1

To ξήλωμα της ΕΕ, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά και η Πολωνία

Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Πολωνίας, την Πέμπτη που μας πέρασε αποτελεί μία ακόμη πολύ σοβαρή εξέλιξη στην ιστορία – που όπως όλες οι ιστορίες έχει αρχή, μέση και τέλος – της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

«Και πως χρεοκόπησες;» ρώτησε ο Μπιλ. «Με δύο τρόπους», απάντησε ο Μάικ. «Σταδιακά και μετά απότομα» Έρνεστ Χέμινγουέη, Και Ο Ήλιος Ανατέλλει 

Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Πολωνίας, την Πέμπτη που μας πέρασε αποτελεί μία ακόμη πολύ σοβαρή εξέλιξη στην ιστορία – που όπως όλες οι ιστορίες έχει αρχή, μέση και τέλος – της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Η απόφαση, αν και πολιτικά υποκινούμενη*, είναι ξεκάθαρη και η πλευρά των Βρυξελλών αφήνει να εννοηθεί πως θα έχει σοβαρές συνέπειες στις σχέσεις της πολωνικής κυβέρνησης (που την επεδίωξε και την καλοδέχθηκε) και της ΕΕ. 

Συγκεκριμένα, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας – που το ευρωπαϊκό δικαστήριο έχει κρίνει παράνομη τη διαδικασία επιλογής του*-  αποφάσισε ό,τι το Εθνικό Σύνταγμα της χώρας είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό νόμο. Κανένας νόμος, λοιπόν, που αποφασίζεται μακράν της χώρας, στις απρόσωπες Βρυξέλλες, από δω και πέρα δεν μπορεί να υπερισχύσει των νόμων του Πολωνικού κράτους, παρά την υπογραφή από την Πολωνία των ευρωπαϊκών συνθηκών. 

Ειρήσθω εν παρόδω πως η Πολωνική απόφαση δεν έρχεται από το πουθενά. Ανάλογη απόφαση έχει λάβει παλαιότερα και το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας, σε σχέση με τα δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απορρίπτοντας απόφαση του ευρω-δικαστηρίου. Η Γερμανική κυβέρνηση είχε επιλέξει να μην εφαρμόσει την απόφαση, αλλά αυτό δεν μειώνει τη νομική σημασία της. 

Οι πολιτικές αντιδράσεις, από πλευράς Βαρσοβίας, ήταν ιδιαιτέρως θετικές – άλλωστε η κυβέρνηση, όπως είπαμε, είχε επιδιώξει τη συγκεκριμένη απόφαση. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ματέους Μοραβιέτσκι, δήλωσε ευτυχής. «Η απόφαση του Συνταγματικού μας Δικαστηρίου επιβεβαιώνει αυτό που γράφεται λέξη προς λέξη στο σύνταγμά μας, ότι δηλαδή ο Συνταγματικός μας Νόμος είναι πάνω από κάθε άλλο νόμο, όποια κι αν είναι η προέλευσή του», δήλωσε σε συνέντευξή του. Παράλληλα έγραψε στο Facebook ότι «Η θέση της Πολωνίας είναι και θα είναι μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια των κρατών», αλλά υπό τη συνθήκη ό,τι η Πολωνία θα έχει «τα ίδια δικαιώματα με όλες τις χώρες – μέλη» και αυτά «θα γίνονται σεβαστά». «Δεν είμαστε απρόσκλητος επισκέπτης στην ΕΕ. Και δεν συμφωνούμε με το να μας αντιμετωπίζουν σαν πολίτες β΄ κατηγορίας», κατέληγε, θυμίζοντας πλαγίως και το ρατσιστικό οχετό που έχουν δεχθεί κατά καιρούς οι Πολωνοί από άλλες χώρες της ΕΕ. Στο ίδιο λαϊκιστικό πλαίσιο, πολιτικοί του κόμματός του και άλλοι, εκ δεξιών, έκαναν λόγο για τη «Δικτατορία των Βρυξελλών» και την «ΕΕ που φέρεται σαν κατακτητής». Μέσα ενημέρωσης, φιλικά στην κυβέρνηση, πήγαιναν ακόμη παραπέρα, γράφοντας πως «η ΕΕ ψάχνει τρόπο να διώξει την Πολωνία».

Στον αντίποδα, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα βαν ντερ Λαϊεν, εξέφρασε τη «βαθιά της ανησυχία» για όσα συνεπάγεται η απόφαση του πολωνικού δικαστηρίου και υποσχέθηκε «να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις που έχει στη διάθεσή της για να εφαρμοστούν οι Ευρωπαϊκοί νόμοι», κάτι που ακούγεται ούτως ή άλλως απειλητικό και αντιδημοκρατικό, αφήνοντας ανοικτό το δρόμο για κυρώσεις που μπορεί να γονατίσουν μια χώρα ή για την αφαίρεση, από την Πολωνία, του δικαιώματος ψήφου στις διαδικασίες της ΕΕ, με την οποία ξεκάθαρα απείλησαν οι Γάλλοι: ο γάλλος υπουργός Ευρωπαϊκών υποθέσεων, Κλεμάν Μπων, έκανε λόγο για «ντε φάκτο έξοδο της Πολωνίας από την ΕΕ». Μίλησε για «ευθεία επίθεση κατά της ΕΕ», προσθέτοντας πως «αφού δεν υπάρχει ο βασικός σεβασμός για τον κοινό ευρωπαϊκό νόμο» δεν μπορεί να υπάρξει και «υποστήριξη της Πολωνίας» η οποία «παραβιάζει τους όρους του συμβολαίου της με την ΕΕ» και άρα «παίρνει το ρίσκο της ντε φάκτο εξόδου» – κάτι που ακούγεται πολύ απειλητικό αλλά η υλοποίησή του προϋποθέτει ομοφωνία των λοιπών κρατών μελών και η Ουγγαρία δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει… Ο επίτροπος για θέματα Δικαιοσύνης, Ντιντιέ Ρέιντερς, δήλωσε επίσης ό,τι η ΕΕ «θα χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία» που διαθέτει για να προστατεύσει την «υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου». Και, βεβαίως, ήταν πολλοί εκείνοι, από την Κομισιόν, που βιάστηκαν να θυμίσουν στην Πολωνία ότι το πακέτο για την ανάκαμψή της από την πανδημία, επιδότηση ύψους 24 δις ευρώ συν δανειοδότηση ύψους 12 δις, δεν έχει εγκριθεί ακόμη, αναμένοντας την απόφαση του συγκεκριμένου δικαστηρίου… 

Αξίζει να προσθέσουμε εδώ πως οι ομοιότητες με την Ουγγαρία είναι πολλές, και οι σχέσεις στενές. Το κόμμα που κυβερνά την Πολωνία, το Νόμος και Δικαιοσύνη, είναι ακραία συντηρητικό, εθνικιστικό και με βαθιά την ρωμαιοκαθολική επιρροή, ουσιαστικά «αδελφό κόμμα» της ουγγρικής δεξιάς. Γι’ αυτό και η αντίδραση της κυβέρνησης του Βίκτωρ Ορμπαν, στην Βουδαπέστη, ήταν ενθουσιώδης. Χαιρέτησε την απόφαση του πολωνικού δικαστηρίου και ζήτησε «η ΕΕ να σεβαστεί την εθνική κυριαρχία των 27 κρατών μελών». Σε ανακοινωθέν της, η ουγγρική κυβέρνηση κατηγορεί για «κακές πρακτικές» την ΕΕ που «αγνοούν την αρχή της αντιπροσώπευσης» και οδήγησαν, λόγω αυτού στην πολωνική δικαστική απόφαση. 

Η σύγκρουση και η άνοδος της ακροδεξιάς στην ΕΕ

Ασχέτως αυτού, όμως, το θέμα της σχέσης εθνικής κυριαρχίας και ΕΕ είναι θέμα που με τον ένα ή άλλο τρόπο επανέρχεται πολύ συχνά στο προσκήνιο, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, και ήδη διαφαίνεται ότι θα παίξει ρόλο και στην ψήφο, στις επερχόμενες γαλλικές εκλογές. Ειδικά με το «ξεδόντιασμα» της Ευρωπαϊκής αριστεράς – με ελάχιστες εξαιρέσεις τύπου Καταλωνίας – που έχει αφήσει στο γήπεδο αυτό να παίζουν μόνον φασίστες και λαϊκιστές (ή και οι δύο- σε -ένα φασίστες λαϊκιστές). 

Ήδη από την περασμένη δεκαετία η ακροδεξιά ανεβαίνει σε όλη την Ευρώπη – είτε ως μέρος κυβερνητικών μηχανισμών, όπως σήμερα στην Ελλάδα, είτε «καθαρόαιμη» όπως στη Γαλλία, στην Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Φιλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία και πρότινος και στη χώρα μας… το γεγονός ότι η πολωνική κυβέρνηση χρησιμοποίησε, για τις δικαστικές αλλαγές, ως επιχείρημα την «κάθαρση από τους κομμουνιστές» και δεν άνοιξε ρουθούνι (και το επιχείρημα δεν αναφέρεται καν στα περισσότερα δημοσιογραφικά άρθρα περί της κρίσης μεταξύ Πολωνίας και ΕΕ) είναι χαρακτηριστικό. 

Και η κυβέρνηση – όπως στην Ουγγαρία του Ορμπαν και την Πολωνία – και η συγκυβέρνηση με ακροδεξιά μορφώματα (Φιλανδία και Αληθινοί Φιλανδοί, Ιταλία και Λίγκα, Εσθονία και Εκρε) σήμερα γίνεται αποδεκτή και δεν φαίνεται να στενοχωρεί κανέναν – σε αντίθεση με την γενική κατακραυγή του 2000, όταν οι ακροδεξιοί συγκυβέρνησαν στην Αυστρία ή όταν ο πατήρ Λεπέν πέρασε στο β’ γύρο των γαλλικών εκλογών της 21ης Απριλίου του 2002 (αυτές οι ημερομηνίες…). 

Μπορεί οι καθαρόαιμες ακροδεξιές κυβερνήσεις να είναι λίγες σήμερα και σε χώρες με μικρή δύναμη στα όργανα της ΕΕ, όμως αξίζει εδώ να θυμίσουμε ό,τι σε λίγους μήνες η Μαρίν Λεπέν θα διεκδικήσει και πάλι την Γαλλική Προεδρία. Ο φόβος της ανόδου της στην εξουσία είναι μεγάλος και έχει ήδη οδηγήσει το Μακρόν σε πιο δεξιές επιλογές και την κυβέρνησή του σε πιο δεξιά πολιτική. Τι μπορεί να συμβεί, μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, αν η ακροδεξιά κυβερνήσει κάποια από τις εναπομείνασες μεγάλες της δυνάμεις, είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Αν φευ η Μαρίν Λεπέν κερδίσει τις εκλογές, είναι πιθανό η ΕΕ να διαλυθεί απότομα στα εξ ων συνετέθη, γιατί πολλές κυβερνήσεις, λογικά, δεν θα θέλουν να συνεργαστούν με τη Γαλλία. Αν, πάλι, αποφασίσουν να συνεργαστούν μαζί της, εν ονόματι της Ευρωπαϊκής Ενότητας, η άνοδος της ακροδεξιάς σε όλες τις χώρες είναι λογικά το αναμενόμενο. 

Η βραχυπρόθεσμη εικόνα 

Η ΕΕ δεν έχει, και δεν φρόντισε να έχει, μηχανισμούς που να βοηθούν στην εφαρμογή των ευρω-συνθηκών και του Ευρωπαϊκού Νόμου. Κάτι που φάνηκε, άλλωστε, ξεκάθαρα και με το Brexit, από το οποίο η Βρετανία φαίνεται να βγαίνει κερδισμένη (κάτι που έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση των λαών της ΕΕ ήδη, όπως και η κακή και ρατσιστική διαχείριση της πανδημίας που από ότι φαίνεται ενίσχυσε σε ένα βαθμό την ακροδεξιά, σε αρκετές χώρες).

Τι στα αλήθεια λοιπόν μπορεί να κάνει η ΕΕ, ώστε να υποχρεώσει την Πολωνία να υπακούσει; Κατ’ αρχήν να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του Ευρω-δικαστηρίου και να επιβάλλει ημερήσιο πρόστιμο στην Πολωνία, το οποίο, αν αρνηθεί να πληρώσει ευθέως, θα παρακρατηθεί από τις επιδοτήσεις της. Παράλληλα, μπορεί να περικόψει και τις επιδοτήσεις και δανειοδοτήσεις, όπως ήδη πράττει και με την Ουγγαρία και με την Πολωνία, καθυστερώντας την έγκριση των πακέτων που προβλέπονται για την ανάκαμψη από την πανδημία. 

Ολα αυτά αποτελούν σενάρια που δύσκολα θα εφαρμοστούν ωστόσο, και το πιθανότερο είναι ότι θα πλήξουν την εικόνα της ΕΕ και δεν θα την ενισχύσουν, καθώς υπάρχει και το στοιχείο του εκβιασμού και το στοιχείο της από τα πάνω επιβολής, στοιχεία που και η ακροδεξιά χρησιμοποιεί κατά κόρον. Παράλληλα, οι συνθήκες της ΕΕ δεν προβλέπουν αυτά τα σενάρια που όλο και συχνότερα προκύπτουν, οπότε και οι κινήσεις αυτές δεν νομιμοποιούνται, εν τέλει. Η μόνη αληθινή λύση, σύμφωνα με τους ειδικούς στο ευρωπαϊκό δίκαιο, είναι η αναθεώρηση του πολωνικού συντάγματος – κάτι που όμως απαιτεί και πολιτική βούληση και χρόνο, και τουλάχιστον το πρώτο δεν υπάρχει και θα αργήσει να υπάρξει, αν υπάρξει.  

Τι θα σημαίνει, για όλα αυτά και για τη χρήση των όποιων μηχανισμών, η πιθανή ανάδειξη της ακροδεξιάς στην εξουσία, στις Γαλλικές εκλογές, οπότε, ακόμη περισσότερο κανείς δεν θα μπορεί να «τραβήξει το αυτί» των διαφόρων Ορμπαν, ειναι ηλίου φαεινότερον. 

Η κυβέρνηση της Πολωνίας, που έχει την εξουσία από το 2015, νομοθέτησε αλλαγές στην επιλογή των ανώτατων δικαστών της χώρας, με τον οποίο είναι αδύνατον ουσιαστικά να υπάρξει διαφάνεια στη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων. Το άλλοθι της δεξιάς κυβέρνησης της Πολωνίας για τις αλλαγές στην επιλογή δικαστών ήταν η «αποκομμουνιστικοποίηση». Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που έκρινε πως αυτές οι αλλαγές αντίκεινται στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση με την προσφυγή στο Ανώτατο δικαστήριο της χώρας, το οποίο ελέγχει πλήρως, μετά τις συγκεκριμένες αλλαγές. Η πρόεδρος του δικαστηρίου, Γιούλια Πζελέμπσκα, είναι άνθρωπος του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος, Γιάροσλαβ Κασίνσκι.

Αναδημοσίευση από το ThePressProject