1

Η προοπτική της αποστρατιωτικοποίησης

 

του Δημήτρη Καλτσώνη

καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου

Πάντειο Πανεπιστήμιο

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 5/1/2022

Για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση της Τουρκίας έφερε στην επιφάνεια με ένταση το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης νησιών. Πράγματι, η Συνθήκη της Λωζάνης όριζε τη μερική αποστρατιωτικοποίηση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας. Η Συνθήκη του Παρισιού όριζε την ολική αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Τουρκία έχει δίκιο που διαμαρτύρεται για τη στρατιωτικοποίηση των νησιών. Ωστόσο, πέρα από τις νομικές αμφισβητήσεις που προκύπτουν κατά τους διεθνολόγους από την ερμηνεία των ανωτέρω Συνθηκών, υφίσταται το δικαίωμα κάθε κράτους στην αυτοάμυνα. Πρόκειται για ένα αυτονόητο δικαίωμα συνυφασμένο με την έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Για το λόγο αυτό κατοχυρώνεται εμφατικά στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε. και, μάλιστα, υπερισχύει όποιων άλλων δεσμεύσεων έχει αναλάβει ένα κράτος στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών.

Θα μπορούσε παρόλα αυτά να υπάρξει αποστρατιωτικοποίηση; Και βέβαια. Αλλά μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πρώτο, την απόσυρση της Τουρκίας από τα κατεχόμενα στην Κύπρο έτσι ώστε να δείξει έμπρακτα ότι δεν έχει επιθετικές τάσεις. Δεύτερο, με την αποδοχή του αυτονόητου δικαιώματος της Ελλάδας και της Τουρκίας για επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 ν.μ. όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο. Τρίτο, με την απόσυρση της στρατιάς του Αιγαίου που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα ελληνικά νησιά.

Αν μπορούσε να βρεθεί λύση σε αυτά τα τρία ζητήματα όχι μόνο η αποστρατιωτικοποίηση των συγκεκριμένων νησιών θα ήταν εφικτή αλλά και πολλά άλλα. Θα άνοιγε για παράδειγμα εύκολα ο δρόμος για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ ανάμεσα στα δύο κράτη. Οι όποιες διαφορές θα μπορούσαν να επιλυθούν μέσω διαλόγου, αμοιβαίων υποχωρήσεων ή και μέσω διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης.

Ακόμη περισσότερο, σε αυτή την περίπτωση θα ήταν εφικτή αλλά και επιθυμητή όχι μόνο η από κοινού προσπάθεια για συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων αλλά και μια ευρύτερη και στενότερη οικονομική συνεργασία σε όλα τα επίπεδα. Πολλά θα μπορούσαν να επιτύχουν από κοινού οι δύο χώρες, σε βάση ισοτιμίας και αμοιβαίου σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας. Θα μπορούσε για παράδειγμα να διαμορφωθεί ένα συνεκτικό πλαίσιο συνεργασίας που θα έδινε βάρος σε μια εναλλακτική περιφερειακή ανάπτυξη και που θα έθετε ως στόχους: πρώτο, την από κοινού αυτοδύναμη βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη, δεύτερο, τη διατροφική επάρκεια, τρίτο, την εξάλειψη της φτώχειας και των βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων, και τέταρτο, την από κοινού άσκηση μιας, εκτός ΝΑΤΟϊκού πλαισίου, φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής.

Προϋπόθεση για την έναρξη υλοποίησης ενός τέτοιου προγράμματος είναι βέβαια η ριζική αλλαγή της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης σε Ελλάδα και Τουρκία, μια αλλαγή που σήμερα φαντάζει ανέφικτη. Και όμως, θα άξιζε να ενεργοποιηθεί από τη διπλωματία των λαών και των κινημάτων ένα τέτοιο όραμα. Θα μπορούσε, το λιγότερο, να ασκήσει πιέσεις και να πυροδοτήσει μετατοπίσεις. Ειδικά σήμερα που η οικονομική κρίση (στην Τουρκία ιδιαίτερα) μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να οδηγήσει σε κρίση διακυβέρνησης.