1

Η θεωρία της αξίας του Μαρξ και η ερμηνεία της αξιακής μορφής

 

μετ. Δημήτρης Κούλος

επιμ. Διονύσης Περδίκης

 

Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε ανάρτηση από το ιστολόγιο του Michael Roberts, με τον τίτλο Η θεωρία της αξίας του Μαρξ και η ερμηνεία της αξιακής μορφής (Marx’s value theory and the value form interpretation), στην οποία παίρνει συνέντευξη από τον Fred Moseley, και στη συνέχεια καταγράφει και τη δική του άποψη, σχετικά με την κριτική της θεωρίας της «αξιακής μορφής» του Michael Heinrich.

Ο τελευταίος υποστηρίζει μια ερμηνεία της μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας, σύμφωνα με την οποία η αξία δεν παράγεται στην παραγωγή, παρά μόνο, στιγμιαία, κατά την πράξη της ανταλλαγής με χρήμα. Πριν την ανταλλαγή, δεν υφίσταται ούτε η αξία του εμπορεύματος, ως ιδιότητά του, ούτε καν ο χαρακτήρας του προϊόντος της εργασίας ως εμπόρευμα.

Οι Michael Roberts και Fred Moseley, επομένως, ορθώς υπερασπίζονται τη μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας, σύμφωνα με την οποία η εργασία, με τον διττό της χαρακτήρα, ως συγκεκριμένη και αφηρημένη εργασία, παράγει τόσο τη συγκεκριμένη αξία χρήσης, όσο και την αξία του εμπορεύματος. Στη συνέχεια, ο διττός χαρακτήρας του εμπορεύματος επιβεβαιώνεται με την πώλησή του στην αγορά, οπότε και καταναλώνεται η αξία χρήσης του και πραγματοποιείται η αξία του.

Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε τα εξής. Τόσο η δημοφιλία του Χάινριχ και της θεωρίας του, όσο και η κριτική που έχει δεχθεί, λαμβάνουν χώρα σε μια εποχή που:

  1. Αφενός μεν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγές έχουν εξαπλωθεί και κυριαρχήσει σχεδόν σε όλο τον κόσμο (έχοντας παρουσία και εντός χωρών που – ισχυρίζονται ότι – οικοδομούν τον σοσιαλισμό), διαμορφώνοντας έναν διεθνή καταμερισμό εργασίας (βλ. εδώ, εδώ, κι εδώ), και, επομένως η εργασιακή δύναμη αποχτά τον χαρακτήρα του εμπορεύματος σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ πριν στην ανθρώπινη ιστορία, αφετέρου δε το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη είναι όλο και πιο ποιοτικά διαφοροποιημένο (π.χ. ως προς την ειδίκευσή του και τη συνθετότητα της εργασίας που είναι σε θέση να διεξάγει) και ποσοτικά άνισο (δηλ. ως προς την αξία της εργασιακής δύναμης ή/και τον βαθμό εκμετάλλευσής της), στους διάφορους κλάδους και γεωγραφικές περιοχές της διεθνούς οικονομίας.
  2. Οι διάφορες εμπορευματικές ανταλλαγές είναι όλο και πιο πολύ και πιο συστηματικά άνισες (βλ. εδώ, εδώ, εδώ, κι εδώ) μεταξύ των μονοπωλημένων και μη μονοπωλημένων κλάδων της παραγωγής, και, επομένως, και των χωρών, ανάλογα με τη θέση που τείνουν αυτές να καταλαμβάνουν στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
  3. Κατά συνέπεια, και τα ποσοστά κέρδους στους μονοπωλημένους και μη μονοπωλημένους κλάδους τείνουν να αποκλίνουν συστηματικά μεταξύ τους, αντί να τείνουν να εξισώνονται διαμορφώνοντας ένα γενικό ποσοστό κέρδους.
  4. Στις συστηματικά άνισες εμπορευματικές ανταλλαγές πρέπει να συμπεριλάβουμε και αυτές που περιλαμβάνουν την αγοραπωλησία των λεγόμενων «πλασματικών» εμπορευμάτων, αυτών των προϊόντων δηλαδή της μη παραγωγικής εργασίας που παίρνουν την εμπορευματική μορφή και εισάγονται προς πώληση στην αγορά, π.χ. κάθε είδους υπηρεσίες – εμπορικές, λογιστικές, νομικές, συμβουλευτικές, διαφημιστικές, μάρκετινγκ, ασφάλειας, ασφαλιστικές, χρηματοπιστωτικές κ.ο.κ. – που μπορεί να πωλούνται από μια καπιταλιστική επιχείρηση που τις προσφέρει σε άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, χωρίς, ωστόσο, να συνιστούν ούτε μέσα ατομικής κατανάλωσης, ούτε μέσα παραγωγής που θα μπορούσαν να μεταφέρουν την αξία τους σε κάποιο τελικό εμπόρευμα.
  5. Μάλιστα, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των υπηρεσιών αυτών, και ειδοποιός διαφορά γενικά της εμπορευματικής μορφής της υπηρεσίας, είναι η χρονική και λογική ταύτιση της παραγωγής και ανταλλαγής τους (και επομένως της παραγωγής της αξίας τους – πραγματικής ή πλασματικής χρηματικής αποτίμησης – και της πραγματοποίησής της ή ιδιοποίησης αξίας που παρήχθη σε άλλους κλάδους, αντίστοιχα). Πρόκειται, δηλαδή, για δραστηριότητες που έχουν μηδενικό χρόνο κυκλοφορίας.
  6. Οι ΗΠΑ με το δολάριο (και δευτερευόντως η ΕΕ με το Ευρώ) ληστεύουν όλο τον κόσμο απλά και μόνο διότι εκδίδουν το νόμισμα που αποτελεί παγκόσμιο αποθεματικό.

Θα έλεγε κανείς, επομένως, ότι η θεωρία του Χάινριχ είναι μια προσπάθεια να θεωρητικοποιηθεί αυτή η σύγχρονη πραγματικότητα με έναν τρόπο μάλλον απολογητικό για τον σύγχρονο, ιμπεριαλιστικό, καπιταλισμό: αν η αξία προκύπτει μόνο κατά την ανταλλαγή, τότε:

  1. κάθε εμπόρευμα που παράγεται σε μια καπιταλιστική επιχείρηση και πωλείται στην αγορά περιέχει και πραγματοποιεί (υπερ)αξία, άσχετα από το αν η δραστηριότητα είναι πραγματικά παραγωγική ή όχι, δηλ. εξαφανίζεται μέσω της «αξιακής μορφής» η διάκριση παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, και, επομένως, και πραγματικής ή πλασματικής αξίας,
  2. η (αν)ισότητα των εμπορευματικών ανταλλαγών χάνει την αντικειμενική της βάση, καθώς όση αξία πραγματοποιείται στην ανταλλαγή, τόση είναι και η παραγμένη αξία, και, επομένως, π.χ. όση αξία καταφέρει να οικειοποιείται ένα μονοπώλιο στην αγορά, πωλώντας το εμπόρευμά του υπερτιμημένα, και πληρώνοντας τους (διεθνείς) του προμηθευτές σε τιμές υποτιμημένες, αποδίδεται στο ίδιο, ως αξία παραγμένη αποκλειστικά από αυτό!

Η κριτική των Michael Roberts και Fred Moseley μπορεί να είναι σωστή με βάση το γράμμα της μαρξικής θεωρίας, αλλά αδυνατεί να προσφέρει μια εναλλακτική θεωρητικοποίηση της σύγχρονης πραγματικότητας, τέτοια που αφενός μεν να είναι συνεπής με τη μαρξική θεωρία (π.χ. βλ. εδώ κι εδώ), αφετέρου δε να μην αγνοεί την πραγματικότητα της ανισότητας που βιώνεται καθημερινά στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία.

Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε να χαλαρώσουν οι προϋποθέσεις που όρισε ο Μαρξ για τη λειτουργία του νόμου της αξίας σε μια κοινωνία, δηλ. η ελευθερία και ανεξαρτησία των επιμέρους εμπορευματοπαραγωγών[1], και επομένως και αγοραστών και πωλητών εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης και του ίδιου του (χρηματικού) κεφαλαίου ως εμπορεύματος. Κάτι τέτοιο απαιτεί μια κατανόηση της εργασιακής θεωρίας της αξίας ως κοινωνικής θεωρίας μεν (μακριά δηλαδή από ανιστορικές, οικονομίστικες ερμηνείες του χυδαίου υλισμού, όπου η αφηρημένη εργασία ανάγεται απλά στην ανθρώπινη εργασία), που να μην περιορίζουν την κοινωνικότητα αυτή στην πράξη της εμπορευματικής ανταλλαγής δε, διότι τότε καταλήγουν σε μια χρηματική και όχι εργασιακή θεωρία της αξίας, όπως σωστά παρατηρεί ο Michael Roberts στην παρούσα ανάρτηση.

Ο Μαρξ αναφέρεται σε διάφορα σημεία – αν και όχι επαρκώς αναλυτικά – στο ποιες είναι οι πραγματικές κοινωνικές πρακτικές που εξισώνουν ποιοτικά διαφορετικές συγκεκριμένες εργασίες σε διαφορετικές ποσοτικές αναλογίες, διά της ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων που παράγουν, ανάγοντας, επομένως, όλες τις συγκεκριμένες εργασίες σε αφηρημένη εργασία. Πρόκειται βασικά για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, τόσο μεταξύ των κεφαλαίων[2], όσο και των εργατών[3]. Μόνο όταν, ή/και στον βαθμό που, τα διάφορα κεφάλαια μπορούν να επενδύσουν στην παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος, με την επικρατούσα ή πιο προηγμένη τεχνολογία, και οι εργάτες μπορούν να ειδικευτούν και να εργαστούν σε οποιονδήποτε κλάδο της παραγωγής, τότε μόνο, ή/και στον αντίστοιχο βαθμό, ανάγονται και οι συγκεκριμένες εργασίες σε αφηρημένη εργασία, και στον αντίστοιχο βαθμό έλκονται οι αξίες αγοράς (ή οι τιμές αγοράς αν ληφθούν υπόψη οι τιμές παραγωγής λόγω των διαφορών στην οργανική σύνθεση των κεφαλαίων διαφορετικών κλάδων) σε αυτές που καθορίζει ο νόμος της αξίας. Τότε, επίσης, μπορεί η αγορά να πραγματοποιήσει και την αναγωγή της σύνθετης εργασίας σε απλή πολλαπλάσιας αξίας[4].

Διαφορετικά, ή στον βαθμό που για λόγους είτε οικονομικούς (βλ. παρακάτω), είτε εξω-οικονομικούς, οι προϋποθέσεις αυτές δεν ισχύουν ή παρεμποδίζονται συστηματικά από άλλες κοινωνικές πρακτικές, ιδιάζουσες του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, αντίστοιχα αποκλίνουν και οι αξίες (και τιμές) αγοράς από αυτές τις αξίες (και τιμές παραγωγής) που ορίζει ο νόμος της αξίας. Η τέτοια θεωρητικοποίηση της σύγχρονης πραγματικότητας, όμως, όχι μόνο δεν λειτουργεί απολογητικά για τον σύγχρονο, ιμπεριαλιστικό, καπιταλισμό, αλλά αναδεικνύει τη σημασία ακριβώς εκείνων των πρακτικών (υπερεκμετάλλευση της εργασίας, άνισες διεθνείς ανταλλαγές, μονοπωλιακά υπερκέρδη, μονοπώληση της τεχνολογίας κ.ο.κ.) που είναι ενδεικτικές του παρασιτικού και αντιδραστικού ιστορικού του χαρακτήρα.

Εν τέλει, με βάση τη μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας, όντως η αξία παράγεται από την αφηρημένη εργασία και πραγματοποιείται στην ανταλλαγή. Ωστόσο, ο Μαρξ αναφέρει τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες λειτουργεί ο νόμος της αξίας ως τάση, έτσι ώστε π.χ. η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης να μην παίζει ρόλο (παρά μόνο βραχυπρόθεσμα), διότι κάθε κεφάλαιο μπορεί να επενδύσει στους κλάδους που παράγουν εμπορεύματα που φέρνουν μεγαλύτερο κέρδος, η ειδικευμένη εργασία να ανάγεται σε απλή, η αξία της εργασιακής δύναμης και ο βαθμός εκμετάλλευσής της να εξισώνονται στους διάφορους κλάδους καθώς οι εργάτες είναι ελεύθεροι να πωλήσουν την εργασιακή τους δύναμη εκεί που θα βρουν την καλύτερη τιμή και τις καλύτερες συνθήκες εργασίας κ.ο.κ. Μόνο τότε οι διάφορες ανισορροπίες τις αγοράς όπως εμπειρικά παρατηρούνται στη διακύμανση των αξιών (και τιμών) αγοράς, αποσβένονται από την ίδια τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, αντί να αναπαράγονται συστηματικά…

Ισχυριστήκαμε αλλού ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια ισορροπία στην κοινωνική ισχύ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων που δρουν παραγωγικά σε μια κοινωνία. Έτσι, για παράδειγμα, η αξία της εργασιακής δύναμης κυμαίνεται – εντός ορίων – με βάση την ταξική πάλη, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται και από τον οικονομικό κύκλο και τη σχέση προσφοράς και ζήτησης του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη», αλλά και εκτός ορίων σε συνθήκες μόνιμης υπερπροσφοράς της εργασιακής δύναμης, όπως έχουν διαμορφωθεί στη σημερινή, ύστερη φάση του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, με αποτέλεσμα την υπερεκμετάλλευσή της (βλ. σχετικά εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ). Αντίστοιχα, η εξίσωση των κλαδικών ποσοστών κέρδους προς ένα γενικό ποσοστό κέρδους προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει κανένας συστηματικός λόγος που να διαχωρίζει τα κεφάλαια σε αυτά που μπορούν να παράγουν εμπορεύματα μονοπωλιακά ή μη μονοπωλιακά, δηλ. με συστηματικά διαφορετικές σχέσεις προσφοράς – ζήτησης.

Όταν ή στον βαθμό που αυτά δεν ισχύουν, τότε η αξία που πραγματοποιεί κάθε κάτοχος εμπορεύματος κατά την πώλησή του αποκλίνει συστηματικά από την αξία που καθορίζει ο νόμος της αξίας, είτε προς τα πάνω (π.χ. πώληση μονοπωλιακά παραγόμενου εμπορεύματος λόγω προστασίας της τεχνολογίας του), είτε προς τα κάτω (π.χ. πώληση της εργασιακής δύναμης κάτω από την πραγματική της αξία, ως εμπόρευμα με συγκεκριμένο «ηθικό και ιστορικό» στοιχείο σε μια δεδομένη κοινωνία και ιστορική συγκυρία[5]). Η απόκλιση αυτή καθορίζεται ακριβώς από τον πραγματικό συσχετισμό ισχύος μεταξύ των παραγωγικών δρώντων, είτε κεφαλαίων (μονοπωλιακών ή μη) είτε εργαζομένων (ειδικευμένων ή μη).

Εν τέλει, ο Μαρξ έζησε σε μια εποχή που όσο περισσότερο εξαπλώνονταν, κυριαρχούσαν και αναπτύσσονταν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τόσο περισσότερο ίσχυαν οι προϋποθέσεις επιβολής του νόμου της αξίας στις εμπορευματικές ανταλλαγές, εις βάρος υπολειμμάτων των προκαπιταλιστικών – κυρίως (μισο)φεουδαρχικών – τρόπων παραγωγής. Όσο η ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής αντιστοιχούσε σε επιμέρους καπιταλιστές που αφενός παρήγαγαν ανεξάρτητα και ελεύθερα ο ένας από τον άλλον όποιο εμπόρευμα ήθελαν με όποια τεχνολογία ήθελαν, αφετέρου εντός του εργοστασίου τους ανέπτυσσαν και διεύθυναν την παραγωγική συνεργασία ως δυνάστες, τόσο η εμπορευματική «αξιακή» μορφή του προϊόντος της εργασίας αποτελούσε κοινωνική αναγκαιότητα. Είναι οι συνθήκες της παραγωγής αυτές που καθόριζαν τις συνθήκες κυκλοφορίας (εμπορευματική, «αξιακή μορφή» του προϊόντος) και όχι το αντίθετο όπως ισχυρίζεται ο Χάινριχ!

Σήμερα, όμως, ζούμε στην εποχή που ο καπιταλισμός παρασιτεί επί μιας παραγωγικής βάσης, η οποία χαρακτηρίζεται και απαιτεί όλο και περισσότερο την άμεση κοινωνικοποίηση, τη μη διαμεσολαβημένη από την εμπορευματική ανταλλαγή. Όταν, δηλαδή, η κοινωνικοποίηση της παραγωγής φτάνει στο σημερινό της επίπεδο, με τεράστια παραγωγικά μονοπώλια να διευθύνουν διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας, όταν ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου αφορά ενδιάμεσα εμπορεύματα κατά μήκος τέτοιων αλυσίδων, με ποικίλους δεσμούς εξάρτησης ανάμεσα στους διάφορους κρίκους τους, τόσο περισσότερο η πραγματικότητα της αγοράς θα συνκαθορίζεται, όχι μόνο από τον νόμο της αξίας, αλλά και από έναν «νόμο της ισχύος», μεταξύ των επιμέρους δρώντων, ατομικών ή κοινωνικών (τάξεων, στρωμάτων, κρατών κ.ο.κ.), ανάλογα με το επίπεδο ανάλυσης.

Συμπερασματικά, η μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας δεν χρειάζεται μόνο την υπεράσπισή μας, αλλά και τη δημιουργική της ανάπτυξη για να περιγράψει τη σύγχρονη πραγματικότητα, ώστε να μπορέσουμε κάποτε και να την αλλάξουμε…

 

Διονύσης Περδίκης

 

Σημειώσεις εισαγωγής:

[1] Αντιγράφουμε, σχετικά, από τη μετάφραση του άρθρου Δομή και ουσία στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου: Πρόσθετη υπεραξία και τα στάδια του καπιταλισμού, Άντι Χiγκινμπότομ, Journal of Australian Political Economy (70), σελ. 251-270, 2012, μετ. Δ. Μουστάκας, επιμ. Δ. Περδίκης:

«Στην συζήτηση του Μαρξ για την εμπορευματική μορφή της αξίας, την ανταλλακτική αξία, σχολιάζει ότι ο Αριστοτέλης είχε καταλάβει ότι τα εμπορεύματα πρέπει να έχουν μια ποιότητα που να τα καθιστά ανταλλάξιμα, ”μια εσωτερική ενότητα των δύο πραγμάτων αντί της αφηρημένης ταυτότητας τους” όπως το θέτει ο Ιλιένκοφ […]. Αλλά, χωρίς την έννοια της αξίας, ο Αριστοτέλης έφτασε σε τέλμα στην ανάλυσή του ποια θα ήταν αυτή η εσωτερική ενότητα. Ο Μαρξ εξηγεί γιατί ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε παρά να σταματήσει στο συγκεκριμένο σημείο:

”επειδή η ελληνική κοινωνία στηρίζονταν στην εργασία των δούλων και επομένως είχε σαν φυσική της βάση την ανισότητα των ανθρώπων και των εργασιακών τους δυνάμεων. Το μυστικό της έκφρασης της αξίας, η ισότητα και το ισάξιο όλων των εργασιών – επειδή είναι και εφόσον είναι ανθρώπινη εργασία γενικά – μπορεί ν’ αποκρυπτογραφηθεί μόνο όταν η έννοια της ισότητας των ανθρώπων αποχτήσει πια τη σταθερότητα λαϊκής πρόληψης. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνο σε μια κοινωνία, όπου η μορφή του εμπορεύματος είναι η γενική μορφή του προϊόντος εργασίας, επομένως και η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους σαν κατόχων εμπορευμάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική σχέση” […]»

[2] Μαρξ Κ. (1990). Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse] τόμ. Β΄, προλ.-μτφρ.-σημ. Διονύσης Διβάρης, Στοχαστής, Αθήνα, (στο εξής ‘Grundrisse Β΄’) σελ. 497-499:

«Ο ανταγωνισμός, […] εμφανίζεται ιστορικά σαν διάλυση του συντεχνιακού καταναγκασμού, της κυβερνητικής ρύθμισης, των εσωτερικών δασμών και παρόμοιων μέτρων στο εσωτερικό μιας χώρας, και στην παγκόσμια αγορά σαν άρση της απομόνωσης, απαγόρευσης ή προστατευτισμού – μ΄ένα λόγο, […] εμφανίζεται ιστορικά σαν άρνηση των ορίων και φραγμών που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες από το κεφάλαιο παραγωγικές βαθμίδες […] Τα όρια αυτά έγιναν φραγμοί μονάχα όταν οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις συναλλαγής είχαν αναπτυχθεί αρκετά ώστε το κεφάλαιο σαν τέτοιο να μπορεί να προβάλει σαν ρυθμιστική αρχή της παραγωγής. […] Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η σχέση του κεφαλαίου προς τον εαυτό του σαν ένα άλλο κεφάλαιο, δηλαδή η πραγματική συμπεριφορά του κεφαλαίου σαν κεφαλαίου. Οι εσωτερικοί νόμοι του κεφαλαίου – που στα ιστορικά προστάδια της εξέλιξής του εμφανίζονται μόνο σαν τάσεις -τοποθετούνται τώρα σαν νόμοι• […] Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Αυτός τοποθετεί σαν εξωτερική αναγκαιότητα για το ατομικό κεφάλαιο αυτό που ανταποκρίνεται στη φύση του κεφαλαίου, στο τρόπο παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο, αυτό που ανταποκρίνεται στην έννοια του κεφαλαίου.»

[3] Μαρξ Κ. (1978). Το Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος ΙΙΙ. μετ. Π. Μαυρομάτης. Σύγχρονη Εποχή (‘Κεφάλαιο Γ ́’ στο εξής), Κεφ. 8. Διαφορετική σύνθεση των κεφαλαίων σε διάφορους κλάδους της παραγωγής και διαφορά των ποσοστών κέρδους που προκύπτει από το γεγονός αυτό, σελ. 179-180:

«Σε τούτο τώρα το κεφάλαιο υποθέτουμε, ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας, επομένως, και το ποσοστό της υπεραξίας και η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, έχουν το ίδιο μέγεθος, βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο σε όλες τις σφαίρες παραγωγής, στις οποίες καταμερίζεται η κοινωνική εργασία σε μια δοσμένη χώρα. Για πολλές διαφορές στην εκμετάλλευση της εργασίας σε διάφορες σφαίρες της παραγωγής, έχει ήδη αποδείξει ο Α. Σμιθ διεξοδικά, ότι εξισώνονται με κάθε λογής πραγματικούς ή από προκατάληψη παραδεχτούς λόγους αντιστάθμισης και γι’ αυτό, οι διαφορές αυτές δεν υπολογίζονται στη διερεύνηση των γενικών σχέσεων, γιατί αποτελούν μόνο φαινομενικές και φθίνουσες διαφορές. Άλλες διαφορές, λ.χ. στο ύψος του μισθού εργασίας, στηρίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος τη διαφορά ανάμεσα στην απλή και στη σύνθετη εργασία, που την αναφέραμε ήδη στην αρχή του Βιβλίου Ι, […] και, παρά το ότι κάνουν πολύ ανόμοια τη μοίρα των εργατών στις διάφορες σφαίρες παραγωγής, δεν θίγουν καθόλου τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας σ’ αυτές τις διάφορες σφαίρες. Αν, λ.χ. πληρώνεται πιο ακριβά η δουλειά ενός χρυσοχόου από τη δουλειά ενός μεροκαματιάρη εργάτη, η υπερεργασία του χρυσοχόου παράγει, ωστόσο, ανάλογα μεγαλύτερη υπεραξία από την υπερεργασία του μεροκαματιάρη. Και αν ακόμα η εξίσωση των μισθών εργασίας και της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, επομένως και του ποσοστού υπεραξίας, ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες παραγωγής, μάλιστα ακόμα και ανάμεσα σε διάφορες επενδύσεις κεφαλαίου στην ίδια σφαίρα παραγωγής, παρεμποδίζεται από πολλά τοπικά εμπόδια, ωστόσο, με την πρόοδο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και με την υπαγωγή όλων των οικονομικών σχέσεων σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής, συντελείται όλο και περισσότερο η εξίσωση αυτή. Όσο σπουδαία κι αν είναι η μελέτη τέτοιων προστριβών για κάθε ειδική εργασία σχετικά με τον μισθό της εργασίας, ωστόσο δεν πρέπει να παίρνονται υπόψη ότι σε μια γενική διερεύνηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, γιατί είναι τυχαίες και μη ουσιαστικές. Σε μια τέτοια γενική διερεύνηση προϋποτίθεται γενικά πάντα, ότι οι πραγματικές σχέσεις ανταποκρίνονται στην έννοια τους, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, οι πραγματικές σχέσεις θα εκτίθεται μόνο, εφόσον εκφράζουν το δικό τους γενικό τύπο.»

‘Κεφάλαιο Γ΄’, σημ. 15, Κεφ. 10. Εξίσωση του γενικού ποσοστού κέρδους με τον συναγωνισμό. Αγοραίες τιμές και αγοραίες αξίες. Πρόσθετο κέρδος.

σελ. 220-221:

«Το γεγονός ότι κεφάλαια, που θέτουν σε κίνηση άνισες ποσότητες ζωντανής εργασίας, παράγουν άνισα ποσά υπεραξίας, προϋποθέτει, τουλάχιστον ως ένα σημείο, ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας, ή το ποσοστό της υπεραξίας μένουν τα ίδια, ή ότι οι διαφορές που υπάρχουν εδώ εξισώνονται χάρη σε πραγματικούς ή φανταστικούς (συμβατικούς) λόγους ισοστάθμισης. Αυτό προϋποθέτει συναγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες και εξίσωση των διαφορών με τα ακατάπαυστα περάσματα των εργατών από τη μια σφαίρα παραγωγής στην άλλη. Ένα τέτοιο γενικό ποσοστό της υπεραξίας – σαν τάση, όπως γίνεται με όλους τους οικονομικούς νόμους – το προϋποθέσαμε για λόγους θεωρητικής απλούστευσης. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι αποτελεί πραγματική προϋπόθεση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, μ’ όλο που η διαμόρφωσή του σκοντάφτει λίγο-πολύ σε πρακτικά εμπόδια, που προκαλούν λίγο-πολύ σημαντικές τοπικές διαφορές, όπως λ.χ. η τοπική νομοθεσία για τους μεροκαματιάρηδες εργάτες γης στην Αγγλία. Στη θεωρία όμως προϋποτίθεται, ότι οι νόμοι του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αναπτύσσονται καθαροί. Στην πραγματικότητα υπάρχει πάντα μόνο προσέγγιση, αλλά η προσέγγιση αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και όσο περισσότερο έχει ξεκαθαριστεί από τις αναμείξεις με υπολείμματα παλιότερων οικονομικών σχηματισμών.»

σελ. 248-249:

«Η διαρκής εξίσωση των διαρκώς αναφυόμενων ανισοτήτων συντελείται τόσο πιο γρήγορα: 1) όσο πιο κινητό είναι το κεφάλαιο, δηλαδή, όσο πιο εύκολα μπορεί να μεταφέρεται από τη μια σφαίρα στην άλλη και από το ένα μέρος στο άλλο, 2) όσο πιο γρήγορα μπορεί η εργατική δύναμη να ρίχνεται από τη μια σφαίρα στην άλλη και από το ένα τοπικό κέντρο παραγωγής στο άλλο.

Το πρώτο σημείο προϋποθέτει πλήρη ελευθερία του εμπορίου στο εσωτερικό της κοινωνίας και παραμέριση όλων των μονοπωλίων, εκτός από τα φυσικά μονοπώλια, δηλαδή των μονοπωλίων που προκύπτουν από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, Προϋποθέτει ακόμα την ανάπτυξη του πιστωτικού συστήματος, που συγκεντρώνει την σκόρπια μάζα του διαθέσιμου κοινωνικού κεφαλαίου και το αντιπαραθέτει στους ξεχωριστούς κεφαλαιοκράτες – προϋποθέτει, τέλος, την υποταγή των διαφόρων σφαιρών παραγωγής σε κεφαλαιοκράτες. Αυτό το τελευταίο συμπεριλαμβανόταν ήδη στην προϋπόθεσή μας, όταν παραδεχτήκαμε ότι πρόκειται για μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής σε όλες τις σφαίρες, στις οποίες η παραγωγή ασκείται με κεφαλαιοκρατικό τρόπο. Αυτή η ίδια η εξίσωση, όμως, σκοντάφτει σε μεγαλύτερα εμπόδια, όταν πολυάριθμες και μαζικές σφαίρες παραγωγής, που ασκούνται με μη κεφαλαιοκρατικό τρόπο (π.χ. η γεωργία που ασκείται από μικροαγρότες), παρεισδύουν ανάμεσα στις κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις και μπλέκονται μ΄ αυτές. Τέλος, το πρώτο σημείο προϋποθέτει μεγάλη πυκνότητα του πληθυσμού,.

Το δεύτερο προϋποθέτει την κατάργηση όλων των νόμων, που εμποδίζουν τους εργάτες να μετακινούνται από τη μια σφαίρα παραγωγής στην άλλη ή από ένα τοπικό κέντρο παραγωγής σε ένα οποιοδήποτε άλλο. Την αδιαφορία του εργάτη ως προς το περιεχόμενο της δουλειάς του. Την όσο το δυνατό αναγωγή της εργασίας σε όλες τις σφαίρες παραγωγής σε απλή εργασία. Την απαλλαγή των εργατών από κάθε επαγγελματική προκατάληψη. Τέλος και ιδίως προϋποθέτει την υποταγή του εργάτη στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Η παραπέρα ανάπτυξη του θέματος ανήκει στην ειδική μελέτη του συναγωνισμού.»

Εφιστούμε την προσοχή στον αναγνώστη στη σημασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και της κινητικότητας των εργατών από κλάδο σε κλάδο και από επιχείρηση σε επιχείρηση για την τάση εξίσωσης προς ένα γενικό ποσοστό υπεραξίας (όπως και της κινητικότητας των κεφαλαίων, δηλ. της απουσίας μονοπωλίων, για την αντίστοιχη τάση προς ένα γενικό ποσοστό κέρδους). Πιο αναλυτικά για την τάση αυτή, όπως και για τη σύνδεσή της με την τυπική πολιτική ελευθερία των εργατών, βλ. στο Cogliano, J. F. (2011). Smith’s ‘perfect liberty’ and Marx’s equalized rate of surplus-value. Department of Economics, The New School for Social Research, WP, (08).

[4] Μαρξ Κ. (2002). Το Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος Ι. μετ. Π. Μαυρομάτης. Σύγχρονη Εποχή (στο εξής ‘Κεφάλαιο Α΄’), σημ. 11, Κεφ. 5. Η παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας. Παρ. 2. Το προτσές αξιοποίησης. σελ. 210:

«Η εργασία που σε σύγκριση με την κοινωνική μέση εργασία ισχύει σαν ανώτερη συνθετότερη εργασία, είναι η εκδήλωση μιας εργατικής δύναμης στην οποία μπαίνουν μεγαλύτερα έξοδα κατάρτισης, που η παραγωγή της κοστίζει περισσότερο χρόνο εργασίας και που γι’ αυτό έχει μεγαλύτερη αξία από την απλή εργατική δύναμη.»

‘Κεφάλαιο Α΄’, σημ. 11, Κεφ. 1. Το εμπόρευμα. Παρ. 2. Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας που περιέχεται στα εμπορεύματα. σελ. 58-59:

«[…] Είναι αλήθεια ότι η απλή μέση εργασία αλλάζει το χαρακτήρα της σε διάφορες χώρες και εποχές, είναι όμως καθορισμένη σε μια δοσμένη κοινωνία. Η συνθετότερη εργασία σημαίνει μόνο εργασία απλή, ανυψωμένη σε δύναμη, ή καλύτερα, πολλαπλασιασμένη απλή εργασία έτσι, που μια μικρότερη ποσότητα σύνθετης εργασίας να είναι ίση με μια μεγαλύτερη ποσότητα απλής εργασίας. Η πείρα δείχνει ότι η αναγωγή αυτή γίνεται διαρκώς. Ένα εμπόρευμα μπορεί να είναι το προϊόν το προϊόν της πιο σύνθετης εργασίας, η αξία του όμως το εξισώνει με το προϊόν της απλής εργασίας και γι’ αυτό εκφράζει μόνο ορισμένη ποσότητα απλής εργασίας. Οι διάφορες αναλογίες στις οποίες τα διάφορα είδη εργασίας ανάγονται σε απλή εργασία σαν μετρική τους μονάδα, καθορίζονται από ένα κοινωνικό προτσές πίσω από την πλάτη των παραγωγών, και γι’ αυτό τους φαίνονται ότι έχουν καθιερωθεί από τη συνήθεια. Για λόγους απλοποίησης κάθε είδος εργατικής δύναμης θα το θεωρούμε από δω και μπρος σαν άμεσα απλή εργατική δύναμη κι έτσι θα απαλλαχτούμε από τον κόπο να κάνουμε τη σχετική αναγωγή σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση.»

Παρατηρούμε στα δύο αυτά αποσπάσματα ότι ο Μαρξ συνδέει τη συνθετότητα και αξία της εργασιακής δύναμης με τη συνθετότητα και αξία της εργασίας που αυτή επιτελεί, και την αξία της εργασιακής δύναμης με την αξία που αυτή παράγει. Ωστόσο, η αναλογία αυτή, και επομένως και η αναγωγή των σύνθετων μεγεθών σε απλά, εξαρτάται από αντικειμενικές κοινωνικές διαδικασίες, οι οποίες επιβάλλουν έναν ενιαίο κανόνα για το μέτρο της παραγωγικότητας για το κάθε είδος εργασίας, αλλά και τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, και του ανταγωνισμού για τη συγκρισιμότητα των διαφορετικών εργασιών, και την αξιακή τους αποτίμηση με ένα επίσης ενιαίο μέτρο. Βλ. σχετικά στο Lee, C. O. (1993). Marxs labour theory of value revisited (Επανεξέταση της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Μαρξ). Cambridge Journal of Economics, 17(4), 463-478, μετ. Δ. Περδίκης. Για την ιδιαιτερότητα της δημιουργικής, επιστημονικής ή καλλιτεχνικής εργασίας ως προς την αναγωγή αυτή, βλ. στο Για τους όρους της αφηρημένης εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή, μετ. Δ. Περδίκης από τις σελ. 95-100 της διδακτορικής διατριβής του ίδιου συγγραφέα με τίτλο Περί των τριών προβλημάτων της αφαίρεσης, της αναγωγής, και του μετασχηματισμού, στην εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ («On the three problems of abstraction, reduction and transformation in Marx’s labour theory of value.»), Birkbeck (University of London), 1990. Τόσο οι κοινωνικές αυτές διαδικασίες, όσο και η ίδια η αξία «βάσης» της απλής μέσης εργασίας έχουν ιστορικό χαρακτήρα και διαφέρουν σε διαφορετικές χώρες και εποχές, όπως μας λέει στο παραπάνω παράθεμα ο Μαρξ. Οι συνέπειες για τη διεθνή αγορά είναι, επομένως, εμφανείς, ή με άλλα λόγια, η γενική θεωρία του κεφαλαίου περιλαμβάνει θεμελιώδεις παραδοχές που χρειάζεται να επανεξεταστούν στη διεθνή αγορά, την κατακερματισμένη από διαφορετικά κράτη σε εθνικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς.

[5] ‘Κεφάλαιο Α΄’, Κεφ. 4. Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο. Παρ. Αξία της εργατικής δύναμης. σελ. 183-184:

«Όπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξίας της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους. […] Για τη συντήρησή του το ζωντανό άτομο χρειάζεται ορισμένο ποσό μέσων συντήρησης. Έτσι ο χρόνος εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή της εργατικής δύναμης αναλύεται στο χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης, ή η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κατόχου της. […] Το ποσό των μέσων συντήρησης πρέπει […] να επαρκεί για να συντηρεί το εργαζόμενο άτομο στη φυσιολογική κατάσταση της ζωής του. […] η ίδια η έκταση των λεγόμενων απαραίτητων αναγκών, όπως και ο τρόπος της ικανοποίησής τους, είναι ιστορικό προϊόν, και γι’ αυτό εξαρτιέται κατά ένα μεγάλο μέρος από τη βαθμίδα του πολιτισμού μιας χώρας, και ανάμεσα στ’ άλλα ουσιαστικά από το μέσα σε ποιες συνθήκες κι επομένως με τι συνήθειες και απαιτήσεις της ζωής σχηματίστηκε η τάξη των ελεύθερων εργατών. Έτσι, αντίθετα από τ’ άλλα εμπορεύματα, ο καθορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης περιέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο. Ωστόσο, σε μια ορισμένη χώρα και για μια ορισμένη περίοδο, είναι δοσμένο το μέσο σύνολο των αναγκαίων μέσων συντήρησης.»

Μέσα σε λίγες γραμμές ο Μαρξ καθορίζει και το ενιαίο της αξίας της εργασιακής δύναμης σε μια δοσμένη κοινωνία και ιστορική συγκυρία, αλλά και την εξάρτηση της αξίας αυτής από το «ιστορικό και ηθικό στοιχείο», και τη σύνδεσή του με την πολιτική προϋπόθεση της «ελευθερίας» της εργατικής τάξης. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις διαφέρουν στη διεθνή αγορά, και σε συνθήκες υπερεκμετάλλευσης και καταπίεσης ενός μεγάλου μέρους της διεθνούς εργατικής τάξης στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, όπως ισχυριζόμαστε στο παρόν άρθρο.

 

Η θεωρία της αξίας του Μαρξ και η ερμηνεία της αξιακής μορφής

 

του Michael Roberts

 

Αυτή η ανάρτηση είναι μεγάλη, αλλά αξίζει να τη διαβάσετε κατά τη διάρκεια του εορταστικού διαλείμματος

Όπως ανέφερα σε μια πρόσφατη ανάρτηση, στο συνέδριο Ιστορικού Υλισμού στο Λονδίνο τον Νοέμβριο, έγινε η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Fred Moseley Η θεωρία της αξίας του Μαρξ στο Κεφάλαιο 1 του Κεφαλαίου: Μια κριτική στην ερμηνεία του Heinrich για την αξιακή μορφή. Στην παρουσίαση του βιβλίου συμμετείχαν ο Michael Heinrich και ο Winfried Schwarz (ένας Γερμανός μαρξιστής που επίσης ασκεί κριτική στην ερμηνεία του Heinrich).

 

 

Το βιβλίο του Moseley είναι μια εξέταση της θεωρίας της αξίας του Μαρξ στο κεφάλαιο 1 του Κεφαλαίου, σχεδόν παράγραφο προς παράγραφο στις ενότητες 1 και 2, και μια λεπτομερής κριτική της ερμηνείας της αξιακής μορφής του κεφαλαίου 1 από τον Heinrich, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο που εξέδωσε το 2021 με τίτλο Πώς να διαβάσουμε το Κεφάλαιο του Μαρξ το οποίο αποτελεί μετάφραση του βιβλίου του 2018 με τον τίτλο Wie das Marxsche Kapital Lesen?

 

 

Ο Χάινριχ είναι ένας γνωστός Γερμανός μαρξιστής που έχει δημοσιεύσει εκτενώς την ερμηνεία του για τη θεωρία της αξίας του Μαρξ, και το έργο του ασκεί επιρροή όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και σε όλο τον κόσμο. Ασκεί κριτική στην παραδοσιακή ερμηνεία της εργασιακής θεωρίας της αξίας, σύμφωνα με την οποία η αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται αποκλειστικά κατά την παραγωγή, και υποστηρίζει ότι η αξία δημιουργείται μόνο όταν μετατρέπεται σε χρήμα μέσω της πώλησης των εμπορευμάτων στην αγορά.

 

 

Ο Moseley είναι ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της μαρξικής οικονομικής θεωρίας σήμερα στον κόσμο. Έχει γράψει ή επιμεληθεί πολλά βιβλία για τη μαρξιστική θεωρία. Θεωρεί αντίθετα, ότι ο Μαρξ παρουσίασε μια εργασιακή θεωρία της αξίας σύμφωνα με την οποία η αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται αποκλειστικά στην παραγωγή από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των εμπορευμάτων. Και ο Moseley υποστηρίζει στο βιβλίο του ότι τα κειμενικά στοιχεία του Κεφαλαίου 1 υποστηρίζουν συντριπτικά την ερμηνεία της εργασιακής θεωρίας της αξίας για τη θεωρία του Μαρξ.

 

 

Η σημασία και η σπουδαιότητα αυτής της συζήτησης μπορεί να φαίνεται ασαφής σε πολλούς αναγνώστες του Μαρξ. Έτσι, ο Fred Moseley συμφώνησε ευγενικά να δώσει συνέντευξη για το νέο του βιβλίο και τη διαμάχη με τον Heinrich.

 

MR: Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο;

FM: Πρώτα απ’ όλα, θέλω να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία να συζητήσω το βιβλίο μου μαζί σας και με τους πολλούς αναγνώστες σας.

Το βιβλίο του Χάινριχ που αναφέρθηκε παραπάνω είναι μια λεπτομερής κειμενική μελέτη των επτά πρώτων κεφαλαίων του Κεφαλαίου. Ο Χάινριχ δεν είναι πολύ γνωστός στις ΗΠΑ, αλλά έχει μεγάλη επιρροή στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι κάτι σαν τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ της Ευρώπης. Είμαι όμως πεπεισμένος ότι το βιβλίο του Χάινριχ είναι μια θεμελιώδης παρερμηνεία της θεωρίας του Μαρξ, γι’ αυτό αποφάσισα να ασχοληθώ κριτικά με το βιβλίο του Χάινριχ.

Ξεκίνησα γράφοντας μια εργασία για το Κεφάλαιο 1, τα θεμέλια της θεωρίας του Μαρξ και την ερμηνεία του Χάινριχ. Παρουσίασα την εργασία αυτή σε ένα συνέδριο Zoom τον Ιούνιο του 2021, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Πανεπιστήμιο Gyeongsang στη Νότια Κορέα. Μια βοηθός επιμελήτρια της σειράς Marx, Engels and Marxism του Palgrave, η Paula Rauhala, παρακολούθησε την παρουσίασή μου και επικοινώνησε μαζί μου και μου πρότεινε να γράψω μια εκτενέστερη εκδοχή της εργασίας μου ως βιβλίο Palgrave Pivot. Το βιβλίο Pivot είναι μια νέα πρωτοβουλία του Palgrave για μικρά βιβλία, με όριο 50.000 λέξεις (το οποίο ξεπέρασα κατά 10.000 λέξεις!). Είμαι ευγνώμων στην Paula για την πρόταση αυτή και αυτό το μικρό βιβλίο είναι το αποτέλεσμα.

 

MR: Παρακαλώ δώστε μας μια επισκόπηση του βιβλίου σας.

FM: Το βιβλιαράκι μου είναι μια λεπτομερής κειμενική μελέτη του Κεφαλαίου 1 του Μαρξ και της ερμηνείας του Κεφαλαίου 1 από τον Χάινριχ. Το βιβλίο αποτελείται μόνο από 4 κεφάλαια.

Το Κεφάλαιο 1 αυτού του βιβλίου παρουσιάζει την ερμηνεία μου για τη θεωρία της αξίας του Μαρξ στο Κεφάλαιο 1 του Κεφαλαίου, περιλαμβάνοντας μια ενότητα για κάθε μια από τις τέσσερις ενότητες του Κεφαλαίου 1 του Μαρξ. Το Κεφάλαιο 2 παρουσιάζει την ερμηνεία του Χάινριχ στο Κεφάλαιο 1 του Κεφαλαίου και τη λεπτομερή κριτική μου στην ερμηνεία του Χάινριχ, με τις ίδιες τέσσερις ενότητες.

Το Κεφάλαιο 3 αφορά ένα χειρόγραφο 55 σελίδων που έγραψε ο Μαρξ το 1872 στο πλαίσιο της προετοιμασίας της 2ης γερμανικής έκδοσης του τόμου 1, το οποίο αφορά κυρίως την ενότητα 3 του Κεφαλαίου 1, με τίτλο “Προσθήκες και αλλαγές στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου”, την οποία ο Χάινριχ έχει τονίσει στο βιβλίο του και σε προηγούμενες εργασίες του για να παράσχει κειμενική υποστήριξη στην “ερμηνεία της αξιακής μορφής” του Κεφαλαίου 1. Αυτό το σημαντικό χειρόγραφο δεν έχει ακόμη μεταφραστεί στα αγγλικά. Η μετάφραση ενός 4σέλιδου αποσπάσματος αυτού του χειρογράφου περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Χάινριχ ως παράρτημα. Έτσι, το Κεφάλαιο 3 του βιβλίου μου παρουσιάζει τη δική μου ερμηνεία αυτού του χειρογράφου και μια κριτική της ερμηνείας του Heinrich. Η μετάφραση ολόκληρου αυτού του χειρογράφου θα πρέπει να αποτελέσει υψηλή προτεραιότητα της μαρξιστικής επιστήμης.

Το βιβλίο μου είναι μια πολύ αφηρημένη θεωρία, για το πιο αφηρημένο μέρος της θεωρίας του Μαρξ, την αρχή της θεωρίας του Μαρξ στην οποία παρουσιάζει τη θεμελίωση της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Ο Μαρξ είπε στον Πρόλογο της 1ης έκδοσης του 1ου τόμου του Κεφαλαίου ότι “οι αρχές είναι πάντα δύσκολες σε όλες τις επιστήμες”, και αυτό ισχύει σίγουρα για τη θεωρία του Μαρξ. Ο καλύτερος τρόπος για να διαβάσετε το βιβλίο μου είναι να έχετε κοντά σας το βιβλίο του Χάινριχ και τον 1ο τόμο του Κεφαλαίου.

 

MR: Πώς θα μπορούσατε να συνοψίσετε τα κύρια συμπεράσματα του βιβλίου σας;

FM: Τα κύρια συμπεράσματα του βιβλίου μου είναι τα εξής:

  1. Το αντικείμενο της ανάλυσης του 1ου κεφαλαίου είναι το εμπόρευμα, όχι ένα ξεχωριστό, απομονωμένο εμπόρευμα, αλλά ένα αντιπροσωπευτικό εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα που αντιπροσωπεύει όλα τα εμπορεύματα και τις ιδιότητες που έχουν κοινές όλα τα εμπορεύματα (αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία). Στον Πρόλογο της 1ης έκδοσης, ο Μαρξ περιέγραψε το εμπόρευμα ως τη “στοιχειώδη μορφή” ή τη “μορφή κυττάρου” της καπιταλιστικής παραγωγής. Έτσι, ο Μαρξ αναλύει τις ιδιότητες ενός αντιπροσωπευτικού εμπορεύματος παρόμοια με τον τρόπο που η κυτταρική βιολογία αναλύει τις ιδιότητες ενός αντιπροσωπευτικού κυττάρου. Είναι σαν να βάζουμε ένα εμπόρευμα κάτω από ένα μικροσκόπιο και να αναλύουμε τις κύριες ιδιότητές του.

Το αντιπροσωπευτικό εμπόρευμα του Μαρξ στο Κεφάλαιο 1 υποτίθεται ότι έχει παραχθεί, αλλά δεν έχει ακόμη ανταλλαγεί. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την κριτική της ερμηνείας του Heinrich. Σύμφωνα με τον Heinrich, το αντικείμενο ανάλυσης του Κεφαλαίου 1 δεν είναι οι ιδιότητες ενός αντιπροσωπευτικού εμπορεύματος, αλλά αντίθετα είναι αυτό που αποκαλεί “σχέση ανταλλαγής” μεταξύ δύο εμπορευμάτων, η οποία, όπως υποστηρίζει, είναι το τελικό αποτέλεσμα δύο πραγματικών ανταλλαγών μεταξύ των δύο εμπορευμάτων και του χρήματος στην αγορά.

  1. Η αξία των εμπορευμάτων προκύπτει στην Ενότητα 1 του Κεφαλαίου 1 από την ιδιότητα της ανταλλακτικής αξίας του αντιπροσωπευτικού εμπορεύματος (δηλαδή από την ιδιότητα ότι κάθε εμπόρευμα είναι ίσο με όλα τα άλλα εμπορεύματα σε καθορισμένες αναλογίες). Και αυτή η γενική σχέση ισότητας μεταξύ κάθε εμπορεύματος και όλων των εμπορευμάτων προϋποθέτει μια κοινή ιδιότητα την οποία κατέχουν όλα τα εμπορεύματα και η οποία καθορίζει τις αναλογίες στις οποίες τα διάφορα εμπορεύματα είναι ίσα.

Ο Μαρξ υποστήριξε ότι αυτή η κοινή ιδιότητα όλων των εμπορευμάτων που καθορίζει τις ανταλλακτικές τους αξίες είναι η αντικειμενοποιημένη αφηρημένη ανθρώπινη εργασία που περιέχεται στα εμπορεύματα. Και αυτό είναι το αποτέλεσμα της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας που δαπανήθηκε στην παραγωγή για την παραγωγή των εμπορευμάτων.

Σύμφωνα με τον Χάινριχ, από την άλλη πλευρά, η αξία των εμπορευμάτων δεν προκύπτει από μια σχέση ισότητας μεταξύ όλων των εμπορευμάτων, αλλά αντίθετα προκύπτει από την ανάλυση μιας “ανταλλακτικής σχέσης” μεταξύ δύο εμπορευμάτων, η οποία, όπως υποστηρίζει, προϋποθέτει πραγματικές ανταλλαγές των δύο εμπορευμάτων με χρήμα στην αγορά.

  1. Το μέγεθος της αξίας κάθε εμπορεύματος “καθορίζεται αποκλειστικά” (σ. 129) από την ποσότητα του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που δαπανάται στην παραγωγή για την παραγωγή κάθε εμπορεύματος. Ο Χάινριχ υποστηρίζει, από την άλλη πλευρά, ότι το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος εξαρτάται εν μέρει από τη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης του εμπορεύματος στην αγορά. Αυτή είναι η πιο γνωστή υπόθεση της ερμηνείας της αξιακής μορφής της θεωρίας της αξίας του Μαρξ.
  2. Η εργασία που παράγει εμπορεύματα έχει διττό χαρακτήρα στην παραγωγή: τόσο η συγκεκριμένη εργασία όσο και η αφηρημένη εργασία είναι χαρακτηριστικά της ίδιας εργασιακής διαδικασίας στην παραγωγή. Η ενότητα 2 του Κεφαλαίου 1 ειδικότερα παρουσιάζει πολύ ισχυρά κειμενικά στοιχεία για να υποστηρίξει αυτή την ερμηνεία του διττού χαρακτήρα στην παραγωγή της εργασίας που παράγει εμπορεύματα.

Η ύφανση και η ραπτική είναι τα δύο παραδείγματα του Μαρξ στην Ενότητα 2. Η εργασιακή διαδικασία της ύφανσης παράγει την αξία χρήσης του λινών, ενώ ο διττός χαρακτήρας της είναι επίσης η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία που παράγει την αξία του λινών. Ο ίδιος διττός χαρακτήρας ισχύει και για την εργασιακή διαδικασία της ραπτικής (και για όλες τις άλλες ιδιαίτερες εργασιακές δραστηριότητες). Οι αξίες του λινού και του παλτού συγκρίνονται με τη σύγκριση του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του καθενός από αυτά και τίποτα δεν αναφέρεται σε αυτό σχετικά με την ανταλλαγή σε αυτή την ενότητα.

Ο Heinrich υποστηρίζει, από την άλλη πλευρά, ότι η εργασία στην παραγωγή είναι μόνο συγκεκριμένη εργασία και δεν είναι ακόμη αφηρημένη εργασία. Η αφηρημένη εργασία έρχεται να υπάρξει μόνο στην ανταλλαγή, και έτσι ο διττός χαρακτήρας της εργασίας που παράγει εμπορεύματα έρχεται να υπάρξει μόνο στην ανταλλαγή. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Heinrich, η ραπτική και η υφαντική (και κάθε άλλη εργασιακή διαδικασία) διαθέτουν μόνο έναν ενιαίο χαρακτήρα στην παραγωγή, όχι διπλό χαρακτήρα. Η ερμηνεία αυτή διαψεύδεται σαφώς από την Ενότητα 2.

 

MR: Παρακαλώ πείτε περισσότερα για την ερμηνεία του Heinrich σχετικά με τη “σχέση ανταλλαγής”. Αυτή φαίνεται να είναι μια κεντρική έννοια στην ερμηνεία του Heinrich.

FM: Η έννοια της “ανταλλακτικής σχέσης” του Heinrich είναι εντελώς πρωτότυπη. Κανείς άλλος δεν δίνει τόση έμφαση σε αυτόν τον όρο και δεν τον ορίζει με τον τρόπο που το κάνει αυτός. Και είναι μια νέα έννοια στην ερμηνεία του· δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο του 2012 Εισαγωγή στο Κεφάλαιο του Μαρξ. Και δυστυχώς, δεν το εξηγεί πολύ καλά σε αυτό το βιβλίο, ειδικά για μια τόσο θεμελιώδη έννοια. Δεν υπάρχει τίποτα στην Εισαγωγή του για την έννοια αυτή· υπάρχει μόνο 1½ σελίδα σε ένα παράρτημα στο τέλος του βιβλίου για τις αφαιρέσεις που προκύπτουν από την έννοια αυτή (στις οποίες δεν αναφέρεται ούτε μία φορά στο υπόλοιπο βιβλίο) και 1½ σελίδα στην πρώτη του συζήτηση για την έννοια αυτή στις σελίδες 53-54. Και από εκεί και πέρα, απλώς υποθέτει τη δική του ερμηνεία της ανταλλακτικής σχέσης και την εφαρμόζει σε διάφορα χωρία του κειμένου του Μαρξ.

Είμαι αρκετά βέβαιος ότι οι περισσότεροι αναγνώστες του Μαρξ (ιδίως οι αρχάριοι αναγνώστες) δεν θα καταλάβουν το νόημα και τη σημασία της έννοιας της ανταλλακτικής σχέσης στην ερμηνεία του Heinrich. Ένας νεαρός μελετητής του Μαρξ από την Αυστραλία έγραψε μια κριτική 2000 λέξεων για το βιβλίο του Heinrich στο περιοδικό Marx and Philosophy και δεν ανέφερε καθόλου την έννοια της ανταλλακτικής σχέσης. Εγώ ο ίδιος χρειάστηκε να δουλέψω αρκετά σκληρά για να την καταλάβω επειδή παρουσιάζεται τόσο φτωχά.

Ο Heinrich ορίζει την ανταλλακτική σχέση ως μια ανταλλαγή μεταξύ δύο εμπορευμάτων. Για να πάρουμε ένα από τα παραδείγματά του που είναι δανεισμένο από τον Μαρξ:

1 τέταρτο σιταριού ανταλλάσσεται με x (Σ.τ.Μ., ποσότητα) γυαλιστικoύ παπουτσιών (Σ.τ.Μ, boot-polish)

Ο Heinrich σχολιάζει ότι αυτός ο ορισμός μοιάζει με άμεσο ανταλλακτικό παζάρι μεταξύ των δύο εμπορευμάτων, αλλά δηλώνει ότι αυτό δεν είναι έτσι, επειδή η άμεση ανταλλαγή σπάνια συμβαίνει στην πραγματικότητα στον καπιταλισμό. Αντίθετα, ο Heinrich ερμηνεύει τη σχέση ανταλλαγής μεταξύ δύο εμπορευμάτων ως το τελικό αποτέλεσμα δύο πραγματικών πράξεων ανταλλαγής μεταξύ των δύο εμπορευμάτων και του χρήματος στην αγορά. Έτσι…

1 τεταρτημόριο σιτάρι πωλείται για 10 σελίνια και 10 σελίνια χρησιμοποιούνται για την αγορά x (Σ.τ.Μ., ποσότητα) γυαλιστικoύ μποτών

Το σημαντικό σημείο είναι ότι η έννοια του Heinrich για την ανταλλακτική σχέση μεταξύ δύο εμπορευμάτων προϋποθέτει πραγματικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο αυτών εμπορευμάτων και χρήματος στην αγορά. Ο Heinrich δεν διευκρινίζει σαφώς αν αυτές οι πράξεις ανταλλαγής που προϋποθέτει η ερμηνεία του για τη σχέση ανταλλαγής υποτίθεται ότι είναι πραγματικές πράξεις ανταλλαγής στην αγορά. Ωστόσο, πρέπει να είναι πραγματικές πράξεις ανταλλαγής προκειμένου να είναι συνεπείς με τη γενική ερμηνεία του Heinrich ως προς τη μορφή της αξίας, σύμφωνα με την οποία τα εμπορεύματα διαθέτουν αξία μόνο εάν έχουν πράγματι ανταλλαγεί στην αγορά.

Πριν από την πραγματική ανταλλαγή, σύμφωνα με την ερμηνεία του Heinrich, τα εμπορεύματα δεν κατέχουν αξία (πράγματι, τα προϊόντα δεν είναι καν εμπορεύματα) πριν από την ανταλλαγή. Τα προϊόντα της εργασίας γίνονται εμπορεύματα και τα εμπορεύματα αποκτούν αξία μόνο ως αποτέλεσμα πραγματικών ανταλλαγών στην αγορά. Επομένως, εφόσον τα εμπορεύματα που αναλύει ο Μαρξ στην Ενότητα 1 (π.χ. το σιτάρι και το βερνίκι για μπότες) υποτίθεται ότι κατέχουν αξία, για να είναι συνεπής με τη γενική ερμηνεία της μορφής αξίας του Χάινριχ, πρέπει επίσης να υποθέσει ότι αυτά τα εμπορεύματα έχουν πράγματι πωληθεί και αγοραστεί στην αγορά. Εάν τα εμπορεύματα δεν έχουν πράγματι ανταλλαγεί στην αγορά, τότε αυτά τα εμπορεύματα δεν θα διέθεταν αξία, σύμφωνα με τη γενική ερμηνεία της αξιακής μορφής του Heinrich.

Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία απολύτως κειμενική ένδειξη σε κανένα από τα διάφορα σχέδια του Μαρξ για το Κεφάλαιο 1 που να υποστηρίζει την ιδιότυπη ερμηνεία του Heinrich για την ανταλλακτική σχέση μεταξύ δύο εμπορευμάτων – ότι δηλαδή προϋποθέτει πραγματικές πράξεις ανταλλαγής μεταξύ αυτών των δύο εμπορευμάτων και του χρήματος στην αγορά. Αυτή η ερμηνεία είναι εφεύρεση του Heinrich. Δεν παραθέτει άλλους συγγραφείς με παρόμοια ερμηνεία της ανταλλακτικής σχέσης, διότι δεν υπάρχουν. Και η σχέση ανταλλαγής είναι η πιο σημαντική έννοια στην ερμηνεία του Heinrich στο Κεφάλαιο 1. Αν η θεμελιώδης έννοια της ανταλλακτικής σχέσης αποτελεί παρερμηνεία της θεωρίας του Μαρξ, τότε και η υπόλοιπη ερμηνεία του Heinrich για το Κεφάλαιο 1 είναι παρερμηνεία και είναι απαράδεκτη.

Νομίζω ότι είναι σαφές ότι το αντικείμενο ανάλυσης του Κεφαλαίου 1 είναι το εμπόρευμα, ένα αντιπροσωπευτικό εμπόρευμα που χρησιμοποιείται για την ανάλυση των ιδιοτήτων που έχουν κοινές όλα τα εμπορεύματα – την αξία χρήσης και την αξία. Το Κεφάλαιο 1 δεν αφορά καθόλου την ανταλλαγή. Το εμπόρευμα που αναλύεται στο Κεφάλαιο 1 έχει παραχθεί, αλλά δεν έχει ακόμη ανταλλαχθεί. Η ανταλλαγή δεν εξετάζεται παρά μόνο στο Κεφάλαιο 2 (“Η διαδικασία της ανταλλαγής”).

Τις τελευταίες εβδομάδες, κατά την προετοιμασία για το συνέδριο του HM και για αυτή τη συνέντευξη, συνειδητοποίησα με μεγαλύτερη σαφήνεια ότι υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση σε αυτό που προσπαθεί να επιτύχει ο Heinrich στο πρόσφατο βιβλίο του. Στα προηγούμενα έργα του, έχει παρουσιάσει (πολλές φορές και σε όλο τον κόσμο) μια ισχυρή ερμηνεία της αξιακής μορφής στην θεωρία του Μαρξ για την αξία, σύμφωνα με την οποία η αξία ενός εμπορεύματος υπάρχει μόνο ως αποτέλεσμα μιας πραγματικής ανταλλαγής στην αγορά. Πριν από την ανταλλαγή, ένα εμπόρευμα δεν διαθέτει αξία (διαθέτει μόνο αξία χρήσης). Για τα κειμενικά στοιχεία που υποστηρίζουν αυτή την ερμηνεία, έχει χρησιμοποιήσει μια χούφτα βασικά αποσπάσματα που προέρχονται από διάφορα κείμενα μεμονωμένα και εκτός πλαισίου. Όπως γνωρίζουμε, μπορεί κανείς πάντα να βρει αποσπάσματα που φαίνεται να υποστηρίζουν σχεδόν οποιαδήποτε ερμηνεία της θεωρίας του Μαρξ. Και ο Heinrich είναι πολύ καλός σε αυτό το παιχνίδι με τα αποσπάσματα.

Ωστόσο, το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι διαφορετικό- είναι μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τα επτά πρώτα κεφάλαια του Πρώτου Τόμου, ιδίως το Κεφάλαιο 1, ως μια θεωρία της αξιακής μορφής – και ότι ο Μαρξ ήταν ο αρχικός θεωρητικός της αξίας! Ο Heinrich πηγαίνει από σελίδα σε σελίδα στο Κεφάλαιο 1 και προσπαθεί με συνέπεια να ερμηνεύσει βασικά χωρία υπό το πρίσμα της αξιακής μορφής. Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, επειδή υπάρχουν τόσα πολλά χωρία σε αυτά τα κεφάλαια, ιδίως στο Κεφάλαιο 1, που έρχονται σε αντίθεση με μια ερμηνεία της αξιακής μορφής. Πράγματι, κατά την άποψή μου, το έργο του Heinrich είναι ένα αδύνατο έργο. Το βιβλίο μου ακολουθεί σημείο προς σημείο τα λεπτομερή σχόλιά του και εκθέτει τα λάθη της ερμηνείας του.

 

MR: Ποια ήταν η κύρια διαφωνία μεταξύ εσάς και του Heinrich στην παρουσίαση του βιβλίου σας στο πρόσφατο συνέδριο Ιστορικού Υλισμού;

FM: Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η κύρια διαφωνία στη συνεδρία ήταν σχετικά με την έννοια της ανταλλακτικής σχέσης σε δύο παραγράφους της Ενότητας 1. Υποστήριξε ότι παρερμήνευσα την έννοια της ανταλλακτικής σχέσης του Μαρξ, όχι ως πράξη ανταλλαγής μεταξύ δύο εμπορευμάτων, αλλά ως σχέση ισότητας μεταξύ δύο εμπορευμάτων, και ότι απλώς αντικατέστησα την έννοια του Μαρξ με τη δική μου έννοια της ανταλλακτικής σχέσης στα δύο αποσπάσματα. Και υποστήριξε ότι αυτά τα δύο αποσπάσματα αποτελούν απόδειξη ότι η Ενότητα 1 αναλύει τα μεμονωμένα εμπορεύματα ως μέρος μιας ανταλλακτικής σχέσης.

Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν αντικατέστησα απλώς την έννοια του Μαρξ με τη δική μου έννοια της ανταλλακτικής σχέσης σε αυτές τις παραγράφους. Αντίθετα, υποστήριξα ότι η σχέση ανταλλαγής σε αυτές τις παραγράφους είναι συνώνυμο της ανταλλακτικής αξίας. Η ανταλλακτική αξία κάθε εμπορεύματος ορίζεται στις προηγούμενες παραγράφους της Ενότητας 1 ως η ιδιότητα κάθε εμπορεύματος που είναι ίση με όλα τα άλλα εμπορεύματα σε συγκεκριμένες αναλογίες που είναι αμοιβαίες. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα εμπορεύματα διαθέτουν μια κοινή ιδιότητα που καθορίζει τις αναλογίες στις οποίες τα διάφορα εμπορεύματα είναι ίσα. Επομένως, η σχέση ανταλλαγής μεταξύ δύο εμπορευμάτων σε αυτές τις παραγράφους είναι επίσης μια σχέση ισότητας μεταξύ δύο εμπορευμάτων, η οποία συνεπάγεται την αναγκαιότητα μιας κοινής ιδιότητας που κατέχει καθένα από αυτά.

Αντίθετα, υποστήριξα ότι ο Heinrich είναι αυτός που παρερμηνεύει την έννοια της ανταλλακτικής σχέσης του Μαρξ με τον παράξενο ορισμό του ως το τελικό αποτέλεσμα των πραγματικών ανταλλαγών μεταξύ των δύο εμπορευμάτων και του χρήματος στην αγορά. Δεν υπάρχει απολύτως καμία κειμενική απόδειξη που να υποστηρίζει αυτή την ερμηνεία των πραγματικών ανταλλαγών της αγοράς που προϋποτίθενται, στο Κεφάλαιο 1. Η δική μου ερμηνεία της ανταλλακτικής σχέσης ως σχέσης ισότητας μεταξύ των εμπορευμάτων είναι πολύ πιο λογική και αληθοφανής από την περίπλοκη και ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία του Heinrich για το τελικό αποτέλεσμα των πραγματικών ανταλλαγών μεταξύ των εμπορευμάτων και του χρήματος στην αγορά.

 

MR: Υπάρχουν άλλα σημεία που θα θέλατε να τονίσετε;

FM: Θέλω επίσης να αναφέρω την ασυνήθιστη ερμηνεία του Heinrich της λέξης “κοινή” στην εξαγωγή της αξίας από τον Μαρξ στην Ενότητα 1 – ότι η αξία είναι η κοινή ιδιότητα των εμπορευμάτων που καθορίζει τις ανταλλακτικές τους αξίες – επειδή είναι ένα σημαντικό σημείο της ερμηνείας του, το οποίο έχει τονίσει σε όλα τα γραπτά του, συμπεριλαμβανομένου και του βιβλίου που επικρίνω.

Ας πάρουμε την καταληκτική παράγραφο της εξαγωγής της αξίας από τον Μαρξ στη σελ. 128: «Το μόνο που μας λένε τώρα αυτά τα πράγματα είναι ότι η ανθρώπινη εργατική δύναμη δαπανήθηκε για να τα παράγει, η ανθρώπινη εργασία συσσωρεύτηκε σε αυτά. Ως κρύσταλλοι αυτής της κοινωνικής ουσίας, η οποία είναι κοινή για όλα, είναι αξίες – εμπορευματικές αξίες.» Υποστηρίζω ότι η έννοια του Μαρξ για το “κοινό σε όλους” σε αυτό το απόσπασμα είναι η συνήθης έννοια του “κοινού” , δηλαδή ότι την ίδια ιδιότητα κατέχει κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα από μόνο του, αφ’ εαυτού.

Ο Heinrich υποστηρίζει, από την άλλη πλευρά, ότι η έννοια του “κοινού” σε αυτό το χωρίο και σε άλλα χωρία είναι διφορούμενη – δηλαδή θα μπορούσε επίσης να σημαίνει μια ιδιότητα που κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα κατέχει, όχι από μόνο του, αλλά μόνο μαζί με ένα άλλο εμπόρευμα σε μια σχέση ανταλλαγής (σχέση ανταλλαγής και πάλι!), και αυτό εννοεί ο Μαρξ εδώ και αλλού όταν λέει ότι η αξία είναι μια κοινή ιδιότητα των εμπορευμάτων. Σύμφωνα με τον Heinrich, έξω από μια σχέση ανταλλαγής, ένα μεμονωμένο εμπόρευμα δεν κατέχει την “κοινή ιδιότητα” της αξίας.

Ωστόσο, δεν νομίζω ότι η έννοια του Μαρξ “κοινή για όλα” είναι καθόλου διφορούμενη· ο Μαρξ δηλώνει ότι η κοινή ιδιοκτησία των εμπορευμάτων είναι η ανθρώπινη εργασία που συσσωρεύεται σε αυτά ως αποτέλεσμα της εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή τους (του καθενός από αυτά), πριν και ανεξάρτητα από την ανταλλαγή τους με ένα άλλο εμπόρευμα. Τίποτα δεν λέγεται για την ανταλλαγή και την ανταλλακτική σχέση σε αυτό το βασικό καταληκτικό απόσπασμα.

Τρεις παραγράφους πριν από το απόσπασμα που μόλις παρατέθηκε, ο Μαρξ παρουσιάζει ένα γεωμετρικό παράδειγμα του εμβαδού ως κοινής ιδιότητας διαφορετικών γεωμετρικών σχημάτων. Το εμβαδόν είναι μια ”κοινή ιδιότητα” κάθε σχήματος, ανεξάρτητη από τη σύγκρισή του με το εμβαδόν ενός άλλου σχήματος. Η ομοιότητα μεταξύ του εμβαδού των γεωμετρικών σχημάτων και της αξίας των εμπορευμάτων είναι ότι, και στις δύο περιπτώσεις, τα αντικείμενα διαθέτουν μια κοινή ιδιότητα ανεξάρτητα από μια ποσοτική σύγκριση μεταξύ τους. Ο Heinrich δεν σχολιάζει αυτό το διαφωτιστικό γεωμετρικό παράδειγμα, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ερμηνεία του ότι το κοινό στοιχείο της αξίας δημιουργείται στην ίδια την ανταλλαγή. Είναι σαφές ότι το εμβαδόν των γεωμετρικών σχημάτων δεν δημιουργείται από τη σύγκριση των εμβαδών τους.

Ένα άλλο σημείο που θέλω να αναφέρω. Κατά τη διάρκεια της εργασίας πάνω σε αυτό το βιβλίο, παρατήρησα για πρώτη φορά ότι ο Μαρξ χρησιμοποίησε επανειλημμένα τη φράση “ίδια αξία” ενός μεμονωμένου εμπορεύματος στην Ενότητα 3 του Κεφαλαίου 1 (επτά φορές)- για παράδειγμα, η “ίδια αξία” 10 μέτρων λινών ή η “ίδια αξία” ενός παλτού (βλ. σελ. 100 και 104-06 του βιβλίου μου). Οι ίδιες αξίες του λινού και του παλτού συγκρίνονται και εξισώνονται, αλλά δεν λέγεται τίποτα για την ανταλλαγή. Αυτά τα αποσπάσματα αποτελούν σαφή και ξεκάθαρη κειμενική απόδειξη ότι κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα διαθέτει τη “δική του αξία”, ανεξάρτητα από την πράξη ανταλλαγής μεταξύ εμπορευμάτων και χρήματος στην αγορά. Αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ερμηνεία του Heinrich ότι ένα μεμονωμένο εμπόρευμα διαθέτει αξία μόνο αν έχει πράγματι ανταλλαχθεί με χρήμα στην αγορά. Ο Heinrich παραθέτει μόνο 3 από αυτά τα 7 αποσπάσματα περί “δικής τους αξίας” και παρουσιάζει ελάχιστα ή και καθόλου σχόλια για αυτά. Δύο φορές παραθέτει τις παρακείμενες προτάσεις, αλλά όχι αυτές τις αποκαλυπτικές προτάσεις.

 

MR: Ποια είναι η διαφορά που κάνει αυτή η συζήτηση – αντιπαράθεση για τις λεπτομέρειες της θεωρίας της αξίας του Μαρξ στη γενικότερη εικόνα;

FM: Νομίζω ότι είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε τις λεπτομέρειες της θεωρίας της αξίας του Μαρξ, διότι αποτελεί τη βάση για τη θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ ως θεωρία της εκμετάλλευσης στον πρώτο τόμο. Και η θεωρία της αξίας είναι επίσης το θεμέλιο της θεωρίας του για την πτώση του ποσοστού κέρδους και τις κρίσεις που τόσο καλά παρουσιάσατε στο δικό σας έργο. Στον πρόλογο της 1ης έκδοσης του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δήλωσε: «Για τον επιφανειακό παρατηρητή, η ανάλυση αυτών των μορφών [της εμπορευματικής μορφής του προϊόντος της εργασίας και της αξιακής μορφής του εμπορεύματος] φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από μικρολεπτομέρειες. Στην πραγματικότητα ασχολείται με μικρολεπτομέρειες, αλλά το ίδιο κάνει και η μικροσκοπική ανατομία». Η μικροσκοπική ανατομία είναι απαραίτητη για την κατανόηση των οργανικών σωμάτων, και ομοίως η θεωρία της αξίας του Μαρξ είναι απαραίτητη για την κατανόηση της καπιταλιστικής οικονομίας.

Το βιβλίο μου αφορά συγκεκριμένα το βιβλίο του Heinrich, αλλά ισχύει για την ερμηνεία της θεωρίας του Μαρξ ως προς την αξιακή μορφή γενικά. Και το συμπέρασμά μου είναι ότι η θεωρία της αξίας του Μαρξ δεν μπορεί λογικά να ερμηνευτεί ως θεωρία της μορφής της αξίας. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα σημαντικό συμπέρασμα. Θα πρέπει να προχωρήσουμε από την ερμηνεία της θεωρίας του Μαρξ ως προς την αξία.

Ανησυχώ για την επιρροή του Heinrich στην κατανόηση της θεωρίας του Μαρξ. Η ερμηνεία του έχει μεγάλη επιρροή στη Γερμανία και αλλού στον κόσμο, ιδίως μεταξύ των νέων ανθρώπων. Και είμαι πεπεισμένος ότι πρόκειται για μια θεμελιώδη παρερμηνεία της θεωρίας του Μαρξ. Επομένως, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να ασχοληθούμε με τη δημοφιλή αλλά λανθασμένη ερμηνεία του. Ελπίζω ότι το βιβλίο μου θα διαβαστεί ιδιαίτερα από νέους ανθρώπους και θα τους ενθαρρύνει να μελετήσουν βαθύτερα τη θεωρία του Μαρξ για την αξία στο Κεφάλαιο 1 και όχι μόνο.

 

Επιτρέψτε μου να προσθέσω τη δική μου συνεισφορά σε αυτό που νομίζω ότι είναι τα ευρύτερα ζητήματα που προκύπτουν από αυτή τη συζήτηση μεταξύ Heinrich και Moseley (MR).

Ο Μαρξ το έθεσε ως εξής: «Όπως το εμπόρευμα είναι η άμεση ενότητα της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας, έτσι και η διαδικασία παραγωγής, που είναι η διαδικασία παραγωγής ενός εμπορεύματος, είναι η άμεση ενότητα της διαδικασίας εργασίας και της διαδικασίας αξιοποίησης». Έτσι, για τον Μαρξ, είναι η διαδικασία της παραγωγής, η άσκηση της ανθρώπινης εργασίας που δημιουργεί αξία. Όπως το έθεσε κάποτε ο Μαρξ: «Κάθε παιδί γνωρίζει ότι κάθε έθνος που θα σταματούσε να εργάζεται, όχι για ένα χρόνο, αλλά ας πούμε, μόνο για λίγες εβδομάδες, θα χάνονταν. Και κάθε παιδί γνωρίζει, επίσης, ότι οι ποσότητες προϊόντων που αντιστοιχούν στις διαφορετικές ποσότητες αναγκών απαιτούν διαφορετικές και ποσοτικά καθορισμένες ποσότητες της συνολικής εργασίας της κοινωνίας».

Η προσέγγιση της μορφής της αξίας του Heinrich είναι εμμέσως μια ταυτόχρονη προσέγγιση. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η πεποίθηση ότι η αξία έρχεται σε ύπαρξη μόνο τη στιγμή της πραγματοποίησης στην αγορά. Κατά συνέπεια, η παραγωγή και η πραγματοποίηση καταρρέουν η μία στην άλλη και ο χρόνος εξαλείφεται. Όμως η διαδικασία της παραγωγής και της κυκλοφορίας (ανταλλαγής) δεν είναι ταυτόχρονη, αλλά χρονική. Κατά την έναρξη της παραγωγής υπάρχουν εισροές πρώτων υλών και πάγιων περιουσιακών στοιχείων από μια προηγούμενη παραγωγική περίοδο. Έτσι, υπάρχει ήδη (σταθερή ή “νεκρή εργασία”) αξία στο εμπόρευμα πριν από την ανταλλαγή. Στη συνέχεια πραγματοποιείται παραγωγή για την παραγωγή ενός νέου εμπορεύματος με τη χρήση ανθρώπινης εργασίας. Αυτό δημιουργεί “δυνητική” νέα αξία, η οποία πραγματοποιείται αργότερα (σε τροποποιημένη ποσότητα) όταν πωλείται.

Αλλά γιατί όλα αυτά έχουν σημασία; Για μένα, η θεωρία της αξίας του Μαρξ αφορά στην ανάδειξη της θεμελιώδους αντίφασης στον καπιταλισμό μεταξύ της παραγωγής για τις κοινωνικές ανάγκες (αξία χρήσης) και της παραγωγής για το κέρδος (ανταλλακτική αξία). Στον καπιταλισμό, οι μονάδες παραγωγής είναι εμπορεύματα που έχουν διττό χαρακτήρα, ο οποίος ενσαρκώνει αυτή την αντίφαση.

Για τον Μαρξ, το χρήμα είναι ένας αντιπρόσωπος της αξίας και όχι η ίδια η αξία. Αν σκεφτούμε ότι η αξία δημιουργείται μόνο κατά την πώληση του εμπορεύματος για χρήμα και όχι προηγουμένως, τότε η εργασιακή θεωρία της αξίας απαξιώνεται σε θεωρία του χρήματος. Τότε, όπως υποστηρίζει η κυρίαρχη νεοκλασική οικονομική επιστήμη, δεν χρειαζόμαστε καθόλου μια εργασιακή θεωρία της αξίας, διότι η χρηματική τιμή αρκεί. Οι τιμές του χρήματος είναι αυτό που εξετάζει η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη, αγνοώντας ή απορρίπτοντας την αξία από την ανθρώπινη εργασιακή δύναμη – και επομένως την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο για το κέρδος. Αφαιρεί τη βασική αντίφαση της καπιταλιστικής παραγωγής.

Δεν είναι τυχαίο ότι οδηγεί επίσης στην αποτυχία κατανόησης των αιτιών των κρίσεων στην καπιταλιστική παραγωγή. Ο Heinrich απορρίπτει το νόμο του Μαρξ για την κερδοφορία ως παράλογο, “απροσδιόριστο” και άσχετο με την εξήγηση των κρίσεων και αντ’ αυτού αναζητά την υπερβολική πίστωση και τη χρηματοπιστωτική αστάθεια ως αιτίες. Ο Heinrich ισχυρίζεται ακόμη ότι στα μεταγενέστερα χρόνια ο Μαρξ εγκατέλειψε το νόμο της κερδοφορίας, αν και τα στοιχεία για αυτό είναι ανύπαρκτα.

Αν τα κέρδη (υπεραξία) από την ανθρώπινη εργασία εξαφανιστούν από κάθε ανάλυση για να αντικατασταθούν από το χρήμα, τότε δεν έχουμε πλέον μια μαρξιστική θεωρία της κρίσης ή οποιαδήποτε θεωρία της κρίσης.