1

Οι μικροαστοί ως πλειοψηφική τάξη;

 

του Ιωάννη Παπαδάκη

 

Σας παρουσιάζουμε μία σύνοψη του βιβλίου του Dan Evans, ‘’Α Nation of Shopkeepers’’ («Ένα έθνος καταστηματαρχών»), όπου παρουσιάζεται ένας γόνιμος προβληματισμός σχετικά με την ταξική διάρθρωση της  σύγχρονης δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας θεωρεί πως η βρετανική, καθώς και οι υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τη μικροαστική τάξη, νέα και παλαιά, ως μια ηθελημένη προσπάθεια των αστών να «ποτίσουν» με μικροαστισμό τους εργαζόμενους και να αλλοιώσουν τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά, καθώς και ως αποτέλεσμα των άθλιων εργασιακών συνθηκών που αναγκάζουν πολλούς να εναλλάσσονται μεταξύ αυτοαπασχόλησης και μισθωτής εργασίας. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, σε παγκόσμια βάση η εργατική τάξη παραμένει πλειοψηφία.

Παρά τις όποιες επιφυλάξεις/διαφωνίες μπορεί να υπάρχουν με την παραπάνω άποψη, καθώς και τα κριτήρια του Πουλαντζά που κάνει χρήση ο συγγραφέας για την κατάταξη ενός επαγγέλματος στη νέα μικροαστική τάξη, η διόγκωση της οποίας μπορεί να οδηγήσει σε ρεφορμιστικές προτάσεις, είναι ιδιαίτερα γόνιμος ο προβληματισμός σχετικά με την επικράτηση της πνευματικής αντί της χειρωνακτικής εργασίας στις δυτικές οικονομίες και τις αλλαγές που επιφέρει στην εργατική τάξη, τον απομονωμένο τρόπο εργασίας και την ιδεολογία της, την ιδιωτικοποίηση της αγοράς των ακινήτων και την ανάδειξη της «τάξης των ενοικιαστών», τον ρόλο της εκπαίδευσης στη συντηρητικοποίηση και τον ατομικισμό, τις προοπτικές συμμαχίας ανάμεσα στη μικροαστική και εργατική τάξη μέσα στη σημερινή πολυπλοκότητα, καθώς και τα νέα επαγγέλματα της «gig economy» που συνδέονται με μεγάλες πλατφόρμες/αλγορίθμους.

Στη σύγχρονη πολυπλοκότητα, προκειμένου να ανασυγκροτήσουμε το κομμουνιστικό κίνημα, επείγει να αντιληφθούμε τις αλλαγές στην εργατική τάξη της Ελλάδας (και των υπολοίπων δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών) που συνέβησαν τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η προσέγγισή της με συνθήματα που αφορούσαν τους εργάτες της δεκαετίας του ‘50 είναι ξεκάθαρο πως δε θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το ίδιο αφορά και την συγκρότηση της κοινωνικής συμμαχίας, η οποία κάποτε αφορούσε εργάτες και αγρότες, σήμερα όμως απαιτεί βαθύτερη μελέτη σχετικά με τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των υποομάδων μέσα στις τάξεις και το πώς θα διαμορφωθεί ένα κοινό πλαίσιο συμμαχίας που θα προσελκύσει ή έστω θα ουδετεροποιήσει τους μικροαστούς μπροστά στην επερχόμενη επαναστατική αλλαγή.

Τέλος, παρουσιάζουμε ένα απόσπασμα από την μελέτη του 2015 του Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ με τίτλο «Η ταξική διάρθρωση και η θέση της εργατικής τάξης στην ελληνική κοινωνία», καθώς και τα συμπεράσματα της, τα οποία συμφωνούν με τον Evans ότι οι μικροαστοί αποτελούν πλειοψηφία και στην Ελληνική κοινωνία.

 

 

Μέρος 1ο: Σύντομη ιστορική αναδρομή

Η μικροαστική τάξη αποτελούσε για πολλούς Μαρξιστές τον «ασθενή μηδέν» του καπιταλισμού, καθώς μικροί αγρότες, τεχνίτες κτλ. αποτελούσαν τους πρώτους μικροαστούς, οι οποίοι έθεσαν το αγροτικό ζήτημα ως κυρίαρχο στις αστικές επαναστάσεις. Από γεννησιμιού της συντηρητική, πάλευε απέναντι στον ανταγωνισμό με την παραγωγή μεγάλης κλίμακας και βρισκόταν πάντοτε στο δίλημμα των συμμαχιών, καθώς η ιδέα της αστικής δημοκρατίας ήταν από τη μία πλευρά δελεαστική, από την άλλη ωστόσο, η εκβιομηχάνιση ήταν απειλητική για την υπόσταση της.

Ο Καρλ Μαρξ μίλησε για τάση μείωσης/εξάλειψης των μικροαστών, ως λογική συνέπεια της ανάπτυξης βαριάς βιομηχανίας, ωστόσο οι μικροαστοί επιβίωσαν απέναντι στις δυσοίωνες προβλέψεις. Μπορεί η παραδοσιακή μικροαστική τάξη (π.χ. τεχνίτες) όντως να μειώθηκε, ωστόσο η εκβιομηχάνιση οδήγησε στην ανάγκη νέας μικροαστικής τάξης, αυτής των μικροεμπόρων, των λογιστών, των υπαλλήλων κτλ., οι οποίοι λόγω κοινών στοιχείων που έχουν με την παλαιά, αποτελούν μαζί τη μικροαστική τάξη.

Η μικροαστική τάξη ήταν πάντα συντηρητική (συχνά και έντονα θρησκευόμενη) και προσπαθούσε να εξασφαλίσει το προνόμιο της κληροδότησης, ενώ έχει αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα, αλλά κοιτάει εχθρικά και τους εργάτες λόγω του ισχυρού τους κινήματος και των προνομίων που απαιτούν.

Με το πέρασμα στον 20ο αιώνα δεν περάσαμε στην διταξική πάλη που φαντάζονταν πολλοί, αλλά αντίθετα, πέραν της έντονης πάλης μεταξύ μικροϊδιοκτητών και εργαζομένων, αναδύθηκε η νέα μικροαστική τάξη, γνωστοί και ως εργαζόμενοι του λευκού γιακά, δηλαδή λογιστές, νοσοκόμες, δάσκαλοι, αστυνομικοί κτλ. που υπηρετούσαν το κεφάλαιο.

Η νέα μικροαστική τάξη διαφοροποιούνταν σε πολλά επίπεδα από την εργατική, ενώ αισθανόταν πιο κοντά στην αστική τάξη, την οποία υπηρετεί από κοντά με σκοπό την ανέλιξη στην κοινωνική κλίμακα. Εχθρευόταν την συνδικαλιστική δράση, καθώς πιστεύει στην ατομική προσπάθεια που θα οδηγήσει σε προαγωγές, ενώ δεν έχει εμπειρία στη χειρωνακτική εργασία. Επιπλέον, μετακινούνταν στα προάστια των πόλεων, μακριά από τα προλεταριακά κέντρα και αποκτούσαν χρονικά καθυστερημένα, αλλά και μικρότερου μεγέθους οικογένειες. Το κύριο χαρακτηριστικό της νέας μ.τ. ήταν πως με σκληρή προσπάθεια και υπηρεσία προς το κεφάλαιο, υπάρχει δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης στο στρώμα των μάνατζερ.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι μικροαστοί σύρθηκαν πίσω από τον σωβινισμό των αστών, ενώ στη Ρωσία, στην οποία η εργατική τάξη ήταν μειοψηφία, ο Λένιν θεωρούσε σημαντική τη συμμαχία με τους μικροαστούς και τους αγρότες. Αναγνώριζε την αστάθεια των αποφάσεων τους και τον ατομικισμό, ωστόσο όντας υπό εκμετάλλευση από τους αστούς, τους θεώρησε σημαντικούς συμμάχους. Την ίδια περίοδο στη Γερμανία μέσω του SPD, οι μικροαστοί τσάκισαν τη Γερμανική επανάσταση σε συνεργασία με την αστική τάξη.

Η μεγάλη άνοδος του εργατικού κινήματος μετά τον Α’ Παγκόσμιο, καθώς και τα μεγάλα προβλήματα του καπιταλισμού, οδήγησαν την αστική τάξη στην συμμαχία με τη μικροαστική και την εγκατάλειψη του κοινοβουλευτικού δρόμου υπό την αντιδραστική ιδεολογία γνωστή και ως φασισμό/ναζισμό. Ο κύριος χαρακτήρας του φασισμού ήταν αντικομμουνιστικός, καθώς οι αγρότες και οι μικροαστοί φοβούνταν τις σοσιαλιστικές απαλλοτριώσεις σε περίπτωση κόκκινων επαναστάσεων, γι’ αυτό και οι Ναζί, προκειμένου να κερδίσουν τη στήριξη της μεσαίας τάξης, εξολόθρευσαν τους Εβραίους, μειώνοντας κατά πολύ τον ανταγωνισμό, και μείωσαν τους φόρους των αγροτών. Θα πρέπει να τονιστεί ωστόσο ότι η μ.τ. ταλαντεύεται πάντα μεταξύ δεξιάς και αριστερής στροφής, καθώς δεν έγιναν ως γνωστόν όλες οι χώρες φασιστικές. Δεν είναι δηλαδή νομοτελειακή η ακροδεξιά της στροφή όπως ακούγεται από πολλούς.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο δημιουργήθηκε το λεγόμενο «κοινωνικό κράτο», με εθνικοποιήσεις και πολιτικές (π.χ. θέσπιση κατώτατου μισθού, αύξηση δημοσίων υπαλλήλων) που δυσαρεστούσαν την παραδοσιακή μ.τ. που θέλει λιγότερο κράτος και φόρους. Αυτό τους οδήγησε σε συμμαχία με τους αστούς, ενώ μετατοπίζονται από την παραγωγή αγαθών στην παραγωγή υπηρεσιών.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και οι βιομηχανικές χώρες είχαν μικρότερο αριθμό μικροαστών λόγω της εκβιομηχάνισης, στον Τρίτο κόσμο η μεσαία τάξη, λόγω της επικρατούσας αγροτικής παραγωγής, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στις αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις.

Η Θάτσερ, όντας η ίδια κόρη μπακάλη και γνωρίζοντας καλά την ιδιοσυγκρασία των μικροαστών, κίνησε για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο τους μικροαστούς. Επιτέθηκε στους μετανάστες, τους «τεμπέληδες» (π.χ. ανύπαντρες μητέρες και όσους έπαιρναν κρατικά επιδόματα) και δημοσίους υπαλλήλους, ενώ από τα μέτρα της επλήγησαν κυρίως η εργατική τάξη (κάτω από τη μ.τ.) και το στρώμα των μάνατζερ (πάνω από τη μ.τ.), το οποίο κινήθηκε προς τους Εργατικούς και το New Labour.

New Labour ήταν η πολιτική του Μπλερ ως συνέχεια του Θατσερισμού, ωστόσο με μικρές κοινωνικές παροχές. Κύρια πηγή ψηφοφόρων ήταν πλέον οι υπάλληλοι του λευκού γιακά και οι απόφοιτοι ΑΕΙ, με το ποσοστό των Εργατικών στη μ.τ. να εκτοξεύεται από 19% σε 31% μεταξύ 1974 και 1997.

Έτσι, δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα, από τη μία πλευρά οι εκπρόσωποι της ελεύθερης αγοράς (Tories) και από την άλλη οι Εργατικοί, από την αναδιανομή του πλούτου πέρασαν στην κοινωνική φιλελευθεροποίηση και εγκαταλείφθηκαν από την εργατική τάξη, φαινόμενο που συνέβη με τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα γνωστό και ως «πασοκοποίηση».

Ο Μπλερισμός δεν ήταν τίποτα άλλο από τη συνέχιση του διχασμού της κοινωνίας ως «εμείς»: οι σκληρά εργαζόμενοι απέναντι σε «»υτούς»: τους μετανάστες, τους μπαταχτσήδες, τους τεμπέληδες του δημοσίου κτλ. Προώθησε τον ατομικισμό και την κοινωνική κινητικότητα μέσω της επέκτασης της ανώτερης εκπαίδευσης.

Προς αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό

Παρά τις προσπάθειες του νεοφιλελευθερισμού, βρισκόμαστε σε μία παγκόσμια κρίση με πιο εμφανή την αύξηση της εκμετάλλευσης που οδήγησε στον θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας. Η κυβέρνηση Κάμερον στο Η.Β. προώθησε τον προοδευτικό φιλελευθερισμό και τη λιτότητα, ενώ αυτή του Ομπάμα στις Η.Π.Α. απέτυχε παρομοίως να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις με αποτέλεσμα να τη διαδεχθεί αυτή του Τραμπ. Γενικότερα, παρατηρείται μια απομάκρυνση της πολιτικής από το κέντρο. Στις ΗΠΑ, η κύρια δεξαμενή ψηφοφόρων του Τραμπ ήταν οι παραδοσιακά αυτοαπασχολούμενοι, ενώ το ίδιο συνέβη και με τη Λεπέν (38% των ψήφων της από αυτοαπασχολούμενους), τον Μπολσονάρο, τον Ερντογάν και το Μπρέξιτ (UKIP).

Δύο  είναι οι κύριοι λόγοι της ανόδου της ακροδεξιάς: πρώτον ο θάνατος της σοσιαλδημοκρατίας που θα τραβούσε τη μ.τ. προς τα αριστερά, δεύτερον η άνοδος του μικροαστισμού σαν πολιτική δύναμη και ιδεολογία. Πάντως, δεν ισχύει ότι η εργατική τάξη στηρίζει την ακροδεξιά, καθώς η πλειοψηφία της παραμένει πολιτικά ανενεργή.

Τα σοσιαλδημοκρατικά/αριστερά κόμματα στις μέρες μας αποτελούν συμμαχία των μάνατζερ με τους υπαλλήλους του λευκού γιακά, οι οποίοι αποτελούν τη νέα μ.τ. Η νέα μ.τ. έχει προλεταριοποιηθεί λόγω του πλεονάσματος προσφοράς εργασίας σε σχέση με τη ζήτηση, καθώς οι θέσεις και οι δεξιότητες τους δεν έχουν πλέον αξία όπως κάποτε. Παρά την υπόσχεση του προοδευτικού φιλελευθερισμού για άνοδο προς τα πάνω, η πρόσβαση αυτή έχει μπλοκαριστεί.

 

Μέρος 2ο: Η επιστροφή της παλαιάς-παραδοσιακής μ.τ.

Όπως έχει προηγουμένως αναφερθεί, η μ.τ. διαχωρίζεται στην παραδοσιακή (έχει δικά της μέσα παραγωγής) και στη νέα (αποτελείται από εργαζόμενους που διαχωρίζονται από την ε.τ. για χίλιους δύο λόγους που θα αναλυθούν αργότερα).

Παρά τις προβλέψεις του Πουλαντζά κ.ά., τόσο η παραδοσιακή όσο και η νέα μ.τ. μεγεθύνονται, σε σημείο που το 2019 ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων στο Η.Β. πλησίασε αυτόν των δημοσίων υπαλλήλων (5.6 εκατ.), ενώ αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται κυρίως για οικογενειακές επιχειρήσεις, επηρεάζεται μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Τί είναι όμως αυτό που κάνει τον υδραυλικό της γειτονιάς να ψηφίζει Χρυσή Αυγή; Είναι φασίστας λόγω των χαρακτηριστικών που πηγάζουν από την τάξη του; Είναι σήμερα η τάξη κάτι το μη μεταβαλλόμενο;

Σύμφωνα με αναφορά του Βρετανικού ινστιτούτου δημοσιονομικών ερευνών, IFS, για πρώτη φορά ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων ως ποσοστό του πληθυσμού αυξήθηκε από 7%(1945) και 8% (τη δεκαετία του 70’) σε 14%! Η αύξηση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση του αριθμού των «καθαρά» αυτοαπασχολούμενων σε σχέση με αυτούς που απασχολούν ορισμένους εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει ότι περί τα 4 εκατομμύρια είναι κυριολεκτικά αυτοαπασχολούμενοι στο Η.Β., ενώ υπάρχει η τάση οι μικροαστοί να μην απασχολούν κανέναν εργαζόμενο. Η τάση αυτή υπάρχει σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, με πρωταθλήτριες των αναπτυγμένων χωρών τη Χιλή και την Ελλάδα (γύρω στο 25%), ενώ οι χώρες με «κοινωνικό κράτος» βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα απ’ ότι το Η.Β. (βλ. Σχήμα 1). Ωστόσο, στον αριθμό των εργαζομένων δε συμπεριλαμβάνονται οι λεγόμενοι contractors – freelancers, εργαζόμενοι δηλαδή κυρίως από το σπίτι είτε π.χ. οι εργαζόμενοι στην Uber, οι οποίοι προσφέρουν/προσέφεραν την εργασία τους χωρίς να απολαμβάνουν τα προνόμια των εργαζομένων (κατώτατος μισθός κτλ).

Γεννιέται το ερώτημα, πώς γίνεται την περίοδο του ολιγαρχικού/μονοπωλιακού καπιταλισμού, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (μέχρι 9 εργαζόμενους) να αυξάνονται; Αν και οι πολυεθνικές απασχολούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι αυτές που αποτελούν την πλειοψηφία των επιχειρήσεων στην ΕΕ (93%). Η σχέση μεταξύ μεγάλου και μικρού κεφαλαίου θα μπορούσε να περιγραφεί ως σχέση «μεγάλου – μικρού αδερφού», καθώς οι μικρές επιχειρήσεις αποτελούν κομμάτι των αλυσίδων εφοδιασμού, αναλαμβάνοντας συνήθως χρονοβόρες και (high skilled) ιδιαίτερα εξειδικευμένες εργασίες. Επιπλέον, υπάρχουν ολόκληρες πόλεις όπου το μικρό κεφάλαιο βασίζεται στο «οικοσύστημα» των πολυεθνικών, με καφετέριες, κομμωτήρια, εστιατόρια κτλ. να υποστηρίζουν τη λειτουργία του μεγάλου κεφαλαίου (π.χ. Νισσάν στο Σάντερλαντ, Φορντ στο Μπρίτζεντ). Ο κύριος λόγος επιβίωσης του μικρού κεφαλαίου είναι πως είναι προς το συμφέρον του συστήματος η επέκταση της αλυσίδας εφοδιασμού (όσο κι αν εγκυμονεί κινδύνους) στο μικρό κεφάλαιο, έχοντας το ως πλήρως εξαρτημένο και ρεζέρβα.

Παράδειγμα σύγχρονων αυτοαπασχολούμενων είναι το «sub-contracting». Για παράδειγμα, στον κλάδο των κατασκευών, η κατασκευή μεγάλων πρότζεκτ από μεγάλες επιχειρήσεις συνήθως βασίζεται σε πολλούς sub-contractors (π.χ. υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους κτλ.). Αν και ως αιτιολογία μπορεί να δοθεί η εξειδίκευση της κάθε εργασίας, ο πραγματικός λόγος είναι το χαμηλότερο κόστος και η αποφυγή των μακροπρόθεσμων συμβολαίων. Γιατί να δεσμευτεί μια εταιρία, όταν μπορεί να ξεφορτωθεί τους εργαζομένους μόλις τελειώσει το πρότζεκτ χωρίς κόστος; Επίσης, είναι πιο εύκολο να απολύσει εργαζόμενους σε περίοδο κρίσης, τους οποίους κατά κανόνα προσλαμβάνουν οι μικρές επιχειρήσεις βοηθώντας στη διατήρηση της ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα. Τέλος, η επέκταση του μικρού κεφαλαίου και των αυτοαπασχολούμενων σχετίζεται με την ιδεολογία του ατομικισμού και της επιχειρηματικότητας.

Η πολιτική της Θάτσερ να ενισχύσει το μικρό κεφάλαιο και τους αυτοαπασχολούμενους ήταν μία στοχευμένη πολιτική με σκοπό το χτύπημα του σοσιαλιστικού και του συνδικαλιστικού κινήματος. Με τον ίδιο τρόπο ανέπτυξε τον τομέα της πυρηνικής ενέργειας έναντι του άνθρακα για να διαλύσει το ισχυρό του συνδικάτο. Η ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας στόχευε επίσης στη μείωση της ανεργίας, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι αυξήθηκαν από 8% (1980) σε 12% (1989) ως ποσοστό του πληθυσμού. Η ίδια πολιτική με διαφορετική φρασεολογία συνεχίστηκε με το new deal των Εργατικών, ενώ το 2014 η συγκυβέρνηση των συντηρητικών με τους φιλελεύθερους βασίστηκε στους αυτοαπασχολούμενους για το ξεπέρασμα της κρίσης, οδηγώντας τους στο μεγαλύτερο ποσοστό τους επί του συνόλου των εργαζομένων (14%).

Ποιος είναι ο μικροαστός;

Ο μικροαστός έχει διττό ρόλο, καθώς ταυτίζεται με τον εργαζόμενο στο ότι για να επιβιώσει πρέπει να εργαστεί, αλλά και με τον καπιταλιστή στο ότι διαθέτει δικά του μέσα παραγωγής. Επομένως, έχει στοιχεία και υπέρ και κατά της εργασίας, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, συχνά έχει συντηρητικές ιδέες λόγω της προσπάθειάς του να διατηρήσει την επιχείρησή του απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο και τις τεχνολογικές αλλαγές, καθώς και ενάντια στη φορολόγησ’η του από το κράτος για να βοηθήσει τους «τεμπέληδες» εργαζόμενους. Συχνά πρόκειται για οικογενειάρχες που τρέχουν οικογενειακές επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται/βοηθούν και τα παιδιά, των οποίων την ελευθερία καταπιέζουν, ενώ προσπαθούν μέσω της εκπαίδευσης να τους εξασφαλίσουν την κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω. Επιπλέον, ο μικροαστός συνήθως δε ξεχωρίζει τη δουλειά από την προσωπική ζωή, δουλεύοντας εν τέλει πολύ παραπάνω από την εργατική τάξη.

Οι μικροαστοί έτειναν να είναι υπέρ των συντηρητικών, όχι τόσο λόγω της ταύτισης των απόψεών τους με αυτούς, αλλά κυρίως λόγω της διαφωνίας τους με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία έβλεπαν ως φορείς υψηλότερης φορολόγησης και γραφειοκρατίας. Οι μικροαστοί διαφοροποιήθηκαν από τις μεγάλες επιχειρήσεις μέσω της καλύτερης εξυπηρέτησης των πελατών και, ως εκ τούτου, ήρθαν πιο κοντά στην ε.τ.. Ωστόσο, με τη δημιουργία του κράτους πρόνοιας και τη διεύρυνση της ε.τ., οδηγήθηκαν σε ακραία συντηρητικές απόψεις βλέποντας την ε.τ. ως τεμπέληδες, εχθρούς, καθώς και κατώτερους κοινωνικά, όπως και τα σοσιαλδημοκρατικά/εργατικά κόμματα που την εκπροσωπούσαν. Οι αγρότες από την πλευρά τους εχθρεύονται εξ’ ίσου τη φορολόγηση και την εκβιομηχάνιση.

Μικροαστοί σήμερα

Υπάρχει μια ετερογένεια στους μικροαστούς σήμερα, καθώς μπορεί να είναι ταξιτζήδες, personal trainers, δάσκαλοι, έμποροι κ.ά., έχοντας διαφορετικό υπόβαθρο, εμπειρίες ζωής κτλ. Εισοδηματικά φαίνεται πως έχουν τεράστιες διαφορές, καθώς αρκετοί είναι πιο κοντά στο στρώμα των μάνατζερ, ενώ άλλοι κοντά στους προλετάριους.

Η πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων σήμερα στην Αγγλία, έχει εισόδημα 30% λιγότερο από τους εργαζόμενους, ενώ σχεδόν οι μισοί εξ’ αυτών ήταν πρόσφατα άνεργοι. Γενικότερα, η αυτοαπασχόληση μοιάζει περισσότερο ως ανάγκη λόγω ανεργίας και κακών εργασιακών συνθηκών παρά ως επιλογή. Επιπλέον, η προηγούμενη εμπειρία ως εργαζόμενοι σε μικρή επιχείρηση σχετίζεται θετικά με την επιλογή της αυτοαπασχόλησης, καθώς μεταφέρεται το «πνεύμα της επιχειρηματικότητας».

Είναι πλέον ξεκάθαρο, ότι η μεγάλη άνοδος της αυτοαπασχόλησης δεν βασίζεται στην εξάπλωση της ιδέας της επιχειρηματικότητας, αλλά στη διάλυση του κοινωνικού κράτους που έφερε ο νεοφιλελευθερισμός. Χαρακτηριστικό είναι πως η Ελλάδα και η Χιλή, δύο χώρες με κατεστραμμένες κοινωνικές παροχές, έχουν τα υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων (κοντά στο 25-30%).

Επιπλέον, τα σύνορα μεταξύ ε.τ. και χαμηλού στρώματος των μικροαστών είναι πλέον μια γκρίζα ζώνη, με πολλούς να μετακινούνται μεταξύ χαμηλά αμειβόμενων θέσεων και αυτοαπασχόλησης προκειμένου να επιβιώσουν και κουβαλούν μαζί τους εμπειρίες από τις προηγούμενες τάξεις στις οποίες ανήκαν.

Gig economy

Ως gig economy αναφερόμαστε στους ντελιβεράδες/οδηγούς ταξί της Uber, Amazon, DoorDash κτλ., στους δασκάλους (π.χ. Preply) σε πλατφόρμες, στους personal trainers κ.ά. γνωστούς και ως πρεκαριάτο. Προκύπτει το ερώτημα αν ανήκουν στη μικροαστική τάξη. Επειδή έχουν ένα ποδήλατο ή ένα αυτοκίνητο δε σημαίνει ότι κατέχουν μέσα παραγωγής, καθώς πληρώνονται αισχρά και κατά κανόνα δεν έχουν δικαιώματα.

Εδώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, καθώς το εάν κάποιος/-α ανήκει στη μεσαία ή την ε.τ. δε προκύπτει από το ύψος του μισθού του. Αυτό προκύπτει από την κοινωνική σχέση του με την εργασία και τα μέσα παραγωγής. Επίσης, τα άτομα με κοινωνικές ευαισθησίες ή σοσιαλιστική ιδεολογία δε σημαίνει ότι ανήκουν στην ε.τ..

Η πραγματικότητα είναι πως οι gig workers βρίσκονται στην γκρίζα ζώνη μεταξύ μ.τ. και ε.τ., γεγονός που αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του σύγχρονου καπιταλισμού. Η gig economy βασίζεται σε: α) τον ενδοεργασιακό ανταγωνισμό που εμποδίζει την αλληλεγγύη και τον συνδικαλισμό, και β) τη λογική της ατομικής λύσης και της επιχειρηματικότητας.

 

Συμπεράσματα

  • Ο νεοφιλελευθερισμός και η διάλυση του κοινωνικού κράτους οδήγησαν σε τραγικές συνθήκες εργασίας που σπρώχνουν πολύ κόσμο στην αυτοαπασχόληση προκειμένου να επιβιώσει.
  • Οι μικροαστοί διευρύνθηκαν ως κοινωνική ομάδα, αλλά είναι περισσότερο ετερογενείς και βασίζονται περισσότερο στην τεχνολογία.
  • Όπως σε κάθε κοινωνική τάξη, έτσι και η μ.τ. διαχωρίζεται σε επίπεδα, με το κάτω επίπεδο να μετακινείται συνεχώς μεταξύ μ.τ. και ε.τ., μέχρι να αντιληφθεί ότι παντού είναι χάλια.
  • Αυτοαπασχολούμενος δε σημαίνει πλέον απαραίτητα έλεγχος της δικής μου εργασίας, αλλά αντίθετα υπάρχει μεγαλύτερη εξάρτηση από το μεγάλο κεφάλαιο, τις πλατφόρμες και τους αλγορίθμους του, οι οποίοι βάζουν τους εργαζόμενους σε ανταγωνισμό χρησιμοποιώντας metrics, ενώ ακόμη και η εργασία από το σπίτι ενισχύει την ατομικότητα σε σχέση με έναν συλλογικό χώρο εργασίας.

 

Σχήμα 1. Αυτοαπασχολούμενοι (% σύνολο απασχόλησης), 2022

 

 

Μέρος 3ο: Γιατί δεν ανήκουμε στην εργατική τάξη; Η νέα μικροαστική τάξη

Όπως προαναφέρθηκε, οι εργαζόμενοι του λευκού γιακά, παρότι δε διαθέτουν δικά τους μέσα παραγωγής, ανήκουν στη μικροαστική τάξη. Οι λόγοι είναι οι εξής:

  • Μπορούν να μετακινηθούν κοινωνικά τόσο προς τα πάνω όσο και προς τα κάτω, ενώ εστιάζουν στην προσωπική τους κινητικότητα, αντί τη συλλογική.
  • Όπως και στην παραδοσιακή μ.τ., οι συνθήκες εργασίας τους είναι απομονωμένες και βρίσκονται συχνά κοντά στα αφεντικά τους.
  • Συχνά κατέχουν καλύτερη εκπαίδευση από την ε.τ. και τείνουν να διαφοροποιηθούν σε σχέση με τη συμπεριφορά, κουλτούρα, τρόπο ντυσίματος κτλ.
  • Έχουν πίστη στην ιεραρχία και ότι μπορούν να αναρριχηθούν στην κοινωνική κλίμακα, ενώ αντιτάσσονται συχνά στα συνδικάτα.

Η νέα μ.τ. διαφέρει πολιτισμικά από την παλαιά μ.τ., ωστόσο μοιράζονται την κινητικότητα και τον ατομικισμό ως κοινά στοιχεία. Η σύγχρονη δυτική Αριστερά βασίζεται σε αυτή την τάξη. Είναι σημαντικό η σύγχρονη Αριστερά να μη βλέπει την κοινωνία ως μια μικρή ελίτ του 1% έναντι του 99% του «εμείς», «λαός» ή όπως αλλιώς το αποκαλεί σε κάθε χώρα. Υπάρχουν ενδιάμεσα στρώματα που παίζουν σημαίνοντα ρόλο.

Άρνηση και προλεταριοποίηση ως απάντηση απ’ την δυτική Αριστερά

Από τη β’ βιομηχανική περίοδο μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, είχαμε στις αναπτυγμένες οικονομίες ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας (εξορύξεις, χαλυβουργία, ναυπηγική κ.ά.) με αντίστοιχο μεγάλο αριθμό εργατών σε τομείς κλειδιά. Μετά τη δεκαετία του ’60, έχουμε μια άνοδο των υπηρεσιών και των θέσεων των επιτηρητών/μάνατζερ. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία από το Η.Β., όπου το ποσοστό χειρωνακτικής εργασίας μειώθηκε από τα ¾ στο 1/3 επί του συνόλου μεταξύ 1951 και 2003, ενώ οι υπηρεσίες από 47% αποτελούν πλέον το 84% της Βρετανικής οικονομίας.

Η σύγχρονη δυτική Αριστερά βλέπει την κοινωνία ως μια ελίτ (την αστική τάξη) του 1% έναντι των πολλών του 99% (κάτι που θυμίζει το τελευταίο σύνθημα του ΚΚ Ελλάδος «μόνοι τους και όλοι μας»). Αρνείται να κατανοήσει ότι ο νεοφιλελευθερισμός άλλαξε -μαζί με κάθε άλλη δομή- και τις κοινωνικές τάξεις. Υποστηρίζουν ότι αυτό που άλλαξε είναι η μορφή της ε.τ. (από χειρωνακτική σε πνευματική/υπηρεσίες).

Σημαντικό ρόλο σε αυτή την σύγχυση παίζει η προλεταριοποίηση επαγγελματιών (πχ. γιατρών, νοσοκόμων, δασκάλων) που κάποτε διέθεταν υψηλό στάτους και μισθούς. Η σύγχρονη δυτική Αριστερά και τα συνδικάτα αποτελούνται κυρίως από άτομα που προέρχονται από αυτή την προλεταριοποιημένη μ.τ. παρά από την ε.τ..

Ο Μαρξ επισημαίνει την ύπαρξη μιας μεγάλης τάξης υπηρετών, ακόμη και στη φάση του βιομηχανικού καπιταλισμού, και αμφισβητεί την ιδέα ότι η υπεραξία πηγαίνει αποκλειστικά στους καπιταλιστές. Υπάρχει ένα μεσαίο στρώμα που καρπώνεται μέρος της υπεραξίας, ειδάλλως οι ταξικές συγκρούσεις θα ήταν τεράστιες. Ο καπιταλισμός σήμερα, με τις παγκοσμιοποιημένες αλυσίδες εφοδιασμού, απαιτεί ένα μεγάλο στρώμα μάνατζερ, νομικών, λογιστών κλπ. Η κοινωνική δομή γίνεται πιο πολύπλοκη, με την αύξηση των εποπτικών ρόλων και των γραφειοκρατικών θέσεων εργασίας. Ο Μαρξ διακρίνει τους υπηρέτες από το προλεταριάτο, λόγω της διακριτής λειτουργίας τους και της κοινωνικής εγγύτητάς τους με το κεφάλαιο, έτσι κι εμείς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της διάκρισης της νέας μ.τ. από την εργατική.

Οι επαγγελματικές – διευθυντικές τάξεις

Η Barbara και ο John Ehrenreich πρότειναν μια εναλλακτική ανάλυση στη θεωρία του Πουλαντζά με την έννοια των «επαγγελματικών – διευθυντικών τάξεων» τη δεκαετία του 1970. Αυτές οι τάξεις αποτελούνται από μισθωτούς διανοητικούς εργάτες που δεν κατέχουν την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Παρατήρησαν ένα παράδοξο στον αριστερό ακτιβισμό, καθώς οι περισσότεροι ακτιβιστές δεν προέρχονταν από την εργατική τάξη, αλλά κυρίως από τις ανώτερες τεχνικές τάξεις που συνδέονταν με τα πανεπιστήμια.

Οι επαγγελματικές – διευθυντικές τάξεις συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κουλτούρας και των ταξικών σχέσεων, και είναι παρόμοιες με τους «ιδεολογικούς εργάτες» του Μαρξ ή τους «διανοούμενους» του Γκράμσι. Η τάξη αυτή αναδύθηκε με την εξέλιξη του ύστερου σταδίου του καπιταλισμού και συμβάλλει στην επίτευξη της κυριαρχίας μέσω συναίνεσης.

Οι Ehrenreichs διερευνούν τις στρατηγικές που χρησιμοποιούνται για την ειρήνευση της εργατικής τάξης και τον ρόλο της επαγγελματικής – διοικητικής τάξης σε αυτή τη διαδικασία. Συνολικά, προσφέρουν μια νέα προσέγγιση στην κατανόηση των κοινωνικών τάξεων και των δυνάμεων που διαμορφώνουν τις κοινωνίες μας.

Η κατακερματισμένη μεσαία τάξη

Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι η εννοιολόγηση των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία δεν εντάσσονται με σαφήνεια ούτε στην εργατική ούτε στην άρχουσα τάξη. Ο C. Wright Mills περιγράφει αυτή την πολυπλοκότητα ως «επαγγελματική σαλάτα», η οποία διαμορφώνεται από τις προσωπικές μας εμπειρίες και τις κοινωνικές αντιλήψεις. Οι υποστηρικτές της προλεταριοποίησης συχνά εστιάζουν στα ευάλωτα τμήματα της μεσαίας τάξης, παραβλέποντας εκείνους που τα καταφέρνουν καλά. Ο καθορισμός των ανώτερων ορίων της νέας μικροαστικής τάξης παραμένει πρόκληση.

Η επαγγελματική – διευθυντική τάξη έχει κρίσιμη σημασία στα ανώτερα όρια των μεσαίων στρωμάτων, θολώνοντας τα όρια μεταξύ αυτής και της μικροαστικής τάξης. Οι ομοιότητες περιλαμβάνουν την έλλειψη ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και την κοινή εμπειρία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο, κρίσιμες διαφορές τους διαφοροποιούν, και η έννοια της «συμπιεσμένης μεσαίας τάξης» μπορεί να συσκοτίζει περισσότερα από όσα διευκρινίζει.

 

Μέρος 4ο: Ταξικά όρια, ταξικοί ανταγωνισμοί και Ιδεολογικές διαιρέσεις

Το έργο του Πουλαντζά δεν περιγράφει απλώς τη μικροαστική τάξη, αλλά και αναλύει τα ταξικά όρια και τις συγκρούσεις στην καθημερινή ζωή. Χρησιμοποιώντας μια σχεσιακή προσέγγιση για την τάξη, αναδεικνύει πολύπλοκα παραδείγματα προβληματικών παραγόντων μέσα στην κοινωνική δομή. Διακρίνει τη νέα μικροαστική τάξη από την εργατική χρησιμοποιώντας τρεις κύριους φορείς: τη λειτουργία, την κυριαρχία και την κουλτούρα.

Η διοίκηση αποτελεί πρόκληση στο πλαίσιο της δυαδικής ταξικής δομής, καθώς οι μάνατζερ ανήκουν σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ της εργατικής και της αστικής τάξης. Παρόλο που οι μάνατζερ τεχνικά δεν είναι ιδιοκτήτες της επιχείρησης, εμπλέκονται στη διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας και εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Η αυξημένη εποπτική εργασία αναδεικνύει νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου μεταξύ των εργαζομένων, ενώ οι διευθυντές γραμμής στους σύγχρονους χώρους εργασίας επηρεάζουν τη συμπεριφορά των εργαζομένων προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτό θίγει τον ισχυρισμό ότι όλοι οι μισθωτοί εργάτες ανήκουν στην εργατική τάξη, καθώς οι επόπτες ενσωματώνονται στη νέα μικροαστική τάξη λόγω της εποπτικής τους λειτουργίας και κυριαρχίας.

Κρατική γραφειοκρατία

Ο Πουλαντζάς, εμπνεόμενος από τον Μαξ Βέμπερ, αναλύει τη γραφειοκρατία ως ένα θεσμοθετημένο σύστημα κανόνων και εξουσίας στην καθημερινή ζωή και την εργασία. Η γραφειοκρατία εκδηλώνεται μέσω διαφόρων δραστηριοτήτων, όπως η διαχείριση λογαριασμών και οι κανονισμοί στάθμευσης, διεισδύοντας στις ζωές των ανθρώπων.

Η σχέση μεταξύ γραφειοκρατίας και ταξικής θέσης γίνεται ιδιαίτερα σημαντική υπό το πρίσμα του νεοφιλελευθερισμού. Η αριστερά, ιστορικά, επικεντρώθηκε στο κράτος πρόνοιας και τη γραφειοκρατία ως ιδανική μορφή σοσιαλισμού.

Ο Πουλαντζάς προσδιορίζει τη νέα μικροαστική τάξη ως εκείνη που συγκεντρώνεται στην κρατική γραφειοκρατία. Τα άτομα που εργάζονται σε αυτήν τη γραφειοκρατία μπορούν να ταξινομηθούν ως μέλη αυτής της ομάδας, και ασκούν εξουσία έμμεσα μέσω της γραφειοκρατίας. Έτσι, η νέα μικροαστική τάξη εκτείνει την επιρροή της στην εργατική τάξη μέσω της γραφειοκρατίας.

Η λειτουργία ως ταξική διαφοροποίηση, η θεωρητικοποίηση των εργαζομένων του κράτους και το ταξικό ένστικτο

Επιπλέον, ο Πουλαντζάς αναλύει τον ρόλο της γραφειοκρατίας και των εποπτικών θέσεων στη σύγχρονη κοινωνία. Εστιάζει σε μια ομάδα νέων ειδικευμένων εργαζομένων που, παρόλο που δεν ασκούν άμεση γραφειοκρατική εξουσία, συμβάλλουν έμμεσα στην υποταγή της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο. Αυτοί οι εργάτες, που περιλαμβάνουν τεχνικούς, μηχανικούς, δασκάλους και κοινωνικούς λειτουργούς, διατηρούν το ταξικό χάσμα και επιβάλλουν την πειθαρχία των εργαζομένων. Ο Πουλαντζάς επισημαίνει ότι η τάξη δεν καθορίζεται μόνο από την ιδιοκτησία, αλλά και από τη λειτουργία και τον ρόλο ενός ατόμου στην κοινωνία. Συνεπώς, η κατηγοριοποίηση των εργαζομένων δεν πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στην ταξική προέλευσή τους.

Ακόμη, ο Πουλαντζάς εξετάζει την εμπειρία της νέας μικροαστικής τάξης και τον τρόπο με τον οποίο ο φόβος της πτώσης στην εργατική τάξη την οδηγεί στην εσωτερίκευση ενός συστήματος κυριαρχίας και ιεραρχίας. Αντίθετα, ο Gorz εστιάζει στις αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των οικονομικών θέσεων της μικροαστικής τάξης και του προλεταριάτου, τονίζοντας την επαναστατική φύση του τελευταίου. Επιπλέον, ο Πουλαντζάς αναδεικνύει τη σημασία της συλλογικής κοινωνικοποίησης στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης, υποστηρίζοντας την έννοια του «ταξικού ένστικτου» του Λένιν. Τέλος, αντιπαραβάλλει την εργατική τάξη με τη νέα μικροαστική τάξη σε θέματα όπως η κοινωνική κινητικότητα, ο ατομικισμός και η συλλογικότητα, εμφανίζοντας τις διαφορές στις προσεγγίσεις τους.

 

Μέρος 5ο: Εκπαίδευση στη σύγχρονη ταξική δομή και νέα μικροαστική τάξη

Η λειτουργία του σχολείου

Η εκπαίδευση αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη των ταξικών διακρίσεων στη σύγχρονη κοινωνία. Τα εκπαιδευτικά προσόντα θεωρούνται ως μορφή πολιτιστικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε οικονομικό κεφάλαιο, ενώ οι συζητήσεις συχνά επικεντρώνονται στη σχέση των προσόντων με την εκλογική συμπεριφορά και την ιδεολογία. Παρά την τάση να απλοποιείται η ταξική δομή σε διχοτόμηση μεταξύ εργατικής τάξης και ελίτ, η πλειοψηφία των παιδιών από μεσαίες οικογένειες, γνωστή ως η νέα μικροαστική τάξη, δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη.

Ενώ εστιάζουμε στις ακραίες περιπτώσεις φτώχειας και στις ανισότητες του ιδιωτικού εκπαιδευτικού συστήματος, η εμπειρία της νέας μ.τ. στην εκπαίδευση παραμελείται. Η κατανόηση της εκπαιδευτικής εμπειρίας αυτής της ομάδας είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της ιδεολογίας και της ταξικής συνείδησής της σε σχέση με τις άλλες τάξεις. Απαιτείται μια πιο λεπτομερής προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη τις ποικίλες εμπειρίες μεταξύ των μεσαίων στρωμάτων, ανάμεσα στα ακραία προνόμια και τις στερήσεις τους.

Εκπαίδευση στον καπιταλισμό

Η εκπαίδευση στο πλαίσιο του καπιταλισμού λειτουργεί ως μέσο για την αναπαραγωγή και την ενσωμάτωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και ιδεολογίας. Αρχικά, η εκπαίδευση προοριζόταν κυρίως για τους πλούσιους, αλλά με την εξέλιξη του καπιταλισμού, η μαζική δημόσια εκπαίδευση έγινε αναγκαιότητα για τη βιομηχανία και τη σταθεροποίηση της κοινωνίας. Η επέκταση της εκπαίδευσης δεν οφειλόταν μόνο σε ηθικές εκκλήσεις, αλλά και στο συμφέρον του κεφαλαίου για δημιουργία σταθερότητας και ελέγχου.

Το αντίκτυπο της εκπαίδευσης στην ταξική δομή είναι σημαντικό, ιδιαίτερα για τη νέα μικροαστική τάξη. Η εκπαίδευση χρησιμοποιείται ως ιδεολογική στρατηγική για την κατάκτηση και έλεγχο των μεσαίων τάξεων, ενώ η κοινωνική κινητικότητα μέσω της εκπαίδευσης διαμορφώνει νέες επαγγελματικές και διευθυντικές τάξεις, ξεχωρίζοντας από την εργατική τάξη.

Ταξικές ανισότητες εντός της εκπαίδευσης: Η περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης

Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν αφήσει τα σχολεία, ιδίως σε περιοχές της εργατικής τάξης, με ανεπαρκείς πόρους και ξεπερασμένες εγκαταστάσεις, ενώ οι ανισότητες στη δωρεάν εγγραφή στα σχολικά γεύματα και στις ενισχυτικές διδασκαλίες αποτελούν ένδειξη των ταξικών διαφορών. Παρά τις πολιτικές που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της φτώχειας, τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα για την ε.τ. έχουν επιδεινωθεί, με τα παιδιά να αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην επιλογή επαγγελμάτων. Πέραν των ακαδημαϊκών προκλήσεων, οι στρεσογόνοι παράγοντες που συνδέονται με τη φτώχεια συμβάλλουν σε αρνητικές σχολικές εμπειρίες, ενώ η παρακμή και η ανασφάλεια εργασίας εμποδίζουν τη δέσμευση με την εκπαίδευση. Οι προσδοκίες και οι αξίες που επιβάλλονται από τα σχολεία συγκρούονται με τις συνήθειες της εργατικής τάξης, οδηγώντας σε απόρριψη του εκπαιδευτικού συστήματος.

Σχολείο και δημιουργία της νέας μικροαστικής τάξης

Το σχολείο, παρά την συχνή αντίληψη ότι είναι άσχετο για τα παιδιά της εργατικής τάξης, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταξικής δυναμικής, ειδικά μεταξύ της νέας μικροαστικής τάξης και της εργατικής τάξης. Η εκπαίδευση λειτουργεί ως ο κύριος χώρος όπου διαμορφώνονται αρχικά τα κοινωνικά, πολιτιστικά και ιδεολογικά ταξικά όρια. Ενώ για άλλες τάξεις, όπως η αστική τάξη και το προλεταριάτο, η εκπαίδευση συνδέεται πρωτίστως με τη διατήρηση των στατικών τους θέσεων, για τη νέα μικροαστική τάξη η εκπαίδευση είναι ένας δρόμος ανοδικής κινητικότητας. Η εκπαίδευση λειτουργεί ως «ασανσέρ», βοηθώντας να ανέβει κανείς στη ζωή, ενώ για τη νέα μικροαστική τάξη δεν αφορά μόνο την αναπαραγωγή, αλλά και τη δημιουργία και τον καθορισμό της τάξης. Η εστίαση της νέας μικροαστικής τάξης στην εκπαίδευση αντικατοπτρίζει τη συνεχή τους προσπάθεια να ανέβουν στην κοινωνική κλίμακα και να αποφύγουν να ξαναπέσουν στην τάξη από την οποία προέρχονται.

Πνευματική εργασία

Στο προηγούμενο μέρος του κειμένου, παρουσιάστηκε η θεωρία του Πουλαντζά για το πώς η νέα μικροαστική τάξη διαφέρει από την εργατική τάξη, με έμφαση στην έννοια της «διανοητικής εργασίας». Σύμφωνα με τον Πουλαντζά, η διανοητική εργασία είναι ο πρωταρχικός παράγοντας που ξεχωρίζει τη νέα μικροαστική τάξη από την εργατική τάξη.

Η διανοητική εργασία υποδηλώνει ότι η νέα μικροαστική τάξη και η εργατική τάξη έχουν διαφορετικές συνήθειες. Ο Πουλαντζάς χρησιμοποιεί παραδείγματα, όπως οι τεχνικοί και οι μηχανικοί, για να επισημάνει αυτή τη διαφορά. Η διανοητική εργασία, όπως προτείνει, αντιπροσωπεύει μια άρρητη διαχωριστική γραμμή στην κοινωνία που βασίζεται στη νομιμότητα και την ανωτερότητα ορισμένων τύπων γνώσης.

Σύμφωνα με τον Πουλαντζά, η διανοητική εργασία είναι αυτό που διαχωρίζει τη νέα μικροαστική τάξη από την εργατική τάξη. Αυτή η γραμμή είναι η συγκεκριμένη εκδήλωση πολιτικών και ιδεολογικών στοιχείων στον δομικό προσδιορισμό της τάξης. Η εκπαίδευση, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε αυτόν τον διαχωρισμό, με το σχολείο να είναι ένα μέρος όπου αυτή η έννοια γίνεται πιο εμφανής.

Μαθαίνοντας πώς να υπακούτε

Το σχολείο συμβάλλει στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού και στην ενίσχυση των ταξικών δομών με δύο βασικούς τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι η τυπική εκπαίδευση μέσω του προγράμματος σπουδών, όπου η ιδεολογία του ανταγωνισμού και του ατομικισμού ενισχύεται από τη δεκαετία του 1970. Η επιτυχία στις εξετάσεις θεωρείται κλειδί για την κοινωνική κινητικότητα, ιδίως στα κρατικά σχολεία σε φτωχές περιοχές.

Ο δεύτερος τρόπος είναι μέσω άτυπων μέσων, όπως κοινωνικές σχέσεις και αξίες που διδάσκονται πέρα από το επίσημο πρόγραμμα σπουδών. Η επιτυχία δεν εξαρτάται μόνο από τεχνικές ικανότητες, αλλά και από το «κρυφό πρόγραμμα σπουδών» που διδάσκει ικανότητες και αξίες απαραίτητες για συγκεκριμένους ρόλους. Αυτό περιλαμβάνει την κατανόηση των κανόνων της κοινωνίας, την αξία των εξετάσεων και την υπακοή στην εξουσία. Το «κρυφό πρόγραμμα σπουδών» ενισχύει τον ατομικισμό και την ανταγωνιστικότητα, απομονώνοντας τους μαθητές και βλέποντας τους άλλους ως ανταγωνιστές.

Η ιδεολογική διάσπαση

Στο σχολείο, η νέα μικροαστική τάξη όχι μόνο αποκτά πρακτικές ιδιότητες όπως η υπακοή και ο ατομικισμός, αλλά συμμετέχει επίσης σε ένα βαθύτερο ιδεολογικό χάσμα, όπως διατυπώνεται μέσω της έννοιας της διανοητικής εργασίας από θεωρητικούς όπως ο Πουλαντζάς και ο Αλτουσέρ. Το σχολείο λειτουργεί ως αξιοκρατία, ενισχύοντας την ιδέα ότι οι επιτυχημένοι διαθέτουν εγγενώς ορισμένες ιδιότητες.

Η νέα μικροαστική τάξη, η οποία συχνά διοχετεύεται στο ακαδημαϊκό μονοπάτι, υφίσταται μια διαδικασία κοινωνικοποίησης που ενισχύει την ιδέα ότι ορισμένες μορφές γνώσης και συμπεριφορών που εκτιμώνται στο σχολείο είναι εγγενώς σωστές και πολύτιμες στην κοινωνία. Η ανωτερότητα της πνευματικής εργασίας γίνεται συστατικό της καπιταλιστικής ιδεολογίας, δικαιολογώντας την ιεραρχία και τις ταξικές διαιρέσεις.

Η επιτυχία στο σχολείο, η ανάβαση στην κορυφή αυτής της ιεραρχίας, εδραιώνει την πίστη στη δικαιοσύνη της ιεραρχίας, του ανταγωνισμού και της κοινωνικής κινητικότητας. Η προετοιμασία για τους ρόλους τους στην κοινωνία ξεκινά από το σχολείο, διαμορφώνοντας την προθυμία τους να ανέβουν γραφειοκρατικές σκάλες και να επιβάλουν την εξουσία, με βάση τη θεμελιώδη πίστη στη διαφορετικότητα και την ανωτερότητά τους έναντι της εργατικής τάξης.

Πανεπιστήμιο: η κορυφή του εκπαιδευτικού ανελκυστήρα

Η διεύρυνση της πρόσβασης στα πανεπιστήμια από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έχει αναδιαμορφώσει τον ρόλο τους στην κοινωνία. Στο παρελθόν, τα πανεπιστήμια εξυπηρέτησαν κυρίως μια ελίτ με επικέντρωση στις διοικητικές δεξιότητες. Ωστόσο, με τη μετάβαση σε μια οικονομία υπηρεσιών, αυτά έγιναν κρίσιμα για την εκπαίδευση επαγγελματικών τάξεων. Το ποσοστό συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε σημαντικά, αλλά η πρόσβαση παραμένει κυρίως σε πλούσιες οικογένειες.

Παρά τις προοδευτικές προθέσεις, η συμμετοχή στα πανεπιστήμια παραμένει περιορισμένη για τα παιδιά της εργατικής τάξης, διατηρώντας το χάσμα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Παρά την αυξημένη συμμετοχή, η πλειοψηφία προέρχεται από τη νέα μικροαστική τάξη, ενώ η εμπειρία στο πανεπιστήμιο διαφέρει ανάλογα με το υπόβαθρο της τάξης.

Για τους πλούσιους, το πανεπιστήμιο είναι μια ελαφρά εμπειρία με ελάχιστη πίεση, ενώ για τη νέα μικροαστική τάξη αντιπροσωπεύει μια πρόκληση μεγάλης πίεσης για επιτυχία. Αυτοί οι μαθητές αισθάνονται πιέσεις και αναζητούν ανοδική κινητικότητα, αλλά αντιμετωπίζουν πολιτισμικές διαφορές και αίσθηση μη ανήκοντος.

Το πανεπιστήμιο λειτουργεί ως η κορύφωση της κοινωνικής και πολιτισμικής διάσπασης, ενισχύοντας το χάσμα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Ενώ υπάρχει προοπτική για ανοδική κινητικότητα, η εμπειρία δεν είναι ομοιόμορφη και η νέα μικροαστική τάξη μπορεί να βρεθεί ανάμεσα σε δύο κόσμους, αισθανόμενη ανασφάλεια για την κοινωνική θέση και την ταυτότητά της.

 

Μέρος 6ο: Κατοικία και ταξική δομή: ένα έθνος ιδιοκτητών κατοικίας;

Η στέγαση και η δομή της τάξης σε όλη την ιστορία

Η στέγαση αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την κατανόηση της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνίας, καθώς δεν παρέχει μόνο καταφύγιο, αλλά διαμορφώνει και το περιβάλλον ζωής μας, τις κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις και τη σχέση μας με το κεφάλαιο, το περιβάλλον και το κράτος. Οι αλλαγές στο σύστημα στέγασης έχουν ιδεολογικές επιπτώσεις, επηρεάζοντας τον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων για τον κόσμο.

Η αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, ιδιαίτερα η νέα μικροαστική τάξη, έχει καθιστήσει την στέγαση κεντρικό μέλημα. Η μάχη μεταξύ των κοινωνικών βάσεων του κόμματος, της νέας μικροαστικής τάξης και των επαγγελματικών – διευθυντικών τάξεων συχνά αντανακλάται στις στεγαστικές πολιτικές. Οι πολιτικές στέγασης έχουν αλλάξει με διαφορετικές ηγεσίες, ενισχύοντας διαφορετικά κοινωνικά στρώματα.

Η σύνδεση μεταξύ στέγασης και πολιτικής συμπεριφοράς αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο, με μελέτες να δείχνουν συσχετίσεις μεταξύ της ιδιοκτησίας κατοικίας και των συντηρητικών προτύπων ψήφου. Εντούτοις, υπάρχει ανάγκη για πιο δομικές εξηγήσεις της πολιτικής συμπεριφοράς που λαμβάνουν υπόψη τις περιφερειακές ανισότητες και αποφεύγουν τις απλοϊκές αναλύσεις της τάξης στο πλαίσιο της στέγασης.

Η ιδιοκτησία σπιτιού δεν είναι το μεγαλύτερο χάσμα στην κοινωνία

Η στέγαση ως παράγοντας ταξικής διάκρισης έχει αναδειχθεί σε σημαντικό θέμα στις συζητήσεις των κοινωνιολόγων, ειδικά από τη δεκαετία του 1980. Η ιδέα των «τάξεων ιδιοκτητών κατοικιών» που εισήγαγε ο Peter Saunders προτείνει ότι η ιδιοκτησία στη στέγαση αποτελεί κύριο ταξικό χάσμα, αντικαθιστώντας τις παραδοσιακές τάξεις τις βασισμένες στην εργασία. Αυτή η ιδέα έχει κερδίσει έδαφος στις σύγχρονες συζητήσεις, ιδίως μεταξύ της Νέας Αριστεράς, που υποστηρίζει ότι ο διαχωρισμός είναι μεταξύ ενοικιαστών και ιδιοκτητών.

Η πρόσφατη έρευνα των Martijn Konings και άλλων για την «οικονομία περιουσιακών στοιχείων» στηρίζεται στην υπόθεση του Saunders, υπογραμμίζοντας ότι η οικογενειακή ιδιοκτησία περιουσιακών στοιχείων γίνεται ο κυρίαρχος παράγοντας της ταξικής θέσης. Ωστόσο, κριτικοί όπως ο Mike Savage, ο Simon Clarke και ο Norman Ginsburg αντιτίθενται σε αυτή την άποψη, τονίζοντας την πολυπλοκότητα των ιδιοκτητών κατοικιών και των ενοικιαστών, καθώς και τις τεράστιες ανισότητες στην ποιότητα των κατοικιών και στις οικονομικές συνθήκες.

Ο Savage υποστηρίζει ότι η δυνατότητα συσσώρευσης πλούτου μέσω της στέγασης δεν είναι ομοιόμορφη για όλους τους ιδιοκτήτες κατοικιών, και ότι η τάξη είναι μια πολυδιάστατη κοινωνική σχέση. Οι επικριτές προειδοποιούν ότι η επέκταση της ταξικής θέσης στην στέγαση κινδυνεύει να υπονομεύσει μια πιο διαφοροποιημένη κατανόηση της τάξης ως κοινωνικά κατασκευασμένο φαινόμενο.

Στέγαση και ιδεολογία: έθνος ιδιοκτητών;

Οι Konings και Saunders προτείνουν μια αναθεώρηση των παραδοσιακών μοντέλων τάξης, υποστηρίζοντας ότι η στέγαση έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία στην κατανόηση των ταξικών δομών. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση υποδεικνύει μια περιττή απλοποίηση. Ο σύγχρονος καπιταλισμός αποσκοπεί στη διάδοση της μικροαστικής ιδεολογίας εκτός της παραδοσιακής του βάσης, καθιστώντας όλες τις τάξεις φιλόδοξες ενώ υπονομεύει την πρακτική τους πρόοδο μέσα από επισφαλείς συνθήκες.

Η στέγαση, ειδικά με τη χρηματιστικοποίηση και την αυξανόμενη επισφάλεια στην αγορά εργασίας, γίνεται σύμβολο επιτυχίας και προστασίας απέναντι στην κοινωνική κινητικότητα. Οι αυξημένες τιμές των ακινήτων συνεπάγονται ότι οι χαμηλότερες τάξεις σπεύδουν σε πολιτικές που προάγουν την ιδιοκτησία, ακόμα και αν αυτές οι πολιτικές μπορεί να υπονομεύσουν το περιουσιακό τους κεφάλαιο. Έτσι, η στέγαση επηρεάζει τη διάσπαση των τάξεων και την πολιτική συμπεριφορά.

Η στέγαση έχει μπλέξει τη δυναμική της τάξης και έχει θολώσει τα όρια μεταξύ των τάξεων. Ο μικροϊδιοκτήτης έχει γίνει σημαντική δύναμη, με εκατομμύρια ατόμων να χρησιμοποιούν τις επενδύσεις τους σε ακίνητα ως ασφάλεια κατά της αβεβαιότητας στην απασχόληση. Οι ενοικιαστές και οι αυτοαπασχολούμενοι αναδεικνύουν ένα νέο στρώμα με συμφέροντα στον πληθωρισμό των τιμών των κατοικιών. Επιπλέον, η αύξηση της επισφαλούς αυτοαπασχόλησης συμβάλλει στην ανάπτυξη της μικρής γαιοκτημοσύνης.

Συνολικά, η ιδιοκτησιακή κατοχή δεν δημιούργησε νέες τάξεις, αλλά έχει διχάσει κοινωνικά και πολιτικά την εργατική τάξη. Η εμπορευματοποίηση της αγοράς κατοικιών έχει θολώσει τα όρια μεταξύ των μικροαστικών και εργατικών τάξεων, ενισχύοντας μικροαστικές αξίες σε μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης.

Γενιά ενοικιαστών; Η νέα μικροαστική τάξη και η αγορά κατοικιών

Η στέγαση επηρεάζει σημαντικά την κοινωνική κινητικότητα και έχει αποδυναμώσει τα όρια μεταξύ τμημάτων της εργατικής και της μικροαστικής τάξης, αν και ταυτόχρονα έχει αναδείξει διαιρέσεις μέσα στη νέα μικροαστική φράξια. Οι απόφοιτοι, αντιμετωπίζοντας προβλήματα στην αγορά εργασίας και επιβαρυμένοι με χρέη, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αγορά κατοικίας, ιδίως σε πόλεις με υψηλές τιμές ακινήτων. Αυτή η θέση έχει πολιτικοποιήσει και ριζοσπαστικοποιήσει στοιχεία της νέας μικροαστικής τάξης, αποκαλύπτοντας τις επισφαλείς θέσεις τους.

Παρά την πρόκληση της ανάγκης για στέγαση, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε μακροχρόνιο αποκλεισμό από την αγορά κατοικίας, η διαφοροποίηση εντός της νέας μικροαστικής τάξης είναι σημαντική. Οι οικογενειακές περιουσίες συχνά διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στις ευκαιρίες ζωής, με πολλούς νέους αγωνιστές για τη στέγαση να απολαμβάνουν πλεονεκτήματα από οικογένειες που κατέχουν ακίνητα. Αυτή η διαφορά μεταξύ ατόμων που έχουν πρόσβαση στην ιδιοκτησία και αυτών που παραμένουν ενοικιαστές διακρίνει τους πιο περιθωριοποιημένους, συμπεριλαμβανομένων πολλών ηλικιωμένων.

Η γεωγραφία της τάξης και της κατοικίας παίζει σημαντικό ρόλο στη δυναμική της μικροαστικής τάξης, καθώς η αστικοποίηση και η απομόνωση από τις μικρές πόλεις επηρεάζουν την αντίληψη για τη ζωή στην πόλη. Η πολιτική και η οικονομική κατάσταση στις πόλεις και στα προάστια διαφέρει σημαντικά, ενώ η επισφαλής στέγαση είναι πιο έντονη στις περιφερειακές αστικές περιοχές.

Τέλος, η διαφοροποίηση της μικροαστικής τάξης, τόσο σε γεωγραφικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, υπογραμμίζει την ανάγκη αναγνώρισης της πολυμορφίας εντός αυτής της τάξης και της στήριξης των πολλαπλών διαδρομών κοινωνικής προόδου.

Στέγαση και διάκριση: προς υπεράσπιση του Deano

Η στέγαση έχει καθιερωθεί ως κύριος δείκτης των ταξικών διακρίσεων, με διάφορες καταναλωτικές πρακτικές και αισθητικές που διαμορφώνουν την ταξική ταυτότητα. Αυτές οι διακρίσεις εκφράζονται μέσω επιλογών όπως δημοτικά κτήρια έναντι μονοκατοικιών και νεόκτιστα έναντι βικτωριανών βεραντών. Η σημασία της στέγασης στον καθορισμό της τάξης είναι ειδικά έντονη μεταξύ της μικροαστικής και της εργατικής τάξης. Παραδοσιακά, η ζωή σε διαφορετικές, πιο αριστοκρατικές περιοχές διέκρινε τη μικροαστική τάξη από την εργατική τάξη. Ωστόσο, οικονομικοί παράγοντες έχουν φέρει αυτές τις τάξεις πιο κοντά γεωγραφικά, με την αύξηση της ιδιοκτησίας κατοικιών από την εργατική τάξη. Και οι δύο τάξεις τώρα συχνά κατοικούν στις ίδιες πόλεις και κτήματα, θολώνοντας τα παραδοσιακά όρια. Καθώς η μικροαστική τάξη πλησιάζει οικονομικά την εργατική τάξη, επιδιώκει να διακριθεί κοινωνικά, πολιτισμικά και αισθητικά. Η ιδιοκατοίκηση γίνεται σημαντικός στόχος, όχι μόνο για την απόκτηση ιδιοκτησίας αλλά και για την ανάδειξή της ως κοινωνικό στάτους. Η έμφαση στην αναζήτηση ενός «σπιτιού για πάντα» και τη δημόσια εμφάνιση νέων κατασκευών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι εμφανής.

Η διαδικασία της ταξικής διάκρισης μέσω της στέγασης ενισχύεται από την επικράτηση της φιλόδοξης ψυχαγωγίας που σχετίζεται με το σπίτι. Οι φιγούρες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως η «Mrs Hinch»(Βρετανίδα influencer συμβουλών καθαρισμού της οικίας) αποτελούν παράδειγμα της μικροαστικής αισθητικής και του τρόπου ζωής, καθιστώντας τις πολιτιστικά ορατές. Ωστόσο, οι προσπάθειες διάκρισης της μικροαστικής τάξης συχνά καταλήγουν σε κοροϊδία από τις ανώτερες τάξεις, ιδιαίτερα τις επαγγελματικές-διευθυντικές τάξεις. Αυτός ο ταξικός σνομπισμός αποκαλύπτει την περιφρόνηση ορισμένων για τα μικροαστικά γούστα και φιλοδοξίες.

Παρά τις ανησυχίες για το στεγαστικό ζήτημα, ορισμένα στοιχεία της Αριστεράς επιδίδονται σε ταξικό σνομπισμό, γελοιοποιώντας τους μικροαστούς και αποστασιοποιούνται από τα γούστα τους. Αυτή η συμπεριφορά αντανακλά την υποκείμενη ταξική δυναμική εντός της Αριστεράς, έχοντας ρίζες στην επαγγελματική – διευθυντική τάξη.

 

Μέρος 7ο: Συμπέρασμα: ο μικροαστός ως σύγχρονη πολιτική δύναμη

Η μικροαστική τάξη έχει αναδειχθεί ως σημαντική πολιτική δύναμη στη σύγχρονη κοινωνία, αντίθετα με τις προβλέψεις του Μαρξ. Για να κατανοήσουμε τη μικροαστική τάξη, πρέπει να την αντιληφθούμε ως ξεχωριστή οντότητα με τις δικές της εμπειρίες, αξίες, ιδεολογία και αισθητική. Αυτή η κατανόηση είναι κρίσιμη για την κατανόηση των πολιτικών εξελίξεων και των αγώνων στη σύγχρονη κοινωνία.

Η μικροαστική τάξη έχει συχνά συνδεθεί με την απομόνωση και τον ανταγωνιστικό ατομικισμό, ιδίως κάτω από το πρίσμα του νεοφιλελευθερισμού. Η κατανόησή της  και της ταξικής δομής συνεισφέρει στην ανάπτυξη στρατηγικών για την κοινωνική αλλαγή και την πολιτική προσαρμογή.

Εν μέσω κοινωνικής κρίσης, η Αριστερά πρέπει να οικοδομήσει συμμαχίες μεταξύ της μικροαστικής και της εργατικής τάξης για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις όπως ο πόλεμος, η ακρίβεια και ο φασισμός. Η κατανόηση της δυναμικής της μικροαστικής τάξης είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη αυτών των στόχων.

Η οικοδόμηση μιας ηγεμονικής στρατηγικής απαιτεί την κατανόηση και των δύο φραξιών της μικροαστικής τάξης και της εργατικής τάξης. Η αντιμετώπιση των υποδεέστερων τάξεων ως ομοιογενούς μάζας αποτρέπει την κατανόηση των ενδιαφερόντων και την επίτευξη ενότητας.

Οι μικροαστοί στη σύγχρονη πολιτική

Η μικροαστική τάξη παρουσιάζεται ως ποικιλόμορφη ομάδα με δύο κύριες υποκατηγορίες: την παλιά και τη νέα μικροαστική τάξη. Και οι δύο υποκατηγορίες έχουν αναπτυχθεί σημαντικά κάτω από τον νεοφιλελευθερισμό, αντιμετωπίζοντας κοινωνικές, πολιτιστικές και ιδεολογικές διακρίσεις από το προλεταριάτο και την αστική τάξη. Παρά τις διαφορές τους στην εργασία, τις εμπειρίες ζωής και τον πολιτισμό, η νέα και η παλιά μικροαστική τάξη εμφανίζουν ομοιότητες στις ιδεολογίες τους, οι οποίες επηρεάζουν την πολιτική τους συμπεριφορά. Οι σύγχρονες αριστερές κινήσεις, όπως ο κορμπινισμός, το La France insoumise κ.ά. αντικατοπτρίζουν αυτές τις τάσεις, ιδιαίτερα στη νέα μικροαστική τάξη.

Η νέα μικροαστική τάξη, απογοητευμένη από την έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας, στηρίζει κινήματα όπως ο κορμπινισμός, αλλά δυσκολεύεται να κερδίσει την υποστήριξη της εργατικής τάξης. Τα πολιτικά ένστικτα της νέας μικροαστικής τάξης τείνουν προς τη μεταρρύθμιση και την αποδοχή της ιεραρχίας. Παρά τη συμμετοχή τους σε συλλογικά κινήματα, συχνά η κίνησή τους οδηγείται από ατομικές προσδοκίες, με αποτέλεσμα να επικεντρώνονται σε ρεφορμιστικές προτάσεις παρά σε επαναστατικές ιδέες.

Ο κορμπινισμός, παρά τις ρίζες του στη νέα μικροαστική τάξη, δεν κατάφερε να ενσωματώσει στην πρακτική του την εργατική τάξη και έτσι απέτυχε. Η εστίασή του στα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και η έλλειψη ενός συλλογικού πνεύματος συνέβαλαν στην αδυναμία του κινήματος. Τέλος, η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση της νέας μικροαστικής τάξης συχνά περιορίζεται από τη δυσαρέσκειά της για την προσέγγιση προς το προλεταριάτο, με αποτέλεσμα να εκφράζεται με πιο εξατομικευμένο τρόπο σε πολιτικές δράσεις.

Το μέλλον: πώς να οικοδομήσουμε ταξικές συμμαχίες

Η μικροαστική τάξη, παρά την ιστορική της επιρροή, έχει δυσκολία στο να δημιουργήσει ένα μαζικό κίνημα ανεξάρτητο από τις επαγγελματικές – διευθυντικές τάξεις. Η αληθινή επανάσταση, υποστηρίζεται, απαιτεί μια συμμαχία με την εργατική τάξη, όπου η οργανωμένη εργατική τάξη ηγείται και η νέα μικροαστική τάξη παραιτείται από τον έλεγχο. Αυτός ο αγώνας θεωρείται μια μάχη μεταξύ της νέας μικροαστικής τάξης και των επαγγελματικών – διευθυντικών τάξεων, αφήνοντας στην άκρη την εργατική τάξη. Μετά την αποχώρηση προσωπικοτήτων όπως ο Κόρμπιν και ο Σάντερς, τα Εργατικά και Δημοκρατικά κόμματα φαίνεται να ηγεμονεύονται ξανά από τις επαγγελματικές – διευθυντικές τάξεις. Πολλοί στρέφονται προς κινήματα όπως η ανεξαρτησία της Σκωτίας και της Ουαλίας, αντανακλώντας μια παρόμοια ιδεολογία κοινωνικής κινητικότητας με τον κορμπινισμό.

Υπάρχει ανάγκη για αυτογνωσία στα αριστερά κινήματα, ειδικά όσον αφορά τις ταξικές διαιρέσεις και τη διαβρωτική επιρροή των νέων μικροαστικών και επαγγελματικών – διευθυντικών τάξεων. Η πολιτιστική σύγκρουση μεταξύ της Αριστεράς και της εργατικής τάξης αποδίδεται στην έλλειψη κατανόησης από τη νέα μικροαστική τάξη, η οποία μπορεί να μην αντιλαμβάνεται το βάθος της δυσαρέσκειας που απευθύνεται στην Αριστερά.

Κυριαρχεί η επιρροή των επαγγελματικών – διευθυντικών τάξεων στον αριστερό ακτιβισμό, με πολιτισμικές και αισθητικές διαφορές που μπορεί να αποτρέψουν την συμμετοχή της εργατικής τάξης. Ο ακτιβισμός, που συχνά αποσπάται πλέον από τον εργασιακό χώρο, έχει γίνει ένα ξεχωριστό πεδίο ελκυστικό κυρίως για τη νέα μικροαστική τάξη, με έμφαση στο ατομικίστικο επιχειρηματικό πνεύμα.

Σημαντική είναι η επιρροή του νεοφιλελεύθερου φιλελευθερισμού στην Αριστερά, με ανάγκη για αξιολόγηση του αντίκτυπού του στις πολιτικές προτάσεις και τις αναδυόμενες συμπεριφορές. Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός και η πολιτική ταυτοτήτων έχουν μια ταξική προέλευση, ριζωμένη στην ιδεολογία των επαγγελματικών-διευθυντικών τάξεων, προκαλώντας μια πολιτισμική σύγκρουση και μια στροφή προς την ηθικοποίηση και την επίπληξη.

Εγκαταλείποντας τη γραφειοκρατία και τον μανατζερισμό

Σήμερα παρουσιάζεται η προοπτική για την οικοδόμηση συμμαχιών μεταξύ της μικροαστικής τάξης και της εργατικής τάξης, με τα συμφέροντα αυτών των ομάδων να ευθυγραμμίζονται ολοένα και περισσότερο. Υπάρχει αισιοδοξία για μια πιθανή μετατόπιση της νέας μικροαστικής τάξης προς την εργατική τάξη, ειδικά καθώς βιώνει μια μόνιμη καθοδική κοινωνική κινητικότητα.

Για να γεφυρωθεί το χάσμα, είναι αναγκαίο η νέα μικροαστική τάξη να κατανοήσει τους λόγους πίσω από τον θυμό των ανθρώπων, τις αξίες και τις προτιμήσεις τους. Αντί να εμπλέκεται σε έναν πολιτισμικό πόλεμο, είναι σημαντικό να θέτει ερωτήματα σχετικά με το τι προσφέρει η Αριστερά και γιατί αντιμετωπίζει την απόρριψη τόσο από την εργατική τάξη όσο και από την παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Η ιστορική στροφή της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης προς τα δεξιά αποδίδεται σε αντιδράσεις ενάντια στις υπερβολές της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της κρατικής παρέμβασης. Υπογραμμίζεται η σημασία της κατανόησης του ρόλου της οικογένειας και του βαθιά ριζωμένου μίσους για τη γραφειοκρατία. Υπογραμμίζεται ότι πρόσωπα όπως ο Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον απευθύνονται σε πολλούς επειδή αντιπροσωπεύουν ένα διάλειμμα από τη γραφειοκρατία που σχετίζεται με την προοδευτική πολιτική.

Ο συγγραφέας Dan Evans επικρίνει τον ταξικό χαρακτήρα του σοσιαλισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηρίζοντας ότι εξελίχθηκε από ένα «Do It Yourself» («κάντο μόνος σου») κίνημα από κάτω προς τα πάνω, σε μια άκαμπτη, από πάνω προς τα κάτω, κρατική γραφειοκρατία. Αυτή η στροφή αποξένωσε την εργατική τάξη και τον παραδοσιακό μικροαστό. Επιπλέον, η συσχέτιση της Αριστεράς με τη λογοκρισία, τον αυταρχισμό και την ηθική έχει αποξενώσει περαιτέρω αυτές τις ομάδες, επιτρέποντας στη δεξιά να κυριαρχήσει στη συζήτηση για τις πολιτικές ελευθερίες και να απεικονίσει την Αριστερά ως υπέρ της παγκοσμιοποίησης.

Συμμαχία μεταξύ των μικροαστών και την εργατική τάξη: εγκαταλείποντας τη μετριοπάθεια

Η Αριστερά εκφράζει ανησυχία για τα πρόσφατα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης που οδηγούνται από την παραδοσιακή μικροαστική τάξη, όπως τα κίτρινα γιλέκα. Αυτά τα κινήματα, που συχνά χαρακτηρίζονται ως αμόρφωτα και σκληρά, αμφισβητούν τους κανόνες της Αριστεράς και χρησιμοποιούν βία. Ωστόσο, ο συγγραφέας ενθαρρύνει μια επανεξέταση της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι εγγενώς αντιδραστική. Αντίθετα, υποδηλώνει ότι η πιθανή συμμαχία τους με την εργατική τάξη θα μπορούσε να είναι κρίσιμη στον αγώνα ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο, την παγκοσμιοποίηση και την κρατική παρέμβαση.

Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, αν και στερείται επίσημης πολιτικής εκπροσώπησης, θεωρείται ισχυρή δύναμη που χρειάζεται κατεύθυνση. Επισημαίνεται η ανάγκη του οργανωμένου κινήματος της εργατικής τάξης να συνδεθεί με αυτά τα αναδυόμενα κινήματα, σχηματίζοντας ένα μπλοκ πίεσης της κατώτερης μεσαίας τάξης. Τονίζεται επίσης η ανάγκη για γνήσια ηγεσία στο εργατικό κίνημα, λόγω των ελλείψεων του συνδικαλιστικού κινήματος.

Η σύγχρονη Αριστερά κυριαρχείται από την επαγγελματική – διευθυντική τάξη και απομακρύνεται από την εργατική τάξη και τον παραδοσιακό μικροαστό. Προτείνεται η αλλαγή προσέγγισης, με την ανάγκη απομάκρυνσης από την κοινοβουλευτική πολιτική και την αντιμετώπιση των πολιτικών ταυτοτήτων. Υπογραμμίζεται η ανάγκη για γνήσια ηγεσία στο εργατικό κίνημα, η οποία θα πρέπει να προέρχεται από ισχυρούς ηγέτες της εργατικής τάξης που έχουν τις ρίζες τους στη μάχη με τα συνδικάτα.

Η διάδοση της μικροαστικής ιδεολογίας και η ανάγκη για αισιοδοξία

Ο Evans επικρίνει την Αριστερά για την έλλειψη επαρκούς ανάλυσης της ανόδου του συντηρητισμού και της ταξικής μεταχείρισης εντός ενός κοινωνιολογικού πλαισίου. Αναφέρει ότι η Αριστερά τείνει να επικεντρώνεται στα άτομα αντί για τα συστημικά προβλήματα και προτείνει την ανάλυση των εμπειριών των ανθρώπων εντός ισχυρών δομικών δυνάμεων.

Αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας όπως η εργασιακή ανασφάλεια και ο ατομικισμός και προτείνει πολιτικές για την αντιστροφή αυτών των τάσεων, όπως η υποστήριξη ασφαλών συμβάσεων εργασίας και η μαζική κατασκευή κατοικιών από δημοτικά συμβούλια. Επίσης, επισημαίνει την ανάγκη επανοικοδόμησης θεσμών που ενθαρρύνουν τη συλλογικότητα και προειδοποιεί ενάντια στον γραφειοκρατικό σοσιαλισμό, υποστηρίζοντας την προσέγγιση από τη βάση προς τα πάνω.

 

Μέρος 8ο : Ταξική δομή στην Ελλάδα

Το 2015 το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), κυκλοφόρησε μία πολύ σημαντική μελέτη με τίτλο «Η ταξική διάρθρωση και η θέση της εργατικής τάξης στην ελληνική κοινωνία» όπου προσπαθεί να παρουσιάσει την ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας μεταξύ 2006-2014.[1]

Παραθέτουμε από τους συγγραφείς (σελ. 173) «η μαζικότερη με όρους ποσοστού στη συνολική απασχόληση κοινωνική τάξη είναι η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, η οποία μάλιστα εμφανίζει αυξημένο ποσοστό στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου: από 21,36% το 2006 σε 24,77% το 2014 (βλ. και Υποενότητα 14.2). Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη υποεκτιμάται, καθώς δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν τα συμβοηθούντα μέλη που απασχολούνται στο πλαίσιο της ΑΕΠ. Μπορεί, ωστόσο, και να υπερεκτιμάται στο μέτρο που συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν μισθωτοί, οι οποίοι εμφανίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό, π.χ. με «μπλοκάκι».

Ακολουθούν με μικρές διαφορές ως ποσοστά στη συνολική απασχόληση κατά τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζεται η νέα μικροαστική τάξη (του ΚΤΠ και του κρατικού μηχανισμού) και η εργατική τάξη (που συγκροτείται είτε στις ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις είτε στις κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις). Η νέα μικροαστική τάξη εμφανίζει άνοδο του ποσοστού της στη συνολική απασχόληση στη διάρκεια της περιόδου: από 19,37% το 2006 σε 21,61% το 2014.»

 


 

 

Οι συγγραφείς ισχυρίζονται πως (σελ. 184) «η παραδοσιακή μικροαστική τάξη βρίσκεται, έστω και με αντιφάσεις, πλησιέστερα προς την εργατική τάξη κάτω από ειδικές συνθήκες της κοινωνικής συγκυρίας» και «ευνοεί την ‘αναδιανομή του πλούτου’» και ότι η νέα μικροαστική τάξη «προσανατολίζεται σε σημαντικό βαθμό προς τον συνδικαλισμό και τα μεταρρυθμιστικά πολιτικά κόμματα», ενώ επιπλέον «ευνοεί την ‘αναδιανομή του πλούτου’», οπότε και σχηματίζεται εν δυνάμει μια κοινωνική πλειοψηφία, η οποία «κάτω από ειδικές συνθήκες της κοινωνικής συγκυρίας μπορεί να πολωθεί ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνικής μειοψηφίας των ανώτερων τάξεων και της ταξικής τους συμμαχίας με την εκμεταλλευτική μεσαία αστική τάξη», ενώ παρακάτω προειδοποιούν για την εξής αντίφαση: «η εν δυνάμει πόλωση της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης προς την εργατική τάξη είναι αντιφατική και εξαντλεί τα όριά της στην επιθυμία της (και τη φιλοδοξία της) να αυτοαναπαραχθεί ως μια τάξη ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής, η οποία και εκφράζει τον ‘αντικαπιταλισμό-εντός-του-καπιταλισμού’ της τάξης αυτής ως ιδιοκτήτριας τάξης. Επιπρόσθετα, είναι αντιφατική αν λάβουμε υπόψη μας ότι η σχέση του παραδοσιακού μικροαστού με τη μεγάλη (καπιταλιστική) επιχείρηση είναι ανταγωνιστική και η σχέση του με το κράτος εξωτερική, ενώ η σχέση του νέου μικροαστού με τη μεγάλη (καπιταλιστική) επιχείρηση και το κράτος εσωτερική. Η ίδια η συγκρότηση καθώς και τα χαρακτηριστικά και η κατεύθυνση αυτής της αντιφατικής ενότητας εξαρτώνται τελικώς από ‘πολλαπλούς –και εξω-οικονομικούς– προσδιορισμούς, ‘περιστάσεις’/΄επικαθορισμούς΄ (Λαπατσιώρας και Οικονομάκης, 2002: 112 κ.ε.) και ως εκ τούτου κάθε φορά διαμορφώνονται ειδικά-ιστορικά στη συγκυρία της ταξικής πάλης.»

 

 

[1] MELETH-41.pdf (inegsee.gr)