1

Οι προϋποθέσεις της ανάδυσης του καπιταλιστικού συστήµατος

 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι προδημοσίευση από το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του Αποστόλη Παλιούρα, με τίτλο «Ο ελληνικός καπιταλισμός – κριτικές προσεγγίσεις και οι ιδιοτυπίες μιας δύσκολης γένεσης» (εκδ. Τόπος). Το βιβλίο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από την Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022.

 

2.1. Συνέχειες και τοµές –
Ιδιοτυπίες µιας ξεχωριστής περίπτωσης

Η περίοδος που συµπίπτει µε τα µέσα της δεκαετίας 1920-1930 φαίνεται, µε βάση τα οικονοµικά και τα άλλα στοιχεία που υπάρχουν, ότι είναι το «σηµείο» όπου διακόπτεται η µέχρι τότε πορεία του προκαπιταλιστικού συστήµατος οικονοµικών σχέσεων και µιας µεταβατικής περιόδου, διάρκειας κάποιων δεκαετιών (1870-1920), κατά την οποία δηµιουργήθηκαν οι απαραίτητες ποσοτικές προϋποθέσεις. Συµβαίνει το πέρασµα σε ποιοτικά διαφορετικές και ανώτερες µορφές ανάπτυξης του µέχρι τότε προσδιορισµένου οικονοµικοκοινωνικού Είναι και συγκεκριµένα το πέρασµα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

{…} Ο ελληνικός καπιταλισµός αναδύεται και αρχίζει να προβάλλει ως κυρίαρχο πλέον οικονοµικοκοινωνικό σύστηµα –αρκετά δυσδιάκριτο, αρχικά– και στην προκείµενη ελληνική περίπτωση και ως «δύσµορφος καπιταλισµός», φέρνοντας έντονα τα χαρακτηριστικά της επώδυνης και δύσκολης γέννησης τόσο του ίδιου του οικονοµικού συστήµατος όσο και του νεοελληνικού έθνους, στην οµογενοποίηση και σταθεροποίηση του οποίου θα συµβάλει αποφασιστικά στο άµεσο µέλλον. Στη συνέχεια όµως: «Μεταστρέφει βαθµιαία τις προηγούµενες ανεξάρτητες, ακόµη και ξένες, µορφές της οικονοµίας σε µορφές της δικής του πραγµατοποίησης, τις υποτάσσει και εν µέρει τις διαλύει, έτσι ώστε δεν µένει ίχνος από αυτές, εν µέρει συνεχίζει να σέρνει (µερικές φορές για ένα πολύ µεγάλο χρονικό διάστηµα) τα συντρίµµια που δεν είχε χρόνο να καταστρέψει, εν µέρει ολοκληρώνει πλήρως κάτι που προηγουµένως υπήρχε µόνο ως µια αβέβαιη τάση»[1].

Η µετάβαση του νεότερου ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού από το προκαπιταλιστικό στάδιο οικονοµικών σχέσεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αποτελεί µια πολύ σηµαντική ιδιοτυπία της κοινωνικής δυναµικής γενικότερα. Η µελέτη των λεπτοµερειών αυτής της µετάβασης, καθώς και των συνθηκών κάτω από τις οποίες ο καπιταλισµός κυριαρχεί, υποτάσσει και µεταµορφώνει βαθµιαία τους προηγούµενους τύπους παραγωγής σύµφωνα µε τις ανάγκες του, αποκαλύπτει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία εµπλουτίζουν τη µαρξιστική θεωρία. Η ιδιαιτερότητα και η πρωτοτυπία της µορφής που παίρνει η απαλλοτρίωση των παραγωγών εκτός των συνόρων της τότε ελληνικής επικράτειας, η έλευσή τους ως προσφύγων το 1922 και ο καθοριστικός τους ρόλος στην ανάδυση του καπιταλιστικού συστήµατος παραγωγικών σχέσεων από τη µια πλευρά επιβεβαιώνει τη γενικότητα της µαρξιστικής θέσης για την αναγκαιότητα αυτής της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης και από την άλλη έρχεται να υπογραµµίσει ότι αυτή µέσα στην ιστορική διάρκεια παίρνει κάθε φορά τις πιο διαφορετικές µορφές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δεύτερη πλευρά της ελληνικής µετάβασης, η πλευρά του κεφαλαίου. Αυτό, στην περίπτωση της Ελλάδας, εµφανίζεται ως παροικιακό «ξένο κεφάλαιο», ελάσσων εταίρος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ιδιαίτερα του βρετανικού. Στις συνθήκες κυριαρχίας των ιµπεριαλιστικών δυνάµεων, του ανελέητου µεταξύ τους πολέµου, αλλά και των επαναστάσεων και της εθνικής αφύπνισης των λαών στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, το παροικιακό κεφάλαιο απωθείται εντός της ελληνικής επικράτειας για να συµµετάσχει ως αναγκαίο στοιχείο στη γέννηση και στην επικράτηση του καπιταλισµού. Μπορούµε, φυσικά, εδώ να παρατηρήσουµε την καθοριστική επίδραση των διεθνών εξελίξεων, όπως αυτές ξετυλίγονται στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων γύρω από το Ανατολικό Ζήτηµα, στη δηµιουργία των συνθηκών και των απαραίτητων όρων για τη µετάβαση της χώρας στον καπιταλισµό.

Όπως θα δούµε πιο αναλυτικά παρακάτω, η µέθοδος που ακολουθείται στο µεγαλύτερο µέρος της σχετικής βιβλιογραφίας είναι αυτή της παρακολούθησης της ιστορικής ακολουθίας των γεγονότων, µιας σχετικά οµαλής εξέλιξης των ιστορικά προγενέστερων µορφών κοινωνικοοικονοµικής ανάπτυξης και της εξαγωγής ανάλογων συµπερασµάτων. Με την ακολουθητέα µέθοδο, και εφόσον η στοιχειοθέτηση είναι επαρκής και αντικειµενική, διαπιστώνονται κάποιες αλλαγές στην επιφάνεια του ιστορικού γίγνεσθαι, οι οποίες, ωστόσο, ενδεχοµένως να είναι και παραπλανητικές, χωρίς να είναι δυνατόν να διεισδύσουν στο εσωτερικό, στην πραγµατική ποιότητα του αντικειµένου. Μέσω της µεθόδου αυτής τα «ίχνη» χάνονται και µαζί τους ένα συγκλονιστικό γεγονός, όπως είναι η δύσκολη γέννηση του ελληνικού καπιταλισµού. Αυτό που αποκρύπτεται εδώ –και αυτό συµβαίνει µέσω της ίδιας της φαινοµενικής πραγµατικότητας– είναι το βαθύ ρήγµα που χωρίζει το πριν και το µετά, καθώς και το άλµα που ανατρέπει την προηγούµενη διαδικασία ανάπτυξης. Ο εξωτερικός εξωοικονοµικός παράγοντας που δίνει το έναυσµα, που ενεργοποιεί και κινητοποιεί την προηγούµενη προαστική αντιφατική ενότητα σε ένα ποιοτικά διαφορετικό επίπεδο είναι η απαλλοτρίωση των παραγωγών µέσω του πολέµου, της ελληνικής ήττας στη Μικρά Ασία, και η έλευση των απαλλοτριωµένων παραγωγών µε τη µορφή των προσφύγων στην ελληνική επικράτεια.

Εµείς, όπως θα διαπιστώσει ο προσεκτικός αναγνώστης, έχουµε ως αφετηρία της έρευνάς µας και καθορίζουµε τη σειρά των οικονοµικών κατηγοριών «από τη σχέση που έχουν µεταξύ τους µέσα στη σύγχρονη αστική κοινωνία, σχέση που είναι ακριβώς η αντίστροφη από εκείνη που εµφανίζεται σαν η φυσική τους σχέση ή που αντιστοιχεί στη σειρά της ιστορικής εξέλιξης». Στην προκειµένη περίπτωση της µελέτης µας, αυτή η σχέση είναι η κεφαλαιοκρατική, η οποία αναδύεται και γίνεται κυρίαρχη µόνο στην τρίτη και τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα στην ελληνική κοινωνία.

Θα δούµε, επίσης, ότι µέχρι και το τέλος της δεκαετίας 1930-1940, παρά τα αναπόφευκτα πισωγυρίσµατα, έχουµε µια σχετικά γοργή οικονοµική ανάπτυξη, η οποία θεµελιώνει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως κυρίαρχο σύστηµα οικονοµικών σχέσεων. Η ανάδυση του ελληνικού καπιταλισµού και η ανάπτυξή του δεν αναιρεί τις ιδιοµορφίες, τα µικρά µεγέθη και τις διαρθρωτικές αδυναµίες του ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού, τις µεγάλες εν τέλει διαφορές και τον εξαρτηµένο χαρακτήρα του από τα αναπτυγµένα καπιταλιστικά κέντρα της ∆ύσης.

Ωστόσο, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, όπως είναι φυσικό, δεν εµφανίζεται από το πουθενά, αλλά εδράζεται και γεννιέται µέσα από ιστορικά προγενέστερες µορφές οικονοµικών σχέσεων και συνάµα από την πάλη για το ξεπέρασµα και την κυριαρχία επί αυτών των µορφών. Όλες αυτές οι µορφές αφορούν προκαπιταλιστικές εκµεταλλευτικές σχέσεις που εµφανίζονται µέσα από ένα πλήθος διαφορετικών παραλλαγών. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των µορφών είναι η µη ύπαρξη αναπτυγµένης εσωτερικής αγοράς, όχι ως ενός απλού συµπληρώµατος µέσα σε µια κυρίαρχη φυσική οικονοµία, αλλά ως κυρίαρχης και σταθερής οικονοµικής λειτουργίας. Στα παραδείγµατα που θα δούµε πιο κάτω, όπως του τσιφλικιού και των Αµπελακίων και της σχέσης τους µε την εξωτερική αγορά της Ευρώπης, είναι ίσα-ίσα η σχέση αυτή µε τις εξωτερικές αγορές που αποτελεί ένα από τα µεγαλύτερα εµπόδια για την ανάπτυξη εσωτερικής αγοράς και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και όχι το αντίθετο.

Άµεσα συνδεµένο, πάντως, µε την έλλειψη εσωτερικής αγοράς είναι η έλλειψη του εµπορεύµατος «εργασιακή δύναµη» και του κεφαλαίου· του κεφαλαίου όχι µε την έννοια που αναφέρεται συνήθως και που στην πραγµατικότητα είναι εµπορικό ή τοκογλυφικό, αλλά µε τη διαλεκτική του αναπόσπαστη σχέση µε το εµπόρευµα «εργασιακή δύναµη», κάτι που χαρακτηρίζει αµφιµονοσήµαντα τον καπιταλισµό. Στην πάλη του αναδυόµενου νέου συστήµατος για το ξεπέρασµα, καταρχάς, όλων αυτών των προηγούµενων µορφών και στη συνέχεια για την κυριαρχία του πάνω σ’ αυτές, συναντάµε πολλές φορές, όπως σ’ έναν ζωντανό οργανισµό, οικονοµικοκοινωνικές σχέσεις που φαίνεται προς «στιγµήν» ότι µπορεί να επικρατήσουν, δυνατότητες οι οποίες όµως τελικά δεν πραγµατοποιούνται µέσα στη µακρόχρονη ιστορία της πάλης για την επικράτηση και την κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού συστήµατος. Συναντούµε, επίσης, πρώιµες «καπιταλιστικές» εξαλλαγές των κυττάρων του κυρίαρχου φεουδαρχικού ή ανατολικού-ασιατικού συστήµατος. Αυτές οι εξαλλαγές ή νησίδες δεν µπορούν να χαρακτηριστούν ως καπιταλιστικές, είναι πολύ πρώιµες για να επικρατήσουν και σύντοµα σβήνουν, σαν κάποιες αστρικές παρουσίες που ανεξήγητα εµφανίζονται στον έναστρο ουρανό και µετά χάνονται. Αυτή είναι η πάλη του καινούργιου µε το παλιό, η προσπάθεια αυτού του συστήµατος που ανταποκρίνεται στις νέες ιστορικές συνθήκες να επικρατήσει. Παρά το γεγονός ότι ο χαρακτήρας και του νέου συστήµατος παραµένει εκµεταλλευτικός και η εξουσία περνάει σε µια νέα εκµεταλλευτική τάξη, τους κεφαλαιοκράτες, η πάλη για τη µετάβαση είναι σκληρή, υπάρχουν πισωγυρίσµατα και συµβιβασµοί µέχρι η νέα τάξη να επικρατήσει και να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά.

Αυτή η πάλη για τη µετάβαση από το ένα κοινωνικό σύστηµα σ’ ένα άλλο ποιοτικά διαφορετικό, που ανταποκρίνεται στις νέες ιστορικές συνθήκες, συνεχίζεται και για τη µετά τον καπιταλισµό εποχή. Εδώ και αρκετό καιρό η ανθρωπότητα έχει εισέλθει στην εποχή της µετάβασης από τον καπιταλισµό στο κοινωνικό σύστηµα της κοινωνικής απελευθέρωσης και χειραφέτησης, στο οποίο ο πρωταγωνιστής θα είναι η εργατική τάξη, που αποτελεί, δυνάµει και θέσει, την πλειονότητα του παγκόσµιου πληθυσµού. Αν και –πάντα υπάρχει ένα «αν και»– «η γέννηση ενός νέου τρόπου παραγωγής δεν είναι η µόνη δυνητική εξέλιξη του προηγούµενου. Εγγράφεται απλώς στο καθορισµένο πεδίο των πραγµατικών δυνατοτήτων»[2].

 

1. E. Ilyenkov, Η ∆ιαλεκτική του Συγκεκριµένου και του Αφηρηµένου στο Κεφάλαιο του Μαρξ, µτφ. Η. Χριστοφορίδης, επιστ. επιµέλεια Γ. Στεφανίδης, ρωσική έκδοση Μόσχα, 1960, ελληνική έκδοση Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Ένεκεν, 2017, σ. 296.

 

[2]. Ντ. Μπενσαΐντ, Ο Μαρξ της Εποχής μας, μτφ. Γ. Καυκιάς, Αθήνα, Τόπος, 2013, σ. 67.

 

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Κομμουνιστικού Σχεδίου