1

Καπιταλιστικός Ιμπεριαλισμός: Η ιμπεριαλιστική, μονοπωλιακή εκμετάλλευση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

 

του Διονύση Περδίκη

 

Δημοσιεύουμε το τρίτο μέρος της μελέτης με τίτλο “Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στον 21ο αιώνα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία”. 

Το Μέρος Γ’ αποτελεί γέφυρα μεταξύ της θεωρητικής επεξεργασίας του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού που κάναμε στο Μέρος Β΄ και του εμπειρικού Μέρους Δ΄ που ακολουθεί. Συνοδεύεται από εκτενέστατες σημειώσεις με παραθέματα και μεταφράσεις. Συνιστούμε σε μια πρώτη ανάγνωση να αγνοηθούν οι σημειώσεις αυτές προς χάριν της ροής του κειμένου. Σε δεύτερη φάση, οι σημειώσεις και οι αναφορές σε αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν για περαιτέρω μελέτη των θεμάτων που θίγονται.

Καθώς θα προχωράμε στη δημοσίευση της μελέτης θα εμπλουτίζουμε τον παρακάτω πίνακα περιεχομένων με τους αντίστοιχους ηλεκτρονικούς συνδέσμους:

 

ΜΕΡΟΣ Α’: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΕΡΟΣ Β’: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ 

Μέρος Β1:

Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός: Γενική θεωρία του ΚΤΠ, και μονοπώλιο – ιμπεριαλισμός: Μαρξ εναντίον Λένιν; 

  • Από τον Μαρξ και τη γενική θεωρία του κεφαλαίου… 
  • …στον Λένιν, το μονοπώλιο, και τον ιμπεριαλισμό στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής… 
  • Η διαλεκτική της ιστορίας του καπιταλισμού έχει τις απαντήσεις 

Μέρος Β2 :

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος

  • Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών
  • Η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα από την άνιση ανταλλαγή
          – Πλασματικό κεφάλαιο
          – Το ‘παραγωγικό’  πλασματικό κεφάλαιο
          – Υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη
          – Διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας
  • Συμπέρασμα: ιμπεριαλισμός ως υπερώριμος καπιταλισμός

Μέρος Γ (παρόν):

 ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΌΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ: Η ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΉ, ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΉ ΕΚΜΕΤΆΛΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΈΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ

  • Άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο
  • Εξαγωγές κεφαλαίου
  • Η ουσία των ιμπεριαλιστικών διακρατικών σχέσεων
  • Μέτρα ιμπεριαλιστικής ισχύος
  • Σύνοψη Μερών Β΄ και Γ΄

Σημειώσεις 

Καπιταλιστικός Ιμπεριαλισμός: Η ιμπεριαλιστική, μονοπωλιακή εκμετάλλευση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Ειδικά σήμερα ζούμε μια νέα ιστορική περίοδο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, την περίοδο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, όπου συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές στην ίδια την δομή αυτών των κοινωνιών. Η εξάρτηση και της χώρας μας από τις Δυτικές μητροπόλεις περνάει όχι μόνο, και όχι κυρίως, μέσα από την ξένη πολιτικοστρατιωτική παρουσία, όσο από τα δάνεια, το ξεπούλημα των επιχειρήσεων στο πολυεθνικό κεφάλαιο, την υποταγή της χώρας σε ένα νέο ληστρικό καταμερισμό εργασίας. Η εξάρτηση, δηλαδή, πολύ περισσότερο από χθες, δεν είναι ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό, ένα καρκίνωμα του Ελληνικού καπιταλισμού, αλλά οργανικό στοιχείο, εδραιωμένο στις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις. Η σύγχρονη αντιιμπεριαλιστική πάλη, αποκτά νέο ποιοτικά περιεχόμενο.

Από την αναδημοσίευση συνέντευξης του Γ. Γράψα στο ΠΡΙΝ, 15/01/2017

 

Χρειάζονται μια σειρά σημαντικών διευκρινίσεων για να προσεγγίσουμε θεωρητικά, αλλά και εμπειρικά πλέον, το φαινόμενο της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης στη διεθνή σφαίρα.

 

Άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο και εξαγωγές κεφαλαίου

Καταρχήν, χρειάζεται να γίνει διάκριση μεταξύ της ευρείας και της στενής έννοιας της άνισης ανταλλαγής.

Η πρώτη, δηλ. η ανταλλαγή άνισων ποσών εργασίας μεν, ίσων αξιών δε, είναι ένα φαινόμενο που οφείλεται στη διαφορετική ανάπτυξη της κοινωνικής δύναμης της εργασίας (παραγωγικότητα, οργανική σύνθεση κεφαλαίου)[1], και είναι σε κάποια αντιστοιχία με την αυξημένη αξία της σύνθετης εργασιακής δύναμης. Από μόνη της δεν συνιστά ανταλλαγή άνισων ποσών αξίας ή ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, και λαμβάνει χώρα συνεχώς ανάμεσα σε επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου αλλά διαφορετικής παραγωγικότητας, ή ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους, στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού εντός μια ενιαίας, εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, στον βαθμό που η διαφορά στην ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών αναπαράγεται μέσω της χρήσης μονοπωλιακής, πολιτικής, ή στρατιωτικής, ή γενικότερα, κρατικής ισχύος, πχ μέσω της κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, της θέσπισης και επιβολής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για την προστασία της τεχνολογίας, ή των περιορισμών στη μετανάστευση, προσμετράται και αυτή ως ιμπεριαλιστική μορφή εκμετάλλευσης.

Αντίθετα, η στενή έννοια της άνισης ανταλλαγής αφορά τη διαφορά στην αξία των ανταλλασσόμενων εμπορευμάτων, και οφείλεται στη δράση του μονοπωλίου και σε διαφορές στον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας[2], και επομένως είναι από τη φύση της μια ιμπεριαλιστική μορφή εκμετάλλευσης.

Δεύτερον, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της εξαγωγής εμπορευμάτων και της εξαγωγής κεφαλαίου, και να δούμε υπό ποιες προϋποθέσεις οδηγούν σε άνιση ανταλλαγή και μονοπωλιακό υπερκέρδος.

Όταν εξάγονται εμπορεύματα από μία χώρα σε μια άλλη, ανταλλάσσεται εργασία που εκτέλεσε η εργατική τάξη μιας χώρας Χ προς όφελος του κεφαλαίου της χώρας αυτής, με χρήμα που κατέχει το κεφάλαιο ή και η εργασία μιας άλλη χώρας Υ. Εάν η τιμή στην οποία πωλούνται τα παραγμένα εμπορεύματα ισούται, ή τείνει σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα να εξισωθεί, με μια υποθετική διεθνή τιμή παραγωγής, τότε δεν υπάρχει ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, και δε διαφέρει η ανταλλαγή αυτή με μια αντίστοιχη ανταλλαγή εντός της ίδιας χώρας (υπό την αίρεση της παραπάνω συζήτησης σχετικά με την ευρεία άνιση ανταλλαγή). Το κεφάλαιο της χώρας παραγωγού Χ απλά πραγματοποιεί την υπεραξία που παρήγαγε το εργατικό δυναμικό της χώρας αυτής, παρόλο που την αξιοποιεί με χρήμα της χώρας Υ που αγοράζει τα εμπορεύματα. Για να υπάρξει μεταφορά υπεραξίας, άνιση ανταλλαγή (με τη στενή έννοια) και μονοπωλιακό υπερκέρδος πρέπει να υπάρχει μια διαδικασία που οδηγεί στη συστηματική απόκλιση της τιμής αγοράς από την «ανταγωνιστική» τιμή παραγωγής. Συνήθως, αυτό συμβαίνει, όπως είδαμε, στη βάση μιας αποκλειστικής εκμετάλλευσης κάποιου παραγωγικού πόρου, είτε φυσικού (εύφορης γης, σπάνιων ορυκτών ή πηγών ενέργειας κοκ), είτε, πλέον, και κοινωνικού (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εμπορικά σήματα και δίκτυα[3] κοκ).

Όταν εξετάζουμε ειδικότερα τις διακρατικές ιμπεριαλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης, επιπλέον διάκριση μπορεί να γίνει σχετικά με την κρατική κυριαρχία που ασκείται επί του όποιου φυσικού ή κοινωνικού πόρου ή επί της κυκλοφορίας των πόρων αυτών ως εμπορευμάτων. Για τον φυσικό πόρο, βρίσκεται στην ίδια χώρα με το μονοπώλιο που τον εκμεταλλεύεται, ή κάποιο μονοπώλιο αντλεί μονοπωλιακό υπερκέρδος μέσω φυσικών πόρων ενός άλλου κράτους; Για τον κοινωνικό πόρο, πχ ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή εμπορικό σήμα, ασκείται διακρατική βία, είτε άμεσα στρατιωτική, είτε μέσω της απειλής αποκλεισμού από τη διεθνή αγορά (πχ μέσω θεσμών όπως ο ΠΟΕ), για τη διαιώνιση του προσπορισμού μονοπωλιακών υπερκερδών;

Όπως είδαμε παραπάνω, η πιο συνηθισμένη στρατηγική και σύγχρονη μορφή ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης που στηρίζεται στην εξαγωγή εμπορευμάτων είναι αυτή της υπεργολαβίας[4], δηλ. της αποκλειστικής και εξαιρετικά άνισης σχέσης των μονοπωλίων με εξωχώριους προμηθευτές ενδιάμεσων ή και τελικών εμπορευμάτων. Τότε, όντως, το αποτέλεσμα είναι η απόσπαση μονοπωλιακού υπερκέρδους, με την προϋπόθεση της αντίστοιχης ρύθμισης των τιμών των εμπορευμάτων αυτών, ώστε να επιτυγχάνεται η μεταφορά της επιπλέον υπεραξίας από τον υπεργολάβο κατασκευαστή και προμηθευτή που ασκεί την υπερεκμετάλλευση της εργασίας, στο μονοπωλιακό κεφάλαιο της εταιρείας που προμηθεύεται τα εμπορεύματα για να τα μεταπωλήσει με το εμπορικό της σήμα σε πολλαπλάσια τιμή[5]

Σχετικά με τα παραπάνω ερωτήματα, ο πιο εύκολος τρόπος να βγάλει κανείς ψευδή συμπεράσματα είναι με τη μη κριτική χρήση πλευρών της αστικής στατιστικής, όπως το συνολικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ)[6]. Πέραν του ότι, όταν δεν εξετάζεται κατά κεφαλήν, αποτυπώνει απλά διαφορές στον συνολικό πληθυσμό, ο υπολογισμός του ΑΕΠ αποκρύπτει τη διαφορά μεταξύ της παραγωγής υπεραξίας και της ιδιοποίησής της μέσω μιας πιθανά άνισης εμπορικής ανταλλαγής, και δε διακρίνει μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων.

 

Εξαγωγές κεφαλαίου

Στρεφόμαστε στις εξαγωγές κεφαλαίου τώρα.

Όταν εξάγονται κεφάλαια, σε τι δραστηριότητες επενδύονται; Η εξαγωγή κεφαλαίου μπορεί να έχει χαρακτήρα αποθησαυρισμού μιας τοπικής (φιλο-)μονοπωλιακής ολιγαρχίας, οπότε και επενδύεται χωρίς να φιλοδοξεί να επιφέρει ούτε καν το γενικό ποσοστό κέρδους, στη βάση απλά του εκάστοτε μέσου επιτοκίου. Ή μπορεί να πραγματοποιεί την περαιτέρω συγκεντροποίηση του κεφαλαίου μέσω συγχωνεύσεων, εξαγορών κοκ, μεταξύ μεγάλων μονοπωλίων των ιμπεριαλιστικών χωρών. Ή μπορεί απλά να σκοπεύει στην αποφυγή της φορολόγησης και να επιστρέφει στην ίδια τη χώρα προέλευσης ως δήθεν εισροή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ), όταν ένα κράτος θεσμοθετεί προνόμια για το ξένο κεφάλαιο.

Αντίθετα, εάν επενδύεται σε παραγωγικές δραστηριότητες στο εξωτερικό για να επωφεληθεί της φτηνής εργασίας, ή κάποιου σπάνιου φυσικού πόρου, με την ίδρυση ή εξαγορά θυγατρικών, και με την προϋπόθεση και πάλι ότι η επιπλέον υπεραξία θα συσσωρευθεί κυρίως στη μητρική εταιρεία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πχ μέσω της επί τούτου τιμολόγησης των ενδο-εταιρικών συναλλαγών, τότε, ναι, έχουμε ένα φαινόμενο ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης.

Ειδικότερα, όταν μια χώρα εκτελεί έργα υποδομής σε μια άλλη, ή εκμεταλλεύεται φυσικούς πόρους μιας άλλης μέσω διακρατικών συμφωνιών, πρέπει να εξετάζονται οι όροι με τους οποίους συμβαίνει αυτό, ο ακριβής τρόπος που μπορεί να οδηγήσει αυτό στη μεταφορά υπεραξίας και στην απόσπαση υπερκέρδους. Όταν εμπλέκονται διακρατικές συμφωνίες, άλλωστε, δεν κυριαρχεί απαραίτητα ως κίνητρο το βραχυπρόθεσμο κέρδος, αλλά μπορεί να επιδιώκεται ένα άλλο, πιο μακροπρόθεσμο όφελος, πχ από την ανάπτυξη μιας νέας αγοράς, ή τη δημιουργία νέων εμπορικών δρόμων και δικτύων, τη μεταφορά τεχνογνωσίας, ή και η διαμόρφωση συμμαχιών με κύριο σκοπό τη γεωπολιτική, εθνική ασφάλεια, δηλ. τη διατήρηση της εξουσίας του εθνικού κεφαλαίου στην ίδια την επικράτεια του εθνικού του κράτους κοκ.

Επομένως, ούτε και η αναφορά γενικά και αόριστα σε στατιστικά ΑΞΕ[7] αρκεί για να δοθεί η πραγματική εικόνα της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, ειδικά όταν και αυτές δίνονται σε απόλυτα μεγέθη και όχι κατά κεφαλήν, ή, έστω, σε σύγκριση με το ΑΕΠ της κάθε χώρας.

 

Η ουσία των ιμπεριαλιστικών διακρατικών σχέσεων

Επιπλέον, ούτε οι στοιχειώδεις εμπειρικά παρατηρήσιμες μονοπωλιακές ή ιμπεριαλιστικές πρακτικές εκμετάλλευσης και καταπίεσης αρκούν για να κατανοήσουμε τη συνολική συσσώρευση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, και τη θέση της κάθε χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Πόσο μάλλον όταν οι πιο σκληρές από αυτές τις πρακτικές εκμετάλλευσης και καταπίεσης (υπερεκμετάλλευση εργασίας αλλά και της φύσης, καταπιεστικά πολιτικά καθεστώτα κοκ), κατά κανόνα λαμβάνουν χώρα σε χώρες που διαφέρουν από τις χώρες εκείνες, στις οποίες τελικά συσσωρεύεται προνομιακά το μονοπωλιακό κεφάλαιο και συγκεντρώνεται η μονοπωλιακή και ιμπεριαλιστική ισχύς.

Εν τέλει, σχεδόν όλες οι καπιταλιστικές χώρες, ακόμη και οι μικρότερες, χαρακτηρίζονται από κυριαρχία ξένων ή ντόπιων μονοπωλίων (και – μετοχικών – συνδυασμών τους), μπορεί να συμμετάσχουν στην μία ή άλλη ιμπεριαλιστική επέμβαση, είτε κατά μόνας, είτε σε συμμαχία με άλλες χώρες, ή και υπό την ηγεμονία μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης, εξάγουν κεφάλαια, λίγο ή πολύ, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, κοκ. Ο συλλογισμός αυτός θα οδηγούσε στο να δεχτούμε ότι όλες οι καπιταλιστικές χώρες είναι ιμπεριαλιστικές στον έναν ή στον άλλο βαθμό, προσεγγίζοντας τη θέση του ΚΚΕ και του ΝΑΡ, στις οποίες αναφερθήκαμε στην Εισαγωγή (Μέρος Α΄).

Σε αυτήν την περίπτωση, η όποια διάκριση καταντά, είτε καθαρά ποσοτική, και μάλιστα σε απόλυτα μεγέθη («μεγάλες, μεσαίες, μικρές, καπιταλιστικές δυνάμεις»), είτε προκύπτει θέτοντας αυθαίρετα, κάποιο υποκειμενικό όριο, όταν και αθροίζονται ποιοτικά διαφορετικές ποσότητες (μονοπώλια, στρατός, πυρηνικά όπλα, ΑΕΠ, ΑΞΕ κοκ) μέχρι κάποια στιγμή η ποσότητα να μετατραπεί – υποτίθεται – σε νέα ποιότητα, οπότε και μας προκύπτουν οι «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις»… Η κριτική αυτή ισχύει, είτε το επιχείρημα ρέπει προς τον οικονομισμό (εξετάζονται προνομιακά το μέγεθος και η κυριαρχία των μονοπωλίων, κυρίως από το ΚΚΕ), είτε προς το πολιτικό φαινόμενο (εξετάζονται προνομιακά η κρατική και στρατιωτική ισχύς, τα πυρηνικά, η συμμετοχή σε πολέμους, κοκ, κυρίως από την αλτουσεριανή σχολή), είτε η «μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα» περνάει σχεδόν αδιάφορη (από το ΝΑΡ).

Εμείς, αντίθετα, επιλέγουμε να συνάγουμε την ποιοτική διάκριση του ιμπεριαλιστικού κράτους από την ουσία των διακρατικών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να προτείνουμε και ένα ενιαίο μέτρο της «ιμπεριαλιστικότητας», κατά αναλογία με το μέτρο της ταξικής εκμετάλλευσης, το ποσοστό υπεραξίας. Αυτό το μέτρο μας επιτρέπει να κατατάξουμε τις χώρες σε ιμπεριαλιστικές, εκμεταλλευτικές δυνάμεις, και μη ιμπεριαλιστικές χώρες, εξαρτημένες[8], καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες στον έναν ή στον άλλο βαθμό, με αντικειμενικό, και σχετικά …αβίαστο, τρόπο, απαλλαγμένο δηλ. από σκοπιμότητες κάθε είδους…

Οι βασικές παραδοχές μας είναι οι εξής:

  1. Η ουσία των διακρατικών σχέσεων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα συνίσταται στον ανταγωνισμό κάθε καπιταλιστικού κράτους με όλα τα άλλα προκειμένου το εθνικό συνολικό κεφάλαιο να αναπαραχθεί με προνομιακούς όρους σε σχέση με τα ανταγωνιστικά εθνικά συνολικά κεφάλαια των άλλων κρατών. Οι προνομιακοί όροι αντιστοιχούν σε μια όσο το δυνατόν πιο ασφαλή, αδιάκοπη, αναπαραγωγή, με ένα όσο το δυνατόν πιο υψηλό εθνικό ποσοστό κέρδους.
  2. Στην εποχή του ιμπεριαλιστικού, κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια προνομιακή αναπαραγωγή του εθνικού κεφαλαίου, χωρίς να βασίζεται κυρίαρχα στο μονοπωλιακό υπερκέρδος, και τις αντίστοιχες πρακτικές εκμετάλλευσης της εργασίας που αντιστοιχούν σε αυτό (βλ. Μέρος Β΄).
  3. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το μέτρο της ιμπεριαλιστικής ισχύος είναι το κατά πόσο το εθνικό συνολικό κεφάλαιο ενός κράτους αναπαράγεται μέσω μεταφορών αξίας και μονοπωλιακών υπερκερδών από παραγωγικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε άλλα κράτη, δηλ. κατά πόσο αναπαράγεται, εν τέλει, εις βάρος της αναπαραγωγής των ανταγωνιστικών εθνικών συνολικών κεφαλαίων. Συνεπώς, πρέπει να εξετάζεται το συνολικό, αθροιστικό αποτέλεσμα των διεθνών μεταφορών αξίας με κόμβο κάθε συγκεκριμένη εθνική οικονομία, για να συναχθεί το τελικό αποτέλεσμα στην αναπαραγωγή του κάθε εθνικού συνολικού κεφαλαίου, εάν είναι θετικό (δηλ. επωφελείται τελικά από αυτές), ή αρνητικό (δηλ. ζημιώνεται τελικά από αυτές), ή με άλλα λόγια, εάν μια χώρα «ληστεύει» τελικά τον υπόλοιπο κόσμο, ή «ληστεύεται» από αυτόν…
  4. Εν τέλει, ιμπεριαλιστική[9] είναι η χώρα που ασκεί στη διεθνή σφαίρα με ιδιαίτερη επιτυχία έναντι των ανταγωνιστών της το παρακάτω κύκλωμα αναπαραγωγής του μονοπωλιακού κεφαλαίου, με σημείο αναφοράς, πλέον, το εθνικό συνολικό κεφάλαιο και το εθνικό, αστικό κράτος:
    Χρήμα και μονοπωλιακή, ιμπεριαλιστική, κρατική ισχύς -> Μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη -> …Μη παραγωγική υπηρεσία ή κρατική, στρατιωτική λειτουργία… -> Νέο χρήμα μεγαλύτερο από το αρχικό, επαυξημένο από μονοπωλιακά υπερκέρδη μέσω ενός συνολικά θετικού ισοζυγίου διεθνών μεταφορών υπεραξίας και νέα, επαυξημένη, μονοπωλιακή, ιμπεριαλιστική, κρατική ισχύς.
    Δεν αρκεί η ύπαρξη μονοπωλίων, ή στρατού, πυρηνικών όπλων κοκ, αλλά πρέπει να συνδυάζονται ώστε το ένα να αναπαράγει το άλλο, χάρις στην εκμετάλλευση ενός μεγάλου μέρους του κόσμου.

Ο ορισμός αυτός οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεν μπορούν να είναι πολλές[10], διότι για να έχει ένα εθνικό συνολικό κεφάλαιο – συστηματικά – ένα σημαντικά θετικό συνολικό ισοζύγιο στις διεθνείς του συναλλαγές, χρειάζεται να ευνοείται από θετικά ισοζύγια στις σχέσεις του με έναν ελάχιστο αριθμό άλλων χωρών, αποσπώντας από την καθεμιά ένα – σχετικά μικρό – μέρος της αξίας που παράγεται σε αυτές, και τα θετικά αυτά ισοζύγια πρέπει, αθροιζόμενα, να υπερβαίνουν τυχόν αρνητικά ισοζύγια με άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες.

Γίνεται, ελπίζουμε, αντιληπτό γιατί οι ιμπεριαλιστικές και οι εκμεταλλευόμενες χώρες συνιστούν διαλεκτικές κατηγορίες, καθώς αναπαράγονται και διακρίνονται η μία από την άλλη μόνο εντός της μεταξύ τους ανταγωνιστικής σχέσης για την ιδιοποίηση της συνολικής υπεραξίας που παράγεται διεθνώς. Δεν μπορούν να υπάρξουν ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, εάν δεν εκμεταλλεύονται τις μη ιμπεριαλιστικές, δηλ. δεν μπορούν να υπάρξουν χώρες που αναπαράγονται εις βάρος των άλλων, μέσω θετικών μεταφορών υπεραξίας, αν δεν υπάρξουν οι χώρες οι οποίες «ληστεύονται» από τις πρώτες, και υποφέρουν από συνολικά αρνητικές μεταφορές υπεραξίας, αναπαράγοντας τον διαχωρισμό τους, την υποσυσσώρευση και υποανάπτυξη ή ανισομερή, εξαρτημένη ανάπτυξη[11] των τελευταίων κοκ.

 

Μέτρα ιμπεριαλιστικής ισχύος

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να ορίσουμε δύο μέτρα της ιμπεριαλιστικής ισχύος, ένα μέτρο συνεχούς «ροής» και ένα μέτρο ιστορικής συσσώρευσης. Το πρώτο είναι το ισοζύγιο μεταφορών αξίας κάθε εθνικού συνολικού κεφαλαίου με όλα τα άλλα. Το δεύτερο είναι η συνολική συσσώρευση του κεφαλαίου, όχι μόνο εντός, όσο κυρίως, εκτός της εδαφικής του επικράτειας, με τη μορφή περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό. Τα μέτρα αυτά είναι κοινά ως προς την ουσία τους, το χρήμα, δηλ. τη συσσωρευμένη αξία, τη συσσωρευμένη αντικειμενοποιημένη κοινωνική εργασία των εργαζομένων απανταχού στον κόσμο. Δεν αθροίζουμε πορτοκάλια με αυτοκίνητα, ή μονοπώλια με πυρηνικά όπλα. Τα ποσοτικά αυτά μέτρα μπορούν να διακρίνουν με αντικειμενικό τρόπο τις ιμπεριαλιστικές από τις μη ιμπεριαλιστικές χώρες, ως συνολικό αποτέλεσμα σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια.

Επιπλέον, όταν εξετάζουμε τις δυναμικές τάσεις αναδιατάξεων της θέσης των χωρών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, είτε γενικά, είτε επικεντρώνοντας σε συγκεκριμένες χώρες, χρειάζεται να εξετάζουμε και τις μεμονωμένες πρακτικές ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης που ασκεί η κάθε μια από αυτές, τη βαρύτητά τους σε σχέση με αυτές των ανταγωνιστών τους, τις ιστορικές δυνατότητες που φέρουν για την τυχόν ανάδειξη νέων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, εις βάρος των υπαρχόντων. Τότε έχουν και μεγαλύτερη σημασία οι διευκρινήσεις ποιοτικού τύπου που καταθέσαμε στην αρχή αυτής της παραγράφου, και αναδεικνύεται η ανάγκη για συγκεκριμένη, εμπειρική έρευνα.

 

Σύνοψη Μερών Β΄ και Γ΄

  • Διευκρινίσαμε και ορίσαμε τις έννοιες του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, ως το κρατικο-μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, στη σύγχρονη φάση του της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής, και του αντίστοιχου καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, αναδεικνύοντας την ιδιαιτερότητα των ιμπεριαλιστικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής της υπεραξίας στη διεθνή αγορά, αλλά και της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.
  • Μπορούμε, πλέον, να αντιληφθούμε το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα στη σύγχρονη εποχή ως ένα σύστημα σχέσεων που είναι ταυτόχρονα εθνικές και ταξικές. Δεν ανταγωνίζονται αφηρημένα μια παγκόσμια εργασία με ένα παγκόσμιο κεφάλαιο, ώστε το κράτος να μπορεί να αφαιρεθεί από τη θεωρητική αναπαράσταση του ΚΤΠ, αλλά εθνικές αστικές τάξεις και εθνικές εργατικές τάξεις, και ο ανταγωνισμός τους διαμεσολαβείται από τις διακρατικές σχέσεις. Ορίσαμε τις σχέσεις μεταξύ των εθνικών κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών και των αντίστοιχων κρατών, στη βάση της ουσίας των ανταγωνιστικών αυτών σχέσεων μεταξύ των εθνικών αυτών τάξεων.
  • Διαπιστώσαμε ότι, όπως αναπαράγεται η ταξική διαφοροποίηση μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, αναπαράγεται και μία άλλη, μεταξύ ιμπεριαλιστικών, και εξαρτημένων, δηλ. υπό καταπίεση και εκμετάλλευση, εθνικών κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών και κρατών, ως σχέση παραγωγής στη διεθνή αγορά διαμεσολαβημένη από τις διακρατικές σχέσεις[12]. Η διαφοροποίηση δεν είναι αδιάφορη ούτε για το εθνικό κεφάλαιο, το οποίο επωφελείται ή υποφέρει από μεταφορές υπεραξίας στη σφαίρα της διανομής, ούτε για την εργασία, η οποία επωφελείται ή υποφέρει από μικρότερη ή μεγαλύτερη εκμετάλλευση, από ευνοϊκότερη αναπαραγωγή ως πιο σύνθετη και ακριβή εργασιακή δύναμη, ή, αντίθετα, από απόλυτη εξαθλίωση, έως και φυσική εξάντληση, ως υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη.

Στο Μέρος Δ΄ θα ελέγξουμε εμπειρικά τη θεωρητική μας θέση, και θα εστιάσουμε στην κριτική της φιλολογίας περί της ανάδειξης της Ρωσίας και της Κίνας σε νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στη συνέχεια θα καταλήξουμε σε συμπεράσματα για τη σύγχρονη ιστορική συγκυρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

 

 

Σημειώσεις

 

[1] Μαρξ Κ. (1978). Το Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος ΙΙΙ. μετ. Π. Μαυρομάτης. Σύγχρονη Εποχή (‘Κεφάλαιο Γ ́’ στο εξής),, Κεφ. 14. Αιτίες που αντιδρούν, σελ. 300, όπου καταγράφεται το εξωτερικό εμπόριο στις αντίρροπες τάσεις στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους:

«Κεφάλαια, που είναι τοποθετημένα στο εξωτερικό εμπόριο, μπορούν να αποφέρουν υψηλότερο ποσοστό κέρδους, πρώτο, γιατί εδώ γίνεται συναγωνισμός με εμπορεύματα, που παράγονται από χώρες με μικρότερες ευκολίες παραγωγής, έτσι που η πιο προοδευμένη χώρα πουλάει τα εμπορεύματά της πάνω από την αξία τους, μ’ όλο που τα πουλάει πιο φτηνά από των συναγωνιζόμενων χωρών. Το ποσοστό του κέρδους ανεβαίνει, εφόσον η εργασία της πιο προοδευμένης χώρας αξιοποιείται εδώ σαν εργασία μεγαλύτερου ειδικού βάρους, ανεβαίνει το ποσοστό του κέρδους, γιατί η εργασία, που πληρώνεται όχι σαν ποιοτικά ανώτερη εργασία, πουλιέται σαν τέτοια. Το ίδιο πράγμα μπορεί να συμβεί και με τη χώρα, στην οποία στέλνονται εμπορεύματα και από την οποία προμηθεύονται εμπορεύματα. Μπορεί δηλαδή η χώρα αυτή να δίνει in natura περισσότερη υλοποιημένη εργασία από όση παίρνει, παρ’ όλο που παίρνει το εμπόρευμα πιο φτηνά από ό, τι θα μπορούσε να το παραγάγει η ίδια. Ακριβώς, όπως ο εργοστασιάρχης, που χρησιμοποιεί μια νέα εφεύρεση προτού γενικευθεί η χρησιμοποίησή της πουλάει πιο φτηνά από τους άλλους, που τον συναγωνίζονται και που ωστόσο πουλάει το εμπόρευμά του πάνω από την ατομική του αξία, δηλαδή αξιοποιεί σαν υπερεργασία την ειδικά μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη της εργασίας που χρησιμοποιεί. Πραγματοποιεί έτσι ένα πρόσθετο κέρδος.»

Εδώ βλέπουμε ότι η ευρεία άνιση ανταλλαγή συνιστά ανταλλαγή άνισων ποσών εργασίας, αλλά όχι άνισων ποσών αξίας, ενώ ο Μαρξ την παρομοιάζει με την κατάσταση που παρουσιάζεται στον ενδοκλαδικό ανταγωνισμό όταν ένας καπιταλιστής καταφέρνει να είναι πιο παραγωγικός από τους ανταγωνιστές του. Η διαφορά είναι, όμως, όπως σχολιάζει σχετικά ο Ricci στο Ricci, A. (2021). Value and unequal exchange in international trade: The geography of global capitalist exploitation. Routledge, ότι σε αντίθεση με το συγκυριακό της αυξημένης παραγωγικότητας ενός ατομικού καπιταλιστή έναντι των ανταγωνιστών του, το πλεονέκτημα μέσης παραγωγικότητας μιας χώρας έναντι μιας άλλης τείνει να είναι δομικό, και συστηματικά αναπαραγόμενο, ακόμη και χωρίς τη δράση των μονοπωλίων:

«Σε αυτό το σημαντικό παράθεμα, δύο πτυχές χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Πρώτον, η οιονεί πρόσοδος της πιο παραγωγικής επιχείρησης σε έναν κλάδο αντιπροσωπεύει μια προσωρινή κατάσταση, η οποία διαρκεί έως ότου η καινοτομία εξαπλωθεί και γίνει η συνήθης τεχνική παραγωγής του κλάδου (‘γενικευθεί η χρησιμοποίησή της’). Αντίθετα, […] το πλεονέκτημα της πιο παραγωγικής χώρας είναι ένα μακροχρόνιο φαινόμενο, το οποίο θα μπορούσε να εξαφανιστεί μόνο όταν εξαλειφθούν οι διαφορές στην οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των χωρών. Εφόσον, όμως, στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία υπάρχουν μηχανισμοί κυκλικής και σωρευτικής αιτιότητας, οι οποίοι αναπαράγουν συνεχώς τις διαφορές στην οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των χωρών, το φαινόμενο της άνισης ανταλλαγής αναπαράγεται και το ίδιο συνεχώς, αποτελώντας έτσι ένα συνηθισμένο και μόνιμο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας αγοράς. Δεύτερον, ο Μαρξ σημειώνει ότι το διεθνές εμπόριο παραμένει αμοιβαία επωφελές για όλες τις συμμετέχουσες χώρες, παρά τις μεταβιβάσεις αξίας που συνεπάγεται. Αυτό είναι σύμφωνο με ένα άλλο χωρίο, στο οποίο ο Μαρξ αναφέρει ότι η εκμεταλλευόμενη χώρα εξακολουθεί να επωφελείται από το διεθνές εμπόριο: “(Τ)η πλουσιότερη χώρα εκμεταλλεύεται τη φτωχότερη, ακόμη και όταν η τελευταία κερδίζει από την ανταλλαγή” (Marx, MTSV, 803). Αυτές οι παρατηρήσεις δείχνουν πώς ο Μαρξ θεωρούσε την άνιση ανταλλαγή ως ένα συνηθισμένο φαινόμενο του διεθνούς εμπορίου μεταξύ καπιταλιστικών χωρών. Στην πραγματικότητα, η άνιση ανταλλαγή προκύπτει από τη φυσιολογική λειτουργία του νόμου της αξίας σε διεθνές επίπεδο και, ως τέτοια, υπάρχει σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού της αγοράς, όπου το εμπόριο απορρέει από την ελεύθερη βούληση των εταίρων στη βάση ενός αμοιβαίου οφέλους ή μιας κατάστασης ανάγκης που δεν μπορεί να ξεπεραστεί διαφορετικά.»

[2] Συνεχίζοντας το παράθεμα της παραπάνω σημ. 1, από το ‘Κεφάλαιο Γ΄’, Κεφ. 14. Αιτίες που αντιδρούν, σελ. 300:

«Από την άλλη, όσον αφορά τα κεφάλαια, που έχουν επενδυθεί σε αποικίες κλπ, μπορούν να αποφέρουν υψηλότερα ποσοστά κέρδους, γιατί εκεί, λόγω του χαμηλότερου επιπέδου ανάπτυξης, το ποσοστό του κέρδους στέκει γενικά πιο ψηλά, όπως επίσης στέκει πιο ψηλά και ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας όταν χρησιμοποιούν δούλους, κούλι κλπ.»

Εδώ περνάμε πλέον από την ευρεία, στη στενή έννοια της άνισης ανταλλαγής, στο σημείο που περνάμε από τις διαφορές στο επίπεδο ανάπτυξης (δηλ. οργανική σύνθεση κεφαλαίου), στις διαφορές στον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας.

[3] Βλ. χαρακτηριστικά στο Για τους όρους της αφηρημένης εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή, μετ. Δ. Περδίκης, από τις σελ. 95-100:

«Ένα σχέδιο, μια εφεύρεση, ένα πρωτότυπο έργο, μια ιδέα, κοκ, μπορεί να ειπωθεί ότι είναι μια δημιουργική δραστηριότητα η οποία απαιτεί εξαιρετική πρωτοτυπία. Επειδή δεν έχει μια αντικειμενικά απαλλοτριώσιμη μορφή (δεν είναι κατάλληλο για να προσφερθεί προς πώληση από μόνο του), αυτό το είδος έργου γίνεται εμπόρευμα μόνο με δύο τρόπους: είτε σε μια μορφή διπλώματος ευρεσιτεχνίας (πατέντας), ή σε συνδυασμό με άλλες φυσικές εργασίες. Στην πρώτη περίπτωση, όταν παρέχεται ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή μια νομική προστασία, το δημιουργικό έργο δεν είναι πια ένα κοινό εμπόρευμα, αλλά ένα είδος κεφαλαίου, ένα είδος πλασματικού κεφαλαίου, όπως η γη, το οποίο βασίζεται σε νομική προστασία. Έργα τέχνης και εξαιρετικά πρωτότυπες ιδέες είναι τέτοιες περιπτώσεις.»

Το γιατί τα αποτελέσματα της επιστήμης, ή και άλλων, δημιουργικών εργασιών, δεν μπορούν να αποτιμηθούν στη βάση της εργασιακής θεωρίας της αξίας αν δεν ενσωματωθούν σε εμπορεύματα, είτε μέσα παραγωγής, είτε κατανάλωσης, και γιατί επομένως λειτουργούν ως πλασματικό κεφάλαιο αν κυκλοφορήσουν ως νομικοί τίτλοι δικαιωμάτων αποκλειστικής χρήσης, διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή εμπορικά σήματα, το εξηγεί ο Μαρξ, με βάση τον ρόλο που έπαιζε η επιστήμη στην καπιταλιστική παραγωγή της εποχής του.

Αντιγράφουμε από το Μαρξ Κ. (1984). Θεωρίες για την υπεραξία, Μέρος Πρώτο, Σύγχρονη Εποχή, μετ. Π. Μαυρομμάτη, απόσπασμα Ο Χομπς για τον οικονομικό ρόλο της επιστήμης, για την εργασία και την αξία, στα Παραρτήματα, σελ. 391:

«Το προϊόν της πνευματικής εργασίας – η επιστήμη – εκτιμάται πάντα πολύ κάτω από την αξία της. Γιατί ο χρόνος εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της δε βρίσκεται σε καμία αντιστοιχία με τον χρόνο εργασίας, που απαιτείται για την πρωταρχική παραγωγής της. Λογουχάρη, τη θεωρία του διώνυμου μπορεί οποιοσδήποτε μαθητής να τη μάθει σε μια ώρα»

Παρομοίως στο Μαρξ Κ. (2002). Το Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος Ι. μετ. Π. Μαυρομάτης. Σύγχρονη Εποχή (στο εξής ‘Κεφάλαιο Α΄’), Κεφ. 13 Μηχανήματα και μεγάλη βιομηχανία, σελ. 401:

«Και ό, τι γίνεται με τις φυσικές δυνάμεις, το ίδιο γίνεται και με την επιστήμη. Όταν έχει πια ανακαλυφθεί, δε στοιχίζει ούτε πεντάρα ο νόμος για την παρέκκλιση της μαγνητικής βελόνας στο πεδίο δράσης ενός ηλεκτρικού ρεύματος ή για την παραγωγή μαγνητισμού στο σίδερο που γύρω του κυκλοφορεί ηλεκτρικό ρεύμα.»

Επίσης, για μια παρόμοια άποψη σχετικά με το αξιακό περιεχόμενο των λεγόμενων «γνωστικών» ή «πληροφοριακών» εμπορευμάτων, βλ. Rigi J. (2014). Θεμελίωση μιας Μαρξιστικής Θεωρίας για την Πολιτική Οικονομία της Πληροφορίας: Εμπορικά Μυστικά και Πνευματική Ιδιοκτησία, η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας και η Εξαγωγή Φορο-Προσόδου. tripleC 12(2): 909-936, μετ. Δ. Περδίκης, όπως και στα παρακάτω άρθρα:

Rotta, TN & Teixeira, RA (2018). The commodification of knowledge and information. The Oxford Handbook of Karl Marx. Eds. Vidal, M.; Smith, T.; Rotta, T.

Zeller, C. (2007). From the gene to the globe: Extracting rents based on intellectual property monopolies. Review of International Political Economy, 15(1), 86-115.

Jeon, H. (2018). Knowledge and contemporary capitalism in light of Marx’s value theory (Doctoral dissertation, SOAS University of London).

Αντίθετα, για μια άποψη κριτική στις θέσεις των συγγραφέων αυτών, βλ. Starosta, G. (2012). Cognitive commodities and the value-form. Science & Society, 76(3), 365-392.

Το κέντρο της αντιπαράθεσης περιστρέφεται γύρω από τον μαρξικό ορισμό της αξίας ενός εμπορεύματος ως το κόστος αναπαραγωγής του, δηλ. την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για την αναπαραγωγή του σε κάθε δεδομένη στιγμή. Εφόσον η παραγωγή των πρωτότυπων προϊόντων της δημιουργικής εργασίας δεν μπορεί να επαναληφθεί, αν και εφόσον πάρουν την εμπορευματική μορφή από μόνα τους, η αξία τους δεν μπορεί να καθοριστεί αντικειμενικά. Απουσία της νομικής κατοχύρωσης της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα προϊόντα αυτά μπορούν να αντιγραφούν με ασήμαντο κόστος σε σχέση με την αρχική παραγωγή τους. Είναι αυτό το κόστος αντιγραφής που καθορίζει την πραγματική αξία των εμπορευμάτων αυτών, και όχι η πλασματική αξία που τους αποδίδεται λόγω της νομικά κατοχυρωμένης μονοπώλησής τους.

Τέλος, βλ. και το Steal this Idea. Intellectual property rights and the corporate confiscation of creativity, Michael Perelman, Palgrave Macmillan, 2002.

[4] Smith, J (2010) Imperialism & the Globalisation of Production. Thesis. University of Sheffield, (‘Smith 2010’ στο εξής), Κεφάλαιο 6.4 Οι υπεργολαβίες ξεπερνώντας τις υπεράκτιες δραστηριότητες, σελ. 233-240, στο:

«Η προτίμηση για υπεργολαβία είναι ιδιαίτερα έντονη στις βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας, κυρίως εκείνες που παράγουν καταναλωτικά αγαθά, ενώ η εξωτερική ανάθεση της παραγωγής σε βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας είναι πιθανότερο να παραμείνει εσωτερική […] Ένας λόγος για τον οποίο η εξωτερική ανάθεση μπορεί να είναι πιο κερδοφόρος είναι ότι, όπως σημειώνει ο Martin Wolf, ‘οι πολυεθνικές πληρώνουν περισσότερο – και φέρονται καλύτερα στους εργαζομένους τους από τις τοπικές επιχειρήσεις’, η μεταφορά της παραγωγής σε ανεξάρτητες τοπικές επιχειρήσεις συνεπάγεται συνεπώς μείωση του κόστους εργασίας. Ένα ακόμη κίνητρο για «αποκαθετοποίηση» είναι το γεγονός ότι η υπεργολαβία σημαίνει επίσης ‘καθαρά χέρια’ – η εταιρεία υπεργολάβος «εξωτερικεύει» όχι μόνο τον επιχειρηματικό κίνδυνο και τις παραγωγικές διαδικασίες χαμηλής «προστιθέμενης αξίας», αλλά και την άμεση ευθύνη για τη ρύπανση, τους μισθούς πείνας και την καταστολή των συνδικάτων. Εν τέλει το καθοριστικό είναι η επίδρασή της στα κέρδη και τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων των πολυεθνικών. Οι πολυεθνικές προτιμούν όλο και περισσότερο να «εξωτερικοποιούν» τις δραστηριότητές τους, επειδή αναγκάζοντας τους παραγωγούς σε οξυμένο ανταγωνισμό μεταξύ τους είναι ένας αποτελεσματικότερος τρόπος για να μειωθούν οι μισθοί και να εντατικοποιηθεί η εργασία παρά να γίνει αυτό εσωτερικά μέσω διορισμένων διαχειριστών. Ένα άλλο ισχυρό κίνητρο που ευνοεί τις υπεργολαβίες είναι ότι επιτρέπουν στις πολυεθνικές να εκφορτώσουν μεγάλο μέρος του κόστους και των κινδύνων που συνδέονται με διακυμάνσεις της ζήτησης και με μεγαλύτερες διαταραχές στις παγκόσμιες αγορές. Το κύμα των υπεργολαβιών καθοδηγείται από την επιθυμία να μειωθεί το κόστος, να εξωτερικευθεί ο κίνδυνος και να επικεντρωθούν οι ανταγωνιστικές πιέσεις στους ανεξάρτητους παραγωγούς στο νότιο άκρο της αλυσίδας. Σε αντίθεση με τις άμεσες ξένες επενδύσεις, η σχέση υπεργολαβίας δεν συνεπάγεται καμία ροή κεφαλαίων Β-Ν. Η επιχείρηση που αναθέτει την υπεργολαβία είναι ελεύθερη να επικεντρωθεί στον ‘πυρήνα των ικανοτήτων’ της, οι οποίες […] συχνά συνεπάγονται το να μην κατασκευάζουν στην πραγματικότητα τίποτα, και στο να εκτρέψει τα επενδυτικά κεφάλαια σε αυτό που οι Silver et al. αποκαλούν ‘χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και κερδοσκοπικές συναλλαγές’. Με άλλα λόγια, τα αυξημένα κέρδη που επιστρέφονται από υπεργολαβία δεν επενδύονται στην παραγωγή ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό και μπορούν να αφιερωθούν αποκλειστικά στη χρηματοπιστωτική μηχανική με στόχο την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και την κερδοσκοπία, τροφοδοτώντας τη ‘χρηματιστικοποίηση’ των ιμπεριαλιστικών οικονομιών.»

[5] Μεταφράζουμε ενδεικτικά για το χαρακτηριστικό παράδειγμα της Apple και της Foxconn από το King ST. (2018). Lenin’s Theory of Imperialism Today: The Global Divide between Monopoly and Non-Monopoly Capital. Doctor of Philosophy Centre for Strategic Economic Studies, Victoria University, Melbourne:

«Ένα παράδειγμα της παγκοσμιοποιημένης ιεραρχικής εξειδίκευσης που εξετάζεται από τους συγγραφείς των ΔΑΑ (Σ.τ.Μ., Διεθνείς Αλυσίδες Αξίας Αλυσίδες, Global Value Changes, GVC) […] είναι η σχέση μεταξύ της Apple και των εργολάβων της. Η Apple, με έδρα την Καλιφόρνια, είναι μια μη κατασκευαστική εταιρεία που συχνά κατατάσσεται ως η πιο κερδοφόρα πολυεθνική εταιρεία στον κόσμο. Αναθέτει την άμεση παραγωγή ως επί το πλείστον στη Foxconn, μια γιγαντιαία εταιρεία με έδρα την Ταϊβάν. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα έρευνας για ένα προϊόν της Apple, οι Milberg και Winkler δείχνουν ότι το 2010, η Apple εισήγαγε ολοκληρωμένα iPhones προς 179 δολάρια το καθένα από την Foxconn στην Κίνα και τα πωλούσε προς 600 δολάρια στη λιανική αγορά των ΗΠΑ. Συνολικά οι εξαγωγές iPhone από την Κίνα προς τις ΗΠΑ το 2009 ήταν 2 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το εισόδημα που έλαβαν η κινεζική εργασία και το κινεζικό κεφάλια από το σύνολο αυτό ήταν μόλις 73,3 εκατομμύρια δολάρια ή 3,6%.

Εξετάζοντας την αντίστοιχη κερδοφορία των δύο εταιρειών, μέχρι το 2014 η Foxconn κέρδισε 3,6 δισ. δολάρια κέρδη για περιουσιακά στοιχεία ύψους 78 δισ. δολαρίων (4,6% απόδοση του ενεργητικού –RoA, Σ.τ.Μ., Return on Assets). Τα κέρδη 37 δισ. δολαρίων της Apple

εκείνο το έτος προήλθαν από 207 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία – 18% RoA – τέσσερις φορές υψηλότερο από ό,τι η

Foxconn. Η Foxconn απασχολούσε περίπου 1,3 εκατομμύρια εργαζόμενους το 2014, δίνοντάς της κέρδος 2.768 δολάρια ανά εργαζόμενο που απασχολούσε. Οι 80.000 εργαζόμενοι της Apple απέφεραν στην εταιρεία 463.000 δολάρια κέρδος ανά εργαζόμενο, ή περίπου 167 φορές περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για κέρδος της εταιρείας ανά εργαζόμενο. Το πολύ διαφορετικό εισόδημα των ίδιων των εργαζομένων της Foxconn και της Apple αντιπροσωπεύει μια ακόμη τεράστια διαφορά.»

Ενδιαφέρον έχει ότι αυτή η πραγματικότητα είναι τόσο δύσκολο να αγνοηθεί εμπειρικά, ώστε οι «δογματικά ορθόδοξοι» μαρξιστές που αρνούνται να παραδεχθούν την κεντρικότητα του μονοπωλίου στη σύγχρονη, διεθνή οικονομία, επιλέγουν να ταυτίζουν τα μονοπώλια, στην πράξη συνήθως ολιγοπώλια, με τα λεγόμενα ρυθμιστικά κεφάλαια, δηλ. τα κεφάλαια που σε κάθε ιστορική συγκυρία εφαρμόζουν την επικρατούσα (συνήθως πιο παραγωγική) τεχνική παραγωγής σε κάθε κλάδο, και αποτελούν επομένως τα κεφάλαια που συμμετέχουν ενεργά στην τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους του κλάδου με το γενικό της – παγκόσμιας σε αυτήν την περίπτωση – κοινωνίας. Το πλήθος των υπολοίπων κεφαλαίων του κλάδου, τότε, υποτίθεται ότι αναπαράγονται με ένα χαμηλότερο ποσοστό κέρδους λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας, δηλ. λόγω χαμηλότερης παραγωγικότητας… Οι μαρξιστές αυτοί παραβλέπουν τη δράση της αποκλειστικής, μονοπωλιακής χρήσης της τεχνολογίας ή φυσικών πόρων από τα μονοπωλιακά κεφάλαια αυτά, ή τη θεωρούν ως ένα απλό επιφαινόμενο. Ειδικότερα, παραβλέπουν την κατάληξη της δράσης αυτής σε έναν διεθνή καταμερισμό εργασίας (βλ. σημ. 38, 49), στον οποίο τα μονοπωλιακά και τα μη μονοπωλιακά κεφάλαια απασχολούνται στην ουσία σε διαφορετικούς κλάδους παραγωγής, δηλ. παράγουν διαφορετικού είδους εμπορεύματα και υπηρεσίες που αντιστοιχούν σε διαφορετικές τιμές παραγωγής, πχ η Apple παράγει την τεχνολογία, και η Foxconn την υπηρεσία συναρμολόγησης των εμπορευμάτων που μετά πωλούνται με το εμπορικό σήμα της Apple. Άραγε οι δύο αυτές εταιρείες συνιστούν έναν κλάδο «τεχνολογίας», και παράγουν παρόμοια εμπορεύματα που κατατείνουν προς μια ενιαία τιμή παραγωγής; Για μια τέτοια απόπειρα να εξηγηθούν οι διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας χωρίς την έννοια του μονοπωλίου, βλ. Starosta. G. (2010). Global Commodity Chains and the Marxian Law of Value. Antipode. 4:2, p. 433-465. Μεταφράζουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα για το πως αντιλαμβάνεται ο εν λόγω αρθρογράφος τα «μικρά» κεφάλαια (για εμάς, μη μονοπωλιακά που καρπώνονται κέρδος χαμηλότερο του μέσου), έναντι των «κανονικών», δηλ. αυτών που παράγουν στην «τιμή παραγωγής» του κλάδου (για εμάς, μονοπωλιακά που καρπώνονται υπερκέρδος):

«Με άλλα λόγια, η ικανότητα αξιοποίησής τους καθορίζεται από το επιτόκιο που θα μπορούσαν να αποφέρουν τα περιορισμένου μεγέθους αυτά κεφάλαια εάν έκλειναν τις επιχειρήσεις τους και μετατρέπονταν σε τοκοφόρα κεφάλαια. Αντίστοιχα, αυτό το ποσοστό αξιοποίησης θα ποικίλλει ανάλογα με το συγκεκριμένο μέγεθος των διαφόρων μικρών κεφαλαίων, αφού το προαναφερθέν επιτόκιο θα διαφέρει σε κάθε περίπτωση. Τα μικρά κεφάλαια αποτελούν στην πραγματικότητα μια διαστρωμάτωση κεφαλαίων διαφορετικού μεγέθους, ορισμένα από τα οποία μπορεί να διαφέρουν ελάχιστα από τα κανονικά κεφάλαια, σε σημείο που να μην γίνονται αντιληπτά μέσω της ιμπρεσιονιστικής παρατήρησης […] Αυτό σημαίνει ότι, με την πρώτη ματιά, ορισμένα μικρά κεφαλαία μπορεί να φαίνονται εντυπωσιακά ‘μεγάλα’. Το θέμα είναι ότι παρ’ όλα αυτά δεν φτάνουν το συγκεκριμένο μέγεθος που απαιτείται για να μετατραπούν σε κανονικά κεφάλαια, δηλαδή δεν φτάνουν το ‘ορισμένο ελάχιστο κεφάλαιο [που] απαιτείται σε κάθε επιχειρηματικό κλάδο για να παραχθούν εμπορεύματα στην τιμή παραγωγής τους’ […]»

Η βάση του προβλήματος είναι η προσπάθεια να αποκλειστούν από τη λογική του αρθρογράφου οι «εξω-οικονομικοί» παράγοντες της μονοπωλιακής, κρατικής, στρατιωτικής κοκ, ισχύος, όπως αυτοί εμφανίζονται στο ζήτημα αυτό ως η επιβολή της μονοπωλιακής αποκλειστικότητας επί φυσικών και κοινωνικών (τεχνολογικών) πόρων. Αυτή δε συμβαίνει απλά και μόνο διότι τα μικρά κεφάλαια είναι πολύ μικρά για να επενδυθούν στους τομείς υψηλής τεχνολογίας, αλλά γιατί τα ιμπεριαλιστικά κράτη εμποδίζουν τα εξαρτημένα να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα κεφάλαια, και στη συνέχεια να τα επενδύσουν αναλόγως, μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, κανονιστικών ή/και προστατευτικών ρυθμίσεων, αλλά και με καθαρά στρατιωτικοπολιτικά μέσα.

[6] Βλ. αναλυτικά την κριτική στο ‘Smith J 2010’ σημ. 4 και στο Smith J. (2016). Imperialism in the twenty-first century. The Globalization of Production, Super-Exploitation, and the Crisis of Capitalism. New York: Monthly Review Press.

[7] Κεφάλαιο 2.3, Μεταφορά σε υπεράκτιες εταιρείες, υπεργολαβίες και «παγκόσμιο εργασιακό arbitrage», σελ. 70-79 του ‘Smith J 2010’, σημ. 4:

«[…] οι ποιοτικές διαφορές μεταξύ των άμεσων επενδύσεων ΑΞΕ Β-Β και ΑΞΕ Β-Ν σημαίνουν ότι δεν μπορούν να συγκριθούν απλουστευτικά. Οι ροές επενδύσεων μεταξύ των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας είναι συμμετρικές, στο μέτρο που επενδύουν μεταξύ τους. Σε χτυπητή αντίθεση με αυτό, οι διασυνοριακές επενδύσεις μεταξύ των παγκόσμιων χωρών του Νότου και των “Τριαδικών” εθνών είναι εξαιρετικά ασύμμετρες: οι ΑΞΕ Ν-Β αποτελεί αμελητέο κλάσμα των ΑΞΕ Β-Ν. […] Δεδομένου ότι το συσσωρευμένο απόθεμα των άμεσων ξένων επενδύσεων στο Νότο έχει αυξηθεί, η ροή των επαναπατρισμένων κερδών έχει αυξηθεί σε ένα ισχυρό χείμαρρο […] στο σημείο όπου ο επαναπατρισμός κέρδους Ν-Β προσεγγίζει τώρα, εάν δεν υπερβαίνει, τις νέες ροές άμεσων ξένων επενδύσεων Β-Ν. Ο Μίλμπεργκ σχολιάζει ότι “οι καθαρές ροές κεφαλαίων […] είναι αναμφισβήτητα […] διεστραμμένες, υπό την έννοια ότι η αποπληρωμή του χρέους και ο επαναπατρισμός του κέρδους από πολυεθνικές επιχειρήσεις οδήγησαν σε μια ροή από τις αναπτυσσόμενες στις ανεπτυγμένες χώρες”. […] Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Επενδύσεων 2008 της Unctad, τα κέρδη των πολυεθνικών επιχειρήσεων «παράγονται όλο και περισσότερο στις αναπτυσσόμενες χώρες και όχι στις ανεπτυγμένες χώρες”. […] Τα δηλωθέντα κέρδη αγνοούν τις υποτιμημένες αναφορές, τις τιμές μεταβίβασης κ.λπ., οι οποίες είναι πιθανό να υποτιμήσουν σημαντικά την πραγματική κλίμακα των ροών κέρδους Νότου-Βορρά. […] οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων μεταξύ των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής διογκώνονται από μη παραγωγικές επενδύσεις. Επιπλέον, μεγάλο μέρος της υποτιθέμενης «μεταποιητικής επένδυσης Β-Β» είναι σε επιχειρήσεις που έχουν μεταφέρει σε υπεράκτιες δραστηριότητες / υπεργολαβίες ορισμένες ή όλες τις παραγωγικές τους δραστηριότητες προς χώρες χαμηλών μισθών. […] Το συντριπτικό βάρος των συγχωνεύσεων και εξαγορών στις ροές ΑΞΕ Β-Β αντικατοπτρίζει μια διαδικασία συγκέντρωσης και μονοπωλίου μεταξύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων, στον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους, παράλληλα με τη μετατόπιση των παραγωγικών διαδικασιών σε «αναπτυσσόμενες» οικονομίες χαμηλού μισθού. Οι στατιστικές των ΑΞΕ συγχωνεύουν έτσι δύο πολύ διαφορετικές τάσεις: τη διαδικασία συγκέντρωσης ιδιοκτησίας στα χέρια των βορείων καπιταλιστών και τη διαδικασία αποσύνθεσης των παραγωγικών διαδικασιών και τη διασπορά τους, όπου είναι δυνατόν, στα νότια έθνη.»

[8] Λένιν ΒΙ. (2009). Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (εκλαϊκευτική μελέτη). Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα. (Θα αναφερόμαστε στο εξής στο έργο αυτό για συντομία ως ‘Ιμπεριαλισμός’). σελ. 99:

«[…] το χρηματιστικό κεφάλαιο και η αντίστοιχη σ’ αυτό διεθνής πολιτική, που οδηγεί στον αγώνα των μεγάλων δυνάμεων για το οικονομικό και πολιτικό μοίρασμα του κόσμου, δημιουργούν μια ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης. Χαρακτηριστικές γι’ αυτήν την εποχή δεν είναι μόνο οι δύο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης.»

Ο Λένιν δίνει παρακάτω (σελ. 100) ένα παράδειγμα μεγάλης αξίας για τη σύγχρονη πραγματικότητα, καθώς εξαρτημένες σε κάποιο βαθμό μπορούν να είναι ακόμη και σχετικά μεγάλες και ισχυρές χώρες (αν και, πλέον, όχι λόγω της αποικιοκρατίας όπως στο παράδειγμα της Πορτογαλίας των αρχών του 20ού αιώνα), με αρκετό βαθμό πολιτικής ανεξαρτησίας με «Δούρειο Ίππο» κυρίως την εξαγωγή κεφαλαίου:

«Μια κάπως διαφορετική μορφή χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης με καθεστώς πολιτικής ανεξαρτησίας μας δείχνει το παράδειγμα της Πορτογαλίας. Η Πορτογαλία είναι αυτοτελές κυρίαρχο κράτος, ουσιαστικά όμως εδώ και πάνω από 200 χρόνια, από τον καιρό του πολέμου της διαδοχής της Ισπανίας (1701-1714), βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία της Αγγλίας. Η Αγγλία υπεράσπισε την Πορτογαλία και τις αποικιακές κτήσεις της Πορτογαλίας για να στερεώσει τη δική της θέση στον αγώνα ενάντια στους αντιπάλους της, την Ισπανία και τη Γαλλία. Η Αγγλία πήρε σε αντάλλαγμα εμπορικά προνόμια για την εξαγωγή εμπορευμάτων και κυρίως για την εξαγωγή κεφαλαίου στην Πορτογαλία και τις αποικίες της, τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα λιμάνια και τα νησιά της Πορτογαλίας, τα καλώδιά της κλπ. κ.ο.κ.»

Περαιτέρω αναλύεται το θέμα της εξάρτησης στον ‘Ιμπεριαλιστικό οικονομισμό’, σελ. 92:

«Το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο μιας χώρας μπορεί πάντα να εξαγοράσει τις επιχειρήσεις των ανταγωνιστών και μιας ξένης, πολιτικά ανεξάρτητης χώρας, και πάντα το κάνει αυτό. […] Η οικονομική ‘προσάρτηση’ είναι πέρα για πέρα ‘πραγματοποιήσιμη’ χωρίς την πολιτική και συναντιέται συνεχώς. […]

Αυτοδιάθεση των εθνών ονομάζεται η πολιτική ανεξαρτησία τους. Ο ιμπεριαλισμός τείνει να την παραβιάσει, γιατί σε συνθήκες πολιτικής προσάρτησης η οικονομική προσάρτηση είναι συχνά βολικότερη, φτηνότερη (είναι ευκολότερο να εξαγοράσει κανείς τους υπαλλήλους, να πετύχει εκχωρήσεις, να περάσει ένα ευνοϊκό νόμο κλπ.) ευκολότερη, ησυχότερη, έτι ακριβώς όπως ο ιμπεριαλισμός τείνει ν’ αντικαταστήσει τη δημοκρατία γενικά με την ολιγαρχία.»

[9] Για έναν συναφή ορισμό, αν και όχι εξίσου συνοπτικό και επί της ουσίας των διακρατικών σχέσεων που προσιδιάζουν στον διεθνοποιημένο ΚΤΠ, βλ. και το Λιόσης Β. (2012). Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση. Η προσέγγιση του Λένιν, η περίπτωση της Ελλάδας και κριτική του σχήματος της αλληλεξάρτησης. ΚΨΜ, σελ. 147 (ο τονισμός στο πρωτότυπο):

«Ιμπεριαλιστικό είναι το κράτος στο οποίο εδράζονται και δραστηριοποιούνται τα πιο ισχυρά μονοπώλια και χρησιμοποιούν αυτό το κράτος (τους) ως διαμεσολαβητή και διεκπεραιωτή των οικονομικών συμφερόντων τους στη διεθνή και την εθνική σκηνή.

Μπορούν λόγω της τεράστιας υλικής δύναμής τους, να επιβάλουν τη θέλησή τους σε ασθενέστερα μονοπώλια ή και να τα συντρίβουν κάτω από τον ανελέητο καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Τη θέλησή τους συχνά την επιβάλλουν και σε κρατικές οντότητες, αν και όχι πάντα ομαλά. Επιπλέον, χαρακτηρίζονται από την εξαγωγή κεφαλαίου που είναι σε υψηλότερα ή πολύ υψηλότερα επίπεδα από τις υπόλοιπες χώρες. Όμως, δε χαράζουν μόνο τις βασικές οικονομικές πολιτικές στη διεθνή σκηνή, αλλά καθορίζουν και τη βασική κατεύθυνση των γενικότερων πολιτικών επιλογών στο παγκόσμιο προσκήνιο και παρασκήνιο. Αυτό το επιτυγχάνουν μέσω των μεγάλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ, ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση) αλλά και ‘στενότερων’ οργανισμών όπως οι G7 και η λέσχη Μπίντελμπεργκ, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά διιμπεριαλιστικές συμμαχίες.

Επομένως, τα ιμπεριαλιστικά κράτη είναι αυτά που παίρνουν αποφάσεις τόσο για τις βασικές οικονομικές επιλογές που εφαρμόζονται στην παγκόσμια σκηνή, όσο και για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που εκδηλώνονται είτε με τον κατακερματισμό χωρών με πολεμικές αεροπορικές επιχειρήσεις (Γιουγκοσλαβία) είτε με ευθεία ιμπεριαλιστική επέμβαση (Ιράκ, Αφγανιστάν) ή με την απειλή ότι κάτι τέτοιο επίκειται (Β. Κορέα, Ιράν).»

Παρατηρούμε ότι ο ορισμός είναι εκτενής, και συνδυάζει διάφορα εμπειρικά στοιχεία, τόσο της οικονομίας όσο και της πολιτικής, χωρίς να αποκαλύπτει, όμως, την εσωτερική τους σύνδεση.

[10] Ιμπεριαλισμός’, σημ. 8, σελ. 14:

«[…] ο καπιταλισμός έχει ξεχωρίσει τώρα μια χούφτα […] πολύ πλούσια και ισχυρά κράτη που ληστεύουν όλον τον κόσμο – ‘κόβοντας απλά κουπόνια’.»

Και αργότερα στη σελ. 72:

«Σχεδόν όλος ο υπόλοιπος κόσμος παίζει, έτσι είτε αλλιώς, το ρόλο του οφειλέτη και του φόρου υποτελή σ’ αυτές τις χώρες (σημ. ΔΠ., αναφέρεται παραπάνω στις Αγγλία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες και Γερμανία), που είναι διεθνείς τραπεζίτες, σ’ αυτούς τους τέσσερις ‘στύλους’ του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου.»

Όπως και στη σελ. 75:

«Στέρεη βάση για την ιμπεριαλιστική καταπίεση και εκμετάλλευση της πλειοψηφίας των εθνών και χωρών του κόσμου, για τον καπιταλιστικό παρασιτισμό μιας χούφτας πολύ πλούσιων κρατών!»

Αλλά και στη σελ. 117:

«Η έννοια ‘κράτος-εισοδηματίας’ (Rentnerstaat), ή κράτος τοκογλύφος, γίνεται έτσι κοινόχρηστη στην οικονομική φιλολογία για τον ιμπεριαλισμό. Ο κόσμος χωρίστηκε σε μια χούφτα κράτη-τοκογλύφους και σε μια τεράστια πλειοψηφία κράτη οφειλέτες.»

Και τέλος στη σελ. 126:

«Ο ιμπεριαλισμός στις αρχές του 20ού αιώνα αποπεράτωσε το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα σε μια χούφτα κράτη, που το καθένα τους εκμεταλλεύεται τώρα (με την έννοια της απόσπασης υπερκέρδους) ένα μέρος ‘ολόκληρου του κόσμου’, όχι πολύ μικρότερο από εκείνο που εκμεταλλευόταν η Αγγλία το 1858.»

[11] Μάντελ E. Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Ο ιμπεριαλισμός στην τελική του φάση, μετ.-επιμ. Κ. Χατζηαργύρης, Εκδόσεις Gutenberg, Κεφάλαιο 2 Η δομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σελ. 51:

«Στην εποχή του ιμπεριαλισμού η όλη τούτη δομή αλλάζει δραστικά. Γιατί και η διαδικασία πρωτογενούς συσσώρευσης του κεφαλαίου στις όχι ακόμη καπιταλιστικοποιημένες οικονομίες γίνεται πια υποτελής στην αναπαραγωγή του μεγάλου καπιταλιστικού κεφαλαίου της Δύσης. Την οικονομική ανάπτυξη του ‘Τρίτου Κόσμου’ καθορίζει πλέον η εξαγωγή κεφαλαίου από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, αντί για τη διαδικασία πρωτογενούς συσσώρευσης από τις εγχώριες ηγέτιδες τάξεις. Κι η ανάπτυξη τούτη διαμορφώνεται σα συμπλήρωμα στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής στις μητροπόλεις – κι αυτό όχι σαν έμμεση συνέπεια του συναγωνισμού από τα φτηνά προϊόντα της μητρόπολης, όσο σαν άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος πως κι η επένδυση του κεφαλαίου ξεκινά από τη μητρόπολη κι αποβλέπει μονάχα σ ‘επιχειρήσεις που υπηρετούν τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας.»

[12] Βλ. στην αναδημοσίευση συνέντευξης του Γ. Γράψα στο ΠΡΙΝ, 15/01/2017:

«Ειδικά σήμερα ζούμε μια νέα ιστορική περίοδο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, την περίοδο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, όπου συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές στην ίδια την δομή αυτών των κοινωνιών. Η εξάρτηση και της χώρας μας από τις Δυτικές μητροπόλεις περνάει όχι μόνο, και όχι κυρίως, μέσα από την ξένη πολιτικοστρατιωτική παρουσία, όσο από τα δάνεια, το ξεπούλημα των επιχειρήσεων στο πολυεθνικό κεφάλαιο, την υποταγή της χώρας σε ένα νέο ληστρικό καταμερισμό εργασίας. Η εξάρτηση, δηλαδή, πολύ περισσότερο από χθες, δεν είναι ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό, ένα καρκίνωμα του Ελληνικού καπιταλισμού, αλλά οργανικό στοιχείο, εδραιωμένο στις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις. Η σύγχρονη αντιιμπεριαλιστική πάλη, αποκτά νέο ποιοτικά περιεχόμενο.»