1

Για την πολιτική της οποίας συνέχεια είναι ο σύγχρονος πόλεμος

 

του Διονύση Περδίκη

 

Εκκινουμε τη δημοσίευση του πέμπτου μέρους της μελέτης με τίτλο “Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στον 21ο αιώνα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία”. 

Το Μέρος Ε΄ αποτελεί το κομμάτι όπου στρεφόμαστε στο φαινόμενο των διεθνών σχέσεων και των εθνικών πολέμων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων τόσο των άδικων ιμπεριαλιστικών πολέμων, όσο και των δίκαιων πολέμων για την εθνικη ανεξαρτησία. Πραγματευόμαστε το αντικείμενο αυτό στη βάση της ανάλυσης των προηγούμενων μερών της μελέτης για τον σύγχρονο ιμπεριαλιστικο καπιταλισμό, αλλά και για τη διαδικασία της παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής της υπεραξίας στη διεθνή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό αναλύουμε πιο λεπτομερώς τους συνεπαγόμενους διακρατικούς ανταγωνισμούς.

Η μελετη συνοδεύεται από εκτενέστατες σημειώσεις με παραθέματα και μεταφράσεις. Συνιστούμε σε μια πρώτη ανάγνωση να αγνοηθούν οι σημειώσεις αυτές προς χάριν της ροής του κειμένου. Σε δεύτερη φάση, οι σημειώσεις και οι αναφορές σε αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν για περαιτέρω μελέτη των θεμάτων που θίγονται. 

Καθώς θα προχωράμε στη δημοσίευση της μελέτης θα εμπλουτίζουμε τον παρακάτω πίνακα περιεχομένων με τους αντίστοιχους ηλεκτρονικούς συνδέσμους:

 

 

ΜΕΡΟΣ Α’: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΕΡΟΣ Β’: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ 

Μέρος Β1:

Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός: Γενική θεωρία του ΚΤΠ, και μονοπώλιο – ιμπεριαλισμός: Μαρξ εναντίον Λένιν; 

  • Από τον Μαρξ και τη γενική θεωρία του κεφαλαίου… 
  • …στον Λένιν, το μονοπώλιο, και τον ιμπεριαλισμό στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής… 
  • Η διαλεκτική της ιστορίας του καπιταλισμού έχει τις απαντήσεις 

Μέρος Β2 :

Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος

  • Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών
  • Η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα από την άνιση ανταλλαγή
          – Πλασματικό κεφάλαιο
          – Το ‘παραγωγικό’  πλασματικό κεφάλαιο
          – Υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη
          – Διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας
  • Συμπέρασμα: ιμπεριαλισμός ως υπερώριμος καπιταλισμός

Μέρος Γ΄:

 ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΌΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ: Η ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΉ, ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΉ ΕΚΜΕΤΆΛΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΈΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ

  • Άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο
  • Εξαγωγές κεφαλαίου
  • Η ουσία των ιμπεριαλιστικών διακρατικών σχέσεων
  • Μέτρα ιμπεριαλιστικής ισχύος
  • Σύνοψη Μερών Β΄ και Γ΄

ΜΕΡΟΣ Δ΄: «ΕΔΏ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΕΚΕΊ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΤΕΛΙΚΆ ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ;» Η ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΔΙΕΘΝΉΣ ΣΥΓΚΥΡΊΑ «ΑΚΟΛΟΥΘΏΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΉΜΑ».

ΜΕΡΟΣ Δ1:

Ε’ ΜΈΡΟΣ: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΊ ΠΌΛΕΜΟΙ, ΚΑΙ ΠΌΛΕΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΉ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΊΑ. ΤΟ ΔΊΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΆΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ.

Μέρος Ε1 (παρόν)

1.     «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»
2.     Η διεθνής πολιτική ως η αιτία των εθνικών πολέμων
2.1        Εθνικός πόλεμος
2.2        Εθνική κοινωνική και κρατική συγκρότηση και ταξική πάλη
2.3        Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες «διεθνείς σχέσεις» και «διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα»
3.     Παγκόσμια και ιστορική οπτική στις διεθνείς σχέσεις
3.1        Ιστορική οπτική
3.2        Παγκόσμια οπτική

Σημειώσεις 

 

Στο Ε΄ Μέρος θα προτείνουμε μια σύγχρονη λενινιστική προσέγγιση στο φαινόμενο του πολέμου, στη βάση των όσων έχουμε παρουσιάσει μέχρι αυτό το σημείο για τον σημερινό κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής, και για την ιστορική συγκυρία που αυτός αναδεικνύει. Σε καμία περίπτωση δε σημαίνει αυτό ότι αντιμετωπίζουμε με αναγωγιστικό ή υπεραπλουστευτικό τρόπο τις διεθνείς, διακρατικές σχέσεις, και την ποικιλία των πολέμων που παρατηρούνται ιστορικά, την πληθώρα των αιτιών τους, ή τα κοινωνικά φαινόμενα (π.χ. θρησκευτικές διαμάχες) που σχετίζονται με αυτούς. Απλά θα αφαιρέσουμε από την πληθώρα αυτών των φαινομένων και θα επικεντρώσουμε μόνο σε αυτά που μπορούν να γίνουν κατανοητά ως ουσιώδεις εκφάνσεις των παραγωγικών σχέσεων στη διεθνή κλίμακα, όπως αυτές διαμεσολαβούνται από τις διακρατικές σχέσεις. Θεωρούμε ότι η αιτιακή αυτή συνιστώσα είναι η κυρίαρχη, και όλα τα άλλα φαινόμενα ή επιμέρους αιτίες πρέπει να ακολουθήσουν λογικά στη μελέτη συγκεκριμένων πολέμων, δηλ. σε ανώτερους σταθμούς της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.

Επιπλέον, θα χρησιμοποιήσουμε το μεθοδολογικό εργαλείο της αφαίρεσης, και θα αγνοήσουμε σε πρώτο βαθμό την ύπαρξη σοσιαλιστικών κρατών στον σημερινό κόσμο, και θα θεωρήσουμε ότι κυριαρχεί ο ΚΤΠ – κατά προσέγγιση – παγκόσμια. Η επιλογή μας αυτή δικαιολογείται ως εξής:

(α) Από τη νίκη της αντεπανάστασης και την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία και στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, οπωσδήποτε έχει μειωθεί σημαντικά το μέρος του κόσμου που βρίσκεται υπό εξουσίες που να προέκυψαν από εργατικές, σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

(β) Από τις χώρες που απομένουν υπό τέτοια εξουσία, οι περισσότερες είναι σχετικά μικρές οικονομίες και η κρατική τους ισχύ είναι ανάλογα μικρή (Κούβα, Βιετνάμ, Β. Κορέα), και μπορούν σε μια πρώτη προσέγγιση των διεθνών σχέσεων και των πολέμων να αγνοηθούν.

(γ) Στην περίπτωση της Κίνας, αλλά και κάποιων από τις υπόλοιπες χώρες (Κούβα, Βιετνάμ), παρατηρείται μια επέκταση των εμπορευματικών ή και καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο εσωτερικό τους με τη μία ή την άλλη μορφή. Οι απόψεις διίστανται κατά πόσο αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πολιτικής «τύπου ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική)[1]», δηλ. μιας στρατηγικής που αποσκοπεί τελικά στο ξεπέρασμα αντικειμενικών δυσκολιών για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ειδικά στο σημερινό εχθρικό περιβάλλον της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, ή, αντίθετα, κατά πόσο είναι δείγμα μιας σταδιακής αντεπαναστατικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο εσωτερικό αυτών των χωρών, επιτρέπει ακόμη περισσότερο την – κατά προσέγγιση – θεωρητική μας αφαίρεση.

(δ) Όπως δείξαμε στην περίπτωση της Κίνας, και ισχύει ακόμη περισσότερο για τις υπόλοιπες μικρότερες χώρες αυτής της ομάδας χωρών, μοιράζονται αρκετά ουσιώδη χαρακτηριστικά των εξαρτημένων καπιταλιστικών χωρών, μιας και υπόκεινται σε ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση ή/και καταπίεση. Μάλιστα, θα λέγαμε ότι πρόκειται για τις χώρες που βρίσκονται στην κυριολεξία στο στόχαστρο του ιμπεριαλισμού.

(ε) Συνεπείς προς τη μεθοδολογική μας παραδοχή για τη λογική προτεραιότητα των παραγωγικών σχέσεων για την κατανόηση και των διεθνών σχέσεων (βλ. και παρακάτω), μια πιο ειδική ανάλυση των διεθνών σχέσεων μεταξύ σοσιαλιστικών κρατών, ή μεταξύ σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών κρατών, θα απαιτούσε ανάλυση αντίστοιχου βάθους της πολιτικής οικονομίας των σοσιαλιστικών κρατών. Κάτι τέτοιο αδυνατούμε να κάνουμε στα πλαίσια της παρούσας μελέτης.

Σε κάθε περίπτωση, στη συνέχεια, θα τοποθετηθούμε εν συντομία σε διαφορετικά σημεία για τις επιπλέον διαστάσεις του φαινομένου των διεθνών σχέσεων και των εθνικών πολέμων που προκύπτουν, αν χαλαρώσουμε τη θεωρητική μας παραδοχή για να συμπεριλάβει και σοσιαλιστικά κράτη στο διεθνές σύστημα.

 

1.    «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»

Θα λέγαμε ότι το παραπάνω απόφθεγμα του Κλαούζεβιτς, το οποίο υιοθετεί ανεπιφύλακτα ο Λένιν[2], δεν μπορεί παρά να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για οποιαδήποτε λενινιστική μελέτη του φαινομένου του πολέμου. Το κύριο ερώτημα που θα μας απασχολήσει, επομένως, είναι η διερεύνηση της πολιτικής εκείνης που οδηγεί στους σύγχρονους πολέμους.

Στο Β’ Μέρος ασχοληθήκαμε με τη φαινομενική διάκριση πολιτικής και οικονομίας ως διακριτά πεδία των κοινωνικών σχέσεων που επιφέρει ο ΚΤΠ, περνώντας ιστορικά μέσα από τις – προοδευτικές για την εποχή τους – αστικές επαναστάσεις. Αναφερθήκαμε, επίσης, στον γενικό, ανιστορικό, ορισμό του ιμπεριαλισμού, ως τις ανταγωνιστικές σχέσεις, σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης, μεταξύ οργανωμένων ανθρώπινων κοινοτήτων (κρατών, αυτοκρατοριών, φυλών, κ.ο.κ.), σε διάκριση από τις ταξικές που λαμβάνουν χώρα εντός της κάθε τέτοιας οργανωμένης κοινότητας. Μάλιστα, δώσαμε το λογικό προβάδισμα στις τελευταίες, θεωρώντας ότι η μορφή που οι ιμπεριαλιστικές σχέσεις λαμβάνουν σε κάθε ιστορική περίοδο καθορίζεται κυρίαρχα από την ουσία των ταξικών κοινωνικών σχέσεων των εμπλεκόμενων κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών.

Ωστόσο, αναφερθήκαμε και στο πως το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, από τη μια ανατρέπει τη σχέση πολιτικής και οικονομίας εντός του ΚΤΠ, και από την άλλη ολοκληρώνει όσο ποτέ πριν στην ιστορία της ανθρωπότητας τις παραγωγικές σχέσεις σε διεθνή κλίμακα με την κυριαρχία του ΚΤΠ παγκόσμια και την ανάπτυξη της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς. Ο σύγχρονος διεθνής καταμερισμός εργασίας, ο οποίος διασπά την καπιταλιστική παραγωγή σε διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας, μοιάζει να προσεγγίζει τα ιστορικά όρια του ΚΤΠ όσον αφορά τη διαμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνίας ως ενιαίας στην παγκόσμια κλίμακα. Συνεπώς, θέτει την πρόκληση της κατανόησης του τι συνιστά οικονομία και τι πολιτική, τι εθνική και τι ταξική σχέση, και ποιες οι σχέσεις μεταξύ τους, στη σημερινή ιστορική συγκυρία.

Ο Λένιν ήρθε αντιμέτωπος με τις συνέπειες αυτής της ιστορικής κίνησης καθώς πλησίαζε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αντίστοιχα, σήμερα, καλούμαστε να ξεδιαλύνουμε το κουβάρι της διαλεκτικής ταξικών και εθνικών, διακρατικών σχέσεων, στην εποχή που πλέον κυριαρχεί διεθνώς η πολιτική μορφή του αστικού κράτους, και, μάλιστα, στην αρχή αυτού που μοιάζει με έναν Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (είτε «θερμό», είτε «ψυχρό»).

 

2.    Η διεθνής πολιτική ως η αιτία των εθνικών πολέμων

Ποιας πολιτικής μπορεί να είναι συνέχεια ο πόλεμος λοιπόν;

2.1  Εθνικός πόλεμος

Καταρχήν, ορίζουμε τον πόλεμο ως τη βίαιη διαπάλη μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατικών εξουσιών, είτε κατεστημένων, είτε εν δυνάμει (σε περιπτώσεις επαναστατικού πολέμου, καταστάσεων «δυαδικής εξουσίας», κ.ο.κ.).

Στη συνέχεια, θα εξαιρέσουμε τους εσωτερικούς σε κάθε εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό επαναστατικούς πολέμους για το μεγαλύτερο μέρος της ανάλυσής μας, και θα εστιάσουμε στους διακρατικούς πολέμους. Συνεπώς, η πολιτική που θα μας απασχολήσει ως αιτία των πολέμων είναι η διεθνής πολιτική, οι λεγόμενες διεθνείς σχέσεις, και ο τρόπος που αυτές εκφαίνονται ως διακρατικές σχέσεις.

2.2  Εθνική κοινωνική και κρατική συγκρότηση και ταξική πάλη

Εξάλλου, και χωρίς να εισέλθουμε βαθύτερα στα της μαρξιστικής θεωρίας του κράτους[3], μπορούμε να θεωρήσουμε ότι:

(α) Η κρατική πολιτική εκφράζει σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, δηλ. στη σύγχρονη εποχή, τα συμφέροντα της αστικής τάξης, και, μάλιστα, κυρίως των ηγεμονικών της μερίδων, δηλ. του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

(β) Αυτό όμως δεν γίνεται με άμεσο τρόπο, αλλά διαμεσολαβείται από την επίδραση της ταξικής πάλης στην κρατική πολιτική, η οποία αντανακλά σε κάποιον βαθμό και εντός ορίων τον εκάστοτε συσχετισμό των τάξεων.

Εξάλλου, η εθνική κρατική συγκρότηση που χαρακτηρίζει τους καπιταλιστικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς δεν μπορεί παρά να είναι απόρροια αντίστοιχης εθνικής συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων. Στα προηγούμενα μέρη της μελέτης αυτής, δείξαμε πως η διαμόρφωση της διεθνούς αγοράς και η εμβάθυνση και επέκταση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας γίνονται με όρους συστηματικής αναπαραγωγής διεθνών διαφορών, τόσο στη συσσώρευση του κεφαλαίου, όσο και στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης:

(α) διαφορές στην οργανική σύνθεσης κεφαλαίου, χαρακτηριστικές της ανάπτυξης του ΚΤΠ σε κάθε χώρα,

(β) συνεπαγόμενες διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας,

(γ) διαφορές στα ποσοστά κέρδους, δηλ. στην ευκολία ή ρυθμό αναπαραγωγής του κεφαλαίου,

(δ) συστηματικές μεταφορές υπεραξίας από ένα μέρος του κόσμου σε ένα άλλο,

(ε) διαφορές στην αξία της εργασιακής δύναμης, δηλ. στις υλικές συνθήκες αναπαραγωγής και διαμόρφωσης του υποκειμένου της εργασίας, επίσης ενδεικτικές της ανάπτυξης τους ΚΤΠ σε κάθε χώρα,

(στ) διαφορές στον βαθμό εκμετάλλευσης, με τη μορφή της παρουσίας εκτενών μικροαστικών στρωμάτων και εργατικής αριστοκρατίας στις ιμπεριαλιστικές χώρες, έναντι της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας στις εξαρτημένες χώρες, οι οποίες διαφορές είναι ενδεικτικές ενός διαφορετικού ταξικού συσχετισμού στην ταξική πάλη εντός του κάθε εθνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού,

(ζ) διαφορές στη διακλαδική σύνθεση των εθνικών οικονομιών, και μάλιστα, στον βαθμό επέκτασης δραστηριοτήτων μη παραγωγικών, δηλ. που δεν παράγουν υπεραξία, άσχετα από την κοινωνική τους σημασία, ή πιο συγκεκριμένα, από τον ρόλο τους στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Αυτές οι συστηματικά αναπαραγόμενες διαφορές – σε αντίθεση με τις θεωρητικές μαρξικές παραδοχές της ενιαίας αξίας και βαθμού εκμετάλλευσης (ποσοστού υπεραξίας) της εργασιακής δύναμης, και του ενιαίου ποσοστού κέρδους για το κεφάλαιο, στις οποίες θεμελιώνεται το ενιαίο της εργατικής και της αστικής τάξης εντός μιας ενιαίας κοινωνίας – είναι που δίνουν έναν εθνικό χαρακτήρα στην εργατική και αστική τάξη κάθε εθνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού.

2.3   Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες «διεθνείς σχέσεις» και «διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα»

Σε αυτό το σημείο μπορούμε να ορίσουμε τις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις ως τις σχέσεις μεταξύ των εθνικά συγκροτημένων κοινωνικών τάξεων, όπως αυτές εκφαίνονται ως διακρατικές σχέσεις, διά της διαμεσολάβησης της κρατικής συγκρότησης, και άρα και της ταξικής πάλης και του συσχετισμού των τάξεων εντός του κάθε εθνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού. Αντίστοιχα, το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι το συνολικό αυτό σύστημα των διεθνών ανταγωνιστικών σχέσεων, σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης, ηγεμονίας και εξάρτησης.

Συνεπώς, οι διακρατικοί ανταγωνισμοί είναι η μορφή που παίρνουν οι ανταγωνιστικές κοινωνικές σχέσεις στη διεθνή κλίμακα. Γενικότερα, μια μαρξιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων δεν μπορεί παρά να συνδέει διαλεκτικά τις ταξικές με τις εθνικές, διακρατικές σχέσεις[4]. Μάλιστα, στον βαθμό που κυριαρχεί ο ΚΤΠ σήμερα παγκόσμια, η υλική βάση των ανταγωνισμών αυτών, όπως και της συσσώρευσης και άσκησης ισχύος εκ μέρους των κρατών και των κυρίαρχων τάξεων, δεν μπορεί να είναι άλλη από την παραγωγή, κυκλοφορία και διανομή της υπεραξίας στη διεθνή αγορά.

Εν τέλει, όπως θα ισχυριστούμε παρακάτω ενδελεχώς, η διερεύνηση κάθε εθνικού πολέμου απαιτεί τη συγκεκριμένη ανάλυση, όχι μόνο της επιφάνειας του φαινομένου των διακρατικών ανταγωνισμών και συσχετισμών ισχύος, αλλά και των συμφερόντων, ανταγωνισμών και των συσχετισμών ισχύος ανάμεσα στις εμπλεκόμενες εθνικά συγκροτημένες κοινωνικές τάξεις.

 

3.    Παγκόσμια και ιστορική οπτική στις διεθνείς σχέσεις

Η συγκεκριμένη αυτή ανάλυση κάθε πολέμου δεν μπορεί παρά να γίνεται με μια όσο το δυνατόν πιο διευρυμένη οπτική στον ιστορικό χρόνο και στο γεωπολιτικό πεδίο. Κάθε πόλεμος, πόσο μάλλον αν εμπλέκονται πληθώρα κρατών και μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως στις περιπτώσεις των δύο παγκόσμιων πολέμων του 20ού αιώνα, απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη και διαπλοκή των εθνικών και ταξικών ανταγωνισμών στο σύνολο σχεδόν του κόσμου και στη μακρά ιστορική περίοδο[5]. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που πέρασε ο καπιταλισμός στο κρατικο-μονοπωλιακό του στάδιο, οπότε και ολοκληρώθηκε το μοίρασμα του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμειςError! Bookmark not defined., και διαμορφώθηκε το ιμπεριαλιστικό σύστημα των διεθνών σχέσεων.

3.1  Ιστορική οπτική

Η ιστορική οπτική είναι αυτή που φανερώνει και την κυρίαρχη συνιστώσα των διεθνών σχέσεων σε μια δεδομένη εποχή, η οποία καθορίζεται σε τελική ανάλυση από την εκάστοτε κυρίαρχη συνιστώσα των ταξικών κοινωνικών σχέσεων[6]. Ο Λένιν φέρνει παραδείγματα από το πως τοποθετήθηκαν οι Μαρξ και Ένγκελς για τους πολέμους της εποχής τους, όταν στο ιστορικό προσκήνιο βρίσκονταν οι αστικές επαναστάσεις, και τα εθνικά κινήματα ενάντια στις απολυταρχικές αυτοκρατορίες[7]. Στη συνέχεια αναλύει ο ίδιος τη δική του εποχή, την αυγή του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, ως «καπιταλισμού που πεθαίνει»[8], στην ιστορική συγκυρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναδεικνύει την αντιδραστικότητα των ηγεμονικών αστικών τάξεων5,6,[9] και την επικαιρότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης ως την κυρίαρχη συνιστώσα της ιστορικής εξέλιξης. Έτσι, προκύπτει ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός ως η αντίδραση του κεφαλαίου για τη διατήρηση της εξουσίας του[10], με κύριο χαρακτηριστικό τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη βάση του ανταγωνισμού των «μεγάλων δυνάμεων» για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών εκμετάλλευσης και καταπίεσης[11]. Παρατηρούμε, επομένως, τη λογική κίνηση του συλλογισμού του Λένιν από την ιστορική ανάπτυξη του ταξικού ανταγωνισμού, στον διακρατικό ανταγωνισμό και, τελικά, στον πόλεμο.

3.2  Παγκόσμια οπτική

Αν η ιστορική οπτική αναδεικνύει την κυρίαρχη συνιστώσα των διεθνών σχέσεων, η παγκόσμια οπτική επιτρέπει την ανάδειξη και των επιμέρους θέσεων που καταλαμβάνει ο κάθε εθνικός κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ο Λένιν προτείνει στην εποχή του μια κατάταξη των χωρών ανάλογα με το επίπεδο ιστορικής ανάπτυξης του ΚΤΠ και του ταξικού ανταγωνισμού στο εσωτερικό τους[12]:

(α) τις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, στις οποίες οι αστικές τάξεις έχουν γίνει απολύτως αντιδραστικές,

(β) τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Αυστρία, Βαλκάνια, Ρωσία), στις οποίες η ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει καθυστερήσει, και στις οποίες εκκρεμούσε ακόμη η ολοκλήρωση των αστικοδημοκρατικών μετασχηματισμών,

(γ) και τις μισοαποικίες της Ασίας (π.χ. Κίνα, Περσία, Τουρκία), στις οποίες δεν είχε καν γίνει αστική επανάσταση και όπου αναμένονταν εθνικά κινήματα.

Η διαφορετική ανάπτυξη του ΚΤΠ σε κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες χωρών δε συνεπάγεται μόνο μια διαφορετική κυρίαρχη συνιστώσα των εσωτερικών ταξικών ανταγωνισμών, αλλά και διαφορετικές ανταγωνιστικές σχέσεις, σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης, με τις άλλες χώρες και εθνότητες. Η πρώτη κατηγορία των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών δυνάμεων εκμεταλλευόταν και καταπίεζε τις χώρες της τρίτης κατηγορίας των (μισο)αποικιών, αλλά και κάποιες από τις χώρες της δεύτερης κατηγορίας, έστω και ως τυπικά ανεξάρτητες, ενώ, επιπλέον, στη δεύτερη κατηγορία βρίσκουμε και απολυταρχικές αυτοκρατορίες που καταπίεζαν εθνότητες στο εσωτερικό τους, όπως η Ρωσία[13]. Όπως θα δούμε στη συνέχεια αναλυτικότερα, από εκεί συμπεραίνει ο Λένιν την αναγκαιότητα και το δίκαιο εθνικών αγώνων ακόμη και στην εποχή του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, αναδεικνύοντας μια επιπλέον συνιστώσα των διεθνών σχέσεων υπό την οπτική των καταπιεσμένων εθνών, πέραν αυτής του «ξαναμοιράσματος» του κόσμου από τις «μεγάλες δυνάμεις» μέσω του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

 

 

Σημειωσεις

 

[1] Βλ. Ο Λένιν για τη ΝΕΠ, στην ιστοσελίδα ergatikosagwnas.gr, από την ομιλία του Λένιν στο 2ο πανρωσικό συνέδριο των Επιτροπών Πολιτικής Διαφώτισης που εκφωνήθηκε στις 17 του Οκτώβρη το 1921 με τίτλο «Η Νέα Οικονομική Πολιτική και τα καθήκοντα των Επιτροπών Πολιτικής Διαφώτισης», Άπαντα Λένιν, τ. 44, Ινστιτούτο Μαρξισμού – Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΕ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. Επίσης, παραπέμπουμε σχετικά με την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού και στο Παυλίδης, Π. (2017) Ιστορία και κομμουνισμός, ΚΨΜ, Αθήνα.

[2] Λένιν ΒΙ. (2013). Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. (‘Πόλεμος & Επανάσταση’ στο εξής), Πόλεμος και επανάσταση, σελ. 327-332:

«[…] Είναι γνωστό το απόφθεγμα ενός από τους πιο διάσημους συγγραφείς της φιλοσοφίας των πολέμων και της ιστορίας των πολέμων, του Κλαούζεβιτς, που λέει: ‘Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα.’ Το απόφθεγμα αυτό ανήκει σε συγγραφέα που ερευνούσε την ιστορία των πολέμων και έβγαζε ιστορικά διδάγματα από την ιστορία αυτή – λίγο μετά από την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων. Ο συγγραφέας αυτός, που οι βασικές του σκέψεις έγιναν σήμερα αναμφισβήτητα κτήμα κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, αγωνιζόταν εδώ και περίπου 80 χρόνια ενάντια στη μικροαστική σκέψη και ανόητη πρόληψη ότι είναι τάχα δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο ως απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και ως αποκατάσταση, ύστερα, αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. […]

Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Κάθε πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει. Την ίδια πολιτική που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη τάξη στα πλαίσια αυτού του κράτους εφαρμόζει σε μια μακρόχρονη περίοδο πριν τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη τη συνεχίζει αναπόφευκτα και στη διάρκεια του πολέμου αλλάζοντας μόνο μορφή δράσης.»

Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. ‘Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (συγκεκριμένα: με βίαια) μέσα’, σελ. 111:

«Το περίφημο αυτό απόφθεγμα ανήκει στον Κλαούζεβιτς, έναν από τους βαθυστόχαστους συγγραφείς στα στρατιωτικά ζητήματα. Με το δίκιο τους οι μαρξιστές θεωρούσαν πάντα αυτήν τη θέση θεωρητικό βάθρο για να κρίνει κανείς τη σημασία κάθε δοσμένου πολέμου. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έβλεπαν πάντα τους διάφορους πολέμους απ’ αυτήν ακριβώς τη σκοπιά.»

[3] Για μια πρόσφατη αξιόλογη συμβολή στην ελληνική βιβλιογραφία για τη μαρξιστική θεωρία του κράτους, βλ. το Τζαρέλλας Δ. (2020). Συμβολή σε μια κριτική θεωρία του κράτους. Οικονομία και πολιτική στην αστική κοινωνία. ΚΨΜ. Αθήνα,.

[4] Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για καμία από τις επικρατούσες σχολές στην επιστήμη των διεθνών σχέσεων (βλ. περιληπτικά στο σχετικό λήμμα της Wikipedia https://en.wikipedia.org/wiki/International_relations#Realism). Ειδικότερα, οι διάφορες εκδοχές της φιλελεύθερης και ρεαλιστικής σχολής (εκπρόσωπος της οποίας είναι και ο John Mearsheimer που βρίσκεται στην επικαιρότητα λόγω των παρεμβάσεών του για τον πόλεμο στην Ουκρανία, βλ. το κύριο έργο του Mearsheimer, JJ., & Alterman, G. (2001). The tragedy of great power politics. WW Norton & Company), βασίζονται στο κράτος ως τη θεμελιώδη μονάδα ανάλυσης, και μελετούν τις διεθνείς σχέσεις ως σχέσεις συνεργασίας ή/και ανταγωνισμού των κρατών στη βάση της ισχύος, και συγκλινόντων ή αποκλινόντων συμφερόντων.

[5] Στο(‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 2), Πόλεμος και επανάσταση:

σελ. 333:

«Στην Ευρώπη επικρατούσε ειρήνη, αυτή όμως διατηρούνταν επειδή η κυριαρχία των ευρωπαϊκών λαών πάνω στις εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκους των αποικιών πραγματοποιούνταν μόνο με συνεχείς, αδιάκοπους πολέμους που δε σταματούσαν ποτέ και που εμείς, οι Ευρωπαίοι, δεν τους θεωρούμε πολέμους, επειδή πολύ συχνά έμοιαζαν όχι με πολέμους αλλά με την πιο θηριώδη σφαγή, την εξόντωση άοπλων λαών. Και το ζήτημα είναι ακριβώς ότι για να κατανοήσουμε το σημερινό πόλεμο πρέπει πριν απ’ όλα να ρίξουμε μια γενική ματιά στην πολιτική των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στον σύνολό της. Δεν πρέπει να παίρνουμε ξεχωριστά παραδείγματα, ξεχωριστές περιπτώσεις, που πάντα είναι εύκολο να αποσπαστούν από την αλυσίδα των κοινωνικών φαινομένων και που δεν έχουν καμιά αξία, γιατί είναι το ίδιο εύκολο να φέρουμε και αντίθετο παράδειγμα. Όχι, πρέπει να πάρουμε όλη την πολιτική ολόκληρου του συστήματος των ευρωπαϊκών κρατών στην οικονομική και πολιτική αμοιβαία σχέση τους για να καταλάβουμε με ποιον τρόπο από το σύστημα αυτό πήγασε αμετάτρεπτα και αναπόφευκτα ο δοσμένος πόλεμος.»

σελ. 336:

«Αν δε μελετήσετε την πολιτική και των δυο ομάδων εμπόλεμων κρατών στη διάρκεια δεκαετιών – για να μην υπάρχουν τυχαία γεγονότα, για να μην αρπάζετε από το σωρό μεμονωμένα παραδείγματα – αν δεν είδατε τη σύνδεση αυτού του πολέμου με την πολιτική που προηγήθηκε, τότε δεν καταλάβατε τίποτε από τον πόλεμο αυτό!»

[6] Στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 2), Κάτω από ξένη σημαία, σελ. 60:

«Η συνηθισμένη διαίρεση των ιστορικών εποχών, που έχει γίνει πολλές φορές στη μαρξιστική φιλολογία, […] είναι η παρακάτω: 1) 1789-1871, 2) 1871-1914, 3) 1914 – ; Εννοείται εδώ, όπως και παντού στη φύση και στην κοινωνία, τα όρια είναι συμβατικά και κινητά, σχετικά και όχι απόλυτα. Εμείς δεν παίρνουμε παρά κατά προσέγγιση τα πολύ σημαντικά και χτυπητά ιστορικά γεγονότα, που τα θεωρούμε ορόσημα των μεγάλων ιστορικών κινημάτων. Η πρώτη εποχή, από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ως το γαλλοπρωσικό πόλεμο, είναι η εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, της ολοκληρωτικής νίκης της. Είναι η ανοδική γραμμή της αστικής τάξης, η εποχή των αστικοδημοκρατικών κινημάτων γενικά, των αστικοεθνικών ειδικά, η εποχή της γρήγορης συντριβής των φεουδαρχικών απολυταρχικών θεσμών που έφαγαν τα ψωμιά τους. Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, η εποχή του περάσματος από την προοδευτική αστική τάξη στο αντιδραστικό και αντιδραστικότατο χρηματιστικό κεφάλαιο. Είναι η εποχή της προετοιμασίας και της αργής συγκέντρωσης δυνάμεων από τη νέα τάξη, από τη σύγχρονη δημοκρατία. Η τρίτη εποχή, που μόλις αρχίζει, βάζει την αστική τάξη ‘στην ίδια κατάσταση’ που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών κλονισμών, καθώς και των κλονισμών που απορρέουν από τον ιμπεριαλισμό.»

[7] Στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 2), Κάτω από ξένη σημαία:

σελ. 52:

«[…] στον Μαρξ το 1859 (και σε μια σειρά άλλες περιπτώσεις αργότερα) το πρόβλημα ‘ποιας πλευράς πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία’ ισοδυναμεί με το πρόβλημα ‘ποιας αστικής τάξης πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία’. […] ο Μαρξ έλυσε το γνωστό πρόβλημα τότε που υπήρχαν – κι όχι μόνο υπήρχαν μα και βρίσκονταν στο προσκήνιο του ιστορικού προτσές στα σπουδαιότερα κράτη της Ευρώπης – αναμφισβήτητα προοδευτικά αστικά κινήματα. Στις μέρες μας θα ήταν γελοίο και να σκεφτεί κανείς για προοδευτική αστική τάξη και για προοδευτικό αστικό κίνημα προκειμένου για τέτοιες αναμφισβήτητα κεντρικές και σπουδαιότερες φιγούρες της ευρωπαϊκής ‘συναυλίας’, όπως είναι, λόγου χάρη, η Αγγλία και η Γερμανία. Η παλιά αστική ‘δημοκρατία’ αυτών των κεντρικών και σπουδαιότατων μεγάλων κρατών έγινε αντιδραστική.»

σελ. 56:

[…] Η μέθοδος του Μαρξ συνίσταται, πρώτ’ απ ‘όλα, στο να παίρνεται υπόψη το αντικειμενικό περιεχόμενο του ιστορικού προτσές σε μια δοσμένη συγκεκριμένη κατάσταση για να κατανοηθεί, πριν απ’ όλα, ποιας τάξης το κίνημα αποτελεί το κύριο ελατήριο μιας ενδεχόμενης προόδου μέσα σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη κατάσταση. Τότε, το 1859, το αντικειμενικό περιεχόμενο του ιστορικού προτσές στην ηπειρωτική Ευρώποη δεν ήταν ο ιμπεριαλισμός αλλά τα αστικοεθνικά απελευθερωτικά κινήματα.»

[8] Λένιν ΒΙ. (2009). Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (εκλαϊκευτική μελέτη). Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα (‘Ιμπεριαλισμός’ στο εξής), σελ. 144:

«Τα μονοπώλια, η ολιγαρχία, η τάση προς την κυριαρχία στη θέση των τάσεων προς την ελευθερία, η εκμετάλλευση ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού μικρών η αδύνατων εθνών από μια μικρή χούφτα πλουσιότατα ή ισχυρότατα έθνη – όλα αυτά γέννησαν τα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού, που μας αναγκάζουν να τον χαρακτηρίσουμε σαν παρασιτικό καπιταλισμό ή καπιταλισμό που σαπίζει.»

Κι αργότερα, στη σελ. 147:

«Απ’ όσα είπαμε πιο πάνω για την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού βγαίνει ότι πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε μεταβατικό ή, πιο σωστά, σαν καπιταλισμό που πεθαίνει.»

Μάλιστα στο Λένιν ΒΙ. (2006). Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα. 7. Μαρξισμός ή προυντονισμός;, σελ. 144, γίνεται φανερό ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί την ιστορική απάντηση του κεφαλαίου στην υπερωρίμανσή του, τη στρατηγική με την οποία επιβιώνει και παρατείνει ιστορικά την κυριαρχία του:

«Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν έζησαν να δουν τον ιμπεριαλισμό. Τώρα έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα μιας χούφτας (5 – 6 τον αριθμό) ‘μεγάλων’ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που η καθεμιά τους καταπιέζει ξένα έθνη και η καταπίεση αυτή είναι μια από τις πηγές για ν’ αναβάλλεται τεχνητά η πτώση του καπιταλισμού, να υποστηρίζεται τεχνητά ο οπορτουνισμός και ο σοσιαλσωβινισμός των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων που κυριαρχούν στον κόσμο.»

[9] Στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 2), Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης, σελ. 222:

«‘Η αστική τάξη όλων των ιμπεριαλιστικών μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει γίνει τόσο αντιδραστική και είναι τόσο διαποτισμένη από την τάση για παγκόσμια κυριαρχία, που κάθε πόλεμος από μέρους της αστική τάξης αυτών των χωρών μπορεί να είναι μόνο αντιδραστικός. Το προλεταριάτο όχι μόνο πρέπει να είναι ενάντια σε κάθε τέτοιο πόλεμο μα και πρέπει να επιθυμεί την ήττα της ‘δική τους’ κυβέρνησης σ’ αυτούς τους πολέμους και να χρησιμοποιεί την ήττα αυτή για την επαναστατική εξέγερση, αν δεν πετύχει η εξέγερση που θα είχε σκοπό την παρεμπόδιση του πολέμου.»

[10] Αυτή η στρατηγική επιβίωσης έρχεται μέσα από μια αλλαγή της ίδιας της ουσίας του, όπως διακρίνουμε πίσω από τις γραμμές στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’ σημ. 2), Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. Ο σημερινός πόλεμος είναι πόλεμος ιμπεριαλιστικός. σελ. 106-107:

«Ο ιμπεριαλισμός είναι η ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, στην οποία έφτασε μόλις τον 20ό αιώνα. Ο καπιταλισμός δεν χωράει πια στα στενά πλαίσια των εθνικών κρατών, που χωρίς το σχηματισμό τους δεν μπορούσε να ανατρέψει τη φεουδαρχία. Ο καπιταλισμός έχει αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό τη συγκέντρωση ώστε τα συνδικάτα, τα τραστ, οι ενώσεις των καπιταλιστών-δισεκατομμυριούχων έχουν βάλει στο χέρι ολόκληρους κλάδους της βιομηχανίας και σχεδόν όλη η υδρόγειος έχει μοιραστεί ανάμεσα στους ‘μεγιστάνες του κεφαλαίου’ είτε με τη μορφή των αποικιών είτε με το τύλιγμα των ξένων χωρών σε χιλιάδες νήματα της οικονομικής εκμετάλλευσης. Το ελεύθερο εμπόριο και ο συναγωνισμός έχουν αντικατασταθεί από την τάση προς το μονοπώλιο, προς την κατάκτηση εδαφών για επένδυση κεφαλαίων, για εξαγωγή πρώτων υλών κτλ. Από απελευθερωτής των εθνών, όπως ήταν ο καπιταλισμός στην πάλη ενάντια στη φεουδαρχία, ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός έγινε ο μεγαλύτερος καταπιεστής των εθνών. Ο καπιταλισμός από προοδευτικός που ήταν έγινε τώρα αντιδραστικός, ανέπτυξε σε τέτοιο βαθμό τις παραγωγικές δυνάμεις που η ανθρωπότητα πρέπει είτε να περάσει στο σοσιαλισμό είτε επί χρόνια ή και επί δεκαετίες να υφίσταται την πάλη των ‘μεγάλων’ Δυνάμεων για την τεχνητή διατήρηση του καπιταλισμού μέσω των αποικιών, των μονοπωλίων, των προνομίων και της κάθε λογής καταπίεσης.»

[11] Στο (‘Ιμπεριαλισμός’, σημ. 8), σελ. 78:

«Οι χώρες που εξάγουν κεφάλαιο μοίρασαν τον κόσμο ανάμεσά τους, με τη μεταφορική έννοια της λέξης. Όμως το χρηματιστικό κεφάλαιο οδήγησε στο πραγματικό μοίρασμα του κόσμου.»

Και αργότερα στη σελ. 82:

«Το μοίρασμα όμως του κόσμου ανάμεσα σε δύο ισχυρά τραστ δεν αποκλείει φυσικά το ξαναμοίρασμα, αν αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων, λόγω ανισομετρίας της ανάπτυξης, των πολέμων, χρεοκοπιών κλπ.»

Ο Λένιν συνεχίζει στη σελ. 88:

«Οι καπιταλιστές μοιράζουν τον κόσμο όχι από κάποια ιδιαίτερη κακία τους, αλλά γιατί ο βαθμός συγκέντρωσης που επιτεύχθηκε τους αναγκάζει να πάρουν αυτό το δρόμο για να βγάζουν κέρδος. Συγκεκριμένα τον μοιράζουν ‘ανάλογα με τα κεφάλαιά τους’, ‘ανάλογα με τη δύναμή τους’ – άλλος τρόπος μοιράσματος δεν μπορεί να υπάρχει μέσα στο σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής και καπιταλισμού. Η δύναμη όμως αλλάζει ανάλογα με την οικονομική και πολιτική ανάπτυξη. Για να καταλάβουμε αυτό που γίνεται, πρέπει να ξέρουμε ποια προβλήματα λύνονται με τις αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων, ενώ το ζήτημα, αν αυτές οι αλλαγές είναι ‘καθαρά’ οικονομικές ή εξωοικονομικές (λ.χ. πολεμικές), είναι δευτερεύον ζήτημα και δεν μπορεί να αλλάξει καθόλου τις βασικές απόψεις για τη νεότατη εποχή του καπιταλισμού.

[…] Η εποχή του νεότατου καπιταλισμού μας δείχνει ότι ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών διαμορφώνονται ορισμένες σχέσεις πάνω στη βάση του οικονομικού μοιράσματος του κόσμου, και παράλληλα, και σε σχέση μ’ αυτό ανάμεσα στις πολιτικές ενώσεις, ανάμεσα στα κράτη, διαμορφώνονται ορισμένες σχέσεις πάνω στη βάση του εδαφικού μοιράσματος του κόσμου, της πάλης για τις αποικίες, της ‘πάλης για οικονομικό χώρο’.»

[12] Λένιν ΒΙ. (2006) Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών (Θέσεις), παρ. 6. Τρεις τύποι χωρών σχετικά με την αυτοδιάθεση των εθνών, σελ. 114:

«Σχετικά με την αυτοδιάθεση των εθνών πρέπει να διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους χωρών:

Πρώτο, τις προχωρημένε κεφαλαιοκρατικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τις Ενωμένες Πολιτείες. Στις χώρες αυτές έχουν από καιρό τελειώσει τα αστικοπροοδευτικά εθνικά κινήματα. Το καθένα από αυτά τα ‘μεγάλα’ έθνη καταπιέζει ξένα έθνη στις αποικίες και μέσα στη χώρα του. […]

Δεύτερο, την Ανατολική Ευρώπη: Αυστρία, Βαλκάνια και ιδιαίτερα η Ρωσία. Εδώ ακριβώς ο ΧΧ αιώνας ανέπτυξε πολύ τα αστικοδημοκρατικά εθνικά κινήματα και όξυνε τον εθνικό αγώνα. Τα καθήκοντα του προλεταριάτου αυτών των χωρών, τόσο στο ζήτημα της ολοκλήρωσης του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού τους, όσο και στο ζήτημα της βοήθειας προς τη σοσιαλιστική επανάσταση των άλλων χωρών, δεν μπορούν να εκπληρωθούν χωρίς την υπεράσπιση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών. Εξαιρετικά δύσκολο και εξαιρετικά σπουδαίο είναι εδώ το καθήκον της συνένωσης της ταξικής πάλης των εργατών των εθνών που καταπιέζουν και των εργατών που καταπιέζονται.

Τρίτο, τις μισοαποικιακές χώρες, όπως η Κίνα, η Περσία, η Τουρκία κι όλες οι αποικίες που ο πληθυσμός τους φτάνει το δισεκατομμύριο. Στις χώρες αυτές τα αστικοδημοκρατικά κινήματα εν μέρει μόλις αρχίζουν, εν μέρει κάθε άλλο παρά τελείωσαν. Οι σοσιαλιστές πρέπει όχι μόνον να απαιτούν την χωρίς όρους, χωρίς αποζημίωση και άμεση απελευθέρωση των αποικιών – και η διεκδίκηση αυτή στην πολιτική της έκφραση δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά ακριβώς την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Οι σοσιαλιστές πρέπει να υποστηρίζουν με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τα πιο επαναστατικά στοιχεία των αστικοδημοκρατικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σ’ αυτές τις χώρες και να βοηθούν το ξεσήκωμά τους – και σε περίπτωση ανάγκης και τον επαναστατικό τους πόλεμο – ενάντια στις ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις που τις καταπιέζουν.»

[13] Στην ίδια έκδοση της σημ. 12, στο Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, σελ. 57, ο Λένιν περιγράφει αναλυτικά την ‘ιδιομορφία’ της Ρωσίας:

«Από την άποψη του εθνικού ζητήματος οι ιδιόμορφες συνθήκες της Ρωσίας είναι ίσα-ίσα αντίθετες από κείνο που είδαμε στην Αυστρία. Η Ρωσία είναι κράτος με ενιαίο εθνικό κέντρο, το μεγαλορωσικό. Οι μεγαλορώσοι κατέχουν μια τεράστια συμπαγή έκταση, και ο  αριθμός τους φτάνει περίπου τα 70 εκατομμύρια ανθρώπους. Η ιδιομορφία αυτού του εθνικού κράτους είναι, πρώτον, ότι οι ‘αλλογενείς’ (που αποτελούν συνολικά την πλειοψηφία του πληθυσμού – τα 57%) κατοικούν ακριβώς στις ακρινές περιοχές. Δεύτερο, ότι η καταπίεση των αλλογενών είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό, τι στα γειτονικά κράτη (και μάλιστα όχι μονάχα στα ευρωπαϊκά κράτη). Τρίτο, ότι σε μια ολόκληρη σειρά περιπτώσεις οι καταπιεζόμενες εθνότητες που ζουν στις ακρινές περιοχές έχουν από την άλλη πλευρά των συνόρων ομογενείς τους που απολαμβάνουν μεγαλύτερη εθνική ανεξαρτησία (φτάνει να θυμηθούμε έστω και μόνο τα κράτη που βρίσκονται στα δυτικά και νότια σύνορα του κράτους: τους φιλανδούς, τους σουηδούς, τους πολωνούς, τους ουκρανούς, τους ρουμάνους). Τέταρτο, ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού και το γενικό επίπεδο του πολιτισμού συχνά είναι ανώτερα στις ‘αλλογενείς’ ακρινές περιοχές παρά στο κέντρο του κράτους: Τέλος, ίσα-ίσα στα γειτονικά ασιατικά κράτη βλέπουμε πως άρχισε η περίοδος των αστικών επαναστάσεων και των εθνικών κινημάτων, που αγκαλιάζουν εν μέρει τις συγγενικές εθνότητες μέσα στα σύνορα της Ρωσίας.»