1

Για την πολιτική γύρω από το δυστύχημα στα Τέμπη

 

του Διονύση Περδίκη

 

Ενώ η πολιτική σκηνή της χώρας βάδιζε, σχετικά αμέριμνη, προς τις εκλογές, ήρθε το τραγικό δυστύχημα με τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη για να ταράξει τα νερά, να διεγείρει την κοινωνική οργή, και να σημάνει μια – άραγε πρόσκαιρη; – ανάταση του εργατο-λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος. Στον πολιτικό λόγο συγκρούονται δύο γραμμές:

  • η, ας την πούμε «δεξιά», η οποία εστιάζει στα ανθρώπινα λάθη των άμεσα εμπλεκόμενων υπαλλήλων, προκειμένου να βγάλει λάδι τις διαχρονικές, συστημικές ευθύνες (βλ. το επόμενο σημείο),
  • και η «αριστερή», η οποία επικεντρώνει στην ιδιωτικοποίηση πλευρών των σιδηροδρομικών μεταφορών, και στις ευθύνες του κράτους, των κυβερνήσεων και κυβερνητικών κομμάτων, των ιδιωτικών εταιρειών, όπως εν τέλει και της πολιτικής που όλοι αυτοί εφαρμόζουν, και στα συμφέροντα που αυτή εξυπηρετεί. Δεσπόζουν εδώ τα πολιτικά συνθήματα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, και υπέρ των κρατικοποιήσεων, αλλά και γενικότερα συνθήματα ενάντια στο «κεφάλαιο», στα «κέρδη», και το «κράτος».

Αν και η δική μας γνώμη σαφώς και εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία, θα επικεντρώσουμε στις αδυναμίες του πολιτικού λόγου εκ μέρους των δυνάμεων της κομμουνιστικής ή ριζοσπαστικής Αριστεράς, οι οποίες συμβάλουν στη δυσκολία της να θέσει και να πετύχει πολιτικούς στόχους που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της τρέχουσας συγκυρίας.

 

Αριστερός και Δεξιός λαϊκισμός

Ο πολιτικός λόγος της «δεξιάς», και γενικότερα της εξουσίας, έχει μεγάλη ικανότητα να αποπροσανατολίζει τη συζήτηση από τις συστημικές αιτίες, πχ με το να γίνεται πολύ συγκεκριμένος ως προς τις ευθύνες του ενός ή του άλλου υπαλλήλου με βάση τα πραγματικά γεγονότα, ή με την επιλεκτική αναφορά σε συστημικές αιτίες στις οποίες επιδιώκει ο ίδιος να στραφεί η κοινωνική οργή, όπως στις ευθύνες των συνδικαλιστών ή των «κοινωνικών ομάδων» που ληστεύουν υλικά από τις υποδομές του σιδηροδρομικού δικτύου. Και στις δύο περιπτώσεις, προσπαθεί να διαμορφώσει μια αντίληψη για την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας με προπαγανδιστικό τρόπο συγκεκριμένες πλευρές αυτής. Ο ρόλος των συστημικών ΜΜΕ και των διάφορων σχολιαστών και δημοσιολόγων είναι χαρακτηριστικός ως προς αυτό. Ο λόγος αυτός έχει μεγάλη διεισδυτικότητα στη λαϊκή κοινωνική συνείδηση επειδή εστιάζει στο συγκεκριμένο, και επειδή όποτε αναφέρεται στο γενικό και αφηρημένο, βασίζεται στην προηγούμενη διαμόρφωση της κυρίαρχης κοινωνικής συνείδησης (πχ των προκαταλήψεων απέναντι στον συνδικαλισμό και στους δημόσιους υπαλλήλους, ή τις ρατσιστικές αντιλήψεις, κοκ).

Ο ριζοσπαστικός «αριστερός» λόγος, αν και έχει πλεονέκτημα σε τέτοιες περιπτώσεις από την ίδια την πραγματικότητα της κατάστασης, δυστυχώς, δεν ανταποκρίνεται με την ίδια ικανότητα. Χαρακτηρίζεται από τις εξής αδυναμίες στον έναν ή στον άλλο βαθμό:

  • Είναι υπερβολικά γενικός και αφηρημένος, με αποτέλεσμα να υπόκειται στην κριτική του λαϊκισμού και της ιδεοληψίας από την αντίπαλη πλευρά. Έτσι, ενώ συνθήματα που στοχεύουν γενικά ενάντια στο «κράτος», το «κεφάλαιο» και τα «κέρδη», έχουν τη χρησιμότητά τους από την πλευρά της ιδεολογικής ζύμωσης, δεν αρκούν για να διαμορφώσουν τη γενική αντίληψη για τα γεγονότα, ή για να κατευθύνουν την πολιτική δράση. Πέρα από τη βραχυχρόνια επίδραση του συναισθηματικού παράγοντα, όταν τα γεγονότα είναι ακόμη νωπά, ο λόγος αυτός δρα σε μεγάλο βαθμό αυτοαναφορικά για αυτούς που τον εκφέρουν, δηλ. τον ίδιο τον κόσμο της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, ο οποίος και πρωταγωνιστεί στις κινητοποιήσεις.
  • Τα πράγματα επιδεινώνονται όταν ο ριζοσπαστικός λόγος προσπαθεί να γίνει συγκεκριμένος μεν, με εξαιρετική προχειρότητα δε, χωρίς επαρκή γνώση της συγκεκριμένης κατάστασης. Δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες, ως προς αυτή μας την κριτική, διότι δε θέλουμε να υποπέσουμε στο λάθος που αναδεικνύουμε, και σε καμία περίπτωση δεν είμαστε ειδικοί περί της κατάστασης του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου. Ωστόσο, γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η εμπλεκόμενη ιδιωτική εταιρεία δεν είναι υπεύθυνη ούτε για την κατάσταση των υποδομών, του δικτύου, των μέσων ασφαλείας κοκ, ούτε για τη διαχείριση των σταθμών και της κυκλοφορίας, και ότι, επομένως, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων εξηγεί μόνο σε έναν βαθμό, και μόνο ως προς κάποιες πλευρές της, τις αιτίες του δυστυχήματος.
  • Τέλος, απουσιάζουν από τον λόγο αυτόν συγκροτημένοι πολιτικοί στόχοι που θα έδιναν διέξοδο σε μια τέτοια συγκυριακή κρίση, και θα έστρεφαν ένα αυθόρμητο, σε μεγάλο βαθμό, κοινωνικό κίνημα, σε μια κατεύθυνση βελτίωσης των κοινωνικο-πολιτικών συσχετισμών, εξαντλώντας τις δυνατότητες της ιστορικής συγκυρίας. Ακόμη και όταν εκφέρονται κάποια πολιτικά συνθήματα, χαρακτηρίζονται από υπερβολική γενικότητα («ενάντια στο κράτος, στις ιδιωτικοποιήσεις στο κεφάλαιο, στα κέρδη κοκ») ή/και αποσπασματικότητα.

 

Τι φταίει και τι να κάνουμε;

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, και με μόνη ενημέρωση αυτή που προσφέρουν τα ΜΜΕ, φαίνεται ότι το δυστύχημα είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού συστημικών παραγόντων όπως:

  • η διαχειριστική ανεπάρκεια και διαφθορά του κράτους, του δημοσίου γενικότερα, συμπεριλαμβανομένου μέρους της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας,
  • μιας πολιτικής λεηλασίας του δημόσιου πλούτου από ξένα και εγχώρια μονοπώλια και (υπ)εργολάβους κάθε είδους, με τη διάσπαση των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών σε επιμέρους εταιρείες, και τη μερική τους ιδιωτικοποίηση να αποτελούν μόνο μέρος της γενικής εικόνας.

Οι ανολοκλήρωτες, εδώ και δεκαετίες πλέον, εργολαβίες για τα απαραίτητα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα διαχείρισης του δικτύου, η ανεπάρκεια του προσωπικού, τόσο ποσοτική, όσο και ποιοτική, όπως και το γεγονός ότι το συνδικαλιστικό κίνημα παρόλες τις προειδοποιήσεις και αιτιάσεις του (ακόμη και με εξώδικα και απεργίες) δεν κατάφερε ούτε αυτό να προλάβει το κακό, αποτελούν πλευρές της συγκεκριμένης πραγματικότητας που υποστηρίζουν την παραπάνω εκτίμηση.

Επομένως, δε φταίει ούτε απλά η «ιδιωτικοποίηση», ούτε τα «κέρδη» γενικά και αόριστα. Χρειάζεται να δούμε πιο συγκεκριμένα, ποια κέρδη, και γιατί η κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα ξεχωρίζει πανευρωπαϊκά για την επικινδυνότητά του, τόσο ώστε να προκαλέσει και την παρέμβαση των οργάνων της ΕΕ, κατά σύμπτωση λίγες εβδομάδες πριν το δυστύχημα.

Καταρχήν, όταν πρόκειται για κοινωφελείς υπηρεσίες και υποδομές, και μάλιστα αυτού του μεγέθους και σημασίας όπως το σιδηροδρομικό δίκτυο μιας χώρας, πρέπει να επικεντρώσουμε στο ρόλο του κράτους, ακόμη και αν εμπλέκονται (και) ιδιωτικές εταιρείες. Εδώ αναφερόμαστε στον ρόλο του κράτους όχι με τη στενή του έννοια, ως θεσμοποίηση της εξουσίας της αστικής τάξης απέναντι στις υποτελείς τάξεις, αλλά με την ευρύτερη έννοια της διαχείρισης της κοινωνικής αναπαραγωγής με κύριο γνώμονα την όσο το δυνατόν πιο προνομιακή αναπαραγωγή του εθνικού συνολικού κεφαλαίου. Για κάτι τέτοιο, όμως, χρειάζεται να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, και ιστορικά, και όσον αφορά τον συγκεκριμένο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό της Ελλάδας, και το ελληνικό κράτος.

Ως προς την ιστορική οπτική, στον σύγχρονο καπιταλισμό, ως υπερώριμο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, και μάλιστα στην ύστερη φάση του της διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής, ο αναπαραγωγικός ρόλος του κράτους αποκτά κυρίαρχη σημασία για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Το κράτος επενδύει και οργανώνει για τη διαμόρφωση εθνικών υποδομών, και κοινωφελών υπηρεσιών, οι οποίες αποτελούν απαραίτητο όρο για τη λειτουργία του σύγχρονου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ξεχωρίζουν για τη σημασία τους οι υποδομές των μεταφορών και επικοινωνιών που παίρνουν τη μορφή του παγίου κεφαλαίου, και οι υπηρεσίες για τη διαμόρφωση του σύγχρονου υποκειμένου της εργασίας (εκπαίδευση, επιστημονική έρευνα, υγεία και ασφάλιση), και της παραγωγής (αναφερόμαστε σε μισθωτούς επιστήμονες και στελέχη των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, αλλά και του κρατικού τομέα). Χωρίς αυτές τις επενδύσεις, είναι αδύνατον να αναπαραχθεί επαρκώς ή και προνομιακά, δηλ. όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτα και με όσο το δυνατόν πιο υψηλό ποσοστό κέρδους, το εθνικό συνολικό κεφάλαιο, και κυρίως, τα εθνικά μονοπώλια, στον διεθνή ανταγωνισμό.

Εστιάζοντας, τώρα, σε πιο βραχυχρόνια ιστορικά διαστήματα, είναι φυσιολογικό το όλο αυτό κύκλωμα της αναπαραγωγής του (μονοπωλιακού) κεφαλαίου διά μέσου δημόσιων επενδύσεων να χωλαίνει και να υπολειτουργεί σε περιόδους καπιταλιστικών κρίσεων ή αναιμικής ανάπτυξης, όπως αυτή που ζούμε τουλάχιστον τα τελευταία 15-20 χρόνια στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Σε τέτοιες περιόδους, η μειωμένη κερδοφορία επιφέρει και μείωση των παραγωγικών επενδύσεων, ανάμεσά τους και των κρατικών, εκτός των άλλων διότι και τα δημόσια έσοδα μειώνονται αντίστοιχα. Αντιστρόφως, αυξάνονται κάθε είδους κερδοσκοπικές και ληστρικές επενδύσεις. Η παραχώρηση σε ιδιώτες κρατικών μονοπωλίων, υπηρεσιών και υποδομών, προς εκμετάλλευση, έναντι συνήθως πινακίου φακής, είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Καθόλου τυχαία, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτέλεσαν βασική πλευρά της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης του καπιταλισμού, η οποία, με τη σειρά της, αποτέλεσε τη στρατηγική απάντηση του κεφαλαίου στην κρίση της δεκαετίας του 1970. Αντίθετα, στις 2-3 μεταπολεμικές δεκαετίες που προηγήθηκαν και χαρακτηρίστηκαν από αυξημένη κερδοφορία, και, επομένως, από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, λόγω των καταστροφών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κυριαρχούσε η κεϋνσιανή διαχείριση, η οποία ευνοούσε τις μεγάλες και στρατηγικές δημόσιες επενδύσεις για την υποστήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Εστιάζοντας τώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση του ελληνικού κράτους, δεν μπορούμε να μη ξεκινήσουμε από το ότι πρόκειται για ένα εξαρτημένο κράτος στον ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό, με το ελληνικό κεφάλαιο να καταλαμβάνει θέσεις στους κατώτερους κρίκους των σύγχρονων διεθνοποιημένων αλυσίδων παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας. Περιοδικές χρεωκοπίες, η τεχνολογική καθυστέρηση, η καταστροφή ολόκληρων κλάδων της παραγωγής, ειδικά μετά την ένταξη στην ΕΕ, και αργότερα στην Ευρωζώνη, η μετανάστευση και η λεγόμενη «διαρροή εγκεφάλων», αποτελούν πλευρές της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας που συνδέονται αιτιακά άμεσα με ένα κράτος διαχρονικά διεφθαρμένο και διαχειριστικά ανεπαρκές, με τη διαπλοκή του δημοσίου με τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, και τέλος, με την προσφορά του δημόσιου και φυσικού πλούτου της χώρας προς λεηλασία από το ξένο και εγχώριο μονοπωλιακό κεφάλαιο, είτε με τη μορφή της εξαγοράς ή της ιδιωτικοποίησης, είτε με αυτήν (υπ)εργολαβιών που χρυσοπληρώνονται χωρίς να ολοκληρώσουν τα έργα που έχουν αναλάβει…

Σε καμία περίπτωση δεν ισχυριζόμαστε ότι τα φαινόμενα αυτά δεν συναντώνται και στις ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το σκάνδαλο με τις κακοτεχνίες, καθυστερήσεις και υπερκοστολογήσεις στο νέο αεροδρόμιο του Βερολίνου, ή τις παλιότερες ιδιωτικοποιήσεις των σιδηροδρόμων στην Αγγλία. Ωστόσο, σε αυτές τις χώρες, επεμβαίνει το κράτος για να διορθώσει τα κακώς κείμενα, και να επιβεβαιώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα του εθνικού συνολικού κεφαλαίου. Αντίθετα, στη χώρα μας, η ολιγαρχία του ελληνικού (φιλο)μονοπωλιακού, φιλοϊμπεριαλιστικού κεφαλαίου επιβιώνει παρασιτικά, οργανικά συνδεδεμένη με το ξένο, ιμπεριαλιστικό, μονοπωλιακό κεφάλαιο, το οποίο προσκαλεί στο …φαγοπότι, μην έχοντας φιλοδοξίες εθνικά ανεξάρτητης – αν και καπιταλιστικής – ανάπτυξης, που να είναι δυνητικά διεθνώς ανταγωνιστική.

Σε μια εποχή, μάλιστα, σαν τη σημερινή, εν μέσω αλλεπάλληλων καπιταλιστικών κρίσεων, και μνημονιακής διαχείρισης ενός κατ’ ουσίαν χρεωκοπημένου ελληνικού κράτους, είναι αναμενόμενο τα φαινόμενα αυτά να βρίσκονται σε έξαρση, είτε αφορούν σιδηροδρόμους, είτε γέφυρες που θα αρχίσουν σε λίγο να καταρρέουν, είτε ΜΕΘ που …δε χρειάζονται ειδικά στην Ελλάδα, ώστε να είμαστε πρωταθλητές στους νεκρούς της πανδημίας του κορωνοϊού, είτε σχολεία – «προκάτ» και πανεπιστήμια χωρίς καθηγητές και εργαστήρια στο έλεος των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των ιδιωτικών χορηγιών, είτε την κερδοσκοπία με τις πανευρωπαϊκά πανάκριβες τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, είτε «το νερό που θα το πούμε νεράκι» αν προχωρήσουνε τα σχέδια ιδιωτικοποίησης και των συστημάτων ύδρευσης, κοκ…

Χωρίς, λοιπόν, να δίνουμε έτοιμες συνταγές, η ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη εκείνη την πολιτική δύναμη που θα ξεκινήσει από το συγκεκριμένο, χωρίς απλοϊκές γενικότητες, όπως και από το αυθόρμητο και την κοινωνική οργή, και θα προσφέρει ένα συγκροτημένο πλαίσιο πολιτικών στόχων και μια προοπτική, όχι απλά και μόνο ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, ή ενάντια στην παρούσα κυβέρνηση, αλλά ενάντια στο σημερινό μοντέλο ανάπτυξης της χώρα μας, και στα δεσμά του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και της ντόπιας ολγαρχίας που το καθορίζουν. Ο λαός της χώρας μας είναι πλέον πιο έμπειρος. Έχει αντίληψη όλων των παραπάνω πλευρών μέσα από την άμεση εμπειρία του. Γνωρίζει, πλέον, ότι ο «ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός» ήταν μια …απάτη, και σήμερα έχει πάρει τη μορφή των …δανειστών, των μνημονίων και των …ιταλικών σιδηροδρόμων. Ενημερώνεται για τις παγκόσμιες εξελίξεις για εναλλακτικές διεθνείς συνεργασίες, όπως αυτές στη Λατινική Αμερική, ή την ανάδυση της Κίνας ως ταχέως αναπτυσσόμενης χώρας στην τεχνολογική αιχμή μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες. Επιπλέον, η δραματική εμπειρία του κινηματικού ξεσπάσματος της προηγούμενης δεκαετίας ενάντια στα μνημόνια του έχει δώσει το σκληρό μάθημα ότι δεν υπάρχουν εύκολες και ανώδυνες λύσεις, χωρίς ρήξη με το Ευρώ, την ΕΕ, την ντόπια ολιγαρχία και το πολιτικό της σύστημα.

Υπάρχει πολιτική δύναμη για να χτίσει πάνω σε όλα αυτά;

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΚΚΕ, και ο Γ. Οικονομάκης στον Ριζοσπάστη…

Δυστυχώς, από ότι φαίνεται, όχι…

Από τη μια έχουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μια σειρά εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων που με πέντε συνθήματα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, το κεφάλαιο, και το κράτος ελπίζουν να δουν τον λαό να προβαίνει σε γενικές απεργίες, «εξεγέρσεις», «ανατροπές», και ένας θεός ξέρει ακόμη τι άλλο. Πόσο μάλλον που τα όποια μεταβατικά αιτήματα προβάλλουν, όπως αυτά της ρήξης με την ΕΕ και το Ευρώ, πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύονται από «αντικαπιταλιστικούς» βερμπαλισμούς, και όρκους άρνησης «διαχείρισης του καπιταλισμού»… λες και αυτό απασχολεί σήμερα τον ελληνικό λαό, μην τυχόν και τον κυβερνήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ…

Από την άλλη, έχουμε το ΚΚΕ, το οποίο για άλλη μια φορά καταφέρνει να βγάλει φλας ακόμη πιο αριστερά και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποφεύγοντας τελείως αν είναι δυνατόν τους μεταβατικούς πολιτικούς στόχους, προκειμένου να στρίψει όσο πιο δεξιά γίνεται, με κεντρικό σύνθημα το «να βγάλουμε συμπεράσματα» για «ΚΚΕ δυνατό» στις επερχόμενες εκλογές… Κατά τα άλλα, ο κεντρικός σχεδιασμός και το δημόσιο σύστημα συγκοινωνιών αφορούν την περίοδο αφού έρθει ο πελαργός της σοσιαλιστικής επανάστασης και στη χώρα μας…

Μάλιστα, είναι δυστυχές ότι στην υπηρεσία αυτής της πολιτικής γραμμής συντάσσεται και ο Γ. Οικονομάκης, μαρξιστής επιστήμονας με αξιόλογο κατά τα άλλα έργο, και ας διαφωνούμε με τη γενική θεωρητική του αντίληψη. Σε πρόσφατο (10/2) άρθρο του στον Ριζοσπάστη κριτικάρει τα αιτήματα περί γενικευμένων κρατικοποιήσεων στο πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως μεταβατικών πολιτικών στόχων, στον βαθμό, δηλ. που δεν τίθενται με την αυστηρή προϋπόθεση της επαναστατικής εργατικής ή λαϊκής εξουσίας:

«Η θέση για «εδώ και τώρα» «κρατικοποιήσεις των βασικών τομέων της οικονομίας» και για «χτύπημα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας», «χωρίς αποζημίωση και με εργατικό – λαϊκό έλεγχο», δεν προϋποθέτει την επαναστατική ανατροπή και την καταστροφή του αστικού κράτους. Δηλαδή, το αστικό κράτος θα χτυπήσει την αστική τάξη, μέχρι την οικονομική εκμηδένισή της (απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας). Υποστηρίζουν, επομένως, την έναρξη μιας διαδικασίας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής από το αστικό κράτος. Αυτό που αποφεύγουν τόσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και η «Πρωτοβουλία» είναι η σχέση επανάστασης και κράτους, αποφυγή που χαρακτηρίζει τον οπορτουνισμό. Γράφει ο Λένιν: «Η αποφυγή του ζητήματος της σχέσης προλεταριακής επανάστασης και κράτους (…) συμφέρει στον οπορτουνισμό και (…) τον έθρεψε»

Τα παραπάνω οδηγούν στο ερώτημα της συγκεκριμένης κυβερνητικής εξουσίας που θα υλοποιήσει (μέσω του αστικού κράτους) τις γενικευμένες κρατικοποιήσεις. Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η μόνη δυνατή απάντηση, εντός αυτής της γραμμής, είναι η ρεφορμιστική ουτοπία μιας αντι-νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.»

Καταρχήν, είναι αστείο ότι κατηγορείται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για μια θέση που δήθεν:

«οδηγεί στην οπορτουνιστική – ρεφορμιστική λογική των σταδιακών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που (υποτίθεται αποδυναμώνοντας την οικονομική εξουσία του κεφαλαίου) προετοιμάζουν τις συνθήκες για τον σοσιαλισμό.»

Όπως αναφέραμε παραπάνω, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πασχίζει να διαλύσει κάθε τέτοια υπόνοια …«οπορτουνισμού», με το να συνοδεύει το μεταβατικό της πρόγραμμα με σειρά γενικόλογων επαναστατικών βερμπαλισμών περί αντικαπιταλιστικής ανατροπής, εξέγερσης, επανάστασης κοκ, οι οποίοι αντικαθιστούν το έλλειμα στρατηγικής και συγκεκριμένης τακτικής που τη χαρακτηρίζει.

Κυρίως, όμως, είναι πολύ δυσάρεστο να βλέπουμε βασικές πλευρές της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας και της εμπειρίας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος να διαστρεβλώνονται με τέτοιο κοινότοπο τρόπο από έναν μαρξιστή ακαδημαϊκό.

Για παράδειγμα, ο Γ. Οικονομάκης αναγνωρίζει τον αναπαραγωγικό ρόλο του κράτους στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω:

«Ανάλογα με τις οικονομικές και ταξικές συνθήκες, τους γενικούς όρους παραγωγής μπορεί να τους αναλάβει το κράτος, για να υπηρετήσει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.»

Ωστόσο, από αυτό συνάγει μόνο ότι το οι κρατικοποιήσεις που κάνει το κεφάλαιο δεν είναι «ταξικά ουδέτερες»:

«Οι κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος τους και ταυτόχρονα υπηρετούν τη γενική κερδοφορία του κεφαλαίου (βλ. «πολιτική διαφορισμού τιμής»). Οι οπορτουνιστές αποσιωπούν ότι οι κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις δεν είναι ταξικά «ουδέτερες».»

Από την αντίληψη του αρθρογράφου απουσιάζουν τελείως τα εξής:

  • Εάν ο αναπαραγωγικός ρόλος του κράτους είναι ανώτερος στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και διακρίνεται σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης, ενώ οι κερδοσκοπικές ιδιωτικοποιήσεις και η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας χαρακτηρίζουν περισσότερο τις εξαρτημένες υπανάπτυκτες χώρες και περιόδους κρίσεων, είναι άραγε αδιάφορη για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα η ιδιοκτησία των υποδομών και των κοινωφελών υπηρεσιών, όταν μάλιστα εγείρονται από το κίνημα και διεκδικήσεις για τον εργατικό και λαϊκό έλεγχο στη διαχείρισή τους;
  • Εάν το κράτος φροντίζει για τη «γενική κερδοφορία» και «απρόσκοπτη αναπαραγωγή του κεφαλαίου», αυτό αφήνει αδιάφορο την όσο το δυνατόν πιο «απρόσκοπτη» και ποσοτικά και ποιοτικά επαρκή αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης; Φαντάζομαι ότι ο αρθρογράφος και το ΚΚΕ με το οποίο συμπορεύεται δεν αρνούνται τη χρησιμότητα του οικονομικού και δημοκρατικού αγώνα μέσα στους χώρους εργασίας, ενάντια στους ατομικούς κεφαλαιοκράτες. Γιατί, επομένως, αρνούνται τη χρησιμότητα αυτού του αγώνα ενάντια στον συλλογικό κεφαλαιοκράτη και το κράτος του; Είναι αδιάφορο για τον λαό εάν τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, οι σιδηρόδρομοι, οι αυτοκινητόδρομοι, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, οι επιχειρήσεις ύδρευσης και ηλεκτρισμού, κοκ, είναι σε δημόσια ή ιδιωτική ιδιοκτησία, και αν υπόκεινται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο έλεγχο από τους εργάτες και τον λαό, ή αν παραδίδονται για κερδοσκοπία σε ντόπια και ξένα μονοπώλια;

Στη βάση της λογικής του ΚΚΕ και του αρθρογράφου είναι, δυστυχώς, μια ιδεαλιστική αντίληψη της πολιτικής πάλης, την οποία αντιλαμβάνονται ως έναν συνδυασμό του οικονομικού και δημοκρατικού αγώνα στους χώρους εργασίας, εκεί που η αντίθεση κεφάλαιο – εργασία εμφανίζεται άμεσα, με τον ιδεολογικό αγώνα για τον οποίο προορίζουν αποκλειστικά την κεντρική πολιτική παρέμβαση του κόμματος.

Αντίθετα, εμείς βλέπουμε τον πολιτικό αγώνα σαν έναν πόλεμο. Σε κάθε εποχή, και «ανάλογα με τις οικονομικές και ταξικές συνθήκες», όπως λέει και ο αρθρογράφος, η αστική τάξη διαμορφώνει μια στρατηγική για την όσο το δυνατόν πιο «απρόσκοπτη αναπαραγωγή του κεφαλαίου». Αναφερθήκαμε παραπάνω, και αλλού πιο αναλυτικά, ότι αυτή είναι διαφορετική στις ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες χώρες, πέραν από την εξάρτησή της από την ιστορική συγκυρία, τις περιόδους κρίσης/ύφεσης ή ανάπτυξης, κοκ.

Η πολιτική πάλη απαιτεί και από την εργατική τάξη να διαμορφώσει μια αντίστοιχη στρατηγική, η οποία να αποσκοπεί στο αδυνάτισμα του αντιπάλου, στον κλονισμό της εξουσίας του επιφέροντας δυσκολίες στην «απρόσκοπτη αναπαραγωγή του κεφαλαίου» και προς όφελος μιας καλύτερης αναπαραγωγής της εργασίας! Σε μια εποχή που οι «οικονομικές και ταξικές συνθήκες» καθιστούν τις ληστρικές ιδιωτικοποιήσεις, τις (υπ)εργολαβίες, τις ΣΔΙΤ, την κερδοσκοπία και υπαγωγή του συνόλου της κοινωνικής αναπαραγωγής (παιδείας, επιστημονικής έρευνας, υγείας, ασφάλισης) αναγκαία στρατηγική για το ξένο και ντόπιο (φιλο)μονοπωλιακό κεφάλαιο, η στρατηγική της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι παρά διαμετρικά αντίθετη!

Η αντίληψή μας για τη στρατηγική και την τακτική καθόλου δεν αφορά «σταδιακές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που προετοιμάζουν τις συνθήκες για τον σοσιαλισμό». Το μεταβατικό  πρόγραμμα σκιαγραφεί μια στρατηγική κατεύθυνση, στην οποία καλείται να κινηθεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Κάποιοι από τους στόχους του θα μπορούσαν να υλοποιηθούν και από μια αστική εξουσία, πχ υπό την πίεση του κινήματος, σε περιόδους πολιτικής αστάθειας κοκ, έστω και μερικώς ή στρεβλά. Κάποιοι άλλοι είναι – φραστικά έστω – παρόμοιοι με τα μέτρα που θα έπαιρνε μια νεαρή επαναστατική εξουσία. Κάποιοι άλλοι είναι αδύνατο να υλοποιηθούν, έστω σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, χωρίς να κλονισθεί συθέμελα η αστική εξουσία. Για παράδειγμα, η έξοδος από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι κάτι που δεν μπορεί σήμερα να υλοποιήσει η αστική τάξη στη χώρα μας, και πιθανόν ούτε καν να ανεχτεί ειρηνικά. Ένα κίνημα που θα ωθούσε σε μια τέτοια στρατηγικού χαρακτήρα ρήξη, θα όξυνε αντίστοιχα την ταξική πάλη και θα καθιστούσε πιο πιθανή την εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης.

Αν θα χρησιμοποιούσαμε μια αναλογία, θα παρομοιάζαμε την πολιτική πάλη με έναν αγώνα μποξ, όπου κάθε μεταβατικό αίτημα που διεκδικεί και, ίσως και καταφέρνει να ικανοποιήσει, το εργατικό και λαϊκό κίνημα μοιάζει σαν μια γροθιά στην αστική τάξη. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ακριβώς ποιο χτύπημα θα κλονίσει την αστική τάξη (επαναστατικές συνθήκες), και πιο επόμενο χτύπημα, πχ με τη μορφή ενός πολιτικού συνθήματος με άμεση αναφορά στην εξουσία (πχ «όλη η εξουσία στα σοβιέτ!»), θα επιφέρει το …επαναστατικό νοκ άουτ!

Το σημαντικό είναι ότι η εργατική τάξη και ο λαός, συμμετέχοντας σε ένα κίνημα με ένα τέτοιο πρόγραμμα, στα πλαίσια μιας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, συνειδητοποιούν από την ίδια τους την εμπειρία αυτά που υποτίθεται ότι τους «διδάσκει» το …ιδεολογικο-πολιτικό κήρυγμα του ΚΚΕ, και, κυρίως, τα όρια της εξουσίας της αστικής τάξης, και την ανάγκη για την ανατροπή της. Αυτό προϋποθέτει, όμως,

α. ότι τα μεταβατικά αυτά αιτήματα είναι πραγματικά, δηλ. η διατύπωσή τους αποσκοπεί πραγματικά στη διεκδίκησή τους, και δε γίνεται απλά στα πλαίσια μιας ιδεολογικοπολιτικής ζύμωσης. Είναι η πραγματική κίνηση της τάξης που θα επιφέρει και την αλλαγή στην κοινωνικοπολιτική της συνείδηση (το είναι και το πράττειν καθορίζουν το συνειδέναι). Γι’ αυτό και δε χρειάζεται …το περιτύλιγμα του «αντικαπιταλιστικού» βερμπαλισμού, στον βαθμό που είναι αντικειμενική η αδυναμία της αστικής τάξης να ικανοποιήσει το σύνολο ή και τον πυρήνα του προγράμματος.

β. Την ιδεολογικο-πολιτική και οργανωτική αυτονομία του κομμουνιστικού κόμματος, ώστε όταν φυσιολογικά προκύπτει το «ερώτημα της συγκεκριμένης κυβερνητικής εξουσίας που θα υλοποιήσει» το μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα, όπως σωστά παρατηρεί ο αρθρογράφος, οι κομμουνιστές να ζυμώνουν τη δική τους στρατηγική, μορφοποιώντας την ανάλογα με την εκάστοτε τακτική τους.

Οπότε, η λογική μας καθόλου δεν «διαστρεβλώνει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της επαναστατικής κατάστασης, η οποία εκδηλώνεται πάνω στο έδαφος της όξυνσης των αντιφάσεων του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και που δεν την προκαλεί η θέληση κανενός κόμματος, τάξης ή κυβέρνησης». Απλά αναγνωρίζει τη σημασία της πολιτικής (πέρα από την οικονομική και την ιδεολογική) μορφής της ταξικής πάλης, ως τον υποκειμενικό παράγοντα που οξύνει την πολιτική κρίση της αστικής εξουσίας στο έδαφος της όξυνσης των αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος. Κάθε τι άλλο, συνιστά απλά έναν μοιρολατρικό οικονομισμό, στον οποίο εμείς πρέπει απλά να καθόμαστε, ή να δίνουμε μόνο επιμέρους οικονομικούς αγώνες «χαρακωμάτων», και, κατά τα άλλα, να περιμένουμε την …κατάρρευση του καπιταλισμού, ενώ στο μεσοδιάστημα …κηρύττουμε τον σοσιαλισμό!

Δυστυχώς, οι κυρίαρχοι σχηματισμοί της κομμουνιστικής Αριστεράς στη χώρα μας αναδεικνύονται συνεχώς κατώτεροι των περιστάσεων. Η πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος καθίσταται κάθε μέρα όλο και πιο επείγουσα ανάγκη.