1

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος

 

του Διονύση Περδίκη

 

Δημοσιεύουμε το δεύτερο κομμάτι του δεύτερου μέρους της μελέτης με τίτλο “Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στον 21ο αιώνα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία”. 

Το Μέρος Β’ είναι το πιο θεωρητικό και συνοδεύεται από εκτενέστατες σημειώσεις με παραθέματα και μεταφράσεις. Συνιστούμε σε μια πρώτη ανάγνωση να αγνοηθούν οι σημειώσεις αυτές προς χάριν της ροής του κειμένου. Σε δεύτερη φάση, οι σημειώσεις και οι αναφορές σε αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν για περαιτέρω μελέτη των θεμάτων που θίγονται.

Καθώς θα προχωράμε στη δημοσίευση της μελέτης θα εμπλουτίζουμε τον παρακάτω πίνακα περιεχομένων με τους αντίστοιχους ηλεκτρονικούς συνδέσμους:

 

ΜΕΡΟΣ Α’: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΕΡΟΣ Β’: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ 

Μέρος Β1:

Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός: Γενική θεωρία του ΚΤΠ, και μονοπώλιο – ιμπεριαλισμός: Μαρξ εναντίον Λένιν; 

  • Από τον Μαρξ και τη γενική θεωρία του κεφαλαίου… 
  • …στον Λένιν, το μονοπώλιο, και τον ιμπεριαλισμό στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής… 
  • Η διαλεκτική της ιστορίας του καπιταλισμού έχει τις απαντήσεις 

Μέρος Β2 (παρόν):

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος

  • Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών
  • Η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα από την άνιση ανταλλαγή
          – Πλασματικό κεφάλαιο
          – Το ‘παραγωγικό’  πλασματικό κεφάλαιο
          – Υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη
          – Διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας
  • Συμπέρασμα: ιμπεριαλισμός ως υπερώριμος καπιταλισμός

Σημειώσεις 

 

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος

Γίνεται αντιληπτό ότι η εκμετάλλευση του κεφαλαίου από την εργασία μέσω της παραγωγής σχετικής και απόλυτης υπεραξίας στα πλαίσια της λειτουργίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, δεν αρκούν ως έννοιες για την κατανόηση της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Εάν αρκούσαν, τότε θα παρατηρούσαμε την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και εντός της κάθε χώρας, και σε όλη την ιστορία του ΚΤΠ με τον ίδιο τρόπο, δηλ. λίγο-πολύ θα ταυτιζόταν η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση με την καπιταλιστική, και θα ήταν όλες οι καπιταλιστικές χώρες ιμπεριαλιστικές.

Αντίθετα, οι πρακτικές της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, αυτές που είναι ιδιάζουσες στο μονοπωλιακό κεφάλαιο και στην παγκόσμια κυριαρχία του, εκτυλίσσονται σε μια διάσταση μάλλον «ορθογώνια» με την καπιταλιστική εκμετάλλευση της γενικής θεωρίας του κεφαλαίου. Εκτυλίσσονται εκεί, και στον βαθμό, που παρατηρούνται[1]

  • η υπερεκμετάλλευση της εργασίας για την παραγωγή περισσότερης υπεραξίας,
  • οι συστηματικά άνισες εμπορευματικές ανταλλαγές για την ιδιοποίηση της υπεραξίας (με αποκορύφωμα την ανταλλαγή παραγωγικής εργασίας με μη παραγωγική εργασία ή πλασματικό κεφάλαιο),
  • και το μονοπωλιακό υπερκέρδος στη διαδικασία της διανομής της υπεραξίας, ως προνομιακή αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου έναντι των διεθνών ανταγωνιστών του.

Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών

Επιστρέφοντας στον προβληματισμό της προηγούμενης παραγράφου για τη σχέση πολιτικής και οικονομίας στα ενδότερα του ΚΤΠ, και ειδικότερα στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, μπορούμε να την αντιληφθούμε ως τη σχέση μεταξύ της υποκειμενικής και της αντικειμενικής πλευράς των ίδιων των σχέσεων παραγωγής, ως σχέσεων εκμετάλλευσης (αντικειμενική πλευρά), αλλά και καταπίεσης (υποκειμενική πλευρά).

Το κύκλωμα αναπαραγωγής του βιομηχανικού κεφαλαίου, που εδώ το συμβολίζουμε συνοπτικά ως Χ  ΜΠ + ΕΔ  …Π….  Ε  Χ΄ = Χ + Κ > Χ, μπορεί να ιδωθεί, με συνδυασμό των δύο αυτών πλευρών, ως εξής:

  1. Ιδιοκτησία Κεφαλαίου με τη μορφή του Χρήματος Χ, δηλ. αντικειμενοποιημένης αξίας, δηλ. αποκρυσταλλωμένης παρελθούσας ανθρώπινης εργασιακής δραστηριότητας, η οποία προσδίδει κοινωνική παραγωγική ισχύ στον κάτοχό του, δηλ. δίνει τη δυνατότητα σε αυτόν που το ελέγχει να εκκινήσει μια παραγωγική δραστηριότητα στη βάση των ιδιωτικών, και εν γένει ταξικών, συμφερόντων του. Είναι το κεφάλαιο αυτό που φέρει εις πέρας την υποκειμενική δραστηριότητα, η οποία εκκινεί από τη συνειδητοποίηση μιας αντικειμενικής κοινωνικής ανάγκης (ή, πλέον, και τη διαμόρφωση κάποιας άλλης, όχι και τόσο «αντικειμενικής»…), και καταλήγει σε έναν υποκειμενικό παραγωγικό σκοπό, δηλ. τον αντίστοιχο σχεδιασμό του προϊόντος και της παραγωγικής δραστηριότητας, τον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας κοκ.
  2. Μετατροπή του Χρήματος Χ σε εμπορεύματα, Μέσα Παραγωγής (ΜΠ· δηλ. αντικείμενα, πράγματα), και Εργασιακή Δύναμη (ΕΔ· βλ. το επόμενο σημείο).
  3. Διαδικασίας παραγωγής (Π) αξιών χρήσης και (υπερ)αξίας. Η παραγωγική δύναμη της (συνεργασίας της) ζωντανής εργασίας είναι υποκειμενική, αλλά η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο στα πλαίσια της Παραγωγής σχετικής υπεραξίας, δηλ. η οργάνωση της ζωντανής εργασίας υπό τη δεσποτική διεύθυνση του κεφαλαίου, τείνει να τη μετατρέψει σε άβουλο όργανο, εξάρτημα του συνολικού παραγωγικού μηχανισμού του εργοστασίου[2]. Η ΕΔ δεν παύει ποτέ να αντιστέκεται στα πλαίσια της ταξικής πάλης στους χώρους εργασίας και γενικότερα στην κοινωνία. Εν τέλει, η ΕΔ εκτελεί μια αντικειμενική εργασιακή δραστηριότητα. Η συνεργασία της ΕΔ, οργανωμένη επιστημονικά από το κεφάλαιο, πολλαπλασιάζει την παραγωγική της δύναμη, συγκρινόμενη με το άθροισμα των παραγωγικών δυνάμεων των ατομικών εργαζομένων, και δύναται να παράγει ένα πλεόνασμα, τη (σχετική) υπεραξία. Το τελικό ποσοστό υπεραξίας δεν αποτελεί μόνο το μέτρο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δηλ. της εκμετάλλευσης του συνολικού κεφαλαίου επί του συνολικού εργάτη μιας κοινωνίας, αλλά και της επιβολής του κεφαλαίου στην εργασία στην ταξική πάλη.
  4. Παραγωγή νέου Εμπορεύματος Ε, στο οποίο έχει μεταφερθεί η αξία των ΜΠ, και έχει αντικειμενοποιηθεί, πλέον, η νέα αξία που παρήγαγε η αντικειμενική, πρακτική, εργασιακή δραστηριότητα της ΕΔ. Ιδιοποίησή του νέου Εμπορεύματος (αντικειμένου) από τον καπιταλιστή, ως ιδιοκτησία του, στα πλαίσια των προβλέψεων του συμβολαίου εργασίας, ως ουσιώδη πολιτική και θεσμική προϋπόθεση, δηλ. εν τέλει, ως σχέση μεταξύ προσώπων (υποκειμένων). Ο καπιταλιστής πληρώνει την αξία της καταναλωμένης εργασιακής δύναμης και όχι την αξία της παραγμένης αξίας από την εκτελεσμένη εργασία, οπότε και η ίση ανταλλαγή μυστικοποιεί την απαλλοτρίωση της υπερεργασίας ως υπεραξίας. Η απαλλοτρίωση της πρωταρχικής συσσώρευσης που δημιούργησε τον καπιταλιστή και τον εργάτη, και τους τοποθέτησε σε θέσης άνισης κοινωνικής ισχύος (κωδικοποιημένης στο συμβόλαιο εργασίας), επανεμφανίζεται πλέον σε μια μυστικοποιημένη μορφή ως ανταλλαγή ισοδυνάμων.
  5. Πραγματοποίηση της αξίας του Εμπορεύματος κατά την ανταλλαγή του με μια ποσότητα Χρήματος Χ΄ προσαυξημένη κατά το Κέρδος του καπιταλιστή Κ, από την αρχική αξία του Χρήματος Χ. Η αντικειμενική αξία των ΜΠ και της δραστηριότητας της ΕΔ έχουν ξαναμετατραπεί στην παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου, ως ιδιοκτήτη του Χρήματος. Η αναπαραγωγή της κοινωνίας αναπαράγεται μέσω της αναπαραγωγής των ταξικών παραγωγικών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης, και ο κύκλος μπορεί να επανεκκινήσει.

Σε αυτό το κύκλωμα, η ισχύς του συσσωρευμένου χρηματικού κεφαλαίου αναπαράγεται σε διευρυμένη βάση αποκτώντας αντικειμενική υπόσταση ως μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη ορισμένης αξίας, δηλ. ορισμένου ποσού αντικειμενοποιημένης αφηρημένης εργασίας, και εξουσιάζοντας (υπάγοντας) το κατεξοχήν παραγωγικό υποκείμενο, την παραγωγική δύναμη της ζωντανής εργασίας και της συνεργασίας της. Έτσι, οι υποκειμενικές σχέσεις ισχύος (ταξικής καταπίεσης, καταναγκαστικού καταμερισμού της συνολικής κοινωνικής εργασίας) μυστικοποιούνται ως σχέσεις μεταξύ ιδιοκτητών πραγμάτων (Χρήματος, Μέσων Παραγωγής, Εργασιακής Δύναμης μειωμένη σε πράγμα, δηλ. σε αφηρημένη, αντικειμενική, πρακτική δραστηριότητα), στα πλαίσια του φετιχισμού του εμπορεύματος που προκαλεί η κυριαρχία των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Μόνο σε όποιον ανοίξει το «μαύρο κουτί» της παραγωγής αποκαλύπτεται η ταξική σχέση ως σχέση μεταξύ προσώπων, και, ακόμη και εκεί, μυστικοποιείται ως αποτέλεσμα της τεχνικής παραγωγής, της υποταγής στις μηχανές, δηλ. πάλι σε πράγματα, αντικείμενα, στα οποία έχει αντικειμενοποιηθεί τόσο η παρελθούσα δραστηριότητα της ζωντανής εργασίας, όσο και η επιστημονική, δημιουργική δραστηριότητα που τις εφηύρε και σχεδίασε[3].

Αντίθετα, εστιάζοντας στην υποκειμενική πλευρά των σχέσεων κυκλοφορίας και διανομής, η μυστικοποίηση είναι απόλυτη στις έννοιες της «ανταλλαγής ισοδυνάμων» και του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Τα ατομικά εμπορεύματα ανταλλάσσονται σε τιμές αγοράς, οι οποίες ενσωματώνουν όχι μόνο την αξία τους, αλλά και ένα επιπλέον, ή μειωμένο, ποσό αξίας, ανάλογα με τη σχετική ισχύ της παραγωγικής δύναμης που κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του το κάθε ατομικό κεφάλαιο. Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης του κάθε κεφαλαίου εξαρτάται από την ενσωμάτωση σε αυτό της γενικής παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας, ως επιστήμης και τεχνολογίας, από την αντικειμενοποίησή της στο σταθερό μέρος του κεφαλαίου, ή/και από τον εξουσιασμό επί μιας σύνθετης, επιστημονικά ειδικευμένης, ζωντανής, εργασιακής δύναμης. Η αντικειμενοποίηση της ισχύος αυτής στο σταθερό κεφάλαιο, ή στο μεταβλητό (σύνθετη εργασιακή δύναμη) επιτρέπει να ποσοτικοποιηθεί η ισχύς αυτή: ενώ η παραγωγικότητα αποτελεί μέτρο της επιβολής του κεφαλαίου στη φύση, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου που – κατά κανόνα σχετίζεται αναλογικά με την παραγωγικότητα – αποτελεί μέτρο στο οποίο η παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων της επιστήμης και της τεχνολογίας, έχει ενσωματωθεί στο (σταθερό) κεφάλαιο, αντί για την ζωντανή εργασία (μεταβλητό κεφάλαιο)3.

Εν τέλει, η εκάστοτε τιμή αγοράς του ατομικού εμπορεύματος, και το ατομικό κέρδος του κάθε κεφαλαίου, είναι ανάλογο με την ισχύ του στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Στον βαθμό – και μόνο – που ισχύει πραγματικά η ισότητα των κεφαλαίων και των κατόχων τους, απουσία μονοπωλιακών καταστάσεων, εν τέλει οι τιμές των εμπορευμάτων τείνουν προς την τιμή παραγωγή τους, η οποία ενσωματώνει το γενικό, μέσο, ποσοστό κέρδους, ενώ το όποιο τεχνολογικό πλεονέκτημα αποδεικνύεται λιγότερο ή περισσότερο παροδικό.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η τιμή αγοράς του εμπορεύματος δεν καθορίζεται μόνο από την αντικειμενική πλευρά των παραγωγικών σχέσεων, την παραγωγή αξίας και υπεραξίας ως αντικειμενοποίηση της πρακτικής εργασιακής δραστηριότητας, αλλά και από τις υποκειμενικές σχέσεις ισχύος μεταξύ των παραγωγικών υποκειμένων, σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά και σχέσεις μεταξύ ατομικών κεφαλαίων, έστω και ως διαμεσολαβημένων από πράγματα, αντικείμενα. Με άλλα λόγια, η ανταλλαγή ισοδυνάμων πραγματοποιείται, ως τάση, μέσα από – κατά κανόνα – στοιχειωδώς άνισες ανταλλαγές, και μόνο στον βαθμό που κυριαρχεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και η ισότητα και ελευθερία των ατομικών κεφαλαίων συνιστά και ιστορική πραγματικότητα.

Η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα από την άνιση ανταλλαγή

Η «ορθογώνια» συνιστώσα, λοιπόν, της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης δεν είναι κάτι «ξένο» στη φύση του κεφαλαίου. Απλά είναι η συνιστώσα στην οποία οι σχέσεις ανισότιμης ισχύος μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας (υπερεκμετάλλευση) ή μεταξύ των κεφαλαίων (άνιση ανταλλαγή, μονοπωλιακό υπερκέρδος, προστατευμένη μονοπωλιακά τεχνολογική υπεροχή, ιδιοκτησία επί φυσικών μονοπωλίων), ή μεταξύ ακόμη και των εργαζομένων (εργατική αριστοκρατία, άνισοι βαθμοί εκμετάλλευσης), εμφανίζονται άμεσα ως άνισες σχέσεις μεταξύ προσώπων, ή, γενικότερα, κοινωνικών υποκειμένων, ως σχέσεις καταναγκαστικής εργασίας, μονοπωλιακής ισχύος, ή ως πιο σύνθετης και σπάνιας, υψηλότερης αξίας, εργασιακής δύναμης κοκ. Αποτελεί ιστορικά διαμορφωμένη διαφορά επί της μορφής, και όχι επί του περιεχομένου των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ενώ η διαφορά αυτή εκτυλίσσεται εντός της παραγωγής, ιδιοποίησης, και διανομής της υπεραξίας!

Οι άνισες, υποκειμενικές αυτές σχέσεις παύουν να εμφανίζονται ως αν να βασίζονται αποκλειστικά στις σχέσεις ιδιοκτησίας, δηλ. στον έλεγχο επί αντικειμένων, των μέσων παραγωγής, αλλά, εμφανίζονται – έστω ως μια επιπλέον διάσταση – ως άμεσες σχέσεις καταπίεσης μεταξύ υποκειμένων. Ως συνέπεια, οι πολιτικές μορφές που αντιστοιχούν στον ιμπεριαλισμό ισοδυναμούν με «αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή», «τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία»[4], ξεγύμνωμα όχι μόνο των σχέσεων εκμετάλλευσης, αλλά και των σχέσεων καταπίεσης και ανισότιμης ισχύος που χαρακτηρίζουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής από τα «φύλλα συκής» της τυπικής ισότητας και ελευθερίας, και, εν τέλει, σημείο καμπής και αντιστροφής της ιστορικά προοδευτικής πορείας που εγκαινίασαν οι αστικές επαναστάσεις ενάντια στα απολυταρχικά καθεστώτα της φεουδαρχίας, κατά την πρωταρχική εμφάνιση και ιστορική διαμόρφωση του ΚΤΠ.

Τώρα μπορούμε να απαντήσουμε και στο ερώτημα του τι είδους εμπορεύματα είναι το πλασματικό κεφάλαιο και η υπερεκμεταλλευόμενη εργασία.

Πλασματικό κεφάλαιο

Στη παρασιτική μορφή του πλασματικού κεφαλαίου, και στην κυριαρχία του στη διεθνή αγορά, βρίσκει ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός την πιο «καθαρή» μορφή του. Ένα κεφάλαιο που συνιστά τίτλο ιδιοκτησίας αυτονομημένο στον ύψιστο βαθμό από την παραγωγή, το οποίο μπορεί να έχει ακόμη και μηδενική αξία, αλλά εμφανίζει την αξιοποίησή του ως απαίτηση πάνω στην παραγωγή αξίας σε άλλες σφαίρες της κοινωνικής εργασίας. Η απαίτησή αυτή καταλήγει πάντα να έχει άμεση αναφορά στο κράτος, τη θεσμοθετημένη βία της αστικής κοινωνίας, είτε πρόκειται για το κυριαρχικό δικαίωμα των κεντρικών τραπεζών να «τυπώνουν χρήμα», αυτονομημένο, πλέον, από τον οποιοδήποτε κανόνα σύνδεσης με την αξία κάποιου εμπορεύματος (πχ του χρυσού), είτε για τη νομική κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και εμπορικών σημάτων, είτε για την ιδιοκτησία χρηματοπιστωτικών τίτλων, είτε για τις τεράστιες μηχανές του ιμπεριαλιστικού πολέμου που επιβάλλουν την κυριαρχία του πλασματικού κεφαλαίου στη διεθνή σφαίρα[5]. Το κοινό στοιχείο είναι σε όλες τις περιπτώσεις η αξιοποίησή του ως εμπορεύματος πέραν κάθε αντικειμενικής βάσης στην ίδια την αξία του κεφαλαίου αυτού, στη βάση μόνο, ή κυρίως, της ισχύος την οποία του προσδίδουν – κατά κύριο λόγο – μη εμπράγματες κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες μόνο εξωτερικά μπορεί να λαμβάνουν τη μορφή των εμπορευματικών σχέσεων.

Αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι δεν καταναλώνεται αξία, δηλ. μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη, για την αντικειμενική, πρακτική, εργασιακή δραστηριότητα που εμπλέκεται στο κύκλωμα αναπαραγωγής του πλασματικού κεφαλαίου. Κάθε άλλο. Όλο και περισσότερη εργασιακή δύναμη που αποδεσμεύεται από την παραγωγή, χάρις στην αυτοματοποίηση, απασχολείται στις δραστηριότητες αυτές, της αναπαραγωγής της ισχύος του πλασματικού κεφαλαίου, καταναλώνοντας όλο και μεγαλύτερες ποσότητες μέσων παραγωγής και άλλων περιουσιακών στοιχείων, με καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο και για το φυσικό περιβάλλον.

Το ‘παραγωγικό’ πλασματικό κεφάλαιο

Στον σύγχρονο καπιταλισμό, πέρα από τις καθαρά παρασιτικές μορφές του πλασματικού κεφαλαίου, εμφανίζονται ως κυρίαρχες τάσεις, άλλες μορφές, που προκύπτουν άμεσα από την ιστορική ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας του ΚΤΠ. Αναφερόμαστε στο πλασματικό κεφάλαιο με τη μορφή της ‘πνευματικής ιδιοκτησίας’, στο οποίο κλιμακώνεται η διαλεκτική της αντίθεσης μεταξύ αξίας χρήσης και αξίας, ως άμεσο αποτέλεσμα της αντίστοιχης κλιμάκωσης της αντίθεσης μεταξύ της απλής και σύνθετης εργασίας στον ώριμο ΚΤΠ[6]. Η καπιταλιστική παραγωγή όλο και περισσότερο διαχωρίζει εκείνες της διαδικασίες που αφορούν τη διαμόρφωση του σκοπού και της οργάνωσης της παραγωγής, από εκείνες που φέρουν εις πέρας την εκτέλεση της παραγωγής (βλ. παρακάτω την παράγραφο για τις διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς υπεραξίας).

Συγκεκριμένα, η δημιουργική ανθρώπινη δραστηριότητα (επιστημονική, καλλιτεχνική, ερευνητική κοκ) δεν μπορεί να αναχθεί σε αφηρημένη εργασία μέσω της λειτουργίας της αγοράς, καθώς τα προϊόντα της (μια επιστημονική ανακάλυψη, ένα πρωτότυπο έργο τέχνης, κοκ) δεν μπορούν να αντικειμενοποιηθούν ως εμπορεύματα που κυκλοφορούν στην αγορά. Με αυτήν την έννοια, δεν έχουν αξία, παρόλο που απαιτούν την παραγωγική κατανάλωση αξίας (παραγωγικών μέσων και – ιδιαίτερα σύνθετης – εργασιακής δύναμης) για την παραγωγή τους, και παρόλο που έχουν αξία χρήσης, λόγω του ρόλου της στην παραγωγή, πχ στον καθορισμό του σκοπού και της οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας.

Ειδικότερα, η δημιουργική εργασία είναι μια εργασία άμεσα κοινωνική, δηλ. διεξάγεται πρωταρχικά στο πεδίο της επικοινωνίας μεταξύ κοινωνικών υποκειμένων, ανθρώπινων προσωπικοτήτων, είτε σε πραγματικό χρόνο (συνεργασία), είτε μέσω της μελέτης, χρήσης κοκ, των ιστορικών επιτευγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού. Με άλλα λόγια, τόσο το υποκείμενο, όσο και το κύριο αντικείμενο αυτής της εργασίας είναι η ανθρώπινη προσωπικότητα, δηλ. η δημιουργική δραστηριότητα είναι μια ανακλαστική δραστηριότητα. Ως τέτοια, πρόκειται για μια διαδικασία αναπτυξιακή, με ιστορική κατεύθυνση, κατά την οποία τα ανθρώπινα υποκείμενα που τη διεξάγουν αναπτύσσουν δημιουργικά τις προσωπικότητές τους, και συνολικά τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Συνάγεται ότι μια τέτοια δημιουργική παραγωγική διαδικασία δεν μπορεί να επαναληφθεί από ανεξάρτητους παραγωγούς με το ίδιο ή επαρκώς συγκρίσιμο αποτέλεσμα, ώστε να παράγει προϊόντα που θα εισαχθούν ανεξάρτητα στην αγορά από τους ιδιοκτήτες τους ως εμπορεύματα. Επομένως, δεν υφίσταται και εκείνη η αντικειμενική κοινωνική πρακτική που θα επιβάλλει ένα ενιαίο μέτρο παραγωγικότητας, ώστε να αξιολογηθεί τη εργασία αυτή στη βάση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου αναπαραγωγής του προϊόντος της. Η εργασία αυτή χρειάζεται να συνδυαστεί με εκτελεστικού, επαναλαμβανόμενου τύπου, εργασίες για να αντικειμενοποιηθεί σε κάποιο προϊόν, το οποίο να εισαχθεί τελικά στην αγορά ως εμπόρευμα.

Εν τέλει, οι νομικοί τίτλοι ιδιοκτησίας ή αποκλειστικής εκμετάλλευσης των πρωτότυπων προϊόντων της δημιουργικής εργασίας αξιοποιούνται ως πλασματικό κεφάλαιο[7], και ως τέτοιο αποτιμώνται – αποκτούν μια τιμή αγοράς – αν και όταν διατεθούν στην αγορά, στη βάση υποκειμενικών εκτιμήσεων για τη δυνατότητά τους να αποδώσουν (υπερ)κέρδη αν ποτέ ενταχθούν σε κάποια μελλοντική παραγωγική διαδικασία.

Υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη

Στο τελείως αντιδιαμετρικό σημείο με το πλασματικό κεφάλαιο, η υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη αποτελεί ένα εμπόρευμα που «αξιοποιείται», δηλ. αμείβεται, συστηματικά κάτω από την πραγματική του αξία. Έτσι, η υπερεκμετάλλευση της εργασίας, μέχρι και μορφές σύγχρονης καταναγκαστικής εργασίας που διατηρούν εξωτερικά μόνο τη μορφή της μισθωτής εργασίας, αποτελούν όλο και περισσότερο την κυρίαρχη πηγή αύξησης της παραγόμενης υπεραξίας, αντισταθμίζοντας την ιστορική τάση πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους.

Διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας

Πλασματικό κεφάλαιο και υπερεκμεταλλευόμενη εργασία αποτελούν τα ακρότατα σημεία των διεθνοποιημένων αλυσίδων αξίας[8], αλλά και ισχύος, κατά μήκος των οποίων διαρθρώνεται η καπιταλιστική παραγωγή στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής της διεθνοποίησης. Η πιο ανεπτυγμένη μορφή της διάρθρωσης αυτής είναι η (εξωχώρια) υπεργολαβία (πχ βλ. στο εμβληματικό παράδειγμα[9] του iPhone τη σχέση Apple – Foxconn). Στη μορφή αυτή:

  1. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο οικειοποιείται είτε ως «δώρο»[10], είτε καταβάλλοντας ένα ελάχιστο κόστος, τα ιστορικά αποτελέσματα της ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού, δηλ. της ανάπτυξης της επιστήμης, των τεχνών, γενικά της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η οικειοποίηση αυτή έχει χαρακτήρα άμεσης ιδιοποίησης, μια σύγχρονη μορφή «πρωταρχικής συσσώρευσης», ή, όπως ονομάζεται συχνά στη βιβλιογραφία, μια νέα «περίφραξη των κοινών». Ως τέτοια, συνιστά μια νέα μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, καθώς συνίσταται στη νομική κατοχύρωση δικαιωμάτων αποκλειστικής εκμετάλλευσης κοινωνικών πόρων, κάτι που είναι αδύνατο χωρίς την άμεση καταπίεση των δημιουργών – παραγωγών τους ως υποκειμένων. Αυτοί παραμένουν κάτοχοι των πόρων αυτών, τους οποίους ενσωματώνουν στην προσωπικότητά τους ως γνώσεις, πληροφορίες, ιδέες, δεξιότητες, εμπειρίες, κοκ, έξω από τον χώρο και χρόνο εργασίας κατά τον οποίο πωλούν την εργασιακή τους δύναμη στο κεφάλαιο. Ωστόσο, δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τους πόρους αυτούς για τους δικούς τους σκοπούς, οικονομικούς ή μη (πχ στον «ελεύθερό» τους χρόνο), περιοριζόμενοι από διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εμπορικά μυστικά, συμφωνίες που τους εμποδίζουν να εργαστούν σε ανταγωνιστές για κάποιο χρονικό διάστημα, κοκ.
  2. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο, ως ιδιοκτήτης της πιο κρίσιμης τεχνολογίας που παίρνει τη μορφή του πλασματικού κεφαλαίου, επιτελεί το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργιών που σχετίζονται με τον σχεδιασμό του εμπορεύματος και της παραγωγικής του διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και για τις βασικές λειτουργίες για την αξιοποίηση του εμπορεύματος, δηλ. την ένταξή του στην αγορά με όσο το δυνατό πιο προνομιακούς όρους (αναφερόμαστε σε γενικά μη παραγωγικές δραστηριότητες, όπως εμπορικές, διαφημιστικές, προστασίας του μονοπωλίου κοκ, οι οποίες ωστόσο επίσης καταναλώνουν μέσα παραγωγής και – σχετικά σύνθετη – εργασιακή δύναμη).
  3. Ωστόσο, η παραγωγική διαδικασία διασπάται και ανατίθεται ως υπεργολαβία σε μια σειρά άλλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, μονοπωλιακών ή μη, που συγκλίνουν στη συναρμολόγηση του τελικού εμπορεύματος. Ενώ κάποια από τα διάφορα προς συναρμολόγηση μέρη μπορεί να αγοράζονται ως έτοιμα προϊόντα – ίσως και μονοπωλιακά παραγόμενα από άλλα μονοπώλια – που διατίθενται από τους προμηθευτές τους ελεύθερα προς πώληση στην αγορά, κάποια άλλα μέρη προστατεύονται ως ‘πνευματική ιδιοκτησία’ του μονοπωλίου. Ο υπεργολάβος – καπιταλιστής που αναλαμβάνει, επομένως, την παραγωγή τους παρέχει μια ‘παραγωγική υπηρεσία’, χωρίς να του ανήκει το τελικό προϊόν (αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την τελική συναρμολόγηση). Εφόσον το εμπόρευμα που πωλεί στην πραγματικότητα ο υπεργολάβος αυτός δεν είναι το τελικό προϊόν, αλλά η ‘υπηρεσία της παραγωγής’ του τελικού εμπορεύματος ή μερών του, μπορεί να θεωρηθεί ότι με αυτήν την έννοια ‘υπάγεται’ στο μονοπώλιο, το οποίο αποτελεί το μόνο ή κύριο υποκείμενο της παραγωγής, αυτό που σχεδιάζει το εμπόρευμα και οργανώνει τη συνολική παραγωγική διαδικασία, και, τελικά, αυτό που το διαθέτει στην αγορά με το εμπορικό του σήμα.
  4. Ανάλογα αποτιμάται, συνεπώς, η ‘προστιθέμενη αξία’ που συνεισφέρει ο υπεργολάβος σε αυτήν την περίπτωση, με αποτέλεσμα τη χαμηλή τιμή στην οποία πωλεί την παραγωγική αυτή υπηρεσία στο μονοπώλιο, το οποίο, αντίθετα, καρπώνεται μονοπωλιακά υπερκέρδη. Συνεπώς, ο τρόπος που διανέμεται η υπεραξία ανάμεσα στο μονοπώλιο και στον υπεργολάβο προμηθευτή του δεν αντικατοπτρίζει μόνο, ή κυρίως, τους ‘νόμους της αγοράς΄ και του ‘ελεύθερου ανταγωνισμού’, καθώς το κυριότερο προϊόν που πραγματικά παράγει το μονοπώλιο – το σχέδιο του τελικού εμπορεύματος – ουδέποτε εισήχθη στην αγορά ως εμπόρευμα, για να αποκτήσει μια ‘ανταγωνιστική’ τιμή, παρά λειτουργεί ως πλασματικό κεφάλαιο. Αντίθετα, είναι ο νόμος της ανισότιμης ισχύος του μονοπωλίου και του υπεργολάβου προμηθευτή, ως επιμέρους παραγωγικά υποκείμενα της – διασπασμένης σε μια ιεραρχική αλυσίδα παραγωγής (υπερ)αξίας – παραγωγικής διαδικασίας, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη διανομή της συνολικά παραγόμενης υπεραξίας.
  5. Η ‘προστιθέμενη αξία’ του κάθε κρίκου της αλυσίδας, επομένως, αποκλίνει συστηματικά από την υπεραξία που πραγματικά παράγεται σε αυτόν, και επηρεάζει τον υπολογισμό του ποσοστού υπεραξίας, δηλ. του βαθμού εκμετάλλευσης, του συνολικού εργάτη της επιχείρησης που δραστηριοποιείται στον κρίκο αυτόν, όταν επιχειρείται ο υπολογισμός της αξίας από την τιμή παραγωγής (στην πραγματικότητα αγοράς) του κάθε εμπορεύματος. Με αυτόν τον τρόπο, ενώ η επιπλέον υπεραξία παράγεται κατά κανόνα από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας στους μη μονοπωλημένους κρίκους της παραγωγής, την καρπώνονται τελικά, ως μονοπωλιακό υπερκέρδος, τα κεφάλαια που κυριαρχούν επί των μονοπωλημένων κρίκων.

Συμπέρασμα: ιμπεριαλισμός ως υπερώριμος καπιταλισμός

Συμπερασματικά, το σύγχρονο μονοπωλιακό κεφάλαιο, και ιδιαίτερα στην πλασματική του μορφή, πραγματοποιεί στην ιστορία του ΚΤΠ τη λογική συνέπεια για την ιστορική εξέλιξη αυτού του τρόπου παραγωγής των ίδιων των ουσιαστικών του νόμων, όπως προοικονομούσε ο Μαρξ όταν έγραφε:

«Μόλις αρχίσει (Σημ. Δ.Π., το κεφάλαιο) να αισθάνεται και να συνειδητοποιεί τον εαυτό του σαν φραγμό της εξέλιξης, καταφεύγει σε μορφές που ενώ φαίνονται να ολοκληρώνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου, περιορίζοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι ταυτόχρονα προάγγελοι της διάλυσής του και της διάλυσης του τρόπου παραγωγής που βασίζεται σ’ αυτό.»[11].

Τώρα μένει αυτό να το συνειδητοποιήσει και εκείνη η μερίδα της «δογματικά ορθόδοξης» μαρξιστικής διανόησης, η οποία παραμένει θύμα αυτού του μυστικισμού των αστικών κοινωνικών σχέσεων, ο οποίος αποτελούσε εξαρχής στόχο της μαρξικής κριτικής, δηλ. του φαινομενικού διαχωρισμού της αστικής «οικονομίας», ως σχέσεις μεταξύ προσώπων (παραγωγικών υποκειμένων) διαμεσολαβημένων από τα αντικείμενα που παράγουν, κυκλοφορούν και διανέμουν, και της αστικής «πολιτικής», ως άμεσες σχέσεις μεταξύ δήθεν ελεύθερων και ισότιμων υποκειμένων. Η διανόηση αυτή αρνείται να «χαλαρώσει» τις παραδοχές της ίσης ανταλλαγής, του ελεύθερου ανταγωνισμού κοκ. Η θεωρητική μας πρότασή δεν αποτελεί κάποιου είδους επιστροφή στην πολιτική οικονομία προ της μαρξικής κριτικής, όταν η καπιταλιστική εκμετάλλευση θεωρητικοποιούνταν ως «ληστεία», πριν ανακαλυφθεί από τον Μαρξ το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη, οι νόμοι της υπεραξίας κοκ. Το αντίθετο συμβαίνει. Σήμερα, η θεωρητική σύλληψη του ΚΤΠ ως αιώνια νέου, συνιστά απολογία του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, επειδή χάνει από την οπτική της τις πιο σκληρές μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης, και τον παρασιτισμό του μονοπωλιακού κεφαλαίου επί του συνόλου σχεδόν της ανθρωπότητας.

Εξηγήσαμε, άλλωστε, παραπάνω, ότι είναι η ίδια η ιστορική εξέλιξη του ΚΤΠ, με την αύξηση της αυτοματοποίησης[12] που, αφαιρώντας τη ζωντανή εργασία από την επαναληπτική, εκτελεστική εργασία της παραγωγής εμπορευμάτων, και μεταφέροντάς τη στην επιτελική, δημιουργική εργασία του σχεδιασμού και διεύθυνσης ή ελέγχου της παραγωγής και της κατανάλωσης, επιφέρει αυτήν την άμεση – δηλ. αδιαμεσολάβητη από την εμπορευματική ανταλλαγή και τον μυστικισμό της – κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Οι «φυσικές» κοινωνικές σχέσεις μιας τέτοιας παραγωγής, και της συνεπαγόμενης κατανάλωσης, είναι η δημοκρατική συνεργασία των παραγωγών – δημιουργών, και, ταυτόχρονα, συνεταιρισμένων καταναλωτών, με σκοπό την ελεύθερη ανάπτυξη της κάθε προσωπικότητας, δηλ. οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής και κατανάλωσης ή αναπαραγωγής. Υπό τη δεσποτεία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του κράτους του, ασφυκτιούν, και μετατρέπονται σε ιεραρχικές, γραφειοκρατικές, ή χειραγωγικές, καταπιεστικές σχέσεις, με σκοπό την αύξηση του κέρδους. Στη διεθνή σφαίρα, την κατακερματισμένη από κράτη διαφορετικής ιστορίας ανάπτυξης του ΚΤΠ, και διαφορετικής συσσωρευμένης ισχύος, οι παραγωγικές αυτές σχέσεις μετατρέπονται σε ιμπεριαλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και εθνικής καταπίεσης ή εξάρτησης[13].

 

Σημειώσεις

 

[1] Βλ. για μια παρόμοια άποψη στο Μαρίνι Ρ.Μ. (2021). Η διαλεκτική της εξάρτησης. μετ. Δ. Περδίκης, από το Marini MR. (2021). Dialectics of Dependency. cosmonautmag.com.

[2] Βλ. σχετικά στη διδακτορική διατριβή Παπαθανασίου Α. (2015). Βίος και πειθάρχηση της εργασίας στον καπιταλιστικό παραγωγικό κανόνα: η μαρξική κριτική των σχέσεων εξουσίας και το ζήτημα της χειραφέτησης. Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Αθήνα.

[3] Για την υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στο κεφάλαιο, ως νεκρή εργασία, και για την αντικειμενοποίηση της επιστήμης στο πάγιο κεφάλαιο, αντιγράφουμε από το Μαρξ Κ. (1990). Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse] τόμ. Β΄, προλ.-μτφρ.-σημ. Διονύσης Διβάρης, Στοχαστής, Αθήνα, (στο εξής ‘Grundrisse Β΄’), Παρ. [Η εργασιακή διαδικασία – Πάγιο κεφάλαιο. Μέσο εργασίας. Μηχανή.], σελ. 531-532:

«[…] Η μηχανή από καμία άποψη δεν εμφανίζεται σαν μέσο εργασίας του ξεχωριστού εργάτη. Η δική της differentia specifica [ειδοποιός διαφορά] δεν είναι με κανένα τρόπο – όπως στο μέσο εργασίας – να διαμεσολαβεί τη δραστηριότητα του εργάτη πάνω στο αντικείμενο· αντίθετα, η δραστηριότητα αυτή έχει τοποθετηθεί με τρόπο που πια απλά διαμεσολαβεί τη δουλειά της μηχανής, τη δράση της πάνω στην πρώτη ύλη – την επιβλέπει και την προφυλάσσει από διαταραχές. Όχι όπως στο εργαλείο, που ο εργάτης το εμψυχώνει σαν όργανο με τη δική του επιδεξιότητα και δραστηριότητα, και που άρα ο χειρισμός του εξαρτιέται από τη δεξιοτεχνία του εργάτη. Αντίθετα, η μηχανή, που αντί για τον εργάτη κατέχει αυτή επιδεξιότητα και δύναμη, είναι αυτή η ίδια ο δεξιοτέχνης, που έχει δική του ψυχή, τους μηχανικούς νόμους που επιδρούν μέσα στη μηχανή· και για την αδιάκοπη αυτό-κίνησή της, όπως ο εργάτης καταναλώνει μέσα διατροφής, αυτή καταναλώνει κάρβουνο, πετρέλαιο κλπ. (βοηθητικές ύλες). Η δραστηριότητα του εργάτη, περιορισμένη σε απλά αφηρημένη δραστηριότητα, καθορίζεται και ρυθμίζεται ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανημάτων – όχι το αντίστροφο. Η επιστήμη, που αναγκάζει τα άψυχα μέλη των μηχανημάτων με την κατασκευή τους να λειτουργούν σκόπιμα σαν αυτόματος μηχανισμός, δεν υπάρχει στη συνείδηση του εργάτη· αντίθετα, επιδρά διαμέσου της μηχανής σαν ξένη δύναμη πάνω στον εργάτη, σαν δύναμη της ίδιας της μηχανής. Η ιδιοποίηση της ζωντανής εργασίας από την αντικειμενοποιημένη εργασία, της αξιοποιητικής δύναμης ή δραστηριότητας από την αξία που υπάρχει για-τον-εαυτό-της, – ιδιοποίηση, που ενυπάρχει στην έννοια του κεφαλαίου – τοποθετείται στη βασισμένη στα μηχανήματα παραγωγή σαν χαρακτήρας της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, ακόμη και ως προς τα υλικά της στοιχεία και την υλική της κίνηση. Η παραγωγική διαδικασία έπαψε να είναι εργασιακή διαδικασία με την έννοια πως η εργασία επικρατεί πάνω της σαν κυριαρχική της ενότητα. Αντίθετα, εμφανίζεται μόνο σαν συνειδητό όργανο, σαν ξεχωριστοί ζωντανοί εργάτες διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία του μηχανικού συστήματος· υποταγμένοι στη συνολική διαδικασία των ίδιων των μηχανημάτων· και οι ίδιοι ένα απλό μέλος του συστήματος, που η ενότητά του δεν βρίσκεται στους ζωντανούς εργάτες αλλά στα ζωντανά (ενεργά) μηχανήματα, που απέναντι στη μεμονωμένη, ασήμαντη δράση του εργάτη εμφανίζονται απέναντί του σαν επιβλητικός οργανισμός. Στα μηχανήματα, η αντικειμενοποιημένη εργασία προβάλλει, μέσα στην ίδια την εργασιακή διαδικασία, απέναντι στην ζωντανή εργασία σαν η κυρίαρχη πάνω της δύναμη, που είναι το κεφάλαιο ως προς τη μορφή του, σαν ιδιοποίηση της ζωντανής εργασίας. […]»

[4] Λένιν ΒΙ. (2009). Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (εκλαϊκευτική μελέτη). Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, σελ. 141:

«Ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που παντού έχουν την τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία. Αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή, κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, όξυνση στο έπακρο των αντιθέσεων […] – να το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων.»

Βλ. επίσης και στη συλλογή έργων του Λένιν Για τον ιμπεριαλισμό και τους ιμπεριαλιστές, Εκδόσεις Προγκρές – Σύγχρονη Εποχή, 1987, και συγκεκριμένα από το έργο Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό (‘Ιμπεριαλιστικός οικονομισμός’ στο εξής για συντομία), σελ. 90-91:

«Πολιτικό εποικοδόμημα της νέας οικονομίας, του μονοπωλιακού καπιταλισμού (ο ιμπεριαλισμός είναι μονοπωλιακός καπιταλισμός) είναι η στροφή από τη δημοκρατία στην πολιτική αντίδραση. […] Μ’ αυτήν την έννοια είναι αδιαφιλονίκητο ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί ‘άρνηση’ της δημοκρατίας γενικά, όλης της δημοκρατίας […]»

[5] Για μια συνοπτική περιγραφή του πως οι διαφορετικές μορφές του πλασματικού κεφαλαίου συνδυάζονται με επίκεντρο το κράτος (στρατός, πανεπιστήμια, κοκ) και τα μονοπώλια των ΗΠΑ για να επιτύχουν την παγκόσμια ηγεμονία, βλ. Smith, T. (2014). The end of one American century… and the beginning of another?. In The Future of Capitalism After the Financial Crisis (pp. 103-119). Routledge.

[6] Βαζιούλιν Β. Α. (1994). Το πρόβλημα της αντίφασης στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ. Ουτοπία, Νο 12, σελ. 17-28.:

«Ας σταθούμε όμως στην αλληλουχία των διαλεκτικών αντιφάσεων και των μορφών με τις οποίες αυτές προβάλλουν στη συνείδηση του αναγνώστη, ο οποίος παρακολουθεί αυστηρά την ανάπτυξη της σκέψης του Μαρξ στο Κεφάλαιο. Ο Μαρξ ξεκινά την απεικόνιση των αντιφάσεων, από την εξέταση της απλούστερης σχέσης και των πλευρών (είτε των παραγόντων) της. Η αντίφαση μεταξύ αξίας χρήσης και αξίας, μεταξύ είναι και ουσίας (του εμπορεύματος ως εμπορεύματος) είναι ήδη παρούσα όταν ο Μαρξ εξετάζει το είναι του εμπορεύματος, δηλαδή την αξία χρήσης. Το είναι (η αξία χρήσης) μελετάται από την μία πλευρά αυτή καθ’ εαυτή, αποσπασμένη από την ουσία, από την αξία. Από την άλλη πλευρά, σε μιαν άρρητη και ειδικά μη εντοπιζόμενη μορφή, το είναι εξετάζεται στην ενότητά του με την ουσία. Αυτή η άρρητη ενότητα με την ουσία υποδηλώνεται από εκείνο το οποίο ο Μαρξ διακρίνει στην έννοια της αξίας χρήσης. Και εξ αντικειμένου (μιας και αυτό δεν είναι ακόμα εμφανές για τον αναγνώστη) διακρίνει μόνο εκείνο που χαρακτηρίζει την αξία χρήσης ως αξία χρήσης του εμπορεύματος (και μάλιστα του εμπορεύματος της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας), και όχι την αξία χρήσης εν γένει. Στη συνέχεια ο Μαρξ περνά από τον χαρακτηρισμό του είναι στον προσδιορισμό της δεύτερης πλευράς της αντίφασης. Συνάμα εδώ εντοπίζει προπαντός τον εξωτερικό δεσμό των δύο αντιφασκουσών πλευρών: η αξία χρήσης υπό ορισμένους όρους λειτουργεί ως φορέας της αξίας. Αφού επισημάνει αυτό το γεγονός, ο Μαρξ περνά στη μελέτη της δεύτερης πλευράς της αντίφασης αυτής καθ’ εαυτής. Αυτή προβάλλει εν είδει απλής, καθαρής ποσότητας, ποσοτικού δεσμού, αναλογιών μεταξύ των ανταλλασσόμενων αξιών χρήσης. Συνεπώς η ουσία προβάλλει αμέσως ποσοτικά, και μάλιστα, με την πρώτη ματιά φαίνεται απίθανη η ύπαρξη εσωτερικών δεσμών, δεδομένου ότι η ποσοτική σχέση μεταβάλλεται με κάθε αλλαγή τόπου και χρόνου. Ωστόσο μια προσεκτικότερη ανάλυση μας επιτρέπει να «ψηλαφήσουμε» τον εσωτερικό δεσμό, την ουσία. Στις διάφορες προσδιορισμένες ποσότητες, ο ερευνητής αποκαλύπτει κάτι το σταθερό, όμοιο, κοινό και ισομέγεθες, το οποίο δεν είναι οι σύμμετρες ποσότητες αξιών χρήσης αλλά κάτι διαφορετικό, που βρίσκεται πίσω από τις ανταλλακτικές αξίες. Μια τέτοια εξέταση της δεύτερης πλευράς της αντίφασης είναι και η ίδια αντιφατική. Η δεύτερη πλευρά, η αξία, η ουσία, προβάλλει εδώ ως κάτι το κοινό ίσου μεγέθους, εξετάζεται αυτή καθ’ εαυτή αφηρημένη από την πρώτη πλευρά. Εν τω μεταξύ με άρρητο, ειδικά μη εντοπιζόμενο τρόπο, η ενότητά της με την πρώτη πλευρά είναι και πάλι παρούσα: Το κοινό, ίσου μεγέθους, υπάρχει στις αναλογίες διαφόρων ανταλλασσόμενων χρηστικών αξιών. Εκτός αυτού και η δεύτερη πλευρά, αλλά και η άρρητα παρούσα σε αυτήν ενότητα με την πρώτη πλευρά προβάλλουν αμέσως.

Παράλληλα με αυτή την αντίφαση διαμορφώθηκε και η αντίφαση μεταξύ της αντίληψης περί του τυχαίου της ποσοτικής συσχέτισης των χρηστικών αξιών και της αποκάλυψης του εσωτερικού, του κοινού, του σταθερού στοιχείου διαφόρων ποσοτήτων. Για να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε πλήρως την επίλυση αυτής της αντίφασης, είναι απαραίτητο να διανύσουμε όλο τον δρόμο της ανάπτυξης της σκέψης του Μαρξ, από την ουσία του εμπορεύματος μέχρι την πραγματικότητά του.

Η αντίφαση των δύο πλευρών της απλούστερης σχέσης αποκαλύπτεται κατά την εξέταση της δεύτερης πλευράς αυτής καθ’ εαυτής, στο εσωτερικό αυτής της πλευράς. Η δεύτερη πλευρά της αντίφασης – η αξία – πρωταρχικά προσδιορίζεται μόνον ως απλή άρνηση της πρώτης. «Το κοινό αυτό δεν μπορεί να είναι μια γεωμετρική, φυσική, χημική ή άλλη φυσική ιδιότητα των εμπορευμάτων» […]. Αν κάνουμε αφαίρεση από την χρηστική αξία, τότε η μόνη ιδιότητα που απομένει στα αισθητηριακά δεδομένα εμπορεύματα είναι το γεγονός ότι αποτελούν προϊόντα εργασίας. «Μαζί με τον ωφέλιμο χαρακτήρα των προϊόντων της εργασίας εξαφανίζεται και ο ωφέλιμος χαρακτήρας των εργασιών που περιέχονται σ’ αυτά, εξαφανίζονται επομένως και οι διάφορες συγκεκριμένες μορφές αυτών των εργασιών, οι οποίες δεν διακρίνονται πια μεταξύ τους, αλλά έχουν αναχθεί όλες στην ίδια ανθρώπινη εργασία, στην αφηρημένη ανθρώπινη εργασία» […].

Από κατηγοριακής σκοπιάς η δεύτερη πλευρά προβάλλει τώρα ως ουσιώδης ταυτότητα, δεδομένου ότι υπογραμμίζεται η ταύτιση διαφόρων ειδών εργασίας. Εφ’ όσον αυτή η ταυτότητα έχει προσδιορισθεί εδώ μόνον ως αδιάφορη προς την συγκεκριμένη, προς την ωφέλιμη εργασία, προς την μορφή δηλ. της ωφέλιμης εργασιακής δαπάνης, η ταυτότητα αυτή εμπεριέχει (όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά) στον εαυτό της, τη διάκριση: η ταυτότητα συνιστά ταυτότητα διότι δεν είναι η διάκριση των ωφέλιμων συγκεκριμένων μορφών εργασίας. Δηλαδή η διάκριση διαμορφώνει φερ’ ειπείν την υφή της ταυτότητας. Ωστόσο η εν λόγω διάκριση εδώ είναι μόνο μια απλή άρνηση. Η αξία εντοπίζεται και ως αφηρημένη διάφορη προς την πρώτη πλευρά, δηλαδή από την χρηστική αξία και μέσα στην αρνητική ενότητά της με αυτήν. Η τέτοιου είδους αρνητική ενότητα συνιστά το θετικό περιεχόμενο της δεύτερης πλευράς.

Η περαιτέρω εξέταση της δεύτερης πλευράς αυτής καθ’ εαυτής, δείχνει ότι η πρώτη πλευρά δεν εμπεριέχεται πλέον αρνητικά στην πρώτη, αλλά θετικά και ταυτόχρονα αδιάφορα προς τη δεύτερη πλευρά. Πράγματι η εργασία που παράγει την αξία είναι η ίδια, η μέση εργασία, η εργασία που πραγματοποιείται υπό κοινωνικά μέσους όρους. Οι μέσοι όροι εκλαμβάνονται κατά κάποιο τρόπο ως αποτέλεσμα στην κοινωνικά μέση ωφέλιμη δαπάνη εργασιακής δύναμης, στην κοινωνικά μέση παραγωγικότητα της εργασίας. Συνεπώς η μορφή της δαπάνης της εργασιακής δύναμης είναι παρούσα κατά τον προσδιορισμό της παράγουσας αξία εργασίας, τώρα πλέον όχι καθαρά αρνητικά, αλλά θετικά. Συγχρόνως η κοινωνικά μέση παραγωγικότητα της εργασίας προϋποτίθεται ως δεδομένη, και συνεπούς ως αδιάφορη προς την παράγουσα αξία εργασία.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρξ χαρακτηρίζει την απλή και τη σύνθετη εργασία από λογική σκοπιά, κινείται κατά κύριο λόγο στα πλαίσια της κατηγορίας της ουσιώδους αντίθεσης. Σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση, το νέο εδώ από λογική άποψη έγκειται στην εξέταση της ενότητας των αδιάφορων πλευρών στην ουσία. Ταυτότητα και διάκριση είναι αδιάφορες μεταξύ τους, είναι όμως αδιάφορες μέσα στο ενιαίο και δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. Η απλή εργασία δεν είναι σύνθετη, ενώ η σύνθετη δεν είναι απλή. Ωστόσο δεν υφίσταται απλή εργασία χωρίς σύνθετη και σύνθετη χωρίς απλή. Η σύνθετη εργασία αποτελεί πολλαπλασιασμένη απλή εργασία.

Στο πρώτο κεφάλαιο ο Μαρξ δεν ερευνά ακόμα την πλέον ανεπτυγμένη μορφή της αντίφασης του εμπορεύματος, διότι το εμπόρευμα εντοπίζεται ως άμεσα δεδομένο κεφάλαιο και γι’ αυτό το λόγο η ουσία του εμπορεύματος πρέπει να αποκαλυφθεί ως δεδομένη, ως σταθερή για ορισμένη ιστορική εποχή.»

Σχετικά με την κλιμάκωση της αντίφασης του εμπορεύματος στον σύγχρονο καπιταλισμό, βλ. και στο Πατέλης Δ. (2009). Για τη σημασία της πολιτικής οικονομίας της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης. Μεθοδολογικές και θεωρητικές επισημάνσεις. ΔΙΑΠΛΟΥΣ τ.30, Φεβρ.-Μάρτ., σελ.32-37:

 «Ιστορικά, η κλασική αστική πολιτική οικονομία (αλλά και η μαρξική σκέψη, προ της ανακάλυψης της θεωρίας της υπεραξίας), κινούμενη από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, στα πλαίσια του νοείν κατά διάνοια, συνιστά την πρώτη άρνηση της αισθητηριακής αμεσότητας, της ζωντανής εποπτείας (τύπου μερκαντιλισμού και μονεταρισμού). Η ώριμη συγκρότηση της επιστήμης στο θεωρητικό μέρος του κεφαλαίου, συνιστά την “άρνηση της άρνησης”.

Η μεθοδολογική διερεύνηση του γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας επιτρέπει την βαθύτερη κατανόηση της ώριμης επιστήμης και του χαρακτήρα της λογικής της. Έτσι καθίσταται σαφές “άρνηση της άρνησης” τίνος, αποτέλεσμα ποιας ακριβώς διαδικασίας είναι η ώριμη θεωρία περί του ανεπτυγμένου αντικειμένου και προσδιορίζεται συγκεκριμένα ιστορικά ο βαθμός και ο χαρακτήρας της ωριμότητας της μαρξικής πολιτικής οικονομίας. Από αυτή την άποψη, αίρεται η φαινομενικότητα της a priori κατασκευής και της πλήρους αρτιότητας των έτοιμων αποτελεσμάτων της έρευνας, όπως αυτά εκτίθενται δια της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διότι καθίσταται σαφής εκείνη η αναπτυξιακή διαδικασία, ως αποτέλεσμα της οποίας προέκυψαν τα εν λόγω αποτελέσματα. Έτσι, τα κεκτημένα της ανεπτυγμένης, της ώριμης επιστήμης μετατρέπονται σε όρους για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούμε προπαντός, να αποκαλύψουμε σαφέστερα το βαθμό πληρότητας, το βαθμό ολοκλήρωσης αυτής της άρνησης της άρνησης, γεγονός που οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας μεθοδολογικής και θεωρητικής ολοκλήρωσης των θεματικών του 2ου και του 3ου τόμων του Κεφαλαίου του Μαρξ, την ελλειπή επεξεργασία των οποίων έχει καταδείξει ο Β.Βαζιούλιν (στο έργο του “Η λογική του Κεφαλαίου του Κ.Μαρξ”). Ως γνωστόν, ο Μαρξ δεν πρόλαβε να προετοιμάσει ο ίδιος τους δύο τελευταίους τόμους του βασικού έργου του προς δημοσίευση (εκδόθηκαν μετά θάνατον, με επιμέλεια του Φ. Ένγκελς). Επιπλέον, συντελεί στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας θεωρητικής διερεύνησης εκείνων των πτυχών του γνωστικού αντικειμένου, οι οποίες (κατ’ ανάγκη) είχαν τεθεί δια της αφαίρεσης εκτός του ερευνητικού πεδίου από την εν τω γενάσθαι, αλλά και από τη σχετικά ώριμη επιστήμη των παγκόσμιων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας ως ολότητας, ο βαθμός ωρίμανσης της οποίας σήμερα (σε αντιδιαστολή με την εποχή του Μαρξ), καθιστά αυτή την αναγκαιότητα επιτακτική. Επομένως, η θεώρηση αυτή μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε την κατεύθυνση στην οποία είναι απαραίτητο να στραφεί η αιχμή του δόρατος των ερευνητικών προσπαθειών, από την άποψη του φάσματος δυνατοτήτων που διανοίγει ενώπιόν μας η συγκεκριμένη ιστορική γνωσιακή συγκυρία.

Αυτή η συγκεκριμένη ιστορική μεθοδολογική θεώρηση, δεδομένης της ανάγκης διερεύνησης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, θέτει επιτακτικά το θέμα της επανεξέτασης των όρων και των ορίων ισχύος θεωρητικών παραδοχών της μαρξικής προσέγγισης. Ενδεικτικά αναφέρω, ότι κατά την εξέταση των μορφών της υπόστασης, της γενεσιουργού αιτίας του πρώτου παράγοντα της στοιχειώδους μορφής του κεφαλαίου, δηλαδή, με όρους πολιτικής οικονομίας, κατά την εξέταση της συσχέτισης απλής και σύνθετης συγκεκριμένης εργασίας στην παραγωγή του εμπορεύματος ως αξίας χρήσης, ο Μαρξ κλιμακώνει τη εξέταση των πόλων αυτού του δίπολου (με την ανάδειξη της ταυτότητας, της διάκρισης και της διαφοράς τους) στο επίπεδο της “αντίθεσης”, όπου ο ένας πόλος υφίσταται δια του αποκλεισμού του άλλου, ενώ αμφότεροι συγκροτούν μιαν αρνητική ενότητα, αδιάφοροι προς αλλήλους: “Η συνθετότερη εργασία σημαίνει μόνο εργασία απλή, ανυψωμένη σε δύναμη ή, καλύτερα, πολλαπλασιασμένη απλή εργασία έτσι, που μια μικρότερη ποσότητα σύνθετης εργασίας να είναι ίση με μια μεγαλύτερη ποσότητα απλής εργασίας. Η πείρα δείχνει ότι η αναγωγή αυτή γίνεται διαρκώς” (Κεφάλαιο, τ.1, σελ.58). Ο Μαρξ εδώ δεν κλιμακώνει την εξέταση μέχρι την καθαυτό αντίφαση (όπου έχουμε αλληλοδιείσδυση των πόλων, μετατροπή του ενός στον άλλο). Εκείνο που τον ενδιαφέρει, είναι να καταδείξει το κατ’ αρχήν αναγώγιμο της σύνθετης εργασίας σε απλή, ώστε να οριστεί η απλή μέση εργασία ως σταθερά, ως δεδομένη για ορισμένη κοινωνία. Και δεν θα μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά, μιας και η μετάβαση στο επίπεδο της καθαυτό αντίφασης, θα προϋπέθετε όχι απλώς την εξίσωση και την ανάδειξη του αναγώγιμου της σύνθετης στην απλή εργασία, αλλά τη μετατροπή της μιας στην άλλη, με τη διερεύνηση της απλής μέσης εργασίας σε διάφορες χώρες και σε διάφορες εποχές, πολιτισμικές βαθμίδες, κ.ο.κ.. Επιπλέον, το αναγώγιμο αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την πρακτική λειτουργία και τη θεωρητική ανάδειξη του δεύτερου παράγοντα της στοιχειώδους μορφής του κεφαλαίου: της αφηρημένης εργασίας, στην ύπαρξη της οποίας εδράζεται η παραγωγή υπεραξίας, και όλο το πλέγμα των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας.

Στο υπόδειγμα της εθνικής οικονομίας (της Αγγλίας των μέσων του 19ου αι.) και δεδομένων των ερευνητικών στόχων του Μαρξ (κατ’ αρχήν διάγνωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σε “καθαρή μορφή” ως ιστορικά παροδικού σχηματισμού), η παραπάνω πραγμάτευση του δίπολου σύνθετη-απλή εργασία, είναι σαφώς πειστική και αναγκαία. Ωστόσο, η ένταξη στο πεδίο της έρευνας ευρύτερου και βαθύτερου φάσματος φαινομένων, δεδομένης της ανισομέρειας, της δράσης κολοσσιαίων διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, αλλά και των ραγδαίων αλλαγών στο παγκόσμιο φάσμα των τεχνολογικών όρων και του χαρακτήρα της εργασίας, της εισαγωγής της αυτοματοποίησης, κ.ο.κ., εγείρει πληθώρα μεθοδολογικών και θεωρητικών προβλημάτων. Πόσο χάσμα ανάμεσα σε σύνθετη και απλή εργασία επιτρέπει αυτό το αναγώγιμο, δεδομένων των αχανών διαφορών μεταξύ σύγχρονων μορφών ερευνητικής και τεχνολογικής καθολικής δραστηριότητας και χειρωναξίας με στοιχεία δουλοπαροικίας ή και δουλείας; Ισχύει άραγε αυτό το αναγώγιμο (και υπό ποίους όρους) σε παγκόσμια κλίμακα παραγωγής, διανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης; Πως συνδυάζεται αυτό το αναγώγιμο (ή μη αναγώγιμο) με τα μονοπωλιακά υπερκέρδη, με τις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις πραγματικής παραγωγής, χρηματιστηριακής οικονομίας και χρηματοπιστωτικής σφαίρας; Ποιές είναι οι επιπτώσεις αυτού του αναγώγιμου (ή μη αναγώγιμου) στη λειτουργία του νόμου της αξίας και του νόμου της υπεραξίας, πως συνδέεται με το μέσο ποσοστό κέρδους και τη δυνατότητα απόσπασης μονοπωλιακού υπερκέρδους σε ένα κόσμο στον οποίο οι μεν ροές κεφαλαίων είναι αχαλίνωτες, η δε εργασία καθηλωμένη; κ.ά.»

[7] Βλ. χαρακτηριστικά στο Για τους όρους της αφηρημένης εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή, μετ. Δ. Περδίκης, από τις σελ. 95-100:

«Ένα σχέδιο, μια εφεύρεση, ένα πρωτότυπο έργο, μια ιδέα, κοκ, μπορεί να ειπωθεί ότι είναι μια δημιουργική δραστηριότητα η οποία απαιτεί εξαιρετική πρωτοτυπία. Επειδή δεν έχει μια αντικειμενικά απαλλοτριώσιμη μορφή (δεν είναι κατάλληλο για να προσφερθεί προς πώληση από μόνο του), αυτό το είδος έργου γίνεται εμπόρευμα μόνο με δύο τρόπους: είτε σε μια μορφή διπλώματος ευρεσιτεχνίας (πατέντας), ή σε συνδυασμό με άλλες φυσικές εργασίες. Στην πρώτη περίπτωση, όταν παρέχεται ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή μια νομική προστασία, το δημιουργικό έργο δεν είναι πια ένα κοινό εμπόρευμα, αλλά ένα είδος κεφαλαίου, ένα είδος πλασματικού κεφαλαίου, όπως η γη, το οποίο βασίζεται σε νομική προστασία. Έργα τέχνης και εξαιρετικά πρωτότυπες ιδέες είναι τέτοιες περιπτώσεις.»

Το γιατί τα αποτελέσματα της επιστήμης, ή και άλλων, δημιουργικών εργασιών, δεν μπορούν να αποτιμηθούν στη βάση της εργασιακής θεωρίας της αξίας αν δεν ενσωματωθούν σε εμπορεύματα, είτε μέσα παραγωγής, είτε κατανάλωσης, και γιατί επομένως λειτουργούν ως πλασματικό κεφάλαιο αν κυκλοφορήσουν ως νομικοί τίτλοι δικαιωμάτων αποκλειστικής χρήσης, διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή εμπορικά σήματα, το εξηγεί ο Μαρξ, με βάση τον ρόλο που έπαιζε η επιστήμη στην καπιταλιστική παραγωγή της εποχής του.

Αντιγράφουμε από το Μαρξ Κ. (1984). Θεωρίες για την υπεραξία, Μέρος Πρώτο, Σύγχρονη Εποχή, μετ. Π. Μαυρομμάτη, απόσπασμα Ο Χομπς για τον οικονομικό ρόλο της επιστήμης, για την εργασία και την αξία, στα Παραρτήματα, σελ. 391:

«Το προϊόν της πνευματικής εργασίας – η επιστήμη – εκτιμάται πάντα πολύ κάτω από την αξία της. Γιατί ο χρόνος εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της δε βρίσκεται σε καμία αντιστοιχία με τον χρόνο εργασίας, που απαιτείται για την πρωταρχική παραγωγής της. Λογουχάρη, τη θεωρία του διώνυμου μπορεί οποιοσδήποτε μαθητής να τη μάθει σε μια ώρα»

Παρομοίως στο Μαρξ Κ. (2002). Το Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος Ι. μετ. Π. Μαυρομάτης. Σύγχρονη Εποχή, Κεφ. 13 Μηχανήματα και μεγάλη βιομηχανία, σελ. 401:

«Και ό, τι γίνεται με τις φυσικές δυνάμεις, το ίδιο γίνεται και με την επιστήμη. Όταν έχει πια ανακαλυφθεί, δε στοιχίζει ούτε πεντάρα ο νόμος για την παρέκκλιση της μαγνητικής βελόνας στο πεδίο δράσης ενός ηλεκτρικού ρεύματος ή για την παραγωγή μαγνητισμού στο σίδερο που γύρω του κυκλοφορεί ηλεκτρικό ρεύμα.»

Επίσης, για μια παρόμοια άποψη σχετικά με το αξιακό περιεχόμενο των λεγόμενων «γνωστικών» ή «πληροφοριακών» εμπορευμάτων, βλ. Rigi J. (2014). Θεμελίωση μιας Μαρξιστικής Θεωρίας για την Πολιτική Οικονομία της Πληροφορίας: Εμπορικά Μυστικά και Πνευματική Ιδιοκτησία, η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας και η Εξαγωγή Φορο-Προσόδου. tripleC 12(2): 909-936, μετ. Δ. Περδίκης, όπως και στα παρακάτω άρθρα:

Rotta, TN & Teixeira, RA (2018). The commodification of knowledge and information. The Oxford Handbook of Karl Marx. Eds. Vidal, M.; Smith, T.; Rotta, T.

Zeller, C. (2007). From the gene to the globe: Extracting rents based on intellectual property monopolies. Review of International Political Economy, 15(1), 86-115.

Jeon, H. (2018). Knowledge and contemporary capitalism in light of Marx’s value theory (Doctoral dissertation, SOAS University of London).

Αντίθετα, για μια άποψη κριτική στις θέσεις των συγγραφέων αυτών, βλ. Starosta, G. (2012). Cognitive commodities and the value-form. Science & Society, 76(3), 365-392.

Το κέντρο της αντιπαράθεσης περιστρέφεται γύρω από τον μαρξικό ορισμό της αξίας ενός εμπορεύματος ως το κόστος αναπαραγωγής του, δηλ. την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για την αναπαραγωγή του σε κάθε δεδομένη στιγμή. Εφόσον η παραγωγή των πρωτότυπων προϊόντων της δημιουργικής εργασίας δεν μπορεί να επαναληφθεί, αν και εφόσον πάρουν την εμπορευματική μορφή από μόνα τους, η αξία τους δεν μπορεί να καθοριστεί αντικειμενικά. Απουσία της νομικής κατοχύρωσης της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα προϊόντα αυτά μπορούν να αντιγραφούν με ασήμαντο κόστος σε σχέση με την αρχική παραγωγή τους. Είναι αυτό το κόστος αντιγραφής που καθορίζει την πραγματική αξία των εμπορευμάτων αυτών, και όχι η πλασματική αξία που τους αποδίδεται λόγω της νομικά κατοχυρωμένης μονοπώλησής τους.

[8] Μερικές καλές πηγές για τις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας είναι οι παρακάτω:

Smith, J (2010) Imperialism & the Globalisation of Production. Thesis. University of Sheffield,

Smith J. (2016). Imperialism in the twenty-first century. The Globalization of Production, Super-Exploitation, and the Crisis of Capitalism. New York: Monthly Review Press,

Suwandi, I. (2019). Value chains: the new economic imperialism. Monthly Review Press.

Suwandi, I., Jonna, R. J., & Foster, J. B. (2019). Global commodity chains and the new imperialism. Monthly Review, 70(10), 1-24.

Kumar, A. (2020). Monopsony capitalism: Power and production in the twilight of the sweatshop age. Cambridge University Press.

Στο τελευταίο αυτό έργο περιγράφονται και τάσεις που αντιστέκονται στην υπερεκμετάλλευση της εργασίας, μέσω της ενδυνάμωσης των αγώνων των εργατικών τάξεων στις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, οι οποίοι πιέζουν για να μείνει μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης αξίας στις χώρες όπου πραγματικά παράγεται.

[9] Μεταφράζουμε ενδεικτικά για το χαρακτηριστικό παράδειγμα της Apple και της Foxconn από το King ST. (2018). Lenin’s Theory of Imperialism Today: The Global Divide between Monopoly and Non-Monopoly Capital. Doctor of Philosophy Centre for Strategic Economic Studies, Victoria University, Melbourne:

«Ένα παράδειγμα της παγκοσμιοποιημένης ιεραρχικής εξειδίκευσης που εξετάζεται από τους συγγραφείς των ΔΑΑ (Σ.τ.Μ., Διεθνείς Αλυσίδες Αξίας Αλυσίδες, Global Value Changes, GVC) […] είναι η σχέση μεταξύ της Apple και των εργολάβων της. Η Apple, με έδρα την Καλιφόρνια, είναι μια μη κατασκευαστική εταιρεία που συχνά κατατάσσεται ως η πιο κερδοφόρα πολυεθνική εταιρεία στον κόσμο. Αναθέτει την άμεση παραγωγή ως επί το πλείστον στη Foxconn, μια γιγαντιαία εταιρεία με έδρα την Ταϊβάν. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα έρευνας για ένα προϊόν της Apple, οι Milberg και Winkler δείχνουν ότι το 2010, η Apple εισήγαγε ολοκληρωμένα iPhones προς 179 δολάρια το καθένα από την Foxconn στην Κίνα και τα πωλούσε προς 600 δολάρια στη λιανική αγορά των ΗΠΑ. Συνολικά οι εξαγωγές iPhone από την Κίνα προς τις ΗΠΑ το 2009 ήταν 2 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το εισόδημα που έλαβαν η κινεζική εργασία και το κινεζικό κεφάλια από το σύνολο αυτό ήταν μόλις 73,3 εκατομμύρια δολάρια ή 3,6%.

Εξετάζοντας την αντίστοιχη κερδοφορία των δύο εταιρειών, μέχρι το 2014 η Foxconn κέρδισε 3,6 δισ. δολάρια κέρδη για περιουσιακά στοιχεία ύψους 78 δισ. δολαρίων (4,6% απόδοση του ενεργητικού –RoA, Σ.τ.Μ., Return on Assets). Τα κέρδη 37 δισ. δολαρίων της Apple

εκείνο το έτος προήλθαν από 207 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία – 18% RoA – τέσσερις φορές υψηλότερο από ό,τι η

Foxconn. Η Foxconn απασχολούσε περίπου 1,3 εκατομμύρια εργαζόμενους το 2014, δίνοντάς της κέρδος 2.768 δολάρια ανά εργαζόμενο που απασχολούσε. Οι 80.000 εργαζόμενοι της Apple απέφεραν στην εταιρεία 463.000 δολάρια κέρδος ανά εργαζόμενο, ή περίπου 167 φορές περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για κέρδος της εταιρείας ανά εργαζόμενο. Το πολύ διαφορετικό εισόδημα των ίδιων των εργαζομένων της Foxconn και της Apple αντιπροσωπεύει μια ακόμη τεράστια διαφορά.»

[10] Μαρξ Κ. (2002). Το Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος Ι. μετ. Π. Μαυρομάτης. Σύγχρονη Εποχή, Κεφ. 13 Μηχανήματα και μεγάλη βιομηχανία, σημείωση 108, σελ. 401:

«Η επιστήμη δεν κοστίζει απολύτως «τίποτε» στον κεφαλαιοκράτη, πράγμα που δεν τον εμποδίζει διόλου να την εκμεταλλεύεται. Την «ξένη» επιστήμη την προσαρτούν στο κεφάλαιο όπως την ξένη εργασία.»

[11] Στο Μαρξ Κ. (1990). Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse] τόμ. Β΄, προλ.-μτφρ.-σημ. Διονύσης Διβάρης, Στοχαστής, Αθήνα, σελ. 497-499, ο Μαρξ αρχικά αναδεικνύει την κεντρική σημασία τους ελεύθερου ανταγωνισμού για τη γενική θεωρία του κεφαλαίου, αλλά στη συνέχεια προοικονομεί την άρνηση του ελεύθερου ανταγωνισμού από το ίδιο το κεφάλαιο:

«Ο ανταγωνισμός, […] εμφανίζεται ιστορικά σαν διάλυση του συντεχνιακού καταναγκασμού, της κυβερνητικής ρύθμισης, των εσωτερικών δασμών και παρόμοιων μέτρων στο εσωτερικό μιας χώρας, και στην παγκόσμια αγορά σαν άρση της απομόνωσης, απαγόρευσης ή προστατευτισμού – μ΄ένα λόγο, […] εμφανίζεται ιστορικά σαν άρνηση των ορίων και φραγμών που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες από το κεφάλαιο παραγωγικές βαθμίδες […] Τα όρια αυτά έγιναν φραγμοί μονάχα όταν οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις συναλλαγής είχαν αναπτυχθεί αρκετά ώστε το κεφάλαιο σαν τέτοιο να μπορεί να προβάλει σαν ρυθμιστική αρχή της παραγωγής. […] Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η σχέση του κεφαλαίου προς τον εαυτό του σαν ένα άλλο κεφάλαιο, δηλαδή η πραγματική συμπεριφορά του κεφαλαίου σαν κεφαλαίου. Οι εσωτερικοί νόμοι του κεφαλαίου – που στα ιστορικά προστάδια της εξέλιξής του εμφανίζονται μόνο σαν τάσεις -τοποθετούνται τώρα σαν νόμοι• […] Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Αυτός τοποθετεί σαν εξωτερική αναγκαιότητα για το ατομικό κεφάλαιο αυτό που ανταποκρίνεται στη φύση του κεφαλαίου, στο τρόπο παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο, αυτό που ανταποκρίνεται στην έννοια του κεφαλαίου. […]

Η κυριαρχία του κεφαλαίου είναι η προϋπόθεση του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως ακριβώς η ρωμαϊκή δεσποτεία είταν η προϋπόθεση του ελεύθερου ρωμαϊκού «ιδιωτικού δικαίου». Όσο το κεφάλαιο είναι αδύναμο αναζητά ακόμα μόνο του τα δεκανίκια προηγούμενων τρόπων παραγωγής – ή εκείνων που καταστρέφονται με τη δική του εμφάνιση. Μόλις αισθανθεί ισχυρό πετά τα δεκανίκια και κινείται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Μόλις αρχίσει να αισθάνεται και να συνειδητοποιεί τον εαυτό του σαν φραγμό της εξέλιξης, καταφεύγει σε μορφές που ενώ φαίνονται να ολοκληρώνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου, περιορίζοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι ταυτόχρονα προάγγελοι της διάλυσής του και της διάλυσης του τρόπου παραγωγής που βασίζεται σ’ αυτό.»

Ο αναγνώστης καλείται να συνδυάσει το απόσπασμα αυτό με αντίστοιχα αποσπάσματα από το Ιμπεριαλισμός’, σημ. 4, σελ. 23:

«Πριν από μισό αιώνα, όταν ο Μαρξ έγραφε το Κεφάλαιό του, η καταπληκτική πλειοψηφία των οικονομολόγων θεωρούσε τον ελεύθερο συναγωνισμό ‘φυσικό νόμο’. Η επίσημη επιστήμη προσπάθησε με τη συνωμοσία της σιωπής να σκοτώσει το έργο του Μαρξ, που απόδειχνε με τη θεωρητική και ιστορική ανάλυση του καπιταλισμού ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός γεννάει τη συγκέντρωση της παραγωγής, και αυτή η συγκέντρωση σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί στο μονοπώλιο.»

Και αργότερα, στη σελ. 102, στο κεφάλαιο με τίτλο «VII. Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ»:

«Ο ιμπεριαλισμός εμφανίστηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη και άμεση συνέχιση των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά. Ο καπιταλισμός όμως έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ορισμένη, πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξής του, όταν μερικές βασικές ιδιότητες του καπιταλισμού άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους, όταν διαμορφώθηκαν και φανερώθηκαν σ’ όλη τη γραμμή τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής από τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς. Το βασικό σε αυτή τη διαδικασία από οικονομική άποψη είναι η αντικατάσταση του καπιταλιστικού ελεύθερου συναγωνισμού από τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι η βασική ιδιότητα του καπιταλισμού και της εμπορευματικής παραγωγής γενικά. Το μονοπώλιο είναι η άμεση αντίθεση του ελεύθερου συναγωνισμού. […] Ταυτόχρονα, τα μονοπώλια, ξεπηδώντας από τον ελεύθερο συναγωνισμό, δεν τον καταργούν, μα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις. Το μονοπώλιο είναι πέρασμα από τον καπιταλισμό σε ένα ανώτερο σύστημα.»

Γίνεται φανερό ότι η διαλεκτική της ιστορίας διαποτίζει το κλασσικό έργο του Μαρξ και του Λένιν, σε αντίθεση με τον «δογματικά ορθόδοξο μαρξισμό» που ξεκινάει από «απαράβατες παραδοχές» αγνοώντας την ιστορική πραγματικότητα που καλείται να εξηγήσει, για να την αλλάξει…

[12] Κεφάλαιο 6 Το ειδικό στην τρίτη τεχνολογική επανάσταση, σελ. 191, 194, 196, στο Μάντελ E. Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Ο ιμπεριαλισμός στην τελική του φάση, μετ.-επιμ. Κ. Χατζηαργύρης, Εκδόσεις Gutenberg:

 «Η εικόνα αλλάζει ποιοτικά, όταν σημειώνεται μαζική εφαρμογή μεθόδων ολικής αυτομάτισης σ’ ορισμένους παραγωγικούς τομείς […] παύει ν’ αυξάνει η παραγωγή απόλυτης ή σχετικής υπεραξίας, κι η όλη βασική τάση του καπιταλισμού αντιστρέφεται: Στους τομείς αυτούς δεν παράγεται σχεδόν καμία υπεραξία πλέον. Το σύνολο του κέρδους, που ιδιοποιούνται όσες εταιρείες δρουν σ’ αυτούς τους τομείς, βγαίνει από τους μιστοαυτοματισμένους ή μη αυτοματισμένους κλάδους. […] Εφόσον ο αριθμός των ολικά αυτοματισμένων επιχειρήσεων και τομέων και των μισοαυτοματισμένων επιχειρήσεων διευρυνθεί σε βαθμό αποφασιστικό για τη συνολική δομή της βιομηχανίας […] οι αντινομίες του ύστερου καπιταλισμού θα γίνουν αναγκαστικά εκρηκτικές: Γιατί τότε θα επικρατήσει η τάση να μειωθεί η συνολική μάζα της υπεραξίας […] οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως είναι στη φύση του καπιταλισμού να προκύψει από ένα σημείο και πέρα αναγκαστικά αντίσταση στην παραπέρα αυτομάτιση […] Η αυτόματη παραγωγή αυτόματων μηχανών θ’ αποτελούσε επομένως μια νέα ποιοτική καμπή […] Φτάνουμε έτσι στο απόλυτο εσωτερικό όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής […] όπου ο ίδιος ο όγκος της υπεραξίας αναγκαστικά μειώνεται σαν αποτέλεσμα του γεγονότος πως στην τελευταία φάση της εκμηχάνισης, την αυτομάτιση, η ζωντανή εργατική δύναμη αποδιώχνεται από τη διαδικασία της παραγωγής.»

Για τη σύνδεση του ορίου παραγωγής σχετικής υπεραξίας με το τεχνολογικό μονοπώλιο παραθέτουμε από το ίδιο κεφάλαιο, σελ. 186:

«Έτσι, στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού […] δυναμώνει η τάση για την εξίσωση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας […] Προβάλλουν δύο τελικά συμπεράσματα: 1. Κύρια πηγή για την πραγματοποίηση υπερκέρδους δεν είναι πια οι κατά περιοχές και γενικότερα διεθνείς διαφορές στην παραγωγικότητα, αλλά οι διαφορές κατά τομείς ή κι επιχειρήσεις […] 2. Διαμορφώνεται έτσι μια μόνιμη πίεση για την επιτάχυνση της τεχνολογικής ανανέωσης. Η εξαφάνιση άλλων πηγών για υπερκέρδη εντείνει το κυνηγητό για τεχνολογικές ράντες, που μονάχα με την αδιάκοπη τεχνολογική ανανέωση μπορούν να εξασφαλιστούν.»

[13] Ιμπεριαλισμός’, σημ. 4, σελ. 141:

«Ιδιαίτερα οξύνεται επίσης η εθνική καταπίεση και η τάση προς τις προσαρτήσεις, δηλαδή προς την παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας (γιατί η προσάρτηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραβίαση της αυτοδιάθεσης των εθνών).»

Βλ. και:

Μαρίνι Ρ.Μ. (2021). Η διαλεκτική της εξάρτησης. μετ. Δ. Περδίκης, από το Marini MR. (2021). Dialectics of Dependency. cosmonautmag.com (‘Διαλεκτική της εξάρτησης’, στο εξής)

Dussel Ε. (1990). Marx’s Economic Manuscripts of 1861-63 and the “Concept” of Dependency. LATIN AMERICAN PERSPECTIVES, Issue 65, Vol. 17 No. 2, p. 62-101.

Carrera J.I. (2002). Transformations in capital accumulation: From the national production of an universal labourer to the international fragmentation of the productive subjectivity of the working-class.

Wise R.D. & Martin D. (2016). Η πολιτική οικονομία της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης. από τον συλλογικό τόμο Εγχειρίδιο της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας της Παραγωγής (Handbook of the International Political Economy of Production) (σελ. 59-75), Kees Van der Pijl (επιμ.), Edgar Elgar (εκδ.). μετ. Δ. Περδίκης.

Wise R.D. & Niell M. C. (2021). Κεφάλαιο, Επιστήμη, Τεχνολογία: Η Ανάπτυξη των Παραγωγικών Δυνάμεων στον Σύγχρονο Καπιταλισμό. Μηνιαία Επιθεώρηση. μετ. Δ. Περδίκης.