1

Μελέτη τεκμηριώνει το αίτημα της ΟΛΜΕ για 15 μαθητές/τριες το πολύ ανά τμήμα

Μελέτη -Τεκμηρίωση του αιτήματος της ΟΛΜΕ για λειτουργία των σχολείων με 15 μαθητές/τριες ανά τμήμα κατ’ ανώτατο όριο σε συνθήκες πανδημίας

Από τις 15/09/2020, βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ (το αναλυτικό κείμενο των αρχικών πορισμάτων της οποίας παρατίθεται στη συνέχεια) με θέμα:

«Τεκμηρίωση του αιτήματος του κλάδου για λειτουργία των σχολείων με 15 μαθητές ανά τμήμα κατ’ ανώτατο όριο σε συνθήκες πανδημίας”.

Η έρευνα αυτή στοχεύει στο να διερευνήσει το κατά πόσο υπάρχει ανάγκη μείωσης του αριθμού μαθητών ανά τμήμα στα σχολεία μας, δεδομένης της πανδημίας και σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί από τους υγειονομικούς φορείς και επιστήμονες υγείας στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Στην έρευνα αυτή, λάβαμε σοβαρά υπόψη τις επιπτώσεις της αναστολής λειτουργίας των σχολείων στα παιδιά, τα οποία, κατά τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών, όπως η UNICEF, είναι τα «κρυμμένα θύματα της πανδημίας». Η τηλεκπαίδευση, μπορεί να επιλέγεται μεν ως ύστατο μέτρο όταν πλέον η αναστολή λειτουργίας τμημάτων ή σχολικών μονάδων είναι σύμφωνα με τους επιδημιολόγους αναπόδραστη, ή για τις περιπτώσεις παιδιών που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες,. Είναι ωστόσο επικίνδυνο να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της δια ζώσης διδασκαλίας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, η αναστολή της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας και της καθημερινής παρουσίας των παιδιών στο σχολείο, και η εκτεταμένη χρήση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης έχει σοβαρές εκπαιδευτικές, ψυχοκοινωνικές και βιοτικές συνέπειες, καθώς:

• οξύνει τους αποκλεισμούς από την εκπαιδευτική διαδικασία των παιδιών που προέρχονται από τις ευάλωτες κυρίως κοινωνικές ομάδες (απουσία τεχνολογικού εξοπλισμού),

• δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμία περίπτωση τη δια ζώσης διδασκαλία, καθώς αμβλύνει την ικανότητα συγκέντρωσης σε παιδιά και εφήβους με δραματικές συνέπειες στα παιδιά με ιδιαίτερες μαθησιακές ανάγκες και υστερεί στη δημιουργία ευεργετικού παιδαγωγικού κλίματος,

• παρεμποδίζει την ομαλή ψυχολογική εξέλιξη και την κοινωνική ωρίμανση του παιδιού λόγω της απουσίας του σχετίζεσθαι με τις ομάδες συνομήλικων, της συνεργασίας, του παιχνιδιού, της συντροφιάς, της σωματικής επαφής,

• για κάποιες ομάδες μαθητών/τριών που ανήκουν στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα συνεπάγεται τη μη πρόσβαση σε τροφή, αλλά και την απώλεια των ωφελειών που προσφέρει το φροντιστικό περιβάλλον του σχολείου.

Τα προβλήματα που δημιουργούνται από την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων ενισχύουν τη θέση μας ότι είναι επιτακτική ανάγκη οι σχολικές μονάδες να συνεχίσουν να λειτουργούν, με τους μέγιστους όρους ασφάλειας για μαθητές και εκπαιδευτικούς. Για να γίνει όμως αυτό είναι απαραίτητο να ληφθούν κομβικά και καίριας σημασίας μέτρα και σύμφωνα με τους ειδικούς, η μάσκα ως μοναδικό μέτρο υγειονομικής προστασίας δεν επαρκεί, αν δεν συνδυάζεται με επαναλαμβανόμενα δωρεάν τεστ και αν δε συνοδεύεται με λήψη μέτρων που οδηγούν στην τήρηση αποστάσεων και την αποφυγή συνωστισμού εντός της σχολικής τάξης.

Η ικανοποίηση του αιτήματος της ΟΛΜΕ για μείωση του αριθμού των παιδιών μέσα στις αίθουσες σε 15 μαθητές/τριες κατ’ ανώτατο όριο, μπορεί να περιορίσει σημαντικά (κατά 50%, σύμφωνα με έρευνα του Τμήματος Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ) τους δείκτες μετάδοσης του ιού, τόσο στη σχολική κοινότητα, όσο και στην ευρύτερη τοπική κοινότητα, μειώνοντας τις πιθανότητες να εμφανιστεί πάλι η ανάγκη αναστολής της λειτουργίας των σχολικών μονάδων.

Παρουσίαση αρχικών στοιχείων έρευνας του ΚΕΜΕΤΕ

Τα πρώτα στοιχεία της έρευνας του ΚΕΜΕΤΕ, το πρώτο στάδιο της οποίας διεξήχθη με τη μέθοδο συμπλήρωσης ερωτηματολογίων που εστάλησαν σε σχολεία της χώρας, συνάγονται με βάση τις απαντήσεις που αφορούν ποσοστό 19% επί του συνόλου του μαθητικού δυναμικού σε όλη την Ελλάδα και 25% επί του συνόλου του μαθητικού δυναμικού στην Αττική.

Σύμφωνα με αυτά, δεν ευσταθεί και είναι έωλο καταρχάς το στοιχείο ότι ο μέσος αριθμός μαθητών ανά τμήμα σε όλη την Ελλάδα είναι 17, με το οποίο το Υπουργείο ενημέρωσε την κοινή γνώμη, γιατί χρησιμοποίησε στατιστικά αποτελέσματα τα οποία διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.

Η πραγματική εικόνα της κατάστασης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν απεικονίζεται από τον μ.ό. των 17 μαθητών, αλλά από τη διάμεσο (αυτή που είναι μεγαλύτερη ή ίση από το 50% των παρατηρήσεων και μικρότερη ή ίση από το υπόλοιπο 50%) που είναι 22 μαθητές. Τα πρώτα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι πάνω από 9 στους 10 μαθητές συνωστίζονται σε πολυπληθή ή υπερμεγέθη τμήματα όπου είναι αδύνατον να τηρηθούν οι απαραίτητες αποστάσεις μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών.

Συγκεκριμένα:

• 34% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα των 16-21 μαθητών

• στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 32%

• 63% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα των 22-27 μαθητών

• στην Αττική το ποσοστό ανεβαίνει στο 67%

• μάλιστα 23% των μαθητών πανελλαδικά (το ¼ του μαθητικού δυναμικού) φοιτούν σε τμήματα των 25-27 μαθητών.

• στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 22%.

Από την συνολική εικόνα που μας δίνουν τα παραπάνω στοιχεία, το 96% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα με πάνω από 17 μαθητές, ενώ στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 99%.

Πολύ μακριά από την πραγματικότητα, επίσης, είναι και το στοιχείο που δόθηκε στη δημοσιότητα με δηλώσεις υψηλόβαθμων στελεχών του Υπουργείου Παιδείας ότι η μείωση του ανώτατου αριθμού μαθητών ανά τμήμα θα είχε ημερήσιο κόστος 10.000.000€, αφού με βάση τα ως τώρα στοιχεία της έρευνάς μας, το κόστος αυτό φαίνεται να είναι πολύ μικρότερο. Συγκεκριμένα, κυμαίνεται μεταξύ 700.000 με 800.000€, ποσό που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από το ποσό των 10.000.000€. Μάλιστα, το ετήσιο κόστος που προκύπτει αναλογικά, δεν ξεπερνά τα 220.000.000€ για πλήρη λειτουργία των σχολείων (Σεπτέμβριος έως και Ιούνιος).

Όσον αφορά στο επιχείρημα του Υπουργείου Παιδείας ότι δεν υπάρχουν κενές αίθουσες στις λειτουργούσες σχολικές μονάδες ούτε κενά σχολικά κτίρια, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι:

• Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, το ΥΠΑΙΘ δεν έκανε καμία ενέργεια πριν την έναρξη της θερινής περιόδου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης χώρων για την τήρηση των απαραίτητων αποστάσεων με αναλυτική χαρτογράφηση όλων των κενών χώρων εντός και εκτός σχολείων (μη λειτουργούντα σχολικά κτίρια, δημοτικοί χώροι πολιτισμού, βιβλιοθήκες κ.λ.π.)

• Με βάση τα στοιχεία που έχει ως τώρα το ΚΕΜΕΤΕ στη διάθεση του (στο σύντομο χρονικό διάστημα του ενός μηνός) σχετικά με τις ήδη υπάρχουσες ελεύθερες αίθουσες εντός των σχολικών μονάδων, ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν σε πολυπληθή τμήματα (27 μαθητών) θα μπορούσε να μειωθεί άμεσα ως και 63%, ανάλογα με το μέγεθος των τμημάτων

• Η συνολική ένταση του προβλήματος θα μπορούσε να μειωθεί κατά 41% και μόνο με την έγκαιρη αξιοποίηση κενών αιθουσών που υπάρχουν στα λειτουργούντα σχολεία.

• Μία άλλη σίγουρη πηγή κενών αιθουσών είναι τα σχολεία που έκλεισαν την προηγούμενη δεκαετία. Ο αριθμός τους ξεπερνά τα 2.000. Η Ιταλία με μαθητικό πληθυσμό εξαπλάσιο του ελληνικού, χρειάστηκε 3.000 νέα σχολεία. Η Ελλάδα θα μπορούσε να καλύψει μέρος των κτηριακών αναγκών της μέσα από αυτήν την πηγή, αρκεί να υπάρξει χαρτογράφηση των αναγκών και των διαθέσιμων τέτοιου είδους χώρων κατά περιοχή και εφόσον οι χώροι αυτοί διαμορφωθούν κατάλληλα, ώστε να πληρούν προϋποθέσεις εκπαιδευτικές, υγειονομικές και κτηριακής ασφάλειας.

Ανάλογα και με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορούν χρησιμοποιηθούν και άλλα δημόσια κτήρια, όπως χώροι πολιτισμού, μουσεία, πολιτιστικά κέντρα βιβλιοθήκες κ.λπ., που διαθέτουν πάρα πολλοί δήμοι σε όλη την Ελλάδα (σύμφωνα και με τις προτάσεις του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ).

Συμπερασματικά, αν το ΥΠΑΙΘ είχε εκπονήσει ένα σχέδιο ώστε να αξιοποιήσει και μόνο τις κενές αίθουσες που υπάρχουν στα σχολεία, 4 στους 10 μαθητές δεν θα φοιτούσαν πλέον σε πολυπληθή και κυρίως σε υπερμεγέθη τμήματα. Μια τέτοια λύση, αν είχε δρομολογηθεί νωρίς, θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που θα είχε σαν στόχο το όριο των 15 μαθητών ανά τμήμα για μεγαλύτερη υγειονομική ασφάλεια για τη σχολική κοινότητα και κατ’ επέκταση και για την κοινωνία στο σύνολό της. Επίσης, θα μείωνε σημαντικά τις πιθανότητες μιας εκ νέου αναστολής της λειτουργίας των σχολείων και των επιπτώσεών της στον μαθητικό πληθυσμό.

………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Το αίτημα της ΟΛΜΕ για 15 μαθητές/τριες κατ’ανώτατο όριο ανά τμήμα

Αναγκαιότητα υλοποίησής του

Από την πρώτη κιόλας φάση της κορύφωσης της πανδημίας στην Ευρώπη η UNICEF χαρακτηρίζει τα παιδιά ως τα «κρυμμένα θύματα της πανδημίας»[1], κυρίως λόγω των επιπτώσεων που έχει σε αυτά η αναστολή της λειτουργίας των σχολείων. Η τηλεκπαίδευση, μπορεί να επιλέγεται μεν ως ύστατο μέτρο όταν πλέον η αναστολή λειτουργίας τμημάτων ή σχολικών μονάδων είναι σύμφωνα με τους επιδημιολόγους αναπόδραστη, ή για τις περιπτώσεις παιδιών που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Είναι ωστόσο επικίνδυνο να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της δια ζώσης διδασκαλίας.

Οι επιπτώσεις της αναστολής της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας και της καθημερινής παρουσίας στο σχολείο είναι εκπαιδευτικές, ψυχοκοινωνικές και βιοτικές.

Αναφορικά με τις εκπαιδευτικές/μορφωτικές επιπτώσεις επισημαίνονται οι αποκλεισμοί από την εκπαιδευτική διαδικασία της εξ αποστάσεως διδασκαλίας, των ευάλωτων κυρίως κοινωνικών ομάδων, η οποία σε πολλές περιπτώσεις επιλέχθηκε μεν ως λύση ανάγκης στην κορύφωση της πανδημίας, ωστόσο καθώς δεν συνοδεύθηκε από αντισταθμιστικά μέτρα άρσης των αποκλεισμών (π.χ. παροχή τεχνολογικού εξοπλισμού) όξυνε τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Επισημαίνουμε ότι στην Ελλάδα το 31,8% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας και το ¼ των νοικοκυριών περίπου δεν έχει πρόσβαση στην ευρυζωνικότητα (Ευρυζωνική σύνδεση χρησιμοποιεί το 78,1% του συνόλου των νοικοκυριών της χώρας με ένα, τουλάχιστον, μέλος ηλικίας 16 – 74 ετών[2]).

Από την άλλη, η εξ αποστάσεως διδασκαλία αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμία περίπτωση τη δια ζώσης διδασκαλία, καθώς αμβλύνει τη ικανότητα συγκέντρωσής σε παιδιά και εφήβους, με δραματικές συνέπειες στα παιδιά με ιδιαίτερες μαθησιακές ανάγκες, απαιτεί μεγάλο αυτοέλεγχο, συχνά απαιτεί την παρέμβαση/βοήθεια του γονιού, υστερεί στη διαμόρφωση ευεργετικού παιδαγωγικού κλίματος[3]. Επίσης, ελλείψει αναπλαισίωσής της με κατάλληλες διδακτικές μεθόδους, οδηγεί σε μια νέου τύπου μετωπική διδασκαλία με «ανορθόδοξο» συνδυασμό διά ζώσης και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, με την έννοια ότι η εξ αποστάσεως εφαρμόστηκε με μεθόδους της δια ζώσης, και μάλιστα στο μοντέλο κυρίως της μετωπικής διδασκαλίας, όσον αφορά στη σύγχρονη.

Αναφορικά με τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις, οφείλονται στην απουσία του σχετίζεσθαι με τις ομάδες συνομήλικων, την περιορισμένη και υπό όρους συνεργασία, καθώς και την απουσία παιχνιδιού, συντροφιάς και σωματικής επαφής, που είναι εξαιρετικά σημαντικές παράμετροι για την ψυχολογική εξέλιξη και την κοινωνική ωρίμανση του παιδιού.

Επίσης, η UNESCO επισημαίνει ότι η αναστολή λειτουργίας των σχολικών μονάδων συνεπάγεται για κάποιες ομάδες μαθητών/τριών τη μη πρόσβαση σε τροφή, την απώλεια των ωφελειών που προσφέρει το φροντιστικό περιβάλλον του σχολείου και τίθενται ερωτηματικά για το κατά πόσο τα παιδιά είναι περισσότερο εκτεθειμένα στη σωματική τιμωρία.

Τα προβλήματα που δημιουργούνται από την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων ενισχύουν τη θέση μας ότι είναι επιτακτική ανάγκη οι σχολικές μονάδες να λειτουργούν, αλλά με τους μέγιστους όρους ασφάλειας για μαθητές και εκπαιδευτικούς, και εφόσον βέβαια δεν έχουμε περιέλθει σε κατάσταση γενικού “lockdown”. Για να γίνει όμως αυτό είναι απαραίτητο να ληφθούν κομβικά και καίριας σημασίας μέτρα, και σύμφωνα με τους ειδικούς, η μάσκα ως μοναδικό μέτρο υγειονομικής προστασίας δεν επαρκεί, αν δεν συνδυάζεται με επαναλαμβανόμενα δωρεάν τεστ και αν δεν συνοδεύεται με λήψη μέτρων που οδηγούν στην τήρηση αποστάσεων και την αποφυγή συνωστισμού εντός της σχολικής τάξης.

Η μείωση του αριθμού των παιδιών μέσα στις αίθουσες σε 15 μαθητές/τριες κατ’ ανώτατο όριο, που είναι η θέση της ΟΛΜΕ, μπορεί να διασφαλίσει σε σημαντικό βαθμό την αποφυγή συνωστισμού. Είναι ένα μέτρο που θα περιορίσει σημαντικά τους δείκτες μετάδοσης του ιού (μάλιστα κατά 50%, σύμφωνα με τα πορίσματα του Τμήματος Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ)[4] τόσο στη σχολική κοινότητα όσο και στην ευρύτερη τοπική κοινότητα, μειώνοντας τις πιθανότητες να εμφανιστεί πάλι η ανάγκη αναστολής της λειτουργίας των σχολικών μονάδων.

Η ανάγκη λήψης μέτρων, όπως το παραπάνω, με μακροπρόθεσμη προοπτική και ό,τι αυτή συνεπάγεται (διορισμοί καθηγητών, κατασκευή ή προσθήκη αιθουσών όπου δεν επαρκούν οι υφιστάμενες) επιρρωννύεται από τα δύο εξής δεδομένα:

1) Από τις εκτιμήσεις του WHO σχετικά με τη μακρά χρονική διάρκεια που θα έχει η πανδημία και

2) από τις εκτιμήσεις της UNICEF σχετικά με τη δραματική αύξηση των παιδιών που ζουν σε φτωχά νοικοκυριά μέχρι το τέλος του 2020[5].

Συνεπώς είναι σημαντικό να ληφθούν τα απαραίτητα εκείνα μέτρα που θα προλάβουν, όσο αυτό είναι δυνατό, την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων. Η παρούσα μελέτη αφορά σε ένα από αυτά τα μέτρα, τη μείωση του αριθμού των μαθητών/τριών ανά τμήμα με ανώτατο όριο τους/τις 15, μέτρο που συνδέεται με τη φυσική αποστασιοποίηση και την αποφυγή συνωστισμού εντός των σχολικών μονάδων.

Διαβάστε όλη τη μελέτη στην ιστοσελίδα pandiera.gr…