1

Υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως μια μη αλλοτριωμένη «δημιουργόσφαιρα»;

 

των Fusheng Xie και Junshang Liang

Collaborative Innovation Center for China Economy and

School of Economics

Renmin University of China

59 Zhongguancun Street

Beijing, China 100872

[email protected]

 

Department of Economics

University of Massachusetts

Thompson Hall

200 Hicks Way

Amherst, MA 01003-9277

junshanglian@umass.edu

 

μετ. Δημήτρης Κούλος, επιμ. Διονύσης Περδίκης

 

Μετά το άρθρο των Alexandr V. Buzgalin και Andrey I. Kolganov με τον τίτλο «Η Ανατομία της Εκμετάλλευσης του Εικοστού Πρώτου αιώνα: Από την Παραδοσιακή Εξαγωγή Υπεραξίας στην Εκμετάλλευση της Δημιουργικής Δραστηριότητας», μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε και το σχόλιο προς το άρθρο αυτό από τους Fusheng Xie και Junshang Liang, με τον τίτλο «Υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως μια μη αλλοτριωμένη «δημιουργόσφαιρα;» Ιs there such a thing as a non-alienated “creatosphere”?»), Science & Society, Vol. 81, No. 1, January 2017, 136–144.

Το σχόλιο αυτό συμπληρώνει το άρθρο των Buzgalin και Kolganov, ενώ συνοψίζει με ιδανικό τρόπο τις σχέσεις μεταξύ μονοπωλιακού μη παραγωγικού κεφαλαίου, μη μονοπωλιακού παραγωγικού βιομηχανικού κεφαλαίου, δημιουργικής μη παραγωγικής εργασίας και εκτελεστικής παραγωγικής εργασίας, όπως αρθρώνονται ως ένας διεθνής καταμερισμός εργασίας στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής.

Ενώ οι Buzgalin και Kolganov δίνουν έμφαση σε εκείνα τα χαρακτηριστικά της δημιουργικής εργασίας που δυσκολεύουν την – πραγματική – υπαγωγή της στο κεφάλαιο διότι προσιδιάζουν στις σοσιαλιστικές/κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, οι Fusheng Xie και Junshang Liang αναδεικνύουν τις πρακτικές μέσω των οποίων το κεφάλαιο προσπαθεί να την υπάγει (πραγματικά), όπως η λεγόμενη διαχείριση γνώσης (knowledge management) που αποσκοπεί στην ανάπτυξη και προστασία του «διανοητικού κεφαλαίου» (intellectual capital) ή άυλων περιουσιακών στοιχείων» (intangible assets) των επιχειρήσεων.

Ενώ και οι μεν και οι δε συγγραφείς συμφωνούν ότι η δημιουργική εργασία δεν παράγει αξία, οι Fusheng Xie και Junshang Liang ασκούν κριτική στους Buzgalin και Kolganov, διότι θεωρούν ότι αυτοί υπονοούν ότι είναι παραγωγική εργασία με τη γενική έννοια, της παραγωγής χρήσιμων προϊόντων για την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αντίθετα, οι συγγραφείς αυτοί, δηλ. οι Fusheng Xie και Junshang Liang κατευθύνονται μάλλον προς το ότι αυτή η εργασία εμπίπτει είτε στην αναπαραγωγική εργασία, είτε στη λειτουργία του κεφαλαίου στην παραγωγή, αποτελεί δηλ. προϋπόθεση της καπιταλιστικής παραγωγής και της οργάνωσης της κεφαλαιοκρατικής συνεργασίας, αλλά η αξιοποίησή της από το κεφάλαιο γίνεται με μεταφορά υπεραξίας που παράγεται στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.

Τέλος, ο συνδυασμός των δύο αυτών τελευταίων μεταφράσεων λειτουργεί ως συνεκτικός ιστός για μια σειρά παλιότερων σε αυτή τη θεματολογία:

Rigi J. (2014). Θεμελίωση μιας Μαρξιστικής Θεωρίας για την Πολιτική Οικονομία της Πληροφορίας: Εμπορικά Μυστικά και Πνευματική Ιδιοκτησία, η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας και η Εξαγωγή Φορο-Προσόδου, μετ. Δ. Περδίκη, kordatos.org,
από το
Foundations of a Marxist theory of the political economy of information: trade secrets and intellectual property, and the production of relative surplus value and the extraction of rent-tribute. tripleC: Communication, Capitalism & Critique. Open Access Journal for a Global Sustainable Information Society, 12(2), 909-936.

Rotta T.N. (2018). Μη παραγωγική συσσώρευση στις ΗΠΑ: ένα νέο αναλυτικό πλαίσιο. Cambridge Journal of Economics, 42(5), μετ. Δ. Περδίκης.

Wise R.D. & Martin D. (2016). Η πολιτική οικονομία της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης. από τον συλλογικό τόμο Εγχειρίδιο της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας της Παραγωγής (Handbook of the International Political Economy of Production) (σελ. 59-75), Kees Van der Pijl (επιμ.), Edgar Elgar (εκδ.). μετ. Δ. Περδίκης.

Wise R.D. & Niell M. C. (2021). Κεφάλαιο, Επιστήμη, Τεχνολογία: Η Ανάπτυξη των Παραγωγικών Δυνάμεων στον Σύγχρονο Καπιταλισμό. Μηνιαία Επιθεώρηση (Monthly Review). μετ. Δ. Περδίκης.

Διονύσης Περδίκης

 

 

Στο άρθρο τους «Η Ανατομία της Εκμετάλλευσης του Εικοστού Πρώτου Αιώνα: Από την Παραδοσιακή Εξαγωγή Υπεραξίας στην Εκμετάλλευση της Δημιουργικής Δραστηριότητας» (Science & Society, Οκτώβριος 2013), οι Aleksandr Buzgalin και Andrey Kolganov επισύρουν την προσοχή σε έναν όλο και πιο σημαντικό τομέα της εκμετάλλευσης στην σύγχρονη κεφαλαιοκρατία. Την ορίζουν ως τη «δημιουργόσφαιρα», όπου δημιουργικές δραστηριότητες, όπως «η εκπαίδευση και η κατάρτιση, η υγειονομική περίθαλψη, η τεχνική και επιστημονική δημιουργικότητα, η αναδημιουργία της φύσης και της κοινωνίας, τα παραγωγικά στοιχεία της διοικητικής εργασίας, η τέχνη … .» (494-5) παίζουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά την παραγωγή κέρδους και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Εν αντιθέσει με άλλους συγγραφείς που συζητούν κυρίως για το αν η πνευματική εργασία δημιουργεί αξία ή όχι (Moulier-Boutang, 2012- Fine, et al., 2010- Starosta, 2012- Foley, 2013), οι Buzgalin και Kolganov εστιάζουν συγκεκριμένα στην εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση στις γνωστικές βιομηχανίες. Σύμφωνα με τους ίδιους, η κυριαρχία των δημιουργικών δραστηριοτήτων στο σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, ιδίως στις ανεπτυγμένες χώρες, έχει δημιουργήσει νέες σχέσεις εκμετάλλευσης και μια νέα τάξη εργαζομένων, την οποία αποκαλούν “δημιουργική τάξη”. Θεωρούν ότι πρόκειται για μια νέα ιστορική-λογική “στιβάδα” εκμετάλλευσης και υποστηρίζουν ότι, ειλημμένα όλα τα ανθρώπινα πολιτιστικά φαινόμενα ως πόρους, η διαδικασία της δημιουργικής εργασίας συνιστά μια “καθολική” δραστηριότητα και περιλαμβάνει τη μη αλλοτριωμένη (Σ.τ.Μ., unalienated) συνεργασία μεταξύ των δημιουργικών εργαζομένων (496-7).

Οι συγγραφείς υποστηρίζουν περαιτέρω μια αντίφαση μεταξύ της μη αλλοτριώσιμης φύσης (Σ.τ.Μ., inalienable nature) της δημιουργικής εργασίας και της ύπαρξης μιας εκμεταλλευτικής σχέσης που αφορά τη «δημιουργόσφαιρα». Από τη μία πλευρά, το αποτέλεσμα της δημιουργικής δραστηριότητας είναι «μια ενεργός διαδικασία και η αυτοανάπτυξη του εργαζομένου που συντελείται σε αυτή τη διαδικασία, καθώς και μια πολιτιστική αξία» (499), επειδή το κεφάλαιο αγοράζει το δημιουργικό δυναμικό των δημιουργικών εργαζομένων, το οποίο δεν υποβαθμίζεται και μπορεί ακόμη και να αυξηθεί όταν εμπλέκεται σε δημιουργικές δραστηριότητες. Επιπλέον, ο κύριος σκοπός της δημιουργικής δραστηριότητας ενός εργαζομένου είναι η ίδια η δημιουργική δραστηριότητα παρά τα οικονομικά κέρδη. Υπό αυτή την έννοια, οι δημιουργικοί εργαζόμενοι αυτοπραγματώνονται με την άσκηση δημιουργικών δραστηριοτήτων, παρά το γεγονός ότι αυτό λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της κεφαλαιοκρατικού χαρακτήρα απασχόλησης. Από την άλλη πλευρά, απασχολώντας τη δημιουργική εργασία, το κεφάλαιο είναι συνήθως σε θέση να πραγματοποιήσει ένα κέρδος το οποίο στην πράξη είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει από την εκμετάλλευση των βιομηχανικών εργατών.

Για να συμβιβάσουν αυτή την αντίφαση, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η εκμετάλλευση στη «δημιουργόσφαιρα» είναι στην πραγματικότητα η εκμετάλλευση ολόκληρου του ανθρώπινου πολιτισμού. Η δημιουργική δραστηριότητα, θεωρούν, «είναι το προϊόν της κοινής δραστηριότητας των συνδημιουργών που αλληλοεπιδρούν σε μια διαδικασία μη αλλοτριωμένου διαλόγου και όχι της αφηρημένης εργασίας απομονωμένων παραγωγών» και συνεπώς δεν δημιουργεί καμία αξία αλλά έναν καθολικό κοινωνικό πλούτο που λαμβάνει μια διανοητική πρόσοδο ως κοινωνική αποτίμηση. «Αυτή η αξιακή αποτίμηση μπορεί να συνδεθεί μόνο έμμεσα με τη δαπάνη εργασίας του δημιουργού» και επομένως «ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και σε κάθε μέλος του ανθρώπινου είδους» (504-5). Στην πραγματικότητα όμως, λόγω της μορφής της ατομικής ιδιοκτησίας, αυτή η διανοητική πρόσοδος πηγαίνει εν μέρει στους δημιουργούς ως μισθός και κυρίως ιδιοποιείται από το κεφάλαιο ως απόδοση των επενδύσεων.

Οι συγγραφείς έχουν ορθά συλλάβει το γεγονός ότι τα γνωστικά εμπορεύματα είναι προϊόν του ανθρώπινου πολιτισμού και όχι των γνωστικών εργαζομένων αυτών καθ’ αυτών. Ωστόσο, άφησαν ασυνείδητα ανέγγιχτη την πηγή της διανοητικής προσόδου ανάγοντας απλώς την ουσία της διανοητικής προσόδου σε μια κοινωνική αποτίμηση. Αυτή η κοινωνική αποτίμηση παίρνει μια νομισματική μορφή, η οποία, ωστόσο, είναι ουσιαστικά η έκφραση μιας ορισμένης ποσότητας (υπερ)αξίας που μπορεί να μεταφερθεί, και μόνο να μεταφερθεί, από άλλους τομείς της οικονομίας. Όπως το θέτει ο Duncan Foley:

Υπάρχουν πολλοί τρόποι ιδιοποίησης της υπεραξίας, όπως η μονοπώληση τομέων της αγοράς, το μάρκετινγκ και η διαφήμιση, η καθιέρωση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, πνευματικών δικαιωμάτων και εμπορικών σημάτων, η ιδιοκτησία σπάνιας ενέργειας ή άλλων φυσικών πόρων… (Foley, 2013, 260.)

Η νέα στιβάδα εκμετάλλευσης μέσω δημιουργικών δραστηριοτήτων, επομένως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν νέο τρόπο ιδιοποίησης της αξίας από την παγκόσμια δεξαμενή υπεραξίας που δημιουργείται από την παραγωγική εργασία. Με την πρόσληψη δημιουργικής εργασίας, το κεφάλαιο είναι σε θέση να περιφράξει όλα τα πολιτιστικά φαινόμενα και τη γνώση ως μέσο ιδιοποίησης υπεραξίας, κάτι που είναι «παρόμοιο με την περίφραξη των κοινών… στην πρώιμη νεωτερική περίοδο στην Ευρώπη» (Foley, 2013, 264).

Δυστυχώς, οι Buzgalin και Kolganov μπορεί να άνοιξαν αυτό που ο Μαρξ (1989, 27) αποκαλεί «τις πύλες της πλημμύρας για ΨΕΥΔΕΙΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ στον τίτλο της παραγωγικής εργασίας». Η αποτυχία τους να αποκαλύψουν την πηγή της διανοητικής προσόδου απορρέει από την αυθαίρετη επέκταση της έννοιας της παραγωγικής εργασίας. Αν και ισχυρίζονται ότι η δημιουργική εργασία δεν δημιουργεί αξία, η αντιμετώπιση της διανοητικής προσόδου ως «πραγματικά παραγωγικής, που βρίσκεται στη βάση της αναπαραγωγής των υλικών και πολιτιστικών αγαθών» και ως να είναι «στην ύστερη κεφαλαιοκρατία η κύρια μορφή εισοδήματος» και ως την «βασική πηγή κερδών του σύγχρονου κεφαλαίου» (495), αποκαλύπτει προφανώς την κεκαλυμμένη θέση τους ότι η δημιουργική εργασία είναι παραγωγική εργασία που παράγει υπεραξία.

Οι Teixeira και Rotta (2012, 16) προτείνουν με ενδιαφέροντα τρόπο ότι η διανοητική πρόσοδος μπορεί να κατανοηθεί ως κάτι το παρόμοιο με την πρόσοδο του εδάφους και μπορεί να αναλυθεί χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Μαρξ για την πρόσοδο[1]. Διατυπώνουν την ιδέα ότι η γνωστική παραγωγή (cognitive production) που οδηγεί στην ιδιοποίηση προσόδου είναι στην πραγματικότητα μια από τις εκδηλώσεις της «εγγενούς τάσης του κεφαλαίου να “αυτονομείται” από το ίδιο το υλικό του στήριγμα» και «προσπαθεί να αξιοποιήσει τον εαυτό του, ενώ απομακρύνεται από τις πραγματικές δραστηριότητες δημιουργίας αξίας και τις υπονομεύει» (Teixeira and Rotta, 2012, 2).

Γιατί, λοιπόν, η γνωστική παραγωγή είναι τόσο σημαντική και μάλιστα κυρίαρχη στην σύγχρονη κεφαλαιοκρατία τις τελευταίες δεκαετίες;

Οι Fine, et al. (2010) εξετάζουν τη γνωστική παραγωγή υπό το πρίσμα της εργασιακής διαδικασίας. Επισημαίνουν ότι η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας συνεπάγεται μια τάση διαχωρισμού της σύλληψης και της εκτέλεσης, δηλαδή την αποειδίκευση των παραγωγικών εργατών και τη συγκέντρωση των δεξιοτήτων στα χέρια του τεχνικού προσωπικού. Η καινοτομία και η συσσώρευση δεξιοτήτων γίνονται έτσι καθήκον των δημιουργικών εργατών που ασχολούνται κυρίως με τη γνώση. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν τα αποτελέσματα της δημιουργικής εργασίας εμπορευματοποιούνται, εξακολουθούν να είναι, στην ουσία, δεξιότητες και τεχνολογίες που περιέχουν μικρή αξία αλλά χρησιμεύουν για την εντατικοποίηση της παραγωγικής εργασίας και την αύξηση της παραγωγικότητάς της.

Οι δημιουργικές δραστηριότητες, οι οποίες δημιουργούν ή αναπτύσσουν δεξιότητες και τεχνολογίες, είναι μια διαδικασία συσσώρευσης και συλλογικών αλληλεπιδράσεων, παρά μια στιγμή εφεύρεσης από ένα μόνο άτομο (Mantoux, 1962, 206). Αυτό ισχύει, είτε στην εποχή της βιοτεχνίας, του φορντισμού, είτε στη σύγχρονη εποχή που διαμορφώνεται από τις προηγμένες τεχνολογίες της πληροφορικής. Το προϊόν των δημιουργικών δραστηριοτήτων, όπως υποστηρίζει ο Μαρξ (1994, 86-87), περιέχει μικρή αξία, αφού «ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή του δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον χρόνο εργασίας που απαιτείται για την αρχική του παραγωγή»[2]. Παρ’ όλα αυτά, το υποκείμενο των δημιουργικών δραστηριοτήτων, δηλαδή οι άνθρωποι που ηγούνται αυτών των δραστηριοτήτων, μπορεί να ποικίλλει ιστορικά, και ο διαχωρισμός που αναφέρθηκε παραπάνω είναι αρκετά εμφανής.

Στις εποχές που κυριαρχούσε η ανεξάρτητη απλή παραγωγή ή βιοτεχνία, οι δεξιότητες αναπτύσσονταν συνήθως κατά τη διαδικασία παραγωγής και μεταβιβάζονταν στη νέα γενιά τεχνιτών μέσω της σχέσης μάστορα-μαθητή (Marx, 1992, 458). Αυτή η διαδικασία απόκτησης δεξιοτήτων είναι μη αλλοτριωμένη από τους άμεσους παραγωγούς και δεν περιλαμβάνει ούτε μια δεκάρα συναλλαγής.

Ωστόσο, όταν πρόκειται για την εποχή των εργοστασίων που, στο ανώτερό της στάδιο, χαρακτηρίζεται από την εργασιακή διαδικασία τεϋλορικού και φορντικού τύπου, οι δεξιότητες άρχισαν βαθμιαία να διαχωρίζονται από τους άμεσους παραγωγούς και να υπάγονται στον έλεγχο των τεχνικών διευθυντών και της επιστημονικής διοίκησης. Με την χρήση των μηχανών στην εργοστασιακή παραγωγή, οι αποειδικευμένοι εργάτες έχουν υποταχθεί πλήρως στο κεφάλαιο και γίνονται αυτό που ο Μαρξ (1992, 544) αποκαλεί «ενσυνείδητα όργανα», δηλαδή προέκταση των μηχανών, χωρίς καμία ανάγκη να χρησιμοποιήσουν τις γνωστικές τους ικανότητες.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η ανάπτυξη των δεξιοτήτων και των τεχνολογιών έχει αλλοτριωθεί περαιτέρω και έχει συγκεντρωθεί στις γνωστικές βιομηχανίες, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλο αριθμό εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Η άνοδος των βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας συνοδεύεται επίσης από τον μετασχηματισμό των στρατηγικών απασχόλησης των κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων. Προκειμένου να μειώσουν το εργασιακό κόστος, πολλές επιχειρήσεις έχουν μεταβεί από μια ιεραρχική δομή σε μια δομή πυρήνα – περιφέρειας, αποκτώντας έτσι υψηλότερο βαθμό ευελιξίας στην απασχόληση. Οι εργαζόμενοι στην ομάδα του πυρήνα είναι οι διευθυντές, οι σχεδιαστές, οι τεχνικοί, οι μηχανικοί κ.λπ. οι οποίοι είναι εφοδιασμένοι με ειδικές για την επιχείρηση δεξιότητες και διαθέτουν πολύ υψηλότερο επίπεδο γνωστικών ικανοτήτων, και ως εκ τούτου είναι συνήθως λιγότερο πιθανό να αντικατασταθούν, ενώ η ομάδα των εργαζομένων στην περιφέρεια είναι εκείνοι που διαθέτουν μόνο γενικές δεξιότητες και ως εκ τούτου μπορούν εύκολα να προσληφθούν ή να απολυθούν συναρτήσει της ζήτησης στην αγορά (Atkinson, 1984). Από την άλλη πλευρά, πολλές επιχειρήσεις έχουν πετύχει να αναθέσουν την παραγωγική διαδικασία σε εξωτερικούς συνεργάτες, ώστε να μπορούν να επικεντρωθούν στις λεγόμενες δημιουργικές δραστηριότητες “υψηλότερης προστιθέμενης αξίας”, όπως ο σχεδιασμός, οι δοκιμές και το μάρκετινγκ (Lazonick, 2009, 163-5). Οι προηγμένες χώρες έχουν στην πραγματικότητα τον έλεγχο αυτών των νευραλγικών αλυσίδων, που αποτελούν τον πυρήνα της παγκόσμιας παραγωγικής διαδικασίας, με τις αναπτυσσόμενες χώρες να αποτελούν την περιφέρεια που παράγει και συναρμολογεί εξαρτήματα για τον πυρήνα.

Η αυξανόμενη σημασία των γνωστικών δραστηριοτήτων είναι επομένως το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου κεφαλαιοκρατικής συνεργασίας μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας. Ωστόσο, το γεγονός ότι βρίσκονται σε θέση υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, με την έννοια της “οικονομίας της αγοράς”, δεν σημαίνει ότι αυτές οι γνωστικές βιομηχανίες δημιουργούν μεγαλύτερη αξία από τις μεταποιητικές βιομηχανίες, με τη μαρξιστική έννοια. Θα πρέπει να θεωρηθούν ως συσχετιζόμενες υπο-διαδικασίες της παγκόσμιας παραγωγικής διαδικασίας. Ο Μαρξ (1988, 260) δηλώνει σαφώς ότι

η απλή συνεργασία, όπως επίσης και οι πιο ανεπτυγμένες μορφές της, και συνολικά κάθε μέσο που αυξάνει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, εμπίπτει στην εργασιακή διαδικασία και όχι στην διαδικασία της α ξ ι ο π ο ί η σ η ς. Αυξάνουν την ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ της ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η αξία του προϊόντος της ΕΡΓΑΣΙΑΣ, από την άλλη πλευρά, εξαρτάται από τον αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την κατασκευή του.

Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή είναι μια ενιαία διαδικασία που αποτελείται τόσο από τη διαδικασία της εργασίας όσο και από τη διαδικασία της αξιοποίησης. Η αξιοποίηση είναι το απόλυτο απαράλλακτο κίνητρο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η εργασιακή διαδικασία μπορεί να ειδωθεί ως συναποτελούμενη από δύο πτυχές: 1) τον τρόπο με τον οποίο η εργασία ελέγχεται και οργανώνεται από τους κεφαλαιοκράτες στο χώρο του εργοστασίου, προκειμένου να εκτελείται το σχέδιο παραγωγής όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, και 2) τον τρόπο με τον οποίο η εργατική τάξη χωρίζεται σε διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες συνεργάζονται για την εκτέλεση περιφερειακών ή παγκόσμιων σχεδίων παραγωγής. Οι κεφαλαιοκράτες τείνουν πάντα να παρεμβαίνουν, να κατευθύνουν και να ελέγχουν την εργασιακή διαδικασία, προκειμένου να κυριαρχήσουν στην εσωτερική σχέση κεφαλαίου – εργασίας και να διασφαλίσουν την δημιουργία υπεραξίας, αφενός, και να αυξήσουν την παραγωγικότητα ως απάντηση στον εξωτερικό ανταγωνισμό, αφετέρου. Η διαρκώς μεταβαλλόμενη ταξική θέση ισχύος και η εξελισσόμενη δυναμική του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού αναγκάζουν την εργασιακή διαδικασία να αποκτά διαφορετικά χαρακτηριστικά από περίοδο σε περίοδο.

Η προαναφερθείσα συνεργασία πυρήνα – περιφέρειας αντιπροσωπεύει έναν νέο τύπο εργασιακής διαδικασίας στην σύγχρονη κεφαλαιοκρατία. Ωστόσο, δεν λέμε ότι η μαρξική θεωρία της αξίας δεν έχει θέση σε αυτή τη συζήτηση για τη γνωστική παραγωγή. Αξίζει να επισημάνουμε ότι, αν και κάποια δημιουργική εργασία στην κυκλοφορία και τη χρηματοοικονομική, όπως οι χρηματοοικονομικές καινοτομίες και η διαφήμιση, δεν έχει καμία σχέση με τη δημιουργία αξίας, εντούτοις κάποια δημιουργική εργασία στη σφαίρα της παραγωγής διευκολύνει στην πραγματικότητα την αξιοποίηση, βελτιώνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας. Ο Μαρξ (1988, 260) συνεχίζει:

Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ μπορεί επομένως μόνο να μειώσει την αξία ενός συγκεκριμένου προϊόντος, δεν μπορεί να την αυξήσει. Όμως όλες οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για να αυξήσουν την ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ της εργασιακής διαδικασίας μειώνουν τον αναγκαίο χρόνο εργασίας (ΣΕ ΕΝΑΝ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΒΑΘΜΟ) και έτσι αυξάνουν την υπεραξία.

Αν και το πρωταρχικό κίνητρο των κεφαλαιοκρατών για την ενσωμάτωση της δημιουργικής εργασίας είναι να αυξήσουν την ατομική τους παραγωγικότητα, ώστε να επιτύχουν υπερκέρδη, η ευρεία εφαρμογή της δημιουργικής εργασίας αυξάνει ως αποτέλεσμα τη γενική παραγωγικότητα της εργασίας και μειώνει την αξία των εμπορευμάτων, η οποία με τη σειρά της μειώνει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Ως εκ τούτου, δεδομένης μιας αμετάβλητης εργάσιμης ημέρας, η υπεραξία που δημιουργείται από τους παραγωγικούς εργαζομένους αυξάνεται[3].

Επομένως, λόγω του βαθύ διαχωρισμού και της συνεργασίας μεταξύ των δημιουργικών δραστηριοτήτων και της χειρωνακτικής εργασίας παρατηρούμε μια δραματική αύξηση της παραγωγικότητας στην σύγχρονη κεφαλαιοκρατία. Όταν εξέταζε την άνοδο της βιοτεχνίας όπου οι εργάτες συγκεντρώνονταν στον πρώιμο καπιταλισμό, ο Μαρξ (1992, 477) είδε τα θετικά αποτελέσματα της συνεργασίας στην κοινωνική παραγωγική δύναμη της εργασίας ως ουσιαστικά ένα κοινωνικό δώρο που χαρίζεται από τις ίδιες τις ικανότητες της ανθρωπότητας˙ τα αποτελέσματα αυτά, ωστόσο, παρουσιάζονται ως να είναι μια δύναμη του κεφαλαίου:

Ως εκ τούτου, η παραγωγική δύναμη που αναπτύσσει ο εργαζόμενος κοινωνικά είναι η παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου. Η κοινωνικά παραγωγική δύναμη της εργασίας αναπτύσσεται ως δωρεάν δώρο στο κεφάλαιο κάθε φορά που οι εργαζόμενοι τίθενται υπό ορισμένες συνθήκες, και είναι το κεφάλαιο που τους θέτει υπό αυτές τις συνθήκες. Επειδή αυτή η δύναμη δεν κοστίζει τίποτα στο κεφάλαιο, ενώ από την άλλη πλευρά δεν αναπτύσσεται από τον εργάτη μέχρις ότου η ίδια η εργασία του ανήκει στο κεφάλαιο, εμφανίζεται ως μια δύναμη που το κεφάλαιο κατέχει από τη φύση του – μια παραγωγική δύναμη που ενυπάρχει στο κεφάλαιο. (1992, 451.)

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η επικράτηση των δημιουργικών δραστηριοτήτων αποτελεί έτσι έναν νέο τρόπο για το κεφάλαιο, ιδίως στις χώρες του πυρήνα, να αναδιοργανώνει και να μετατοπίζει την παγκόσμια εργασιακή διαδικασία μεταξύ διαφορετικών κλάδων και περιοχών χρησιμοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες της πληροφορικής. Ο καρπός της επακόλουθης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας φαίνεται έτσι να είναι δημιουργία του κεφαλαίου στις χώρες του πυρήνα – και το καρπώνονται. Ακριβώς γι’ αυτά τα οφέλη οι κεφαλαιοκρατικές πολιτικές ομάδες στον πυρήνα δεν φείδονται προσπαθειών για να εμπνεύσουν και να αξιοποιήσουν τη δημιουργικότητα της δημιουργικής εργασίας εφαρμόζοντας βιομηχανικές πολιτικές πληροφορικής και να οικειοποιηθούν το μεγαλύτερο μέρος του αποτελέσματος της αξιοποίησης με την ανώτερη θέση ισχύος τους στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας (Xie and Zhou, 2012).

Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί: ακόμη και αν η γνωστική παραγωγή αντιπροσωπεύει απλώς ένα νέο μέσο ιδιοποίησης της υπεραξίας, δεν είναι η ελευθερία που απολαμβάνει ένας γνωστικός εργαζόμενος ένα τεράστιο προχώρημα από την άποψη της ανθρώπινης απελευθέρωσης (Buzgalin and Kolganov, 2013, 509); Εμείς θα ισχυριζόμασταν: δεν υπάρχει καμία αντίρρηση ότι οι δημιουργικοί εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη αυτονομία στη διαδικασία της δημιουργίας τους από ό, τι οι εργαζόμενοι στην άμεση παραγωγή. Ωστόσο, αυτή η αυτονομία δεν οφείλεται στην καλοσύνη των κεφαλαιοκρατών, αλλά στο γεγονός ότι η διαδικασία της δημιουργικής εργασίας, η οποία λαμβάνει χώρα κυρίως στον εγκέφαλο του εργαζομένου, είναι από τη φύση της δύσκολο να ελεγχθεί και να τύχει διαχείρισης. Από την άλλη πλευρά, το κεφάλαιο χρειάζεται να χρησιμοποιήσει την υποκειμενικότητα των εργαζομένων στη γνωστική παραγωγή˙ είναι επομένως απαραίτητο να τους παρέχει κάποιο βαθμό ελευθερίας για να εμπνεύσει τη δημιουργικότητα. Αυτές οι δύο πτυχές δίνουν στη γνωστική εργασία την εντύπωση της αυτονομίας˙ αλλά στην ουσία εξακολουθεί να υπάγεται στο κεφάλαιο. Η παροχή αυτονομίας στους δημιουργικούς εργαζόμενους δεν είναι παρά ένας ειδικός τρόπος για το κεφάλαιο να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του. Επιπλέον, ο βαθμός αυτονομίας τείνει να μειώνεται μακροπρόθεσμα, διότι το επίπεδο της υποκειμενικότητας των εργαζομένων συνήθως υπερβαίνει αυτό που απαιτούν οι κεφαλαιοκράτες για την παραγωγή˙ οι αυτοπραγματοποιητικές τους δραστηριότητες, που απελευθερώνονται από το κεφάλαιο, δεν είναι πάντα σύμφωνες με τα συμφέροντα του κεφαλαίου (Flecker και Hofbauer, 1998, 113-4). Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο η έννοια της διαχείρισης της γνώσης (Σ.τ.Μ., knowledge management) εμφανίστηκε σχεδόν ως συνοδευτικό της έννοιας της οικονομίας της γνώσης (Σ.τ.Μ., knowledge economy) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Στην πράξη, η διαχείριση της γνώσης προσπαθεί να καθιερώσει και να αναπτύξει εσωτερικά συστήματα διοίκησης για να κανονικοποιήσει τη διαδικασία της γνωστικής εργασίας, να διαχωρίσει τη γνώση από τους επαγγελματίες εργαζόμενους και στη συνέχεια να την ιδιωτικοποιήσει ως άυλο πλούτο της επιχείρησης (Yakhlef and Salzer, 2000). Όπως παρατηρούν οι McInerney και LeFevre,

οργανισμοί που βασίζονται στη γνώση, όπως λογιστικά γραφεία, επιχειρήσεις παροχής συμβουλών, διαφημιστικά γραφεία και πολλοί άλλοι, διαπίστωσαν ότι έχαναν το κύριο περιουσιακό τους στοιχείο – το διανοητικό κεφάλαιο του οργανισμού – όταν οι εργαζόμενοι έφευγαν. Η προσπάθεια για τη δημιουργία συστημάτων διαχείρισης γνώσης αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό από το φόβο ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μιας επιχείρησης ήταν εύθραυστο όταν εξαρτιόταν από το μυαλό και τις γνώσεις μεμονωμένων εργαζομένων. Οι εταιρείες ανακάλυψαν σύντομα ότι χρειάζονταν ένα σταθερό και συνεχές σύστημα για την αρχειοθέτηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων και για τη θέσπιση μεθόδων για τον διαμοιρασμό της γνώσης που είχε αναπτυχθεί εσωτερικά με την πάροδο του χρόνου. (2000, 3.)

Η πρακτική της διαχείρισης της γνώσης κατά συνέπεια μειώνει την εξάρτηση του κεφαλαίου από τις γνώσεις και την υποκειμενικότητα των γνωστικών εργαζομένων και δίνει στο κεφάλαιο περισσότερη δύναμη και έλεγχο επί των γνωστικών εργαζομένων και της γνωστικής διαδικασίας. Επιπλέον, αν και σχετικά καλύτερες από εκείνες της παραγωγικής εργασίας, οι αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας της γνωστικής εργασίας επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου. Στη δεκαετία του 1990, όταν το διαδίκτυο εμπορευματοποιήθηκε για πρώτη φορά και η αγορά εργασίας υψηλής τεχνολογίας ήταν ευέλικτη, οι εργαζόμενοι υψηλής τεχνολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες αρχικά απολάμβαναν πολύ ευνοϊκό εισόδημα και μπορούσαν εύκολα να αναζητήσουν καλύτερα αμειβόμενες θέσεις. Ωστόσο, με την επιτάχυνση της υπεράκτιας μεταφοράς (Σ.τ.Μ., offshoring) τη δεκαετία του 2000, η ευέλικτη αγορά εργασίας υψηλής τεχνολογίας άρχισε να δείχνει τα μειονεκτήματά της από την πλευρά των εργαζομένων. Έχοντας πρόσβαση σε αυξανόμενα αποθέματα εργατικού δυναμικού υψηλής τεχνολογίας λόγω της ολοένα και περισσότερο διαδεδομένης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κίνα και την Ινδία[4], οι εργοδότες των ΗΠΑ είναι σε θέση να αντικαθιστούν αυθαίρετα τους Αμερικανούς εργαζόμενους υψηλής τεχνολογίας, να συμπιέζουν το μισθολογικό τους επίπεδο και να ιδιοποιούνται ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της διανοητικής προσόδου (Lazonick, 2009, 261).

Λαμβάνοντας υπόψη τη γενική εργασιακή διαδικασία στο σύνολό της, είναι επίσης εύκολο και φυσικό να κατανοήσουμε ότι η φαινομενική “ελευθερία” της δημιουργικής εργασίας δεν είναι καθόλου ελεύθερη. Στην πραγματικότητα είναι εις βάρος της περαιτέρω αλλοτρίωσης της παραγωγικής εργασίας. Μέσω της υπεράκτιας μεταφοράς, οι κεφαλαιοκράτες έχουν μειώσει επιτυχώς το συνολικό κόστος εργασίας. Οι υψηλές αποδόσεις των γνωστικών δραστηριοτήτων στις ανεπτυγμένες χώρες στην πραγματικότητα συνυπάρχουν με τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση στις αναπτυσσόμενες χώρες˙ το ευνοϊκό εργασιακό περιβάλλον της γνωστικής εργασίας προϋποθέτει το γεγονός ότι οι εργάτες στους τόπους της άμεσης παραγωγής σε μέρη όπως η Κίνα πρέπει να στέκονται κατά μήκος της γραμμής συναρμολόγησης για πάνω από 12 ώρες την ημέρα, κάνοντας επαναλαμβανόμενες και κουραστικές εργασίες χιλιάδες φορές χωρίς καμία γνωστική διαδικασία στον εγκέφαλό τους. Αυτές οι εργασιακές διαδικασίες κατηγορούνται ότι προκαλούν τις κατά συρροή αυτοκτονίες στη Foxconn, τον μεγαλύτερο κατασκευαστή ηλεκτρονικών στον κόσμο (Pun and Chan, 2012). Αυτά τα δύο άκρα, η “ελευθερία” και η υποδούλωση, είναι οι δύο αλληλένδετες όψεις της κεφαλαιοκρατικής συνεργασίας μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας. Είναι η άνιση σχέση ισχύος μεταξύ των γνωστικών βιομηχανιών των αναπτυγμένων χωρών και των μεταποιητικών βιομηχανιών των αναπτυσσόμενων χωρών που επιτρέπει στις πρώτες να ιδιοποιούνται το πολύ μεγαλύτερο μέρος των οφελών που επιφέρει η αύξηση της παραγωγικότητας λόγω του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας και της συνεργασίας.

Συμπερασματικά, ελλείψει μιας συνολικής θεώρησης ως προς τη γενική εργασιακή διαδικασία, οι Buzgalin και Kolganov αποτυγχάνουν πρώτα να προσδιορίσουν την πηγή των διανοητικών προσόδων, τα οποία στην πραγματικότητα είναι υπεραξία που μεταφέρεται από τις παραγωγικές δραστηριότητες. Στη συνέχεια διαπράττουν το λάθος να μπερδεύουν το μέρος με το όλον, υπερτονίζοντας τις μη αλλοτριωμένες πτυχές της γνωστικής εργασίας, ενώ κλείνουν τα μάτια στην ακραία αλλοτρίωση της παραγωγικής εργασίας. Αποτυγχάνουν επίσης να δουν ότι η διαδικασία της γνωστικής εργασίας επίσης αλλοτριώνεται, υποκείμενη στον καπιταλιστικό έλεγχο και την εργασιακή ανασφάλεια. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως μια μη αλλοτριωμένη “δημιουργόσφαιρα”. Η επικράτηση της δημιουργικής εργασίας είναι απλώς ένα αποτέλεσμα της εξέλιξης της γενικής εργασιακής διαδικασίας και όχι ένα στοιχείο που προβλέπει, όπως το αντιλαμβάνονται, την απελευθέρωση της εργατικής τάξης.

 

 

[1] Μια λεπτομερής πραγμάτευση του μηχανισμού της διανοητικής προσόδου είναι πέραν του βεληνεκούς του εν λόγω σχολίου και συνεπώς θα πρέπει να παραπεμφθεί προς μέλλουσα συζήτηση. Αυτό που θέλουμε να προσκομίσουμε εδώ, είναι ότι υπάρχουν πράγματι, στην παραδοσιακή Μαρξική Πολιτική Οικονομία, πολλά ισχυρά θεωρητικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάλυση των νέων χαρακτηριστικών του σύγχρονου καπιταλισμού.

[2] Αυτός ο χρόνος εργασίας, φυσικά, περιλαμβάνει τις προσπάθειες όλων όσων συνεισέφεραν στο παρελθόν.

[3] Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο παράγεται η σχετική υπεραξία. Αλλά τονίζοντας τη σημασία της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορικής στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας, δεν αποκλείουμε την πιθανότητα ότι στην πραγματικότητα οι κεφαλαιοκράτες θα μπορούσαν ταυτόχρονα να προσπαθήσουν να επεκτείνουν τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας για να παράγουν απόλυτη υπεραξία.

[4] «Η γενική επέκταση της λαϊκής παιδείας επιτρέπει την πρόσληψη αυτής της ποικιλίας εργασίας από τάξεις που προηγουμένως ήταν αποκλεισμένες από αυτήν και είχαν συνηθίσει σε χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Αυτό αυξάνει επίσης την προσφορά και μαζί της τον ανταγωνισμό. Με λίγες εξαιρέσεις, λοιπόν, η εργατική δύναμη αυτών των ανθρώπων απαξιώνεται με την πρόοδο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ˙ οι μισθοί τους μειώνονται, ενώ η εργασιακή τους ικανότητα αυξάνεται» (Marx, 1993, 415).

 

 

REFERENCES

Atkinson, John. 1984. “Manpower Strategies for Flexible Organisations.” Personnel Management, 16:8, 28–31.

Buzgalin, Aleksandr V., and Andrey I. Kolganov. 2013. “The Anatomy of Twenty-First Century Exploitation: From Traditional Extraction of Surplus Value to Exploitation of Creative Activity.” Science & Society, 77: 4 (October), 486–511.

Fine, Ben, Heesang Jeon, and Gong H. Gimm. 2010. “Value Is as Value Does: Twixt Knowledge and the World Economy.” Capital & Class, 34:1, 69–83.

Flecker, Jorg, and Johanna Hofbauer. 1998. “Capitalising on Subjectivity: The ‘New Model Worker’ and the Importance of Being Useful.” In Paul Thompson and Chris Warhurst, Workplaces of the Future. London: Macmillan.

Foley, Duncan K. 2013. “Rethinking Financial Capitalism and the ‘Information’ Economy.” Review of Radical Political Economics, 45:3, 257–68.

Lazonick, William. 2009. Sustainable Prosperity in the New Economy?: Business Organization and High-Tech Employment in the United States. Kalamazoo, Michigan: W. E. Upjohn Institute for Employment Research.

McInerney, Claire, and Darcy LeFevre. 2000. “Knowledge Managers: History and Challenges.” Pp. 1–19 in Craig Prichard, et al., Managing Knowledge: Critical Investigations of Work and Learning. London: Macmillan.

Mantoux, Paul. 1962 (1928). The Industrial Revolution in the Eighteenth Century. New York: Harper & Row.

Marx, Karl. 1988. Economic Manuscript of 1861–1863. In Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works. Vol. 30. New York: International Publishers.

———. 1989. Economic Manuscript of 1861–1863. In Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works. Vol. 31. New York: International Publishers.

———. 1992. Capital. Volume I. London: Penguin Classics.

———. 1993. Capital. Volume III. London: Penguin Classics.

———. 1994. Economic Manuscript of 1861–1863. In Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works. Vol. 34. New York: International Publishers.

Moulier-Boutang, Yann. 2012. Cognitive Capitalism. Cambridge, England: Polity.

Pun, Ngai, and Jenny Chan. 2012. “Global Capital, the State, and Chinese Workers: The Foxconn Experience.” Modern China, 38:4, 383–410.

Starosta, Guido. 2012. “Cognitive Commodities and the Value-Form.” Science & Society, 76:3, 365–92.

Teixeira, Rodrigo Alves, and Tomas Nielsen Rotta. 2012. “Valueless Knowledge-Commodities and Financialization: Productive and Financial Dimensions of

Capital Autonomization.” Review of Radical Political Economics 44: 4, 448–67.

Xie, Fusheng, and Yating Zhou. 2012. “Knowledge-Based Economy and Capitalist Labor Process.” Teaching and Research, 47:3, 63–71.

Yakhlef, Ali, and Miriam Salzer-Morling. 2000. “Intellectual Capital: Managing by Numbers.” Pp. 20–36 in Craig Prichard, et al., Managing Knowledge: Critical Investigations of Work and Learning. London: Macmillan.