1

Η «ταξικότητα» του παιδικού ψυχισμού: Η περίπτωση της πανδημίας

 

Οι ψυχικές επιπτώσεις της πανδημίας δεν είναι ίδιες για όλα τα παιδιά. Οι έρευνες αποδεικνύουν την πραγματική διάσταση ενός ιδιαίτερα κρίσιμου φαινομένου.

 

του Ευάγγελου Θεοδώρου

 

«Οι ‘‘φυσικές καταστροφές’’ δεν υπάρχουν, υπάρχουν καταστροφές με ευθύνη των ανθρώπων», έγραφε η επιστημονική συντάκτρια Kendra Pierre-Louis, πριν κάποια χρόνια.

Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, ο καθηγητής κλινικής κοινωνικής ψυχολογίας στο ΑΠΘ, Αθανάσιος Μαρβάκης, σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει παλαιότερα, επισήμαινε πώς από το νέο «οικογενειακό καθεστώς» που είχε επιφέρει η πανδημία, λόγω τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης, πλήττονται περισσότερο τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και πώς δεν μπορούμε να κάνουμε μνεία για έναν κοινό αντίκτυπο.

Άλλωστε, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί, γιατί ο εν λόγω αντίκτυπος να είναι αρνητικός για μια σχετικά εύρωστη οικογένεια, που βρήκε ευκαιρία να «ξανασμίξει», περνώντας ποιοτικό οικογενειακό χρόνο, την ώρα που δεν ανησυχεί, «μήπως χαλάσει το λάπτοπ» και «μήπως ο μπαμπάς και η μαμά χάσουν τις δουλειές τους».

Σε κάθε περίπτωση, τόσο η φράση της δημοσιογράφου, όσο και τα λόγια του καθηγητή, υπογραμμίζουν πόσα ψεύδη κρύβουν μέσα τους, ειδήσεις και δηλώσεις που «τεκμαίρονται» πόσο σημαντικές συνέπειες έχει η πανδημία (γενικά και αόριστα) στη ψυχοσύνθεση των παιδιών (γενικά και αόριστα). Για ποια παιδιά τελικά γίνεται λόγος; Είναι δυνατόν όλα τα παιδιά να βιώνουν τις επιπτώσεις στον ψυχισμό τους, με τον ίδιο τρόπο; Αυτό, θα το διαπιστώσουμε, μέσα από το πρίσμα ερευνών, λίγο παρακάτω. Αξίζει όμως να σταθούμε αρχικά στο ότι, τέτοιες ειδήσεις και δηλώσεις, δυστυχώς, συμβάλλουν στην κατασκευή μιας πραγματικότητας ιδιαίτερα επιφανειακής και στρεβλής.

Άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται μια είδηση, «παρέχει μια συνεκτική και οργανωμένη δομή» στο πώς οι πολίτες θα ερμηνεύσουν μια πληροφορία, γράφουν ο Claes de Vreese και οι συνεργάτες του, το 2011 στο άρθρο τους “(In)direct Framing Effects: The Effects of News Media Framing on Public Support for Turkish Membership in the European Union”. Μιας λοιπόν και ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναζητεί πρωτίστως την συνεκτικότητα και τείνει να αδιαφορεί για την ορθολογικότητα ενός συνόλου πληροφοριών στο οποίο εκτίθεται, όπως δείχνει ο Daniel Kahneman στο βιβλίο του, «Σκέψη, αργή και γρήγορη», γίνεται αντιληπτό πώς η «συνεκτική και οργανωμένη δομή» που μας παρέχουν τα Μέσα, αποτελεί μια «εύπεπτη τροφή» για τον εγκέφαλο μας, ο οποίος θα την δεχθεί ως «εξωτερική πραγματικότητα», εκτός εάν έχει σοβαρό κίνητρο να κάνει το αντίθετο, όπως έχει δείξει η βιβλιογραφία της Κοινωνικής Ψυχολογίας των ΜΜΕ.

Επί του πρακτέου λοιπόν, όταν οι πολίτες εκτίθεντο συνεχώς σε ειδήσεις που γενικά και αόριστα αναφέρουν πώς « [όλα] τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με ψυχολογικές συνέπειες» από την πανδημία, δίχως να δίνεται το απαραίτητο βάθος σε υποκειμενικούς παράγοντες (όπως το οικογενειακό εισόδημα, το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, αν πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια ή για μειονότητα), τότε, πραγματοποιείται μια διαδικασία που ο Kahneman αναφέρει ως «αγκυροβόληση» και αφορά στην ουσία, το ότι ο εγκέφαλός μας, από τη συνεχιζόμενη επανάληψη μιας πληροφορίας, «προσκολλάται» στις αρχικές πληροφορίες που έχουμε για οποιοδήποτε ζήτημα, ενώ οποιαδήποτε μεταστροφή σε αυτές, μας φαίνεται δυσάρεστη, και αποδεικνύεται δύσκολη.

Πράγματι λοιπόν, δεκάδες έρευνες έχουν αναδείξει μια σειρά από συνέπειες στον ψυχισμό των παιδιών (ιδίως όσων προέρχονται από φτωχότερα στρώματα), που έχουν προκληθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Έχουμε και λέμε:

  • Πολύ αυξημένο στρες
  • Θυμός
  • Μοναξιά
  • Αυτοκτονικές τάσεις
  • Διαταραχές στον ύπνο
  • Έντονη λύπη, ακόμη και κατάθλιψη
  • Πανικός
  • Απομόνωση, μειωμένες κοινωνικές επαφές
  • Χειρότερη ποιότητα ζωής

Προσφάτως, το ισπανικό παράρτημα της ΜΚΟ Save the Children, σε έκθεση του, έδειξε πώς αριθμός των ψυχικών και συμπεριφορικών διαταραχών μεταξύ των παιδιών τριπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υποστηρίζοντας  πώς τα παιδιά που ζουν σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος έχουν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από ψυχικές ή/και διαταραχές συμπεριφοράς από εκείνα των νοικοκυριών υψηλού εισοδήματος.

Ήδη από το πρώτο λοκντάουν μάλιστα, μελέτη από ερευνητές της Α’ Ψυχιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Τμήματος Δημόσιας και Κοινοτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και του Τμήματος Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, είχε δείξει πώς οι οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες μιας οικογένειας επιδεινώνουν τα προβλήματα που προκαλεί ο εγκλεισμός στον ψυχισμό των παιδιών. Την ίδια περίοδο, είχε δημοσιευτεί παρεμφερής μελέτη στο  Jama Pediatrics.

Μερικούς μήνες αργότερα, σε εκδήλωση που είχε πραγματοποιήσει ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, είχε υπογραμμιστεί πώς, τα παιδιά με χαμηλότερο οικονομικό και εκπαιδευτικό επίπεδο γονέων, παρουσίασαν μεγαλύτερα ποσοστά μετατραυματικού στρες, ενώ, το ίδιο χρονικό διάστημα, έρευνα του “Association For Child and Adolescent Mental Health”, συσχέτιζε τις αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας στον ψυχισμό των παιδιών, με το κατά πόσο οι γονείς τους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να ανταπεξέλθουν οικονομικά σε πάγια έξοδα, όπως οι λογαριασμοί ρεύματος και ούτω καθεξής.

Επίσης, μελέτη που είχε πραγματοποιηθεί από  το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας σε συνεργασία με την Στατιστική Υπηρεσία με τίτλο «Ψυχική Υγεία των Παιδιών και των Νέων Ατόμων στην Αγγλία για το 2020» είχε επισημάνει πώς, τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν πρωτίστως τις οικονομικές ανησυχίες της οικογένειας τους, ως κάτι που τους/τις προβληματίζει.  Παράλληλα, μελέτη από ερευνητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, έδειξε σημαντική συσχέτιση μεταξύ των συναισθημάτων θλίψης και ανησυχίας και των οικογενειών των χαμηλότερων στρωμάτων. Αντίστοιχα, σε έκθεση της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, βίωσαν μεγαλύτερες διακρίσεις και πώς η πανδημία ανέδειξε ακόμη περισσότερο τις ανισότητες μεταξύ ομάδων παιδιών. 

Έρευνα στην Ολλανδία, είχε δείξει πώς τα ποσοστά των παιδιών που βιώνουν ψυχικές διαταραχές κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι αυξημένα σε εκείνα που  έχουν γονείς που βιώνουν αρνητική αλλαγή στην εργασιακή τους κατάσταση, ενώ, το CDC, υποστηρίζει πώς, οι οικονομικές ανησυχίες των παιδιών για το εισόδημα της οικογένειας, ενδέχεται να επιτείνουν τον κίνδυνο αυτοκτονίας των παιδιών. Αντίστοιχα ευρήματα δείχνουν μελέτες που διεξήχθησαν σε Ινδία, Ιαπωνία, Ιταλία και Ιορδανία. Παράλληλα, μελέτες που δημοσιεύτηκαν σε  Frontiers και Psychiatry Research, υπογραμμίζουν την άμεση σχέση ανάμεσα στις οικογενειακές οικονομικές δυσκολίες και στο αυξημένο στρες  των παιδιών, κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Επιπροσθέτως, «τα παιδιά φτωχότερων οικογενειών, είναι λιγότερο πιθανό να ζουν σε περιβάλλοντα που μπορούν να διαβάσουν εύκολα, με τα απαραίτητα τεχνολογικά αγαθά», κάτι που αυξάνει σημαντικά το άγχος τους, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ενώ, έρευνα του Michigan University, έδειξε πώς δεν είναι μόνο τα παιδιά φτωχότερων στρωμάτων που εμφανίζουν αγχώδεις διαταραχές, αλλά δη, οι γονείς τους, οι οποίοι, εφόσον βρίσκονται σε χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, είναι πιθανότερο να μην μπορούσαν να τηλεργαστούν ή αλλιώς, εκτίθονταν σε κίνδυνο για την υγεία τους, υπό επισφαλείς συνθήκες εργασίας, κάτι που επηρέαζε το κλίμα, στο «οικογενειακό τους οικοσύστημα» και «μετέφερε» το στρες της δουλειάς στο σπίτι, όπως αναφέρει έρευνα του Georgetown University, του Family Relations, αλλά και μελέτη του American Academy of Pediatrics, ενώ, επιστημονικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Journal of Adolescent Health, προχωράει ένα βήμα παραπέρα, και εντοπίζει δραματική αύξηση των τσακωμών ανάμεσα σε παιδιά και γονείς, σε οικογένειες που βιώνουν οικονομικές δυσκολίες.

Στο ίδιο μήκος κύματος, επιστημονικό άρθρο από την καθηγήτρια ψυχολογίας, Anna Johnson και τους συνεργάτες της, αναδεικνύει το πώς η «απελπισία» και η «πίεση» που νιώθουν οι φτωχότεροι γονείς, αποτελούν παράγοντα που συμβάλλει στην επιδείνωση των σχέσεων τους με τα παιδιά τους, που εν συνεχεία, ενδέχεται να συμβάλλει σε ευρύτερα ψυχικά προβλήματα των παιδιών. Επιπλέον, όπως τονίζουν αρκετές από τις προαναφερθείσες έρευνες, οι γονείς που προέρχονται από φτωχότερα στρώματα, δεν έχουν τους ίδιους πόρους να διαθέσουν σε επαγγελματίες ψυχολόγους, για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους, για αυτό και κρίνεται αναγκαία η αναδιάταξη του συστήματος ψυχικής υγείας, όπως επισημαίνει το Lancet, που μάλιστα, σημειώνει ότι «οι συνέπειες της πανδημίας ειδικά στα ασθενέστερα στρώματα, έχουν παραμεληθεί».

Όμως, εάν παραμελούνται τόσο σημαντικά ζητήματα, εάν παραμελούνται οι τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσο τα φτωχότερα στρώματα, όσο και μονογονεϊκές οικογένειες (έρευνες του κρατικού πανεπιστημίου της Φλόριντα και του Lancet αναδεικνύουν τις εν λόγω δυσκολίες), τότε κινδυνεύουμε να μείνουμε με την ψευδή εντύπωση πώς η πανδημία «μας χτυπά όλους το ίδιο», λες και ξάφνου αμβλύνθηκαν όλες οι ανισότητες και οι αντιξοότητες που βίωναν και βιώνουν τα προαναφερθέντα στρώματα, όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν της πανδημίας, καθότι, όπως δείχνει έρευνα των πανεπιστήμιων του Ελσίνκι, του Άαρχους και του Μάντσεστερ, ήδη, πριν την πανδημία, τα παιδιά που μεγάλωναν σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, είχαν πολλές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κάποια ψυχική διαταραχή αργότερα στη ζωή τους.

Σαφώς βέβαια, παράγοντες όπως το οικογενειακό ιστορικό αναφορικά με ψυχικές νόσους, η χώρα, η ηλικία, το φύλο, το προφίλ της οικογένειας, οι πολιτισμικές νόρμες, διαδραματίζουν τεράστιο ρόλο στο πώς οι γονείς και τα παιδιά εκλαμβάνουν και ερμηνεύουν τα όσα φέρνει η πανδημία στο πέρασμα της. Παράλληλα, ειδικής μνεία αξίζει να γίνει και για τις τεράστιες δυσκολίες που βιώνουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παιδιά με ειδικές ανάγκες και οι οικογένειές τους, και δη, όταν προέρχονται από πιο ευάλωτες (οικονομικά και μη) κοινωνικές ομάδες.

Είναι δεδομένο, πώς, στον αστερισμό του καπιταλισμού του 2021 (και του 2022), η παγκόσμια πραγματικότητα των παιδιών, στο σημερινό, περιγράφεται μάλλον με περίσσια ακρίβεια από την εκτελεστική διευθύντρια της UNICEF, Henrietta Fore: «Ο αριθμός των παιδιών που είναι πεινασμένα, απομονωμένα, κακοποιημένα, ανήσυχα, ζουν σε συνθήκες φτώχειας και αναγκάζονται να παντρευτούν αυξάνεται συνεχώς. Ταυτόχρονα, η πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, στην κοινωνικοποίηση και στις βασικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της υγείας, της διατροφής και της προστασίας, έχει μειωθεί. Οι ενδείξεις ότι τα παιδιά θα φέρουν τα σημάδια της πανδημίας για τα επόμενα χρόνια είναι αναμφισβήτητες».

Και όλα αυτά, ενώ, όπως αναφέρει και ο οργανισμός National Literacy Trust, αλλά και όπως φανερώνουν ολοένα και περισσότερες έρευνες, τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ανθρώπου αποφαίνονται καθοριστικά για την επιτυχία και την ευτυχία του/της στη μετέπειτα ζωή του, την ώρα που μελέτες του Berkeley, του πανεπιστήμιου του Mannheim και όχι μόνο, δείχνουν κάτι εξαιρετικά απλό: Ότι σε κοινωνίες με ανισότητες, σε κοινωνίες και κόσμους «δύο ταχυτήτων», η ευτυχία των ανθρώπων, μειώνεται.

 

Αναδημοσίευση από τον Ημερόδρομο