1

Μνήμη Ολοκαυτώματος, Μνήμη Νικητών

Ζωή Μαυρουδή

Όταν η Πολωνία ζητά την στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας και η Ευρώπη δεν αναγνωρίζει τους νεκρούς των συνόρων της, το «ποτέ ξανά» ακούγεται σαν κενό ευχολόγιο.

«Ποτέ ξανά» ακούσαμε και πάλι φέτος με αφορμή την χθεσινή 77η διεθνή ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Ήταν η πρώτη, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, επέτειος της ναζιστικής θηριωδίας. Σε μια συγκυρία όπου η Πολωνία ζητά την στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας (επίσης για πρώτη φορά) και η Ευρώπη αρνείται να αναγνωρίσει ή έστω να θρηνήσει τους χιλιάδες νεκρούς των Ευρωπαϊκών συνόρων-φρούριο, η επίκληση ακούγεται σαν κενό ευχολόγιο.

Για να μην επαναληφθεί η ναζιστική θηριωδία «ποτέ ξανά» πρέπει όχι μόνο να αποταχθούμε το ναζισμό και τον αντισημιτισμό (κεντρικό ιδεολογικό πυρήνα του πρώτου), ούτε απλώς να επισημάνουμε τον κίνδυνο την ανοχής στην ιδεολογία της λευκής υπεροχής με επετείους της ήττας των πιο άγριων εκφραστών της. Ίσως η κατανόηση της ιδεολογίας των ναζιστών, επιβάλλει μια ενδελεχή εξέταση της ιστορίας αυτών που τους νίκησαν.

Με αυτή τη σκέψη, θα ήθελα να προτείνω στον αναγνώστη, δυο ντοκιμαντέρ, που θέτουν το Ολοκαύτωμα σε ένα ιστορικό πλαίσιο εξέτασης του ρόλου των ΗΠΑ, τόσο προπελεμικά όσο και στη σύγχρονη προοδευτική εποχή.

Πρώτα το πρόσφατο ντοκιμαντέρ τριών επεισοδίων «Οι ΗΠΑ και το Ολοκαύτωμα» (2022) του σπουδαίου Κεν Μπερνς (εδώ σκηνοθετεί μαζί με την Λυν Νόβικ και την Σάρα Μπότστιν) και κατόπιν το αριστουργηματικό «Η Μνήμη της Δικαιοσύνης» (1976) του Μαρσέλ Όφουλς, για κάποιους, ίσως το σημαντικότερο ντοκιμαντέρ του 20ου αιώνα.

Ο μεν Μπερνς εστιάζει στα αίτια του Ολοκαυτώματος, κάνοντας μεταξύ άλλων μια ιστορική αναδρομή στις προπολεμικές ΗΠΑ. Οι παραλληλισμοί με το παρόν είναι προφανείς – και ανατριχιαστικοί. Μέσα από μαρτυρίες ιστορικών και επιζώντων (οι δεύτεροι πλέον στην ένατη δεκαετία της ζωής τους), ο Μπερνς ξετυλίγει ένα περίπλοκο αφήγημα. Από τη μια δείχνει πως η αμερικανική ιστορία αποκλεισμού και δολοφονίας γηγενών πληθυσμών και η επικράτηση ρατσιστικών θεωριών ευγονικής και λευκής υπεροχής πριν τον πόλεμο, επηρέασαν ιδεολογικά τον Χίτλερ στην συγκρότηση της φασιστικής ιδεολογίας. Δείχνει επίσης όμως και το πώς το κλίμα του αντισημιτισμού συνέβαλε στην πολιτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (τότε υπό τον έλεγχο του ακροδεξιού Κογκρέσου) στο να αρνείται τις αιτήσεις μετανάστευσης χιλιάδων Εβραίους που τελικά αποκλείστηκαν στην Ευρώπη.

To ντοκιμαντέρ ρίχνει φως σε τραγικά επεισόδια, όπως αυτό του υπερωκεάνειου Saint Lοuis, που αγκυροβόλησε στην Κούβα με 900 Εβραίους επιβάτες (φωτ.), πριν η εκεί κυβέρνηση (υπό την πίεση διαμαρτυριών πως οι πρόσφυγες θα έπαιρναν τις δουλειές των ντόπιων) διατάξει τον απόπλου του από το λιμάνι της Αβάνας. Μόνο 28 Εβραίοι έγιναν δεκτοί. Οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ευρώπη, αφού και ο Ρούζβελτ δεν απάντησε ποτέ στην επιστολή του καπετάνιου να τους δεχτεί.

Ο πρόεδρος Ρούσβελτ ήταν ήδη παγιδευμένος ανάμεσα σε μια στρατηγική απομονωτισμού στην εξωτερική πολιτική και του δικαιολογημένου φόβου του πως οι εξελίξεις στην Ευρώπη θα έκαναν αναπόφευκτη την στρατιωτική εμπλοκή. Μόλις δύο εβδομάδες μετά την Νύχτα των Κρυστάλλων, για παράδειγμα, που οδήγησαν στην πρώτη μαζική κατακραυγή κατά του Χίτλερ από τον αμερικανικό τύπο, εφτά στους δέκα Αμερικανούς δήλωναν «όχι» σε περισσότερους Εβραίους πρόσφυγες. Σε αυτό το κλίμα, ο Ρούζβελτ κλήθηκε να κρατήσει μια δύσκολη ισορροπία. Αντί να πιέσει για την χαλάρωση των ποσοστώσεων μετανάστευσης από το Κογκρέσο, πάλευε για μικρές νίκες, όπως η κατάργηση των νόμων ουδετερότητας που θα επέτρεπαν στις ΗΠΑ να προμηθεύσουν χώρες της Ευρώπης με βοήθεια. Τί θα έπρεπε να είχε κάνει; Τί θα είχε αλλάξει αν είχε επιλέξει νωρίτερα τη σύγκρουση με το Κογκρέσο;

Το ντοκιμαντέρ του Μπερνς αφήνει ανοιχτό το ερώτημα, ρίχνοντας ταυτόχρονα φως και στις αντιφάσεις της ναζιστικής αντισημιτικής μανίας για εξόντωση των Εβραίων. Όσο η Γερμανία επέκτεινε τα εδάφη της, τόσο αυτά περιλάμβαναν αναπόφευκτα περισσότερους Εβραίους. Αυτή ειδικά η αντίφαση καθρεφτίζει ίσως και το ιδεολογικό πρόβλημα της σημερινής ιμπεριαλιστικής Δύσης. Οι ΗΠΑ φορούν εδώ και 80 χρόνια το παράσημο της νίκης επί του ναζισμού ενώ ταυτόχρονα επεκτείνουν ασταμάτητα την στρατιωτική επιρροή τους. Ο απομονωτισμός είναι σήμερα ανάθεμα για την αμερικανική πολεμική μηχανή. Τη θέση του έχει πάρει μια καταστροφική θεωρία ηθικής υπεροχής, που όμως δεν στηρίζεται στις αρχειακές αξίες που φάνηκε να αναδύονται αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. 

Το τελευταίο είναι το κύριο θέμα στην «Μνήμη της Δικαιοσύνης», Σε αυτό το τετράωρο συναρπαστικό ντοκιμαντέρ, ο Όφουλς χρησιμοποιεί τη Δίκη της Νυρεμβέργης ως αφετηρία για να ξεγυμνώσει τα ηθικά και πολιτικά διλήμματα των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι μαρτυρίες δεν έρχονται μόνο από θύματα του Ολοκαυτώματος και μάρτυρες της δίκης, αλλά και από καταδικασμένους, όπως ο «αρχιτέκτονας του Χίτλερ» Άλμπερτ Σπέερ (εδώ βρίσκεται και η διάσημη δήλωσή του ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εκφράστηκαν πρώτα στην αρχιτεκτονική του), και ο Καρλ Ντένιτζ, αμετανόητος ναύαρχος του Γερμανικού Ναυτικού.

Ο Όφουλς τολμά όμως να πάει παρακάτω. Ο συνεντεύξεις ενός ζευγαριού Αμερικανών που έχασαν τον  γιό τους στο Βιετνάμ, καθώς και ενός λιποτάκτη πεζοναύτη, κάνουν εμφανές πως οι νικητές (θυμίζω πως το ντοκιμαντέρ βγήκε το 1976) δεν θα πλήρωναν ποτέ για τα δικά τους εγκλήματα, σε αντίθεση με κάποιους Ναζί. Αμερικανοί φοιτητές λένε στον Όφουλς, πως η Δίκη της Νυρεμβέργης ήταν μονομερής, μιας και δεν συμπεριλάμβανε τα εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ, όπως ο βομδαρδισμός της Δρέσδης. Ο Τέλφορντ Τέιλορ, εισαγγελέας των ΗΠΑ στη Νυρεμβέργη συμφωνεί, αναφέροντας επίσης την αμηχανία στην αίθουσα όταν ένας συνήγορος των Ναζί έκανε αναφορά στη Χιροσίμα. Αργότερα όμως απέχει από το να απαντήσει στο αν ο αμερικανικός βομβαρδισμός νοσοκομείου της Σαϊγκόν ήταν «σκόπιμος». 

Ο Όφουλς, Γαλλογερμανός Εβραίος, γιός του διάσημου σκηνοθέτη Μαξ Όφουλς, που δραπέτευσε με την οικογένεια του στις ΗΠΑ το 1941, δεν σταματά όμως μόνο στους Αμερικανούς νικητές. Ένας Γάλλος λιποτάκτης ομολογεί πως στην Αλγερία ένιωθε ότι φορούσε «την στολή των Ες Ες». Σε άλλο σημείο, ο Εντγκάρ Φορ, πρόεδρος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και εισαγγελέας της Nυρεμβέργης, ρωτάται αν θα δεχόταν η γαλλική κυβέρνηση μια διεθνή επιτροπή βασισμένη στις αρχές της δίκης για να διερευνηθούν οι πολιτικές της στην Αλγερία και τη Μαδαγασκάρη. «Δεν μπορείτε να συγκρίνετε την κατάσταση μιας χώρας που απέκτησε αποικίες […] ακόμη και αν αυτή η κυριαρχία δεν ήταν πλέον ηθικά δικαιολογημένη, με μια χώρα που εισβάλλει στους γείτονές της. Είναι τελείως διαφορετικό. Με άλλα λόγια, όχι», απαντά. Με άλλα λόγια, τη δεκαετία του ‘70, το «ποτέ ξανά» είχε μετατραπεί από τους νικητές του Β’Παγκοσμίου πολέμου σε άρνηση της αρχής της παγκόσμιας δικαιοσύνης που δήθεν θα διασφάλιζε την ειρήνη.

Ίσως η σημαντικότερη δήλωση του ντοκιμαντέρ ανήκει όμως στον αποφυλακισμένο πλέον Σπέερ: «Δεν θα σταματήσω ποτέ να είμαι φυλακισμένος. Δεν μπορώ να δραπετεύσω απ’την ιστορία.» 

Ίσως γιατί η επέλαση της ιστορίας δεν αναχαιτίζεται με αναμνηστικές επετείους, αλλά με την πραγματική απόδοση δικαιοσύνης. Χωρίς μνήμη όμως, όχι μόνο για το μεγαλύτερο έγκλημα του 20ου αιώνα, αλλά για όλα τα εγκλήματα, η δικαιοσύνη σταματά με το πέρας μιας δίκης.

The Memory of Justice:

Ken Burns: https://www.pbs.org/video/us-and-holocaust-trailer-hlj3aj/

Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο