1

Προβληματική της στρατηγικής και τακτικής των μετώπων

 

του Αλέξανδρου Κατσούτα-Καλομοίρη

 

Ιδιαίτερα επίκαιρο – πέρα από αναγκαίο – είναι το ζήτημα διαμόρφωσης επαναστατικών μετώπων απέναντι στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των εκάστοτε εξαρτημένων χωρών. Όλη η προβληματική τέτοιων εγχειρημάτων, βέβαια, δεν είναι καινούργια αφού το ζήτημα έχει τεθεί ήδη από την περίοδο των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα. Η κατανόηση της διαμόρφωσης μετώπων, η οποία μας εισάγει αναπόφευκτα στην υιοθέτηση ανάλογης τακτικής και στρατηγικής του επαναστατικού υποκειμένου, μπορεί να ξεδιαλύνει – σε πολύ μεγάλο βαθμό – τις διασπαστικές τάσεις που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο εργατικό κίνημα, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Παράλληλα, μπορεί να δώσει σημαντικές “οδηγίες χρήσης” για τις επαναστάσεις που έπονται, όσο ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις σε αυτές τις χώρες, στις οποίες η δημιουργία εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου με αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά δίνει την σκυτάλη στην προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Παρακάτω θα προσπαθήσω, όσο πιο λακωνικά μπορώ, να αναλύσω και να περιγράψω την προβληματική της δημιουργίας μετώπων, τις προϋποθέσεις, αλλά και τις περιπτώσεις αποτυχίας μετώπων, σε μια συνεκτική μορφή, κυρίως για λόγους εξοικονόμησης χώρου, αλλά και απλοποίησης για τον αναγνώστη, χωρίς όμως να πέφτουμε στην παγίδα της σχηματοποίησης. Επιπλέον θα αποφύγω να εμβαθύνω σε ιστορικές αναφορές, αφού κάτι τέτοιο διαφεύγει από τους σκοπούς του συγκεκριμένου πονήματος.

 

Ι. Οι προϋποθέσεις

Την απάντηση για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις ενός μετώπου μας τη δίνει η Λενινιστική θεωρία για τον νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης. Η μετάβαση απο τα πρώιμα στάδια της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στον ύστερο, όπως τον ζούμε με την μορφή του σύγχρονου καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, δημιουργεί τις προϋποθέσεις-στις εξαρτημένες και ημιεξαρτημένες αναπτυσσόμενες οικονομίες εμφάνισης αδύναμων κρίκων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εστίες επαναστατικής κατάσταση λαϊκών υποκειμένων με σκοπό την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής μητρόπολης. Η νομοτέλεια των κρίσεων υπερπαραγωγής, ιδιαίτερα των διαρθρωτικών κρίσεων, ταράζει συθέμελα την δομή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ο νόμος πτώσης του ποσοστού κέρδους και η προσπάθεια εξισορρόπησής του με την άντληση επιπλέον υπεραξίας ωθεί ακόμα περισσότερο τις χώρες με υψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου να στρέφονται σε χώρες με χαμηλότερη οργανική σύνθεση για να αντλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα υπερκέρδη με ιδιαίτερα “δημιουργικούς” τρόπους (φόροι υποτέλειας, πόλεμοι κλπ).

Οι εκμεταλλευόμενοι είναι τα λαϊκά στρώματα με όλες τις διαβαθμίσεις εντός τους, και οι εκμεταλλευτές ο ιμπεριαλιστικός ζυγός, αλλά και η φιλομονοπωλιακή εγχώρια αστική τάξη της εκάστοτε εξαρτημένης οικονομίας.

Αρκετές είναι οι περιπτώσεις, στις οποίες η διεξαγωγή εθνικών πολέμων για τον έλεγχο νεοαποικιών συμπεριλαμβάνει και την αστική τάξη μιας εξαρτημένης οικονομίας για λόγους διατήρησης πλεονεκτημάτων απόσπασης μεγαλύτερων μαζών υπεραξίας στη διεθνή οικονομία, και επομένως την καλύτερη για αυτήν εθνική οικονομική ανάπτυξη, και, εν τέλει, εθνική ανεξαρτησία. Ο σπόρος ενός εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου φυτρώνει και πολλές φορές με την υποστήριξη της εκάστοτε εγχώριας αστικής τάξης προς την εργατική τάξη απέναντι στον ξένο ζυγό. Αυτό δεν σημαίνει και απαραίτητα ότι η απεξάρτηση θα οδηγήσει σε σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά θέτει ένα σημαντικό σημείο τομής για τις συγκεκριμένες κοινωνίες[1].

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο αδύναμος κρίκος, και επομένως η εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης, δεν είναι κάτι το οποίο πραγματοποιείται με μηχανιστικό τρόπο, αλλά εξαρτάται από παρά πολλές μεταβλητές – διεθνείς και μη -οι οποίες αλληλοεπιδρούν η μία πάνω στην άλλη με μη γραμμικό τρόπο.

Πολλοί ήταν οι μαρξιστές ‘της ορθοδοξίας’ στις αρχές του 20ού αιώνα που θεωρούσαν ότι οι προλεταριακές επαναστάσεις θα ξεσπούσαν μέσα στην καρδιά της Ευρώπης. Βεβαίως, η ιστορία απέδειξε διαφορετικά με το χρονικό της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917, όπως άλλωστε το προέβλεψε νωρίτερα ο Λένιν με την πολύτιμη συνεισφορά του έργου του για τον ιμπεριαλισμό. Αυτό που με τόσο μεθοδικό και έξυπνο τρόπο έδειξε ο Λένιν ήταν ότι οι προλεταριακές επαναστάσεις δεν θα λάμβαναν χώρα στις χώρες του κέντρου, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις είναι πιο αναπτυγμένες – όπως τόσο δογματικά θεωρούνταν μέχρι πρότινος – και όπου η εργατική τάξη αποτελούσε την πλειοψηφία, αλλά, αντιθέτως, σε αναπτυσσόμενες οικονομίες των εξαρτημένων ή ημιεξαρτημενων χωρών με την πλειοψηφία των παραγωγικών δυνάμεων να είναι λιγότερο αναπτυγμένες. Επίσης, η προσέγγιση της ”μαρξιστικής ορθοδοξίας” για το ξέσπασμα της επανάστασης πραγματοποιούνταν μεμονωμένα σε κάθε χώρα χωρίς να ληφθεί υπόψη ο διεθνιστικός παράγοντας του παγκόσμιου πλέον ιμπεριαλιστικού συστήματος και της θέσης που κατέχει η κάθε χώρα μέσα σε αυτό. Η προσέγγισή τους με λίγα λόγια ήταν σε πλήρη αναντιστοιχία με την τότε ιστορική φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Ο Λένιν, βασισμένος στη θεωρία του Μαρξ για την κεφαλαιοκρατία, ανέπτυξε την θεωρία του ιμπεριαλισμού, διακρίνοντας τις ίδιες του τις αντιθέσεις μέσα από τις οποίες εμφανίζεται η προοπτική για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Αυτές οι αντιφάσεις ήταν η αντίθεση “νεκρής εργασίας” του κεφαλαίου και της κοινωνικοποιημένης εργασίας. Η κυρία αντίθεση της ατομικής ιδιοποίησης του προϊόντος της εργασίας και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής δηλαδή, η οποία έχει μάλιστα και συγκεκριμένη μορφή στο στάδιο του Ιμπεριαλισμού. Η δεύτερη αντίφαση είναι η ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στο τραπεζικό/χρηματιστηριακό κεφάλαιο και των αστικών τάξεων των ιμπεριαλιστικών κέντρων για την άντληση όσο των δυνατών περισσοτέρων μαζών υπεραξίας απο την περιφέρεια.

Η τρίτη και τελευταία αυτή αντίφαση αφορά την εκμεταλλευτική φύση των μονοπωλίων των ισχυρών κρατών απέναντι στις χώρες της περιφέρειας, όπου δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εμφάνιση αντίστοιχων υποκειμένων εργασίας, αλλά και για την ενίσχυση της εθνικής συνείδησης, άρα και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Η ενίσχυση αυτή αντικρούει τις εφεδρείες του ιμπεριαλισμού και ενισχύει τον προλεταριακό διεθνιστικό χαρακτήρα όλων των προλετάριων των εξαρτημένων χωρών. Επομένως, η σπουδαιότητα της θεωρίας του Λένιν μας δείχνει ότι ο κλοιός του ιμπεριαλισμού δεν σπάει εκεί που είναι ισχυρότερος, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως πίστευαν οι κήρυκες της Β΄ διεθνούς, αλλά, αντιθέτως, στις αναπτυσσόμενες, στον αδύναμο κρίκο.

Η αποδέσμευση των εξαρτημένων χωρών από τα δίχτυα του ιμπεριαλισμού σε ανεξάρτητες εθνικές οικονομίες είναι μια διαδικασία η οποία πραγματοποιείται μέσα από μεταβαλλόμενες συνθήκες και συσχετισμούς δυνάμεων, τόσο εντός της υποψήφιας χώρας όσο και εκτός των συνόρων της. Η αποδέσμευση, δηλαδή δεν γίνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο, αφού εξαρτάται από τους ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες της εκάστοτε εξαρτημένης χώρας. Μέσω της λενινιστικής θεωρίας μπορεί να γίνει ανάλυση, περιγραφή, επομένως και πρόγνωση, και με βάση τις υπάρχουσες συνθήκες της εκάστοτε χώρας (σχέσεις παραγωγής, ταξική διαστρωμάτωση, φάσεις διαμόρφωσης του κινήματος, συσχετισμός δυνάμεων, παραγωγικές δυνάμεις, διεθνές κλίμα κλπ) – να διεξαχθεί η ταξική πάλη με στρατηγική διεύθυνση και τακτική και ανάλογη σκοποθεσία και προτεραιότητες, παρόλο που η λενινιστική θεωρία διαμορφώθηκε στις συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας. Η θεωρία του Λένιν είναι η μαρξιστική θεωρία σε εφαρμογή στις συνθήκες της Ρωσίας μεν, αλλά και της δικτατορίας του προλεταριάτου, η οποία έχει πρακτική εφαρμογή και στις υπόλοιπες χώρες δε, πάντοτε σε άμεση συνάρτηση με τις προτεραιότητες του κινήματος και της πρακτικής πείρας του και με τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν.

Το ζήτημα των προτεραιοτήτων πρέπει να ξεκαθαριστεί όσο αυτονόητο και αν θεωρείται, πχ δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σοσιαλιστική επανάσταση αν δεν γίνει αποδέσμευση από τον ιμπεριαλισμό. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Το ζήτημα των προτεραιοτήτων καθορίζεται από την ανάλυση των δεδομένων και από την πείρα του κάθε κινήματος.

 

ΙΙ. Η ανατομία του μετώπου[2]

Η δημιουργία μετώπου με ότι αυτό συνεπάγεται (μέσω ενός Κόμματος πρωτοπορίας), μέσα απο οργανωτικές διαδικασίες σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής για την ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης (πχ συνδικάτα), καθορίζεται όπως αναφερθήκαμε παραπάνω από τις υπάρχουσες συνθήκες της κάθε χώρας.

Ο Λένιν πολύ ορθά μας εξηγεί επί του θέματος[3]:

«Πρώτο, ο μαρξισμός διαφέρει απ’ όλες τις πρωτόγονες μορφές σοσιαλισμού κατά το ότι δεν δεσμεύει το κίνημα με μια οποιαδήποτε καθορισμένη μορφή πάλης. Παραδέχεται τις πιο διαφορετικές μορφές πάλης, όμως δεν τις “επινοεί”, αλλά μόνο γενικεύει, οργανώνει, προσδίνει συνειδητότητα σε εκείνες τις μορφές πάλης των επαναστατικών τάξεων που εμφανίζονται μόνες τους στην πορεία του κινήματος. Ο μαρξισμός που αναμφισβήτητα είναι εχθρός κάθε αφηρημένης διατύπωσης, κάθε δογματικής συνταγής, απαιτεί να μελετάμε προσεκτικά τη διεξαγόμενη μαζική πάλη, που με την ανάπτυξη του κινήματος, με το ανέβασμα της συνειδητότητας των μαζών, με την όξυνση των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων γεννά συνεχώς όλο και νέους, όλο και πιο ποικίλους τρόπους άμυνας και επίθεσης. Γι’ αυτό ο μαρξισμός δεν απορρίπτει καμιά μορφή πάλης. […]

Δεύτερο, ο μαρξισμός απαιτεί αναμφισβήτητα την ιστορική εξέταση του ζητήματος των μορφών πάλης. […] Στις διαφορετικές στιγμές της οικονομικής εξέλιξης, σε εξάρτηση από τους διαφορετικούς όρους πολιτικούς, εθνικοπολιτιστικούς, βιοτικούς, κλπ., οι διαφορετικές μορφές πάλης προωθούνται στην πρώτη γραμμή, γίνονται οι κύριες μορφές πάλης, και σε συνάρτηση μ’ αυτό, αλλάζουν με τη σειρά τους και οι δευτερεύουσες οι επικουρικές μορφές πάλης»

Επομένως η τακτική διεξαγωγής της ταξικής πάλης, σύμφωνα με τη λενινιστική θεωρία, δεν είναι δόγμα, το οποίο σχηματικά εμφανίζεται σε μια συγκεκριμένη μορφή, αλλά εγχειρίδιο χρήσης διεξαγωγής για επανάσταση. Τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σε κάθε χώρα είναι τα εξής:

  1. Μορφή αστικής διακυβέρνησης:
  • Αν υπάρχει φασιστική δικτατορία οι μορφές πάλης βαίνουν προς αυτήν της παρανομίας.
  • Αν υπάρχει αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία οι μορφές πάλης βαίνουν ανάμεσα στην παρανομία και την νομιμότητα. Συνήθως μια τέτοια περίοδο εντοπίζεται όταν λάβει χώρα κάποια κρίση υπερπαραγωγής μεν, η οποία με την σειρά της μπορεί να συνδυάζει χαρακτηριστικά αυταρχικών μορφών διακυβέρνησης, χωρίς πάντα να υπάρχει μπροστάρης μία φασιστική εφεδρεία δε.
  • Αν υπάρχει σοσιαλδημοκρατία, οι φόρμες πάλης βαίνουν ανάμεσα στην νομιμότητα και στην παρανομία.
  1. Ιστορικοί παράγοντες και ταξική διαστρωμάτωση του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού. Εκεί μπορούν να εντοπιστούν οι πιθανές εφεδρείες, αλλά και οι συσχετισμοί δυνάμεων τόσο ανάμεσα στην εργατική τάξη, όσο και στην αστική, εγχώρια αλλά και στο διεθνές περιβάλλον.
  2. Ιστορικές φάσεις στις, οποίες βρίσκεται ένα κίνημα, αν δηλαδή είναι σε αρχική μορφή ή προχωρημένη, και αν ναι, σε τι φάση βρίσκεται, οπισθοχώρησης, ηρεμίας ή εκτόνωσης.
  3. Θέση μιας χώρας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και τους δεσμούς αλληλεξάρτησης.

Ενώ η στρατηγική παραμένει αμετάβλητη, η τακτική μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ως κομμάτι της στρατηγικής, λοιπόν, η τακτική επικεντρώνεται όχι στη μεγάλη νίκη του πολέμου, αλλά αντίθετα σε μικρές νίκες μαχών. Η τακτική πολλές φορές μπορεί να εμφανίζεται μέσα από παραχωρήσεις. Αυτές οι παραχωρήσεις δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αντιθέτως βήματα οπισθοχώρησης για την ανασυγκρότηση δυνάμεων του κινήματος προσαρμοσμένη σε αντίστοιχες μορφές πάλης.Η κατανόηση αυτού του τόσο σημαντικού ζητήματος εξοπλίζει το προλεταριάτο με διαύγεια και το διαπαιδαγωγεί, ώστε να μην πέσει σε “αριστερίστικες” προκαταλήψεις και αυταπάτες που μπορούν να το διαβρώσουν και στο τέλος να το αφοπλίσουν. Βέβαια  δεν είναι μόνο οι αριστεριστικες προκαταλήψεις που κάνουν την ζημιά αλλά και ο οπορτουνισμος.

Είναι μια επιδημία η οποία εμφανίζεται με το προσωπείο της ιδεολογικής καθαρότητας και της ορθοδοξίας του μαρξισμού. Είναι η επιτομή της ανιστορικής, αλλά και αντιδιαλεκτικής αντίληψης των πραγμάτων μέσα από μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας, η οποία αδυνατεί να προβεί σε διαδικασίες περιγραφής, ανάλυσης, και πρόγνωσης. Από τη στιγμή που η θεωρία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, έτσι και οι πολιτικές πρακτικές του επαναστατικού κινήματος θα πέφτουν σε αντιφάσεις και αδιέξοδα με κίνδυνο την αναχαίτιση του επαναστατικού υποκειμένου από την αντεπανάσταση. Οι αντιφάσεις παίρνουν πολλές μορφές με την κυριότερη να είναι η ανικανότητα προσαρμογής στις εκάστοτε συνθήκες, επομένως και στην εφαρμογή τακτικής από το κίνημα. Ο οπορτουνισμός οδηγεί σε μαθηματικά υπολογισμένη αποτυχία και στον χυδαίο αναθεωρητισμό, ο οποίος είναι και αυτός απόρροια της αντιδιαλεκτικής αντίληψης των πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί δογματικοί της ιδεολογικής καθαρότητας καταλήγουν να είναι οι χειρότεροι υπέρμαχοι του αναθεωρητισμού.

Ο οπορτουνισμός είναι βασικό στοιχείο νόθευσης του ιμπεριαλισμού προς οτιδήποτε απειλεί την ύπαρξή του. Ριζώνει εντός του επαναστατικού κινήματος σαν δούρειος ίππος και επιβάλλεται στα εργατικά κινήματα  των ιμπεριαλιστικών χωρών μοιράζοντας  ψίχουλα από τα υπερκέρδη από τις εξαρτημένες οικονομίες σε τμήματα της εργατικής τάξης. Οι εξαγοράσιμες εργατικές μάζες σχηματίζουν μια μειοψηφία, αυτήν της εργατικής αριστοκρατίας. Η εργατική αυτή αριστοκρατία διεισδύει μέσα στο εργατικό κίνημα και ως επόπτης της αστικής τάξης το κατευθύνει. Πρόκειται για πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα.

Αντιθέτως στα κινήματα χωρών μετρίου επιπέδου ανάπτυξης ο διαμοιρασμός των υπερκερδών στις εργατικές μάζες δεν είναι πάντοτε απαραίτητος. Αρκούν οι σχέσεις αλληλεξάρτησης με πιο ελαστικούς όρους δέσμευσης από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα σχετικά βιώσιμο σταθερό περιβάλλον καπιταλιστικής ανάπτυξης με μια σχετικά σημαντική αυτονομία της αστικής τους τάξης. Επομένως, ο οπορτουνισμός δεν εμφανίζεται εδώ με την παραδοσιακή του μορφή αλλά εκφράζεται μέσω του νεποτισμού και της ευνοιοκρατίας. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν μόνο τις αλυσίδες τους.

Όσο ο ιμπεριαλισμός φουσκώνει και επεκτείνει την κυριαρχία του και βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, ο οπορτουνισμος των εργατικών κομμάτων θα δυναμώνει. Η ενδυνάμωση του οπορτουνισμού αποτελεί ιστορικό νόμο – τάση στη φάση ανόδου του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, η συνεχόμενη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από πολιτικές καταλήστευσης πλούτου και των πολέμων καθιστά όλο και δυσκολότερη την ιδεολογική υποστήριξη του ιμπεριαλισμού· ως αποτέλεσμα, ο οπορτουνισμός να χάνει την οικονομική του βάση και να παρακμάζει.

 

ΙΙΙ. Ενδιάμεσες φάσεις

Η άρνηση των φάσεων της επανάστασης ουσιαστικά αποτελεί άρνηση της τακτικής που πρέπει να ακολουθήσει ένα ΚΚ. Σαν τις φάσεις της πλημμυρίδας και της άμπωτης, το επαναστατικό κίνημα διαμορφώνει τις κινήσεις του, πράττει συμμαχίες και εκμεταλλεύεται την αναζωπύρωση των λαϊκών μαζών για πολιτικές διεκδικήσεις έστω και μικρές. Όταν πλησιάζουν περίοδοι επαναστατικής κατάστασης κατά τη διάρκεια γενικών κρίσεων υπερπαραγωγής, και ανοίγουν οι ορέξεις του κεφαλαίου για “νέες γόνιμες γαίες” το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να ακολουθήσει τις απαιτήσεις της υπάρχουσας κατάστασης. Η “περίοδος των παραχωρήσεων” της ειρηνικής περιόδου, της αστικής δημοκρατίας, τελειώνει και οι κομμουνιστές καλούνται “να αναλάβουν τα ηνία” προσαρμόζοντας την τακτική τους. Το καθεστώς επικαλείται μέτρα έκτακτης ανάγκης και διάφορα αντίμετρα απέναντι στην λαϊκή δυσαρέσκεια από την εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων.

Όσο περίεργο και αν φαίνεται, η αστική τάξη ακολουθεί και αυτή την τακτική της ενάντια στο προλεταριάτο. Η στρατηγική της αποκτά το χαρακτήρα της συντήρησης και προσπάθεια της εξισορρόπησης των αντιφάσεων της κεφαλαιοκρατίας, οι οποίες οξύνουν τις ταξικές αντιθέσεις, λόγω των κρίσεων υπερπαραγωγής. Η φαρέτρα της αστικής τάξης για τη διατήρηση του status quo έχει μεγάλη γκάμα επιλογών “μη φονικών αλλά άδηλων μέσων”, όπως οι διαφορές πρακτικές απόσπασης υπεραξίας (εντατικοποίησης της εργασίας, παράταση της εργάσιμης ημέρας, επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα). Όσο πλησιάζουμε στην περίοδο που εκδηλώνονται κρίσεις υπερπαραγωγής και παρατηρείται μετάβαση από την περίοδο της “ειρηνικής περιόδου” των παραχωρήσεων, της αποκαλούμενης ”φιλελευθεροποίησης”, και η υλική βάση του εποικοδομήματος κλονίζεται, άρα παρατηρείται περαιτέρω όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, η κεφαλαιοκρατία υιοθετεί άλλες πρακτικές αντιμετώπισης, πιο αποτελεσματικές. Δεν είναι καθόλου περιττό να αναφέρουμε ότι κύριος εκφραστής των κυρίαρχων συμφερόντων και διατήρησης των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων αποτελεί το αστικό κράτος μέσω της άσκησης (νομιμοποιημένης) βίας.

Τα αντίμετρα της κεφαλαιοκρατίας και των μορφών αστικού κράτους αναφέρθηκαν παραπάνω. Ωστόσο, μελετώντας τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο δίπολο “εργατική τάξη” και “αστική τάξη”, μπορούμε να εμβαθύνουμε περισσότερο στα στάδια της διεξαγωγής της επανάστασης βάζοντας προτεραιότητες για τον αγώνα που έχει να πραγματοποιήσει το προλεταριάτο. Οι προτεραιότητες δρομολογούν την τακτική του υποκειμένου. Αν πραγματοποιηθεί, δηλαδή, εξέγερση και ανατραπεί μια φασιστική δικτατορία μέσω ενός ενιαίου λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν αστικοδημοκρατικού τύπου διεκδικήσεις, και να απαιτηθεί και “κυβέρνηση συνεργασίας” λαϊκού προσανατολισμού με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ίδια περίπτωση μπορεί να συμβεί όχι μόνο σε φασιστικά καθεστώτα αλλά και σε αστικοδημοκρατικά, όπου η (εγχώρια και μη) αστική τάξη θα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, και θα είναι αποδυναμωμένη, με τη μορφή μιας “εργατικής κυβέρνησης”. Σε αυτήν τη περίπτωση επειδή υπάρχει και ο παράγοντας της νομιμότητας του κομμουνιστικού κόμματος, ενώ ο σχηματισμός μιας λαϊκής κυβέρνησης εντός των ορίων του αστικού κοινοβουλίου αποτελεί σημείο τομή για την πορεία προς τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Εδώ προκύπτει το καυτό ερώτημα αν όντως μπορεί ένα κουμμουνιστικό κόμμα να συνεργαστεί με αστικά “σοσιαλοδημοκρατικού τύπου” κόμματα και να δημιουργήσει προϋποθέσεις μετάβασης προς τη σοσιαλιστική επανάσταση, ή κατά πόσο παγιδεύεται μέσα στις συμπληγάδες του ρεφορμισμού. Όπως αναφερθήκαμε παραπάνω, οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι αυτοσκοπός σε ένα ΚΚ, αλλά μια τακτική για προσέγγιση της επανάστασης. Η άρνηση προσαρμογής απέναντι στις εκάστοτε ιδιομορφίες αντίμετρων που παρεμβάλει η κεφαλαιοκρατία, και των μορφών του καθεστώτος που πλαισιώνουν το ευρύ πλαίσιο της ταξικής πάλης στην εκάστοτε χώρα, δεν ισχυροποιούν το χαρακτήρα της επανάστασης, αντιθέτως τον αποδυναμώνουν.

Η κατανόηση των ενδιάμεσων φάσεων προετοιμάζει τις λαϊκές μάζες για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αποτελεί μια γέφυρα, ένα ενδιάμεσο στάδιο, όπου μέσω ενός “ενιαίου λαϊκού μετώπου” συσπειρώνεται η εργατική τάξη και τα υπόλοιπα αμφιταλαντευόμενα στρώματα, απαλλάσσοντάς τα από μεταφυσικές ενατενίσεις “περί ώριμων συνθηκών” και ουρανοκατέβατων επαναστάσεων. Ουσιαστικά, αποτελεί μια προπαίδεια για την επανάσταση, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο από το ενδεχόμενο “του αυθορμητισμού” και αριστερίστικων λαθών. Αυτό δίνει και τη δυνατότητα στους κομμουνιστές να πείσουν ένα πολύ μεγάλο μέρος των εργατών για την αναγκαιότητα της επανάστασης, την οποία οι σοσιαλδημοκράτες συντηρητικοί την κατατάσσουν ως μαξιμαλισμό. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν υπάρχει συμμετοχή των κομμουνιστών και πρόγραμμα για μια μεταβατική κατάσταση “περάσματος” προς τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Η όλη κατάσταση αλλάζει αν προστεθεί και ο παράγοντας της διεξαγωγής εθνικών πολέμων ανάμεσα στις εξαρτημένες χώρες και στις ιμπεριαλιστικές, όπου στις πρώτες συμμετέχουν και μερίδες της αστικής τάξης. Εκεί παρατηρείται η συμμαχία της αστικής τάξης με την εργατική τάξη ενάντια στο ξένο ζυγό, και επειδή η συνέχεια της πολιτικής είναι ο πόλεμος, αναπόφευκτα θα οδηγήσει και σε άλλη διαμόρφωση τακτικής, ιδιαίτερα μετά την κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας της κυριαρχούμενης από τον ιμπεριαλισμό χώρας.

Τέλος, θα κλείσω με ένα σύντομο χωρίο του Δημητρόφ, ο οποίος αναφέρει για το συγκεκριμένο ζήτημα τα εξής:

“Γιατί έδινε ο Λένιν τόσο εξαιρετική σημασία στη μορφή περάσματος στην προλεταριακή επανάσταση; Επειδή είχε πάντα μπροστά του τον θεμελιώδη νόμο όλων των επαναστάσεων, ότι μόνο η προπαγάνδα και η διαφώτιση δεν είναι σε θέση να μεταδώσουν στις μάζες την πραγματική πολιτική πείρα, όταν θέλουμε να κερδίσουμε πραγματικά πλατιές μάζες εργαζομένων με το μέρος της επαναστατικής πρωτοπορίας, πράγμα που είναι αναγκαίο για τον νικηφόρο αγώνα στη εξουσία. Συνήθως πρόκειται για λάθος “αριστερού χαρακτήρα” όταν φανταζόμαστε ότι στο ξέσπασμα μια πολιτική ς(επαναστατικής )κρίσης αρκεί να ρίξει η κομμουνιστική ηγεσία το σύνθημα της “επαναστατικής εξέγερσης” για να ακολουθήσουν οι πλατιές μάζες το σύνθημα αυτό. ΟΧΙ (σημ. ΑΚΚ, τα κεφαλαία δικά μου) ακόμη και σε μια τέτοια κρίση οι μάζες δεν είναι σε καμία περίπτωση πρόθυμες για κάτι τέτοιο. Για να βοηθήσουμε τα εκατομμύρια μάζες να μάθουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα με βάση την ίδια τους την πείρα, τι πρέπει να κάνουν, που βρίσκεται η αποφασιστική διέξοδο, πιο κόμμα είναι άξιο της εμπιστοσύνης τους, είναι απαραίτητα εκτός από όλα τα άλλα και μεταβατικά συνθήματα και ιδιαίτερες μορφές περάσματος και πλησιάσματος στην προλεταριακή επανάσταση. Διαφορετικά, οι πιο πλατιές λαϊκές μάζες όντας παγιδευμένες σε μικροαστικές δημοκρατικές αυταπάτες και παραδόσεις θα ταλαντεύονται, θα διστάζουν, θα αποπροσανατολίζονται, ακόμη και σε μια επαναστατική κατάσταση, χωρίς να βρίσκουν το δρόμο για την επανάσταση, για να βρεθούν τελικά κάτω από τα χτυπήματα των φασιστών δημίων”.

 

 

Σημειώσεις:

[1] Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα»τ. 41, σελ. 79:

“Εδώ πρέπει να βάλεις στον εαυτό σου όχι μόνο το ερώτημα αν έχουμε πείσει την πρωτοπορία της επαναστατικής τάξης, αλλά ακόμη και το ερώτημα αν οι ιστορικά ενεργητικές δυνάμεις όλων των τάξεων, όλων απολύτως των τάξεων μιας δοσμένης κοινωνίας, χωρίς καμία εξαίρεση, είναι διαταγμένες έτσι, ώστε η αποφασιστική μάχη να είναι πια εντελώς ώριμη – έτσι ώστε (1) όλες οι εχθρικές προς εμάς ταξικές δυνάμεις να τα έχουν αρκετά χαμένα, να έχουν αρκετά φαγωθεί αναμεταξύ τους, αρκετά εξασθενίσει από έναν αγώνα ανώτερο από τις δυνάμεις τους, έτσι ώστε (2) όλα τα ταλαντευόμενα, διστακτικά, ασταθή, ενδιάμεσα στοιχεία, δηλαδή η μικροαστική τάξη, η μικροαστική δημοκρατία σε διάκριση από την αστική τάξη, να έχουν αρκετά ξεσκεπαστεί μπροστά στο λαό, να έχουν αρκετά ρεζιλευτεί με τη χρεοκοπία τους στην πράξη, έτσι ώστε (3) στο προλεταριάτο να έχει αρχίσει και να αναπτύσσεται εντατικά μια μαζική τάση για υποστήριξη πιο αποφασιστικών, απεριόριστα τολμηρών, επαναστατικών ενεργειών ενάντια στην αστική τάξη. Τότε η επανάσταση θα είναι πιο ώριμη, τότε η νίκη μας, αν έχουμε υπολογίσει σωστά όλους τους όρους που σημειώσαμε και περιγράψαμε σύντομα παραπάνω και αν έχουμε διαλέξει σωστά τη στιγμή, η νίκη μας είναι εξασφαλισμένη».

[2] Ι. Στάλιν, Οι βάσεις του Λενινισμού κ.7 σελ. 80:

«Ποτέ να μη παίζουμε με την επανάσταση κι όταν την αρχίσουμε να είμαστε αποφασισμένοι να την οδηγήσουμε ως το τέλος. Να συγκεντρώνουμε στο κρίσιμο μέρος και στην αποφασιστική στιγμή δυνάμεις πολύ ανώτερες απ’ τις δυνάμεις του εχθρού αλλιώς, ο εχθρός μας καλύτερα προετοιμασμένος, θα τσακίσει τους επαναστατημένους. Άμα αρχίσουμε μια φορά την επανάσταση, να ενεργούμε με το ανώτατο όριο της δυνατής δραστηριότητας και να προσπαθούμε να είμεθα οι επιτιθέμενοι χωρίς να λογαριάζουμε τι απώλειες θα μας φέρει αυτό. «Ή άμυνα είναι ο θάνατος της επανάστασης». Να προσπαθούμε να καταλάβουμε τον εχθρό εξ απρόοπτου, να επωφεληθούμε τη στιγμή πού οι δυνάμεις του είναι διασκορπισμένες. Να κερδίζουμε κάθε μέρα επιτυχίες έστω και ασήμαντες (ακόμα και «κάθε ώρα» αν πρόκειται για μια μόνη πόλη) και να διατηρούμε με κάθε θυσία την «ηθική υπεροχή.»

[3] Β.Ι. Λένιν, «Ο παρτιζάνικος πόλεμος», «Άπαντα»,τ. 14, σελ. 1-12.

 

 

Βιβλιογραφία:

1) Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα»τ. 41, σελ. 79.

2) Β.Ι. Λένιν, Ό Ιμπεριαλισμός κ.7, σελ. 109.

3) Ι. Στάλιν, Οι βάσεις του Λενινισμού κ.7 σελ. 80.

4) Β.Ι. Λένιν, «Ο παρτιζάνικος πόλεμος», «Άπαντα»,τ. 14, σελ. 1-12.

5) Β.Ι. Λένιν, «Απαντα»τ.30, σελ. 175.

6) Ζαν Μπάμπι, Κεφάλαιο ΣΤ Ιμπεριαλισμός, σελ.193.

7) Γκ. Δημητρόφ, Φασισμός σελ.96, κ.2, “Για την κυβέρνηση ενιαίου μετώπου”.

8) Β.Ι. Λένιν, “Αριστερισμός παιδική ασθένεια του κουμμουνισμού” κ.8, σελ 87.

9) Β.Ι. Λένιν, “Μπροσούρα του Γιούνιους, τόμος 30.