1

Συνδικάτα και Ψηφιακή εποχή

Γιάννης Τόλιος*

Με αφορμή την πανδημία Covid-19, εντάθηκαν οι διαδικασίες εφαρμογής ελαστικών μορφών εργασίας, ιδιαίτερα με χρήση ψηφιακών τεχνολογιών (τηλεργασία, τηλεκπαίδευση κ.ά.). Από συστημικούς αναλυτές, η αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών προβάλλεται ως «ευλογία» που θα αμβλύνει πολλά κοινωνικά προβλήματα, ενώ δεν λείπουν και εκείνοι που θεωρούν ότι μπορεί να επιφέρουν αλλαγή της φύσης του συστήματος.

Οι ψηφιακές τεχνολογίες (ψηφιακές πλατφόρμες, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, ηλεκτρονικές συναλλαγές, κυβερνοχώρος, διαδίκτυο πραγμάτων, έξυπνη γεωργία, γονιδιωματική κ.ά.) απλώνονται ραγδαία σε ολόκληρο το φάσμα των οικονομικών, κοινωνικών πολιτιστικών κ.λπ. δραστηριοτήτων.

Οι εμπειρίες είναι αντιφατικές. Ενέχουν θετικές πτυχές, αλλά ταυτόχρονα συνοδεύονται από προβλήματα που απορρέουν από το πλαίσιο των κυρίαρχων πολιτικών εφαρμογής τους για εξυπηρέτηση των συμφερόντων των κυρίαρχων ελίτ και μόνο «εξ υπολοίπου» σε όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας. Ειδικότερα η τηλεργασία μπορεί να διευκολύνει την εξ αποστάσεως απασχόληση, αλλά δημιουργεί σοβαρές παρενέργειες στους εργαζομένους (εντατικοποίηση εργασίας και απώλεια αργιών, κοινωνική αποξένωση εργαζομένων από τον χώρο εργασίας, ρευστοποίηση ελεύθερου χρόνου στον χρόνο εργασίας, αποδυνάμωση επαγγελματικής εξέλιξης, τάσεις απομισθοποίησης και μείωση θέσεων εργασίας κ.ά.).

Τα δύο κεντρικά προβλήματα που οξύνουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές (ένταση εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων και τάση αύξησης του ποσοστού της ανεργίας), οι ψηφιακές τεχνολογίες όχι μόνο δεν τα αμβλύνουν αλλά τα επιδεινώνουν. Η υπερσυσσώρευση πλούτου και η φτωχοποίηση μειώνουν την ενεργό ζήτηση και πρώτα απ’ όλα την καταναλωτική, γεγονός που έχει αντίκτυπο στην παραγωγή και την απασχόληση.

Πρόκειται για εκδήλωση της ενδογενούς αντίφασης του καπιταλιστικού συστήματος ανάμεσα στους «σκοπούς» και τα «μέσα». Η επιδίωξη μεγίστου κέρδους, με εφαρμογή νέων τεχνολογιών, οδηγεί σε μείωση ζωντανής εργασίας και ένταση της ανισοκατανομής εισοδήματος! Οι κοινωνικές διαμαρτυρίες, από την άλλη, ο αυταρχισμός και τα άγρια φαινόμενα καταστολής αποτελούν εκδηλώσεις του ίδιου προβλήματος.

Σε συνθήκες νεοφιλελευθερισμού, οι ψηφιακές τεχνολογίες όχι μόνο δεν δίνουν ελπιδοφόρες προοπτικές, αλλά εντείνουν το «δυστοπικό μέλλον» της μισθωτής εργασίας και σε μεγάλο βαθμό του ίδιου του συστήματος. Η απάντηση των συνδικάτων δεν είναι βέβαια σε λογική… «Λουδιστών», δηλαδή σπάμε «υπολογιστές», «ρομπότ» και αλγόριθμους «τεχνητής νοημοσύνης»! Είναι πολύ διδακτική η επισήμανση του μεγάλου αστροφυσικού Στίβεν Χόκινγκ «Να φοβάστε τον καπιταλισμό… και όχι τα ρομπότ».!

Η απάντηση του εργατικού κινήματος πρέπει να συνδυάζει την αμυντική και επιθετική διάσταση. Η πρώτη θα πρέπει να στοχεύει κατ’ αρχάς στη μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση μισθών και αύξηση θέσεων απασχόλησης για μείωση της ανεργίας. Η άμεση εφαρμογή 6ώρου με προοπτική 5ωρο και 30 ώρες εργασίας τη βδομάδα θα πρέπει να γίνει κεντρικό αίτημα διεκδίκησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Η εργοδοσία βέβαια προωθεί τη μείωση των ωρών εργασίας με ελαστικές μορφές απασχόλησης, μείωση μισθών και άλλων παροχών (γενιά των 400 €) που όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το επιδεινώνει. Η ιστορική εμπειρία του αγώνα για το 8ωρο δείχνει τον δρόμο για ανάσχεση της διαδικασίας φτωχοποίησης. Ωστόσο ούτε κι αυτό είναι αρκετό!

Χρειάζεται παράλληλα μια «επιθετική» στρατηγική, με στόχο την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», δηλαδή κατάργηση θεσμών και σχέσεων που αναπαράγουν τη φτωχοποίηση και εκμετάλλευση, με αγώνα συνολικής ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και χειραφέτησης της μισθωτής εργασίας. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο αγώνας μείωσης των ωρών εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών θα πρέπει να συνδυαστεί με ένα ευρύτερο πλαίσιο ριζοσπαστικών αιτημάτων σε εργασιακά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, που θα έχουν στόχο όχι μόνο τη χαλιναγώγηση της ασύδοτης κερδοσκοπίας, της ιδεολογικής χειραγώγησης και πολιτικής καταστολής, αλλά την ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών και την ανάδειξη γνήσιων εκπροσώπων των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και λαϊκών στρωμάτων στη διαχείριση των υποθέσεων της κοινωνίας.

Ειδικότερα χρειάζεται η κατάργηση της φορολογικής ασυλίας των κερδών των ψηφιακών πολυεθνικών εταιρειών με τη φορολογία των κερδών στις χώρες όπου τα πραγματοποιούν. Επαναφορά στο Δημόσιο του ΟΤΕ και παροχή χαμηλού κόστους υπηρεσιών διαδικτύου στους πολίτες, ιδιαίτερα στη νέα γενιά. Εφαρμογή δωρεάν προγραμμάτων κατάρτισης και εργαζομένων, ανέργων και ηλικιωμένων στις ψηφιακές εφαρμογές, για το ξεπέρασμα του «ψηφιακού αναλφαβητισμού».

Εφαρμογή της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης ως εξαίρεσης και προσωρινά, αντί γενικευμένης εφαρμογής και μετατροπής τους σε μόνιμο καθεστώς. Θέσπιση μέτρων προστασίας των εργαζομένων στις ψηφιακές πλατφόρμες και διασφάλιση των συνδικαλιστικών τους δικαιωμάτων. Δραστική μείωση τραπεζικών προμηθειών στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, ιδιαίτερα προς καταναλωτές. Προστασία προσωπικών δεδομένων, τόσο από την άποψη των πολιτικών προεκτάσεων (φακέλωμα) όσο και της εμπορικής εκμετάλλευσής τους (προβλέψεις και στοχευμένες διαφημίσεις) από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες ψηφιακών τεχνολογιών, όπως Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft (ολιγοπώλιο GAFAM). Εποπτεία και έλεγχος στις πρακτικές λογοκρισίας του Facebook κ.ά.

Τέλος, η δημιουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων σε κλάδους ψηφιακών τεχνολογιών αποκτά μεγάλη σημασία, καθώς και η αναζήτηση κατάλληλων μορφών συσπείρωσης και συντονισμού δράσης με το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα, εντός χώρας και διεθνώς.

 

* διδάκτορας Οικονομικών

 

Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών.