1

Για την έννοια του έθνους (Μέρος Β’)

του Βασίλη Σουλιώτη

Συνέχεια του πρώτου μέρους

Μέρος Β’

4. Οι θέσεις του Αντώνη Λιάκου

Η δυνατότητα, στο σήμερα, της παρατήρησης του εθνικού φαινομένου χαρακτηρίζεται αφενός από την πλεονεκτική θέση του ερευνητή που μελετά με έναν διεπιστημονικό τρόπο διαφορετικές εκδοχές ανάδυσης εθνικών οντοτήτων και αφετέρου από τον περιορισμό που θέτει το γεγονός ότι η έρευνα αυτή πραγματοποιείται μέσα σε εθνικά διαμορφωμένες κοινωνίες και εκπαιδευτικά συστήματα[1]. Η μελέτη, για αυτόν τον λόγο, των παλαιότερων αφηγήσεων για το έθνος πρέπει να έχει τον χαρακτήρα μιας ματιάς που θα εξετάζει τις ιστορίες αυτές όχι ως αδιαπραγμάτευτες αλήθειες αλλά ως προς το πώς γινόταν κατανοητή η έννοια του έθνους στο παρελθόν[2].

Ο Αντώνης Λιάκος κάνει μια διμερή διχοτόμηση στις θεωρίες για το έθνος κατά την οποία οι πρώτες αφορούν τη θεώρηση περί εθνικής αφύπνισης των οποίων πυρήνας τους υπήρξε ο ιστορικισμός της γερμανικής ιστορικής σχολής και ο γερμανικός ρομαντισμός[3]. Πρόκειται όπως ο Λιάκος αναφέρει για τον τρόπο που το ίδιο το έθνος ορίζει τον εαυτό του«αποτελούν το είδωλο μέσα από το οποίο το έθνος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του» [4]. Σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, τα έθνη αποτελούν μια πραγματικότητα που υφίσταται διαχρονικά και που κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες και προϋποθέσεις αποκτά «ενεργητικό ιστορικό ρόλο» [5]. Οι θεωρίες αυτές αποτελούν ταυτόχρονα κομμάτι της εθνοποιητικής διαδικασίας καθώς δεν περιγράφουν μόνο μια ιστορική διαδικασία αλλά στην πραγματικότητα την παράγουν και μετατρέπονται από ιστορία σε έναν ιδεολογικό μηχανισμό ο οποίος παίζει το δικό του ρόλο στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας.

Με μια τέτοια χρήση του παρελθόντος το έθνος εμφανίζεται ως ένας –αενάως- ενεργητικός παράγοντας εξέλιξης όπου δρα διαχρονικά μέσα στο χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο καλύπτονται οι γενεαλογικές ασυνέχειες που πλήττουν την δημιουργία ενός εθνικού μύθου. Ταυτόχρονα, λειτουργεί ξανά ως εργαλείο μέσω του οποίου η εθνική δράση του παρελθόντος προτείνεται ως οδηγός για το σήμερα προκειμένου να υπάρξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στο μέλλον[6]. Με αυτό τον τρόπο η εθνική ιδεολογία κατασκευάζει μια αντίστοιχη εθνική συλλογική συνείδηση η οποία είναι έτοιμη να υπηρετήσει εθνικές προτεραιότητες, σκοπούς, θυσίες, στόχους.

Κεντρικό έτσι ζητούμενο, για τον Αντώνη Λιάκο, στη συζήτηση αυτή είναι η κατανόηση των διαδικασιών συγκρότησης του έθνους οι οποίες προκαλούνται από τον κοινωνικό μετασχηματισμό κατά τους νεότερους χρόνους[7].

Αυτή η μετακίνηση από την αναζήτηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν το έθνος στη μελέτη των διαδικασιών συγκρότησης επιτρέπει μια ιστοριογραφική οπτική που δεν στοχεύει την ερευνητική της ματιά στις ιδιαιτερότητες και διαφορετικότητες των πληθυσμών που καταλήγουν να συγκροτούνται ως διαφορετικά έθνη. Όπως στην περίπτωση της Ελλάδας μια μελέτη με τέτοιο προσανατολισμό αναδεικνύει το ότι η συγκρότηση της ως πολιτικό μόρφωμα αποτελεί μια ευρύτερη ευρωπαϊκή τάση[8].

Η εθνοποιητική διαδικασία προϋπέθετε δύο στοιχεία. Το πρώτο ήταν ότι σε αντίθεση με το παρελθόν δεν αρκούσε η υιοθέτηση μιας εθνικής ταυτότητας και ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός από κάποιες ελίτ. Τώρα ήταν αναγκαίος ένας μετασχηματισμός της συνείδησης στις ευρύτερες μάζες. Το δεύτερο ήταν ότι αυτή η αλλαγή θα στηριζόταν τόσο πάνω στην συγκρότηση κρατικών θεσμών και διοίκησης όσο και στο επίπεδο του φαντασιακού το οποίο έπρεπε να τροφοδοτηθεί από εικόνες, σύμβολα και αισθήματα. Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς καθώς παράγοντες που προβάλλονται ως στοιχεία ενότητας, όπως για παράδειγμα η γλώσσα, στην μετεπαναστατική Ελλάδα είχαν ελάχιστη ισχύ. Ο ελλαδικός χώρος αποτελείτο από αγρό-κτηνοτροφικούς, εμπόρους και κάποιους λόγιους, όπου δεν μιλούσαν ούτε όλοι ελληνικά ούτε είχαν όλοι ως μητρική τους γλώσσα τα ελληνικά[9]. Αυτή ακριβώς η έλλειψη κάποιων ισχυρών αντικειμενικών ενοποιητικών στοιχείων ήταν που έκανε την παρέμβαση στο πεδίο του φαντασιακού αναγκαία προκειμένου να χτισθεί το νέο, εθνικό, συνανήκειν.

Για ποιο λόγο όμως είναι απαραίτητη μια τέτοια στροφή της ερευνητικής ματιάς; Έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο παρόν το οποίο ορίζεται από τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, ο Αντώνης Λιάκος επιθυμεί να αναδείξει την ουσία του έθνους ως μιας πολιτικής κοινότητας, παράγωγο κοινωνικών μετασχηματιστικών διαδικασιών. Η εστίαση σε αυτή την πλευρά του προβλήματος επιτρέπει την κατανόηση του έθνους όχι ως μια φυσικοποιημένης πολιτισμικής ενότητας που χωρίς αυτήν δεν υφίσταται κοινωνία αλλά ως κατασκευή η οποία μπορεί να αλλάξει και που σήμερα οφείλει να μεταβληθεί προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τις σχέσης του με αυτό που μέχρι σήμερα οριζόταν ως ετερότητα, τους ξένους, τους μετανάστες και τους αλλοεθνείς που ζουν στην Ελλάδα[10].

Με βάση αυτές τις θεωρητικές αρχές για το έθνος ο Λιάκος στο ερώτημα που τίθεται στο διάλογο, ως προς το αν τελικά το ελληνικό έθνος είναι γέννημα της νεωτερικής περιόδου ή όχι, απαντά θετικά. Όπως ο ίδιος υπογραμμίζει το ίδιο αυτό το ερώτημα είναι γέννημα της ίδιας της νεωτερικής σκέψης καθώς η ανάγκη συστήματος διακρίσεων αφορά την μετά τον 18ο αιώνα περίοδο και όπως ο ίδιος συμπληρώνει «διακρίσεις υπάρχουν, αλλά όχι σύστημα διακρίσεων». Πρόκειται με άλλα λόγια, όπως ο ίδιος αναφέρει, για την ανάγκη ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης με βάση τη γλώσσα, τη θρησκεία ή την εθνικότητα[11].

Προϊόν κατ’ επέκταση του συστήματος σκέψης του νεωτερικού κόσμου είναι και η συνακόλουθη ανάγκη προσδιορισμού μια πληθυσμιακής ομάδας μέσω μια εθνικής ταυτότητας η οποία τείνει να υπερβεί παλιότερους διαχωρισμούς, θρησκευτικούς, ταξικούς, τοπικούς ή να απολυτοποιεί και να τις υπάρχουσες πολιτισμικές διαφορές.

Ο Λιάκος με αυτές τις σκέψεις προχωρά σε μια περαιτέρω κωδικοποίηση του τρόπου που πρέπει να αντιμετωπίζουμε το παρελθόν και να αντιλαμβανόμαστε την ιστοριογραφική διαδικασία. Το πρώτο αφορά την κατανόηση της διαφορετικότητας του τρόπου σκέψης ανάμεσα στις διαφορετικές εποχές των ανθρώπινων κοινωνιών. Το δεύτερο την αναγνώριση της ανθρώπινης τάσης για μια ανακατασκευή του παρελθόντος με βάση τις σύγχρονες ιδέες και αντιλήψεις και συστήματα σκέψης. Το τρίτο αφορά την ανάγκη να κατανοούμε ότι οι εκάστοτε ερμηνευτικές προτάσεις για το παρελθόν δεν είναι σωστές ή λανθασμένες αλλά παράγωγα του εκάστοτε ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο εμφανίζονται και υπό αυτή την έννοια δεν μπορούν να κριθούν ως ορθές ή λανθασμένες[12].

Σε αυτή τη βάση, προσθέτει ο Λιάκος, είναι αναγκαία και μια προσεκτική χρήση του όρου έθνους όπως αυτό χρησιμοποιείται σε παλαιότερες πηγές καθώς η σημασιοδότηση μια σειράς τέτοιων όρων διαφέρει από το περιεχόμενο που έχουν σήμερα και οι οποίοι ενσωματώνουν μια συγκεκριμένη, σύγχρονη, αντίληψη για το έθνος[13].

Το σχήμα μιας ελληνικής εθνικής ιστορίας που εκφράστηκε καταρχήν από ιστορικούς όπως ο Παπαρρηγόπουλος και ο Ζαμπέλιος έχει σύμφωνα με τον Λιάκο την επιρροή της και στην ελληνική μαρξιστική ιστοριογραφική παράδοση για το έθνος με τον Σβορώνο να αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα[14].

Κατά τον Λιάκο το τριμερές σχήμα του αρχαίου, μεσαιωνικού και νέου ελληνισμού, το οποίο επαναλαμβάνει ο Σβορώνος -εκτός όλων των άλλων αδυναμιών- δεν διευκρινίζει τη σχέση του εκάστοτε ελληνισμού με το ελληνικό έθνος. Πρόκειται συνεχίζει ο Λιάκος περί μιας μεταφοράς στην ιστορία της «τρισυποστάτου θεότητος» με τον Σβορώνο να επαναλαμβάνει αυτή την μεταφυσική ερμηνευτική του στην δική του εθνική ιστορία έστω και αν αυτή χρησιμοποιεί τη μαρξιστική ανάλυση. Γιατί «μεταφυσική»; Σύμφωνα με τον Λιάκο, το μεταφυσικό έγκειται στο ότι ο ελληνισμός εδώ παρουσιάζεται σαν ένα ιστορικό υποκείμενο που δρα αφ’ εαυτού του, αποκομμένο από τις ιστορικές συνθήκες που διαρκώς μεταβάλλονται ώστε τελικά να καταφέρνει να παραμένει αναλλοίωτο[15].

Ωστόσο ένα πρώτο δεδομένο που μπορούμε να συγκρατήσουμε όταν μιλάμε για το τριμερές αυτό σχήμα είναι η επισήμανση του Σβορώνου πως όταν αναφερόμαστε σε «νέο ελληνισμό» μιλάμε για μια νέα ιστορική οντότητα που είναι διαχωρισμένη από τους δύο προηγούμενους. Βασικός διαφοροποιό στοιχείο του, είναι ο μετασχηματισμός της αυτοσυνείδησης του λαού που συγκροτεί αυτό τον νέο ελληνισμό έτσι ώστε να μετασχηματιστεί σε ελληνικό έθνος[16].

Επιπλέον, όπως παραπάνω έχει αναδειχθεί, η ίδια η συνείδηση, το περιεχόμενο της και οι μεταβολές αυτής δεν έχει ένα μεταφυσικό χαρακτήρα, ούτε μπορεί να ερμηνευθεί με βάση κάποια θεϊκή βούληση και δεν συνδέεται ούτε με τη φυλή ούτε με κάποιο μεταφυσικό λαϊκό πνεύμα και ψυχή[17]. Αντίθετα ο Σβορώνος αναζητά τα αίτια της μεταβολής του συλλογικού συνειδησιακού περιεχομένου ενός λαού στις ιστορικές νομοτέλειες οι οποίες αποτελούν και το αίτιο αυτής της μεταβολής. Ταυτόχρονα οι νομοτέλειες αυτές δεν πρέπει να μεταφράζονται ως μια άκαμπτη θεωρία γενικών αρχών ή δόγμα, μια τέτοια τάση όπως υπογραμμίζει διαστρέφει την ίδια την μαρξιστική μεθοδολογία[18]. Αν από τη μία η ιστορική πορεία διέπεται από τέτοιες νομοτέλειες, ταυτόχρονα δεν παύει να αφορά υλικές συνθήκες που είναι τοπικά και χρονικά ιδιαίτερες και ξεχωριστές. Αυτό καθιστά αναγκαίο για τον ιστορικό, τον προσδιορισμό αυτών των ιδιαιτεροτήτων οι οποίες διαμορφώνουν και το περιεχόμενο της συλλογικής συνείδησης ενός λαού σε ένα δοσμένο χρόνο[19].

Αντίστοιχα διαλεκτική σχέση υπάρχει και ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και την ιδεολογία. Αν δηλαδή είναι οι όροι της υλικής ύπαρξης που καθορίζουν την συνείδηση αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτόχρονα η ιδεολογία δεν παίζει τον δικό της ρόλο στην διαδικασία μετασχηματισμού των ανθρώπινων κοινωνιών και στο πέρασμα από το ένα μοντέλο παραγωγής σε ένα άλλο. Με άλλα λόγια αν και η κοινωνική διαπάλη αφορά την αλλαγή στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων και τον μετασχηματισμό των παραγωγικών δυνάμεων αυτή εμφανίζεται ως σύγκρουση στο επίπεδο του εποικοδομήματος και την επικρατούσα και μη ιδεολογία τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων.[20]

Το σχήμα έτσι των διαφορετικών επάλληλων «ελληνισμών» στη θεωρία του Σβορώνου προκύπτει τόσο μέσα από την εξέταση των σταθερών αυτών που ορίζονται από την ιστορικο-υλιστική ανάλυση όσο και από τις μεταβλητές που αποτελούν τις διαφορετικές ποιότητες και ρυθμούς της ιδιαίτερης πορείας του κάθε λαού[21].

Η κριτική που ασκεί ο Λιάκος αφορά και το έργο του Σβορώνου και εκείνο το κομμάτι της αριστεράς της οποίας η ιστορική ανάλυση για το έθνος υιοθετεί και αναπαράγει, κατά τον ίδιο, το εθνικό αφήγημα. Βασική διατύπωση των θέσεων του πάνω στο συγκεκριμένο θέμα γίνεται στο έργο του, Πως στοχάσθηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, το οποίο κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά την έκδοση του έργου του Σβορώνου. Όπως ο ίδιος εξηγεί στον πρόλογο η αρχική του πρόθεση ήταν η απάντηση στις θέσεις του Σβορώνου, η οποία θα είχε τον χαρακτήρα πολεμικής. Η κατάληξη ωστόσο ήταν αυτή να πάρει τη μορφή ενός δοκιμίου που καταπιάνεται με το ερώτημα του πως «αντιλαμβανόμαστε το έθνος ως νοητική κατηγορία»[22].

Κεντρική θέση του Λιάκου στο έργο του αυτό είναι ότι το ιστορικό σχήμα το οποίο συνθέτει ο Σβορώνος αποτελεί έκφραση μιας μετάλλαξης των μαρξιστικών θεωριών κατά την οποία ο αρχικός ταξικός προσανατολισμός εν μέρει απωθήθηκε στο όνομα μιας πατριωτικού χαρακτήρα στροφής από τα κομμουνιστικά κόμματα[23].

Στο έργο αυτό μια πρώτη παρατήρηση του Λιάκου αφορά τη θέση των Μαρξ και Ένγκελς πάνω στο ζήτημα του έθνους. Οι δύο αυτοί θεωρητικοί αν και, όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν διατύπωσαν ποτέ μια συνολική θεωρία για το έθνος ασχολήθηκαν με αυτό μέσα στα πλαίσια των απαντήσεων που καλούνταν να δώσουν την εποχή εκείνη σε ζητήματα που αφορούσαν πολιτικά-εθνικά κινήματα της εποχής[24]. Ο Λιάκος υπογραμμίζει ότι ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απαντήσεις που εν τέλει έδωσαν αυτό το οποίο παρέμεινε κυρίαρχο στη σκέψη τους ήταν αφενός η θέση ότι το πρόταγμα μιας εθνική απελευθέρωσης αποτελούσε δευτερεύον στοιχείο έναντι μιας αντίστοιχης κοινωνικής και αφετέρου η αντίθεση τους στον «πατριωτισμό» [25]. Η αρχική αυτή θέση των Μαρξ – Ένγκελς, σημειώνει ο Λιάκος, απέναντι στο έθνος -η οποία κατέληγε στο ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα- «ξεχάστηκε» και «απωθήθηκε» από τους θεωρητικούς τους επιγόνους[26]. Η απώθηση αυτή δεν έγινε χωρίς εσωτερική σύγκρουση η οποία αφορούσε τη διαμάχη για τη σημασία ανάμεσα στην υλική βάση και την κουλτούρα, τους αντικειμενικούς όρους ή την υποκειμενικότητα[27]. Η ιδεολογική διαπάλη στην Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Λένιν, η κάθετη απόκλιση των αντιλήψεων ανάμεσα στον Μπάουερ και τον Στάλιν αναδεικνύουν κατά τον Λιάκο την απόκλιση αυτή. Ιδιαίτερα η θεωρία που διατύπωσε ο Στάλιν θα αποτελέσει προϊόν, αφενός, της απομάκρυνσης από την αρχική θέση για το ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα και αφετέρου της κυριαρχίας μιας αντικειμενιστικής αντίληψης περί έθνους. Αυτή συνοψιζόταν από τις σταθερές με τις οποίες όριζε το έθνος ο Στάλιν. Εκτός όμως από αποτέλεσμα η θεωρία του Στάλιν υπήρξε και αίτιο περαιτέρω καθιέρωσης αυτής της αντικειμενιστικής αντίληψης ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη[28]. Σύμφωνα με τον Λιάκο, αυτού του είδους η θεώρηση οδηγούσε στην ιδεολογική αναπαραγωγή του εθνικισμού έτσι ώστε αυτός να κυριαρχήσει στις χώρες αυτές μετά το 1990[29]. Η θεωρία αυτή που αναζητούσε αντικειμενικούς όρους για να προσδιορίσει το έθνος επηρέασε όχι μόνο τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και μέρος της μεταπολεμικής διανόησης στη Δύση στο οποίο άνηκε και ο Σβορώνος[30].

Στο ίδιο έργο ο Αντώνης Λιάκος ο παρουσιάζει τις θέσεις και μιας σειράς διανοητών όπως ο Benedict Anderson o Ernest Gellner, o Eric Hobsbawm των οποίων το έργο αποτελεί τις επιστημολογικές και ιδεολογικές αφετηρίες για τη διατύπωση των θέσεων του για το έθνος.

Ο όρος «φαντασιακή κοινότητα» που χρησιμοποιεί ο Anderson –στο βιβλίο του Φαντασιακές Κοινότητες το οποίο ο Λιάκος αξιολογεί ως τη «σημαντικότερη συμβολή στη θεωρία του έθνους»- εισάγεται προκειμένου να οριοθετήσει την οπτική γωνία από την οποία θα εξετάσει το έθνος. Ο Anderson δεν επιχειρεί να ασχοληθεί με την τεκμηρίωση της ύπαρξης ή μη του έθνους ως μια ιστορικής κατηγορίας[31]. Το ερώτημα που κυρίαρχα εγείρεται είναι το να δει κανείς με ποιο τρόπο γεννιέται η εθνική κοινότητα, να εξετάσει τους μηχανισμούς που τη γεννάνε, να επεξεργαστεί τα στοιχεία του, «νοητικά και συναισθηματικά», τα οποία το κάνουν ανθεκτικό.

Το έθνος λοιπόν αποτελεί για τον Anderson μια φαντασιακή κοινότητα˙ «φαντασιακή» και όχι φανταστική όπως επισημαίνει και ο Λιάκος, μια κοινότητα της οποίας τα μέλη δεν γνωρίζονται όλα αναμεταξύ τους και ο κοινός άξονας αναφοράς δεν είναι ούτε η θρησκεία, τα συμφέροντα τους, η συγγένεια ή ο τόπος καταγωγής. Η φαντασιακή κοινότητα του έθνους είναι για τον Άντερσον ένα αίσθημα «συνανήκειν» το οποίο δεν οφείλεται σε κανένα από τα παραπάνω στοιχεία[32].

Ο Anderson στο βιβλίο του παρακολουθεί μια σειρά από παράγοντες που παίζουν τον δικό τους ρόλο στον μετασχηματισμό των κοινωνιών αλλά ξεχωρίζει ως κυρίαρχο αυτό που ονομάζει «έντυπο καπιταλισμό». Την μετάβαση δηλαδή προς έναν «νέο νοητικό κόσμο» ο οποίος αποτελεί βασικό παράγοντα της δημιουργίας του αισθήματος του συνανήκειν και του ίδιου του έθνους[33].

Στον Gellner, τον οποίο ο Λιάκος επίσης χρησιμοποιεί, αναδεικνύεται και πάλι ο ρόλος της συνείδησης και του πολιτισμού στην εθνοποιητική διαδικασία. Βασική παραδοχή του Τσέχου διανοητή είναι η ταυτότητα των εννοιών έθνος και εθνικισμού αλλά και ο ορισμός του πρώτου είτε ως ανθρώπων που μοιράζονται το ίδιο σύστημα ιδεών, συμβόλων, συνειρμών, τρόπων συμπεριφοράς και επικοινωνίας, δηλαδή έναν κοινό πολιτισμό, είτε ως ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή συνείδηση του ότι είναι μέλη του ίδιου έθνους[34]. Ο Gellner τοποθετώντας τη γέννηση του έθνους στον βιομηχανικό κόσμο θεωρεί ότι είναι αυτή ακριβώς η στιγμή όπου για πρώτη φορά και σε αντίθεση με τις προ-αγροτικές και αγροτικές κοινωνίες, που τόσο οι ελίτ όσο και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα μπορούν και είναι αναγκαίο να μοιραστούν ένα ομογενοποιημένο πολιτισμικό στρώμα προκειμένου να είναι ικανός ένας –όπως αναφέρει ο Αντώνης Λιάκος- «μηχανισμός εθνοποίησης»[35].

Ο τρίτος κύριος άξονας αναφοράς του Λιάκου, η έννοια της «επινόησης» προέρχεται από την ανάλυση του Eric Hobsbawm για την παράδοση η οποία πλέον δεν διαβάζεται ως στοιχείο του παρελθόντος το οποίο υφίσταται ως επιβίωση στο σήμερα αλλά αντίθετα ως προβολή του παρόντος προς το παρελθόν. Πρόκειται για μια λειτουργία που δρα ενισχυτικά στην κατεύθυνση της κατασκευής των σύγχρονων κρατών στον δυτικό κόσμο από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτού του είδους η νέα προσέγγιση της «επινοημένης παράδοσης» που αναπτύχθηκε καταρχήν στην Αγγλία της δεκαετίας του 80’ αποτελούσε την απάντηση μαρξιστών ιστορικών απέναντι στην εθνική ιδεολογία, τον εθνικισμό, αλλά και των θεωρητικών εργαλείων που χρησιμοποιούσε για την επιβίωσης της. Η επινόηση της παράδοσης αναδείκνυε ακριβώς το στοιχείο της κατασκευής του έθνους και της χρήσης της ιστορίας. Η ίδια η μνήμη έτσι μέσα από έργα που ακολούθησαν αυτό το νέο τρόπο ανάγνωσης του παρελθόντος, γινόταν πλέον αντιληπτή όχι ως μια ουδέτερη λειτουργία μέσα στην οποία επιβιώνει το παρελθόν αλλά αντίθετα ως μηχανισμός επιλογής ο οποίος επιλέγει μνήμες με βάση τις εκάστοτε επιθυμητές πολιτικές χρήσης του παρελθόντος. Ο τρόπος που το έθνος μας επιβάλλει να θυμόμαστε και να ξεχνάμε, επαναλαμβάνει ο Λιάκος, μέσα από τις έννοιες της «κατασκευής» και της «επινόησης» μπορούσε τώρα, μέσα από αυτή τη καινούργια οπτική, να μελετηθεί από νέες επιστημολογικές αφετηρίες[36].

Συνέχεια στο τρίτο μέρος


[1] Αντώνης Λιάκος, (2005, Μάρτιος 6), «H ανακαίνιση της εθνικής ταυτότητας», Το Βήμα, (Ημερομηνία πρόσβασης: 08-02-2018), http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=164657

[2] Αντώνης Λιάκος, (2005, Φεβρουάριος 6), «Μυθολογίες και αγιογραφίες», Το Βήμα, (Ημερομηνία πρόσβασης: 11-12-2017), http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=164060

[3] Αντώνης Λιάκος, «Προς επισκευήν ολομέλειας και ενότητος. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», (Ημερομηνία Πρόσβασης 30-05-2018), https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/ARCH408/liakos_pros-episkeuin.pdf

[4] Α. Λιάκος, «Προς επισκευήν», ό.π., σελ.173

[5] Στο ίδιο, σελ.172

[6] Στο ίδιο, σελ.174

[7] Α. Λιάκος, «Η ανακαίνιση», ό.π.

[8] Στο ίδιο

[9]Αντώνης Λιάκος, (2005, Απρίλιος 3), «Καιρός να φτιάξουμε τους Έλληνες;», Το Βήμα, (Ημερομηνία πρόσβασης: 10-01-2018), http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=165243

[10] Α. Λιάκος, «Η ανακαίνιση», ό.π.

[11] Α. Λιάκος, «Μυθολογίες», ό.π.

[12] Στο ίδιο

[13] Στο ίδιο

[14] Για την θεώρηση των Παπαρρηγόπουλου και Ζαμπέλιου βλ. Α. Λιάκος, «Προς επισκευήν», ό.π., σελ.185

[15] Στο ίδιο, σελ.185

[16] Ν. Σβορώνος, Ανάλεκτα, ό.π. σελ.34

[17] Στο ίδιο, σελ.34

[18] Στο ίδιο, σελ.44

[19] Στο ίδιο, σελ.35

[20] Στο ίδιο, σελ.47, 56

[21] Στο ίδιο, σελ.68

[22] Α. Λιάκος, Πως στοχάσθηκαν, ό.π., σελ.8

[23] Στο ίδιο, σελ.18 και 22

[24] Στο ίδιο, σελ.17-19

[25] Στο ίδιο, σελ.17 και 18

[26] Στο ίδιο, σελ.18

[27] Στο ίδιο, σελ.34

[28] Στο ίδιο, σελ.46

[29] Στο ίδιο, σελ.48

[30] Στο ίδιο, σελ.40 και 49

[31] Στο ίδιο, σελ.90

[32] Στο ίδιο, σελ.87

[33] Στο ίδιο, σελ.89

[34] Ernest Gellner, Έθνη και εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992, σελ.23

[35] E. Gellner, Έθνη, ό.π. σελ.22

[36] Για την έννοια της «επινόησης» βλ. Α. Λιάκος, Πως στοχάσθηκαν, ό.π., Κεφάλαιο 15