1

“Μην επιδιώκεις τον απομακρυνόμενο”


του Δημήτρη Καλτσώνη

καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου

Πάντειο Πανεπιστήμιο

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 26/8/2020

Με τη φράση αυτή ο Αμερικανός ψυχίατρος Μπόουεν εννοούσε ότι δεν φέρνει αποτέλεσμα η διαρκής προσπάθεια προσέγγισης με κάποιον, αν ο τελευταίος δείχνει σαφή σημάδια απομάκρυνσης. Η επίμονη προσπάθεια θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Καθώς εντείνεται η επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος, θα μπορούσε, τηρουμένων των αναλογιών, να μεταφερθεί η έννοια αυτή στις σχέσεις της Ελλάδας με τους παραδοσιακούς της συμμάχους, που αποστασιοποιούνται πάγια από τις ελληνικές θέσεις και ανησυχίες. Απομακρύνονται από εμάς, έχουν τη δική τους ατζέντα, ενώ εμείς εμμένουμε παρακαλώντας να στηρίξουν τα αιτήματά μας.

Ας κάνουμε έλεγχο πραγματικότητας. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ δεν στηρίζουν ούτε το αυτονόητο δικαίωμα της Ελλάδας για αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ.. Αντέδρασαν χλιαρά ακόμη και στην κορυφαία πρόκληση του -έξω από κάθε λογική διεθνούς δικαίου- τουρκολιβυκού συμφώνου. Η Γερμανία εξέφρασε ουσιαστικά την ενόχλησή της ακόμη και για τη συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για την μερική οριοθέτηση ΑΟΖ. Τα σύνορα της Ελλάδας και της Κύπρου δεν αποδείχθηκαν σύνορα της ΕΕ, όπως υποστηρίζουν πολλοί, αφού οι παραβιάσεις της Τουρκίας είναι επανειλημμένες, καθημερινές και προκλητικές. Οι ΗΠΑ, παρά τις δυσκολίες συνεννόησης με τον Ερντογάν, θεωρούν την Τουρκία θεμελιώδη ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο. Και όπως όλα δείχνουν, αυτό δεν θα αλλάξει ακόμη και αν στις προσεχείς εκλογές επικρατήσει ο Μπάιντεν.

Παράλληλα, η ελληνική εξωτερική πολιτική βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα κρατά το κλειδί των ευρωτουρκικών σχέσεων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει την τουρκική επιθετικότητα. Η θεωρία αυτή έχει παταγωδώς διαψευστεί ήδη από τη δεκαετία του 1990. Πρώτο, επειδή η Ελλάδα δεν είναι εκείνη που λαμβάνει τις αποφάσεις στην ΕΕ. Ο ρόλος της είναι απολύτως δευτερεύων, ειδικά μετά την κρίση. Δεύτερο, επειδή η τουρκική άρχουσα τάξη είναι αρκετά ισχυρή ώστε να χαράσσει αυτοτελώς τους οικονομικούς και πολιτικούς της στόχους. Δεν είναι κυρίαρχη για αυτήν η προσέγγιση με την ΕΕ.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι όσο πιο πειθήνια είναι η Ελλάδα στα κελεύσματα των ισχυρών της συμμάχων, τόσο πιο ευάλωτη αποδεικνύεται έναντι της Τουρκίας. Το 1922, η Ελλάδα δέχτηκε να παίξει το παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Όταν οι τελευταίες τα βρήκαν με τον Κεμάλ, κυριολεκτικά μας πούλησαν και ακολούθησε η καταστροφή. Το 1974 η ελληνική χούντα ήταν ένα πλήρως φιλοαμερικάνικο καθεστώς. Σύμφωνα με τον Χ. Τάσκα, πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα κατά τη δικτατορία, “δεν υπάρχει άλλος τόπος όπως η Ελλάδα που να προσφέρει τις διευκολύνσεις που έχουμε”. Το αποτέλεσμα ήταν η κατοχή του 40% της Κύπρου.

ΗΠΑ και ΕΕ είναι οι “απομακρυνόμενοι φίλοι” μας. Ας μην επιδιώκουμε τον απομακρυνόμενο. Είναι καιρός για αναπροσανατολισμό. Μια πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας είναι αυτή που, όχι χωρίς δυσκολίες, θα εξασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή, την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων, την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με το λαό της Τουρκίας και όλους τους γείτονες. Κυρίως όμως θα μας εξασφαλίσει τον αυτοσεβασμό.