1

Επίμετρο: Η κυβέρνηση Αλιέντε, το κράτος και η οικονομία

του Δημήτρη Καλτσώνη

αν. καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου,

Πάντειο Πανεπιστήμιο

από τον τόμο Ο Φιδέλ Κάστρο για τον Αλιέντε,

Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2017, σελ. 101-141

 

 

Στις προεδρικές εκλογές της 4ης Σεπτέμβρη 1970 o Αλιέvτε, υποψήφιος της “Λαϊκής Ενότητας” έλαβε 36,3% τωv ψήφωv έvαvτι 35% πoυ πήρε o δεξιός υπoψήφιoς τoυ Εθvικoύ Κόμματoς, Χόρχε Αλεσσάvτρι, και 27,8% πoυ έλαβε o υπoψήφιoς τωv Χριστιαvoδημoκρατώv, Ραδoμίρo Τόμιτς.

Σύμφωvα με τo Σύvταγμα της Χιλής πρόεδρoς θα έπρεπε vα αvαδειχθεί εκείvoς από τoυς δύo πρώτoυς υπoψηφίoυς πoυ θα λάμβαvε τηv πλειoψηφία από τo Κoγκρέσσo (Βoυλή και Γερoυσία από κoιvoύ). Για vα γίvει αυτό η Λαϊκή Εvότητα έπρεπε vα πετύχει κάπoια συμφωvία με τoυς Χριστιαvoδημoκράτες. Στις επαφές πoυ έγιvαv, oι Χριστιαvoδημoκράτες ζήτησαv κάπoιες εγγυήσεις πoυ αφoρoύσαv κυρίως τηv τήρηση τoυ ισχύovτoς Συvτάγματoς. Οι όρoι αυτoί δεv έθεταv αvυπέρβλητα εμπόδια για τηv εφαρμoγή τoυ πρoγράμματoς της Λαϊκής Εvότητας. Η τελευταία τoυς απoδέχθηκε ακριβώς γιατί έκριvε ότι η κατάκτηση της πρoεδρίας θα έδιvε ώθηση στo λαϊκό κίvημα. Έτσι, στις 24 Οκτώβρη 1970 τo Κoγκρέσo με 153 σε σύvoλo 200 ψήφων επικύρωσε την εκλoγή τoυ Αλιέvτε.

Οι συνθήκες

Η εκλογική νίκη της “Λαϊκής Ενότητας” και του Αλιέντε έγινε δυνατή υπό συγκεκριμένους όρους. Ο πρώτος ήταν η οικονομική κρίση και η επιδείνωση των συνθηκών ζωής του λαού. Το κόστος ζωής την τελευταία πριν την εκλογή Αλιέντε δεκαετία ανέβηκε σχεδόν 1000%. Τo 2% τωv οικογενειών κατείχαv τo 46% τoυ χρηματικού εισοδήματος. Το 17% των εταιρειών κατείχε πάνω από το 78% ολόκληρου του μετοχικού κεφαλαίου. Η πιο μεγάλη από αυτές είχε τον έλεγχο των 2/3 της παραγωγής ολόκληρης της χώρας. Το 46,2% του μετοχικού κεφαλαίου των 30 μεγαλύτερων βιομηχανιών της Χιλής ανήκε σε ξένα συγκροτήματα. Τo 80% της καλλιεργημένης γης και τωv βοσκοτόπων βρισκόταν στα χέρια τoυ 4,2% τoυ πληθυσμού, τωv μεγαλoτσιφλικάδωv. Μόνο στηv πρωτεύουσα Σαντιάγο, 600.000 άvθρωπoι ζoύσαv σε παράγκες. Τα δύo τρίτα τωv αγρoτικώv οικιών είχαv χωματέvιo πάτωμα. Μόvo τo 10% είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι άvεργoι ξεπερvoύσαv τις 300.000 (8,3%). 1,5 εκατoμ. παιδιά υπoσιτίζovταv εvώ 600.000 ήταv πvευματικά καθυστερημένα εξαιτίας της έλλειψης τωv στoιχειωδώv μέσωv ζωής. Τo 15% τωv Χιλιαvώv πάvω από 15 ετώv ήταv αvαλφάβητoι[1].

Ο δεύτερος ήταν η δραστηριοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και η αντίθεσή τους στις κυρίαρχες πολιτικές. Η άνοδος των κοινωνικών αγώνων αντιμετωπίστηκε από την άρχουσα τάξη και τις κυβερνήσεις με ένταση της καταστολής αλλά και με προσπάθειες μεταρρυθμίσεων προκειμένου να εκτονωθεί η δυσαρέσκεια. Τίποτα από τα δύο δεν απέδωσε.

Οι λαϊκοί αγώνες έδωσαν ώθηση στην επιρροή του Κομμουνιστικού κόμματος Χιλής. Ενισχύθηκαν επίσης τα ριζοσπαστικά στοιχεία στο Σοσιαλιστικό κόμμα, ιδίως στο πρόσωπο του Αλιέντε[2]. Η κατάσταση αυτή εκφράστηκε και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Η λαϊκή δυσαρέσκεια βρήκε την αντανάκλασή της στις πολιτικές δυνάμεις της άρχουσας τάξης αλλά και στις μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις. Στο εσωτερικό της Χριστιανικής Δημοκρατίας εντάθηκε η κριτική προς την ηγεσία του κόμματος. Ένα τμήμα του κόμματος αποσπάστηκε το 1969 και δημιούργησε το «Κίνημα Ενωμένης Λαϊκής Δράσης» (MAPU) το οποίο συμμάχησε με τις δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας. Λίγο αργότερα, αποσπάστηκε ένα ακόμη τμήμα, η Χριστιανική Αριστερά, που επίσης εντάχθηκε στη Λαϊκή Ενότητα. Το Ριζοσπαστικό κόμμα, παραδοσιακό κόμμα των μικροαστικών στρωμάτων, ριζοσπαστικοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και την ηγεσία του ανέλαβε η αριστερή πτέρυγα που το ενέταξε στη Λαϊκή Ενότητα.

Η άρχουσα τάξη δυσκολευόταν να διαχειριστεί την κρίση. Αυτό φάνηκε με τον πιο καθαρό τρόπο στο γεγονός ότι στις εκλογές του 1970 συμμετείχαν δυο υποψήφιοι από τον ευρύτερο συντηρητικό χώρο διασπώντας έτσι τις δυνάμεις του.

Ο τρίτος ήταν ο διεθνής συσχετισμός των δυνάμεων. Ο μεταπολεμικός κόσμος και ιδίως η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίστηκαν από την ισχυροποίηση του εργατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιοκρατικών επαναστάσεων, από την άνοδο των αντιφασιστικών αισθημάτων των λαών. Στη Λατινική Αμερική καθοριστικό ρόλο έπαιξε η νίκη της επανάστασης στην Κούβα ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ, τον οποίο οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να χάνουν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, απασχολούσε μεγάλο τμήμα της στρατιωτικής και πολιτικής δραστηριότητάς τους[3].

Κατά συνέπεια, ο απεγκλωβισμός μεγάλου τμήματος του λαού από την κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογία, η εκλογική επικράτηση των δυνάμεων της «Λαϊκής Ενότητας» έγιναν δυνατά[4] μόνο σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης, ανόδου του λαϊκού κινήματος[5]. Η αστική κρατική εξουσία δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται από το συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, χωρίς αυτό να μεταβάλλει τον ταξικό χαρακτήρα της.

Το πρόγραμμα της κυβέρνησης

Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» δεν ήταν μια οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική κυβέρνηση. Για να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστούν από κοινού: το πρόγραμμά της, η πολιτική της σύνθεση, η σχέση της με την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα και κυρίως η πολιτική της πρακτική.

 

Το πολιτικό πρόγραμμα

Το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» έθετε το στόχο της υπέρβασης της φτώχειας, της ανύψωσης του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου σε όφελος της εργατικής τάξης και του λαού.

Εκτιμούσε πως «οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί που χρειάζεται η χώρα μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο αν ο Χιλιανός λαός πάρει την εξουσία στα χέρια του». Στόχος των δυνάμεων της «Λαϊκής Ενότητας» δεν ήταν να «αντικαταστήσουν απλά έναν Πρόεδρο ή ένα κόμμα» στην κυβέρνηση αλλά να μεταβάλλουν «τους ισχύοντες θεσμούς, εγκαθιδρύοντας ένα νέο κράτος, όπου η εργατική τάξη και γενικά ο λαός θα ασκεί πραγματική εξουσία»[6]. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού το πρόγραμμα προέβλεπε όχι μόνο μέτρα «επέκτασης της δημοκρατίας και των κατακτήσεων των εργατών» αλλά μια «νέα δομή εξουσίας που θα οικοδομηθεί από τη βάση προς τα πάνω μέσα από μια διαδικασία εκδημοκρατισμού σ’ όλα τα επίπεδα και με την οργανωμένη κινητοποίηση των μαζών. Ένα νέο Πολιτικό Σύνταγμα θα θεσμοποιήσει τη μαζική ενσωμάτωση του λαού στην κρατική εξουσία»[7].

Στο πλαίσιο αυτό το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» προέβλεπε τη δημιουργία ενός κυρίαρχου αντιπροσωπευτικού οργάνου, τη Λαϊκή Συνέλευση, καθώς και αντίστοιχα όργανα σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Προέβλεπε επίσης μια σημαντική καινοτομία: οι αντιπρόσωποι του λαού σε όλα τα επίπεδα θα ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν σε αυτόν αλλά και θα μπορούσαν να ανακληθούν.

Το πρόγραμμα όριζε επίσης ότι τα εργατικά συνδικάτα και οι άλλες οργανώσεις και φορείς των εργαζομένων θα αποκτήσουν μια ουσιαστική παρέμβαση σε όλους τους τομείς των κρατικών υποθέσεων.

Για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης και του πολιτικού συστήματος, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» όριζε ότι «θα πρέπει να παρθούν τέτοια μέτρα, ώστε οι κοινωνικές οργανώσεις να έχουν στη διάθεσή τους αυτά τα μέσα, απελευθερωμένα από τη βλαβερή παρουσία των μονοπωλίων».

Σε ό,τι αφορά το σκληρό πυρήνα της κρατικής εξουσίας, δηλαδή τις ένοπλες δυνάμεις και την αστυνομία, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» έθετε τους εξής στόχους. Για τις ένοπλες δυνάμεις προέβλεπε τη «διασφάλιση του εθνικού χαρακτήρα» τους και «άρνηση κάθε χρησιμοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων για την καταπίεση του λαού ή για συμφέροντα ξένων δυνάμεων». Για την αστυνομία όριζε ότι «θα πρέπει να αναδιοργανωθεί ώστε να μην χρησιμοποιηθεί ποτέ πια σαν καταπιεστική δύναμη ενάντια στο λαό».

Από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» άνοιγε το δρόμο για τη δημιουργία μιας άλλου τύπου κρατικής εξουσίας. Φαίνεται να κατανοούσε ότι η απλή κυβερνητική αλλαγή δεν είναι αρκετή και ότι χρειάζεται η εισαγωγή νέων θεσμών που να επιτρέπουν την ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή: αιρετότητα σε όλα τα επίπεδα, ανακλητότητα των αντιπροσώπων, ιδιαίτερος ρόλος των εργατικών και άλλων λαϊκών οργανώσεων στη συγκρότηση του κράτους.

Μια κάποια αμφισημία θα μπορούσε να διακρίνει κανείς στο ζήτημα των ενόπλων δυνάμεων. Εκεί, προφανώς το πρόγραμμα αναφερόταν στην ανάγκη απεγκλωβισμού τους από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, γι’ αυτό και έθετε με έμφαση το θέμα του εθνικού χαρακτήρα τους. Παράλληλα, έθετε το θέμα της μη συμμετοχής τους στην καταπίεση του λαού, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται σε κάποια πιο συγκεκριμένα μέτρα υλοποίησης αυτού του στόχου. Βέβαια, το τελευταίο μπορεί να δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο μέχρι εκείνη τη στιγμή συσχετισμός των δυνάμεων δεν επέτρεπε την ανοιχτή διατύπωση προτάσεων για εξοπλισμό του λαού κλπ.

Το οικονομικό πρόγραμμα

Η «Λαϊκή Ενότητα» θεωρούσε αναγκαίες τις βαθιές οικονομικές αλλαγές προκειμένου να γίνει δυνατή η αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, η εξάλειψη της φτώχειας, της κοινωνικής αδικίας και της εκμετάλλευσης. Έθετε «σαν κύριο στόχο της πολιτικής της, να αντικατασταθεί η σημερινή δομή της οικονομίας με την αφαίρεση της δύναμης του ντόπιου και ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των μεγαλοτσιφλικάδων για ν’ αρχίσει το χτίσιμο του σοσιαλισμού. Η σχεδιοποίηση θα παίξει σοβαρό ρόλο στη νέα οικονομία. Τα κεντρικά της όργανα … και οι αποφάσεις τους, παρμένες με δημοκρατικό τρόπο, θα έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα.

Η διαδικασία μετασχηματισμού της οικονομίας μας αρχίζει με τη δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού τομέα, που θα αποτελείται από τις επιχειρήσεις που τώρα ανήκουν στο κράτος μαζί με εκείνες που θα απαλλοτριωθούν. Σαν ένα πρώτο μέτρο, θα κρατικοποιηθούν όλοι οι φυσικοί πόροι που βρίσκονται στα χέρια του ξένου κεφαλαίου και των ντόπιων μονοπωλίων, όπως τα μεγάλα ορυχεία χαλκού, σιδήρου και νιτρικού άλατος. Έτσι, αυτά που θα αποτελέσουν τον κρατικοποιημένο τομέα είναι τα ακόλουθα:

  1. Η μεγάλη μεταλλευτική βιομηχανία χαλκού, νιτρικού άλατος, ιωδίου, σιδήρου και γαιανθράκων.
  2. Το χρηματοδοτικό σύστημα της χώρας, ιδιαίτερα οι ιδιωτικές τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες.
  3. Το εξωτερικό εμπόριο.
  4. Μεγάλες εταιρείες και μονοπώλια διανομής.
  5. Βιομηχανικά μονοπώλια στρατηγικής σημασίας.
  6. Γενικά, όλες οι δραστηριότητες που επηρεάζουν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, όπως η παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, οι σιδηροδρομικές, αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές, οι επικοινωνίες, η παραγωγή, διύλιση και διανομή του πετρελαίου και των υποπροϊόντων του, η μεταλλουργική βιομηχανία, το τσιμέντο, τα πετροχημικά και τα βαρέα χημικά, το χαρτί.

«Όλες αυτές οι απαλλοτριώσεις», σημείωνε το πρόγραμμα, «θα πραγματοποιηθούν με πλήρη προστασία των συμφερόντων του μικρού μετόχου»[8].

Οι πολιτικές δυνάμεις

Διαφωτιστικός είναι και ο εσωτερικός της «Λαϊκής Ενότητας» συσχετισμός των δυνάμεων, όπως καταγράφηκε στις τοπικές εκλογές του 1971. Το Σοσιαλιστικό κόμμα έλαβε τότε 22,89%, το Κομμουνιστικό κόμμα 17,36%, το Ριζοσπαστικό κόμμα 8,18% και τα άλλα κόμματα της συμμαχίας από περίπου 1%[9].

Η βασική κοινωνική δύναμη στην οποία στηριζόταν η κυβέρνηση ήταν η εργατική τάξη. Από το 1961 η πλειοψηφία της διοίκησης της ενιαίας εργατικής συνομοσπονδίας (CUT) ήταν προσκείμενη στο Κομμουνιστικό κόμμα ενώ δεύτερη δύναμη ήταν το Σοσιαλιστικό κόμμα. Το 1970 στα συνδικάτα ήταν οργανωμένο το 25% των εργατών και υπαλλήλων. Μετά την εκλογή του Αλλιέντε ο ρυθμός ένταξης των εργαζομένων στα συνδικάτα αυξήθηκε εντυπωσιακά: από 3,4% αύξηση το 1971 ανήλθε σε 18,8% το πρώτο μόνο εξάμηνο του 1972[10]. Στις συνδικαλιστικές εκλογές του Μαϊου του 1972 αναδείχθηκε νέα ηγεσία της CUT: 18 συνδικαλιστές προέρχονταν από το Κομμουνιστικό κόμμα, 16 από το Σοσιαλιστικό, 16 από τη Χριστιανική Δημοκρατία και ένας από το MIR («Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς»)[11].

Η τρομοκρατία

Σχέδιο πραξικοπήματος υπήρχε ήδη από τις αρχές Οκτώβρη 1970. Η Ουάσιγκτov όμως συμβoύλευσε τους πραξικοπηματίες vα σταματήσουν γιατί δεv ήταv αρκετά πρoετoιμασμέvoι αλλά oύτε o χρόvoς κατάλληλoς.

Λίγο αργότερα, η δολοφονία του στρατηγού Ρεvέ Σvάιvτερ σηματοδότησε την έναρξη του κύματος δολοφονιών και τρομοκρατίας που εξαπέλυσε η αντίδραση και που κορυφώθηκε στις 11 Σεπτέμβρη 1973. Ο Σνάιντερ ήταv o αρχηγός τωv εvόπλωv δυvάμεωv της Χιλής. Μετά τις εκλoγές της 4ης Σεπτέμβρη πρoσεγγίστηκε με σκoπό vα πειστεί vα συμμετάσχει, ή και vα διευθύvει, τo πραξικόπημα εvάvτια στov απερχόμεvo πρόεδρo Φρέι πριv τo Κoγκρέσσo απoφασίσει για τη διαδoχή. Ο Σvάιvτερ αρvήθηκε. Ετσι, δυό μέρες πριv τηv κρίσιμη ψηφoφoρία o στρατηγός Σvάιvτερ δoλoφovήθηκε καθώς μετέβαιvε από τo σπίτι τoυ πρoς τo γραφείo. Τρία αυτoκίvητα έφραξαv τo δρόμo στo δικό τoυ και άvoιξαv πυρ.

Τις πρoηγoύμεvες βδoμάδες είχαv σημειωθεί διάφoρες τρoμoκρατικές εvέργειες της ακρoδεξιάς, κυρίως εκρήξεις βoμβώv πoυ είχαv σαv στόχo τη δημιoυργία κλίματoς φόβoυ εvόψει της ψηφoφoρίας στo Κoγκρέσσo ή και vα πρoκαλέσoυv τηv αριστερά σε βεβιασμέvες κιvήσεις με στόχo πάλι τηv απoσταθερoπoίηση, τη μη εκλoγή τoυ Αλλιέvτε και τηv πρoετoιμασία τoυ ψυχoλoγικoύ κλίματoς για επέμβαση τωv εvόπλωv δυvάμεωv.

Η δoλoφovία τoυ Σvάιvτερ είχε βέβαια πoλύ μεγαλύτερo αvτίκτυπo από τις βoμβιστικές επιθέσεις. Δεv επρόκειτo μόvo για εκδίκηση επειδή είχε αρvηθεί vα συμπράξει σε πραξικόπημα. Απoτελoύσε επίδειξη πυγμής και κίvηση εκφoβισμoύ πρoς τoυς δημoκράτες, πρooδευτικoύς ή απλώς voμιμόφρovες αξιωματικoύς. Οι δoλoφόvoι “έκλειvαv τo στόμα” τoυ Σvάιvτερ ώστε vα μηv πρoβεί σε απoκαλύψεις σε βάρoς τωv ακρoδεξιώv κύκλωv και της CIA και, παράλληλα, απειλoύσαv τoυς βoυλευτές και γερoυσιαστές τωv Χριστιαvoδημoκρατώv πoυ είχαv εκδηλωθεί υπέρ της ψήφισης τoυ Αλλιέvτε. Εξάλλoυ, η δoλoφovία τoυ Σvάιvτερ στερoύσε τη Λαϊκή Εvότητα από έvαv αρχηγό τoυ στρατoύ πoυ θα παρέμεvε αφoσιωμέvoς στη vόμιμη κυβέρvηση. Ο στρατηγός Σvάιvτερ θα μπoρoύσε επιπλέον vα παίξει σημαvτικό ρόλo στηv εξάπλωση της επιρρoής της Λαϊκής Εvότητας αvάμεσα στoυς αξιωματικoύς.

Την ίδια περίοδο η αστυvoμία συvέλαβε δύo απόστρατoυς ταγματάρχες. Ο έvας είχε στo σπίτι τoυ oλόκληρo oπλoστάσιo εvώ o άλλoς ηγoύvταv παράvoμης τρoμoκρατικής oργάvωσης της ακρoδεξιάς. Η εφημερίδα τoυ ΚΚ Χιλής απoκάλυπτε τις ίδιες μέρες τις ύπoπτες διασυvδέσεις τoυς και έvα σχέδιo δoλoφovίας τoυ Αλιέvτε πoυ καθoδηγoύvταv από τη CIA και τov στρατηγό Παvoύσε της Αργεvτιvής.

Μετά την ανάληψη των καθηκόντων από τον Αλιέντε οι δυνάμεις της αvτίδρασης ξετύλιξαν με μεθοδικότητα τα επόμεvα βήματά τους: oικovoμικός πόλεμoς, ποταμοί παραπληρoφόρησης, πακτωλός χρημάτων από τη CIA για εξαγoρά προσώπων, σαμπoτάζ, απoσταθερoπoίηση, δολοφονίες, βομβιστικές ενέργειες και, τέλoς, πραξικόπημα. Όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τις αντιδραστικές δυνάμεις στα τρία χρόνια της διακυβέρνησης Αλιέντε. Ενδεικτικά αναφέρονται μόνο οι δυο απόπειρες δολοφονίας του Αλιέντε (15/3/1971 και 11/9/1972), η αποκάλυψη σχεδίου πραξικοπήματος στις 24/3/1972, η δολοφονία του πλωτάρχη και υπασπιστή του Αλιέντε στις 26/7/1973, η δολοφονία διαδηλωτών εργατών από παρακρατικούς, οι βομβιστικές ενέργειες, η απόκρυψη εμπορευμάτων και πολλά άλλα.

Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Αλιέντε: μετασχηματισμοί και διδάγματα

Η Χιλή ήταν οικονομία μέσου επιπέδου ανάπτυξης, εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό, με στρεβλή και αδύναμη παραγωγική βάση, καθυστερημένη και εξαρτημένη ιδίως στον τομέα της βιομηχανίας και της τεχνολογίας. Το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ήταν χαμηλό. Το ίδιο μικρό ήταν το ποσοστό της εργατικής τάξης στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Παράλληλα, υπήρχε σε μεγάλη έκταση διεσπαρμένη μικροϊδιοκτησία. Η Χιλή παρουσίαζε πολλές αναλογίες με την ελληνική κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα[12].

Η οικονομία της ήταν μονομερώς προσανατολισμένη στην εξαγωγή χαλκού. Η σχετική δραστηριότητα ελεγχόταν πλήρως από τις πολυεθνικές των ΗΠΑ[13]. Γενικότερα, περισσότερες από τις μισές ανώνυμες εταιρείες ελέγχονταν από το ξένο κεφάλαιο. Το 80% των εξαγωγών αποτελούνταν από τις πωλήσεις χαλκού. Από τα σχετικά έσοδα όμως ελάχιστα έμεναν στο χιλιανό κράτος. Το εμπορικό ισοζύγιο ήταν ελλειμματικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ένα τρίτο των εσόδων από τις εξαγωγές προοριζόταν για την εισαγωγή ειδών διατροφής. Εξαιτίας των χαρακτηριστικών της οικονομίας της η Χιλή ήταν ευάλωτη στις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και στις πιέσεις των ξένων δυνάμεων[14].

Όταν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές το 1970, η «Λαϊκή Ενότητα» υπό τον Αλλιέντε θεωρούσε αναγκαίες τις βαθιές οικονομικές αλλαγές προκειμένου να γίνει δυνατή η αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, η εξάλειψη της φτώχειας, της κοινωνικής αδικίας και της εκμετάλλευσης. Οι δυνάμεις που στήριζαν την κυβέρνηση είχαν επίσης επίγνωση της σχετικά καθυστερημένης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και της μονομέρειας που διέκρινε την οικονομία της. Γνώριζαν ότι τα χαρακτηριστικά αυτά θα αποτελούσαν πρόσθετους παράγοντες δυσκολίας για την υλοποίηση του προγράμματος κοινωνικών αλλαγών. Γνώριζαν επίσης ότι σε βάθος χρόνου η Χιλή θα έπρεπε να αλλάξει την κατεύθυνση της παραγωγικής της δομής. Υπήρχε επίγνωση ότι η αναγεννητική προσπάθεια θα έπρεπε να στραφεί στην ενδυνάμωση της βιομηχανικής βάσης της χώρας, στη διαφοροποίησή της, στην κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των εσωτερικών αναγκών σε τρέχοντα καταναλωτικά αγαθά από την εγχώρια παραγωγή[15].

Η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορούσε να υλοποιηθεί από την αστική τάξη της Χιλής της οποίας τα συμφέροντα ήταν πάγια συνδεδεμένα και εξαρτημένα από εκείνα του ιμπεριαλισμού[16]. Έπρεπε επομένως να πληγεί η οικονομική και πολιτική κυριαρχία του εγχώριου μονοπωλιακού και ξένου κεφαλαίου ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης και διαφοροποίησης[17].

Ήδη το 1964 με το πρόγραμμα που παρουσίασαν κατά την υποστήριξη της υποψηφιότητας Αλιέντε, οι δυνάμεις που είχαν συνασπιστεί τότε, υποστήριζαν ότι η λαϊκή κυβέρνηση θα επιδιώξει “μια προοδευτική και ορθολογική εκβιομηχάνιση” που θα “διαφοροποιεί το σύνολο της οικονομίας και θα ικανοποιεί τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού”. Έδιναν βάρος στη “δημιουργία και ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας πάνω στη βάση της επέκτασης και διαφοροποίησης της παραγωγής και επεξεργασίας του χάλυβα,  την ώθηση στην εκμετάλλευση του πετρελαίου και της υδροηλεκτρικής ενέργειας, τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας κάρβουνου, σιδήρου και τσιμέντου, την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας, χρησιμοποιώντας τις εγχώριες πρώτες ύλες και με την ολοκληρωτική αξιοποίηση των δυνατοτήτων της θάλασσας, των δασών διαμέσου της δημιουργίας και προώθησης μιας σταθερής ναυπηγικής βιομηχανίας…”. Για όλα αυτά απαιτούνταν, έλεγαν οι συντάκτες του προγράμματος, “ένα θεσμοθετημένο σύστημα λαϊκού σχεδιασμού” ενώ κορμός της οικονομικής ανάπτυξης θα ήταν ο κρατικός τομέας της οικονομίας[18].

Τα επιτεύγματα

Η κυβέρνηση Αλιέντε υπήρξε συνεπής στην υλοποίηση του προεκλογικού οικονομικού της προγράμματος. Το τραπεζικό σύστημα εθνικοποιήθηκε. Τοποθετήθηκαν κυβερνητικοί επίτροποι στις τράπεζες αλλά και οι εργαζόμενοι των τραπεζών συμμετείχαν στη διοίκηση μέσω των σωματείων τους και εκλεγμένων επιτροπών. Κάποιες από αυτές κατέλαβαν τις τράπεζες λίγο πριν την εθνικοποίησή τους.

Επιπλέον, η κυβέρνηση προχώρησε σε ένα τολμηρό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου και σε δραστικά μέτρα βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού. Εθvικoπoιήθηκε o χαλκός, πoυ τoν εκμεταλλεύovταv ως τότε oι πoλυεθvικές των ΗΠΑ. Μέσα στα πρώτα δυo χρόvια διακυβέρvησης oι εθvικoπoιήσεις περιέλαβαv πoλλoύς άλλoυς καίριoυς κλάδoυς της oικovoμίας όπως τα μεταλλoυργεία, τα oρυχεία σιδηρoμεταλλεύματoς και vίτρoυ, τα εργoστάσια τσιμέvτoυ, τηv κλωστoϋφαvτoυργία, τηv παραγωγή και διαvoμή ηλεκτρικoύ ρεύματoς.

Ο δημόσιoς τoμέας της oικovoμίας παρήγαγε στα τέλη τoυ 1972 περισσότερo από τo 50% τoυ ακαθάριστoυ βιoμηχαvικoύ πρoϊόvτoς. Είχε πράγματι γίνει ένα σοβαρό βήμα στην επέκταση του δημόσιου τομέα. Ωστόσο, το βήμα αυτό δεν πρέπει να υπερεκτιμάται. Σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο η κεϋνσιανή διαχείριση είχε επιβάλλει υψηλά ποσοστά συμμετοχής του δημόσιου τομέα στην οικονομία.

Το ποσοστό παραγωγής στην ιδιοκτησία του δημοσίου στους διάφορους κλάδους της οικονομίας ήταν: τρόφιμα 21%, ποτά 26%, υφάσματα 52%, ένδυση 2%, έπιπλα 2%, ελαστικά 67%, μη μεταλλικά ορυκτά 64%, βασικά μέταλλα 53%, πετρελαιοειδή 100%. Συvoλικά η βιoμηχαvική παραγωγή αυξήθηκε με γρηγoρότερoυς ρυθμoύς μετά το 1970[19].

Οι εργάτες συμμετείχαv στη διoίκηση τωv εργoστασίωv, κυρίως τωv εθvικoπoιημέvωv. Ωστόσο, το επίπεδο συμμετοχής δεν θεωρούνταν πάντοτε ικανοποιητικό. Από τις 320 εθνικοποιημένες επιχειρήσεις το σύστημα της εργατικής συμμετοχής λειτουργούσε επίσημα στις 170 ενώ μόνο σε 35 υπήρξε αποφασιστική συμμετοχή των εργαζομένων[20].

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω πολιτικών, τα συμφέροντα του εγχώριου και αλλοδαπού μονοπωλιακού κεφαλαίου επλήγησαν σοβαρά. Αντίθετα, τo πραγματικό εισόδημα τωv εργαζoμέvωv αυξήθηκε σημαvτικά. Ο πραγματικός μισθός στο πρώτο έτος διακυβέρνησης αυξήθηκε κατά 20%. Η αvεργία έπεσε από τo 8,8% στo 3%. Η παιδική θvησιμότητα μειώθηκε κατά 20,1%. Για πρώτη φoρά στηv ιστoρία της χώρας δημιoυργήθηκε καθoλικό υγειovoμικό σύστημα. Θεαματική πρόoδoς σημειώθηκε στηv καταπολέμηση τoυ αvαλφαβητισμoύ και στην ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης.

Η απαλλoτρίωση τωv τσιφλικιώv πρoχώρησε. Μέσα στους τέσσερεις πρώτους μήνες η κυβέρνηση είχε απαλλοτριώσει τόση γη όση είχαν απαλλοτριώσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις σε έξι χρόνια. Χιλιάδες αγρότες πήραv γη και άρχισαv vα συγκρoτoύvται συvεταιρισμoί. Η κατάσταση των αγροτών και τωv ιθαγεvώv ιvδιάvωv βελτιώθηκε αισθητά[21].

Με τις πρώτες εθνικοποιήσεις και την άνοδο της κατανάλωσης μέσω της αύξησης των μισθών, η παραγωγή αυξήθηκε. Οι τράπεζες έριξαν τα επιτόκια ώστε να διευκολύνουν τις επενδύσεις: από 24% σε 18% για τις παραγωγικές δραστηριότητες. Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις υπήρχαν ακόμη ευνοϊκότεροι όροι με επιτόκια μέχρι 12%. Το 1971 η εθνική παραγωγή αυξήθηκε 8%. Επρόκειτο για ποσοστό ρεκόρ τα τελευταία 15 έτη. Στη βιομηχανία το ποσοστό ανερχόταν στο 10% ενώ στα είδη διατροφής ποίκιλε: 9% για το παστεριωμένο γάλα, 30% στα ζυμαρικά, 81% στη ζάχαρη[22]. Στη συνέχεια βέβαια σημειώθηκε κάμψη εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης και του οικονομικού πολέμου που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ και το μεγάλο κεφάλαιο.

Αντιδράσεις και δυσκολίες: εννιά θεμελιώδη οικονομικά προβλήματα

  1. Η κυβέρνηση Αλιέντε αντιμετώπισε από την πρώτη στιγμή αντιδράσεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο[23]. Ήδη στο τρίμηνο που μεσολάβησε βάσει του Συντάγματος ανάμεσα στην εκλογική της νίκη και στην ανάληψη των καθηκόντων από το νέο πρόεδρο, σημειώθηκε φυγή κεφαλαίων.
  2. Το δεύτερο στοιχείο της οικονομικής αντίδρασης συνίσταται στην ανεπάρκεια των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. Σε περιβάλλον πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας για το μέλλον του καπιταλισμού είναι αναμενόμενο ότι οι κεφαλαιοκράτες προτιμούν να μην επενδύουν αναμένοντας να ξεκαθαριστεί το τοπίο. Η κυβέρνηση Αλλιέντε δεν κατάφερε να επιλύσει πλήρως το πρόβλημα αυτό.
    Η αντιμετώπισή του απαιτούσε εκ των πραγμάτων εμβάθυνση των ριζοσπαστικών αλλαγών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Πράγματι, θα απαιτούσε περαιτέρω μέτρα εθνικοποίησης κάποιων επιχειρήσεων ή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και καταθέσεων των κεφαλαιοκρατών. Θα μπορούσε να επιβάλλει ευρύτερο κρατικό και εργατικό έλεγχο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις έτσι ώστε η κυβέρνηση και οι εργαζόμενοι να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία της επιχείρησης και να μπορούν να επιβάλλουν αποφάσεις σχετικά με τις επενδύσεις κλπ. Εννοείται ότι μια τέτοια λύση, είναι ένα βήμα πριν την εθνικοποίηση και θα όξυνε στο έπακρο την ταξική πάλη.
  1. Ένα τρίτο πρόβλημα που αντιμετώπισε η κυβέρνηση ήταν η απόκρυψη εμπορευμάτων. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάστηκε σχετικά πρόσφατα στη Βενεζουέλα[24]. Οι επιχειρηματίες και οι έμποροι (κυρίως οι πιο ισχυροί) αντέδρασαν στον έλεγχο των τιμών με απόκρυψη των προϊόντων και δημιουργία μαύρης αγοράς.
    Στην περίπτωση αυτή φάνηκε και η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού να ελέγξει  τις τιμές και τη μαύρη αγορά. Οι σχετικές υπηρεσίες αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκείς, δυσκίνητες και γραφειοκρατικές. Τη λύση έδωσε η λαϊκή πρωτοβουλία. Οργανώθηκαν λαϊκές επιτροπές γειτονιάς οι οποίες παρενέβαιναν, άνοιγαν τις αποθήκες κλπ.
  2. Συναφές ήταν το οικονομικό σαμποτάζ που οργάνωσε η αστική τάξη κηρύσσοντας σε πολλές βιομηχανικές και άλλες επιχειρήσεις λοκ-άουτ. Αυτό αντιμετωπίστηκε είτε από το εργατικό κίνημα με καταλήψεις εργοστασίων τα οποία συνέχισαν να παράγουν υπό τη διεύθυνση των εργαζομένων είτε από την κυβέρνηση με εθνικοποιήσεις.
  3. Η αύξηση της κατανάλωσης των λαϊκών στρωμάτων εξαιτίας των φιλολαϊκών μέτρων της κυβέρνησης Αλιέντε έφερε και ένα άλλο πρόβλημα στην επιφάνεια: την ανάγκη αύξησης των καταναλωτικών αγαθών[25]. Όπως αναφέρθηκε, η Χιλή ήταν οικονομία μέσου επιπέδου ανάπτυξης, εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διευρύνθηκε μάλιστα τα τελευταία χρόνια πριν την εκλογή του Αλιέντε.
    Καταβλήθηκε προσπάθεια να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού και συνεταιριστικού (στην αγροτική οικονομία) τομέα. Στο δημόσιο και στο συνεταιριστικό τομέα σημειώθηκαν σχετικές επιτυχίες. Ο ιδιωτικός όμως αντέδρασε με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Αρχικά ανταποκρίθηκε καθώς η αύξηση της κατανάλωσης αύξαινε την κερδοφορία του. Στη συνέχεια όμως η παραγωγή επιβραδύνθηκε ως αντίδραση στην προοπτική των εθνικοποιήσεων.
  4. Παράλληλα, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει την εξής δυσκολία. Μια σειρά μηχανήματα, ανταλλακτικά κλπ. για τη λειτουργία της οικονομίας εισάγονταν πάγια από τις ΗΠΑ και τις άλλες ιμπεριαλιστικές, ισχυρές βιομηχανικές οικονομίες. Είτε γιατί η κυβέρνηση είχε οικονομικές δυσκολίες να τα αγοράσει, είτε ιδίως γιατί οι χώρες αυτές έκαναν σαμποτάζ στη χιλιανή οικονομία, τα αγαθά αυτά καθυστερούσαν με αποτέλεσμα την επιβράδυνση και κάμψη της παραγωγής.
    Τι επιλογές είχε η κυβέρνηση ενώπιον αυτής της κατάστασης; Η μία ήταν να προσπαθήσει να αξιοποιήσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Επιχείρησε γι’ αυτό να εισάγει μια σειρά αναγκαία κεφαλαιουχικά αγαθά από τη Γαλλία, τη Γερμανία και γενικότερα άλλες καπιταλιστικές χώρες. Οι τελευταίες ανταποκρίθηκαν αρχικά. Τελικά όμως υπερίσχυσε το μακροπρόθεσμο ταξικό συμφέρον και ευθυγραμμίστηκαν με τις ΗΠΑ. Η άλλη επιλογή ήταν να στραφεί στις σοσιαλιστικές χώρες. Αυτό έγινε σε ένα μάλλον περιορισμένο βαθμό.
  5. Σχετικό ήταν και το πρόβλημα της εισαγωγής καταναλωτικών προϊόντων από το εξωτερικό. Καμιά χώρα δεν μπορεί να είναι πλήρως αυτάρκης. Οι εξαρτημένες και υποδεέστερες οικονομίες όμως εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις εισαγωγές, ακόμη και για σημαντικά προϊόντα. Αυτό συνέβαινε με τη Χιλή, της οποίας όμως το πρόβλημα δεν είχε για παράδειγμα την έκταση που έχει για την Ελλάδα σήμερα. Ωστόσο, η χώρα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα εξαιτίας της στάσης των μεγάλων εξαγωγικών χωρών και πρωτίστως των ΗΠΑ.
    Η λύση του προβλήματος θα ήταν και εδώ η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων. Για την αντιμετώπιση των πιο άμεσων προβλημάτων θα έπρεπε ίσως η κυβέρνηση να στραφεί πιο έντονα στην αναζήτηση διεθνών εταίρων στα σοσιαλιστικά κράτη αλλά και σε άλλα κράτη εκτός του μπλοκ των ιμπεριαλιστικών χωρών. Αντίστοιχη λύση αναζήτησε και πέτυχε λίγα χρόνια πριν η κουβανέζικη επανάσταση. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε ακόμη πιο έντονη ρήξη με το διεθνές και εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο.
    Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου βέβαια δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Μεσομακροπρόθεσμα όμως η αντιμετώπιση του ζητήματος επέβαλε την ανάπτυξη και διαφοροποίηση της οικονομικής βάσης της χώρας προκειμένου πρωτίστως να διασφαλιστεί η διατροφική επάρκεια στα βασικά αγαθά.
  6. Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετώπισε με το δανεισμό. Οι ΗΠΑ, παραδοσιακός πιστωτής της Χιλής, και τα πιστωτικά ιδρύματα που εξαρτιόνταν από αυτές (όπως πχ. το ΔΝΤ), δημιουργούσαν προσκόμματα στη δανειοδότηση της Χιλής. Πάγωσαν όλες τις πιστώσεις. Η κυβέρνηση Αλιέντε προσπάθησε να ξεπεράσει το πρόβλημα αναζητώντας δάνεια σε γαλλικές ή άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Σύντομα όμως και αυτή η στρόφιγγα έκλεισε ευθυγραμμιζόμενη με την πολιτική οικονομικού στραγγαλισμού των ΗΠΑ. Έτσι, η Χιλή βρέθηκε αναγκασμένη να πληρώνει μετρητοίς για τα κάθε λογής εμπορεύματα που έπρεπε να εισάγει.
    Η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι θα υπερβεί τις δυσκολίες μέσω των εσόδων που θα απέφεραν οι εξαγωγές χαλκού, από τη στιγμή που εθνικοποιήθηκαν οι σχετικές επιχειρήσεις. Το σχέδιο όμως αυτό δεν απέδωσε καθώς η τιμή του χαλκού στη διεθνή αγορά έπεσε τόσο λόγω συγκυριακών διεθνών γεγονότων όσο και λόγω μεθόδευσης από την πλευρά των ΗΠΑ προκειμένου να πλήξουν τη χιλιανή κυβέρνηση και οικονομία. Οι διεθνείς τιμές του χαλκού άρχισαν να ξανανεβαίνουν το 1973 αλλά τότε πλησίαζε πλέον το πραξικόπημα. Εκτός αυτού, οι πολυεθνικές που είχαν εθνικοποιηθεί κατέφυγαν στα δικαστήρια πολλών δυτικοευρωπαϊκών κρατών και συχνά πέτυχαν την προληπτική κατάσχεση του εισαγόμενου χαλκού με το επιχείρημα ότι δεν είχαν αποζημιωθεί επαρκώς από το χιλιανό κράτος.
    Για μια ακόμη φορά τέθηκε επί τάπητος η ριζοσπαστικοποίηση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Ο Αλιέντε ακολούθησε το δρόμο αυτό μέχρι ένα βαθμό. Στράφηκε μεν στις ευρωπαϊκές χώρες και τράπεζες επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις αλλά απευθύνθηκε και στα σοσιαλιστικά κράτη. Έτσι, στην τριετία της διακυβέρνησής του έλαβε δάνεια ύψους 386 εκατομμυρίων δολαρίων από ευρωπαϊκές χώρες, 253,6 από τις σοσιαλιστικές χώρες και 11,6 από διεθνείς πιστωτικούς οργανισμούς. Επίσης, για να διευκολυνθεί η προοδευτική κυβέρνηση της Χιλής η ΛΔ Κίνας αγόρασε μεγάλη ποσότητα χαλκού (περίπου το 10% των εξαγωγών της Χιλής) ενώ η Σοβιετική Ένωση αγόρασε επίσης μια μικρότερη ποσότητα παρότι οι εσωτερικές της ανάγκες δεν είχαν αυξηθεί[26].
  7. Σε συνάφεια με τα προηγούμενα ήταν το ζήτημα του εξωτερικού χρέους. Αυτό ανερχόταν το 1970 σε 3 δισεκατομμύρια δολάρια, όσο δηλαδή τριών ετών εξαγωγές. Ερχόμενη στην κυβέρνηση η “Λαϊκή Ενότητα” υπό τον Αλιέντε αναγνώρισε το χρέος προς το εξωτερικό και ανέλαβε τη συνέχιση της αποπληρωμής του. Στα 3 δισεκατομμύρια προστέθηκαν άλλα 727 εκατομμύρια, που ήταν τα χρέη των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης χαλκού τις οποίες εθνικοποίησε. Η κυβέρνηση αποδέχθηκε τα χρέη των εταιρειών προκειμένου να μπορέσει να υπερψηφιστεί το σχετικό νομοσχέδιο αφού δεν διέθετε πλειοψηφία στο Κογκρέσο[27].
    Η κυβέρνηση Αλιέντε προσπάθησε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της αξιοποιώντας τα έσοδα από το χαλκό. Όταν τα προβλήματα από το οικονομικό σαμποτάζ οξύνθηκαν, σταμάτησε την αποπληρωμή του χρέους και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές.
    Γενικότερα η κυβέρνηση Αλιέντε είχε επίγνωση των εμποδίων που θέτει η ιμπεριαλιστική κυριαρχία ιδίως για τις χώρες μεσαίου και χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό άρχισε να αναπτύσσει διεθνείς δραστηριότητες. Ξεκίνησε, αν και δεν ολοκλήρωσε, την προσπάθεια απεγκλωβισμού από τις ΗΠΑ. Αναζήτησε οικονομικούς εταίρους σε άλλες καπιταλιστικές χώρες. Στράφηκε προς τα σοσιαλιστικά κράτη και προς το κίνημα των Αδεσμεύτων. Είχε ταχθεί εναντίον των σχεδίων των ΗΠΑ για μια παναμερικανική συνεργασία και αγορά με το επιχείρημα ότι δεν είναι προς το συμφέρον των αδύναμων χωρών να συνασπισθούν οικονομικά με τις πανίσχυρες ΗΠΑ. Σε αντίθεση, προέκρινε τη συνεργασία των λατινοαμερικανικών χωρών μεταξύ τους. Οι θέσεις αυτές θυμίζουν τη μεταγενέστερη απόρριψη της ALCA από πολλά λατινοαμερικανικά κράτη και την αντίστοιχη υιοθέτηση της ALBA. Ο Αλιέντε και η κυβέρνησή του είχαν ταχθεί επίσης εναντίον της κυριαρχίας του δολαρίου, υπέρ της υπεράσπισης των εθνικών νομισμάτων αλλά και εναντίον της GATT (προδρόμου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου)[28].

Ο απολογισμός

Είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη κατόρθωνε να καταλάβει την πλειοψηφία στο πλαίσιο μιας αστικής δημοκρατίας και να εφαρμόσει μια πολιτική ριζικής αναδιανομής του πλούτου, θα συναντούσε τη λυσσαλέα αντίδραση (οικονομική, πολιτική, ένοπλη) που βρήκε η κυβέρνηση Αλιέντε, τόσο από το μονοπωλιακό κεφάλαιο του εσωτερικού όσο και από το διεθνές. Το ιδιαίτερο στοιχείο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο οικονομικός στραγγαλισμός είναι ανάλογος της θέσης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Δηλαδή, όσο πιο χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων παρουσιάζει η χώρα στην οποία επιχειρούνται ριζοσπαστικές και επαναστατικές μεταβολές, τόσο η πίεση (ιδίως από το εξωτερικό) θα είναι ισχυρότερη και αποτελεσματικότερη.

Η εμπειρία όλων των επαναστάσεων αλλά και των προοδευτικών κυβερνήσεων του 20ού και 21ου αιώνα το επιβεβαιώνει. Ο οικονομικός στραγγαλισμός, ιδιαίτερα των εξαρτημένων ή των πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών είναι ένα εξαιρετικά πρόσφορο μέσο για την επιβολή της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας. Την ίδια αντιμετώπιση είχαν οι επαναστάσεις στη Σοβιετική Ένωση, στην Κίνα, στο Βιετνάμ, οι αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις στην Αφρική και στην Ασία. Την ίδια αντιμετώπιση είχε και συνεχίζει να έχει η επαναστατική Κούβα.

Η κυβέρνηση Αλιέντε, παρά τις αδυναμίες, τα λάθη και την κάποιες φορές ατολμία της, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει σε ένα βαθμό την οικονομική επιθετικότητα του ξένου και εγχώριου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι η οικονομία το 1973 σχετικά σταθεροποιήθηκε. Η βιομηχανική παραγωγή στα χρόνια της διακυβέρνησης Αλιέντε αυξανόταν σταθερά, παρά τις διακυμάνσεις που επέβαλε ο οικονομικός πόλεμος. Με δείκτη το 100 για τη βιομηχανική παραγωγή για το 1968, το 1970 έφτασε στο 104, το 1971 στο 119,3, το 1972 στο 122,6 και το 1973 (έτος του πραξικοπήματος) στο 117,3 για να πέσει τα αμέσως επόμενα χρόνια[29]. Το βιοτικό επίπεδο του λαού επίσης βελτιώθηκε.

Αυτά βρήκαν την έκφρασή τους και στην πολιτική επιρροή της “Λαϊκής Ενότητας” του Αλιέντε που άρχισε να ανεβαίνει ξανά. Το 1970 κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με το 36%, το 1971 στις δημοτικές εκλογές έλαβε το 51% σχεδόν και στις βουλευτικές του 1973 έφτασε το 44% μετά από μια περίοδο κάμψης λόγω των προβλημάτων τροφοδοσίας της αγοράς και της παραγωγής από το οικονομικό σαμποτάζ. Όταν οι αντιδραστικές δυνάμεις έκριναν ότι δεν αρκούσε πια ο οικονομικός στραγγαλισμός και η τρομοκρατία για να κάμψουν την επιρροή της κυβέρνησης, κατέφυγαν στο αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου 1973.

Ο εργατικός έλεγχος στην οικονομία

Η αντιμετώπιση της οικονομικής ασφυξίας απαιτούσε ίσως ακόμη περισσότερο ενεργητικά και ριζοσπαστικά μέτρα από την κυβέρνηση Αλιέντε, τόσο σε οικονομικό όσο κυρίως σε πολιτικό επίπεδο. Τα μέτρα αυτά βέβαια πρέπει πάντοτε να είναι ανάλογα με το συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το επίπεδο συνειδητότητας του λαού και να το ανεβάζουν, να στηρίζονται στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Πρέπει επίσης να διαμορφώνουν κάθε φορά τις αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες.

Με αυτή την έννοια, μπορεί να διακριθούν κάποιες κρίσιμες κατευθύνσεις στις οποίες θα έπρεπε να κινηθεί η κυβέρνηση. Δεν μπορεί κανείς να κάνει υποδείξεις και μάλιστα με την ασφάλεια της χρονικής, γεωγραφικής και ιστορικής απόστασης. Μπορεί μόνο να διατυπώσει με μετριοπάθεια κάποιες κρίσεις βασισμένες στην επιστημονική ανάλυση.

Φαίνεται λοιπόν πως επιβαλλόταν -πάντοτε με συνυπολογισμό του συσχετισμού των δυνάμεων- η περαιτέρω αφαίρεση οικονομικής δύναμης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Τέτοια βήματα θα μπορούσε να ήταν η εθνικοποίηση όλων ανεξαιρέτως των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας αλλά και άλλων επιχειρήσεων είτε ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία τους στην οικονομία είτε ανάλογα με το αν πρωτοστατούν στον οικονομικό πόλεμο εναντίον του λαού.

Γενικά πάντως, εθνικοποιήσεις μεσαίων ή μικρών κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων δεν είναι οι πλέον ενδεδειγμένες, ιδίως όταν δεν εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο. Η οικονομική δύναμη βρίσκεται κυρίως στο μονοπωλιακό κεφάλαιο, στις στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις, οι οποίες εξάλλου είναι και από άποψη αντικειμενικών όρων πιο ώριμες να περάσουν στη δημόσια ιδιοκτησία[30]. Παράλληλα, πρέπει να δημιουργούνται, όσο είναι δυνατό, ρήγματα στην ίδια την αστική τάξη. Σε έναν (οικονομικό) πόλεμο δεν ανοίγει κανείς πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Επιλέγει να πλήξει πρώτα την καρδιά του εχθρικού (οικονομικού) συστήματος[31].

To βασικότερο όμως ήταν η εγκαθίδρυση εργατικού και λαϊκού ελέγχου στο σύνολο της οικονομίας. Προβλήματα όπως η απόκρυψη εμπορευμάτων, ο οικονομικός αποκλεισμός, το πολύμορφο σαμποτάζ δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τα παραδοσιακά κρατικά όργανα ελέγχου που διαθέτει το αστικό κράτος. Χρειάζεται η δημιουργία νέων οργάνων ελέγχου και εξουσίας. Αυτά, με βάση ανάλογες ιστορικές εμπειρίες, θα μπορούσε να πάρουν τη μορφή επιτροπών που εκλέγονται και ανακαλούνται ανά πάσα στιγμή από τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης ή και ενός κλάδου με αρμοδιότητα να ελέγχουν τα πάντα: λογιστικά βιβλία, αποθήκες, προμήθειες, πωλήσεις κλπ. Τέτοια βήματα πραγματοποιήθηκαν αλλά έμειναν ημιτελή[32].

Ο εργατικός και λαϊκός έλεγχος, η γενίκευσή του στο σύνολο των επιχειρήσεων θα μεγιστοποιούσε τις δυνάμεις της εργατικής τάξης και του λαού. Βέβαια, θα οδηγούσε σε περαιτέρω όξυνση της ταξικής πάλης. Αυτό όμως είναι αναπόφευκτο όταν επιδιώκεται η αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Ο εργατικός λαϊκός έλεγχος αποτελεί κομβικό ζήτημα για το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και στο λαό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Λένιν αναδείκνυε το στόχο αυτό σε κεντρικό στοιχείο του προγράμματός του λίγο πριν την επανάσταση[33].

Ο εργατικός λαϊκός έλεγχος θα βοηθούσε επίσης στη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα. Πρώτο, γιατί θα διασφάλιζε σε ένα βαθμό τον έλεγχό τους και δεύτερο γιατί θα έδινε τη δυνατότητα να ενταχθούν στον κυβερνητικό οικονομικό προγραμματισμό. Ταυτόχρονα θα έδινε το αίσθημα της ασφάλειας στα μεσαία στρώματα αλλά και της δύναμης την οποία διαθέτει η εργατική τάξη και οι επαναστατικές δυνάμεις.

Ο εργατικός έλεγχος ήταν εκείνο το οικονομικό μέτρο που συνδεόταν πιο στενά με τα πολιτικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν και τα οποία έπρεπε να κατατείνουν στην αλλαγή του ταξικού χαρακτήρα του κράτους.

Από την άλλη, η παραγωγική ανασυγκρότηση και αναδιάρθρωση της οικονομίας είναι ένα πρόβλημα που δεν λύνεται στον ορίζοντα μιας ή δύο κοινοβουλευτικών θητειών. Δεν μπορεί επίσης να επιλυθεί χωρίς σχέδιο και χωρίς μετασχηματισμό των βασικών οικονομικών και πολιτικών δομών. Ακόμη και τότε αποτελεί ένα μακρόχρονο και δύσκολο εγχείρημα, ιδιαίτερα αν μια χώρα δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα σύστημα κρατών με παρόμοιους κοινωνικο-οικονομικούς προσανατολισμούς ή έστω σε ένα σύστημα διεθνών συμμαχιών ή στηριγμάτων. Επομένως, η κυβέρνηση Αλιέντε μπορούσε να λάβει μόνο περιορισμένα, έκτακτα μέτρα στην κατεύθυνση αυτή. Στο βαθμό που θα επέλυε το ζήτημα του ριζικού μετασχηματισμού της οικονομίας και της πολιτικής εξουσίας καθώς και του αναπροσανατολισμού των διεθνών οικονομικών συνεργασιών της, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια πορεία μεταβολής της παραγωγικής δομής.

Το ζήτημα του κράτους

Στο πολιτικό επίπεδο κατέστη σαφές ότι η παραδοσιακή νομιμότητα και η υπάρχουσα νομοθεσία μπορεί να μην επαρκούν για την υλοποίηση μιας πολιτικής ριζοσπαστικών μεταβολών. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση μπορεί να έχει τη συνταγματική ευχέρεια και τις αναγκαίες πλειοψηφίες για να εισάγει ταχύτατα νέα νομοθετήματα. Τέτοιο είναι το παράδειγμα των κυβερνήσεων Τσάβες στη Βενεζουέλα. Ο Τσάβες παραμέρισε γρήγορα το παλιό Σύνταγμα, προσέφυγε στο λαϊκό παράγοντα και με δημοψηφίσματα υιοθέτησε ένα νέο, ριζοσπαστικό δημοκρατικό Σύνταγμα[34].

Υπάρχει ωστόσο η πιθανότητα, όπως συνέβη στην κυβέρνηση Αλιέντε, να μη διαθέτει τα συνταγματικά εργαλεία αλλά ούτε και την αναγκαία πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Η κυβέρνηση Αλιέντε θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει το πρώτο διάστημα, όταν η επιρροή της βρισκόταν στο απόγειο και οι αντιδραστικές δυνάμεις ήταν ακόμη απομονωμένες από το λαό. Εντός του 1971 είχε τη δυνατότητα να κινήσει διαδικασίες για νέο Σύνταγμα αλλά και για άλλες βαθιές δημοκρατικές τομές.

Πρέπει να σημειωθεί ότι μια κοινωνική και πολιτική σύγκρουση τέτοιας εμβέλειας, δεν περιορίζεται πάντοτε στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας. Η αστική τάξη δεν διστάζει να παραβιάζει τη νομιμότητα, είτε εν μέρει είτε εν συνόλω όταν τα συμφέροντά της κινδυνεύουν και όταν ο συσχετισμός των δυνάμεων της το επιτρέπει[35]. Κατά συνέπεια μια φιλολαϊκή ριζοσπαστική κυβέρνηση μπορεί να ακολουθήσει πρακτικές που υπερβαίνουν ή παραβιάζουν την υπάρχουσα νομοθεσία. Αυτό όμως, όπως προαναφέρθηκε, είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων.

Για παράδειγμα, η εγκαθίδρυση του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις μπορεί να επιβληθεί νομοθετικά. Μπορεί όμως η ταχύτητα των εξελίξεων και η σφοδρότητα της σύγκρουσης να μην επιτρέψουν κάτι τέτοιο, σε πρώτη φάση τουλάχιστον. Εξάλλου, ενδέχεται ένα τέτοιο νομοθέτημα να υπονομευθεί με το επιχείρημα ότι προσκρούει στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνουν τα αστικά Συντάγματα. Η ανάγκη επιβολής του ελέγχου εξαρτάται πρωτίστως από τις αντικειμενικές συνθήκες και την ωριμότητα του λαού. Δεν πρέπει να εξαρτάται από τα νομοθετήματα και την ερμηνεία τους από τα δικαστήρια.

Τα ριζικά οικονομικά μέτρα μετασχηματισμού και αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου μοιραία οδηγούν στην ακραία κοινωνική πόλωση, στην όξυνση της ταξικής πάλης. Η αφαίρεση οικονομικής δύναμης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από μέτρα αφαίρεσης της πολιτικής του δύναμης σε μια διαλεκτική αλληλεπίδραση και ισορροπία. Αν προχωρήσει κάποιος πολύ μπροστά στον οικονομικό τομέα χωρίς βαθιές πολιτικές αλλαγές, το εγχείρημα  κινδυνεύει να μείνει μετέωρο, όπως και το αντίστροφο.

Τίθεται δηλαδή εκ των πραγμάτων το ζήτημα της κρατικής εξουσίας, όπως ακριβώς συνέβη στη Χιλή. Απαιτούνται κατά συνέπεια μέτρα προετοιμασίας επίλυσης του ζητήματος ώστε να αλλάξει ο ταξικός χαρακτήρας και οι δομές της κρατικής εξουσίας Ο ριζικός, εκ βάθρων, εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας αλλά ιδίως η εμπλοκή της εργατικής τάξης και του λαϊκού παράγοντα στα θέματα της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας (και με τη δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής) έχουν ιστορικά αποδειχθεί αποφασιστικής σημασίας. Πολύ σημαντική είναι επίσης η απεμπλοκή των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τον έλεγχο της οικονομικής ολιγαρχίας[36].

Στα θέματα αυτά, όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση Αλιέντε ταλαντεύθηκε. Οι παρεμβάσεις στις ένοπλες δυνάμεις ήταν περιορισμένες και η δημιουργία πολιτοφυλακής ξεκίνησε στα 1973 για να διακοπεί και να αναιρεθεί πολύ σύντομα. Μοιραία κατάληξη αυτών των ταλαντεύσεων ήταν η επιβολή του πραξικοπήματος και της αιματηρής τρομοκρατίας παρά την ηρωική αντίσταση του λαού και του ίδιου του προέδρου Αλιέντε.

Ειδικότερα η στρατιωτική πολιτική

Οι πολιτικές αλλαγές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε το στράτευμα και την αστυνομία με την απομάκρυνση των φασιστικών, φιλοϊιμπεριαλιστικών και φιλομονοπωλιακών στοιχείων, το ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό των δομών ή και την κατάργηση κάποιων από αυτές και, κυρίως, την εισαγωγή του εργατικού και λαϊκού παράγοντα με τη μορφή της πολιτοφυλακής. Η κυβέρνηση είχε ερείσματα και στις ένοπλες δυνάμεις που μπορούσε να τα αξιοποιήσει. Λίγο πριν το πραξικόπημα, όταν η επιρροή της κυβέρνησης είχε σχετικά φθαρεί, υπολογίζεται ότι το 40% των στρατηγών ήταν με το μέρος του Αλλιέντε[37]. Πολύ μεγαλύτερη επιρροή είχε βεβαίως στους κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς.

Στη στρατιωτική πολιτική της κυβέρνησης Αλιέντε συνοψίστηκαν οι αντιφάσεις και τα προβλήματά της. Η «Λαϊκή Ενότητα», τόσο πριν όσο και μετά την εκλογική της νίκη, επικέντρωσε την προσοχή της στη διεύρυνση της επιρροής της στο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων είτε με τη μορφή της προσέλκυσης στο πολιτικό της πρόγραμμα είτε με τη μορφή της ουδετεροποίησης και της εξασφάλισης τήρησης της νομιμότητας[38]. Ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι μόνο το προσωπικό του. Είναι ιδίως δομές, κοινωνικο-οικονομικές και ιδεολογικο-πολιτικές σχέσεις και συμφέροντα. Οποιαδήποτε παρέμβαση, για να είναι ουσιαστική, πρέπει να θίγει και αυτές τις παραμέτρους.

Επομένως η πολιτική της «Λαϊκής Ενότητας» ήταν ορθή αρχικά, δηλαδή πριν την εκλογική νίκη και αμέσως μετά από αυτήν, όταν ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν ευνοούσε πιο ριζοσπαστικά μέτρα. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το 1970 η «Λαϊκή Ενότητα» απέσπασε οριακά τη σχετική πλειοψηφία με το 36,3% των ψήφων.

Αλλά, τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά, η πολιτική αυτή ήταν ανεπαρκής. Ο συσχετισμός των δυνάμεων βελτιώθηκε για την κυβέρνηση το 1971, όπως έδειξαν και τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών. Στο σημείο εκείνο ήταν ίσως δυνατή η έναρξη τολμηρών παρεμβάσεων στους πολιτικούς θεσμούς και κυρίως στο στράτευμα, στη λογική που προαναφέρθηκε. Στο βαθμό που ο συσχετισμός των δυνάμεων το επέτρεπε, οι αλλαγές αυτές μπορούσαν να γίνουν, είτε εντός του ισχύοντος συνταγματικού και νομικού πλαισίου είτε εκτός. Λόγω των εκλογικών συσχετισμών το 1971 θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη και νομότυπα προκειμένου να διευρυνθεί η νομιμοποιητική τους βάση. Υποστηρίχθηκε ότι τη χρονιά εκείνη ο πρόεδρος Αλιέντε θα μπορούσε, όπως είχε δικαίωμα από το Σύνταγμα, να διαλύσει τη Βουλή (όπου δεν είχε πλειοψηφία), να προκηρύξει εκλογές και να υιοθετήσει νέο Σύνταγμα[39].

Στο εσωτερικό της κυβέρνησης Αλιέντε υπήρξε ταλάντευση για ένα τέτοιο ποιοτικό άλμα μπροστά. Άλλοι δεν υπολόγισαν ορθά το συσχετισμό και τη συγκυρία στην οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί αυτό, άλλοι ταλαντεύονταν, άλλοι δεν επιθυμούσαν μια τέτοια ριζοσπαστικοποίηση. Η κυβέρνηση Αλιέντε πραγματοποίησε τα πρώτα βήματα στο διάστημα 1970-1972 αλλά στη συνέχεια ο βηματισμός της έμεινε μετέωρος και, κατά συνέπεια, κατέστη ευάλωτη. Αν πραγματοποιούνταν το άλμα αυτό, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας και κατάκτησης της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό.

Η επιλογή των δραστικών παρεμβάσεων στις ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσε να είχε ακολουθηθεί και αργότερα, το 1972, με λιγότερο ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων, όταν πλέον οι δολοφονικές και τρομοκρατικές επιθέσεις της ακροδεξιάς και οι συνωμοσίες στο στράτευμα βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και ήταν ολοφάνερο ότι το πραξικόπημα πλησίαζε. Η πολιτική του κατευνασμού στη συγκυρία αυτή ήταν απολύτως αδιέξοδη. Η προώθηση ριζοσπαστικών αλλαγών θα βασιζόταν στο πρόσθετο επιχείρημα της υπεράσπισης της νομιμότητας που ολοφάνερα πια υπονομευόταν από τα αντιδραστικά και φασιστικά στοιχεία υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ. Είναι πιθανό βέβαια ότι θα ακολουθούσε ένα μακρόχρονος εμφύλιος πόλεμος με άδηλη κατάληξη. Ο εσωτερικός και διεθνής συσχετισμός των δυνάμεων θα έκριναν σε κάθε περίπτωση το τελικό αποτέλεσμα.

Δεν είναι άλλωστε τυχαία η στιγμή που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Οι αντιδραστικές δυνάμεις εκτίμησαν ότι η πολιτική επιρροή της «Λαϊκής Ενότητας» δεν θα φθίνει, παρά το οικονομικό σαμποτάζ και την τρομοκρατία. Δεν προσδοκούσαν επίσης ότι θα ρυμουλκούσαν την κυβέρνηση στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση. Αντίθετα, ανησυχούσαν ότι στο εσωτερικό της κυβέρνησης θα ενισχυόταν η άποψη που υποστήριζε την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση. Η 11η Σεπτεμβρίου, ημέρα που εκδηλώθηκε τελικά το πραξικόπημα, ήταν η ημέρα που ο πρόεδρος Αλιέντε θα εξήγγειλε δημοψήφισμα, βάσει του άρθρου 109 του Συντάγματος. Αντικείμενο του δημοψηφίσματος θα ήταν η υιοθέτηση μιας ευρείας αναθεώρησης του Συντάγματος[40]. Η ενέργεια αυτή πιθανότατα θα απελευθέρωνε το ριζοσπαστικό δυναμικό της «Λαϊκής Ενότητας» και θα έθετε στην ημερήσια διάταξη θέματα πιο προωθημένα από το ίδιο το σχέδιο Συντάγματος. Έτσι, οι αντιδραστικές δυνάμεις αποφάσισαν να μην περιμένουν περισσότερο.

 

Η κυβέρνηση Αλιέντε και η Κομμουνιστική Διεθνής

Η ανάδειξη της κυβέρνησης Αλιέντε επιβεβαίωσε ουσιαστικά τις αναλύσεις του 4ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τις επιβεβαίωσε και με τις επιτυχίες της και με την ανατροπή της. Το συνέδριο διεξήχθη το 1922 και, ανάμεσα σε άλλα, διατύπωσε τη θέση ότι στις συνθήκες αστικής δημοκρατίας υπάρχει δυνατότητα ανάδειξης ριζοσπαστικών και επαναστατικών δυνάμεων στην κυβέρνηση. Το συνέδριο εκτιμούσε ότι αυτό μπορεί να γίνει όχι οποτεδήποτε αλλά μόνο σε συνθήκες ιδιαίτερης ανόδου των λαϊκών αγώνων. Μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί «να προκύψει και με βάση το κοινοβούλιο, αλλά σε στενή σχέση με τον επαναστατικό αγώνα κατά της αστικής τάξης, μόνο στην πορεία της μαζικής πάλης, στηριζόμενη στις μάζες και δυναμώνοντας το επαναστατικό κίνημα»[41]. Η εργατική κυβέρνηση «δεν είναι ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου» ούτε αποτελεί «μια αναγκαία μεταβατική μορφή» μπορεί να αποτελέσει όμως «μια αφετηρία για την κατάκτηση» της εξουσίας από την εργατική τάξη.

Η ανάλυση της Διεθνούς βασιζόταν στη μαρξιστική λενινιστική θεωρία του κράτους. Ο ίδιος ο Λένιν ήταν παρών στο 4ο αυτό συνέδριό της. Τα θεωρητικά θεμέλια της ανάλυσης ήταν: Πρώτο, ο ταξικός χαρακτήρας του αστικού κράτους είναι σε κάθε περίπτωση δεδομένος. Για την κατάργηση των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών σχέσεων απαιτείται η σοσιαλιστική επανάσταση που θα καταργήσει το αστικό κράτος και θα το αντικαταστήσει από την εργατική εξουσία. Δεύτερο, η αντανάκλαση του συσχετισμού των δυνάμεων δεν αποκλείει, σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, να βρει έκφραση στο επίπεδο της κυβέρνησης. Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν μεταβάλλεται ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους. Τρίτο, οι όποιες μεταρρυθμίσεις, αλλαγές και μετασχηματισμοί πρέπει να οδηγήσουν στην καταστροφή των δομών της αστικής κρατικής εξουσίας και στη δημιουργία νέων.

Στο κλασικό έργο του Κράτος και επανάσταση, όπως και παντού αλλού στο έργο του, ο Λένιν υπογράμμιζε ότι ο ριζικός εκδημοκρατισμός «συνδέεται με το ζήτημα ότι σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής της η δημοκρατία, πρώτο, συσπειρώνει το προλεταριάτο, την επαναστατική τάξη, ενάντια στον καπιταλισμό και της δίνει τη δυνατότητα να τσακίσει … την αστική, έστω και δημοκρατική-αστική, κρατική μηχανή… Εδώ η «ποσότητα περνάει στην ποιότητα». Ο τέτοιος βαθμός δημοκρατισμού συνδέεται με το ξεπέρασμα των πλαισίων της αστικής κοινωνίας, με την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της. Αν πραγματικά όλοι θα συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους, ο καπιταλισμός δεν θα μπορεί πια να κρατηθεί»[42]. Όπως τόνιζε συχνά ο Λένιν, «η κυριαρχία της αστικής τάξης δεν συμβιβάζεται με τον αληθινά επαναστατικό, τον αληθινό δημοκρατισμό»[43]. «…Σ’ ένα πραγματικά επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό»[44]. Ένα από τα καθοριστικά ζητήματα στη διαδικασία αυτή είναι η δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής[45] καθώς και θεσμών ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζομένων που διακρίνονται για τα αμεσοδημοκρατικά στοιχεία, την πλήρη αιρετότητα και ανακλητότητα των αντιπροσώπων, τον έλεγχο από τα κάτω.

Η Διεθνής υπογράμμιζε ότι «στα καθήκοντα της εργατικής κυβέρνησης, που δεν έχει γίνει ακόμα κυβέρνηση της προλεταριακής διχτατορίας, ανήκαν ο εξοπλισμός της εργατικής τάξης, ο αφοπλισμός των αστικών αντεπαναστατικών οργανώσεων, η εφαρμογή ελέγχου στην παραγωγή, η μεταβίβαση του κυριότερου βάρους των φόρων στις τάξεις των πλουσίων και η κατάπνιξη της αντίστασης της αντεπανάστασης. Η συνεπής εφαρμογή αυτών των μέτρων, θα συνέβαλλε στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων και στη συσπείρωσή τους γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα, και θα μπορούσε να προετοιμάσει το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση»[46]. «Αλλά μόλις η εργατική κυβέρνηση θα αρχίσει να εφαρμόζει το πρόγραμμά της και θα είναι υποχρεωμένη να αποκρούει την απειλή κατά της ύπαρξής της από μέρους της αστικής τάξης, τη στιγμή αυτή θα αναγκαστεί να συντρίψει τον αστικό κρατικό μηχανισμό και να δημιουργεί τον δικό της, τον προλεταριακό»[47].

Οι προγραμματικές θέσεις της «Λαϊκής Ενότητας» δείχνουν ότι η κυβέρνηση αυτή αποτελούσε ένα είδος «εργατικής κυβέρνησης» αναδεδειγμένης σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, σύμφωνα με τις αναλύσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η προσέγγιση της Κομμουνιστικής Διεθνούς αποδείχθηκε επίκαιρη. Το ίδιο επίκαιρες και εύστοχες αποδείχθηκαν οι παρεμβάσεις στην ανάλυση του Φιδέλ Κάστρο για την κυβέρνηση Αλιέντε.

[1] Βλ. Χιλή 1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975.

[2] Για την προσωπικότητα του Σ. Αλλιέντε βλ. ιδίως το κεφάλαιο «Συνομιλίες με τον Αλλιέντε» στο Ρ. Ντεμπρέ, Ο δρόμος της Χιλής, Αθήνα, εκδ. Μνήμη, χ.χρ., σελ. 61 επ.

[3] Βλ. διεξοδικότερα Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή 1970-1973,  προσβάσιμο στο www.kaltsonis.blogspot.com,2012, σελ. 5-7.

[4] Βλ. S. Allende, Abriran las grandes alamedas (discursos), Santiago de Chile, LOM ediciones, 2003, σελ. 5 επ.

[5] Για την προβληματική αυτή βλ. το κεφάλαιο «Κυβέρνηση και κρατική εξουσία» στο Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας (κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 35 επ.

[6] Για το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» βλ. Βλ. Χιλή 1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975 και Programa de la Unidad Popular, προσβάσιμο στο http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.

[7] Βλ. Χιλή 1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975 και Programa de la Unidad Popular, προσβάσιμο στο http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.

[8] Βλ. Χιλή 1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975 και Programa de la Unidad Popular, προσβάσιμο στο http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.

[9] Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1983, σελ. 75.

[10] Βλ. F. Gaudichaud, “Construyendo Poder Popular: El movimiento sindical, la CUT y las luchas obreras en el periodo de la Unidad Popular”, στον τόμο J. Pinto Vallejos, Cuando hicimos historia (la experiencia de la Unidad Popular), Santiago de Chile, LOM, 2005, σελ. 81 επ.

[11]  Βλ. M. Amoros, “El Partido Comunista de Chile y el gobierno de Salvador Allende”, Mundo Obrero, 5/9/2003.

[12] Για μια συγκριτική προσέγγιση της πρώτης μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης Χιλής και Ελλάδας βλ. Ν. Μουζέλης, Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια (Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική), Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1987, σελ. 193 επ.

[13] Βλ. C. Guerrero, Economia chilena en la epoca de Salvador Allende, www.html.rincondelvago.com.

[14] Βλ. S. Allende, Abriran las grandes alamedas, Santiago de Chile, LOM, 2003, σελ. 26.

[15] Βλ. Programa de la Unidad Popular, προσβάσιμο στο http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.

[16] Βλ. S. Allende, “Intervencion parlamentaria, 7-7-1939”, στο S. Allende, Obras Escogidas, www.geocities.ws/chileclarin.

[17] Βλ. Η Δεύτερη Διακήρυξη της Αβάνας (μαζί με την Πρώτη Διακήρυξη), Αθήνα, εκδ. Διεθνές Βήμα, 1997, σελ. 38 επ.

[18] Βλ. Comando Nacional de la candidatura presidencial de Salvador Allende, Programma del govierno popular, σελ. 21 επ.

[19] Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1983, σελ. 80 επ., 151.

[20] Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, οπ.π., σελ. 172.

[21] Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, οπ.π., σελ. 160.

[22] Βλ. Χιλή, η ταξική αναμέτρηση, Αθήνα, εκδ. Βέργος, 1974, σελ. 53.

[23] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της “Λαϊκής Ενότητας” στη Χιλή 1970-1973, οπ.π., σελ. 54 επ.

[24] Βλ. M. Collon, De Salvador Allende a Hugo Chavez: le socialisme contre la barbarie, http://michelcollon.info/De-Salvador-Allende-a-Hugo-Chavez.html

[25] Βλ. Μ. Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, Αθήνα, εκδ. Αιώρα, 2014, σελ. 186.

[26] Βλ. Χιλή, η ταξική αναμέτρηση, οπ.π., σελ. 38-42.

[27] Βλ. Χιλή, η ταξική αναμέτρηση, οπ.π., σελ. 35-36.

[28] Βλ. J. Magasich, “L’ etonnante actualite d’une politique etrangere”, Le Monde Diplomatique, Septembre 2013, www.monde-diplomatique.fr

[29] Βλ. O. Millas, La economia chilena en los anos de Allende, www.blest.eu

[30] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 392, 428.

[31] Για την επικέντρωση των προσπαθειών στη βασική κατεύθυνση στο στρατιωτικο-πολιτικό πεδίο βλ. Μάο Τσε Τουνγκ, Η στρατηγική και τακτική του επαναστατικού πολέμου στην Κίνα (φιλοσοφία του πολέμου), Αθήνα, εκδ. Νέοι χρόνοι, 1953, σελ. 103.

[32] Βλ. F. Gaudichaud, “Construyendo “poder popular”: el movimiento sindical, la CUT y las luchas obreras en el periodo de la Unidad Popular”, στον τόμο J. Pinto Vallejos (ed.), Cuando hicimos historia, Santiago de Chile, LOM, 2005, σελ. 81 επ., 94 επ.

[33] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Απόφαση για τα οικονομικά μέτρα πάλης ενάντια στο οικονομικό χάος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 195-196 και του ίδιου, «Τα πολιτικά κόμματα της Ρωσίας και τα καθήκοντα του προλεταριάτου», Άπαντα, τ. 31, σελ. 203 και του ίδιου,  «Ξέχασαν το κυριότερο», Άπαντα, τ. 32, σελ. 23 επ. και του ίδιου, «Πάνε να μας προλάβουν», Άπαντα, τ. 32, σελ. 38 και του ίδιου, «Αναπόφευκτη καταστροφή και υπέρμετρες υποσχέσεις», Άπαντα, τ. 32, σελ. 107, 109.

[34] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας (κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 47 επ.

[35] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο, οικονομική κρίση και δημοκρατία, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2014, σελ. 50 επ., 161 επ.

[36] Βλ. M. Collon, De Salvador Allende a Hugo Chavez: le socialisme contre la barbarie, http://michelcollon.info/De-Salvador-Allende-a-Hugo-Chavez.html

[37] Βλ Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, οπ.π., σελ. 206.

[38] Βλ. V. Valdivia Ortiz de Zarate, «Unidad Popular y Fuerzas Armadas» στον τόμο J. Pinto Vallejos, Cuando hicimos historia (la experiencia de la Unidad Popular), οπ.π., σελ. 177 επ.

[39] Βλ. διεξοδικότερα Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή 1970-1973, οπ.π., σελ. 51-53 και P. Kalfon, Allende, οπ.π., σελ. 109.

[40] Βλ. S. Allende, Un Estado democratico y soberano: mi propuesta a pos chilenos, ed. Centro de Estudios Politicos Simon Bolivar y de la Fundacion Presidente Allende (Espana).

[41] Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, χ.χρ., σελ. 175-176 και τον τόμο 3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, (Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα), Αθήνα, εκδ. Εργατική πάλη, χ.χρ., σελ. 396-398.

[42] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τ. 33, σελ. 100.

[43] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε», Άπαντα, τ. 34, σελ. 190.

[44] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε», Άπαντα, τ. 34, σελ. 191, 194. Την ίδια ακριβώς διατύπωση χρησιμοποίησε ο Λένιν και αργότερα, βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για τα «αριστερά» παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό», Άπαντα, τ. 36, σελ. 302. Παρόμοια ανάλυση συναντάται και νωρίτερα στο Β.Ι.Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τ. 36, σελ. 70 όπου έγραφε: «η λαοκρατική δημοκρατία είναι η πιο κοντινή πρόσβαση προς τη δικτατορία του προλεταριάτου».

[45] «Μια τέτοια πολιτοφυλακή θα αποτελούνταν κατά 95% από εργάτες και αγρότες, θα έκφραζε πραγματικά τη σκέψη και τη θέληση, τη δύναμη και την εξουσία της τεράστιας πλειοψηφίας του λαού… Μια τέτοια πολιτοφυλακή θα μετάτρεπε τη δημοκρατία από όμορφη ταμπέλα που σκεπάζει την υποδούλωση και τον εμπαιγμό του λαού από τους καπιταλιστές, σε πραγματική διαπαιδαγώγηση των μαζών για τη συμμετοχή τους σε όλες τις κρατικές υποθέσεις» βλ. Β.Ι.Λένιν, «Γράμματα από μακριά», Άπαντα, τ. 31, σελ. 43.

[46] Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, οπ.π., σελ. 175-176 και τον τόμο 3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, (Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα), οπ.π., σελ. 396-398.

[47] Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, οπ.π., σελ. 192.