1

Με αφορμή την Πρόταση Διαλόγου του Σύγχρονου Κομμ/κού Σχεδίου «Για τις Επαν/σεις και τον Κομμ/σμό του 21ου Αιώνα, Ζητήματα Στρ/κής». Μέρος Ι.

 

του Διονύση Περδίκη

 

Υποδεχτήκαμε με ενδιαφέρον την Πρόταση Διαλόγου (ΠΔ στο εξής) «Για τις Επαναστάσεις και τον Κομμουνισμό του 21ου Αιώνα, Ζητήματα Στρατηγικής»[1] των συντρόφων του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου. Πρόκειται για μια σημαντική συμβολή στον προβληματισμό που έχει ανοίξει για τη θεωρητική, πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, τόσο στη χώρα μας, όσο και διεθνώς.

Αναμένοντας την ανάπτυξη μιας οργανωμένης σχετικής συζήτησης στα πλαίσια της συγκρότησης του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου των Κομμουνιστικών Δυνάμεων[2], και μετά από τη διαπίστωση συμφωνίας με μεγάλο μέρος των κατατεθειμένων θέσεων στην ΠΔ, το παρόν άρθρο καταγράφει πολύ συνοπτικά ορισμένα κομβικά σημεία κριτικής, και προτείνει εναλλακτικές ερευνητικές κατευθύνσεις, στα πλαίσια ενός συντροφικού διαλόγου. Ας σημειωθεί ότι ο υπογράφων είναι ο μόνος που φέρει την ευθύνη των όσων ακολουθούν. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάγνωση του κειμένου, έχουν μεταφερθεί σε εκτενείς σημειώσεις, τόσο οι βιβλιογραφικές αναφορές, όσο και τα όποια παραθέματα από την ΠΔ και τη βιβλιογραφία.

Διαβάστε το Μέρος ΙΙ.

Μπορείτε να διαβάσετε και τα δύο μέρη μαζί σε μορφή pdf.

 

 

Μέρος Ι

 

Α. Κομμουνιστικό Κίνημα και Αριστερά

Ξεκινώντας από ένα ζήτημα ήσσονος σημασίας, δεν γίνεται αντιληπτή η σκοπιμότητα της αναφοράς στην Αριστερά στην Εισαγωγή της ΠΔ[3], προκειμένου να υποστηριχθεί η αναγκαιότητα της ανασυγκρότησης του Κομμουνιστικού Κινήματος, και της σχετικής με αυτήν ανάπτυξης της  θεωρίας της κομμουνιστικής στρατηγικής.

Ο πολιτικός όρος «Αριστερά» έχει πολλαπλές νοηματοδοτήσεις[4] μόνο κάποιες από τις οποίες -και μάλιστα όχι οι επικρατούσες με βάση τον σημερινό πολιτικό συσχετισμό – σχετίζονται άμεσα με την εργατική χειραφέτηση και τον στρατηγικό σκοπό της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, εντέλει του κομμουνισμού. Οι σκοποί αυτοί, από τη πλευρά των κομμουνιστών – στους οποίους είναι λογικό να απευθύνεται κυρίως η ΠΔ, δε χρίζουν αναφοράς στο ευρύτερο δημοκρατικό κίνημα ή την κατάσταση που βρίσκεται η σημερινή Αριστερά. Η κριτική αυτή, βέβαια, κάθε άλλο παρά αρνείται την κομμουνιστική και αντι-ιμπεριαλιστική παράδοση της Αριστεράς, ειδικά στη χώρα μας, προς χάριν των σύγχρονων ρεφορμιστικών, σοσιαλδημοκρατικών ή και σοσιαλφιλελεύθερων εκδοχών της. Ωστόσο, στην εποχή μας είναι απαραίτητο να αναδειχθεί σε πρώτο πλάνο η ιστορική αναγκαιότητα του στρατηγικού σκοπού των κομμουνιστών, απευθείας από την κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς περιττές διαμεσολαβήσεις.

 

Β. Αποτίμηση του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα

Σχετικά με την αποτίμηση των επαναστάσεων του 20ού αιώνα και των καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, είναι θετικό ότι επικρατεί στη ΠΔ μια μετριοπαθής και μη μηδενιστική αντίληψη των ιστορικών αυτών εγχειρημάτων[5]. Ορθώς δίνεται έμφαση στον δημοκρατικό χαρακτήρα των επαναστάσεων[6], και στις σχέσεις ανάμεσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, το κομμουνιστικό κόμμα, και την εργατική εξουσία[7]. Επιπλέον, τίθεται ο προβληματισμός αυτός εντός του πλαισίου των αντικειμενικών δυσκολιών, τόσο αυτών που (θα) έχει να αντιμετωπίσει κάθε τέτοιο επαναστατικό εγχείρημα, όσο και των συγκεκριμένων που αναδείχθηκαν στην ιστορική συγκυρία του περασμένου αιώνα, και οριοθέτησαν την εξέλιξη των σοσιαλιστικών καθεστώτων[8].

Ωστόσο, η συζήτηση για την αλληλεπίδραση μεταξύ κόμματος – κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών (ξενίζει λίγο στην ΠΔ η χρήση του όρου «Μέτωπο» και για μετά τη νίκη της επανάστασης) – κινήματος[9] δεν αρκεί για να διερευνηθεί το πρόβλημα της εργατικής εξουσίας, και για να απαντηθεί το «τι κάνουμε» αφού νικήσει και σταθεροποιηθεί σχετικά η επανάσταση. Χρειάζεται ο προβληματισμός να πάει σε μεγαλύτερο βάθος και να αναδείξει καλύτερα την σύνδεση ανάμεσα στις αντικειμενικές συνθήκες και δυσκολίες από τη μια, και τη δράση του επαναστατικού υποκειμένου από την άλλη, ακολουθώντας μια μεθοδολογία στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού.

Συγκεκριμένα, στην ΠΔ δεν αναδεικνύονται οι βασικές κοινωνικές αντιθέσεις των κοινωνιών αυτών, ιδιαίτερα στις παραγωγικές σχέσεις, και πώς αυτές αλληλεπιδρούσαν αφενός μεν με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, και αφετέρου με την εργατική εξουσία. Η έλλειψη αυτή αφήνει πολύ χώρο στην απολυτοποίηση είτε της μιας πλευράς, αυτής του υποκειμένου (όπως τείνει, μάλλον, να κάνει η ΠΔ[10]), είτε της άλλης, αυτής των αντικειμενικών δυσκολιών.

Αντιθέτως, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην ελληνική βιβλιογραφία μια σύγκλιση προς τη θέση ότι ο σοσιαλισμός είναι μια μεταβατική κοινωνία, η οποία διέπεται νομοτελειακά από τις δικές της κοινωνικές αντιθέσεις. Συνοπτικά, οι Πατέλης, Δαφέρμος & Παυλίδης (1994) ορίζουν ως βασική αντίθεση στη διαλεκτική σχέση παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων στον σοσιαλισμό αυτή μεταξύ

  • της ανωριμότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής,
  • και του τυπικού χαρακτήρα της κοινωνικοποίησής της με τη μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής[11].

Η ανωριμότητα του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής εκδηλώνεται

  • αφενός μεν στον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας, κυρίως μέσω της αντίθεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί την αντίθεση διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας,
  • και αφετέρου σε έναν ορισμένο ανταγωνισμό για τη βέλτιστη (με όρους ποσότητας και ποιότητας) κάλυψη των κοινωνικών αναγκών σε συνθήκες σχετικής ανεπάρκειας καταναλωτικών αγαθών[12].

Έτσι, προκύπτει ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η σχετική βασική κοινωνική αντίθεση μεταξύ του στρώματος που διοικεί την κοινωνία (κρατική γραφειοκρατία, ανώτερα διευθυντικά στελέχη) και της υπόλοιπης κοινωνίας των εργαζομένων που εμπλέκονται άμεσα στην παραγωγή[13].

Θα ήταν πιο γόνιμο, επομένως, η θεωρητική έρευνα να επικεντρώσει στην αναγκαία συσχέτιση μεταξύ

  • παραγωγικών δυνάμεων,
  • σχεδιασμένης οργάνωσης της παραγωγής στο επίπεδο της κοινωνίας,
  • και δημοκρατικών μορφών άσκησης της εργατικής εξουσίας,

 προς την κατεύθυνση άρσης των εν λόγων αντιθέσεων. Διαφορετικά, δε διασφαλίζεται ότι η συζήτηση που γίνεται για την εργατική δημοκρατία δε θα εκπέσει σε επαναστατική βουλησιαρχία όταν κληθεί να αντιμετωπίσει εκ νέου τις αντικειμενικές δυσκολίες της ιστορικής πραγματικότητας, όπως έγινε σε διάφορες φάσεις της ιστορίας των επαναστάσεων του 20ού αιώνα (πχ στην περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού» που ακολούθησε την Οκτωβριανή επανάσταση).

Η έλλειψη στην ΠΔ μιας συστηματικής διερεύνησης των αντιθέσεων της σοσιαλιστικής κοινωνίας που γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα αποδεικνύεται καθοριστική για τον χαρακτηρισμό της ως «μιας ιστορικά ανέκδοτης και δίχως ιστορική προοπτική, εκμεταλλευτικής, τελικά, κοινωνίας»[14], που αποτελεί και τη μεγαλύτερη αδυναμία της ΠΔ. Η θέση αυτή, σε όλες της τις παραλλαγές («κρατικός καπιταλισμός» σύμφωνα με τον Τ. Κλιφ αλλά και τον Τ. Μπετελέμ, η γραφειοκρατία ως τάξη για τον Κ. Καστοριάδη κοκ) έχει δεχτεί συντριπτική κριτική[15]. Η κεντρική αδυναμία των θεωριών αυτών έγκειται στην εύρεση κοινωνικού μηχανισμού, άλλου από αυτόν της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ο οποίος να μπορεί να εξηγήσει την αναπαραγωγή μιας κοινωνίας ως ταξικής – εκμεταλλευτικής.

Συνοπτικά, ο καταμερισμός εργασίας και η άνιση διανομή του υπερπροϊόντος δεν αποτελούν επαρκείς όρους για μια ταξική κοινωνία. Χρειάζεται να αναδειχθούν εκείνες οι αναγκαίες αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των τάξεων (καταρχήν σχέσεις παραγωγής και διανομής), οι οποίες να υποτάσσουν την αναπαραγωγή της κοινωνίας στην αναπαραγωγή των ταξικών σχέσεων. Πχ στον καπιταλισμό οι κεφαλαιοκράτες είναι κεφαλαιοκράτες διότι αξιοποιούν την ιδιοκτησία του κεφαλαίου προς περαιτέρω συσσώρευσή του, μέσω της απόσπασης υπεραξίας από τους εργάτες. Οι εργάτες, από την άλλη, είναι εργάτες, ακριβώς διότι δε διαθέτουν κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένοι να πουλάνε την εργασιακή τους δύναμη στους κεφαλαιοκράτες, προσφέροντάς τους έτσι τη δυνατότητα για περαιτέρω συσσώρευση κεφαλαίου, και επομένως, αναπαραγωγή του ταξικού διαχωρισμού. Οι δύο πλευρές της κοινωνικής αντίθεσης διεισδύουν η μία μέσα στην άλλη, και η μεταξύ τους ανταγωνιστική σχέση (για τη συσσώρευση του υπερπροϊόντος με τη μορφή της υπεραξίας) δρα προς τη κατεύθυνση της αναπαραγωγής και κλιμάκωσής της.

Η βασική κοινωνική αντίθεση του σοσιαλισμού, αντίθετα, δεν είναι -αρχικά, και από μόνη της- ανταγωνιστική. Το κοινωνικό στρώμα των διοικούντων δεν αποσπά υπερπροϊόν από τους άμεσα εργαζόμενους, ώστε να το συσσωρεύσει και να το αξιοποιήσει για την αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας,. Ο ανταγωνισμός για το υπερπροϊόν περιορίζεται στην ατομική ή οικογενειακή κατανάλωση. Οι θεωρίες που αντιλαμβάνονται τις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» του 20ού αιώνα ως εκμεταλλευτικές, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν ποτέ

  • πως κατάφερνε ένα μειοψηφικό μέρος της κοινωνίας να αναπαράγεται ως γραφειοκρατία, ενώ το υπόλοιπο συναινούσε να εργάζεται για αυτήν,
  • ποιο ήταν το κίνητρο της συσσώρευσης υπερπροϊόντος για τους διοικούντες εφόσον δεν εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της θέσης τους,
  • και ποιο το κίνητρο της εργασίας για τους άμεσα εργαζομένους, ή διαφορετικά, τι τους εμπόδιζε να προσπαθήσουν να ενταχθούν στο στρώμα των διοικούντων αντί να εργάζονται.

Μάλιστα, είναι εμφανές ότι και τα δύο στρώματα, διοικούντες και άμεσα εργαζόμενοι, έχουν κοινό συμφέρον μεσο-/μακρο-πρόθεσμα για την αύξηση της παραγωγικότητας στην κατεύθυνση της μείωσης της κοινωνικά αναγκαίας άμεσης εργασίας και της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, δηλ. στην κατεύθυνση της εξασθένισης της μεταξύ τους αντίθεσης.

Επιπλέον, μια τέτοια θέση περί εκμεταλλευτικής κοινωνίας έρχεται σε αντίφαση με την -σωστή κατά τα άλλα- θεώρηση, στην ίδια την ΠΔ, των κοινωνιών αυτών ως μεταβατικών[16] και «χωρίς ιστορική προοπτική». Αν είναι οι κοινωνίες αυτές μεταβατικές, τότε πρέπει να καθορίζονται κυρίως ως μια ενδιάμεση μορφή μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Αν είναι εκμεταλλευτικές, τότε εισάγεται η ιστορική αναγκαιότητα μιας επιπλέον επανάστασης, πέραν της εργατικής, για το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Αν, αντιθέτως, οι κοινωνίες αυτές δεν είναι μεταβατικές, τότε προκύπτουν ερωτήματα όπως για το

  • πόσοι διαφορετικοί τύποι «εκμεταλλευτικών» κοινωνιών είναι δυνατοί μετά τον καπιταλισμό,
  • ποια η σχέση τους με τον σοσιαλισμό,
  • πώς προέκυψαν εφόσον δεν είχαν «ιστορική προοπτική» και γιατί επέστρεψαν στον καπιταλισμό,
  • και κατά πόσο, τελικά, αποτελεί ο σοσιαλισμός αναγκαστική ιστορική νομοτέλεια μετά τον καπιταλισμό.

Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι περισσότερα προβλήματα δημιουργούνται, παρά λύνονται, με τη θέση περί εκμεταλλευτικών κοινωνιών, είτε μεταβατικών είτε όχι.

Αντίθετα, η συστηματική διερεύνηση της 

  • εσωτερικής αντίθεσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, στη διαπλοκή της με τη
  • βασική αντίθεση κεφάλαιο – εργασία των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, 

είναι λογικά συνεκτική, ενώ προσφέρει και έναν δρόμο για την αντίστροφη μετάβαση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, δηλ. την οπισθοδρόμηση, ως νομοτελειακό ενδεχόμενο, στον καπιταλισμό, το μόνο δυνατό εκμεταλλευτικό σύστημα στο σημερινό στάδιο της ιστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας. 

Οι δύο αντιθέσεις συναρθρώνονται τόσο εξωτερικά της σοσιαλιστικής κοινωνίας, στη διεπαφή της με τις καπιταλιστικές (εξωτερικό εμπόριο, διακρατικές σχέσεις), όσο και στο εσωτερικό της, στο βαθμό που εξακολουθεί να διεξάγεται εμπορευματική παραγωγή, είτε απλή, είτε και διευρυμένη, λόγω της ανεπαρκούς κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Πχ ιδιαίτερη σημασία για την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ έχει η συνάρθρωση των δύο αντιθέσεων εντός της σοσιαλιστικής κοινωνίας μέσω της, αρχικά ανεπίσημης («μαύρης»), και αργότερα, επίσημης, ιδιωτικής οικονομίας, και τελικά η συμμαχία των δρώντων σε αυτή με μέρος της κρατικής γραφειοκρατίας, και η από κοινού ανάδειξή τους σε νέα αστική τάξη. Μια τέτοια διαδικασία προσφέρει μια γόνιμη ερευνητική υπόθεση για το φαινόμενο της αντεπανάστασης[17].

 

 

 

[1] Πολιτική Κίνηση για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, Για τις Επαναστάσεις και τον Κομμουνισμό του 21ου Αιώνα, Ζητήματα Στρατηγικής, πρόταση διαλόγου.

[2] Συσπείρωση για μια νέα κομμουνιστική προοπτική. Πολιτική πρόταση και αρχές λειτουργίας Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων.

[3] «Είναι λίγο πολύ γνωστή η κατάσταση στην οποία από καιρό βρίσκεται η Αριστερά, η υποχώρηση, οι σοβαρότατες δυσκολίες που αντιμετωπίζει, σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία είναι σε εξέλιξη μια μακρόχρονη και συνολική επίθεση της αστικής πολιτικής σε βάρος των εργατικών κατακτήσεων, των λαϊκών δικαιωμάτων και αναγκών.

Θεωρούμε πως προϋπόθεση για την αναγέννηση της είναι η διερεύνηση, γνώση και αποκάλυψη των χαρακτηριστικών του σύγχρονου καπιταλισμού, των λανθανουσών δυνατοτήτων του παρόντος, καθώς και η γνώση, η κριτική και αυτοκριτική προσέγγιση της Ιστορίας από τη σκοπιά του επιδιωκόμενου μέλλοντος.

Για το σκοπό απαιτείται μια ευρύτερα συλλογική και εργώδης προσπάθεια στην οποία να πάρουν μέρος όλοι όσοι με τον άλφα ή βήτα τρόπο έχουν ως σκοπό να αναμετρηθούν με τα ζητήματα της εργατικής χειραφέτησης, το ζήτημα του κομμουνιστικού κινήματος και της κομμουνιστικής κοινωνίας τον 21ο αιώνα.»

από την Εισαγωγή της ΠΔ.

[4] Βλ. «Για την έννοια της Αριστεράς», Κεφάλαιο ΣΤ, σελ. 87-97, Μέρος ΙΙ, στο Ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, Βασίλης Λιόσης, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2017.

[5] Πχ. βλ. την παρ. «Β.9. Ένα μεγαλειώδες εγχείρημα» στην ΠΔ.

[6] Βλ. παρ. «Β.3. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας των επαναστάσεων» στην ΠΔ.

[7] Βλ. παρ. «Β.4. Ο δημοκρατισμός της ευθύνης», «Β.5. Η αντιστροφή της πορείας» και «Β.6. Κόμμα, Μέτωπο, Κίνημα: διακριτοί ρόλοι» στην ΠΔ.

[8] Βλ. παρ. «Β.7. Η ασφυκτική πίεση των αντικειμενικών ορίων» και «Β.8. Οι περιορισμένοι αντικειμενικοί όροι και η αντιμετώπιση τριών ζητημάτων» στην ΠΔ.

[9] Βλ. παρ. «Β.6. Κόμμα, Μέτωπο, Κίνημα: διακριτοί ρόλοι» στην ΠΔ.

[10]  «Η διατάραξη της σχέσης μετώπου – κόμματος  συνέβη  στην ΕΣΣΔ, στην Κίνα και μετέπειτα στις λαϊκές δημοκρατίες οι οποίες στην ουσία αντέγραφαν το «σοβιετικό πρωτότυπο […]

η εργατική δημοκρατία – εξουσία ταυτίζεται στην ουσία με την εξουσία του κόμματος. […]

Η συγχώνευση αυτή προκάλεσε σοβαρή ζημιά διαρκείας και στο κόμμα και στα σοβιέτ, αντέστρεψε το ρόλο του κόμματος, επέδρασε σοβαρά στο μαρασμό και τυπική λειτουργία των σοβιέτ. Ο συνδυασμός «συγχώνευση των κορυφών των σοβιέτ με το κόμμα»  με την αντίληψη πως «ούτε ένα σοβαρό πολιτικό και οργανωτικό ζήτημα δε λύνεται από τις σοβιετικές και άλλης μορφής οργανώσεις, χωρίς τις καθοδηγητικές υποδείξεις του κόμματος» οδηγεί στην ταύτιση του κόμματος με την εργατική τάξη (είναι ο ενσαρκωτής του κράτους της), στην πρόσληψη του κόμματος ως ένα είδος εξωτερικής πρωτοπορίας σε σχέση με το κατά περίπτωση «ανώριμο προλεταριάτο».

Κι έτσι οι όροι για την αντιστροφή της πορείας της επανάστασης έχουν δημιουργηθεί.»

στην  παρ. «Β.5. Η αντιστροφή της πορείας» της ΠΔ, όπου παρατίθενται και οι σχετικές απόψεις των Λένιν, Τρότσκι και Στάλιν.

[11] «[…] η βασική αντίφαση του σταδίου διαμόρφωσης του κομμουνισμού, η βασική αντίφαση του σοσιαλισμού είναι η αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της ανωριμότητας (της ανεπαρκούς ωρίμανσης) του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής.»

στο Πατέλης Δ., Δαφέρμος Μ. και Παυλίδης Π. (1995) Για τις νομοτέλειες μετάβασης στον κομμουνισμό. Σοσιαλισμός, κομμουνισμός και αντεπανάσταση. Αριστερή ανασύνταξη τ. 8, σελ. 47-76.

[12] Βλ. σχετικά και τα πιο πρόσφατα:

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο πρώιμος σοσιαλισμός στη Λογική της Ιστορίας, Συλλογικός Τόμος, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2017.

Ιστορία και Κομμουνισμός, Περικλής Παυλίδης, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2017.

[13] «[…] πρέπει να σκεφτούμε την αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων στο επίπεδο της κοινωνίας και της ταξικής της διάρθρωσης. Η αντίθεση αυτή, στο πλαίσιο του καπιταλισμού σημαίνει ότι η βασική κοινωνική αντίθεση είναι αυτή της αστικής τάξης με την εργατική.

Τι αντίστοιχα σημαίνει για τη μετεπαναστατική κοινωνία; Οι παραγωγικές σχέσεις αλλάζουν ριζικά καθώς εξαλείφεται η αστική τάξη. Βέβαια και αυτό δεν γίνεται παρά βαθμιαία. Αν όμως εξαλείφονται οι τάξεις (αρχικά η αστική), δεν εξαλείφεται ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Και το κομβικό σημείο στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στη διευθυντική και στην εκτελεστική εργασία, ανάμεσα στους διοικούντες και στους διοικούμενους. Η αντίθεση εργατικής και αστικής τάξης καταργείται και δίνει τη θέση της σε μια άλλη αντίθεση που μένει να ξεπεραστεί.»

στο Καλτσώνης Δ. (2017) Η βασική αντίθεση στη σοσιαλιστική κοινωνία, Μαρξιστική Σκέψη, τ. 24, σελ. 205-219.

[14] «Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία τελικά μιας ιστορικά ανέκδοτης και δίχως ιστορική προοπτική εκμεταλλευτικής, τελικά, κοινωνίας που γεννιόταν στα  σπλάχνα μιας κοινωνίας η οποία  αρνιόταν όμως διακηρυκτικά, κατ’ αρχάς, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.»

στην παρ. «Β.10 Η εξέλιξη των αντιθέσεων» της ΠΔ.

[15] Π.χ. στην ελληνική βιβλιογραφία βλ Κεφάλαια 1-3, Πρώτο Μέρος, σελ. 40-80, στο Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην Ε.Σ.Σ.Δ., Περικλής Παυλίδης, Εκδόσεις Προσκήνιο, 2001.

[16] «Θα μπορούσε να διατηρηθεί – και πως – ο μεταβατικός χαρακτήρας των κοινωνιών που προέκυψαν από τις επαναστάσεις του περασμένου αιώνα και να μένει ανοιχτή η συνέχιση της επαναστατικής διαδικασίας προς το σοσιαλισμό;»

στην παρ. «Β.13 Η επανάσταση σε μια χώρα».

[17] Βλ. σχετικά στο ίδιο άρθρο της σημείωσης [11].