1

Κεφάλαιο, Επιστήμη, Τεχνολογία: Η Ανάπτυξη των Παραγωγικών Δυνάμεων στον Σύγχρονο Καπιταλισμό

Εισαγωγή μεταφραστή

Παρουσιάζουμε άλλη μια μετάφραση σύγχρονης ξενόγλωσσης αρθρογραφίας γύρω από το θέμα της πολιτικής οικονομίας του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, το άρθρο των Raúl Delgado Wise και Mateo Crossa Niell με τίτλο Κεφάλαιο, Επιστήμη, Τεχνολογία: Η Ανάπτυξη των Παραγωγικών Δυνάμεων στον Σύγχρονο Καπιταλισμό (Capital, Science, Technology: The Development of Productive Forces in Contemporary Capitalism), δημοσιευμένο πρόσφατα (1η Μαρτίου 2021) στον ιστότοπο της Μηνιαίας Επιθεώρησης (Monthly Review).

Το άρθρο αναφέρεται στους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα εντός του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη βάση αντίστοιχων μετασχηματισμών στη σύγχρονη διεθνοποιημένη παραγωγική διαδικασία. Ιδιαίτερα ασχολείται με τον τρόπο που το μονοπωλιακό κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστικά κράτη υπάγουν την επιστημονική και τεχνολογική εργασία, πλέον ως άμεση παραγωγική δύναμη, στις ανάγκες οικειοποίησης υπερκερδών, με τη μορφή τεχνολογικών προσόδων στη βάση της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Οι συγγραφείς παρουσιάζουν στο δεύτερο μέρος του άρθρου το παράδειγμα αυτού που αποκαλούν Αυτοκρατορικό Σύστημα Καινοτομίας της Silicon Valley (Imperial Innovation System of Silicon Valley) και σκιαγραφούν την οργανωτική του αρχιτεκτονική, τους εμπλεκόμενους δρώντες και τους διεθνείς (νομικούς) θεσμούς που το καθιστούν δυνατό.

Η ιδιαίτερη αξία του άρθρου συνίσταται στην ιστορική διάσταση που δίνουν οι συγγραφείς στην παρουσίαση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, και στη σύνδεση αυτής με τις εκάστοτε ιστορικά μορφές οργάνωσης της εργασίας, και εν τέλει εκμετάλλευσης.

Έτσι, οι συγγραφείς ακολουθούν συνοπτικά τις αναφορές του μαρξικού έργου από την πρωταρχική συσσώρευση, στην τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο (όπου κυριαρχεί η εκμετάλλευση με τη μορφή της απόλυτης υπεραξίας), και από εκεί στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο (όπου κυριαρχεί η παραγωγή σχετικής υπεραξίας).

Σε αυτό το σημείο, με αναφορές στο μαρξικό έργο τόσο στο Κεφάλαιο όσο και στα Γκρουντρίσσε, αναδεικνύουν το πως οι ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής και της παραγωγής σχετικής υπεραξίας οδηγούν τον καταμερισμό εργασίας από την αντίθεση μεταξύ σύνθετης (ειδικευμένης) και απλής εργασίας, σε μια νέα αντίθεση που χαρακτηρίζει το κρατικομονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού: την αντίθεση μεταξύ εκτελεστικής εργασίας που παράγει εμπορεύματα και δημιουργικής επιστημονικής και τεχνολογικής εργασίας1.

Η τελευταία λειτουργεί αφενός μεν ως προϋπόθεση της παραγωγής εμπορευμάτων (από την πλευρά της ιδιαίτερης αξίας χρήσης της), αλλά τυγχάνει αξιοποίησης από το κεφάλαιο κυρίαρχα στη διαδικασία της διανομής της κοινωνικής υπεραξίας, και όχι σε αυτήν της παραγωγή της, μεταφραζόμενη σε μονοπωλιακά υπερκέρδη, κυρίως με τη μορφή της τεχνολογικής προσόδου (βλ., και προηγούμενη μετάφρασή μας του άρθρου του Jakob Rigi για μια αναλυτική παρουσίαση διαφόρων μορφών αυτού που ο εν λόγω συγγραφέας αποκαλεί πληροφοριακή πρόσοδο).

Με άλλα λόγια, η επιστημονικο-τεχνολογική εργασία αποτελεί άμεσα κοινωνική εργασία, η οποία δε διαμεσολαβείται από την εμπορευματική ανταλλαγή εμπορευμάτων στα οποία να αντικειμενοποιείται εργασία. Έτσι, διαφέρει τόσο στον τρόπο υπαγωγής της στο κεφάλαιο, στηριζόμενη λιγότερο σε μηχανισμούς ανταγωνισμού στην «ελεύθερη» αγορά, και περισσότερο σε μηχανισμούς επιστημονικού σχεδιασμού, οργάνωσης και ελεγχόμενης συνεργασίας, καθώς και σε διακρατικούς θεσμούς που κατοχυρώνουν μονοπωλιακά δικαιώματα, όσο και στον τρόπο αξιοποίησής της από αυτό (πρόσοδοι αντί για κέρδη).

Μια τέτοια ιστορική διάσταση, με άμεση αναφορά στην εγγενή και νομοτελή εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και στην αντίστοιχη διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων, επιτρέπει την πιο στέρεα θεμελίωση της λενινιστικής θεωρίας του σύγχρονου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ή ιμπεριαλισμού στη μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας, στη βάση μιας ιστορικο-υλιστικής μεθόδου.

Αποδεικνύει ότι η ανάδυση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, ως ένα σύστημα βασιζόμενο (α) σε έναν διεθνή καταμερισμό εργασίας, (β) στη συνεπαγόμενη διαβάθμιση της αξίας της εργασιακής δύναμης και του βαθμού εκμετάλλευσης (βλ., και την προηγούμενη μετάφρασή μας του άρθρου του Τζον Σμιθ για την ιμπεριαλιστική υπερεκμετάλλευση της απλής, εκτελεστικής εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες του φτηνού εργατικού δυναμικού), και (γ) σε μηχανισμούς διακρατικής επικυριαρχίας και εκμετάλλευσης, με μια λέξη εξάρτησης, αποτελεί το νομοτελειακό προϊόν της ίδιας της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της παραγωγής σχετικής υπεραξίας και του «ελεύθερου» ανταγωνισμού.

Η ιστορική, αυτή, διάσταση του άρθρου αναδεικνύει με φυσικό τρόπο το ξεπερασμένο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη σύγχρονη εποχή, ή όπως αναφέρουν καταληκτικά οι συγγραφείς:

«[…]Στην εποχή των γενικευμένων μονοπωλίων, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει μπει σε ένα σημείο χωρίς γυρισμό, στο οποίο οι αντιθέσεις μεταξύ της προόδου και της βαρβαρότητας, που ενσωματώνονται στην καπιταλιστική νεωτερικότητα, έχουν γίνει πιο εμφανείς από ποτέ στο παρελθόν. Η ιστορική αποστολή της προόδου που αποδίδεται στον καπιταλισμό για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει μετατραπεί στο αντίθετό της: ένα αναχρονιστικό μονοπάτι που απειλεί τη φύση και την ανθρωπότητα.[…]»

Για τη μετάφραση και εισαγωγή,

Διονύσης Περδίκης

 

Σημειώσεις εισαγωγής

1Παραθέτουμε παρακάτω εκτενή αποσπάσματα από σχετικές αναφορές του Δημήτρη Πατέλη από το Πατέλης Δ., 2009, Για τη σημασία της πολιτικής οικονομίας της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης. Μεθοδολογικές και θεωρητικές επισημάνσεις., ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ.30, Φεβρ.-Μάρτ. 2009, σ.32-37:

«[…] Ιστορικά, η κλασική αστική πολιτική οικονομία (αλλά και η μαρξική σκέψη, προ της ανακάλυψης της θεωρίας της υπεραξίας), κινούμενη από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, στα πλαίσια του νοείν κατά διάνοια, συνιστά την πρώτη άρνηση της αισθητηριακής αμεσότητας, της ζωντανής εποπτείας (τύπου μερκαντιλισμού και μονεταρισμού). Η ώριμη συγκρότηση της επιστήμης στο θεωρητικό μέρος του κεφαλαίου, συνιστά την “άρνηση της άρνησης”.

[…] Κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούμε προπαντός, να αποκαλύψουμε σαφέστερα το βαθμό πληρότητας, το βαθμό ολοκλήρωσης αυτής της άρνησης της άρνησης, γεγονός που οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας μεθοδολογικής και θεωρητικής ολοκλήρωσης των θεματικών του 2ου και του 3ου τόμων του Κεφαλαίου του Μαρξ, την ελλειπή επεξεργασία των οποίων έχει καταδείξει ο Β.Βαζιούλιν (στο έργο του “Η λογική του Κεφαλαίου του Κ.Μαρξ”).  […] Επιπλέον, συντελεί στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας θεωρητικής διερεύνησης εκείνων των πτυχών του γνωστικού αντικειμένου, οι οποίες (κατ’ ανάγκη) είχαν τεθεί δια της αφαίρεσης εκτός του ερευνητικού πεδίου από την εν τω γενάσθαι, αλλά και από τη σχετικά ώριμη επιστήμη: των παγκόσμιων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας ως ολότητας, ο βαθμός ωρίμανσης της οποίας σήμερα (σε αντιδιαστολή με την εποχή του Μαρξ), καθιστά αυτή την αναγκαιότητα επιτακτική.

[…] Αυτή η συγκεκριμένη ιστορική μεθοδολογική θεώρηση, δεδομένης της ανάγκης διερεύνησης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, θέτει επιτακτικά το θέμα της επανεξέτασης των όρων και των ορίων ισχύος θεωρητικών παραδοχών της μαρξικής προσέγγισης. Ενδεικτικά αναφέρω, ότι κατά την εξέταση των μορφών της υπόστασης, της γενεσιουργού αιτίας του πρώτου παράγοντα της στοιχειώδους μορφής του κεφαλαίου, δηλαδή, με όρους πολιτικής οικονομίας, κατά την εξέταση της συσχέτισης απλής και σύνθετης συγκεκριμένης εργασίας στην παραγωγή του εμπορεύματος ως αξίας χρήσης, ο Μαρξ κλιμακώνει τη εξέταση των πόλων αυτού του δίπολου (με την ανάδειξη της ταυτότητας, της διάκρισης και της διαφοράς τους) στο επίπεδο της “αντίθεσης”, όπου ο ένας πόλος υφίσταται δια του αποκλεισμού του άλλου, ενώ αμφότεροι συγκροτούν μιαν αρνητική ενότητα, αδιάφοροι προς αλλήλους: “Η συνθετότερη εργασία σημαίνει μόνο εργασία απλή, ανυψωμένη σε δύναμη ή, καλύτερα, πολλαπλασιασμένη απλή εργασία έτσι, που μια μικρότερη ποσότητα σύνθετης εργασίας να είναι ίση με μια μεγαλύτερη ποσότητα απλής εργασίας. Η πείρα δείχνει ότι η αναγωγή αυτή γίνεται διαρκώς” (Κεφάλαιο, τ.1, σ.58). Ο Μαρξ εδώ δεν κλιμακώνει την εξέταση μέχρι την καθαυτό αντίφαση (όπου έχουμε αλληλοδιείσδυση των πόλων, μετατροπή του ενός στον άλλο). Εκείνο που τον ενδιαφέρει, είναι να καταδείξει το κατ’ αρχήν αναγώγιμο της σύνθετης εργασίας σε απλή, ώστε να οριστεί η απλή μέση εργασία ως σταθερά, ως δεδομένη για ορισμένη κοινωνία. Και δεν θα μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά, μιας και η μετάβαση στο επίπεδο της καθαυτό αντίφασης, θα προϋπέθετε όχι απλώς την εξίσωση και την ανάδειξη του αναγώγιμου της σύνθετης στην απλή εργασία, αλλά τη μετατροπή της μιας στην άλλη, με τη διερεύνηση της απλής μέσης εργασίας σε διάφορες χώρες και σε διάφορες εποχές, πολιτισμικές βαθμίδες, κ.ο.κ.. Επιπλέον, το αναγώγιμο αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την πρακτική λειτουργία και τη θεωρητική ανάδειξη του δεύτερου παράγοντα της στοιχειώδους μορφής του κεφαλαίου: της αφηρημένης εργασίας, στην ύπαρξη της οποίας εδράζεται η παραγωγή υπεραξίας, και όλο το πλέγμα των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας.

Στο υπόδειγμα της εθνικής οικονομίας (της Αγγλίας των μέσων του 19ου αι.) και δεδομένων των ερευνητικών στόχων του Μαρξ (κατ’ αρχήν διάγνωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σε “καθαρή μορφή” ως ιστορικά παροδικού σχηματισμού), η παραπάνω πραγμάτευση του δίπολου σύνθετη-απλή εργασία, είναι σαφώς πειστική και αναγκαία. Ωστόσο, η ένταξη στο πεδίο της έρευνας ευρύτερου και βαθύτερου φάσματος φαινομένων, δεδομένης της ανισομέρειας, της δράσης κολοσσιαίων διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, αλλά και των ραγδαίων αλλαγών στο παγκόσμιο φάσμα των τεχνολογικών όρων και του χαρακτήρα της εργασίας, της εισαγωγής της αυτοματοποίησης, κ.ο.κ., εγείρει πληθώρα μεθοδολογικών και θεωρητικών προβλημάτων. Πόσο χάσμα ανάμεσα σε σύνθετη και απλή εργασία επιτρέπει αυτό το αναγώγιμο, δεδομένων των αχανών διαφορών μεταξύ σύγχρονων μορφών ερευνητικής και τεχνολογικής καθολικής δραστηριότητας και χειρωναξίας με στοιχεία δουλοπαροικίας ή και δουλείας; Ισχύει άραγε αυτό το αναγώγιμο (και υπό ποίους όρους) σε παγκόσμια κλίμακα παραγωγής, διανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης; Πως συνδυάζεται αυτό το αναγώγιμο (ή μη αναγώγιμο) με τα μονοπωλιακά υπερκέρδη, με τις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις πραγματικής παραγωγής, χρηματιστηριακής οικονομίας και χρηματοπιστωτικής σφαίρας; Ποιές είναι οι επιπτώσεις αυτού του αναγώγιμου (ή μη αναγώγιμου) στη λειτουργία του νόμου της αξίας και του νόμου της υπεραξίας, πως συνδέεται με το μέσο ποσοστό κέρδους και τη δυνατότητα απόσπασης μονοπωλιακού υπερκέρδους σε ένα κόσμο στον οποίο οι μεν ροές κεφαλαίων είναι αχαλίνωτες, η δε εργασία καθηλωμένη; κ.ά.»

“Μηνιαία Επιθεώρηση”, 1η Μαρτίου, 2021

 

Κεφάλαιο, Επιστήμη, Τεχνολογία

Η Ανάπτυξη των Παραγωγικών Δυνάμεων στον Σύγχρονο Καπιταλισμό

των Raúl Delgado Wise and Mateo Crossa Niell

Εισαγωγή

Η κατανόηση του τρόπου, με τον οποίο ο σύγχρονος καπιταλισμός -τον οποίο ο Samir Amin με διορατικότητα χαρακτήρισε ως την εποχή των γενικευμένων μονοπωλίων – οργανώνει τις παραγωγικές δυνάμεις, είναι κρίσιμος για την αντίληψη τόσο των μορφών κυριαρχίας που καθορίζουν τον ιμπεριαλισμό σήμερα, όσο και των βαθιών μεταμορφώσεων που υπέστη το μονοπωλιακό κεφάλαιο κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών[i].

Η έννοια της γενικής διάνοιας, πρωτοδιατυπωμένη από τον Καρλ Μαρξ, είναι ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης για την εξερεύνηση της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός από τα πιο “προχωρημένα” συστήματα καινοτομία σήμερα: το Αυτοκρατορικό Σύστημα της Silicon Valley. Η ανάλυσή μας στοχεύει όχι μόνο στο να αποκαλύψει τις βαθιές αντιθέσεις της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, αλλά επίσης να δώσει έμφαση στη σημαντική μεταλλαγή από την οποία διέρχεται το σημερινό μονοπωλιακό κεφάλαιο. Απέχοντας από το να δρα ως μια κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, έχει γίνει μια παρασιτική οντότητα με μια προσοδοφόρα (Σ.τ.Μ., rentier) και κερδοσκοπική λειτουργία. Πίσω από αυτό βρίσκεται ένα θεσμικό πλαίσιο που ευνοεί την ιδιωτική οικειοποίηση και τη συγκέντρωση των προϊόντων της γενικής διάνοιας.

Κεφάλαιο, Γενική Διάνοια, και η Ανάπτυξη των Παραγωγικών Δυνάμεων

Ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από το διαχωρισμό των άμεσων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και διαβίωσής τους. Αυτός ο διαχωρισμός ξέσπασε βίαια κατά την εμβρυακή φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με τη διαδικασία στην οποία ο Μαρξ αναφέρθηκε ως “αποκαλούμενη πρωτογενής συσσώρευση” (Σ.τ.Μ., socalled primitive accumulation) (πιο σωστά μεταφράζεται ως “αποκαλούμενη πρωταρχική συσσώρευση” – Σ.τ.Μ., socalled primary accumulation). Δεν είναι μόνο μια θεμελιώδης διαδικασία, εξωτερική ή ξένη προς τη δυναμική του καπιταλισμού, αλλά και μία που αναπαράγεται με το χρόνο και εντείνεται μέσω νέων και όλο και πιο εκλεπτυσμένων μηχανισμών με την αυγή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τόσο ώστε ο David Harvey να προτείνει την κατηγορία της “συσσώρευσης μέσω εκποίησης” (Σ.τ.Μ., accumulation by dispossession) στο βιβλίο του Ο Νέος Ιμπεριαλισμός (The New Imperialism) για να αναφερθεί σε αυτό το διηνεκές φαινόμενο[ii].

Είναι σημαντικό ότι ο πρωταρχικός διαχωρισμός του άμεσου παραγωγού που περιγράφει ο Μαρξ στα κεφάλαια 14 και 15 του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου είναι μόνο τυπικός. Πρόκειται για τα αρχικά στάδια του βιομηχανικού καπιταλισμού, ώστε παρόλο που τα μέσα παραγωγής δεν ανήκαν στους άμεσους παραγωγούς – τα οποία θεωρούσαν ξένη ιδιοκτησία και μια εξωτερική δύναμη κυριαρχίας – διατηρούσαν κάποιο έλεγχο πάνω στα εργαλεία της εργασίας τους στην παραγωγική διαδικασία. Έτσι, ο διαχωρισμός δεν ήταν τελείως ολοκληρωμένος, μέχρι και την εμφάνιση της βιομηχανίας σε ευρεία κλίμακα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η οποία άλλαξε ριζικά την κατάσταση. Η παραγωγή μηχανών από μηχανές -δηλ. η χρήση ενός ολοκληρωμένου συστήματος μηχανών, ως μια ολότητα μηχανικών διαδικασιών διανεμημένων σε διαφορετικές φάσεις που κινούνται από έναν κοινό κινητήρα- οδήγησε στον ολοκληρωμένο διαχωρισμό μεταξύ εργατών και των εργαλείων τους. Αυτό έφερε τις βέλτιστες συνθήκες για μια δεύτερη και βαθύτερη εκποίηση, υποβιβάζοντας την εργασία σε έναν δευτερεύοντα ρόλο στην παραγωγική διαδικασία και μετατρέποντας τον εργάτη σε ένα προσάρτημα της μηχανής. Αξίζει να αναφερθεί, ωστόσο, ότι η χρήση της μεταφοράς αυτής από τον Μαρξ δε σημαίνει ότι ο άμεσος παραγωγός είναι ανίκανος να συμβάλει τελικά στην επίτευξη μιας βελτίωσης ή μιας τεχνολογικής καινοτομίας. Υπάρχουν αρκετά ιστορικά παραδείγματα αυτής της δυνατότητας.

Παρόλα αυτά, με όρους θεωρίας της αξίας, υπάρχει μια γενική κίνηση προς την επικυριαρχία της νεκρής εργασίας, αντικειμενοποιημένης στη μηχανή, επί της ζωντανής εργασίας – ή με άλλα λόγια, προς την επικράτηση της σχετικής υπεραξίας στη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η ανάδυση των μηχανών και της βιομηχανίας ευρείας κλίμακας σήμαινε ότι το κεφάλαιο κατάφερε να δημιουργήσει τον δικό του τεχνικό τρόπο παραγωγής ως το θεμέλιο αυτού που ο Μαρξ συλλαμβάνει στο αδημοσίευτο έκτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, τόμου 1, ως την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο· με άλλα λόγια, ο “ιδιαίτερος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής”. Όπως γράφει ο Μαρξ, “η ιστορική σημασία της καπιταλιστικής παραγωγής πρώτα αναδύεται εδώ με εντυπωσιακό τρόπο (και ειδικά), ακριβώς μέσω του μετασχηματισμού της ίδιας της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας, και της ανάπτυξης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας”[iii].

Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της Πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης και βάθυνε κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης (1870-1914), όταν η επιστήμη και η τεχνολογία εμφανίζονται ως οι κινητήριες δυνάμεις (Σ.τ.Μ., engines) της παραγωγής, επιβάλλοντας την ανάπτυξη, καθώς η αποκαλούμενη πρώτη παγκοσμιοποίηση λάμβανε χώρα. Από τότε, η μεγέθυνση του κεφαλαίου σχετίστηκε άμεσα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη συνεπαγόμενη επέκταση της υπεραξίας, κυρίως με τη μορφή της σχετικής υπεραξίας. Ταυτόχρονα, αυτή χαρακτηρίζεται από τη συνεχή αύξηση στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (τη σχέση μεταξύ του κεφαλαίου που επενδύεται σε μέσα παραγωγής και αυτού που επενδύεται στην εργασιακή δύναμη), όπου “η κλίμακα της παραγωγής δεν καθορίζεται με βάση τις δεδομένες ανάγκες παρά μάλλον το αντίθετο: ο αριθμός των προϊόντων καθορίζεται από τη σταθερά αυξανόμενη κλίμακα της παραγωγής, η οποία υπαγορεύεται από τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής”[iv]. Αυτή η εγγενής αντίθεση στον ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σχετίζεται, με τη σειρά της, με την (1) τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που συνοδεύει τη δυναμική της συσσώρευσης και (2) με τη συνακόλουθη τάση προς την απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης, σύμφωνα με αυτόν που ο Μαρξ συλλαμβάνει ως τον γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης:

Όσο μεγαλύτερος ο κοινωνικός πλούτος, το εν λειτουργία κεφάλαιο, η έκταση και η ενέργεια της μεγέθυνσής του, και, επομένως, επίσης η απόλυτη μάζα του προλεταριάτου και η παραγωγικότητα της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Οι ίδιες αιτίες που αναπτύσσουν τη δύναμη επέκτασης του κεφαλαίου επίσης αναπτύσσουν την εργασιακή δύναμη στη διάθεσή του. Η σχετική μάζα του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού αυξάνει, επομένως, με το ενεργειακό δυναμικό του πλούτου. Αλλά όσο μεγαλύτερος είναι ο εφεδρικός αυτός στρατός σε σχέση με τον στρατό της ενεργής εργασίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η μάζα του παγιοποιημένου πλεονάζοντος πληθυσμού, του οποίου η μιζέρια είναι αντιστρόφως ανάλογη του εργασιακού του βασανιστηρίου. Τελικά, όσο μεγαλύτερη είναι η μιζέρια εντός της εργατικής τάξης και του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, τόσο μεγαλύτερη είναι και η επίσημη πενία (Σ.τ.Μ., pauperism)[v].

Η τάση προς τον απόλυτο διαχωρισμό του εργάτη από τα μέσα παραγωγής είναι παγιωμένη σε αυτό που ο Victor Figueroa περιέγραψε όπως ακολουθεί:

Το εργοστάσιο μας προσφέρει την εικόνα ενός παραγωγικού κέντρου που δεν απαιτεί από τους εργάτες συνείδηση ή γνώση της παραγωγικής διαδικασίας… Ως αν το εργοστάσιο, όντας το ίδιο το αποτέλεσμα της παραγωγικής εφαρμογής της γνώσης, να απαιτούσε να αναπτυχθεί η γνώση εξωτερικά αυτού, και επομένως, ανεξάρτητα από τους εργάτες που στεγάζει, και όπου η άμεση εργασία υποτίθεται ότι είναι ένας απλός εκτελεστής της προόδου που σφυρηλατείται αποκλειστικά από την επιστήμη[vi].

Στο Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο (Labor and Monopoly Capital), o Harry Braverman περιγράφει αυτή τη ρωγμή ως ένα ουσιαστικό κομμάτι της επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης που απομόνωσε το υποκειμενικό και αντικειμενικό περιεχόμενο της εργασιακής διαδικασίας.

Η ενότητα της σκέψης και της πράξης, της σύλληψης και της εκτέλεσης, του χεριού και της νόησης, η οποία απειλούσε τον καπιταλισμό από την αρχή του, γίνεται αντικείμενο επίθεσης από μια συστημική διάλυση, η οποία χρησιμοποιεί όλους τους πόρους της επιστήμης και διαφορετικών πειθαρχιών της μηχανικής εναντίον της. Ο υποκειμενικός παράγοντας της εργασιακής διαδικασίας απομακρύνεται σε ένα μέρος μεταξύ των άψυχων αντικειμενικών παραγόντων. Στα υλικά και στα όργανα της παραγωγής προστίθεται μια “εργασιακή δύναμη” (Σ.τ.Μ., labor force), ένας ακόμη “παράγοντας της παραγωγής”(Σ.τ.Μ., factor of production), και η διαδικασία από αυτό το σημείο και έπειτα συνεχίζεται με τη διοίκηση (Σ.τ.Μ., management) ως το μόνο υποκειμενικό στοιχείο… Αυτή η εκτόπιση της εργασίας ως το υποκειμενικό στοιχείο της παραγωγής, και η υπαγωγή της ως ένα αντικειμενικό στοιχείο σε μια παραγωγική διαδικασία που διευθύνεται από τη διοίκηση, είναι ένα ιδανικό πραγματοποιημένο από το κεφάλαιο[vii].

Μπροστά σε αυτές τις περιστάσεις, οι οποίες προκύπτουν από τον τεχνικό και κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας που είναι εγγενής στον ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αξίζει να αναρωτηθούμε: Με ποιον τρόπο το κεφάλαιο, πέρα από την άμεση εργασία που αναπτύσσεται στο εργοστάσιο, οργανώνει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων; Τι είδους εργάτες, πανεπιστήμια, και ερευνητικά κέντρα συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία; Ποιος είναι ο ρόλος του κράτους και άλλων θεσμών; Ποιον ρόλο παίζουν η συσσωρευμένη κοινωνική γνώση, η βασική και εφαρμοσμένη επιστήμη; Τι τύποι άυλων (Σ.τ.Μ., intangible) και απτών (Σ.τ.Μ., tangible) προϊόντων παράγονται; Ποιοι είναι οι μηχανισμοί και οι διαμεσολαβήσεις που εμπλέκονται στον μετασχηματισμό της επιστημονικής και τεχνολογικής εργασίας σε παραγωγικές δυνάμεις; Τι είδους κέρδος εισάγεται στη σκηνή και πως επηρεάζει τη δυναμική της διανομής της κοινωνικής υπεραξίας, της συγκέντρωσης, και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου;

Παρόλο που ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε ρητά με το θέμα αυτό στο Κεφάλαιο εκτός από κάποιες σημειώσεις στο περιθώριο, στο “Απόσπασμα για τις Μηχανές” στα Γκρουντρίσσε επινόησε την κατηγορία της γενικής διάνοιας και έκανε κάποιες εκτιμήσεις, με τη μορφή σημειώσεων, οι οποίες παρέχουν σημαντικά στοιχεία για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το θέμα.

Η φύση δεν χτίζει μηχανές, ούτε ατμομηχανές, σιδηρόδρομους, ηλεκτρικούς τηλέγραφους, αυτοκινούμενα μουλάρια, κοκ. Αυτά είναι προϊόντα της ανθρώπινης βιομηχανίας· φυσικά υλικά μετασχηματισμένα σε όργανα της ανθρώπινης θέλησης επί της φύσης, ή της ανθρώπινης συμμετοχής στη φύση. Είναι όργανα του ανθρώπινου μυαλού, δημιουργημένα από το ανθρώπινο χέρι· η δύναμη της γνώσης, αντικειμενοποιημένη. Η ανάπτυξη του παγίου κεφαλαίου αποτελεί ένδειξη του βαθμού που η γενική κοινωνική γνώση έχει γίνει μια άμεση παραγωγική δύναμη, και του βαθμού, επομένως, που οι συνθήκες της διαδικασίας της κοινωνικής ζωής έχουν τεθεί οι ίδιες κάτω από τον έλεγχο της γενικής διάνοιας και έχουν μετασχηματιστεί σε συμφωνία με αυτήν. Του βαθμού που οι δυνάμεις της κοινωνικής παραγωγής έχουν παραχθεί, όχι μόνο με τη μορφή της γνώσης, αλλά επίσης ως άμεσα όργανα της κοινωνικής πρακτικής, της διαδικασίας της πραγματικής ζωής[viii].

Από αυτά, μπορούμε να συνάγουμε ότι στο πάγιο κεφάλαιο, ή στο σταθερό κεφάλαιο, συμπυκνώνεται παρελθούσα υλική και άυλη εργασία (νεκρή εργασία). Συνεπώς, η συσσωρευμένη κοινωνική γνώση είναι αντικειμενοποιημένη στα μέσα παραγωγής και γίνεται μια άμεση παραγωγική δύναμη. Με άλλα λόγια,

η γενική διάνοια είναι μια συλλογική και κοινωνική νοημοσύνη που δημιουργείται μέσω της συσσωρευμένης γνώσης και τεχνικής. Αυτός ο ριζικός μετασχηματισμός του εργατικού δυναμικού και η ενσωμάτωση της επιστήμης, της επικοινωνίας και της γλώσσας εντός των παραγωγικών δυνάμεων έχει επανακαθορίσει ολόκληρη τη φαινομενολογία της εργασίας και ολόκληρο τον παγκόσμιο ορίζοντα της παραγωγής. Γενική διάνοια σημαίνει ότι η γενική μορφή της ανθρώπινης νοημοσύνης γίνεται μια παραγωγική δύναμη στη σφαίρα της παγκόσμιας κοινωνικής εργασίας και της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Η δύναμη της επιστήμης και της τεχνολογίας μπαίνουν στη δουλειά… Με την έννοια της γενικής διάνοιας, ο Μαρξ αναφέρεται στην επιστήμη και στη συνείδηση γενικώς, δηλ., στη γνώση από την οποία εξαρτάται η κοινωνική παραγωγικότητα[ix].

Με την αυγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προέκυψε ένας νέος και ιδιαίτερα σημαντικός καταμερισμός μεταξύ αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε άμεση εργασία, και της επιστημονικής-τεχνολογικής εργασίας. Ενώ η πρώτη ξεδιπλώνεται στο εργοστάσιο, η τελευταία λαμβάνει χώρα ξεχωριστά και κάτω από διαφορετικές, αν και συμπληρωματικές, μορφές οργάνωσης, ενώ και οι δύο συγκλίνουν στην κρίσιμη λειτουργία για την καπιταλιστική ανάπτυξης: την αύξηση της υπεραξίας. Αν η άμεση εργασία είναι πραγματικά υπαγμένη στο κεφάλαιο, η επιστημονική και τεχνολογική εργασία μπορεί μόνο, στην καλύτερη περίπτωση, να υπαχθεί τυπικά, γινόμενη αυτό που ο Figueroa αποκαλεί ένα εργαστήριο τεχνολογικής προόδου για να το διακρίνει από τον τρόπο που οργανώνεται η άμεση εργασία στο εργοστάσιο[x]. Ωστόσο, ο τρόπος που δομείται η γενική διάνοια, στην αναζήτησή της για την επιτάχυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, χαρακτηρίζεται από αυξανόμενα εκλεπτυσμένες και πολύπλοκες μεθόδους, όπως στην παραδειγματική περίπτωση του Ιμπεριαλιστικού Συστήματος της Silicon Valley.

Η αυξανόμενη σημασία της άυλης εργασίας στην παραγωγική διαδικασία δεν υπονοεί κάποια “κρίση” του νόμου της αξίας, όπως προτείνεται από τον Antonio Negri[xi]. Μάλλον, συνεπάγεται ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό της κοινωνικής υπεραξίας και του κοινωνικού υπερπροϊόντος (Σ.τ.Μ., social surplus fund) που καρπώνεται το κεφάλαιο και το κράτος αναδιανέμεται προς δραστηριότητες που αποσκοπούν στην προώθηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, η άμεση εργασία και η επιστημονική-τεχνολογική εργασία διαπλέκονται διαλεκτικά για να διευρύνουν το πεδίο της καπιταλιστικής αξιοποίησης διά του βαθέματος της εκμετάλλευσης. Με αυτήν την έννοια, υπό το πρίσμα της θεωρίας της αξίας, η γενική διάνοια συμβάλει στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου με ένα ισχυρό μοτίβο (Σ.τ.Μ., leitmotif): την οικειοποίηση υπερκερδών, δηλ. κερδών μεγαλύτερων του μέσου κέρδους, που συνήθως γίνονται αντιληπτά ως τεχνολογικές πρόσοδοι. Υπό αυτήν την έννοια, ο Εκουαδορο-Μεξικανός φιλόσοφος Bolívar Echeverría εξειδικεύει ότι υπάρχουν

δύο πόλοι της μονοπωλιακής ιδιοκτησίας στους οποίους το γκρουπ των καπιταλιστών ιδιοκτητών οφείλει να αναγνωρίσει δικαιώματα στη διαδικασία του καθορισμού του μέσου κέρδους. Βασιζόμενη στους πιο παραγωγικούς πόρους και παροχές της φύσης, η ιδιοκτησία της γης αμύνεται του παραδοσιακού της δικαιώματος να μετατρέπει το παγκόσμιο ταμείο του υπερκέρδους σε πληρωμή για αυτήν την ιδιοκτησία, με άλλα λόγια, σε γεωπρόσοδο. Η μόνη ιδιοκτησία που είναι ικανή να προκαλέσει αυτό το δικαίωμα σε όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας και έχει επ’ αόριστον επιβάλει το δικό της, είναι η λίγο ή πολύ διαρκής ιδιοκτησία επί μιας τεχνολογικής καινοτομίας των μέσων παραγωγής. Αυτή η ιδιοκτησία επιβάλλει τη μετατροπή ενός αυξανόμενου μεριδίου υπερκερδών σε πληρωμή για την κυριαρχία της, με άλλα λόγια, σε “τεχνολογική πρόσοδο”[xii].

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Echeverría βάζει σε εισαγωγικά την έννοια της τεχνολογικής προσόδου, την οποία συσχετίζει με τη γεωπρόσοδο – ή το πλεόνασμα που σχετίζεται με την ιδιοκτησία ενός μονοπωλημένου αγαθού που δεν προκύπτει από ενσωματωμένη εργασία κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας. Υπό τις νέες μορφές οργάνωσης της γενικής διάνοιας, το μονοπωλιακό κεφάλαιο οικειοποιείται κέρδος διά της απόκτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, χωρίς να συνεπάγεται δαπάνες για την προώθηση και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριφερόμενο με αυτήν την έννοια ως ένας προσοδοφόρος δρων (Σ.τ.Μ., rentier agent).

Σε αντίθεση με την άμεση εργασία, η υπαγωγή της επιστημονικής και τεχνολογικής εργασίας στο κεφάλαιο είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, ειδικά εφόσον η αξία που το επιστημονικό και τεχνολογικό εργασιακό δυναμικό ενσωματώνει στην παραγωγική διαδικασία δεν αντικειμενοποιείται άμεσα· είναι το προϊόν και το αποτέλεσμα της κοινωνικής γνώσης που εκφράζεται στην αγορά όταν συγκεκριμενοποιούνται νέα εμπορεύματα, νέες παραγωγικές διαδικασίες, και νέοι τρόποι οργάνωσης και αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο Pablo Míguez αναφέρεται σε αυτό το φαινόμενο όχι ως “απλή υπαγωγή στο κεφάλαιο, αλλά μια ανεξάρτητη σχέση με τον χρόνο εργασίας που επιβάλλεται από το κεφάλαιο, που καθιστά πολύ δύσκολη τη διάκριση μεταξύ χρόνου εργασίας, παραγωγικού χρόνου ή χρόνου ανάπαυσης”[xiii].

Από την οπτική της θεωρίας της αξίας, η διαδικασία της αξιοποίησης της επιστημονικής και τεχνολογικής εργασίας δεν υλοποιείται στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας, αλλά στη σφαίρα της διανομής του αξιοποιημένου κεφαλαίου (Σ.τ.Μ., distribution sphere of valorized capital), όπου η κοινωνική υπεραξία, διαμεσολαβημένη από την πνευματική ιδιοκτησία, αποδίδεται με τη μορφή της προσόδου. Με αυτήν την έννοια, είναι σημαντικό να δώσουμε έμφαση στον θεμελιώδη ρόλο που παίζουν τα κράτη στη διανομή του κοινωνικού πλεονάσματος για την προώθηση της βασικής και εφαρμοσμένης επιστήμης, υποστηρίζοντας δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπως και ερευνητικά κέντρα. Το κράτος επίσης συμβάλει στη δημιουργία θεσμών και πολιτικών που επιτρέπουν την ιδιωτική οικειοποίηση της προσόδου που προκύπτει από τη γενική διάνοια. Αυτοί οι θεσμοί αναδεικνύονται σε κρίσιμους για τη δυναμική της συσσώρευσης και της άνισης ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό.

Ο μετασχηματισμός της γενικής διάνοιας σε μια άμεση παραγωγική δύναμη, υλοποιημένη σε νέα εμπορεύματα και νέους τρόπους οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας, απαιτεί τη διαμεσολάβηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και ενός σχετικού συστήματος. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η δημιουργία πνευματικής ιδιοκτησίας διά διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή ενός σχετικούς συστήματος αποκτά στρατηγική σημασία όσον αφορά τον έλεγχο και προσανατολισμό των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό αναδεικνύεται σε ένα στοιχείο-κλειδί τόσο για την ιδιωτική οικειοποίηση των προϊόντων που προέρχονται από τη γενική διάνοια, όσο και για την οργάνωση των συστημάτων καινοτομίας. Με αυτήν την έννοια, οι εθνικές και διεθνείς νομοθεσίες επί των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συνιστούν έναν μηχανισμό που καθιστά δυνατή την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των κοινών αγαθών, εμποδίζοντας δυνητικά επωφελείς για την κοινωνία καινοτομίες[xiv]. Για παράδειγμα,

Οι νομικοί μηχανισμοί για την ιδιωτική οικειοποίηση της επιστημονικής-τεχνολογικής εργασίας, με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ως ένα κομβικό μέρος της αναδόμησης των συστημάτων καινοτομίας, αναδεικνύεται σε βασικό κομμάτι για την παρακράτηση υπερκερδών που καθίστανται δυνατά διά της παγκόσμιας εταιρικής ρύθμισης σε συντονισμό με τις πολιτικές των ιμπεριαλιστικών Κρατών… Συνεπώς, ο διεθνής νόμος λειτουργεί ως ένα κεντρικό κομμάτι του ιδιωτικού ελέγχου της επιστημονικής-τεχνολογικής εργασίας μέσω μιας σειράς ρυθμιστικών συμφωνιών επί της πνευματικής ιδιοκτησίας και του διεθνούς εμπορίου[xv].

Ακολουθώντας αυτήν την ιδέα, ο Míguez ισχυρίζεται ότι, στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού, “η πνευματική ιδιοκτησία ενισχύεται καθώς είναι ο μόνος μηχανισμός που επιτρέπει την ιδιωτική οικειοποίηση της αυξανόμενης κοινωνικής γνώσης στην αδιάκοπη αναζήτηση για την αξιοποίηση του κεφαλαίου”[xvi].

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον σύγχρονο καπιταλισμό – και η πορεία που ακολουθείται από τη γενική διάνοια- δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές ξεχωριστά από τη σύγχρονη κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτή η ηγεμονική μερίδα του κεφαλαίου – πανταχού παρούσα στον σύγχρονο καπιταλισμό – βρίσκει τον λόγο της ύπαρξής της (Σ.τ.Μ., raison d’être) στην οικειοποίηση υπερκερδών και τεχνολογικών προσόδων μέσω μονοπωλιακών τιμών, ανάμεσα σε άλλες διαδικασίες. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η μονοπωλιακή οικειοποίηση κέρδους μέσω των τιμών, αναφέρεται σε τιμές που υψώνονται πάνω από το κόστος παραγωγής συν το μέσο ποσοστό κέρδους, δίνοντας τη δυνατότητα στο μονοπωλιακό κεφάλαιο να οικειοποιηθεί ένα σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο της κοινωνικής υπεραξίας από αυτό που θα αντιστοιχούσε σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.

Ένα άλλο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ως μια απολύτως απαραίτητη (Σ.τ.Μ., sine qua non) συνθήκη για την απόκτηση κερδών, είναι η ανάγκη του να διατηρεί διαρκή πλεονεκτήματα επί άλλων δυνητικών συμμετεχόντων σε έναν συγκεκριμένο κλάδο ή κλάδους όπου λειτουργεί. Τέτοια πλεονεκτήματα μπορεί να είναι φυσικά ή τεχνητά, ανάλογα με τους συνδυασμούς των μορφών του υπερκέρδους, οι οποίες, με τη σειρά τους, διαμορφώνουν ιδιαίτερες μονοπωλιακές πρακτικές. Μια από αυτές τις μορφές σχετίζεται με την επαναστατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού, όπως την οραματίσθηκε ο Μαρξ: η τεχνολογική αλλαγή. Με αυτήν την έννοια, ο Joseph A. Schumpeter – απέχοντας πολύ από το να αποσκοπεί στο να ταυτοποιήσει το δικό του όραμα της τεχνολογικής αλλαγής με αυτό που προτάθηκε από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο – εισάγει την ύπαρξη μια θετικής σχέσης μεταξύ καινοτομίας και μονοπωλιακής ισχύος, ισχυριζόμενος ότι ο ανταγωνισμός διά της καινοτομίας ή η “δημιουργική καταστροφή” είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για την απόκτηση πλεονεκτημάτων επί δυνητικών ανταγωνιστών. Επιπλέον, ο Schumpeter ισχυρίζεται ότι η καινοτομία είναι τόσο ένα μέσο για την επίτευξη μονοπωλιακού κέρδους, όσο και μια μέθοδος για τη διατήρησή του.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι, στη μαρξική αντίληψη, δεν υφίσταται μηχανική ή άμεση ταυτοποίηση της τεχνολογικής αλλαγής με ένα θετικό όραμα της προόδου. Αντιθέτως, κυριαρχούμενη από τον νόμο της αξίας και την αναγκαιότητα του κεφαλαίου να διευρύνει τη συσσώρευση, η τεχνολογική αλλαγή δεν διαφεύγει των αντιθέσεων της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, η οποίας, όπως τονίζει ο Echeverría, “οδηγεί η ίδια, δομικά, με τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η διαδικασία της αναπαραγωγής του πλούτου …στην καταστροφή του κοινωνικού υποκειμένου και στην καταστροφή της φύσης στην οποία το κοινωνικό υποκείμενο επιβεβαιώνει τον εαυτόν του”[xvii].

Η οικειοποίηση μονοπωλιακών υπερκερδών που παράγονται διά της πνευματικής ιδιοκτησίας συνοδεύεται στον σύγχρονο καπιταλισμό από μια βαθιά αναδόμηση της ηγεμονικής μερίδας του κεφαλαίου, μέσω μιας διαδικασίας υπερμονοπώλησης, όπου διακρίνονται τρεις επιπρόσθετες μορφές οικειοποίησης κέρδους[xviii]:

(1) Η διαμόρφωση παγκόσμιων δικτύων μονοπωλιακού κεφαλαίου, κοινά γνωστών ως παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, διά της γεωγραφικής επέκτασης της εταιρικής ισχύος μέσω της μεταφοράς κομματιών της παραγωγής, εμπορικών, και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε περιφερειακές χώρες σε αναζήτησης φτηνής εργασίας[xix]. Κατά βάση, πρόκειται για έναν νέο νομαδισμό στο σύστημα της παγκόσμιας παραγωγής που βασίζεται στις τεράστιες διαφορές των μισθών που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ του Παγκόσμιου Βορρά και του Παγκόσμιου Νότου (το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ – Σ.τ.Μ., global labor arbitrage). Αυτή η στρατηγική αναδόμησης έχει τροποποιήσει εκ βαθέων την παγκόσμια γεωγραφία τη παραγωγής στον βαθμό που λίγο πάνω από το 50% της τρέχουσας βιομηχανικής απασχόλησης εντοπίζεται σε περιφερειακές και αναδυόμενες οικονομίες[xx].

(2) Η επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επί άλλων μερίδων του κεφαλαίου[xxi]. Εν τη απουσία επικερδών επενδύσεων στην παραγωγική σφαίρα λόγω της κρίσης υπερσυσσώρευσης που ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το κεφάλαιο άρχισε να κινείται προς τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, δημιουργώντας ισχυρές στρεβλώσεις στη σφαίρα της διανομής της κοινωνικής υπεραξίας διά της χρηματιστικοποίησης της τάξης των καπιταλιστών, η οποία οδήγησε σε μια έκρηξη του πλασματικού κεφαλαίου – χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων χωρίς αντίκρισμα στην υλική παραγωγή[xxii].

(3) Ο πολλαπλασιασμός του εξορυκτικισμού διά της μονοπώλησης και του ελέγχου της γης και του υπεδάφους από το μονοπωλιακό κεφάλαιο[xxiii]. Επιπρόσθετα της ενίσχυσης της δυναμικής της συσσώρευσης διά της εκποίησης, η μεγέθυνση της παγκόσμιας ζήτησης για φυσικούς πόρους και ενέργεια οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου ιδιωτικοποίηση της βιοποικιλότητας, των φυσικών πόρων, και των κοινοτικών αγαθών, προς όφελος υπερμεγέθων εξορυκτικών και αγροτικών επιχειρήσεων. Αυτό υποδηλώνει την οικειοποίηση τεράστιων υπερκερδών με τη μορφή της γεωπροσόδου (μη παραγμένη υπεραξία) που μεταφράζεται σε ακόμη μεγαλύτερη λεηλασία, μόλυνση, πείνα και ασθένειες με σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων της παγκόσμιας υπερθέρμανσης και της χειροτέρευσης ακραίων καιρικών φαινομένων που θέτουν σε κίνδυνο τη συμβίωση μεταξύ της ανθρώπινης κοινωνίας και της φύσης[xxiv].

Αυτή η επικυριαρχία και μεταμόρφωση του μονοπωλιακού κεφαλαίου υπό την αιγίδα του νεοφιλελευθερισμού έχει οδηγήσει σε εκτεταμένους μετασχηματισμούς της οργάνωσης της παραγωγής και της εργασιακής διαδικασίας. Αυτοί οι μετασχηματισμοί είναι ενσωματωμένοι στη γεωγραφία του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, οδηγώντας σε μια πτώση του κράτους κοινωνικής πρόνοιας, μια αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, και στην ανάδυση ενός νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας, όπου το εργατικό δυναμικό γίνεται το κύριο εξαγώγιμο εμπόρευμα. Αυτό, με τη σειρά του, ανοίγει το δρόμο σε νέες και ακραίες μορφές άνισης ανταλλαγής και μεταφοράς υπεραξίας από την περιφέρεια στις οικονομίες του πυρήνα του συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, η εισβολή της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης γέννησε νέους τρόπους για την προαγωγή της επιστημονικής και τεχνολογικής δημιουργικότητας, για την οργάνωση της γενικής διάνοιας σε παγκόσμια κλίμακα, και για την οικειοποίηση των προϊόντων της.

Αποκαλύπτοντας το Αυτοκρατορικό Σύστημα Καινοτομίας της Silicon Valley

Μια στρατηγική διάσταση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην εποχή των γενικευμένων μονοπωλίων αντιστοιχεί στον αξιοσημείωτο δυναμισμό που επιτυγχάνει η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων διά του αχαλίνωτου ρυθμού της παραγωγής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Συνεπώς, είναι ζωτικής σημασίας να καταλάβουμε τα χαρακτηριστικά του πιο προχωρημένου συστήματος καινοτομίας σήμερα, το οποίο ηγεμονεύεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και αναφέρεται γεωγραφικά στη Silicon Valley, η οποία λειτουργεί ως μια ισχυρότατη μηχανή παραγωγής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και έχει πλοκάμια σε διάφορες περιφερειακές και αναδυόμενες χώρες. Η οργανωτική αρχιτεκτονική της γενικής διάνοιας σε αυτό το πολύπλοκο οικονομικό πεδίο καθιστά δυνατό τον εταιρικό έλεγχο επί της επιστημονικής και τεχνολογικής εργασίας μιας εντυπωσιακής μάζας διανοητικών εργατών, εκπαιδευμένων σε διαφορετικές χώρες ανά τον κόσμο, τόσο σε κεντρικές όσο και σε περιφερειακές οικονομίες. Σε αυτό το σύστημα, ένα μεγάλο εύρος δρώντων και θεσμών αλληλοεπιδρούν για να επιταχύνουν τη δυναμική της καινοτομίας, μειώνοντας τα κόστη και τους κινδύνους που σχετίζονται με εφευρέτες και εξαρτημένους επιχειρηματίες – οργανωμένους διά καινοτόμων εμβρυακών εταιρειών γνωστών ως νεοφυείς επιχειρήσεις (Σ.τ.Μ., startups) – προκειμένου να κεφαλαιοποιηθεί από μεγάλες εταιρείες διά της απόκτησης ή οικειοποίησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας[xxv].

Μερικά από τα πιο σημαντικά γνωρίσματα αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως το Αυτοκρατορικό Σύστημα Καινοτομίας της Silicon Valley είναι τα εξής:

(1) Η διεθνοποίηση και κατακερματισμός των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης κάτω από «συλλογικές» μεθόδους οργάνωσης και προαγωγής των διαδικασιών καινοτομίας: διομότιμη παραγωγής (Σ.τ.Μ., peertopeer), οικονομία διαμοιρασμού (Σ.τ.Μ., share economy), οικονομία των κοινών (Σ.τ.Μ., commons economy), οικονομία πληθοπορισμού (Σ.τ.Μ., crowdsourcing economy), διά αυτού που είναι γνωστού ως Ανοιχτή Καινοτομία (Σ.τ.Μ., Open Innovation). Αυτές είναι μορφές επιστημονικών και τεχνολογικών εφευρέσεων που παράγονται έξω από τα όρια των πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν το άνοιγμα και τη χωρική αναδιανομή των δραστηριοτήτων έντασης γνώσης, με την αυξανόμενη συμμετοχή συνεργατών ή εξωτερικών των μεγάλων εταιρειών δρώντων, όπως νεοφυείς επιχειρήσεις που λειτουργούν ως προνομιακά κύτταρα της νέας αρχιτεκτονικής της καινοτομίας, κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών υψηλού κινδύνου (Σ.τ.Μ., venture capital), πελάτες, υπεργολάβοι, κυνηγοί κεφαλών, νομικές εταιρείες, πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα[xxvi]. Αυτή η νέα μορφή οργάνωσης της γενικής διάνοιας έχει οδηγήσει σε μια συνεχή διαμόρφωση και επαναδιαμόρφωση των δικτύων καινοτομίας που αλληλοεπιδρούν υπό ένα πολύπλοκο διαθεσμικό οικοδόμημα που διοικείται από κοινού από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες και το αυτοκρατορικό κράτος (βλ. Διάγραμμα 1) Αυτή η δικτυωμένη αρχιτεκτονική έχει μετασχηματίσει εκ βαθέων τους πρότερους τρόπους καθοδήγησης της τεχνολογικής αλλαγής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αυτό το πλαίσιο, η επιστημονική και τεχνολογική εργασία που λαμβάνει χώρα σε νεοφυείς επιχειρήσεις δεν είναι υπαγμένη τυπικά στο κεφάλαιο καθώς οι εφευρέτες δεν είναι άμεσα εργαζόμενοι των μεγάλων επιχειρήσεων. Συνεπώς, η υπαγωγή είναι διακριτική και έμμεση, υποστηριζόμενη από ένα θεσμικό πλαίσιο εγκαθιδρυμένο από τη Συνθήκη Συνεργασίας Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΠΙ) (Σ.τ.Μ., Patent Cooperation Treaty of the World Intellectual Property Organization (WIPO)) και ένα εξειδικευμένο δικτυακό οικοσύστημα, το οποίο καλλιεργεί τη συλλογική ανάπτυξη προϊόντων που αναδύονται ως μέρος της γενικής διάνοιας σε πλανητική κλίμακα, και την ιδιωτική τους οικειοποίηση διά διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και άλλων ιδιοκτησιακών μηχανισμών, οι οποίοι διαμεσολαβούνται από νομικές εταιρείες που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Ως αποτέλεσμα, η συσσωρευμένη κοινωνική γνώση – μια συλλογική ορμή που επιταχύνεται από δίκτυα επιστημόνων και τεχνολόγων – καταλήγει στα χέρια εταιρειών διά δικανικών μηχανισμών[xxvii].

2) Η δημιουργία επιστημονικών πόλεων όπως η Silicon Valley στις Ηνωμένες Πολιτείες και νέων «Silicon Valley» προσφάτως εγκαθιδρυμένων σε περιφερειακές ή αναδυόμενες περιοχές, κυρίως στην Ασία, όπου δημιουργούνται συλλογικές συνέργειες για να επιταχύνουν διαδικασίες καινοτομίας. Όπως τονίζει το Annalee Saxenian, είναι ένα νέο παράδειγμα με γεωγραφική αναφορά, το οποίο απομακρύνεται από τα παλιά μοντέλα έρευνας και ανάπτυξης και ανοίγει τον δρόμο για μια νέα κουλτούρα καινοτομίας που βασίζεται στην ευελιξία, την αποκέντρωση, και την ενσωμάτωση, με διαφορετικούς τρόπους, νέων και αυξανόμενα πολυάριθμων παικτών, οι οποίοι αλληλοεπιδρούν ταυτόχρονα σε τοπικούς και διεθνείς χώρους[xxviii]. Η Silicon Valley έγινε το σημείο καμπής μιας νέας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής καινοτομίας, γύρω από το οποίο περιπλέκονται πολλαπλοί περιφερειακοί κρίκοι για να λειτουργήσουν ως ένα είδος επιστημονικής υπεργολαβικής βιοτεχνίας (Σ.τ.Μ., maquiladora) ευρισκόμενη σε περιοχές, πόλεις και πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Αυτό οδηγεί στην ανάδυση ενός νέου και διεστραμμένου τρόπου άνισης ανταλλαγής, διά του οποίου τα κόστη της διαμόρφωσης και αναπαραγωγής υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού εμπλεκόμενου στη δυναμική της επιστημονικής καινοτομίας μεταφέρονται από τις οικονομίες του κέντρου σε περιφερειακές και αναδυόμενες οικονομίες, γεννώντας αξιοσημείωτα κέρδη μέσω μονοπωλιακών τεχνολογικών προσόδων.

3) Νέες μορφές ελέγχου και οικειοποίησης των προϊόντων της επιστημονικής εργασίας από πολυεθνικές εταιρείες, διά ποικίλων μορφών υπεργολαβιών, συνεργασιών και διοίκησης και διαφοροποίησης κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών υψηλού κινδύνου. Αυτός ο έλεγχος εγκαθιδρύεται μέσω δύο καναλιών. Από τη μια πλευρά, εγκαθιδρύεται μέσω εξειδικευμένων ομάδων δικηγόρων που είναι επιμελώς εξοικειωμένοι με το θεσμικό πλαίσιο και τους κανόνες λειτουργίας για διπλώματα ευρεσιτεχνίας που επιβάλλονται από τη Συνθήκη Συνεργασίας Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και τον ΠΟΠΙ, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών. Υπό αυτό το σύνθετο και πολύπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο (βλ. Διάγραμμα 2), είναι πρακτικά αδύνατο για ανεξάρτητους εφευρέτες να εγγράψουν και να πατεντάρουν προϊόντα από μόνοι τους. Από την άλλη πλευρά, αυτό γίνεται μέσω ομάδων δικηγόρων που λειτουργούν ως κυνηγοί κεφαλών, εργολάβοι και υπεργολάβοι που εργάζονται διά «στρατηγικών επενδύσεων» για να οικειοποιηθούν και να αποκτήσουν έλεγχο επί των προϊόντων της γενικής διάνοιας[xxix].

Ο τρόπος με τον οποίο μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες συμμετέχουν στη δυναμική της καινοτομίας που εκκολάπτεται και αναπτύσσεται στη μήτρα της Silicon Valley αποκαλύπτει ότι, περισσότερο από ανάπτυξη που καθοδηγείται για τη διευκόλυνση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, το μονοπωλιακό κεφάλαιο λειτουργεί ως ένας προσοδοφόρος (Σ.τ.Μ., rentier) δρων ο οποίος οικειοποιείται τα προϊόντα της γενικής διάνοιας χωρίς να συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία της ανάπτυξής της. Με άλλα λόγια, τα αξιοσημείωτα κέρδη που συνιστούν το μοτίβο του μονοπωλιακού κεφαλαίου μετατρέπονται σε τεχνολογικές προσόδους σε συμφωνία με το νόημα που ο Μαρξ αποδίδει στη γεωπρόσοδο: τη δυνατότητα απαίτησης επί ενός σημαντικού μεριδίου της κοινωνικής υπεραξίας χάρις στην ιδιοκτησία επί ενός προϊόντος, σε αυτήν την περίπτωση το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αν και όχι αποκτημένο δια μιας παραγωγικής διαδικασίας που ενσωματώνει αξία μέσω εργασίας. Συνεπώς, στην εποχή των γενικευμένων μονοπωλίων, το μονοπωλιακό κεφάλαιο σταματά να είναι ένας προοδευτικός παράγοντας της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και μετατρέπεται σε μια παρασιτική οντότητα που φτάνει να αποφασίζει, ως ιδιοκτήτης της πνευματικής ιδιοκτησίας, ποια προϊόντα είναι δυνητικά σημαντικά για την αγορά και ποια θα παραμείνουν απολιθωμένα στον καταψύκτη της ιστορίας της κοινωνίας[xxx].

(4) Μια επέκταση από τον Βορρά προς τον Νότο του ορίζοντα του εργατικού δυναμικού σε περιοχές της επιστήμης, της τεχνολογίας, της καινοτομίας, και των μαθηματικών, και αυξανόμενη επιστράτευση ενός υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού από τις περιφέρειες διά μηχανισμών υπεργολαβιών και εξωχώριας μεταφοράς δραστηριοτήτων (Σ.τ.Μ., offshoring). Με αυτήν την έννοια, η μετανάστευση των υψηλά ειδικευμένων από τις περιφερειακές χώρες παίζει έναν όλο και πιο σχετικό ρόλο στις διαδικασίες παγκόσμιας καινοτομίας, δημιουργώντας μια παράδοξη και αντιφατική εξάρτηση του Νότου από τον Βορρά, όπου οι εφευρέτες των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας όλο και πιο συχνά κατοικούν σε περιφερειακές και αναδυόμενες χώρες. Στην πραγματικότητα, αυτή η τάση μπορεί να ιδωθεί ως μέρος ενός ανώτερου σταδίου ανάπτυξης των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας – αυτό που προτιμούμε να αποκαλούμε δίκτυα παγκόσμιου μονοπωλιακού κεφαλαίου – καθώς ο νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας κινείται προς τα πάνω στην αλυσίδα προστιθέμενης αξίας προς την επιστημονική και τεχνολογική σφαίρα, και ενώ το μονοπωλιακό κεφάλαιο κινείται για να καρπωθεί το κέρδος που προκύπτει από την παραγωγικότητα και τη γνώση την οποία συνεισφέρει ένα υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό από τον Παγκόσμιο Νότο[xxxi]. Αυτή η τάση μπορεί να βρεθεί σε διάφορους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της αγροτικής βιοτεχνολογίας και βιοηγεμονίας σε διαγωνιδιακές (Σ.τ.Μ., transgenic) καλλιέργειες, όπως και στην οικειοποίηση της ιθαγενικής γνώσης που σχετίζεται με την τεχνολογία των σπόρων[xxxii].

Διάγραμμα 1. Γραφική αναπαράσταση του Συστήματος Καινοτομίας της Silicon Valley

Πηγή: Παρήχθη στη βάση πληροφοριών που συλλέχθηκαν από το Strategic Business Insight

Διάγραμμα 2. Συνθήκη Συνεργασίας Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας

Πηγή: Η εικόνα είναι προσαρμοσμένη από τη Συνθήκη Συνεργασίας Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 2015, www.wipo.int.

Ένα κομμάτι κλειδί που υποστηρίζει τη νέα γεωπολιτική της καινοτομίας είναι η δημιουργία ενός εκ επί τούτω (Σ.τ.Μ., ad hoc) θεσμικού πλαισίου που αποσκοπεί στη συγκέντρωση και οικειοποίηση των προϊόντων της γενικής διάνοιας διά διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κάτω από την κηδεμονία και επιτήρηση του ΠΟΠΙ σε συμφωνία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ)[xxxiii]. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, υπάρχει μια τάση προς τη παραγωγή νομοθεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε συμφωνία με τα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών στο πεδίο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Διαμέσου κανόνων και ρυθμίσεων που προάγει ο ΠΟΕ, το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας έχει επεκταθεί σημαντικά. Το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ έχει πάρει τον ρόλο της προαγωγής της υπογραφής και εφαρμογής συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, όπου οι διαφορές επί πνευματικής ιδιοκτησίας εντός του ΠΟΠΙ/ΠΟΕ τείνουν να είναι υπερβολικά σύνθετες λόγω της πολυμερούς φύσης τους. Η στρατηγική των ΗΠΑ επίσης συμπεριλαμβάνει διαπραγματεύσεις για διμερείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου ως ένα συμπληρωματικό μέτρο για τον έλεγχο αγορών και την αύξηση των εταιρικών κερδών. Οι κανονισμοί που εγκαθιδρύονται από τη Συνθήκη Συνεργασίας Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, τροποποιημένη το 1984 και το 2001 εντός του πλαισίου των ΠΟΠΙ και ΠΟΕ, έχουν συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση αυτής της τάσης.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη φύση και τα χαρακτηριστικά του Αυτοκρατορικού Συστήματος Καινοτομίας, οι ΗΠΑ εμφανίζονται ως η επικεφαλής καπιταλιστική δύναμη στην καινοτομία παγκοσμίως, απορροφώντας το 23.9% των συνολικών αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας που εγγράφηκαν στον ΠΟΠΙ από το 1996 έως το 2018. Ωστόσο, στην ίδια περίοδο, η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ στις αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, με 23.1% συγκρινόμενο με το 21.7% των ΗΠΑ (βλ. Πίνακας 1).

Πίνακας 1. Αιτούμενα και Αποδιδόμενα Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας: Σύνολο και 10 Κύριες Χώρες, 1996-2008

Πηγή: SIMDE-UAZ. Εκτιμήσεις χρησιμοποιώντας δεδομένα από τον ΠΟΠΙ, 1996–2018.

Στην εποχή των γενικευμένων μονοπωλίων, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει μπει σε ένα σημείο χωρίς γυρισμό, στο οποίο οι αντιθέσεις μεταξύ της προόδου και της βαρβαρότητας, που ενσωματώνονται στην καπιταλιστική νεωτερικότητα, έχουν γίνει πιο εμφανείς από ποτέ στο παρελθόν. Η ιστορική αποστολή της προόδου που αποδίδεται στον καπιταλισμό για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει μετατραπεί στο αντίθετό της: ένα αναχρονιστικό μονοπάτι που απειλεί τη φύση και την ανθρωπότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η τρέχουσα διαμάχη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας είναι αβέβαιη. Ενώ υπάρχουν σημάδια ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν ακόμη την ηγεσία στα στρατηγικά πεδία της καινοτομίας, η Κίνα έχει κερδίσει έδαφος και ανταγωνίζεται την επιστημονικο-τεχνολογική υπεροχή και την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ. Υπό τις συνθήκες αυτού του αμφιλεγόμενου σεναρίου, η πανδημία του COVID-19 ανοίγει ένα μεγάλο ερώτημα, όπου η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα.

Σημειώσεις

[i] Samir Amin, The Implosion of Contemporary Capitalism (New York: Monthly Review Press, 2013).

[ii] David Harvey, A Brief History of Neoliberalism (Oxford: Oxford University Press, 2005).

[iii] Karl Marx, chap. 6 in El capital (1867; repr. Mexico: Siglo XXI, 1981), 60.

[iv] Marx, chap. 6 in El capital, 76.

[v] Karl Marx, El capital, tomo 1, vol. 3 (1867; repr. Mexico: Siglo XXI, 2005), 804.

[vi] Victor Figueroa, Reinterpretando el subdesarrollo: Trabajo general, clase y fuerza productiva en América Latina (Mexico: Siglo XXI, 1986), 40.

[vii]Harry Braverman, Labor and Monopoly Capital: The Degradation of Work in the Twentieth Century (New York: Monthly Review, 1998), 118.

[viii] Karl Marx, Elementos fundamentales para la crítica de la economía política 1857–1858 (Grundrisse), tomo 2 (1858; repr. Mexico: Siglo XXI, 1980), 229–30.

[ix] Antonio Gómez Villar, “Paolo Virno, lector de Marx: General Intellect, biopolítica y éxodo,” SEGORÍA: Revista de Filosofía Moral y Política 50 (2014): 306.

[x] Figueroa, Reinterpretando el subdesarrollo: trabajo general, clase y fuerza productiva en América Latina, 41.

[xi] Antonio Negri, Marx más allá de Marx (Madrid: Akal, 2001).

[xii] Bolívar Echeverría, Antología: Crítica de la modernidad capitalista (La Paz: Oxfam, Vicepresidencia del Estado Plurinacional de Bolivia, 2011): 78–79.

[xiii] Pablo Míguez, “Del General Intellect a las tesis del Capitalismo Cognitivo: Aportes para el estudio del capitalismo del siglo XXI,”Bajo el Volcán 13, no. 21 (2013): 31.

[xiv] Guillermo Foladori, “Ciencia Ficticia,”Estudios Críticos del Desarrollo 4, no. 7 (2014): 41–66.

[xv] Julián Pinazo Dallenbach and Raúl Delgado Wise, “El marco regulatorio de las patentes en la reestructuración de los sistemas de innovación y la nueva migración calificada,”Migración y Desarrollo 27, no. 32 (2019): 52.

[xvi] Míguez, “Del General Intellect a las tesis del Capitalismo Cognitivo,” 39.

[xvii] Echeverría, Antología, 173.

[xviii] Francisco Javier Caballero, “Replanteando el desarrollo en la era de la monopolización generalizada: Dialéctica del conocimiento social y la innovación” (PhD dissertation, Universidad Autónoma de Zacatecas, Mexico, 2020).

[xix] Raúl Delgado Wise and David Martin, “The Political Economy of Global Labor Arbitrage,” in The International Political Economy of Production, ed. Kees van der Pijl (Cheltenham: Edward Elgar, 2015), 59–75.

[xx] John Bellamy Foster, Robert W. McChesney, and R. Jamil Jonna, “The Global Reserve Army of Labor and the New Imperialism,” Monthly Review 63, no. 6 (November 2011): 1–15.

[xxi] Walden Bello, “The Crisis of Globalist Project and the New Economics of George W. Bush,” in Critical Globalization Studies, ed. Richard P. Appelbaum and William I. Robinson (New York: Routledge, 2005), 101–9.

[xxii] Robert Brenner, The Boom and the Bubble: The U.S. in the World Economy (New York: Verso, 2002); John Bellamy Foster and Hannah Holleman, “The Financialization of the Capitalist Class: Monopoly-Finance Capital and the New Contradictory Relations of Ruling Class Power,” in Imperialism, Crisis and Class Struggle: The Enduring Verities and Contemporary Face of Capitalism, ed. Henry Veltmeyer (Leiden: Brill, 2010).

[xxiii] James Petras and Henry Veltmeyer, Extractive Imperialism in the Americas (Leiden: Brill, 2013).

[xxiv] Guillermo Foladori and Naina Pierri, ¿Sustentabilidad? Desacuerdos sobre el desarrollo sustentable (Mexico: Miguel Ángel Porrúa, 2005).

[xxv] Raúl Delgado Wise, “Unraveling Mexican Highly-Skilled Migration in the Context of Neoliberal Globalization,” in Social Transformation and Migration: National and Local Experiences in South Korea, Turkey, México and Australia, ed. Stephen Castles, Derya Ozkul, and Magdalena Arias Cubas (Basingstoke: Palgrave MacMillan, 2015): 201–18; Raúl Delgado Wise and Mónica Guadalupe Chávez, “¡Patentad, patentad!: Apuntes sobre la apropiación del trabajo científico por las grandes corporaciones multinacionales,” Observatorio del Desarrollo 4, no. 15 (2016): 22–30; Míguez, “Del General Intellect a las tesis del Capitalismo Cognitivo.”

[xxvi] Henry Chesbrough, “Open Innovation: A New Paradigm for Understanding Industrial Innovation,” in Open Innovation: Researching a New Paradigm, ed. Henry Chesbrough, Wim Vanhaverbeke, and Joel West (Oxford: Oxford University Press, 2008), 1–14.

[xxvii] Guillermo Foladori, “Teoría del valor y ciencia en el capitalismo contemporáneo,” Observatorio del Desarrollo 6, no. 18 (2017): 42–47.

[xxviii] AnnaLee Saxenian, The New Argonauts: Regional Advantage in a Global Economy (Boston: Harvard University Press, 2006).

[xxix] Titus Galama and James Hosek, S. Competitiveness in Science and Technology (Santa Monica, CA: RAND, 2008).

[xxx] Foladori, “Teoría del valor y ciencia en el capitalismo contemporáneo.”

[xxxi] Raúl Delgado Wise, “El capital en la era de los monopolios generalizados: Apuntes sobre el capital monopolista,”Observatorio del Desarrollo 6, no.18 (2017): 48–58; Rodrigo Arocena and Judith Sutz, “Innovation Systems and Developing Countries” (DRUID Working Paper 02–05, Danish Research Unit for Industrial Dynamics, Aalborg, 2002).

[xxxii] Laura Gutiérrez Escobar and Elizabeth Fitting, “Red de semillas libres: Crítica a la biohegemonía en Colombia,”Estudios Críticos del Desarrollo 7, no. 11 (2016): 85–106; Pablo Lapegna and Gerardo Otero, “Cultivos transgénicos en América Latina: Expropiación, valor negativo y Estado,”Estudios Críticos del Desarrollo 6, no. 11 (2016): 19–44; Renata Motta, “Capitalismo global y Estado nacional en las luchas de los cultivos transgénicos en Brasil,” Estudios Críticos del Desarrollo 6, no. 11 (2016): 65–84.

[xxxiii] Wise and Chávez, “¡Patentad, patentad!”