηθεί, κάτι που αποτυπώθηκε σε μια σειρά συνδικαλιστικούς χώρους της εργατικής τάξης και της νεολαίας, και οδήγησε σε μεγάλους αγώνες, όπως οι αντιιμπεριαλιστικοί – αντιπολεμικοί, ενάντια στους πολέμους και επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στη Γιουγκοσλαβία, ή αυτοί ενάντια στην «εκσυγχρονιστική», νεοφιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων αρχικά του ΠΑΣΟΚ, και μετά της ΝΔ (πχ ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο Ρέππα).

Το ΚΚΕ βασίστηκε γι’ αυτήν την ανασυγκρότηση στις αποφάσεις και το πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου του, το οποίο, αν και όχι χωρίς ελλείψεις ή αντιφάσεις, και σίγουρα χωρίς να μπορεί να προσφέρει καινοτόμες απαντήσεις σχετικά με τη γενικότερη στρατηγική κρίση του ΔΚΚ, κατάφερε ωστόσο να περιγράψει με αρκετή ακρίβεια την ιμπεριαλιστική «Νέα Τάξη», μετά τις ανατροπές του σοσιαλισμού, και να καθορίσει τα καθήκοντα του κόμματος πάνω σε μια γενικά σωστή στρατηγική κατεύθυνση: αυτή της σύγκρουσης του εργαζόμενου λαού με τη συμμαχία της ντόπιας (φιλο)μονοπωλιακής και φιλοϊμπεριαλιστικής ολιγαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου με τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές της, την ΕΕ (ΕΟΚ), και το ΝΑΤΟ (ΗΠΑ). Καθόρισε, έτσι, με αρκετή ακρίβεια την κυρίαρχη αντίθεση στην ελληνική κοινωνία, και έναν δρόμο (Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο) για την προσέγγιση της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, ενδιάμεσης ανάπτυξης μεν, εξαρτημένη στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό δε.

Με αυτήν την πολιτική το ΚΚΕ στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000 είχε αναδειχθεί σε αδιαμφισβήτητη ηγεμονική δύναμη στην ελληνική Αριστερά, με αρκετά ισχυρούς δεσμούς με τον ελληνικό λαό, και αυξημένο κύρος. Γι’ αυτό και όταν ξέσπασε η κρίση του 2007 (2009 στην Ελλάδα με τη μορφή των μνημονίων), ο λαός στράφηκε αρχικά προς το ΚΚΕ, περιμένοντας μια φιλολαϊκή πρόταση διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση, μια πρόταση που το ΚΚΕ θα μπορούσε να είχε διατυπώσει στη βάση του ισχύοντος τότε προγράμματός του.

Ωστόσο, ήταν ακριβώς αυτή η κρίση που επιτάχυνε τη φραξιονιστική δράση μερίδας της ηγεσίας του κόμματος, η οποία, όπως φάνηκε, λειτουργούσε διαβρωτικά από παλιότερα, αξιοποιώντας και τα επαγγελματικά στελέχη του κόμματος, για να ανακατευθύνει το κόμμα προς πρότυπα της δυτικής, ευρωπαϊκής, κομμουνιστογενούς μεν, μεταμοντέρνας δε, Αριστεράς.

Οι συνέπειες είναι γνωστές. Μεγάλο μέρος του κόμματος διαγράφηκε, παραιτήθηκε ή διέρρευσε αποστρατευμένο, σταδιακά, κατά μόνας ή μικρές ομάδες, τα επόμενα χρόνια, αφού η αλλαγή αυτή κατεύθυνσης επικυρώθηκε και με το 19ο Συνέδριο του 2013. Το ΚΚΕ άλλαξε σταδιακά χαρακτήρα, προσέλκυσε νέα μέλη από τον χώρο του «αντικαπιταλιστικού» αριστερισμού, έως και τον αναρχικό χώρο, «διαπαιδαγώγησε» τη νεολαία του κόμματος στις νέες «αρχές», στη νέα «ιδεολογία», και πολιτική γραμμή, και σήμερα έχει πλέον μετατραπεί σε ένα κόμμα ξένο προς το ένδοξο ιστορικό του παρελθόν (στο οποίο ασκεί κριτική σχεδόν συνολικά ως «οπορτουνιστικό» λάθος…).

Οι συνέπειες της στροφής αυτής για το λαό ήταν δραματικές, όπως έδειξε η συνέχεια, καθώς η πολιτική του ΚΚΕ έδωσε το «ελεύθερο» στον ΣΥΡΙΖΑ για να ηγηθεί αυτός του κινήματος ενάντια στη μνημονιακή διαχείριση της κρίσης, και να αναδειχθεί σε κυβέρνηση. Μετά το δημοψήφισμα του 2015, τελευταία χαμένη ευκαιρία του ΚΚΕ να λειτουργήσει σύμφωνα με τον ρόλο του, η ήττα του λαϊκού κινήματος ήταν συντριπτική, με τις συνέπειες να τις πληρώνουμε ακόμη και σήμερα, παρόλο που η ΚΕ του ΚΚΕ δηλώνει «δικαιωμένη» και …πανηγυρίζει για τη μερική του εκλογική ανάκαμψη.

Η πορεία αυτή του ΚΚΕ ανέδειξε με άμεσο τρόπο την ανάγκη για ανασυγκρότηση του ΚΚ και στη χώρα μας, ακόμη και αν αυτή η ανάγκη υπήρχε από πριν έτσι κι αλλιώς, γιατί, όπως είδαμε, η στρατηγική κρίση είναι γενικότερη και οι ρίζες της βαθύτερες στο παρελθόν. Το ερώτημα είναι γιατί εδώ και περίπου μια δεκαετία έχουν γίνει ελάχιστα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Παρακάτω, καταθέτουμε κάποιες σκέψεις πάνω σε αυτό το ερώτημα.

Καταρχήν, η ανασυγκρότηση θα ήταν πολύ πιο εύκολη αν συζητούσαμε απλά για μια φραξιονιστική ηγεσία του ΚΚΕ, και αντίστοιχες ηγεσίες στις διάφορες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, των οποίων η αδυναμία, ανικανότητα, γραφειοκρατική ενσωμάτωση, ή οτιδήποτε άλλο, εμπόδιζε την «από τα πάνω» ανασυγκρότηση του ΚΚ. Η ζωή δείχνει ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Όταν ένα κοινωνικό φαινόμενο (εν προκειμένω οι ηγεσίες αυτές) αναπαράγεται συστηματικά, οι αιτίες είναι βαθύτερες, και ακουμπούν και τα μέλη των κομμάτων και οργανώσεων αυτών, που ανέχονται ή υποστηρίζουν την αδιέξοδη πορεία τους. Στον βαθμό που τα μέλη αυτά αντιπροσωπεύουν κοινωνικά στρώματα του εργαζόμενου λαού, τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν ακόμη βαθύτερα, στον τρόπο εργασίας, ζωής, γενικότερα αναπαραγωγής της εργατικής τάξης και του λαού.

 

Το βάθος της στρατηγικής κρίσης

Καταρχήν, δεν πρέπει να υποτιμάται το βάθος της κρίσης του ΔΚΚ και το βάρος της ανατροπής του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη. Τα ερωτήματα για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και την προσέγγιση του κομμουνισμού στις πραγματικές ιστορικές συνθήκες του 20ού, και πλέον, του 21ού αιώνα, εξακολουθούν να είναι ανοιχτά, χωρίς να έχει προκύψει ηγεμονική απάντηση από καμία πλευρά του ΔΚΚ. Αντίστοιχα ισχύουν για τα ερωτήματα τα σχετικά με τον σύγχρονο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, τη σύγχρονη εργατική τάξη και το υποκείμενο της κοινωνικής, επαναστατικής αλλαγής.

Κάποιοι σύντροφοι εμπνέονται από τις επιτυχίες του ΚΚ Κίνας ως προς τη ταχεία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της ειδικευμένης εργασιακής δύναμης, και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κινεζικού λαού. Άλλοι, εμπνέονται από τον αγώνα του ΚΚ Κούβας για τη διατήρηση της εξουσίας και τη βελτίωση της ζωής του κουβανέζικου λαού σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης. Δυστυχώς, όμως, κανένα από αυτά τα δύο παραδείγματα δεν έχει οδηγήσει, ακόμη, σε μια θεωρητική γενίκευση και αποκρυστάλλωση, τέτοια που να μπορεί να δείξει το δρόμο στο ΔΚΚ για την ανασύνταξή του. Μάλιστα, και τα δύο παραδείγματα δέχονται κριτική για οπισθοδρόμηση προς τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής.

Αυτή η κατάσταση αντικατοπτρίζεται στις δυσκολίες για τη διεθνή συνεννόηση του ΚΚ, καθώς είμαστε πολύ μακριά από μια σύγχρονη Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ). Μάλιστα, ο ρωσονατοϊκός πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τις υπαρκτές διαφορές, με τη δημιουργία τουλάχιστον δύο στρατοπέδων ως προς τη σχετική θέση των κομμουνιστικών κομμάτων.

Οπότε, θα ήταν παράλογο να περιμέναμε το ελληνικό ΚΚ να μπορεί να υπερβεί τη στρατηγική αυτή κρίση από μόνο του, ή ακόμη και το να είναι στην πρωτοπορία της ανασυγκρότησης του ΔΚΚ (παρόλη την υπερφίαλη άποψη του ΚΚΕ για τον εαυτό του ως προς αυτό…). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ελληνικό ΚΚ ουδέποτε κατέκτησε την εξουσία στο σύνολο της χώρας ώστε να προσπαθήσει να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό, ενώ η Ελλάδα δεν είναι ούτε στην αιχμή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτε στην αιχμή της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό (αντίθετα, ενσωματώνεται όλο και πιο «οργανικά» σε αυτόν).

Μάλιστα, είναι γενικά αποκαρδιωτική η συμπεριφορά των μελών και στελεχών των ελληνικών κομμουνιστικών οργανώσεων, συλλογικοτήτων και κομμάτων, απέναντι στην επιστημονική, θεωρητική δουλειά. Το ΚΚΕ αντικατέστησε το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών με τις …επιστημονικές επιτροπές της ΚΕ του, ενώ ο Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών φυτοζωεί, με σχετικά λίγους συντρόφους να συμμετέχουν σε οποιουδήποτε είδους συλλογική εργασία έρευνας και μελέτης. Παρόλο που η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά βρίθει ανθρώπων με πανεπιστημιακή μόρφωση και ειδίκευση σε μεταπτυχιακά και διδακτορικά, σπάνια η θεματολογία αυτών αγγίζει ζητήματα αιχμής για το κομμουνιστικό κίνημα. Αντίθετα, πολύ πιο συχνά, η ερευνητική αυτή δραστηριότητα αντανακλά τις προτεραιότητες και παραδοχές της αστικής, μεταμοντέρνας σκέψης.

Συμπεραίνουμε ότι η ανασυγκρότηση του ΚΚ στη χώρα μας δεν μπορεί να έχει απαιτήσεις γρήγορης και εύκολης στρατηγικής σύγκλισης και βαθιάς στρατηγικής συμφωνίας. Θα πρέπει να ανιχνεύουμε τα όριά μας ως προς αυτό, σε κάθε χρονική στιγμή.

Φυσικά δεν ξεκινάμε από το μηδέν! Η στρατηγική κατεύθυνση είναι εκεί για να καθοδηγήσει τη διαδικασία της ανασυγκρότησης, και περιγράφεται με συντομία μεν, αρκετή ακρίβεια δε, στο Ανοιχτό Κάλεσμα της Πρωτοβουλίας μας.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν η ανασυγκρότηση του ΚΚ στη χώρα μας να προχωρήσει χωρίς οι κομμουνιστές να έρθουμε σε όσο το δυνατόν πιο στενή επαφή και συνεργασία με τα ΚΚ εκείνων των χωρών που αντιστέκονται με επιτυχία στον ιμπεριαλισμό, και προοδεύουν βελτιώνοντας τη ζωή των λαών τους, διατηρώντας φυσικά η κάθε πλευρά την οργανωτική και πολιτική της αυτονομία. Σε περίπτωση ρήξης με τον ιμπεριαλισμό στη χώρα μας, άλλωστε, θα χρειαστούν διεθνή στηρίγματα, τεχνολογικά, οικονομικά/χρηματοδοτικά, πολιτικά, στρατιωτικά, κοκ, όπως και στο επίπεδο της συσσωρευμένης εμπειρίας άσκησης εξουσίας… Οι επαφές αυτές πρέπει να ξεκινήσουν από σήμερα, και να είναι εφ’ όλης της ύλης, από πρακτικά ζητήματα, μέχρι την κοινή επιστημονική διερεύνηση των ζητημάτων που απασχολούν το ΔΚΚ.

Ο «βολικός» ιδεολογικός δογματισμός

Η πιο συνήθης απάντηση της κομμουνιστικής Αριστεράς της χώρας μας στα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα της εποχής παραμένει αυτή του ιδεολογικού δογματισμού, ο οποίος εμφανίζεται σε δύο εκδοχές: αυτήν της ακραίας αναθεώρησης του μαρξισμού – λενινισμού και της κυρίαρχης, τριτοδιεθνιστικής παράδοσης του ΚΚ του 20ού αιώνα, και την αντίθετή της, της προσκόλλησης στη μια ή άλλη εκδοχή αυτών των παραδόσεων.

Και οι δύο εκδοχές έχουν δείξει τα ιστορικά τους όρια προ πολλού, ενώ οδηγούν σε μια παρόμοια συμπεριφορά που δίνει «εύκολες» απαντήσεις σε ερωτήματα που η ίδια ζωή διατηρεί, ωστόσο, ανοιχτά.

 

Ο αναθεωρητισμός

Παραδείγματα αναθεωρητισμού συνιστούν οι εκδοχές απαντήσεων στα ερωτήματα του «υπαρκτού» σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, ειδικά αυτόν της ΕΣΣΔ, είτε περί «κρατικού καπιταλισμού», είτε περί «ανέκδοτου εκμεταλλευτικού, γραφειοκρατικού συστήματος». Καμία από αυτές δεν έχει καταφέρει να ηγεμονεύσει ούτε επιστημονικά, ούτε πολιτικά, τη σχετική συζήτηση στο ΔΚΚ. Αντίστοιχα ισχύουν για την ευκολία με την οποία αναγορεύεται η Κίνα σε «καπιταλιστική» ή και «ιμπεριαλιστική», από κόμματα και οργανώσεις της σημερινής, σχετικά «άκαπνης», ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Σχετικά με τον σύγχρονο καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό ξεχωρίζει η θεωρία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού», η οποία έχει αποχτήσει χαρακτήρα ιδεολογικής ταυτότητας για το πολιτικό ρεύμα του ΝΑΡ, και των γύρω από αυτό, παρόλο που περιορίζεται διεθνώς επιστημονικά σε 1-2 Έλληνες μαρξιστές ακαδημαϊκούς, και πολιτικά δεν κατάφερε ποτέ να βγει από τα όρια του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι απαντήσεις που δίνονται μπορεί να εξηγούν πλευρές της πραγματικότητας, ή να θέτουν και γόνιμους προβληματισμούς, αλλά, δυστυχώς, αντιμετωπίζονται από τις οργανώσεις που τις υποστηρίζουν ως ο πυρήνας της ιδεολογικής τους ταυτότητας. Δεδομένου ότι πρόκειται για προτάσεις που αντικρούουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το κυρίαρχο – ακόμη και σήμερα – πολιτικό ρεύμα στο ΔΚΚ, οι απαιτήσεις, τόσο στο επιστημονικό όσο και στο πολιτικό πεδίο, είναι αυξημένες, προκειμένου να πείσουν ότι μπορούν να αποτελέσουν βάσεις για το ΚΚ του 21ου αιώνα. Μάλιστα, το όποιο στοιχείο καινοτομίας είχαν όταν πρωτοεμφανίστηκαν, κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, έχει πλέον, μετά από αρκετές δεκαετίες,  ατονίσει. Μάλλον κρίνονται και οι απόψεις αυτές στη βάση των αποτελεσμάτων που (δεν) έφεραν, ενώ η όποια «νεανική» ορμή όσων τις πρωτοδιατύπωσαν, έχει μετατραπεί σήμερα στο αντίθετό της: γραφειοκρατική σκλήρυνση, παρόμοια με αυτήν ενάντια στην οποία στράφηκαν όταν εμφανίστηκαν!

 

Ο δογματικός «μαρξισμός – λενινισμός» (μ-λ)

Από την άλλη, είναι χαρακτηριστική η άρνηση οργανώσεων και κομμάτων της μ-λ παράδοσης, να αντιμετωπίσουν με τόλμη το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε. Προτιμούν να συμπεριφέρονται ως αν αυτό να μην υπάρχει, ή ως να ισχύει μόνο για όλους τους άλλους, πλην της εκάστοτε οργάνωσης ή κόμματος! Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί το ΚΚΕ, φυσικά, το οποίο καταφέρνει και να αναθεωρεί αγρίως τον μ-λ, και να ισχυρίζεται ότι μόνο αυτό κατέχει τη «μ-λ αλήθεια», και από αυτή τη θέση μπορεί να κρίνει, ή να αφήνει υπονοούμενα για άλλα κομμουνιστικά κόμματα, όπως της Κίνας, ή ακόμη και αυτό της Κούβας…

Ο γραφειοκρατικός αυτός δογματισμός απέβη μοιραίος και για την ίδια την ΕΣΣΔ, καθώς κάποιοι από τους σημαντικότερους σοβιετικούς στοχαστές, όπως ο Ιλιένκοφ ή ο Βαζιούλιν, λογοκρίθηκαν από τη σοβιετική νομενκλατούρα. Αν η κριτική τους κυκλοφορούσε πιο ελεύθερα στη σοβιετική κοινωνία, ίσως η κατάληξή της να μην ήταν αυτή που ήταν…

Από την ασθένεια αυτή δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πραγματικά ότι έχει κατακτήσει απόλυτη ανοσία, δυστυχώς. Αν ο αναθεωρητισμός προσελκύει υποσχόμενος μια καινούρια αρχή, απαλλαγμένη από τις αμαρτίες του παρελθόντος, η δογματική προσκόλληση στον ορθόδοξο μ-λ, φέρει τις δάφνες των πιο λαμπρών στιγμών της ιστορίας του διεθνούς και εγχώριου ΚΚ, και προσφέρει στους θιασώτες του ένα αίσθημα «ιδεολογικής ασφάλειας».

Ας πάρουμε το παράδειγμα του χώρου από τον οποίο προέρχεται ο γράφων, των αποχωρησάντων ή διαγραφέντων από το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια στη βάση της διαφωνίας γύρω από την προγραμματική αλλαγή στο 19ο συνέδριο. Είναι τυχαίο ότι παρόλες τις κατηγορίες της ηγεσίας του ΚΚΕ περί οργανωμένων φραξιών, 10 και 15 χρόνια μετά δεν υπάρχει καμία πολιτική οργάνωση με ένα ελάχιστο μέγεθος και δυναμική που να εκφράζει αυτόν τον πολιτικό χώρο (μάλλον αποδείχτηκε ότι όλες οι φράξιες ήταν της ηγεσίας…);

Εδώ προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα: ποιος είναι ο αυθεντικός «μ-λ»; Αυτός που επικαλείται η ηγεσία του ΚΚΕ;, Αυτός του Συλλόγου Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος», του οποίου μέλος είναι ο γράφων, που πχ επιμένει στη στρατηγική κατεύθυνση που αναδείκνυε το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όπως και στο Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο ως την πολιτική, τακτική μεν, στρατηγικής σημασίας δε, που θα υλοποιούσε την κατεύθυνση αυτή; Η’ ίσως έχουν δίκιο οι σύντροφοι του Εργατικού Αγώνα που έχουν στραφεί σε μια παραλλαγή της γραμμής αυτής, υιοθετώντας μέρος της κριτικής του «αντικαπιταλιστικού» χώρου και της ηγεσίας του ΚΚΕ; Θεωρούμε άγονη μια τέτοια συζήτηση για το ποιος «ερμηνεύει» καλύτερα τον μ-λ, και ότι μόνο η πολιτική πράξη μπορεί να αποδείξει το σωστό και το λάθος του καθενός μας!

Στο Ανοιχτό Κάλεσμα γράφουμε: «αναγνωρίζουμε την ανάγκη για την κριτική μελέτη της ιστορίας αυτής (σημ. ΔΠ: του ΔΚΚ του 20ού αιώνα και, ιδιαίτερα, του κυρίαρχου τριτοδιεθνιστικού ρεύματος), και για τη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής και λενινιστικής θεωρίας για τη λύση των σύγχρονων στρατηγικών προβλημάτων του ΚΚ.», ενώ κάποιοι σύντροφοι αναφερόμαστε και σε διαλεκτική άρση του σημερινού μ-λ. Παράδειγμα τέτοιας διαλεκτικής άρσης αποτελεί για εμάς ο λενινισμός, ο οποίος διατηρώντας την ουσία του μαρξισμού, τον ανέπτυξε προκειμένου να μεταβεί από τη γενική θεωρία του Κεφαλαίου του Μαρξ, στο συγκεκριμένο της ανάλυσης του ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού, και του διεθνούς καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος της εποχής του Λένιν, στα πρόθυρα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Άραγε, η δική μας εποχή, μετά τις ανατροπές του σοσιαλισμού, και τις εξελίξεις με την ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (διεθνείς αλυσίδες αξίας, υπεργολαβίες, κοκ), δεν απαιτεί τη δική της ανάπτυξη της θεωρίας και της στρατηγικής του ΔΚΚ;

Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι η ανασυγκρότηση του ΚΚ στη χώρα μας σε καμία περίπτωση δεν ανάγεται στην ύπαρξη ενός «καλού ΚΚΕ» ή οποιασδήποτε άλλης εκδοχής μ-λ (ή τροτσκισμού κοκ) που έρχεται από το παρελθόν. Προκύπτει, επίσης, ότι η ιδεολογική, θεωρητική, στρατηγική ανασυγκρότηση του ΚΚ, δεν μπορεί να προηγηθεί σε μεγάλο βαθμό της πρακτικής, πολιτικής, και οργανωτικής του ανασυγκρότησης, όσο εμπιστοσύνη και αν έχει ο καθένας μας στη δική του θεωρητική άποψη, ή και «πεφωτισμένη» ηγεσία και αν υπάρχει στη μια ή στην άλλη συλλογικότητα.

 

Κριτήριο της αλήθειας η επαναστατική πράξη

Επιστρέφοντας  στην πολιτική πράξη ως κριτήριο της αλήθειας, είναι ακριβώς αυτή που καθίσταται αδύνατη λόγω του σημερινού πολυκερματισμού της κομμουνιστικής Αριστεράς, ακόμη και της μερίδας της που θα μπορούσε ήδη να συμφωνήσει σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο στη στρατηγική κατεύθυνση, αλλά και σε αρκετές από τις πλευρές της στρατηγικής. Οι υπάρχουσες οργανώσεις είναι υπερβολικά μικρές, και για να είναι η κοινωνική τους σύνθεση αντιπροσωπευτική της κοινωνίας, και για να μπορέσουν να θέσουν στόχους που απορρέουν από την «ιδεολογία» τους και από την πολιτική τους γραμμή, και για να προσπαθήσουν να τους κάνουν αυτούς τους στόχους πράξη.

Ελλείψει της πράξης ως κριτηρίου της αλήθειας, αυτό που απομένει είναι η ιδιαίτερη «ιδεολογική ταυτότητα» της κάθε συλλογικότητας, ως συγκολλητικός παράγων. Όταν, όμως, μια κομμουνιστική συλλογικότητα αδυνατεί να αλλάξει την πραγματικότητα, τότε αδυνατεί και να αλλάξει η ίδια με βάση την πραγματικότητα. Έτσι, η διαμόρφωση κομμουνιστικών συλλογικοτήτων στη βάση της ιδεολογικής ταυτότητας, συνήθως ως αποτέλεσμα κάποιας προηγούμενης διάσπασης μιας μεγαλύτερης οργάνωσης, οδηγεί αντικειμενικά σε πρακτικές και συμπεριφορές που αποσκοπούν στην συντήρηση, τόσο της ίδιας της οργάνωσης, όπως και της ιδεολογικής της ταυτότητας, ως το ενοποιητικό στοιχείο.

Αυτό είναι ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται συστηματικά, με αρκετά παραδείγματα στην ιστορία της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς, οπότε και προκύπτει το ερώτημα της βαθύτερης κοινωνικής αιτίας αυτής της συντηρητικής πολιτικής στάσης.

 

Η κοινωνική βάση: οι αντιθέσεις εντός του εργαζόμενου λαού

Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά: η πολιτική συντήρηση που οδηγεί στην αναπαραγωγή πολιτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων που επί δεκαετίες αδυνατούν να πετύχουν τους δεδηλωμένους στόχους τους, ή ακόμη και να κάνουν στοιχειώδη βήματα προς αυτούς, δεν μπορεί παρά να έχει τη βάση της σε κοινωνικά στρώματα που διακατέχονται από κάποιου είδους συντηρητισμό, έστω ως μια λανθάνουσα κοινωνική δυναμική, ανάμεσα σε άλλες.

Έχουμε αναφερθεί αλλού αναλυτικά στην αντιφατική ενδιάμεση θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.: από τη μια, εξαρτημένη στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, σχεδόν σε καθεστώς νεοαποικίας μετά και την – κατ’ ουσία – χρεωκοπία, στην οποία οδηγήθηκε η χώρα το 2009· από την άλλη, όμως, χώρα ενδιάμεσης ανάπτυξης, ενταγμένη οργανικά, πλέον, στην οικονομία της ΕΕ, και γεωπολιτικά στη νατοϊκή συμμαχία, ενώ εξακολουθεί να είναι μια από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες χώρες της περιοχής μας (Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειος).

Η αντιφατική αυτή θέση της χώρας προσφέρει δυνατότητες στον ιμπεριαλισμό να ενσωματώνει ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, πέραν της αστικής τάξης, στη στρατηγική του, με τρόπο που να αποσπά την ανοχή – έστω και με τρομοκρατία, πχ για το ενδεχόμενο ενός πολέμου με την Τουρκία – ή και την υποστήριξή του. Σε περιόδους κρίσεων, όπως ο τουρκικός «Αττίλας» στην Κύπρο στις τελευταίες μέρες της δικτατορίας, ή κατά την πρόσφατη καπιταλιστική κρίση και μνημονιακή της διαχείριση, ανοίγονται ρήγματα στην ενσωμάτωση αυτή. Ωστόσο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν κοινωνικές δυναμικές που αντισταθμίζουν έναν αυθόρμητο αντιιμπεριαλισμό, ο οποίος επίσης αναπτύσσεται ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα.

Σε αυτήν τη κοινωνική δυναμική πρέπει να προστεθεί η αυξανόμενη πόλωση εντός του στρατοπέδου του εργαζόμενου λαού, στη βάση συγκλινουσών δευτερογενών αντιθέσεων που γεννά ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στη σημερινή φάση ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησής της:

  • επιτελική/δημιουργική (επιστημονική, καλλιτεχνική, κοκ) – εκτελεστική, επαναληπτική εργασία,
  • ειδικευμένη – ανειδίκευτη εργασία,
  • διανοητική – χειρωνακτική εργασία,
  • μη παραγωγική (αν και αναπαραγωγική, πχ στις δημόσιες κοινωφελείς υπηρεσίες, τη διαφήμιση, σε νομικά επαγγέλματα κοκ) – παραγωγική με την έννοια της παραγωγής εμπορευμάτων (και υπηρεσιών), είτε ως μέσων παραγωγής, είτε ως μέσων κατανάλωσης (συμπεριλαμβανομένων των ειδών πολυτελείας),
  • δημόσιος – ιδιωτικός τομέας,
  • ντόπια («λευκή») εργασιακή δύναμη – μεταναστευτική/προσφυγική εργασιακή δύναμη,
  • εργασιακή δύναμη που κυκλοφορεί ελεύθερα στην ΕΕ και, γενικότερα, στις ιμπεριαλιστικές χώρες – εργασιακή δύναμη «χωρίς χαρτιά», της οποίας η κυκλοφορία καταστέλλεται, ή και στερείται πολιτικών και άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων (γκετοποίηση, ρατσισμός, κοκ),
  • εργασιακή δύναμη ήδη εγκατεστημένη στην αγορά εργασίας ή και στη σύνταξη, η οποία διατηρεί κάποια από τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα που είχαν επιτευχθεί κατά τη Μεταπολίτευση – εργασιακή δύναμη της «νέας βάρδιας» της εργατικής τάξης, ειδικά μετά τη μνημονιακή λαίλαπα,
  • εργασιακή δύναμη που αμείβεται στη μέση αξία της – υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη.

Και τα δύο άκρα της πόλωσης αυτής έχουν μέσα τους το σπέρμα του συντηρητισμού[1]: το πιο ευνοημένο άκρο διότι μπορεί ακόμη να ελπίζει ή και να επιτυγχάνει ατομικές λύσεις στα προβλήματά του, πχ μεταναστεύοντας στις ιμπεριαλιστικές χώρες· το υπερεκμεταλλευόμενο άκρο, διότι αδυνατεί να συνειδητοποιήσει την κοινωνική του θέση και το ταξικό του συμφέρον, λόγω της απόλυτης εξαθλίωσης και αυξημένης καταπίεσης την οποία υφίσταται.

Οι δευτερεύουσες αυτές αντιθέσεις αυξάνονται σε αριθμό και ένταση όταν διευρύνουμε την οπτική μας σε επιπλέον στρώματα του εργαζόμενου λαού, όπως τους αυτοαπασχολούμενους, τους μισοπρολετάριους, τις οικογενειακές επιχειρήσεις, ή ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις, και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με τις ελληνικές λαϊκές οικογένειες να είναι σε μεγάλο βαθμό μεικτές.

Θα είχε ενδιαφέρον, λοιπόν, μια κοινωνιολογική μελέτη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης των μελών και στελεχών της κομμουνιστικής Αριστεράς, στη χώρα μας, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και της ιμπεριαλιστικής «Δύσης» γενικότερα. Η αίσθησή μας είναι ότι υπάρχει ένα μεγάλο σχίσμα μεταξύ των εργαζομένων: καταρχήν αυτών που μπορεί να διακατέχονται από τη μαρξιστική ιδεολογία, και με ειλικρινή, ή και ανιδιοτελή, τρόπο μάχονται ενάντια στον καπιταλισμό και στον ιμπεριαλισμό μέσα από τις γραμμές της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά, ωστόσο, η ίδια η πραγματικότητα της ζωής τους τους εμποδίζει, ίσως, να προσανατολίσουν τη δράση τους αυτή κατά μήκος της κυρίαρχης αντίθεσης της ελληνικής κοινωνίας. Από την άλλη, υπάρχει μια μάζα υπερεκμεταλλευόμενων εργαζομένων που στην ουσία μένουν έξω από την πολιτική δράση, ή και στερούνται παντελώς πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτοί συχνά καταφεύγουν σε άλλες μορφές εκτόνωσης του αυθόρμητου ριζοσπαστισμού, συμπεριλαμβανομένων μορφών συμμοριών ή χουλιγκανισμού.

Μάλλον, τα μέλη της Αριστεράς μας τοποθετούνται περισσότερο στην αριστερή στήλη των παραπάνω δίπολων, παρά στη δεξιά… Τι άλλο φανερώνει, άλλωστε, η επιμονή περί «αυτοδικαίωσης», και συνέχισης στον ίδιο αδιέξοδο δρόμο, ακόμη πιο έντονα, τόσο του ΚΚΕ, όσο και του ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μετά την πλήρη αποτυχία, ή και απροθυμία, να οδηγήσουν τον λαό σε μια φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση; Πως μπορεί τα μέλη και στελέχη αυτών των οργανώσεων να πιστεύουν ότι «έκαναν ότι μπορούσαν», ή ότι «έφταιγαν όλοι οι άλλοι, ή ο λαός, που είναι αυτός που είναι», αλλά όχι μια πολιτική γραμμή που μετά από χρόνια και δεκαετίες τους έφερε σε χειρότερο σημείο από το σημείο εκκίνησής τους; Τι άλλο δείχνει η παραίτηση από τα άμεσα αποτελέσματα της πολιτικής δράσης επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;

Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται, φυσικά, όπου υπάρχει κρατική ή άλλου είδους χρηματοδότηση, και επαγγελματοποίηση της πολιτικής συμμετοχής, όπως συμβαίνει κυρίως στο ΚΚΕ, αλλά όχι αποκλειστικά εκεί…

Από την άλλη, υπάρχει κι η ανάποδη δυσκολία: απουσία τέτοιων πόρων, οι συμμετέχοντες σε οποιοδήποτε νέο κομμουνιστικό εγχείρημα θα πρέπει να καταφέρουν να συνδυάσουν τον όλο και πιο δύσκολο αγώνα επιβίωσης, με πληθώρα εργασιακών, επαγγελματικών, οικογενειακών και προσωπικών προβλημάτων, με την ισχυρή δέσμευση και ανιδιοτελή προσφορά στον κοινό μας αγώνα…

Όλα αυτά δε σημαίνουν, φυσικά, ότι η Αριστερά αυτή είναι καταδικασμένη και πρέπει να απορριφθεί, λόγω της κοινωνικής της καταγωγής. Κάθε άλλο. Το παραπάνω σχίσμα μέσα στις τάξεις του εργαζόμενου λαού μπορεί να υπερκαλυφθεί μόνο με συνειδητή πολιτική δουλειά της κομμουνιστικής πρωτοπορίας από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε το πρόβλημα. Μάλιστα, καθώς βαθαίνει η κρίση, όλο και αναδεικνύεται εκείνο το υποκείμενο της εργασίας που συνδυάζει χαρακτηριστικά των δύο παραπάνω μερίδων, δηλ. συνδυάζει την ειδικευμένη εργασιακή δύναμη, με τις αυξανόμενες δυσκολίες για μια αξιοπρεπή διαβίωση[2].

Εύκολες λύσεις, φυσικά, δεν υπάρχουν. Αλλά το πρώτο βήμα, και αναγκαίος, αν και όχι επαρκής από μόνος του όρος, είναι να αφήσουμε στην άκρη την υπεριδεολογικοποίηση των διαφορών μας, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, και να διαμορφώσουμε εκείνη την ελάχιστη μάζα πρωτοπόρων κομμουνιστών αγωνιστών, η οποία θα μπορέσει να ξεκινήσει τη διαδικασία της ανασυγκρότησης του ΚΚ, με προσανατολισμό στη διαμόρφωση ουσιαστικών δεσμών με όλα τα επιμέρους στρώματα της εργατικής τάξης και του λαού.

Είναι σημαντικό, όμως, να επιμείνουμε ότι ακόμη και αυτό δεν είναι παρά το απαραίτητο σημείο εκκίνησης. Παραμένουν τεράστιες δυσκολίες που έχουν να κάνουν με το μέγεθος της χώρας μας και τη θέση της στον κόσμο. Τα σημερινά κοινωνικά προβλήματα είναι διεθνοποιημένα και εξαιρετικά πολύπλοκα. Κομμουνιστές που δεν βρίσκονται εργασιακά στην αιχμή της ανάπτυξης της σύγχρονης καπιταλιστικής παραγωγής, και που δεν έχουν συμμετάσχει ποτέ στη διαχείριση της εξουσίας, και μέσω αυτής, της πληθώρας των αλληλοεπιδρώντων συστημάτων που το σημερινό κράτος – είτε καπιταλιστικό, είτε σοσιαλιστικό – ελέγχει και διαχειρίζεται, αδυνατούν να συλλάβουν τη συνθετότητα των προβλημάτων, είτε ατομικά, είτε συλλογικά. Τα προβλήματα φαντάζουν ως ένα θολό «βουνό» στους περισσότερους, αν όχι όλους, από εμάς, και είναι συχνή η αμήχανη, ή και σπασμωδική απάντηση στις διάφορες στροφές της ιστορίας και τα νέα φαινόμενα που αυτή αναδεικνύει. Γι’ αυτό και η σύνδεση με το ΔΚΚ, και ιδιαίτερα με τις χώρες και τα ΚΚ που πρωτοπορούν με τη μια ή την άλλη έννοια, είναι επίσης απαραίτητος όρος οποιασδήποτε ανασυγκρότησης του ΚΚ στη χώρα μας.

 

Συμπέρασμα: ενιαία, ανοιχτή, δημοκρατική, μεταβατική, κομμουνιστική οργάνωση στη βάση της στρατηγικής κατεύθυνσης

Ίσως, τα παραπάνω να εξηγούν καλύτερα την επιμονή του Ανοιχτού Καλέσματος σε μια ριζική λύση ανασυγκρότησης του ΚΚ, και όχι, πχ, στην ενοποίηση ή σύμπραξη 2-3 μικρών οργανώσεων και συλλογικοτήτων στη βάση της ιδεολογικής συνάφειας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τέτοιες ενοποιήσεις δεν είναι θετικές, ή ότι δεν μπορούν να συμβάλουν στην όλη διαδικασία.

Το κλειδί είναι η συμφωνία στη στρατηγική κατεύθυνση, και η αντιστοίχιση της οργανωτικής συγκρότησης με τη φάση στην οποία βρίσκεται η όλη διαδικασία, και με το επίπεδο στρατηγικής συμφωνίας που θα έχει επιτευχθεί σε κάθε τέτοια φάση. Το ανοιχτό της διαδικασίας στο πλειοψηφικό σώμα των ανένταχτών κομμουνιστών, ιδιαίτερα κατά την ιδρυτική, (προ)συνεδριακή διαδικασία, αντιγραφειοκρατικά μέτρα, όπως αυξημένες πλειοψηφίες αρχικά για τις όποιες αποφάσεις και η δημοσιότητα των απόψεων που μειοψηφούν, αλλά και μέτρα για κοινή δράση στη βάση της συνειδητής πειθαρχίας – υποταγής της μειοψηφίας στην πλειοψηφία για την αποφυγή διαλυτικών τάσεων, προτείνονται για να διασφαλίσουν ότι το εγχείρημα δε θα ναυαγήσει στα πρώτα του δύσκολα και αβέβαια βήματα.

Καλούμαστε όλοι, οργανώσεις και ανένταχτοι, που διαπιστώνουμε την κρισιμότητα των στιγμών, τις αντικειμενικές και υποκειμενικές δυσκολίες που αναπτύχθηκαν στο παρόν άρθρο, αλλά και την υπαρκτή, ευρεία συμφωνία τόσο στη στρατηγική αυτή κατεύθυνση, όσο και σε άλλες πτυχές της στρατηγικής, ή των οργανωτικών επιλογών, όπως καταγράφονται στο Ανοιχτό Κάλεσμα (ένα κείμενο που συνεχίζει, φυσικά, να εξελίσσεται, δεν είναι γραμμένο «στην πέτρα»), να ξεπεράσουμε τους δισταγμούς, και να συναντηθούμε στον ωραίο αυτόν αγώνα για το ΚΚ της εποχής μας, και την ανασύνταξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος στη χώρα μας.

 

 

[1] Νίνος Γ. (2021). Διαδικασίες παραγωγής υποκειμένου στον 21ο αιώνα και δυναμικές της μετάβασης Προβλήματα σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας. Ουτοπία, τ. 138, σ. 151-168.

[2] Ο.π.

 

Μοιραστείτε το άρθρο