1

Κόμμα, Μέτωπο, «Αριστερά»;

 

του Διονύση Περδίκη

 

Η στρατηγική κρίση του κομμουνιστικού κινήματος και η «Αριστερά»

Το πέρας των 2-3 πρώτων μεταπολεμικών (του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) δεκαετιών, εγκαινίασε μια μακρά περίοδο κατά την οποία η καπιταλιστική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, χαρακτηρίζεται από όλο και βαθύτερες και μακρύτερες περιόδους κρίσεων, και από όλο και συντομότερες και πιο αδύναμες ανακάμψεις. Οι δεκαετίες αυτές είδαν το μονοπωλιακό κεφάλαιο να υιοθετεί τη στρατηγική της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης της παραγωγής για να αντισταθμίσει την πτώση των επιπέδων κερδοφορίας, και το εργατικό κίνημα να βρίσκεται σε συνεχή υποχώρηση και αποδιοργάνωση, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η χρονίζουσα κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, κρίση στρατηγική, οργανωτική, εν τέλει πολιτική. Σημείο καμπής αποτέλεσε προφανώς η ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και η σταδιακή παλινόρθωση  των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Κίνα και αλλού.

Η κατάσταση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστο το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα ούτε στην Ελλάδα, με αποκορύφωμα τις διασπάσεις του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αλλά και τη σταδιακή διολίσθηση της στρατηγικής του ΚΚΕ τις τελευταίες δύο δεκαετίες περίπου. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η εξωκοινοβουλευτική, κομμουνιστογενής Αριστερά δεν κατάφερε να πετύχει τους διακηρυκτικούς στόχους της για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικό κινήματος.

Σε αυτήν την κατάσταση βρήκαν το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα η καπιταλιστική κρίση του 2007/8, η μνημονιακή περίοδος που ακολούθησε, και πλέον, η πανδημία με όλες τις οικονομικές τις συνέπειες – που προσομοιάζουν σε «δημιουργική καταστροφή», χαρακτηριστική των καπιταλιστικών κρίσεων και ιμπεριαλιστικών πολέμων- οι οποίες αναμένονται να κλιμακωθούν περαιτέρω στο επόμενο χρονικό διάστημα. Η αποτυχία του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας να οδηγήσει το εργατικό και λαϊκό κίνημα σε μια στοιχειωδώς αποτελεσματική απάντηση στις επιλογές του μονοπωλιακού κεφαλαίου για την αντιλαϊκή διαχείριση των αλλεπάλληλων αυτών κρίσεων, μεταφέρει σταδιακά την κρίση και στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων, με απομαζικοποίηση, διασπάσεις, κοκ, αλλά και με αναζητήσεις για εκείνες τις πολιτικές και οργανωτικές επιλογές που θα μπορέσουν να ανατρέψουν την πορεία αυτή.

Δυστυχώς, όμως, οι μέχρι τώρα επιλογές δε δείχνουν να «έχουμε μάθει από τα λάθη και τις αποτυχίες μας», και να είμαστε έτοιμοι για τις τολμηρές αλλαγές που απαιτούνται «για να το πάρουμε αυτή τη φορά αλλιώς». Στο σημείωμα αυτό δε θα προβούμε σε μια αναλυτική επεξεργασία θέσεων στρατηγικής, τακτικής ή οργανωτικής συγκρότησης. Θα επικεντρώσουμε, όμως, σε ένα ζήτημα στο οποίο εκδηλώνεται το πρόβλημα με τον πιο συνοπτικό τρόπο: τη φιλολογία γύρω από τις διάφορες εκδοχές της «Αριστεράς», οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο του πολιτικού λόγου των νέων προσπαθειών που γίνονται για την ανασυγκρότηση της «κομμουνιστογενούς και ριζοσπαστικής Αριστεράς».

 

Η ουσία του προβλήματος

Ο πολιτικός όρος της «Αριστεράς» στερείται της απαραίτητης σαφήνειας και ακρίβειας για να καθοδηγήσει τις προσπάθειες ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος και της στρατηγικής του. Έχει πολλαπλές νοηματοδοτήσεις[i] χωρίς άμεση αναφορά στη στρατηγική, την τακτική, το πρόγραμμα, τις συμμαχίες, ή την οργανωτική συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, τις έννοιες, δηλ., πάνω στις οποίες δομείται ουσιαστικά η θεωρία και η πολιτική του συγκρότηση.

Γι’ αυτό, άλλωστε, εμφανίζεται στο δημόσιο λόγο με μια σειρά επιθετικών προσδιορισμών που καλούνται να ταυτοποιήσουν την κάθε εκδοχή της, και να τη διακρίνουν από τις άλλες: «ρεφορμιστική», «οπορτουνιστική», «σοσιαλδημοκρατική», «σοσιαλφιλελεύθερη», «ριζοσπαστική», «μαχητική», «ανατρεπτική», «(έξω)κοινοβουλευτική», «κομμουνιστική», «αντιιμπεριαλιστική», «αντικαπιταλιστική», «αντιδιαχειριστική» κοκ. Πρόκειται για επιθετικούς προσδιορισμούς οι οποίοι ελάχιστα βελτιώνουν την κατάσταση της «δημιουργικής» αυτής ασάφειας, αφού μόνο έμμεσα αναφέρονται στην ουσία, όπως αυτή περιεγράφηκε παραπάνω. Προκύπτει φυσιολογικά το ερώτημα αν αυτή η «δημιουργική ασάφεια» γίνεται αντιληπτή ως πλεονέκτημα, τελικά, αντί για μειονέκτημα, από όσους επιμένουν να αποδίδουν στον όρο αυτό κεντρική σημασία.

 

Αυτοί που είναι, και αυτοί που δεν είναι «αριστεροί»

Χωρίς να αποφύγουμε εντελώς να πέσουμε κι εμείς στην ίδια παγίδα, οφείλουμε, ωστόσο, να δηλώσουμε ότι η κριτική μας κάθε άλλο παρά αρνείται την κομμουνιστική και αντι-ιμπεριαλιστική παράδοση της Αριστεράς, ειδικά στη χώρα μας, προς χάριν των σύγχρονων ρεφορμιστικών, σοσιαλδημοκρατικών ή και σοσιαλφιλελεύθερων εκδοχών της. Και αν με τις δεύτερες ταυτοποιούμε τον «κυβερνητικό» και μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρόκειται να αρχίσουμε να κυκλοφορούμε με μπλουζάκια «δεν είμαι αριστερός, είμαι κομμουνιστής», όπως θα έφτανε άνετα να κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ την περίοδο που πάσχιζε να «σώσει το Κόμμα» από την ραγδαία άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να προσπαθεί να παρέμβει αποτελεσματικά προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων στην ριζική πολιτική και κοινωνική μετακίνηση που συνέβαινε κατά τα πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιόδου.

 

Οι σημερινές προσπάθειες

Το πρόβλημα, όμως, παραμένει: σε μια εποχή που συγκλίνουν οι απόψεις ότι επείγει από τη μια η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και η δημιουργία κομμουνιστικής οργάνωσης και εν τέλει κόμματος που να επιτελεί με ικανότητα και αποτελεσματικότητα τον ρόλο του, και από την άλλη, η ανάπτυξη μιας κοινωνικο-πολιτικής συμμαχίας που να μπορεί να αμφισβητήσει την εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, γιατί εμείς επιμένουμε να επικεντρώνουμε ακόμα στα χίλια πρόσωπα και προσωπεία της «Αριστεράς»;

Αν στο προηγούμενο διάστημα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης της μνημονιακής περιόδου, με κορύφωση το δημοψήφισμα του 2015, ο προβληματισμός επικεντρωνόταν στις πολιτικές συμμαχίες και το πρόγραμμα που πρόσφερε μια φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση, σε ρήξη με την ΕΕ και τους δανειστές, η αποτυχία και η εκτόνωση του τότε κινήματος έφερε σε πρώτο πλάνο τις προσπάθειες που διακηρύττουν την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.

Από τη μια έχουμε την προσπάθεια με κέντρο το ΝΑΡ για μια «Πρωτοβουλία διαλόγου για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», και από την άλλη τον «Συντονισμό Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων» (συνοπτικά «Συντονισμός» στο εξής), στον οποίο συμμετέχει και ο Σύλλογος Μαρξιστικής Σκέψης «Γ. Κορδάτος» (συνοπτικά «Σύλλογος» στο εξής). Την εικόνα συμπληρώνουν, όμως, ο «ελέφαντας στο δωμάτιο», δηλ. το ΚΚΕ, για το οποίο δεν υφίσταται τέτοιο πρόβλημα[ii], αλλά και η αυξανόμενη μάζα κομμουνιστών και άλλων ριζοσπαστών αγωνιστών, ανένταχτων, και κάθε μέρα και πιο απογοητευμένων για την προοπτική του αγώνα.

Η προσπάθεια του ΝΑΡ δε φαίνεται να έχει βγάλει συμπεράσματα από την προηγούμενη περίοδο του μνημονιακού κινήματος, στην οποία ηττήθηκε και η δική του πολιτική (ως διαλεκτική ενότητα στρατηγικής και τακτικής), όχι μόνο ως προς το αποτέλεσμα για τον λαό, αλλά και ως προς τη δική του οργανωτική και πολιτική συγκρότηση, και την ανάπτυξη των πολιτικών συμμαχιών του (ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Ως προς τις τελευταίες, επιμένει στην πρόταση για ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο, στο οποίο θα αναφερθούμε και παρακάτω. Το αποτέλεσμα μέχρι στιγμής δε φαίνεται να χαρακτηρίζεται από κάποια ιδιαίτερη δυναμική.

Όσον αφορά τον Συντονισμό, ο Σύλλογός μας προέβη πρόσφατα σε δημόσια κριτική για την καθυστέρηση που παρατηρείται στην εξέλιξή του, εντοπίζοντας το πρόβλημα στην έλλειψη αποφασιστικότητας στη βάση μιας κοινής πολιτικής βούλησης και στόχευσης για το αποτέλεσμα της προσπάθειάς αυτής.

Μάλιστα, ο Σύλλογός μας, στην ίδια ανακοίνωση, προβαίνει σε μια ξεκάθαρη πρόταση, τόσο για το ζήτημα της οργανωτικής και πολιτικής συγκρότησης των κομμουνιστικών δυνάμεων, όσο και για το ζήτημα των κοινωνικο-πολιτικών συμμαχιών. Περιγράφουμε με ακρίβεια τόσο τον επιδιωκόμενο τελικό στόχο (κόμμα και μέτωπο), όσο και κάποιες προϋποθέσεις και βήματα που θεωρούμε ότι μπορούν να μας επιτρέψουν να τον προσεγγίσουμε. Συνοπτικά, διατυπώνουμε προτάσεις πάνω σε τέσσερις άξονες, γύρω από τους οποίους δομείται έτσι κι αλλιώς η πολιτική συγκρότηση μιας κομμουνιστικής οργάνωσης:

  • Πολιτική μετωπική προγραμματική συμφωνία με κεντρικό άξονα τη σύγκρουση με τον ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό (ΕΕ, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ), και την ντόπια, (φιλο-)μονοπωλιακή και φιλο-ιμπεριαλιστική, ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου· απευθύνεται συνολικά προς την εργατική τάξη και τον λαό, και σε κάθε πολιτική δύναμη που κινείται στην ίδια ή παρόμοια κατεύθυνση.
  • Ενιαία δράση στις συνδικαλιστικές, τοπικές, γενικότερα κοινωνικές, οργανώσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
  • Η από κοινού διεξαγωγή συλλογικής επιστημονικής και θεωρητικής έρευνας σε ζητήματα αιχμής για την κομμουνιστική στρατηγική, μέσα από τη ανάδειξη ενός κεντρικού φορέα μαρξιστικής έρευνας στη χώρα μας, ώστε να τεθούν κοινές βάσεις ουσιαστικής στρατηγικής σύγκλισης.
  • Η οργανωτική ενοποίηση όλων των κομμουνιστικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων, αλλά και μικρότερων ομάδων και ανένταχτων κομμουνιστών/-στριών, που συμφωνούν να προωθήσουν από κοινού ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο, με πρόβλεψη για αποφάσεις στη βάση αυξημένων πλειοψηφιών, δηλ. για σύγκλιση στη βάση ωφέλιμων συμβιβασμών, για όσο εξακολουθεί να υφίσταται έλλειψη βαθιάς και ουσιαστικής στρατηγικής σύγκλισης.

Δυστυχώς, η τοποθέτηση του Συλλόγου μας είναι μια εξαίρεση, ως προς αυτήν τη σαφήνεια. Εκεί είναι που η συζήτηση για την «Αριστερά» λειτουργεί μάλλον ανταγωνιστικά, και προκαλεί συγχύσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εξετάζοντας τοποθετήσεις άλλων οργανώσεων (στις οποίες παραπέμπουμε στις σημειώσεις) γύρω από τα ίδια ζητήματα, στη βάση των παραπάνω προτεινόμενων αξόνων.

 

Κομμουνιστικό κόμμα και στρατηγική συμφωνία

Η πρότασή μας δε χαρακτηρίζεται από αυταπάτες που θα υποτιμούσαν τη στρατηγική κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, ή το ιστορικό βάρος όσων χωρίζουν τα διάφορα ρεύματά του. Βασίζεται, όμως, στην αρχή της διαλεκτικής ότι δεν μπορεί ούτε η θεωρία, ούτε η πράξη, να προηγηθούν εξ’ ολοκλήρου η μία της άλλης, όπως και στη λενινιστική αρχή για τη συγκρότηση του κομμουνιστικού κόμματος που προϋποθέτει την ενιαία δράση, στη βάση της πιο πλέριας δημοκρατίας, προκειμένου να αναπτύσσεται αυτή η διαλεκτική θεωρίας και πράξης προς όφελος της ενότητας των κομμουνιστών, και στην περίπτωσή μας, της ουσιαστικής στρατηγικής σύγκλισης.

Αντί να μπλέκουμε στον φαύλο κύκλο του «θα κάνει η κότα το αυγό, ή το αυγό την κότα», προτείνουμε να γίνει μια τολμηρή παραχώρηση από την κάθε μικρή κομμουνιστική οργάνωση ή συλλογικότητα, το να ενταχθούν δηλ. σε ενιαία οργάνωση με προοπτική την αυτοδιάλυσή τους, προκειμένου να επιτευχθεί το ενιαίο της δράσης, και η λύση των πολιτικών προβλημάτων με εσωτερική δημοκρατική αντιπαράθεση, αντί του ανταγωνισμού μεταξύ οργανώσεων που οδηγεί αντικειμενικά σε αποκλίσεις (βλ. το παράδειγμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Κάτι τέτοιο βέβαια απαιτεί στοιχειώδη διάθεση συμβιβασμού, όπως και συνειδητή (αυτο)πειθαρχία…

Αυτή η πρόταση είναι απολύτως αντιγραφειοκρατική, αφού βασίζεται στη λογική ότι κάθε κομμουνιστής αγωνιστής προσέρχεται καταρχήν ως άτομο, είτε ήταν/είναι ενταγμένος σε κάποια οργάνωση, είτε όχι, και με την ειλικρινή διάθεση για να δράσει από κοινού, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της πολιτικής παρέμβασης του ενιαίου φορέα, αλλά και να λυθούν προοπτικά τα στρατηγικά προβλήματα, χωρίς δογματικές ιδεολογικές αγκυλώσεις.

Ειδικά όταν μιλάμε για τόσο μικρές οργανώσεις, που η καθεμιά από μόνη της δεν μπορεί ούτε να επιφέρει κάποια κοινωνική αλλαγή, ούτε να συνδεθεί ουσιαστικά με τον εργαζόμενο λαό, ούτε να αποστάξει την εμπειρία των συλλογικών λαϊκών αγώνων σε καινοτόμα θεωρία, η πρότασή μας θα έπρεπε να βρίσκει ανταπόκριση σε κάθε κομμουνιστή που αντιλαμβάνεται ότι επείγει η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος. Δυστυχώς, φαίνεται ότι αποτελεί τροχοπέδη η ιστορική, αλλά και τρέχουσα, συγκρότηση των κομμουνιστικών οργανώσεων περισσότερο ως συλλογικοτήτων ιδεολογικής συμφωνίας και μιας συγκλίνουσας κουλτούρας πολιτικής συμπεριφοράς των μελών τους, παρά ως πολιτικά ενεργών και επιδραστικών στην κοινωνική πραγματικότητα οργανώσεων που αναπτύσσονται και κρίνονται στη βάση των αποτελεσμάτων της δράσης τους.

Το αποτέλεσμα είναι μια κάποια «δημιουργική ασάφεια» και κωλυσιεργία, όπου ακόμη και όταν γίνεται αναφορά στην «κομμουνιστική προοπτική»[iii], ή και στον στόχο του κομμουνιστικού κόμματος[iv], μπορεί να περιγράφονται εντός του ιδεολογικού πλαισίου της κάθε συλλογικότητας, αλλά απουσιάζει το συγκεκριμένο σχέδιο για το πως θα γίνουν αυτά δυνατά, εκκινώντας από τη σημερινή διαλυτική για το κομμουνιστικό κίνημα πραγματικότητα. Η όποια στρατηγική συζήτηση και προσέγγιση, δηλαδή, γίνεται καθαρά θεωρητικά, ως μια ιδεολογική συζήτηση μεταξύ οργανώσεων ή στελεχών τους[v], αποκομμένη στην ουσία από την πολιτική δράση και πρακτική (και σε μεγάλο βαθμό και από τους προβληματισμούς του εργαζόμενου λαού…), την οποία οφείλει να εξυπηρετεί, αλλά και από την οποία πρέπει να τροφοδοτείται η θεωρία με εμπειρίες, ως το απόσταγμα των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.

Σε αυτό το έδαφος, όπου καθυστερεί η στρατηγική, οργανωτική σύγκλιση, και αντικαθίσταται από λογικές μόνιμων «μετώπων ή συνεργασιών κομμουνιστικών οργανώσεων», έρχεται η συζήτηση περί της ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής (και άλλα επίθετα που θα δούμε στη συνέχεια) «Αριστεράς» να καλύψει το κενό, ως μια πιο «άμεση» ή και «εύκολη» συζήτηση.

 

«Αριστερά» ή κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες και μέτωπο με σαφή προγραμματική ιεράρχηση;

Η έλλειψη στρατηγικής και οργανωτικής σύγκλισης θα ήταν σε ένα βαθμό δικαιολογημένη, αν οι εν λόγω οργανώσεις διέφεραν πολύ στο πρόγραμμα που προτείνουν για όλη αυτήν την περίοδο που εγκαινίασε η καπιταλιστική κρίση του 2007/8 και εξελίχθηκε στη βάση των μνημονιακών αναδιαρθρώσεων και, πλέον σήμερα, της πανδημίας.

Όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Ξεκινώντας ακόμη και από το ΚΚΕ, το οποίο αρνείται τις έννοιες του πολιτικού μετώπου ή του μεταβατικού προγράμματος, και φτάνοντας μέχρι και στα ακρότατα του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, η συμφωνία για ένα πρόγραμμα που θα απαντά στη στρατηγική του μεγάλου κεφαλαίου για το ξεπέρασμα της κρίσης, με κεντρικό άξονα την ρήξη με, έως και αποδέσμευση από, την ΕΕ, τους δανειστές και το ΝΑΤΟ, είναι στην πραγματικότητα ευρύτατη, τουλάχιστον διακηρυκτικά…

Οι διαφοροποιήσεις, πχ για άμεση έξοδο τόσο από το Ευρώ όσο και την ΕΕ, για την ισορροπία μεταξύ της διεθνιστικής πλευράς του αγώνα (ακόμη και εντός της ΕΕ) και αυτής της εθνικής ανεξαρτησίας (με σημείο καμπής την έξοδο από την ΕΕ), για το ακριβές πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών, κοκ, είναι σημαντικές μεν, επιμέρους δε. Δε θα έπρεπε να αποτελούν τροχοπέδη για ένα μέτωπο (αυτή είναι η διαφορά από το κόμμα!) ή χαλαρότερη συμμαχία, που επιτρέπει να συνδυάζεται η κοινή δράση σε επιμέρους ή συνολικότερους προγραμματικούς στόχους, με τον ανταγωνισμό των διαφορετικών στρατηγικών αντιλήψεων, όπως αυτές εκφράζονται σε άλλες πλευρές του προγράμματος όπου υπάρχουν διαφοροποιήσεις.

Παρουσιάζονται δύο αποκλίνουσες πρακτικές:

Αυτή η οποία τείνει να υποτιμά την ειλικρινή τοποθέτηση για βασικές πτυχές του προγράμματος, και ειδικά για το ζήτημα της ΕΕ, και δευτερευόντως του ΝΑΤΟ, αντικαθιστώντας την με αόριστες αναφορές στην «ριζοσπαστική», «μαχητική», «ανατρεπτική» κοκ «Αριστερά», ως στοιχεία διάκρισής της από αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ που «πέρασε στο άλλο στρατόπεδο» με τη μνημονιακή διαχείριση.

Από την άλλη πλευρά, η πρακτική η οποία στην ουσία θολώνει τα όρια μεταξύ στρατηγικής και τακτικής, μεταξύ κόμματος και συμμαχιών/μετώπου, απαιτώντας από τους δυνητικούς συμμάχους προγραμματικές συγκλίσεις σε επίπεδο στρατηγικής, και συγκεκριμένα στο ζήτημα του «αντικαπιταλιστικού» προγράμματος και μετώπου[vi].

Ο «αντικαπιταλισμός» – και οι συνεπαγόμενοι επιθετικοί προσδιορισμοί στην «Αριστερά»… – εμφανίζεται ως η πλευρά της «άρνησης» στην καπιταλιστική εξουσία, αφήνοντας για το «σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και μέτωπο» το ζήτημα της «θετικής» πρότασης. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, δεν αποτελεί ούτε τακτική (αφού αναφέρεται άμεσα στην εξουσία, έστω από την πλευρά της άρνησης), ούτε στρατηγική (αφού απουσιάζει η θετική πρόταση). Ξενίζει μάλιστα ο πρόσφατος νεολογισμός της «επαναστατικής τακτικής»[vii], λες και μπορεί να κριθεί η επαναστατικότητα οποιασδήποτε τακτικής χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένη στρατηγική, ή λες και υπάρχουν συνταγές «επαναστατικής τακτικής» που εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση και εποχή!

Εξετάζοντας πιο συγκεκριμένα το περιεχόμενο του «αντικαπιταλιστικού» προγράμματος, βέβαια, βλέπει κανείς και πάλι μια σύγκλιση άνω του 80-90%, και σίγουρα επί του κεντρικού κρίκου της ρήξης με την ΕΕ και την ντόπια ολιγαρχία του κεφαλαίου, με το κατά τα άλλα … «ρεφορμιστικό» πρόγραμμα! Εξ’ ου και οι …επιπλέον επιθετικοί προσδιορισμοί και νεολογισμοί περί «αντικυβερνητικής» και «αντιδιαχειριστικής»[viii] «Αριστεράς» για να …διαχωριστούν καλύτερα οι …μεν από τους δε!

Εδώ αποδεικνύεται η μερική ταύτιση της τακτικής με τη στρατηγική, αφού συγχέεται το ζήτημα της εξουσίας, του ποια τάξη δηλ. έχει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την πολιτική εξουσία, με το ζήτημα του πως μπορεί σε κάθε ιστορική συγκυρία να αξιοποιηθεί ο κοινοβουλευτικός αγώνας, ή τα σχετικά συνθήματα, από μια κομμουνιστική οργάνωση, ή από ένα μέτωπο συμμαχιών στο οποίο αυτή συμμετέχει!

Έτσι, οι «αντικαπιταλιστές» «αριστεροί» που δεν καταφέρνουν, όπως είδαμε παραπάνω, να συμφωνήσουν μεταξύ τους στρατηγικά για να ενωθούν σε ενιαίο κόμμα, απαιτούν από τους -κατ’ αυτούς- «ρεφορμιστές», να αποδεχτούν τη συνολική ρήξη με την καπιταλιστική εξουσία, δηλ. ένα κατεξοχήν στρατηγικό θέμα, μεταμφιέζοντάς το σε ένα ζήτημα τακτικής, αυτό της συμμετοχής, στήριξης κοκ, ή όχι, σε μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση, ως μέρος της, «επαναστατατικής» ή μη, «αριστερής» τακτικής!

Εδώ, εκδηλώνεται το ιστορικό βάρος του παρελθόντος, πχ των διασπάσεων του ΚΚΕ το ’90, που αναδεικνύει τα ζητήματα αυτά σε «ταυτοτικά» για ένα μέρος της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, κάτι που αποτελεί μοναδικό ελληνικό φαινόμενο στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα! Πρόκειται για ζητήματα στα οποία το κομμουνιστικό κίνημα τοποθετήθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1920-30, όχι φυσικά τελεσίδικα, αλλά η σημερινή συζήτηση μάλλον μας πάει πίσω, πετώντας μαζί με τα βρωμόνερα της λεκάνης και το μωρό, παρά είναι προωθητική.

Και οι δυο αποκλίσεις, όμως, διαπράττουν από κοινού ένα μοιραίο σφάλμα. Στην αγωνία τους να διαχωριστεί η μία από την άλλη, επιλέγοντας τους κατάλληλους κάθε φορά επιθετικούς προσδιορισμούς της «Αριστεράς», καταλήγουν να χάνουν το σπουδαιότερο: ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα και πολιτική συμμαχιών οφείλουμε να το απευθύνουμε στο σύνολο του εργαζόμενου λαού, και όχι αποκλειστικά, ή και κυρίαρχα, στους «αριστερούς»![ix] Δεν αμφιβάλει κανείς, βέβαια, ότι το πρόγραμμα αυτό θα γίνει πολύ πιο αποδεκτό στις αριστερές συνειδήσεις ή ότι δε θα ανταποκριθούν κυρίως, και αρχικά ίσως αποκλειστικά, αριστερές πολιτικές οργανώσεις. Όμως, ο πλεονασμός στη χρήση του όρου «Αριστερά» αποτελεί έναν ιδιότυπο σεχταρισμό ή ελιτισμό… Δεν ξενίζει, λοιπόν, το αποτέλεσμα μιας μάλλον χρόνιας περιθωριοποίησης τόσο της μιας όσο και της άλλης πλευράς, εντός του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Εν κατακλείδι, η συζήτηση για το τι είδους «Αριστερά» επιθυμεί η κάθε πλευρά, συσκοτίζει, αντί να διαφωτίζει τη συζήτηση επί του συγκεκριμένου προγράμματος, και να προωθεί την κοινή δράση, έστω σε επιμέρους πλευρές του, όπου η συμφωνία ωριμάζει. Ταυτόχρονα, απωθεί τον εργαζόμενο λαό από τη συμμετοχή σε αυτή τη συζήτηση και από την επεξεργασία – εξειδίκευση, εν τέλει οικειοποίηση, του προγράμματος αυτού.

 

Ζητούμενο η ενότητα στη βάση του εργατικού και λαϊκού κινήματος

Τα εμπόδια που θέτει παραπάνω η γραφειοκρατική και δογματική σκέψη και πρακτική στην πολιτική σύγκλιση αντανακλώνται ως ένας -πολλές φορές χωρίς αρχές ή και βίαιος- ανταγωνισμός στη βάση του λαϊκού κινήματος. Πρόκειται για μια διαλυτική κατάσταση με ξεχωριστές συγκεντρώσεις, αδυναμία να συγκροτηθεί ένα στοιχειώδες κοινό σχέδιο ανάπτυξης του κινήματος και κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων κοκ. Ούτε σε αυτό το επίπεδο της βάσης δεν καταφέρνει ο πολιτικός όρος της «Αριστεράς» -ακόμη και της «μαχητικής/ριζοσπαστικής/ανατρεπτικής» ή και «αντικαπιταλιστικής»!- να λειτουργήσει συγκολλητικά, με σωματεία ή φοιτητικούς συλλόγους, όπου δραστηριοποιούνται «αριστερές» παρατάξεις και σχήματα σε αριθμό άνω αυτού των δαχτύλων του ενός χεριού!

Η διαφωνία για τον τρόπο παρέμβασης στο κίνημα, στο εργατικό, στο φοιτητικό, ή στην τοπική αυτοδιοίκηση, εμφανίζεται ακόμη και εντός των δύο σύγχρονων προσπαθειών ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος, δηλ., εντός του «Συντονισμού», αλλά και εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μεταξύ ΝΑΡ και ΣΕΚ…

Σε κάθε περίπτωση, είναι στη βάση του κινήματος που περισσεύουν ακόμη περισσότερο οι οποιεσδήποτε «ταμπέλες» συμπεριλαμβανομένων των …«αριστερών»! Ωστόσο, είναι συχνό το φαινόμενο της υπερπολιτικοποίησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων ή των «αριστερών» παρατάξεων και σχημάτων, στο όνομά κάποιου είδους «Αριστεράς», ή και το αντίθετο, να αναλαμβάνονται κινηματικές πρωτοβουλίες συγκυριακού, «καμπανιακού» χαρακτήρα από πολιτικές οργανώσεις της «Αριστεράς», υποκαθιστώντας τις οργανώσεις του κινήματος (πχ για τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, ή για την ειρήνη κοκ)…

 

Για ένα πραγματικά σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα

Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε η ουσιαστική επιστημονική έρευνα και διάλογος για τη βαθύτερη και σφαιρικότερη γνώση της πραγματικότητας, την ανάπτυξη της θεωρίας, και εν τέλει το ξεπέρασμα των προβλημάτων στρατηγικής που ταλανίζουν το κομμουνιστικό κίνημα. Είναι απελπιστική η εικόνα που περιγράφεται από:

  • Έλλειψη συμφωνίας ακόμη και επί των αντικειμενικών στοιχείων της πραγματικότητας εφόσον απουσιάζει ένα μαρξιστικό κέντρο ερευνών, όπου θα γίνονται έρευνες από κοινού, με μεθοδολογική σύγκλιση κοκ. Το κενό προσπαθεί να καλύψει ο Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών, αλλά χωρίς να στηρίζεται επαρκώς από πολλές πλευρές. Κυριαρχούν, μάλιστα, ακόμη και οι προσωπικές διαμάχες έναντι της αναγκαιότητας για να ενωθούν οι λιγοστές δυνάμεις που υπάρχουν, ιδιαίτερα στο ακαδημαϊκό επίπεδο.
  • Έλλειψη μιας περιοδικής έκδοσης με επαρκή ευρύτητα και απεύθυνση, ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει μια δημόσια θεωρητική και επιστημονική αντιπαράθεση.
  • Το πιο ανησυχητικό είναι η στάση της νεότερης γενιάς, η οποία θα περίμενε κανείς να χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να απαντηθούν τα σύγχρονα ερωτήματα. Μια ματιά, όμως, στον αριθμό πχ των διδακτορικών διατριβών πάνω σε ζητήματα αιχμής για το κομμουνιστικό κίνημα και τη στρατηγική του, αναδεικνύει ότι οι ανησυχίες μας μάλλον κινούνται προς …άλλες κατευθύνσεις[x]!

Κι εδώ, επιχειρείται από αρκετές πλευρές μια συνολική ρήξη με τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, τόσο για την ανάλυση του καπιταλισμού, όσο και αυτή του επιστημονικού σοσιαλισμού, και αντικαθίσταται από άλλες σχολές, ευρύτερα της «ριζοσπαστικής» ή «αντικαπιταλιστικής» …«Αριστεράς», με έντονη την επίδραση του μεταμοντέρνου «δικαιωματισμού».

 

Συμπέρασμα

Ο Σύλλογός μας, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του, επιχειρεί με τις λιγοστές του δυνάμεις, αλλά με συνέπεια λόγων και πράξεων, να προωθήσει δύο ταυτόχρονες και διαλεκτικά αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες: την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας, και το σχηματισμό ενός εργατο-λαϊκού κοινωνικο-πολιτικού μετώπου που να διεκδικήσει την εξουσία από την ντόπια και διεθνή ολιγαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και τον ιμπεριαλισμό (υπό τον επιστημονικό όρο του Αντιμονοπωλιακού, Αντιιμπεριαλιστικού, Δημοκρατικού Μετώπου – ΑΑΔΜ)[xi]. Στη βάση αυτή συμμετέχουμε και στον Συντονισμό Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, όντας ανοιχτοί σε κάθε προσπάθεια που συγκλίνει με συνέπεια στις παραπάνω κατευθύνσεις, ακόμη και αν χρησιμοποιείται μια άλλη «γλώσσα» για να ονοματίσει τα πράγματα.

Ωστόσο, το παρόν άρθρο θέτει στο κέντρο της κριτικής αντιλήψεις και πρακτικές που σχετίζονται με τον πολιτικό όρο της «Αριστεράς» και τη χρήση που του επιφυλάσσεται, οι οποίες θέτουν εμπόδια στα παραπάνω καθήκοντα. Χωρίς να αρνούμαστε την αντιιμπεριαλιστική, ριζοσπαστική, ή και κομμουνιστική παράδοση της Αριστεράς, ή το γεγονός ότι με το δίπολο Αριστερά – Δεξιά εκφράζονται πραγματικές κοινωνικές συγκρούσεις ταξικών συμφερόντων και στη σημερινή εποχή, ισχυριζόμαστε ότι, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, η «Αριστερά» δεν είναι η απάντηση σε καμία ερώτηση που θα έπρεπε να απασχολεί κυρίαρχα το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας!

 

[i] Βλ. «Για την έννοια της Αριστεράς», Κεφάλαιο ΣΤ, σελ. 87-97, Μέρος ΙΙ, στο Ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, Βασίλης Λιόσης, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2017.

[ii] Αντίστοιχα φαίνεται να ισχύουν και για τις διάφορες μικρότερες κομμουνιστικές οργανώσεις μαοϊκής ή τροτσκιστικής αναφοράς.

[iii] Κρίνεται ως θετικότατη η δέσμευση του Κομμουνιστικού Σχεδίου για μια «νέα κομμουνιστική προοπτική», αλλά δεν είναι ακόμη σαφές στις τοποθετήσεις τον συντρόφων σε τι αναφέρονται, ή και πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί στις σημερινές συνθήκες. Πχ σε πρόσφατη ανακοίνωση, η σχετική αναφορά καταλαμβάνει την τελευταία φράση! Μάλιστα, δε διακρίνεται το σε τι διαφέρει για παράδειγμα η σημερινή ή μελλοντική μεσοπρόθεσμα λειτουργία του Συντονισμού από μέτωπα πχ σαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και πως θα είναι η κατάληξη αυτή τη φορά διαφορετική, πέρα από τις καλές προθέσεις των συμμετεχόντων:

«[…] Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Ο ΣΚΔ αποτελεί εκείνο τον πολιτικό φορέα που μπορεί να συνεισφέρει περισσότερο από κάθε άλλον στην παραπάνω κατεύθυνση, παρά τις αντιφάσεις του. Το τελευταίο διάστημα έχει πραγματοποιήσει ορισμένα σημαντικά βήματα, όπως με την Πολιτική του Πρόταση, με την κεντρική εκδήλωσή του (πάνω από 3.500 προβολές), με τις συνελεύσεις των κλαδικών και τοπικών επιτροπών. Πάνω από όλα, έδωσε δυνάμεις και στήριξε ενωτικά και αποτελεσματικά τα δίκτυα υγειονομικών και για το δημοκρατικό ζήτημα. Το Κ-ΣΧΕΔΙΟ θα δώσει όλες τις δυνάμεις του για τη στήριξή του, για την υπέρβαση των δυσκολιών του. Ιδιαίτερα απαιτείται να προχωρήσει σε μια πιο συστηματική κοινή παρέμβαση στα πεδία που προαναφέρθηκαν και ειδικά στην υπόθεση μιας Πρωτοβουλίας κοινής δράσης της μαχόμενης Αριστεράς. Επίσης, να παρέμβει στη θεωρητική αναζήτηση και συζήτηση, που έχει καθυστερήσει. Παράλληλα, το Κ-ΣΧΕΔΙΟ θα προωθήσει τις προσπάθειες στρατηγικής σύγκλισης με δυνάμεις και ρεύματα που κινούνται σε μια νέα κομμουνιστική προοπτική.»

[iv] Είναι γνωστές οι κοινές μας ρίζες και η ευρύτατη συμφωνία του Συλλόγου μας με τους συντρόφους του Εργατικού Αγώνα, και ειδικότερα για το ζήτημα της αναγκαιότητας κομμουνιστικού, επαναστατικού εργατικού κόμματος. Ωστόσο, διαφαίνεται μια αντίληψη για τον Συντονισμό που δεν ξεφεύγει από αυτή του μετώπου (κομμουνιστών;· πχ βλ. την κατάληξη του άρθρου του συντρόφου Γ. Αραβανή), ή εν πάσει περιπτώσει, δε γίνεται σαφές πως μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω, πέρα, ίσως, μέσα από μια σταδιακή εμβάθυνση της συνεργασίας και της κοινής δράσης. Πως επιτυγχάνεται στην πράξη δηλαδή, και εκκινώντας από την υπαρκτή σημερινή πραγματικότητα, η «συμφωνία πάνω στα μεγάλα θεωρητικά και στρατηγικά ζητήματα στο χαρακτήρα της εποχής μας, στην κατεύθυνση της καθημερινής δράσης, στο χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα, στο πρόβλημα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών και στο σοσιαλισμό που επιδιώκουμε, τον ίδιο το χαρακτήρα του κόμματος»;

[v] Βλ. για παράδειγμα τα άρθρα του γράφοντος Με αφορμή την Πρόταση Διαλόγου του Σύγχρονου Κομμ/κού Σχεδίου «Για τις Επαν/σεις και τον Κομμ/σμό του 21ου Αιώνα, Ζητήματα Στρ/κής». Μέρος Ι & Μέρος ΙI.

[vi] Πχ βλ. την πρόσφατη Πολιτική Πρόταση του ΝΑΡ, με τον …απαραίτητο υπότιτλο «ΠΟΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΣΗΜΕΡΑ;»

[vii] Πχ βλ. το πρόσφατο άρθρο του Π. Μαυροειδή επί της παραπάνω πρότασης του ΝΑΡ:

«Δε νοείται επομένως επαναστατικό πρόγραμμα χωρίς επαναστατική τακτική και πολιτική.»

Δε θα μπορούσαμε παρά να συμφωνήσουμε με αυτήν τη φράση αν εννοούσε ότι πρέπει η τακτική των κομμουνιστών σε κάθε πολιτική συγκυρία να εξυπηρετεί την επαναστατική τους στρατηγική, κάτι που απαιτεί επί τούτου συγκεκριμένη επιχειρηματολογία. Δυστυχώς, όμως, μάλλον αναζητούνται σταθερά στοιχεία της τακτικής που να την καθιστούν «επαναστατική», με έμφαση στον κοινοβουλευτικό αγώνα.

Εξ’ άλλου, εμφανίστηκαν δύο άρθρα, τόσο από το χώρο του ΝΑΡ (Ν. Δραγανίγος, Τετράδια Μαρξισμού, τ. 02 Φθινόπωρο 2016), όσο και από το χώρο του ΚΚΕ (Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, ΚΟΜΕΠ), που αναφέρονται στην επαναστατική τακτική με αναφορές στον Λένιν, χωρίς, όμως, να μπορούν να παραθέσουν έστω ένα …τσιτάτο του Λένιν που να χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν!

[viii] Βλ. πχ την Απόφαση της ΠΕ του ΝΑΡ, 26 Σεπτέμβρη 2020:

«Ωστόσο η επίγνωση των δυσκολιών απαιτεί αναβάθμιση της μετωπική μας παρέμβασης στη κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού μετώπου, αλλά και προσπάθεια να εξαντλούνται δυνατότητες συνολικής ή και μερικών (σε θέματα, μέτωπα πάλης κλπ) συμφωνιών, να επιδρά η αντικαπιταλιστική μετωπική γραμμή στο κόσμο της ευρύτερης εξωκοινοβουλευτικής, ανατρεπτικής, ριζοσπαστικής και αντιδιαχειριστικής αριστεράς.»

[ix] Δυστυχώς ούτε οι δυνάμεις που συνασπίζονται στον Συντονισμό Δράσης & Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων αποφεύγουν τέτοιες τοποθετήσεις που υπερβάλλουν εστιάζοντας την απεύθυνσή τους στον κόσμο της «Αριστεράς» πχ βλ. την πρόσφατη πρόταση για μια Συμμαχία διαλόγου, δράσης και αγώνα της μαχόμενης Αριστεράς:

«Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα ρεύματα της ριζοσπαστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς οφείλουμε να υπερβούμε αγκυλώσεις και να ενώσουμε δυνάμεις. Να συν-δημιουργήσουμε ένα «πολιτικό κέντρο» διαλόγου και κοινής δράσης για την ενίσχυση των αγώνων, για την ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος. Να δράσουμε από κοινού στα μέτωπα πάλης και τους κλάδους. Με την πολιτική στήριξη των οργανωμένων συλλογικοτήτων και πάνω από όλα, την ενεργό και άμεση εμπλοκή του ανένταχτου «λαού της Αριστεράς». Με προοπτική τη ριζική, προγραμματική ανασύνθεση και συμμαχία της Αριστεράς, ένα νέο αριστερό μέτωπο που θα δώσει ώθηση, αισιοδοξία, ελπίδα.»

[x] Μάλιστα, η νεότερη -τόσο χρονικά όσο και …ηλικιακής σύνθεσης!- προσπάθεια -άλλη μία- για μια «άλλη Αριστερά» (για τι άλλο;!..), αυτή της ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ, διακρίνεται από το μέγιστο της ιδεολογικής, πολιτικής και προγραμματικής ασάφειας, αντανακλώντας τις αδυναμίες της σύγχρονης αστικής μεταμοντέρνας σκέψης. Μια ματιά στο εισηγητικό κείμενο που επικεντρώνει σε ζητήματα πολιτικής κουλτούρας και πρακτικής, αδιαφορώντας για το προγραμματικό περιεχόμενο, πείθει για την εκτίμησή μας…

πχ Βλ. το επόμενο απόσπασμα:

«[…] Με την εκδήλωση αυτή εκκινούμε μια διαδικασία διαλόγου και επεξεργασιών για τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού φορέα της Αριστεράς γιατί πιστεύουμε πως μπορεί να υπάρξει ένας δρόμος για μια πολιτική πρόταση ταυτόχρονα μαζική αλλά και ριζοσπαστική, δημοκρατική και συμπεριληπτική. Έναν φορέα που θα συμβάλει ώστε να καλυφθεί το κενό ανάμεσα στην ενσωμάτωση των κυβερνητικών σχεδίων και την αποτυχία των επαναστατικών φωνών. Ανάμεσα στις αποστειρωμένες κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις, τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό και τον κατακερματισμό των κινηματικών δράσεων.

Αλλά και ένα φορέα της Αριστεράς που αναζητά μια άλλη ηθική απέναντι στα κινήματα, στο κράτος, τον εαυτό της. Που δε θεωρεί τα κινήματα και τους κοινωνικούς χώρους ως απλά πεδία για την προβολή ή την επιβολή της άποψής της. Που θέτει ως αναντικατάστατες αρχές την εσωτερική δημοκρατία, τη συνελευσιακή λειτουργία, την ισότιμη συμμετοχή και την εναλλαγή στις θέσεις ευθύνης ή εκπροσώπησης.[…]»

[xi] Βλ., Προγραμματικές κατευθύνσεις του συλλόγου διάδοσης μαρξιστικής σκέψης «Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ»