1

Η πολιτική συγκυρία ενόψει των επερχόμενων εκλογών

του Δημήτρη Καραλή

Παρέμβαση εκ μέρους του Συλ/γου Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος» σε εκδήλωση Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου – ΑΡΑΝ

Καλησπέρα συντρόφισσες και σύντροφοι,

θα κάνω μια σύντομη τοποθέτηση εκ μέρους του Συλλόγου Διάδοσης Μαρξιστικής Σκέψης «Γιάνης Κορδάτος», εκφράζοντας όσο γίνεται τις σκέψεις μας , τους προβληματισμούς μας και την οπτική μας πάνω στο θέμα της σημερινής εκδήλωσης.

Θα ξεκινήσω κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν. Από το 2008 μέχρι σήμερα έχει συμβεί πληθώρα σημαντικών πολιτικών γεγονότων: η καπιταλιστική κρίση, η επιβολή μνημονίων και η ραγδαία κατακρήμνιση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού, η εμφάνιση νεοναζιστικού μορφώματος, το προσφυγικό, η πανδημία. Όλα αυτά αποτελούν συνεχείς κρίσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με το αποτύπωμα στην κοινωνία να είναι τεράστιο.

Αυτό γίνεται φανερό στις πολιτικές ανακατατάξεις που πυροδότησαν αυτές οι εξελίξεις. Η απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου έφερε έντονη αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος: είδαμε τα προηγούμενα χρόνια το ΠΑΣΟΚ να φτάνει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, το ίδιο και η ΝΔ, αν και αργότερα η τελευταία επανάκαμψε, και τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα του 3%, να αναδύεται σε κόμμα εξουσίας. Παρόλες αυτές τις ανακατατάξεις υπήρχε και μια σταθερά, που δεν είναι άλλη δυστυχώς από την αδυναμία της Αριστεράς να μπορέσει να δώσει στον κόσμο μια διέξοδο ουσιαστική, μια διέξοδο που την είχε ανάγκη περισσότερο από ποτέ.

Αυτή η αδυναμία οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, με την ευθύνη να βαραίνει κυρίως τις ηγεσίες των μαζικότερων φορέων της Αριστεράς στη χώρα.

Το ΚΚΕ, από την περίοδο της κρίσης και έπειτα ακολουθεί μια πολιτική που εμποδίζει την ανάπτυξη ενός μαζικού λαϊκού κινήματος. Βασικότερα χαρακτηριστικά της είναι ο ακραίος σεχταρισμός, η αλλαγή ορισμένων αναλύσεων – η στροφή σε θέσεις που είναι εκτός πραγματικότητας και ως εκ τούτου δεν μπορούν να συγκινήσουν και να κινητοποιήσουν τον κόσμο (η υιοθέτηση του αφηγήματος της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας είναι η πλέον χαρακτηριστική), καθώς και η αναθεώρηση της ιστορίας του, που συνεπάγεται ουσιαστικά την απόρριψη των πιο ενδόξων στιγμών της, την απόρριψη μιας πολύ βαριάς και σημαίνουσας παρακαταθήκης για το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε μια σειρά από λάθος γραμμές, όπως τη μη υιοθέτηση μετωπικών πολιτικών και μεταβατικών προγραμμάτων, καθώς και λάθη σε κομβικά σημεία όπως για παράδειγμα η στάση στο δημοψήφισμα. Όλα αυτά οδήγησαν με τη σειρά τους στη συρρίκνωση των εκλογικών του ποσοστών, όταν θα μπορούσε να υπάρχει εκτόξευση, και της απήχησής του στην κοινωνία.

Διάφοροι άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί της Αριστεράς, όπως για παράδειγμα η προσπάθεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στάθηκαν επίσης ανεπαρκείς να δώσουν στον κόσμο αυτή την πολυπόθητη διέξοδο, με παθογένειες, όπως η στροφή σε μια στείρα αντικαπιταλιστική ρητορική και οι συγκολλήσεις ετερόκλητων οργανώσεων μόνο στη βάση του ενδεχόμενου εκλογικού ποσοστού, να επισκιάζουν τα οποία βήματα σε θετική κατεύθυνση.

Την κατάσταση αυτή ήρθε να εκμεταλλευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ, πουλώντας κάλπικες ελπίδες στον κόσμο, ώστε ως κυβέρνηση να εφαρμόσει κι αυτός πιστά τις μνημονιακές πολιτικές, στο όνομα μάλιστα της Αριστεράς, αφοπλίζοντας έτσι ιδεολογικά τον ελληνικό λαό, βυθίζοντας το κίνημα σε κρίση και εσωστρέφεια, και στρώνοντας το χαλί για την τωρινή κυβέρνηση και την πολιτική της, που αποτελεί τη χειρότερη έκφανση αστικής πολιτικής που έχουμε ζήσει μετά τη μεταπολίτευση.

Η περίοδος που διανύουμε σήμερα, με την πανδημία να έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στις ζωές μας, με την ακρίβεια να μαστίζει, με την ενεργειακή κρίση, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται και την Ελλάδα να συμμετέχει ενεργά σε αυτόν, αλλά και την επικίνδυνη περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών, βρίσκει το λαϊκό κίνημα δυστυχώς σε κατάσταση παρακμής, με τους εργαζόμενους που συνδικαλίζονται να είναι ελάχιστοι σε σχέση με το σύνολο των εργαζομένων, κυρίαρχο μοτίβο ζωής να αποτελεί ο ατομικός δρόμος και η αποστροφή προς κάθε τι συλλογικό, την έλλειψη οραμάτων και ιδανικών, καθώς και την ακραία χαλάρωση των αντιιμπεριαλιστικών αντανακλαστικών του κόσμου, παρόλο που όπως είπαμε η χώρα μας συμμετέχει ενεργά στον πόλεμο που μαίνεται αυτή τη στιγμή. Με το κίνημα σε αυτή την κατάσταση, δεν μπορεί ο λαός να μπλοκάρει τις πολιτικές που δρομολογούνται εις βάρος του, πλην ορισμένων εξαιρέσεων (πχ αποτροπή πανεπιστημιακής αστυνομίας).

Παρόλη αυτή την κατάσταση, ο κόσμος δυσφορεί, προφανώς δεν του αρέσει η πραγματικότητα που ζει (πως θα μπορούσε άλλωστε). Αυτή η δυσφορία εκφράζεται σε ένα επίπεδο κοινωνικής ψυχολογίας (το βλέπουμε όλοι σε καθημερινές συζητήσεις με ανθρώπους που μιλάμε και παρεμβαίνουμε), αλλά δεν διοχετεύεται πολιτικά μέχρι στιγμής. Είναι ευθύνη και δικιά μας να εκμεταλλευτούμε αυτή τη μαγιά την αγανάκτησης που υπάρχει στον κόσμο, προκειμένου να γίνει συνειδητή πολιτική δράση. Αυτή η κατάσταση είναι λογικό να δημιουργεί ένα μεγάλο πολιτικό κενό. Ο ΣΎΡΙΖΑ δεν είναι ούτε κατά διάνοια αντισυστημικό κόμμα, ενώ το ΚΚΕ και οι υπόλοιποι σχηματισμοί του εξωκοινουβουλίου αδυνατούν, για τους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως, να εκφράσουν τον κόσμο.

Γίνεται σαφές, λοιπόν, ότι ενόψει των εκλογών, υπάρχει το πολιτικό έδαφος πάνω στο οποίο ένας μετωπικός σχηματισμός δυνάμεων που εκφράζουν τα ευρύτερα λαϊκά συμφέροντα θα μπορούσε να ανθίσει. Ωστόσο, σύντροφοι, τα μέτωπα δημιουργούνται πάντα στη βάση ορισμένων αντιθέσεων: σύμφωνα με τη δική μας οπτική, η κυρίαρχη αντίθεση αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των φορέων της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της πατρίδας μας (ΕΕ – ΗΠΑ -ΝΑΤΟ), καθώς και της ντόπιας ξενόδουλης αστικής τάξης απ’ τη μια πλευρά, και των εργαζομένων και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων απ’ την άλλη. Αυτή είναι η μοναδική βάση πάνω στην οποία ένα μέτωπο δυνάμεων με προσανατολισμό αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, λαϊκό, με αιχμή του δόρατος την απεμπλοκή της χώρας μας από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, θα μπορούσε να συγκροτήσει μια τέτοια κοινωνική συμμαχία, και να δώσει διέξοδο αποτελεσματικά στη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου που πλήττεται από τις υφιστάμενες πολιτικές.

Ωστόσο, προαπαιτούμενο για να οδηγηθεί μια τέτοια μετωπική προσπάθεια σε εκλογική συμμαχία, θα ήταν, καταρχήν, η συγκρότηση της σε επίπεδο κινηματικό (στο δρόμο) και σε επίπεδο συνδικαλιστικό (στους κοινωνικούς χώρους), καθώς δεν είναι δυνατόν οι εκλογικές συμμαχίες σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο να συγκροτούνται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ένα ενδεχόμενο μέτωπο σε αυτή τη βάση, δεν είναι απαραίτητο ότι θα αποτελούνταν μόνο από κομμουνιστές. Ωστόσο, οι κομμουνιστές, θα έπρεπε μέσα από μια τέτοια διαδικασία, να συγκροτήσουν την αναγκαία επαναστατική ραχοκοκαλιά ενός τέτοιου μετώπου, κάτι που τόσο λείπει αυτή τη στιγμή από το πολιτικό σκηνικό της χώρας μας, δηλαδή ένα κομμουνιστικό κόμμα με επαναστατικά χαρακτηριστικά, ικανό να δώσει τον πολιτικό τόνο ενός τέτοιου εγχειρήματος. Έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια από οργανώσεις με κομμουνιστικές αναφορές, με τελευταία εκείνη του Συντονισμού Κομμουνιστικών Δυνάμεων, αλλά για μια σειρά από λόγους απέτυχαν.

Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη την πείρα των τελευταίων ετών, όταν και φάνηκε στην πράξη ότι μετωπικοί σχηματισμοί που δεν συγκροτήθηκαν στη βάση που αναλύσαμε παραπάνω, αλλά στις κοινές αναφορές στην Αριστερά με διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς (ανατρεπτική, ριζοσπαστική κτλ.), και με κυρίαρχο επίδικο το πρόσκαιρο εκλογικό συμφέρον, είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν.

Κλείνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε πόσο σημαντικό είναι να γίνονται τέτοιες εκδηλώσεις με υγιείς όρους και ειλικρίνεια, όπου να μπορούμε να συζητάμε συντροφικά, να ανταλλάσσουμε τις οπτικές μας, και να μπορούμε να εκφράζουμε και τις διαφοροποιήσεις μας, ασκώντας κριτική, όποτε είναι αυτό αναγκαίο (ποτέ δεν είναι παραγωγικό να τις κρύβουμε κάτω από το χαλί). Η περίοδος που ζούμε είναι τέτοια που απαιτεί όλους μας να είμαστε σε εγρήγορση και να επιδιώκουμε την ενότητα όπου αυτή μπορεί να επιτευχθεί.

Εμείς, σαν Σύλλογος Διάδοσης Μαρξιστικής Σκέψης «Γ. Κορδάτος», με οποίες δυνάμεις διαθέτουμε, θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε να συνεισφέρουμε όσο το δυνατόν περισσότερο στη μεγάλη υπόθεση που λέγεται ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.