1

Παράνομη και Καταχρηστική Απεργία και ΕΣΔΑ

 

του Γρηγόρη Αυδίκου

Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου

 

Έχει εφαρμογή η ΕΣΔΑ στην απεργία; Λαμβάνει υπόψη της η ελληνική νομολογία τη νομολογία του ΕΔΔΑ στο ζήτημα αυτό; Ο Γρηγόρης Αυδίκος εξετάζει τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων και απαντά.

Είναι συχνό το φαινόμενο οι κατά καιρούς απεργίες να κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές. Για να το θέσουμε πιο γλαφυρά, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν, στο ζήτημα αυτό εντοπίζεται μια σπάνια ενότητα της νομολογίας της χώρας μας, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των απεργιών έχει κηρυχθεί «παράνομη και καταχρηστική»[1]. Πρόσφατα είχαμε ένα ακόμα νομολογιακό παράδειγμα κήρυξης μιας απεργίας παράνομης και καταχρηστικής με την απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με αρ. 4242/2021[2]. Να είναι άραγε το αποτέλεσμα αυτό προϊόν της έλλειψης επιμέλειας των συνδικαλιστικών οργανώσεων να οργανώσουν με τέτοιο τρόπο τις απεργιακές κινητοποιήσεις τους, ώστε αυτές να πληρούν τους όρους της τυπικής και ουσιαστικής νομιμότητας ή να είναι προϊόν ενός εντατικού νομολογιακού ελέγχου; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται κάπου στη μέση[3]. Αυτό όμως που θα εξετάσουμε στο συγκεκριμένο άρθρο είναι η διασύνδεση του ζητήματος αυτού με την ΕΣΔΑ. Έχει εφαρμογή η ΕΣΔΑ στην απεργία; Λαμβάνει υπόψη της η ελληνική νομολογία τη νομολογία του ΕΔΔΑ στο ζήτημα αυτό;

Ας ξεκινήσουμε όμως πρώτα από το ίδιο το Σύνταγμα. Από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι «η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων», προκύπτει ότι η απεργία περιλαμβάνεται στα ατομικά δικαιώματα που προβλέπονται από το Σύνταγμα και ειδικότερα εντάσσεται στα συναφή με τη συνδικαλιστική ελευθερία δικαιώματα που οφείλει να προστατεύει το Κράτος ενώ, από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι η «καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται», προκύπτει ότι η καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων στον χώρο του συνταγματικού δικαίου απαγορεύεται χάρη της προστασίας ατομικών δικαιωμάτων[4]. Με άλλα λόγια, η άσκηση, του δικαιώματος αυτού δεν είναι ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς τόσο της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, όσο και του άρθρου 281 Α.Κ[5]. Έτσι, το δικαστήριο, εκτός από τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος ότι πρέπει να τηρηθούν για τη νομότυπη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ελέγχει και αν το ως άνω δικαίωμα έχει ασκηθεί κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κρίσιμα στοιχεία για τη διαπίστωση της υπέρβασης των ορίων αυτών, η οποία καθιστά την απεργία καταχρηστική, είναι, μεταξύ άλλων, η στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη, το μέγεθος των ζημιογόνων συνεπειών, τις οποίες προκαλεί στον εργοδότη και το κοινωνικό σύνολο σε συνδυασμό με τη μορφή και τη διάρκεια της, η έκταση της προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων τρίτων και η προφανής ή μη δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της επιχείρησης και της αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών[6].

Η απεργία όμως προστατεύεται και από την ΕΣΔΑ. Τo άρθρο 11 § 1 της ΕΣΔΑ παρουσιάζει τη συνδικαλιστική ελευθερία ως μια μορφή ή μια ειδική πτυχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μια συνδικαλιστική οργάνωση πρέπει να είναι ελεύθερη να αγωνίζεται για την προστασία των συμφερόντων των μελών της και ειδικότερα η χορήγηση του δικαιώματος στην απεργία αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα σημαντικότερα μέσα[7]. Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένα ότι η απεργία προστατεύεται από το άρθρο 11[8]. Βέβαια, το δικαίωμα στην απεργία δεν είναι απόλυτο και μπορεί να υπόκειται βάσει του εθνικού δικαίου σε ρυθμίσεις που περιορίζουν ή εξαρτούν την άσκησή του από κάποιες προϋποθέσεις. Αυτές οι προϋποθέσεις όμως θα πρέπει να περιορίζονται στην «άσκηση» και δεν πρέπει να βλάπτουν την ίδια την ουσία του δικαιώματος[9]. Ειδικότερα, το άρθρο 11 § 2 της Σύμβασης απαιτεί οι περιορισμοί στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, όπως η απαγόρευση του δικαιώματος στην απεργία, να «καθορίζονται από το νόμο», να επιδιώκουν έναν ή περισσότερους θεμιτούς σκοπούς και να είναι «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη αυτών των στόχων[10]. Στο πλαίσιο αυτό έχει σημειωθεί ότι μόνο πειστικοί λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν τους περιορισμούς αυτούς και παρόλο που τα Κράτη απολαμβάνουν περιθώριο εκτίμησης, αυτό είναι στενό και υπόκειται σε έντονο έλεγχο από το Δικαστήριο[11].

Από μια απλή, όμως, επισκόπηση της ελληνικής νομολογίας προκύπτει αβίαστα ότι η τελευταία δεν λαμβάνει, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειψηφία της, υπόψη της (στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) τη νομολογία του ΕΔΔΑ για το ζήτημα της απεργίας, ούτε αναλύει τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων υπό το φως του αρ. 11 της ΕΣΔΑ. Ενδεικτικά και μόνο σημειώνεται, για παράδειγμα, ότι σε σύνολο μερικών εκατοντάδων περίπου δημοσιευμένων[12] αποφάσεων που αφορούν την εφαρμογή του ν. 1264/1982 ως προς την απεργία μόνο τρεις αποφάσεις[13] κάνουν μια έστω μικρή μνεία στην ΕΣΔΑ και αυτή αφορά συνήθως δευτερεύοντα ζητήματα και σίγουρα πάντως όχι το ζήτημα της καταχρηστικότητας μιας απεργίας υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Είναι εξάλλου, επίσης, χαρακτηριστικό ότι η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Αθηνών με αρ. 4242/2021, η οποία αναφέρθηκε παραπάνω και η οποία έκρινε την απεργία (ως προς την ΟΙΕΛΕ) παράνομη και καταχρηστική ως πολιτική απεργία, ανεξάρτητα από την ορθότητα των κρίσεών της[14] δεν παρέθεσε ούτε στη μείζονα, ούτε στην ελάσσονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού κάποια αναφορά στην ΕΣΔΑ ή τη νομολογία του ΕΔΔΑ για το ζήτημα αυτό, παρά μόνο για το δευτερεύον ζήτημα της σύντμησης των προθεσμιών, το οποίο εξάλλου έχει κριθεί και στο παρελθόν (βλ. ΑΠ543/2013) και το οποίο δεν συνδέεται με την κρίση περί του καταχρηστικού ή μη χαρακτήρα της απεργίας. Πολλώ δε μάλλον που η έννοια της πολιτικής απεργίας θα πρέπει γενικώς να ερμηνεύεται στενά[15].

Είναι όμως χρήσιμο και αναγκαίο η ελληνική νομολογία να λαμβάνει υπόψη της τη συναφή νομολογία του ΕΔΔΑ, μιας και το δικαίωμα στην απεργία προστατεύεται και υπό την ΕΣΔΑ, καθώς με αυτόν τον τρόπο, αφενός μεν θα εμπλουτίσει την αιτιολογία της (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της κρίσης της) και τον πλούτο των επιχειρημάτων της, αφετέρου δε, θα καταστήσει λιγότερο πιθανή μια προσφυγή στο ΕΔΔΑ ή και μια πιθανή συναφή καταδικαστική απόφαση.

 

[1] Ρήγος, Γ., Η δικαστική μεταχείριση της απεργίας, προσβάσιμο σε http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=23289, Βλ. σχετικά και Μπέης Κ., Η σύγχρονη διαλεκτική της απεργίας, ένα αναιμικό θεμελιακό δικαίωμα του ανθρώπου, προσβάσιμο σε http://www.kostasbeys.gr

[2] Η απόφαση αυτή έκρινε παράνομη την απεργία-αποχή των ΔΟΕ, ΠΟΣΕΕΠΕΑ και ΟΛΜΕ για λόγους τυπικούς που αφορούσαν τη διαδικασία κήρυξης της απεργίας (προκήρυξη της από αναρμόδιο όργανο, μη υποβολής αιτήματος διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου) και καταχρηστική ως προς την απεργία της ΟΙΕΛΕ, ως πολιτική απεργία λόγω της αόριστης διάρκειάς της και των αιτημάτων της, των οποίων η επίλυση εξαρτάται από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Βλ. μια εκτενή ανάλυση της απόφασης στο Καρούζος Γ., Στόικου Ε., Η δικαστική τύχη της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, προσβάσιμο στο www.SyntagmaWatch.gr

[3] Βλ. Ρήγος, Γ., Η δικαστική μεταχείριση της απεργίας, οπ.π., όπου παρατηρείται ότι: «Στην πρώτη περίοδο της εφαρμογής του ν. 1264 σημειώνονται αρκετές περιπτώσεις κηρύξεως απεργίας παράνομης, απλώς και μόνο διότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, είτε από άγνοια, είτε από κάποια διάθεση «επαναστατικότητας» δεν ακολουθούσαν τις σχετικές με την κήρυξη της απεργίας διατάξεις του ν. 1264 (απόφαση γενικής συνέλευσης, ορισμός προσωπικού ασφαλείας, έγκαιρη ειδοποίηση του εργοδότη κλπ). Αργότερα, όταν διαπίστωσαν ότι η απεργία εύκολα μπορούσε να κηρυχθεί παράνομη, απλώς και μόνο, λόγω μη συμμορφώσεως προς τις επιταγές του νόμου, φρόντιζαν να τις ακολουθούν και τότε τα δικαστήρια προχώρησαν πλέον, σχεδόν αποκλειστικά, στη διερεύνηση του ζητήματος της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της απεργίας στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που είχε αχθεί στη δικαστική κρίση.»

[4] Βλ. ΑΠ 543/2013, σκ. 3, δημ. ΤΝΠ Nomos

[5] Υπενθυμίζεται ότι το αρ. 281 ΑΚ αφορά την άσκηση των ιδιωτικών δικαιωμάτων, ενώ το αρ. 25 παρ. 3 αποσκοπεί στην προστασία της κρατικής εξουσίας, βλ. ενδ. Γεωργόπουλος Γ., Μπουκουβάλα Β., Συνταγματικά Δικαιώματα και Ελευθερίες, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021, σ. 8 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία.Βλ. και ΜπρΑθ. 687/1997 (δημ. Nomos), στην οποία αναφέρεται ότι:«Από το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, που ορίζει ότι η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται, προκύπτει ότι η καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων στο χώρο του συνταγματικού δικαίου απαγορεύεται για να προστατευθεί η κρατική εξουσία από την κατάχρηση των ατομικών δικαιωμάτων. Το δικαίωμα της απεργίας έχει όμως, από τη φύση του, και διάσταση ιδιωτικού δικαίου, αφού η άσκηση του είναι τοποθετημένη στο πλαίσιο εννόμων σχέσεων ιδιωτικού δικαίου (εργασιακή σχέση) σ` αυτή δε τη διάσταση στηρίζεται και η προσφυγή στο άρθρο 281 ΑΚ, προκειμένου να οριοθετηθεί η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας ως ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου αγωνιστικού διεκδικητικού μέσου, και με την έννοια αυτή πρέπει να εξειδικεύονται τα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ με γενική κατευθυντήρια οδηγία τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, που με αυτό τον τρόπο επενεργεί και στις σχέσεις μεταξύ των πολιτών σύμφωνα με την αρχή της άμεσης ή έμμεσης τριτενέργειας (ΕφΑθ 10461/1990 ΕλλΔνη 34.90, ΕφΑθ 10599/1987 ΝοΒ 38.76). Επομένως, πλέον συγκεκριμένα, στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, που έχει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και διάσταση ιδιωτικού δικαίου, εφαρμόζεται, εκτός από την παραπάνω συνταγματική διάταξη (25 παρ. 3), η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων μόνο χάριν του γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος (βλ. ολ. ΑΠ 33/1987 ΝοΒ 36.324), και εκείνη του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η άσκηση του δικαιώματος, εάν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος…»

[6] Βλ. ΑΠ 468/2012, σκ. 3, δημ. ΤΝΠ Nomos

[7] Βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, 20.11.2018, Ognevenko κατά Ρωσίας, αρ. προσφ. 44873/09, παρ. 54-56.

[8] Βλ. ΕΔΔΑ, 08.04.2013, National Union of Rail, Maritime and Transport Workers κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. προσφ. 31045/10, παρ. 84, ΕΔΔΑ, 20.11.2018, Ognevenko κατά Ρωσίας, αρ. προσφ. 44873/09, παρ. 57.

[9] ΕΔΔΑ, 20.11.2018, Ognevenko κατά Ρωσίας, αρ. προσφ. 44873/09, παρ. 58-59.

[10] Βλ. ΕΔΔΑ, 20.11.2018, Ognevenko κατά Ρωσίας, αρ. προσφ. 44873/09, παρ. 63 και τις εκεί αναφερόμενες παραπομπές σε περαιτέρω νομολογία του ΕΔΔΑ.

[11] Βλ. Σισιλιάνος Α.-Λ. (Επιμ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σ. 461.

[12] Το ενδεικτικό δείγμα των αποφάσεων αυτών (τουλάχιστον 250 αποφάσεις όλων των βαθμών) εντοπίζεται στη δημοσιευμένη νομολογία στις Νομικές βάσεις δεδομένων Nomos, Ισοκράτης και Νομοτέλεια.

[13] 1. Στην απόφαση ΑΠ 543/2013 κρίθηκε η συνταγματικότητα (20 παρ. 1 Σ.) και η συμβατότητα με την ΕΣΔΑ (αρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) των βραχυχρόνιων προθεσμιών που καθιερώνει ο νόμος στο πλαίσιο εξέτασης της νομιμότητας της απεργίας. Η σχετική δικονομική διάταξη κρίθηκε ότι δεν είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και αυτό διότι, η ταχύτατη επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς επιβάλλεται χάριν του γενικότερου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να επέλθει ειρήνη στις εργασιακές σχέσεις αλλά και στο κοινωνικό σύνολο, αφού μια τέτοια κατάσταση προκαλεί αναταραχή στα μέλη του, αλλά και επιζήμιες συνέπειες στην εν γένει οικονομία (βλ. παρ. 8 της απόφασης).

2. Στην απόφαση ΑΠ 468/2012 (δημ. Nomos), έγινε επίκληση στην ΕΣΔΑ (αρ. 1 Π.Π.Π.) στο πλαίσιο ανάλυσης του περιεχομένου και των ορίων του διευθυνητικού δικαιώματος του εργοδότη. Η απόφαση αφορούσε την κρίση επί της νομιμότητας απεργίας συνδικαλιστικών οργνώσεων σε απάντηση επιβολής σε μεγάλη έκταση, στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματος επιχείρησης, του μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας. Η απεργία αυτή κρίθηκε εν τέλει νόμιμη και μη καταχρηστική. Το αποτέλεσμα πάντως αυτό δεν συναρτήθηκε με τη συναφή νομολογία του ΕΔΔΑ.

3. Στην απόφαση ΜΠρΑθ. 687/1997 (δημ. Nomos), έγινε επίκληση στην ΕΣΔΑ (αρ. 6 παρ. 1) για να θεμελιώσει το Δικαστήριο την κρίση του ότι η αγωγή που άσκησαν τρίτοι και όχι ο εργοδότης (εν προκειμένω οι νόμιμοι εκπρόσωποι και ασκούντες τη γονική μέριμνα – επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους μαθητών σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως περιοχής Αθηνών-Πειραιά για την αναγνώριση της καταχρηστικότητας συνεχιζόμενης τότε απεργίας της Ο.Λ.Μ.Ε.) θα πρέπει να κριθεί με την ειδική διαδικασία που προβλέπει η δικονομία για την ταχεία επίλυση των σχετικών διαφορών και όχι με άλλη ή την τακτική διαδικασία, καθώς η παρεχόμενη δικαστική προστασία δεν θα ήταν διαφορετικά έγκαιρη και αποτελεσματική, καθώς θα έχανε το πρακτικό της αντίκρυσμα.

[14] Η αμιγώς πολιτική απεργία πράγματι είναι παράνομη (βλ. και παλαιότερη νομολογία π.χ. Εφ.Αθ. 1/1992, δημ. Νομοτέλεια, με εκτενή ανάλυση στο ζήτημα της πολιτικής απεργίας). Ωστόσο, μια απεργία μπορεί να έχει μικτό χαρακτήρα εργασιακό-πολιτικό όταν τα συνδικαλιστικά αιτήματα που άπτονται των εργασιακών δικαιωμάτων μόνο το κράτος είναι σε θέση να τα ρυθμίσει (βλ.  Καρακατσάνης Α., Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, Αντ. Σάκκουλας, 1992, σ. 263). Η σύμπτωση εν προκειμένω του κράτους ως εργοδότη αλλά και ως νομοθέτη μπορεί σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης και υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ ενδεχομένως να θέτει ανάγκη ενδελεχούς εξέτασης του απόλυτου χαρακτήρα της σχετικής απαγόρευσης, είτε αυτή είναι ορθή, είτε είναι εσφαλμένη.

[15] Βλ. Κουζής Γ., Καψάλης Α., Οι εργασιακές σχέσεις στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου  Ινστιτούτο Εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε., προσβάσιμο https://www.inegsee.gr/ekdosi/i-ergasiakes-schesis-sto-plesio-tou-tritou-mnimoniou-ta-epimacha-pedia-tis-diapragmatefsis-me-tous-danistes-ke-to-evropaiko-perivallon/, από όπου προκύπτει ότι ναι μεν το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει την πολιτική απεργία, πλην όμως δύσκολα μπορεί να ανευρεθεί απεργία που να μην περιέχει πολιτικό περιεχόμενο που σχετίζεται με συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και ως εκ τούτου ένας τέτοιος αποκλεισμός της απεργίας θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά και υπό την παραπάνω παραδοχή. Πρβλ. και ΜΠρΘεσσαλ. 2417/2016 (δημ. Νόμος), όπου παρατίθεται ότι ως απότοκος της θεμελιακής αρχής της προστασίας του εργαζομένου, εφαρμοστέος είναι ο ερμηνευτικός κανόνας «εν αμφιβολία επιλέγεται η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο ερμηνεία», καθώς άλλωστε ο κανόνας αυτός συνάδει με τη βασικό αρχή in dubio pro libertate που διέπει το σύστημα περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως είναι και το δικαίωμα στην απεργία. Βλ. τέλος και Λεβέντης Γ., Μορφές αντίστασης στο πλαίσιο των εργατικών αγώνων, προσβάσιμο σε http://www.kostasbeys.gr, όπου αναφέρεται ότι «η πολιτική απεργία είναι νόμιμη, τουλάχιστον όταν είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας, όταν δηλαδή έχει το χαρακτήρα διαμαρτυρίας μάλλον κατά του κράτους και όχι εξαναγκασμού του σε υποχώρηση. Θα αποτελούσε ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος απεργίας, αν γινόταν δεκτό ότι το κράτος ως ρυθμιστής όρων εργασίας δεν είναι δυνατό να πιέζεται με απεργία.»

 

Αναδημοσίευση από syntagmawatch.gr