1

To Kεφάλαιο και η Οικολογία των Ασθενειών

 

John Bellamy Foster, Brett Clark και Hannah Holleman

Μετάφραση: Βασίλης Ζουμπουρλής, Μαρία Αδαμάκη και Μαρία Γουλιελμάκη

 

«Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι», έγραψε ο Φρίντριχ Ένγκελς (Friedrich Engels) στο βιβλίο Σοσιαλισμός: Ουτοπικός και Επιστημονικός, «όλοι γεννήθηκαν φυσικοί διαλεκτικοί». Αυτή η διαλεκτική, υλιστική και οικολογική προσέγγιση στην επιδημιολογία (από την αρχαία ελληνική λέξη επί, που σημαίνει πάνω ή από πάνω, και από το δήμος, δηλαδή οι άνθρωποι) επεξηγείται στο κλασικό κείμενο του Ιπποκράτη (Περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων) (περίπου 400 π.Χ.), το οποίο ξεκινούσε ως εξής:

«Όποιος επιθυμεί να διερευνήσει σωστά την ιατρική, πρέπει να προχωρήσει ως εξής: πρώτον, να εξετάσει τις εποχές του έτους και ποιες επιπτώσεις επιφέρει η καθεμιά, γιατί δεν είναι όλες όμοιες, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά τις αλλαγές τους. Στη συνέχεια τους ανέμους, τη ζέστη και το κρύο, ειδικά όπως αυτά είναι κοινά σε όλες τις χώρες, και όπως είναι ιδιαίτερα σε κάθε τοποθεσία. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τις ιδιότητες των υδάτων, διότι διαφέρουν μεταξύ τους στη γεύση και το βάρος, όπως επίσης διαφέρουν πολύ στις ποιότητές τους.

Με τον ίδιο τρόπο, όταν κάποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά μια πόλη στην οποία είναι ξένος, πρέπει να εξετάσει την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη αυτή, για παράδειγμα την τοποθεσία ως προς στους ανέμους και την ανατολή του ηλίου…. Αυτά τα πράγματα πρέπει κανείς να τα εξετάσει προσεκτικά και σχετικά με τα νερά που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι, είτε είναι ελώδη και μαλακά, είτε σκληρά, και τρέχουν από υπερυψωμένες βραχώδεις περιοχές, και έπειτα εάν είναι αλμυρά και ακατάλληλα για μαγείρεμα, και το έδαφος, εάν είναι γυμνό και ανεπαρκές σε νερό, ή δασώδες και καλά ποτισμένο, και αν βρίσκεται σε μια κοίλη ή περιορισμένη κατάσταση, ή αν είναι ανυψωμένο και κρύο. Καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι κάτοικοι, και ποιες είναι οι αναζητήσεις τους, αν τους αρέσει να πίνουν και να τρώνε υπερβολικά, και να έχουν αδράνεια, ή αν αγαπούν την άσκηση και την εργασία…

Γιατί αν κάποιος γνωρίζει όλα αυτά τα πράγματα καλά, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος τους, δεν μπορεί να μην γνωρίζει, όταν έρχεται σε μια ξένη πόλη, είτε τις ασθένειες που είναι ιδιαίτερες στον τόπο, είτε τη συγκεκριμένη φύση των κοινών ασθενειών, ώστε να μην έχει αμφιβολίες ως προς τη θεραπεία των ασθενειών, ούτε να διαπράξει λάθη, όπως πιθανότατα συμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος δεν είχε εξετάσει προηγουμένως τα θέματα αυτά. Και ειδικότερα, καθώς προχωρά η σεζόν και το έτος, μπορεί κανείς να προβλέψει ποιες επιδημικές ασθένειες θα προσβάλουν την πόλη, είτε το καλοκαίρι είτε το χειμώνα, και τι θα κινδυνεύει να βιώσει κάθε άτομο από την αλλαγή του καιρού… Διότι με τις εποχές υφίστανται αλλαγές και τα πεπτικά συστήματα των ανθρώπων.»

Ένα βασικό στοιχείο αυτής της άποψης ήταν η έννοια μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του σώματος και του περιβάλλοντος, έτσι ώστε το σώμα να βρίσκεται ή να ενσωματωθεί σε ένα συγκεκριμένο τόπο και σε συγκεκριμένες φυσικές συνθήκες (αέρας και νερό), δημιουργώντας ένα όραμα, όπως ανέφερε ο ιστορικός της ιατρικής Charles E. Rozenberg, το οποίο ήταν «ολιστικό και ενοποιητικό – που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει τόσο οικολογικό όσο και κοινωνιολογικό».

Σίγουρα, στην αρχαία Ελλάδα, η ιατρική ήταν δύο επιπέδων. Οι σκλάβοι είχαν σκλάβους γιατρούς και οι πολίτες είχαν πολίτες γιατρούς, οι οποίοι δρούσαν υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ο Ιπποκράτης, στο σύγγραμμά του Περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων, έγραφε ειδικά για τους πολίτες γιατρούς, και έτσι η συγκεκριμένη διατριβή αντικατοπτρίζει την ταξική φύση της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, το κείμενο αποτέλεσε μια γενική προσέγγιση που έμελλε να επηρεάσει την μεταγενέστερη ανάπτυξη της επιδημιολογίας για χιλιάδες χρόνια.

Ο μεγάλος κληρονόμος της περιβαλλοντικής και διαλεκτικής προσέγγισης της υγείας στην πρώιμη καπιταλιστική εποχή ήταν ο Bernardino Ramazzini (1633-1714), του οποίου το πρωτοποριακό έργο Οι Ασθένειες των Εργαζομένων (The Diseases of Workers)  ήταν, όπως τόνισε ο Καρλ Μάρξ στο Κεφάλαιο, η θεμελιώδης διατριβή της «βιομηχανικής παθολογίας» ή αυτό που είναι τώρα γνωστό ως το πεδίο της επαγγελματικής και περιβαλλοντικής υγείας. Ο Ramazzini διερεύνησε τις επαγγελματικές ασθένειες που σχετίζονταν με μεταλλωρύχους, επιχρυσωτές, χημικούς, ζωγράφους, εργάτες θείου, σιδηρουργούς, καθαριστές ιδιωτικών σκαφών, καθαριστές υφασμάτων, πρεσαδόρους, βυρσοδέψες, καπνεργάτες, μεταφορείς πτωμάτων, μαίες, παραμάνες, ζυθοποιούς, αρτοποιούς, εργάτες ελαιοτριβείων, λιθοξόους, πλύστρες, αγρότες, εργαζόμενους σε ορθοστασία, εργαζόμενους καθισμένους και πολλές άλλες επαγγελματικές κατηγορίες και εργασιακές συνθήκες. Συνειδητά ενσωμάτωσε την αντίληψη του Περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων υπερβαίνοντας τη διαφοροποίηση που υπήρχε στην ελληνική ιατρική μεταξύ ελεύθερου πολίτη και σκλάβου, και εξετάζοντας τις περιβαλλοντικές συνθήκες των επαγγελμάτων των πιο χαμηλών ταξικά στρωμάτων. Έγραψε: «Όταν ένας γιατρός επισκέπτεται ένα σπίτι εργατικής τάξης, θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος αν κάθεται σε ένα τρίποδο σκαμνί, εάν δεν υπάρχει επιχρυσωμένη καρέκλα, και πρέπει να πάρει το χρόνο του για την εξέταση του ασθενούς . και στις ερωτήσεις που προτείνει ο Ιπποκράτης, θα πρέπει να προσθέσει μία ακόμη – Ποια είναι η δουλειά σας;

Έγκον Σίλε, Η οικογένεια, 1918, λάδια σε καμβά, 150 × 160.8 cm, Πινακοθήκη Μπελβεντέρε, Βιέννη.

Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, ο Μαρξ διάβασε το σύγγραμμα του Ramazzini για τη βιομηχανική παθολογία, η οποία επέκτεινε την επιδημιολογία στα επαγγέλματα της εργατικής τάξης, ως το κλειδί για την ανάπτυξη της δημόσιας υγείας, όπως διατυπώθηκε από ριζοσπαστικούς ιατρούς του 19ου αιώνα. Οι ευρύτερες ιστορικές επιπτώσεις αυτής της ανόδου του βιομηχανικού καπιταλισμού παρουσιάστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1840 στο βιβλίο Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία (The Condition of the Working Class in England) του Ένγκελς (Friedrich Engels). Στα μέσα της δεκαετίας του 1860, ο Μαρξ στράφηκε στο έργο του Ένγκελς και στις πιο πρόσφατες έρευνες για τη δημόσια υγεία όταν επιδίωξε να διερευνήσει τις περιβαλλοντικές συνθήκες της εργατικής τάξης στις σελίδες του Κεφαλαίου. H περίοδος από τις αρχές έως τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ήταν η εποχή των μεγάλων υγειονομικών μεταρρυθμίσεων, με επικεφαλής τους ριζοσπάστες γιατρούς. Ήταν επίσης μια εποχή σημαντικών αλλαγών στην ιατρική, με την ανάπτυξη του μικροσκοπίου και την εμφάνιση της θεωρίας της κυτταρικής παθολογίας στο έργο του Rudolf Virchow, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της κοινωνικής επιδημιολογίας και βοήθησε στη δημιουργία μιας γενικής προσέγγισης των επιδημιών που βασίστηκε στο έργο του Ένγκελς.

Παρ’ όλα αυτά, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι επιδημιολογικές έρευνες έπρεπε να κυριαρχούνται από τη μικροβιακή θεωρία της νόσου και τις θρυλικές ανακαλύψεις των «κυνηγών μικροβίων». Δόθηκε έμφαση σε συγκεκριμένες εξελίξεις στη βιοϊατρική όσον αφορά την αντιμετώπιση των πανδημιών, όπως αυτές που σχετίζονται με την ανάπτυξη εμβολίων και αντιβιοτικών. Αυτές οι εξελίξεις στη βιοϊατρική ήταν λογικά συμβατές με μια οικο-κοινωνική προσέγγιση στην επιδημιολογία, όπως μπορούσε να φανεί στο έργο του E. Ray Lankester – προστατευόμενου του Charles Darwin και του Thomas Huxley, οικείου φίλου του Μαρξ και στενού συνεργάτη του Louis Pasteur. Ωστόσο, η γενική τάση ήταν να παραμεριστούν ολοένα και περισσότερο ευρεία περιβαλλοντικά ζητήματα ως ασύμβατα με το κεφάλαιo8. Μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, ένα αναγωγικό βιοϊατρικό μοντέλο είχε θριαμβεύσει έναντι ευρύτερων, περιβαλλοντικών αντιλήψεων, παραμερίζοντας έτσι τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα οικο-κοινωνικών στοχαστών όπως οι Ένγκελς, Μαρξ, Virchow και Lankester, μαζί με εκείνες των Florence Kelley, W.E.B. Du Bois, Alice Hamilton, Norman Bethune και Salvador Allende.

Η περιθωριοποίηση, στα μέσα του εικοστού αιώνα, των κοινωνικο-περιβαλλοντικών προσεγγίσεων στην επιδημιολογία δικαιολογείται, σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που απεικονίστηκε ως ο πλήρης θρίαμβος της σύγχρονης ιατρικής για τις μολυσματικές ασθένειες. Το 1971, ο Abdel R. Omran εισήγαγε τη θεωρία του για την «επιδημιολογική μετάβαση», η οποία υποστήριζε ότι οι μολυσματικές ασθένειες ήταν ουσιαστικά φαινόμενα του παρελθόντος στις ανεπτυγμένες οικονομίες, τις οποίες, πλέον, έχει εκτοπίσει η διαδικασία εκσυγχρονισμού. Ενώ οι λοιμώδεις ασθένειες υπήρχαν ακόμη σε υπανάπτυκτες οικονομίες, υποστηρίχθηκε ότι θα εξαφανίζονταν απλώς με την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη.9 Κατά συνέπεια, προτάθηκε ότι οι ανησυχίες για την υγεία πρέπει να επικεντρώνονται στην ταυτόχρονη αύξηση των εκφυλιστικών ασθενειών. Η αντίληψη της επιδημιολογικής μετάβασης παρέμεινε – τουλάχιστον πριν από την εμφάνιση της COVID-19 – η προσέγγιση με την μεγαλύτερη επιρροή στη γενική εξέλιξη της περιβαλλοντικής υγείας. Ωστόσο, άρχισε να υποχωρεί και έγινε όλο και πιο περιορισμένη (εάν όχι απολύτως μη αποδεκτή) λόγω δύο κατηγοριών κριτικών: (1) της αποτυχίας να ληφθούν υπόψη οι αυξανόμενες ανισότητες στον τομέα της υγείας (ιδιαίτερα οι ταξικές και φυλετικές) στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, και (2) της τεράστιας επέκτασης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, που οδήγησε στη διάδοση ασθενειών – που δεν περιορίζονταν απλώς σε φτωχές, τροπικές χώρες, καθώς απειλούσαν και τα έθνη στον καπιταλιστικό πυρήνα.10

 

Διαβάστε περισσότερα στο InScience