1

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι ο ποιητής της Οκτωβριανής επανάστασης

του Σταμάτη Μπατζιακούδη

Αν η Οκτωβριανή επανάσταση αποτελεί μια ιστορική κοσμογονία, τότε και ο Μαγιακόφσκι μπορεί να χαρακτηριστεί κοσμογονικός, αφού ήταν ο ποιητής της.

Αν η εποχή μας δεν έχει να επιδείξει το σύγχρονο μεγάλο βάρδο της, τότε ο Μαγιακόφσκι είναι ο τελευταίος.

Αν η ζωή και ο θάνατος είναι για τον άνθρωπο η οριακή αντίφαση, ο Μαγιακόφσκι είναι η απόλυτη αντανάκλασή της.

Ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι, γιός του δασάρχη Βλαδίμηρου Κονσταντίνοβιτς, γεννήθηκε στις 7 Ιούλη του 1894 στο Μπαγκάρντι, ένα χωριό της Γεωργίας, κοντά στην πόλη Κουτάισι, στην οικία Κουτσούχιτζε στην όχθη του ποταμού Χατσίς-Τσχαλί. Δαιδαλώδης σαν τα βουνά του Καυκάσου, στα οποία  συνήθιζε να αναρριχάται στη παιδική του ηλικία, θα δει στα δώδεκα του χρόνια να ξεπροβάλλει μέσα από την ομίχλη «μια λάμψη πιο φωτεινή από τον ουρανό, τον ηλεκτρισμό». Αυτή είναι και η πρώτη του επαφή με την τεχνολογία της εποχής, αλλά πολύ περισσότερο θα είναι η πρώτη του επαφή με τις δυνατότητες της ανθρώπινης οντότητας να ανακαλύπτει την τεχνολογία, να την τελειοποιεί, και να την χρησιμοποιεί προς όφελος της ίδιας της της ύπαρξης, της βελτίωσης της ζωής της, και της τιθάσευσης της φύσης προς όφελός της.

Η επανάσταση του 1905 θα τον βρεί στην ηλικία των έντεκα χρονών και το μήνυμα της θα καταγραφεί με αμείωτη ένταση στην ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του, ως το τέλος της ζωής του. Τα πρώτα καλλιτεχνικά ψήγματα ποίησης και μουσικής που δονούν την τσαρική Ρωσία θα είναι για τον Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς οι πρώτες νύξεις για την σύνδεση μεταξύ ποίησης και επανάστασης, που στα επόμενα χρόνια της ζωής του, θα τη φτάσει στα όρια της, ξεπερνώντας το περιορισμένο παρόν και αγγίζοντας το απεριόριστο μέλλον.

Ο θάνατος του πατέρα του το 1906, θα φέρει την οικογένεια του στη Μόσχα, και ο ίδιος δυο χρόνια αργότερα, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, θα γίνει μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Για την δράση του συλλαμβάνεται τρείς φορές. Στη φυλακή θα έρθει σε επαφή με έργα που θα τον συναρπάσουν και θα τον καθορίσουν, όπως αυτά του Τολστόι, του Σαίξπηρ, του Μπάυρον κ.α. Τότε θα είναι και η πρώτη απόπειρα του νεαρού Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς, με την συγγραφή του δικού του έργου, που θα καταστεί κατά τον ίδιο ατελέσφορη, καθώς θα βγει από τη φυλακή, με την πεποίθηση ότι το ποιητικό του ταλέντο είναι ελλιπές και θα ήταν καλύτερο για τον ίδιο, να μεταφέρει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες στη ζωγραφική, πράγμα που κάνει με την εγγραφή του στη σχολή καλών τεχνών. Εκεί θα κάνει μια πολύ σημαντική γνωριμία που θα του αλλάξει την αντίληψη όχι μόνο για την ποίηση αλλά για την τέχνη στο σύνολό της, μια γνωριμία που θα τον χειραφετήσει, από τα  δεσμά των παραδοσιακών μοτίβων, που είχαν αρχίσει να χάνουν έδαφος μετά την  επανάσταση του 1905, και δεν ήταν σε θέση να εκφράσουν το καινούργιο, τη δημιουργική και ζωογόνο μήτρα της αλλαγής, που πλησίαζε σαρωτική και διαπερνούσε τα πάντα στο πέρασμα της. Το νέο αυτό εργαλείο ονομάζεται φουτουρισμός και ο άνθρωπος που θα μυήσει τον νεαρό Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι σε αυτό είναι ο ζωγράφος Νταβίντ Μπορλιούκ, συμφοιτητής του Μαγιακόφσκι στη σχολή καλών τεχνών. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Μαγιακόφσκι, κάποιο φθινοπωρινό απόβραδο του 1912 στο βουλεβάρτο Στρετένσκη, ο Μαγιακόφσκι θα απαγγείλει στον Μπορλιούκ στίχους του λέγοντας ότι δήθεν ανήκουν σε κάποιον γνωστό του. Η συνέχεια;  «Ο Νταβίντ σταμάτησε. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Βρυχήθηκε.  Αλλού αυτά, δικοί σας είναι οι στίχοι. Αλλού αυτά , είστε ένας μεγαλοφυέστατος ποιητής!» Από εκεί  και πέρα, ο Μπορλιούκ παρουσίαζε τον ποιητή με την φιλοφρόνηση «από εδώ ο διάσημος ποιητής Μαγιακόφσκι» και του έδινε πενήντα καπίκια τη μέρα για να έχει τη δυνατότητα να γράφει με την ησυχία του.

 

Το ράπισμα στο γούστο του κοινού

Δεν είναι λίγοι αυτοί που προσπερνούν με ευκολία την πρώιμη επαναστατική φουτουριστική περίοδο του Μαγιακοφσκι. Ωστόσο, το έργο του Μαγιακόφσκι, έχει μία εσωτερική συνοχή και λειτουργικότητα, αναμφισβήτητα εξελικτική. Η ποιητική ωριμότητα  και η ολοκλήρωση του καλλιτεχνικού υποκειμένου, δεν είναι καταστάσεις στις οποίες κάποιος βρίσκεται ξαφνικά, -κάτι τέτοιο θα ήταν αντιδιαλεκτικό,  είναι αποτελέσματα  μιας συνεχόμενης εξελικτικής φάσης, με αρχή, μέση και τέλος. Η ποιητική εγρήγορση του Μαγιακόφσκι βρήκε στον φουτουρισμό την τέλεια έκφρασή της. Εγρήγορση, που οι διαστάσεις της γιγαντοποιήθηκαν με την έλευση της επανάστασης, για να φτάσει και μορφικά  και νοηματικά σε μια οριακή κατάσταση. Ο φουτουρισμός στη Ρωσία, θα τολμήσουμε να πούμε, ότι ουσιαστικά διαμορφώθηκε, εξελίχτηκε, ολοκληρώθηκε και ξεπεράστηκε από τον ίδιο τον Μαγιακόφσκι.

Τυπικά, η ομάδα των φουτουριστών έκανε την πρώτη της δημόσια εμφάνιση το Δεκέμβρη του 1912,  με το μανιφέστο που έφερε το όνομα «Ράπισμα στο γούστο του κοινού». Τo κείμενο αυτό, που διακήρυττε την πίστη του σε κάθε τι νέο και πρωτοποριακό και εκδήλωνε την περιφρόνηση του στο «στενάχωρο παρελθόν»  και τους εκπροσώπους του, έφερε τις υπογραφές των Μαγιακόφσκι, Μπορλιούκ, Κρουτσιόνιχ και Χλέμπνικοφ.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφορεί το 1912 και τιτλοφορείται «Εγώ». Τον επόμενο χρόνο γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο που παίζεται με τον τίτλο «Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι. Τραγωδία».

Στο μεταξύ, η προεπαναστατική Μόσχα σχολιάζει τα καμώματα των Φουτουριστών, που τον Οκτώβρη του 1913 εγκαινιάζουν το φουτουριστικό καμπαρέ «το Ρόζ Φανάρι», όπου ο Μαγιακόφσκι απαγγέλει τους επιθετικούς στίχους «Ιδού» και εξοργίζει τους αστούς θεατές.  Δυο περίπου χρόνια αργότερα, στο καμπαρέ «Ο αδέσποτος σκύλος» στην Πετρούπολη, ο ποιητής προκαλεί θύελλα διαμαρτυριών, όταν απαγγέλει το ποίημα «Σε σας», όπου στρέφεται κατά των κερδοσκόπων του πολέμου. Από το 1912 ως το 1914, Μαγιακόφσκι, Μπορλιούκ και Κάμενσκη κάνουν μια μεγάλη περιοδεία στις πιο μεγάλες επαρχιακές πόλεις διαβάζοντας ποιήματα τους και δίνοντας διαλέξεις με φωτεινές προβολές.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διαχωρίσουμε τον Φουτουρισμό του Μαρινέττι στην Ιταλία με αυτόν του Μαγιακόφσκι. Ο φουτουρισμός του Μαγιακόφσκι ελάχιστη σχέση έχει μορφικά με αυτόν του Μαρινέττι, και πολύ περισσότερο, εντελώς διαφορετικά λειτούργησε, σαν προοδευτική φόρμα σε σχέση με την Ιταλία, που τελικά υποστήριξε το Φασισμό. Άξια αναφοράς η επίσκεψη του Μαρινέττι στη Μόσχα τον Γενάρη του 1914, προσκεκλημένος από μία ομάδα φιλότεχνων, για να δώσει μια σειρά διαλέξεων.  Η αντίδραση των Ρώσων Φουτουριστών ήταν άμεση, γελοιοποίησαν τον Μαρινέττι και ματαίωσαν τις διαλέξεις του.

Η άβυσσος, που οριοθέτησε τη ρωσική φουτουριστική ποίηση από την Ιταλική έγκειται στο διάστημα που μεσολάβησε, από την επανάσταση του 1905 ως αυτή του Οκτώβρη, αλλά και στη Ρωσική παράδοση. Την αναγεννητική εγρήγορση του 1905 ακολούθησε ο πεσιμισμός και η απογοήτευση στους κύκλους των περισσότερων διανοουμένων.  Δεν είναι τυχαίο που αυτά τα χρόνια οι ποιητές στρέφονται στον εσωτερικό μονόλογο και στην ποίηση των αισθήσεων, σαν ένα διέξοδο στον πεσιμισμό τους. Ωστόσο, τα πράγματα δεν μπορούσαν να μείνουν έτσι. Για τον ποιητή που αφουγκράζονταν το μέλλον με την ακόρεστη ακοή του, η εποχή εγκυμονούσε την τεράστια αλλαγή και υπόκωφοι γδούποι δε  μπορούσαν παρά να καταγράφονται στη διάστικτη από ευαισθησία συνείδησή του. Οι φουτουριστές και ιδιαίτερα ο Μαγιακόφσκι, αφού αναγορεύτηκε σαν ο αρτιότερος εκπρόσωπός τους, έζησαν την εφηβεία της επανάστασης μέσα από την δική τους εφηβεία. Ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι, έζησε και τις φυλακές της Τσαρικής Ρωσίας. Ο 20ος αιώνας μετατρεπόταν σε προάγγελο μίας γενικής αλλαγής στην πολιτική, στην τεχνολογία, στην επιστήμη, με την εργατική τάξη να κινεί τα νήματά της. Ο Μαγιακόφσκι αισθάνθηκε τη νιότη του κόσμου να πλησιάζει. Όμως μια τέτοια αλλαγή χρειαζόταν μια ποίηση «που δεν θα είχε ούτε μια άσπρη τρίχα στη ψυχή της», μια ποίηση που θα ξεχείλιζε από τα στενά, μίζερα, παραδοσιακά καλούπια με λέξεις ραπίσματα, με λέξεις στιλέτα, που δεν θα χάιδευαν αυτιά, ούτε θα αποχαύνωναν τις αισθήσεις,  αλλά θα κέντριζαν, θα τσεκούρωναν, θ’ αποκάλυπταν , θα πρότειναν, θα κατέβαιναν στη γη, θα έπιαναν τον άνθρωπο από το χέρι και θα τον οδηγούσαν στο μέλλον. Οι Ρώσοι Φουτουριστές δε θεοποίησαν τη μηχανή για τη μηχανή. Τη τεχνολογία για τη τεχνολογία. Ο φουτουρισμός τους, και ιδιαίτερα του Μαγιακόφσκι, γεννήθηκε για να χωρέσει την επανάσταση σε όλα τα επίπεδα. Ο εκπληκτικός πλούτος των εικόνων, οι αλλεπάλληλες παρομοιώσεις και μεταφορές, το υπερβολικό και το μεγαλόστομο, το προκληκτικό και ταυτόχρονα τρυφερό, δένονται στους στίχους του Μαγιακόφσκι, και όλα μαζί νομίζεις ότι παίζονται και κινούνται σε μια σκηνή. Η μαγεία της ποίησης παίρνει εδώ συμπαντικές διαστάσεις. Όσες όμως και αν ήταν οι λεκτικές ιδιοτυπίες του προεπαναστατικού Μαγιακόφσκι, όσο περίπλοκο και μαγικό το παιχνίδι του, ένα είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του. Περιγράφει τα βάσανα των καταπιεζόμενων μαζών και την απόγνωσή τους. Πατώντας στέρεα στο έδαφος της εποχής του, ο ποιητής δε χάνεται, δεν καταπιάνεται να διυλίσει τον κώνωπα. Μέσα από την αλληγορική συλλογή των δύσμορφων ανδρεικέλων του προβάλλει η πραγματικότητα της ρώσικης πολιτείας, με τα ταπεινωμένα πλήθη της, τις έντονες αντιθέσεις της, στις παραμονές της επανάστασης. Και πάνω από όλα προβάλει η πίστη στην αλλαγή και στον άνθρωπο που θα την πραγματοποιούσε:

«Άνθρωποι αγαπημένοι,

και όχι αγαπημένοι

γνωστοί και άγνωστοι

κυλήστε σε πλατιά πομπή απ’ αυτή την πύλη

κι αυτός ο ελεύθερος που κηρύττω,

ο άνθρωπος,

θα ’ρθει πιστέψτε με, πιστέψτε το»

 

Ο Μαγιακόφσκι και η επανάσταση

Η επανάσταση ήρθε και ο Μαγιακόφσκι εισχώρησε μέχρι τα σπλάχνα της, έτοιμος να γίνει θυσία στο όνομα της επερχόμενης παγκόσμιας αλλαγής. Από την αρχή της επανάστασης οι Φουτουριστές πίστεψαν πως ο φουτουρισμός είναι το μόνο καλλιτεχνικό κίνημα που θα μπορούσε να εκφράσει τις επαναστατικές κατακτήσεις. O Μαγιακόφσκι αισθάνεται παντού την αλλαγή και πιστεύει πως τίποτα παλιό δεν πρέπει να μείνει ανέγγιχτο. Προστάζει λοιπόν την επανάσταση «να σαρώσει όλες τις παλιατσαρίες», «να ανατρέψει με μία κλωτσιά τα φράγματα του χρόνου».

Το 1918 ο Μαγιακόφσκι γράφει το έμμετρο θεατρικό του έργο «μυστήριο μπούφος», που, όπως όλα του τα έργα, ποιητικά και θεατρικά, έχουν έντονο το πολιτικό στοιχείο, και κύριο στόχο τους την παλιά τάξη πραγμάτων που γκρεμίζεται. Το έργο συνάντησε την αντίδραση των παλιών αστικών θεάτρων που δε βλέπανε με καλό μάτι την επανάσταση. Τους πείραζε ακριβώς η ξεκάθαρη πολιτική γραμμή του. Κάποιοι μάλιστα διαμαρτυρήθηκαν για την διείσδυση της πολιτικής στο θέατρο. Με τη βοήθεια του Λουνατσάρσκη, του Λαϊκού Επιτρόπου παιδείας, που πάντα έπαιρνε το μέρος του Μαγιακόφσκι και τον υποστήριζε στις πρωτοβουλίες και τα τολμηρά του σχέδια, το έργο έκανε πρεμιέρα στις 12 Οκτώβρη του 1918. Η ουσιαστικότερη συμμετοχή του Μαγιακόφσκι στα επαναστατικά πολιτιστικά τεκταινόμενα θα έρθει το 1919 με τη δουλειά του στο ΡΟΣΤΑ (Ρωσικό Τηλεγραφικό Πρακτορείο, μετέπειτα ΤΑΣΣ). Είναι η εποχή που τον απασχολεί –συστηματικά πια- η θέση του ποιητή μέσα στις τάξεις των εργατών. Στο ΡΟΣΤΑ ζωγραφίζει αφίσες και γράφει τις έμμετρες λεζάντες τους. Αυτές οι αφίσες, που αντλούσαν τα θέματα τους από τις ανακοινώσεις, τα άρθρα των εφημερίδων, και τις αποφάσεις του κόμματος, σκέπαζαν τις βιτρίνες των άδειων καταστημάτων και ονομάζονταν παράθυρα. Μόνος του ο Μαγιακόφσκι, υπολογίζεται ότι έγραψε το 80% των κειμένων και σχεδίασε περισσότερες από 400 αφίσες. Στο διάστημα αυτό, της σκληρής δουλειάς, βρίσκει τον χρόνο να γράψει έργα, όπως το «150.000.000», καθώς και θεατρικά έργα που αντλούν το περιεχόμενό τους από την καθημερινή επαναστατική ζωή και της ανάγκες που η ίδια γεννούσε. Το 1923 ο Μαγιακόφσκι προχωρεί στην ίδρυση του ΛΕΦ (Αριστερό Μέτωπο Τέχνης). Στο ΛΕΦ θα στεγαστεί όλη η πρωτοποριακή καλλιτεχνική αφρόκρεμα των πρώτων επαναστατικών χρόνων. Κυριαρχούν οι Φουτουριστές, αλλά δεν είναι λίγοι οι Κοστρουκτιβιστές και οι Προντουκτιβιστές. Παράλληλα, όπως αναγράφεται και στη διακήρυξη του ΛΕΦ, έχει γίνει ξεκαθάρισμα στις τάξεις του, από τη μεριά των φουτουριστών, των οπορτουνιστικών ασταθών στοιχείων. Το ΛΕΦ, αφού επιβεβαιώνει τη προσήλωσή του στην υπόθεση της επανάστασης, χαράζει τη γραμμή της αγκιτατορικής τέχνης, καθως και της τέχνης που θα ανέβει στο επίπεδο της εργασιακής ειδίκευσης και φτάσει να συγχωνευτεί με την ζωή. Ταυτόχρονα επιβεβαιώνει και όλες τις παλιές θέσεις των φουτουριστών εναντίον της παλιάς τέχνης. Βασικός στόχος του ΛΕΦ είναι να επηρεάσει με πρακτικές ενέργειες την πολιτιστική ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας και να δημιουργήσει ένα νέο τρόπο ζωής και γούστου, που θα βασίζεται στη τεχνική και στην εκβιομηχάνιση.

Το 1924 γράφει το ποίημα «Βλαντιμίρ ΄Ιλιτς Λένιν», μετά την επίσκεψή του στην Αμερική, γράφει τα λεγόμενα ποιήματα του αμερικανικού κύκλου, όπου η αμερικανική «ελευθερία» εμφανίζεται σαν «φύλακας της υποκρισίας του σεντς και του λίπους». Ο Μαγιακόφσκι ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Γι’ αυτό δε διστάζει να χτυπήσει κάθε τάση γραφειοκρατίας, όπου και αν αυτή εμφανίζεται.

«Απ’ της γραφειοκρατίας τη βρώμα

κλείσαν όλοι οι πόροι.

Χρειάζονται πολλά χαμάμ

και απορρυπαντικό.

Και τους γραφειοκράτες

τους βοηθούν ακόμη και κοντυλοφόροι

σαν τον Ερμίλοφ

που παριστάνει τον κριτικό!»

Ήδη στο θεατρικό έργο «Ο κοριός», χτυπάει τη μικροαστική αντίληψη σχετικά με τη ζωή, ενώ στο έργο «Χαμάμ, πετάει από τη μηχανή του χρόνου τους γραφειοκράτες, αφήνοντας να φτάσουν στο μέλλον μόνο οι πραγματικοί επαναστάτες, αυτοί που θα δώσουν ακόμα και το τελευταίο κομμάτι της ύπαρξης τους για την οικοδόμηση μιας νέας ζωής στα πρότυπα της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστήριζαν, και υποστηρίζουν, ότι ο Μαγιακόφσκι έπαψε μετά από κάποιο σημείο και έπειτα να είναι φουτουριστής και υποχώρησε χρησιμοποιώντας κλασικά μορφικά σχήματα, που κάποτε αρνιότανε. Ή ότι υιοθέτησε τον ρεαλισμό. Ενώ άλλοι τον έπεμψαν για εγωπάθεια, υπερβολή, ατομικισμό και μεγαλοστομία.

Τι σχέση υπάρχει -θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος-  ανάμεσα στο σύννεφο με τα παντελόνια του 1915 με το καλά πάμε του 1926; Απόλυτη θα λέγαμε. Γιατί η ποιητική ωρίμανση ενός ποιητή δεν είναι ούτε διακεκομμένη, ούτε χωρισμένη σε κουτάκια. Όλα τα στάδια του έργου του είναι διαλεκτικά συνδεδεμένα, ένα είδος συγκοινωνούντων δοχείων. Η ωρίμανση ενός ποιητή αναπόφευκτα οδηγεί και στην ωρίμανση της ποίησής του. Η ομοιοκαταληξία που χρησιμοποιεί ο Μαγιακόφσκι στην τελευταία φάση του έργου του δεν συνιστά καμία υποχώρηση. Κάτι τέτοιο θα ήταν έξω από την φύση του άλλωστε. Απλά είναι μία ολοκλήρωση της τεχνικής του, που τώρα λειτούργει στο επίπεδο της «εργασιακής ειδίκευσης». Ωστόσο, ο λεκτικός του πλούτος, οι αλλεπάλληλες εικόνες, ο μελλοντισμός, η συνεχής, αποφασιστική και προς τα εμπρός κίνηση, στοιχεία που δημιουργούν την αίσθηση της κινηματογραφικής ταχύτητας, βρίσκονται διάχυτα σε όλο του το έργο. Εκείνο που αλλάζει είναι η σχέση του ποιητή με την πραγματικότητα, ο στόχος, καθώς και η οπτική του. Εκεί είχαμε έναν νέο άμαθο και ως εκ τούτου ανολοκλήρωτο ποιητή, που αγωνιζόταν στο επίπεδο της προσωπικής επιθυμίας, για τη ζωή, τον άνθρωπο την επανάσταση, βλέποντας το μέλλον θολό. Εδώ έχουμε έναν ποιητή που η προσωπική του πράξη μετατρέπεται σε συλλογική, που το εγώ του αποκτά συμπαντικές διαστάσεις, που το μέλλον του διαγράφεται ολοκάθαρο και φωτεινό, αφού ξεκινάει από ένα παρόν, που έχει τις δυνατότητες να χαράζει και τις κατάλληλες προοπτικές. Και εδώ αποδομούνται όλες οι κατηγορίες για μεγαλοστομία και ατομικισμό. Το εγώ του Μαγιακόφσκι ποτέ δε λειτούργησε σε ατομικά πλαίσια, παρά μόνο σε πλαίσια συλλογικά προς όφελος της κοινωνίας και του κοινωνικού προτσές. Το εγώ του Μαγιακόφσκι διαμορφώθηκε, ταυτίστηκε και προσωποποιήθηκε με την έννοια της επανάστασης  όσο κανενός άλλου καλλιτέχνη, όχι από εγωπάθεια, αλλά από την αίσθηση της απόλυτης ταύτισης μαζί της. Ο Μαγιακόφσκι διαχέει τον εαυτό του σύσσωμο μέσα στην επανάσταση και  η σχέση του μαζί της αγγίζει τα όρια της θεολογικής ενατένισης. Για τον Μαγιακόφσκι η επανάσταση είναι η προσωπική του κάθαρση.

Ποιος ήταν τελικά ο Μαγιακόφσκι;

Διατείνονται κάποιοι αφελείς: «Η επανάσταση σκότωσε τον Μαγιακόφσκι», ενώ άλλοι εξίσου αφελείς: «Απαράδεκτο που αυτοκτόνησε ο Μαγιακόφσκι». Όμως το ίδιο το πρόβλημα μίας πράξης σαν την αυτοκτονία, είναι πολύπλοκο και δυσεπίλυτο και δεν μπορεί κανείς να τελειώσει με αυτό ελαφριά τη καρδία, προβάλλοντας έναν εύκολο και επιφανειακό ορισμό. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έναν επαναστάτη διανοούμενο του μεγέθους του Μαγιακόφσκι. Η μια ή η άλλη από τις δύο προηγούμενες κρίσεις μειώνουν στο ελάχιστο τον άνθρωπο-ποιητή-επαναστάτη. Πάνω από όλα, όμως, όσοι αναλίσκονται σε τέτοιου είδους κρίσεις, δεν μπόρεσαν ποτέ να έρθουν σε επικοινωνία με τον ποιητή και το έργο του, δεν μπόρεσαν να αισθανθούν την προσωπική του τραγωδία, δεν μπόρεσαν να αγγίξουν στο βάθος της ποίησης, στο βάθος της ψυχής του, το ανελέητο παιχνίδι των αντιφάσεών του. Σε τελευταία ανάλυση, δεν γνωρίζουν τίποτα από τον άνθρωπο Μαγιακόφσκι και τζάμπα τον διάβαζαν. Γιατί, το μεγάλο και καυτό ερώτημα που δημιουργεί η τελευταία πράξη του έργου του είναι ένα: Ποιος ήταν τελικά ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι;

Ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι πέθανε στις 14 Απρίλη του 1930 αυτοπυροβολούμενος. Δεν ήταν ούτε 36 χρονών. Δίπλα του βρέθηκα ένα σημείωμα που έγραφε:

«Σε όλους. Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατό μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά. Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με. Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ’ ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν. Όπως λένε “Το επεισόδιο έληξε“. Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών; Να ‘στε ευτυχισμένοι.»

Δεν ήταν η πρώτη φορά, που ο Μαγιακόφσκι επιχειρούσε να αυτοκτονήσει. Δεν είναι τυχαίο επίσης το γεγονός ότι το ρεβόλβερ που χρησιμοποίησε είχε μόνο μια σφαίρα. Αυτό θα σήμαινε ότι σε περίπτωση αποτυχίας δεν θα μπορούσε να ξαναδοκιμάσει. Η ιδέα της αυτοκτονίας εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έργο του 15 χρόνια πριν από την πραγμάτωσή της:

Συχνά λέω, αν έβαζα την τελεία μιας σφαίρας στο ίδιο μου το έργο

Το 1916 κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Προηγούμενα τηλεφωνεί στην Εμιλία Μπρικ λέγοντας της: «Αυτοκτονώ, αντίο Λίλλη». Όταν μετά από λίγο θα φτάσει τρέχοντας τρομαγμένη στο σπίτι του, ο Μαγιακόφσκι θα της πει δείχνοντας στο τραπέζι το ριβόλβερ: «Τράβηξα τη σκανδάλη μία φορά, δεν τα κατάφερα, δεν ξαναδοκίμασα, σε περίμενα».

 Από το πρώτο ποίημά του ως το τελευταίο το βασικό υπαρξιακό ζήτημα της φθοράς των πραγμάτων, φθοράς που ξεκινά από την αμείλικτη καθημερινότητα και ρουτίνα, προχωρεί στη βιολογική αλλοίωση, και καταλήγει στη τελεσίδικη διαγραφή από την υπαρκτή ζωή –το θάνατο, συγκλονίζει τον Μαγιακόφσκι. Αυτή είναι και η προσωπική του τραγωδία. Μια τραγωδία που ξεπηδά από την αίσθηση του απόλυτου που έχει μέσα του. Τίποτα δεν μπορεί να μετρηθεί στο Μαγιακόφσκι, τίποτα δε μπορεί να χωρέσει σε πλαίσια. «Ο χρόνος», γράφει, «είναι κάτι απίθανα μακρύ». Βιάζεται, ανυπομονεί, δεν μπορεί να περιμένει να βλέπει το μέλλον μέσα από τις χαραμάδες του περιορισμένου παρόντος. Η καθημερινότητα νοιώθει να τον συντρίβει. Να τον παραλύει. Να τον αιχμαλωτίζει. Αυτός είναι φτιαγμένος για μεγάλους δρασκελισμούς, για κραυγές, για ξεσηκωμούς. Μόνο έτσι μπορεί να δαμάσει το βασικό υπαρξιακό του πρόβλημα

Πως είδε ο Μαγιακόφσκι την επανάσταση; Η καλύτερα πως λειτούργησε μέσα σε αυτή;

Για τον Μαγιακόφσκι η επανάσταση ήταν η κάθαρση. Η προσωπική του και η πανανθρώπινη. Ο Μαγιακόφσκι είδε στην επανάσταση το αληθινό πρόσωπο της ελευθερίας και της ευτυχίας του ανθρώπου, και πολύ περισσότερο, του ίδιου του εαυτού του. Είδε το μέλλον της, για αυτό έτρεξε με πάθος να φτιάξει το παρόν της. Ο Μαγιακόφσκι πίστεψε όσο κανένας άλλος διανοούμενος της εποχής του στην επανάσταση. Για αυτό, άλλωστε, έγινε και ο ποιητής της, ο βάρδος της. Δυστυχώς, όμως, το παλιό είχε μεγάλη αντοχή, και το καινούργιο θα αργούσε να έρθει. Το χειρότερο, θα έπρεπε να υπάρξει μια μακρά περίοδος, «καθημερινότητας», «ρουτίνας», «πεζότητας» και «μετριότητας». Μία περίοδος, δηλαδή, προσωπικής φθοράς, που θα δημιουργούνταν όχι από τις μάχες για τα μεγάλα, αλλά για τη λεπτομέρεια, που συνθλίβει και απομυζά.

Απόλυτος με όλες τις πελώριες αντιθέσεις του, γι’ αυτό και αδύναμος σαν ένα παιδί που ονειρεύεται με μάτια ανοιχτά ταξίδια στο διάστημα, ο Μαγιακόφσκι δεν μπορεί να καταλάβει τις αντιφάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και τις δυσκολίες της.

Δεν έχω διέξοδο, θα γράψει στο τελευταίο του γράμμα και φαίνεται δεν είχε. Για οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο τα υποκειμενικά και αντικειμενικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Μαγιακόφσκι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλά, επουσιώδη, ή γελοία. Ο Μαγιακόφσκι δεν ήταν όμως ακόμα ένας απλός άνθρωπος, που είχε συνηθίσει στη μετριότητα και ένοιωθε να βολεύεται σε αυτήν,  ακριβώς γιατί δεν έχει την ικανότητα, να βγει από αυτήν και να την αντιπαλέψει. Ο Μαγιακόφσκι μισούσε τη μετριότητα και τη χτυπούσε, όπου την έβλεπε να σηκώνει κεφάλι. Το ίδιο ακριβώς, απαιτούσε από την επανάσταση, αλλά το απαιτούσε απόλυτα, ανυποχώρητα, άμεσα, με εκείνη την αίσθηση του ανικανοποίητου.

«Ο Μαγιακόφσκι αισθάνονταν συχνά μόνος», γράφει η Λίλλη Μπρικ, «όχι γιατί δεν τον αγαπούσαν ή δεν τον εκτιμούσαν ή γιατί δεν είχε φίλους. Κάθε άλλο μάλιστα, δημοσίευαν το έργο του, το διάβαζαν, τον άκουγαν. Οι αίθουσες ήταν πάντα κατάμεστες από κόσμο. Αμέτρητοι ήταν οι φίλοι του, εκείνοι που τον αγαπούσαν. Όλα αυτά όμως ήταν μια σταγόνα στον ωκεανό, για έναν άνθρωπο που είχε ένα αχόρταγο αρπακτικό στην ψυχή, που ήθελε να διαβάζεται από όποιον δεν τον διάβαζε, να κάνει παρέα με όποιον έλειπε, να αγαπιέται από τη μοναδική γυναίκα που έμοιαζε να μην τον αγαπά». Και καταλήγει η Λίλη Μπρικ:

«Δεν μπορούσε κανείς να κάνει τίποτα»

Γιατί λοιπόν αυτοκτόνησε ο Μαγιακόφσκι; Μπορεί κάποιος να απαντήσει με μια φράση η κάποιες γραμμές; Σίγουρα όχι. Αν δεν ήταν ο Μαγιακόφσκι τόσο περίπλοκος, τόσο αντιφατικός, τόσο πέρα από τα γνωστά καθημερινά καλούπια, τόσο συμπαντικός στις διαστάσεις του, δεν θα ήταν ίσως ένας τόσο μεγάλος ποιητής. Και πολύ περισσότερο δε θα ήταν ο ποιητής και ο Βάρδος  μιας επανάστασης, που καθόρισε το μέλλον του ανθρώπου όσο καμία άλλη.