1

(Σχόλιο στο) Ο Ζακ Ντελόρ κατέστρεψε την Ευρωπαϊκή Αριστερά

σχόλιο του Διονύση Περδίκη

Παραπέμπουμε στο άρθρο του Thomas Fazi με τον ως άνω τίτλο από την ιστοσελίδα antapocrisis.gr μεταφρασμένο από τα αγγλικά από την ιστοσελίδα UnHerd, διότι, πέραν της ανάδειξης του ρόλου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναδεικνύονται επίσης και ο στρατηγικός χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ευρωπαϊκό (και όχι μόνο) μονοπωλιακό κεφάλαιο, και τα «ειρηνικά» μέσα τα οποία διαθέτει για την πειθάρχηση των εθνικών κυβερνήσεων, ακόμη και αυτών των ιμπεριαλιστικών χωρών.

Το άρθρο αναφέρεται στη στροφή της κυβέρνησης Μιτεράν, μετά από μόλις δύο χρόνια στην εξουσία, από μια ριζοσπαστική, αριστερή, σοσιαλδημοκρατική πολιτική, η οποία, μάλιστα, θεωρούνταν ότι θα άνοιγε και αντικαπιταλιστικές προοπτικές (συμμετείχαν και οι κομμουνιστές σε αυτήν), προς τη συμμόρφωση με τον νεοφιλελεύθερο κανόνα που συνοδεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις προγενέστερες μορφές της (ΕΟΚ κ.ο.κ.) από τα «γεννοφάσκια» της, ως μόνο συμβατό με τη φύση της.

Η στροφή αυτή έγινε με πολύ πιο «ειρηνικό» τρόπο από ότι η …κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 στην Ελλάδα. Αρκούσε γι’ αυτό η επενδυτική αργία του μεγάλου κεφαλαίου στη Γαλλία, το οποίο έδειξε έμπρακτα την αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής εγκαταλείποντας την εθνική οικονομία.

Το ιστορικό αυτό γεγονός αποδεικνύει τη στενή σύνεση μεταξύ των δύο πλευρών της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής στρατηγικής: τον νεοφιλελευθερισμό και τη διεθνοποίηση της παραγωγής. Αναδεικνύεται ότι για τα πιο ανεπτυγμένα και ανταγωνιστικά εθνικά κεφάλαια, κατά κύριο λόγο μονοπωλιακά, η στρατηγική αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την προνομιακή τους αναπαραγωγή. Συμπίπτει άλλωστε με την κυρίαρχη ιστορική τάση για αυξημένη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής υπό όρους κυριαρχίας αυτών των κεφαλαίων (πιο ανεπτυγμένων και ανταγωνιστικών), η οποία εν μέρει μόνο διακόπτεται ή αδυνατίζει σε εποχές συστημικών κρίσεων και όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών, όπως αυτή που βιώνουμε από το 2009 και μετά.

Η επενδυτική αργία είναι ο πιο «ειρηνικός» τρόπος πειθάρχησης μιας εθνικής κυβέρνησης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Αρμόζει περισσότερο σε μια ιμπεριαλιστική χώρα με αυξημένη εθνική κυριαρχία. Μπορεί να ασκηθεί χάρις και μόνο στην ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής: εν τέλει μια εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί να υποχρεώσει το εθνικό κεφάλαιο να επενδύσει υπό όρους που το ίδιο κρίνει ως μη επαρκώς επικερδείς, χωρίς να αμφισβητήσει το ίδιο το δικαίωμα στην ιδιωτική ιδιοκτησία. Τα πράγματα αλλάζουν βεβαίως σε περιόδους «πολεμικής οικονομίας», συμπεριλαμβανομένων των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των φασιστικών καθεστώτων, όταν το κράτος, ως η εξουσία του συνολικού εθνικού κεφαλαίου, αναλαμβάνει να πειθαρχήσει τα εθνικά κεφάλαια στην εθνική στρατηγική υπερίσχυσης έναντι των διεθνών ανταγωνιστών μέσω του πολέμου, αφήνοντας το κίνητρο της κερδοφορίας προσωρινά στην άκρη.

Σε μια εξαρτημένη χώρα, όπως η Ελλάδα, η καταφυγή σε πιο εκβιαστικά ή και βίαια μέσα, είναι πολύ εύκολη, όπως έδειξε και η περιπέτεια της πρώτης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ…

Συνολικά, αναδεικνύεται η στενή σύνδεση μεταξύ της αμφισβήτησης της κεντρικής αυτής ιμπεριαλιστικής στρατηγικής και της προσέγγισης στη σοσιαλιστική επανάσταση. Για μια εξαρτημένη χώρα, η αμφισβήτηση αυτή λαμβάνει τη μορφή του αγώνα για την έξοδο από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον βαθμό που αναφερόμαστε σε χώρες στις οποίες δεν υπάρχει καμία μερίδα του εθνικού συνολικού κεφαλαίου που να έχει φιλοδοξίες εθνικά ανεξάρτητης, ανταγωνιστικής προς τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια, ανάπτυξης. Τότε, λοιπόν, μια τέτοια έξοδος από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς φαντάζει ως ένα γεγονός επαναστατικής ρήξης, από τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία μερίδα του (μεγάλου) κεφαλαίου που να ενδιαφέρεται για να ηγηθεί μιας τέτοιας εναλλακτικής στρατηγικής. Αυτό σημαίνει ότι στην καλύτερη περίπτωση, το μεγάλο (φιλο)μονοπωλιακό κεφάλαιο θα αρκούνταν σε επενδυτική αργία (και έξοδο των κεφαλαίων από τη χώρα), ενώ στη χειρότερη θα κατέφευγε σε μεθόδους άκρως πολεμικές (δικτατορία, (εμφύλιος) πόλεμος κ.ο.κ.).

Ακόμη και στο πιο ειρηνικό σενάριο, η επενδυτική αργία μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την ανάληψη της επένδυσης από το κράτος με δημόσιες επενδύσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, μπορεί να γίνει με αποτελεσματικό τρόπο μόνο στον βαθμό που αυξάνεται ο έλεγχος του κράτους στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής (αρχικά στους πιο στρατηγικούς τομείς), αυξάνοντας αντίστοιχα και τα δημόσια έσοδα. Έτσι μεταβαίνει μια εναλλακτική πολιτική π.χ. από την έξοδο από την ΕΕ προς ένα πρόγραμμα εκτεταμένων εθνικοποιήσεων ως πρώτη φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην πιο «ειρηνική» εκδοχή από τις πιθανές εξελίξεις.

Από την άλλη, όμως, η εθνική ανεξαρτησία ως αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς δεν ταυτίζεται, ούτε λογικά, ούτε χρονικά, με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Μπορεί είτε να προηγηθεί η επανάσταση, και η αποδέσμευση να είναι από τα πρώτα επαναστατικά μέτρα, είτε να προηγηθεί η αποδέσμευση, πυροδοτώντας σε κάποια στιγμή και την επανάσταση.

Τα συμπεράσματα για την κομμουνιστική στρατηγική και τακτική είναι μάλλον εμφανή: το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι ζήτημα κρίκος για την κομμουνιστική πολιτική και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο στη σχετική του αυτονομία από τη σοσιαλιστική επανάσταση μεν (ιστορικές επομένως οι ευθύνες των δυνάμεων εκείνων που εγκαταλείπουν τον αγώνα αυτόν στο όνομα της «επανάστασης» ή του «σοσιαλισμού»…), χωρίς κοινοβουλευτικές, ρεφορμιστικές αυταπάτες δε, ή χωρίς να φαντασιωνόμαστε έναν αναπτυσσόμενο «εθνικά ανεξάρτητο» καπιταλισμό ως ένα μακρόχρονο ενδιάμεσο στάδιο εξουσίας. Πολύ απλά δεν υπάρχει κεφάλαιο που να έχει συμφέρον να επενδύσει σε έναν τέτοιο καπιταλισμό, αντίθετο προς τα μακροπρόθεσμα, στρατηγικά του συμφέροντα, όπως μας δείχνει το υπό συζήτηση άρθρο στο παράδειγμα, μάλιστα, μιας ιμπεριαλιστικής χώρας όπως η Γαλλία. Αν από την άλλη μια χώρα βασίζεται στη δημόσια επένδυση και όχι στην ιδιωτική, τότε έχουμε αρχίσει ήδη τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ενιαία επαναστατική διαδικασία, σημαντικός κρίκος της οποίας είναι η εθνική ανεξαρτησία από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, σε στενή, «οργανική» σύνδεση με την ίδια την αλλαγή της τάξης στην εξουσία.

Όλα αυτά τροποποιούνται στον βαθμό που υπάρχει όντως μερίδα του εθνικού συνολικού κεφαλαίου που δύναται να διεκδικήσει μια εθνικά ανεξάρτητη, και ανταγωνιστική προς τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια, ανάπτυξη. Τέτοια παραδείγματα αναδεικνύονται σήμερα ανάμεσα στις χώρες των BRICS+. Ακόμη κι εκεί, όμως, βλέπουμε ότι η επιτυχία μιας τέτοιας στρατηγικής απαιτεί μια εκδοχή καπιταλισμού με αναβαθμισμένο τον ρόλο του κράτους, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων, να προστατευτεί το εθνικό κεφάλαιο και να κερδηθεί χρόνος για την ανάπτυξη κρίσιμων για την ανάπτυξη υποδομών, για την ανάπτυξη της τεχνολογίας, κ.ο.κ.. Και σε αυτήν την περίπτωση, δηλαδή, μπορεί η επιδίωξη για εθνικά ανεξάρτητη ανάπτυξη να συνδεθεί με την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης.

Αναλυτικότερα ασχοληθήκαμε με τα ζητήματα αυτά σε προηγούμενη αρθρογραφία, στην οποία και παραπέμπουμε (εδώ, εδώ κι εδώ). Εκεί επιχειρηματολογήσαμε για το ότι πραγματικά εθνικά ανεξάρτητη ανάπτυξη, με μια σχετική σταθερότητα, μπορεί να επιτευχθεί στον σύγχρονο κόσμο μόνο με μια από τις εξής δύο εκδοχές: είτε με την ανάδειξη νέας ιμπεριαλιστικής χώρας, είτε με  τη μετάβαση σε σοσιαλιστική ανάπτυξη. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών, φυσικά, το πρώτο ενδεχόμενο είναι καθαρά θεωρητικό… Από αυτήν την αφετηρία, υποστηρίξαμε ότι ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, πλευρά του οποίου είναι ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, είναι στην ουσία του αγώνας για τη σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση, ακόμη και αν δεν συνειδητοποιείται ως τέτοιος από το σύνολο των εμπλεκόμενων πολιτικών δυνάμεων.