1

Εταιρείες-τεχνοβλαστοί: Αγοραίος εποικισμός πανεπιστημίων και ερευνητικών φορέων

 

τoυ Κώστα Πετρόπουλου

 

Ένα ακόμα βήμα, στην κατεύθυνση επιχειρηματικοποίησης/ εμπορευματοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επιχειρεί η κυβέρνηση της ΝΔ με την ψήφιση του νόμου 4864/2021 (ΦΕΚ 237Α΄/02/12/21) σχετικά με την προώθηση των Στρατηγικών Επενδύσεων, το τρίτο μέρος του οποίου αφορά τη «δημιουργία πλαισίου για τις εταιρείες-τεχνοβλαστούς». Κεφαλαιουχικών εταιρειών που ιδρύονται από ακαδημαϊκό ή ερευνητικό προσωπικό των ερευνητικών οργανισμών της χώρας, με σκοπό την εμπορική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και της γνώσης που παράγει το συγκεκριμένο προσωπικό, από μόνο του ή και σε συνεργασία με τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις).

Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε (30/11) επί της αρχής και στο σύνολό του μόνο από την κυβερνητική πλειοψηφία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ καταψήφισε το νομοσχέδιο επί της αρχής, υπερψήφισε τα μισά από τα άρθρα του, υπεραμυνόμενος της… «δίκαιης» διασύνδεσης παραγωγής-δημόσιου πανεπιστημίου, την οποία προώθησε επί των ημερών του.

Στις προθέσεις της κυβέρνησης ήταν η ικανοποίηση του καθηγητικού κατεστημένου –ιδιαίτερα των παραγωγικών σχολών (Πολυτεχνεία, Σχολές Επιστημών Υγείας, Γεωπονικές, Πληροφορικής)– το οποίο επιδιώκει την κερδοσκοπική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, τα οποία παράγονται στους δημόσιους ερευνητικούς οργανισμούς (Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα), αξιοποιώντας τις, με δημόσια χρηματοδότηση, κατασκευασμένες ερευνητικές υποδομές τους και κατά περίπτωση, απλήρωτη ή κακοπληρωμένη εργασία.

Όπως σημείωναν σε δημόσιες εμφανίσεις τους στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης, που εισηγήθηκε το νομοσχέδιο, επιδίωξή τους ήταν η κατάργηση του κατακερματισμένου και συχνά αντιφατικού νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την ίδρυση τεχνοβλαστών. «Η αντικατάστασή του από έναν συνεκτικό και ολοκληρωμένο νόμο, με ευνοϊκές προϋποθέσεις και κίνητρα, που να ικανοποιεί τις ανάγκες τις επιστημονικής κοινότητας και του σύγχρονου επιχειρείν…».

Στην κατεύθυνση απλοποίησης της διαδικασίας ίδρυσης μιας εταιρείας-τεχνοβλαστού, ο νόμος μεταφέρει την αρμοδιότητα για τη λήψη της σχετικής απόφασης (γνωμοδοτεί το Γραφείο Μεταφοράς Τεχνολογίας) από τη Σύγκλητο, η οποία είναι ένα πολυμελές και «βαρύ» σύμφωνα με τους κυβερνητικούς χαρακτηρισμούς όργανο (συμμετέχουν κοσμήτορες, πρόεδροι τμημάτων, αλλά και εκπρόσωποι εργαζομένων), στο πρυτανικό συμβούλιο (για την περίπτωση των ΑΕΙ), το οποίο μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις με την παρουσία του πρύτανη και των αντιπρυτάνεων κάθε ιδρύματος (άρθρο 53). Το πρυτανικό συμβούλιο μπορεί να μεταβιβάσει τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα, στην Εταιρεία Αξιοποίησης και Διαχείρισης Περιουσίας του Πανεπιστημίου (λειτουργεί ως ΑΕ με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας), εξαφανίζοντας έτσι και την ελάχιστη δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων αυτών από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και ειδικότερα την πλειοψηφία των φοιτητών, η οποία έχει υλικό συμφέρον από την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα, όλων των πτυχών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 57 του νόμου σχετικά με τη συμμετοχή των ερευνητών σε εταιρεία-τεχνοβλαστό. Το σύνολο του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των ΑΕΙ, μπορεί να συμμετέχει στην υποστήριξη-λειτουργία της εταιρείας-τεχνοβλαστού, χωρίς προηγούμενη άδεια από οποιαδήποτε διοικητικό όργανο του Ιδρύματος, με μοναδική προϋπόθεση να πληρούν το ελάχιστο όριο των ωρών διδακτικού έργου που τους ανατίθεται από τη Συνέλευση Τμήματος. Το σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι «η συμμετοχή του ερευνητή σε εταιρεία-τεχνοβλαστό με την ιδιότητα του εταίρου ή μέλους διοίκησης συνυπολογίζεται στην εκλογή ή εξέλιξη στις βαθμίδες».

Με αυτό τον τρόπο ενισχύονται (ήδη υπάρχουσες) υλικές προϋποθέσεις, προκειμένου η «επιχειρηματική δραστηριότητα» να κυριαρχήσει στο προσωπικό των ερευνητικών οργανισμών έναντι του διδακτικού έργου, της πάσης φύσεως υποστήριξης των φοιτητών και της βασικής έρευνας.

Σ’ ένα περιβάλλον απουσίας διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού στα ΑΕΙ, η κυβέρνηση δεν δίστασε να νομοθετήσει μέχρι και άδειες άνευ αποδοχών (παρ. 5, άρθρο 37) για τα μέλη ΔΕΠ, προκειμένου να… «αφιερωθούν» στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας εντός των Ιδρυμάτων. Η πρόβλεψη αυτή είναι ενδεικτική και των προσδοκιών που υπάρχουν για τον τζίρο και τα κέρδη αυτών των επιχειρήσεων.

Ένα μικρό μέρος αυτών, τουλάχιστον 1% (άρθρο 60, παρ. 8) επί των ακαθάριστων εσόδων της εταιρείας, προβλέπεται να καταβάλλεται στον Ερευνητικό Οργανισμό, ως αντίτιμο για την παραχώρηση διανοητικών δικαιωμάτων, υποδομών και εξοπλισμού του Ερευνητικού Οργανισμού.

Επίσης, προκειμένου να ενισχυθεί η δυνατότητα των Ιδρυμάτων να συμμετάσχουν σε εταιρείες-τεχνοβλαστούς, προβλέπεται (άρθρο 60) η παρακράτηση 0,5% από τα γενικά έξοδα (overheads) των ερευνητικών έργων που διαχειρίζονται Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ), προκειμένου τα Ιδρύματα να το διαθέσουν ως «κεφάλαιο σποράς» για συμμετοχή στις συγκεκριμένες εταιρείες.

Με δεδομένη την ανεπάρκεια των δημόσιων δαπανών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι πόροι από την εμπορευματική αξιοποίηση των προϊόντων της έρευνας είναι σίγουρο ότι θα προβληθούν ως το μόνο «ρεαλιστικό» σενάριο για την ύπαρξη και ανάπτυξη πολλών σχολών και τμημάτων. Πίσω απ’ αυτό θα επιχειρηθεί να συγκαλυφθεί ένα πλέγμα οικονομικών συμφερόντων, τα οποία επιδιώκουν να βλαστήσουν και να καρπίσουν κέρδη στο εσωτερικό των δημόσιων πανεπιστημίων, εκμεταλλευόμενοι υποδομές και ανθρώπινη εργασία, δίνοντας «κατεύθυνση» στους ερευνητικούς οργανισμούς και καλλιεργώντας πρότυπα υποταγής στη νέα γενιά μισθωτής διανόησης…

 

Αναδημοσίευση από το ΠΡΝΙ