1

Τι ζόρι τραβάει ο ευρωατλαντισμός με την Κίνα;

 

(Σκέψεις για την γεωπολιτική κατάσταση, τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό» και τους άξονες της αντιμπεριαλιστικής πάλης, με αφορμή τις πολεμικές ιαχές των ΝΑΤΟ-ΕΕ εναντίον της Κίνας και της Ρωσίας)

 

Πριν λίγες μέρες συνεδρίασε η -σχετικά καινούργια- θεσμική φόρμα που έχει αρχίσει να καθιερώνεται στη Δύση και λέγεται «συνεργασία ΝΑΤΟ – Eυρωπαϊκής Ένωσης». Στο κοινό ανακοινωθέν, πέρα από την αναμενόμενη λύσσα εναντίον της Ρωσίας, αναφέρεται και η Κίνα ως «στρατηγικός ανταγωνιστής». Η έκφραση δεν είναι φυσικά καινοφανής, ωστόσο είναι η πρώτη φορά που εισήχθη σε κοινή νατο-ευρωπαϊκή διακήρυξη. Συγκεκριμένα γράφεται ότι «ζούμε σε εποχή αυξανόμενου στρατηγικού ανταγωνισμού. Η αναπτυσσόμενη αυτοπεποίθηση (growing assertiveness) της Κίνας και οι πολιτικές της δημιουργούν προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν».

Παρακάτω το ανακοινωθέν περιέχει και μια άλλη αρκετά γλαφυρή δήλωση: «Θα κινητοποιήσουμε περαιτέρω ένα συνδυασμό εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας είτε αυτά είναι πολιτικά, οικονομικά ή στρατιωτικά για να επιδιώξουμε τους κοινούς μας σκοπούς προς όφελος του ενός δισεκατομμυρίου πολιτών μας».

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η απειλή, ή καλύτερα η πολεμική ιαχή, γιατί περί αυτού πρόκειται, και άλλωστε και η φρασεολογία της είναι ελάχιστα καμουφλαρισμένη. Θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα που έχουμε διαθέσιμα, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά για να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα της Δύσης και του ενός δισεκατομμυρίου πολιτών της. Πρόκειται ουσιαστικά για ανοιχτή «κήρυξη πολέμου» από τον ιμπεριαλισμό στην υπόλοιπη ανθρωπότητα με ταυτόχρονη προσπάθεια να επιστρατεύσει την υποστήριξη των πολιτών της Δύσης.

 

Ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας ως ταξική πάλη

Οι βάσεις της θεωρίας μας λένε ότι, σε γενικό ιστορικό επίπεδο, η ταξική πάλη (ως προϊόν του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις) έχει τις ρίζες της στο βάθεμα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας (στη βάση της τεχνολογικής προόδου) και στην ιδιοποίηση του κοινωνικού υπερπροϊόντος. Θα μπορούσαμε υπό μια έννοια να επεκτείνουμε το συλλογισμό σε διαφορετικό σημείο αναφοράς ή πεδίο αφαίρεσης και να πούμε ότι η ταξική πάλη στο παγκόσμιο επίπεδο εδράζεται ακριβώς στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας (στην διαλεκτική του με την τεχνολογική εξέλιξη και την ιδιοποίηση του παγκόσμιου παραγόμενου πλούτου) και στο ρόλο και τη θέση που λαμβάνει κάθε περιοχή και χώρα του πλανήτη σ’ αυτόν.

Ο σημερινός παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός καταμερισμός εργασίας, όπως ρυθμίστηκε μεταπολεμικά και τροποποιήθηκε με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, προβλέπει συγκεκριμένους ρόλους για τον υπόλοιπο πλανήτη που βρίσκεται εκτός της ιμπεριαλιστικής επικράτειας, ή αλλιώς της Δύσης, ή της Αυτοκρατορίας, ή του Πρώτου Κόσμου ή του «ενός δισεκατομμυρίου» -όπως μας λέει το «πολεμικό ανακοινωθέν» ΝΑΤΟ-ΕΕ.

Για σχεδόν ολόκληρη την ήπειρο της Αφρικής, για μεγάλα τμήματα της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας, ο ρόλος περιορίζεται είτε σε αυτόν του τροφοδότη πρώτων υλών με ληστρικούς νεοαποικιακούς όρους (οι οποίοι μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις δεν προσφέρουν καν την δυνατότητα μιας στοιχειωδώς βιώσιμης εσωτερικής ανάπτυξης των κοινωνιών και των οικονομιών τους) είτε του τροφοδότη φτηνής και υπερεκμεταλλευόμενης εργατικής δύναμης, όπως συμβαίνει στις εκτεταμένες ζώνες των αλυσίδων παραγωγής στον Παγκόσμιο Νότο.

Με μία κουβέντα, το ζόρι του ευρωατλαντισμού με την Κίνα έγκειται ακριβώς στο ότι η οικονομική άνοδός της, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εξωστρέφεια της, αναταράσσει τα θέσφατα του «υπαρκτού ιμπεριαλισμού», και δημιουργεί δυνατότητες και για την υπόλοιπη ανθρωπότητα, πλην «δισεκατομμυρίου», να διεκδικήσει έναν διαφορετικό ρόλο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας απ’ αυτόν που της έχει επιβάλλει ο ιμπεριαλισμός.

 

Ανάδυση του ιμπεριαλισμού και αυτοκρατορική ρύθμιση

Όπως το έθετε ο Λένιν, υπό μια έννοια ο ιμπεριαλισμός έχει ως προϋπόθεση και ουσία ταυτόχρονα, την εκμετάλλευση της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας από μία χούφτα χωρών, κάτι το οποίο με τη σειρά του προϋποθέτει και χρειάζεται ένα σύστημα παγκόσμιου καταμερισμού και εκμετάλλευσης της εργασίας και της φύσης, τέτοιο που να εγγυάται την διαιώνιση του συστήματος.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών δυνάμεων για τη μοιρασιά, το συσχετισμό δύναμης και συνολικά για το πλαίσιο εγγύησης και αναπαραγωγής της αναδυόμενης ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης ήταν η μήτρα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μια θεμελιώδης διάσταση της κοσμοϊστορικής σημασίας της Οκτωβριανής Επανάστασης,  ήταν ακριβώς ότι διέρρηξε αυτήν την διαδικασία υπαγωγής στον ιμπεριαλισμό των αχανών και πλούσιων σε πρώτες ύλες εδαφών και του εργατικού δυναμικού της ρωσικής αυτοκρατορίας, σπάζοντας στον «αδύναμο κρίκο» την αλυσίδα των δεσμών εκμετάλλευσης και καταπίεσης του ιμπεριαλισμού πάνω στον πλανήτη.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν, υπό αυτό το πρίσμα, ένας παροξυσμικός ανταγωνισμός των ίδιων -κατ’ αρχήν- αποικιοκρατικών-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με διακύβευμα το υπό ποια ηγεσία και με ποιο σχέδιο και όραμα ο ιμπεριαλισμός θα εμπεδώσει την κυριαρχία του στον πλανήτη και θα αποκαταστήσει το ρήγμα του 1917, τσακίζοντας την Σοβιετική Ένωση. Όμως η Σοβιετική Ένωση άντεξε, νίκησε το ναζισμό -άξιο τέκνο της γερμανικής και ευρύτερα ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής πολιτικής και κουλτούρας- και παράλληλα οι νικήτριες ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αναγκάστηκαν ασθμαίνουσες να παραδώσουν τη σκυτάλη στις ΗΠΑ, ένα γέννημα της δικής τους αποικιακής επέκτασης που είχε ιστορικά πλέον αυτονομηθεί και δημιουργήσει προϋποθέσεις για να αναλάβει τα ηνία του ιμπεριαλισμού.

Η επέκταση, στο τέλος του Πολέμου, των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ανατολική Ευρώπη, μετά την επέλαση του Κόκκινου Στρατού, συνέπεσε μ’ ένα ακόμα μεγάλης εμβέλειας ιστορικό γεγονός, την  Κινέζικη Επανάσταση, και ακολουθήθηκε από ένα κύμα εθνικοαπελευθερωτικών αντιαποικιοκρατικών αγώνων που διεύρυναν θεαματικά το τμήμα του πλανήτη που βρισκόταν εκτός -τουλάχιστον άμεσης και άνευ όρων- υπαγωγής στον έλεγχο και στο έλεος του ιμπεριαλισμού. Πάνω σ’ αυτό το σχετικά δυσμενές για τον ιμπεριαλισμό έδαφος, διαμορφώθηκε η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση υπό την αμερικανική ηγεμονία, αυτό που έχει περιγράφει και ως αμερικάνικο ιμπέριουμ, ή αλλιώς Αυτοκρατορία.  

 

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η «μονοπολική στιγμή» του ιμπεριαλισμού

Δεν ενδιαφέρει εδώ να εξεταστεί η πορεία του πολυεπίπεδου απελευθερωτικού κινήματος από τη σκοπιά των ιδεολογιών των διαφόρων κατά τόπους πολιτικών ηγεσιών του και των διαφόρων επιλογών τους. Πρέπει όμως να σημειωθεί για τον ειρμό της επιχειρηματολογίας, ότι η κινεζική ηγεσία έκανε σε κάποια στιγμή μία στροφή, εκτεταμένου ανοίγματος της χώρας στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και εν πολλοίς προσαρμογής στην διεθνή πολιτική του, επιδιώκοντας όμως να διατηρήσει αυτήν την διαδικασία υπό τον πολιτικό της έλεγχο και σκοπεύοντας -διακήρυττε- μέσω αυτής να φτάσει το επίπεδο των παραγωγικών, επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων της χώρας σε σημείο που να της δίνει τη δυνατότητα να διατηρεί την εθνική της ανεξαρτησία, ανεβάζοντας ταυτόχρονα το βιοτικό επίπεδο του κινέζικου λαού και συνεχίζοντας το δρόμο προς το σοσιαλισμό «με κινεζικά χαρακτηριστικά».

Στην ΕΣΣΔ η εξέλιξη των πραγμάτων είχε ως γνωστόν μια ριζικά διαφορετική κατάληξη, με την πτώση της να αλλάζει δραματικά τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του ιμπεριαλισμού και εις βάρος των υπολοίπων περιοχών του κόσμου και της μεγάλης πλειοψηφίας της ανθρωπότητας, στερώντας τους ένα στήριγμα απέναντι στην ιμπεριαλιστική πίεση. Στήριγμα το οποίο πολλές χώρες, κοινωνικές δυνάμεις και πολιτικές ηγεσίες και κινήματα χρησιμοποίησαν ως εργαλείο (ακόμα και αν ήταν έστω, σε κάποιες περιπτώσεις, μόνο ένα διαπραγματευτικό χαρτί) προκειμένου να βελτιώνουν τη θέση τους και να αμφισβητούν, στον ένα ή τον αλλά βαθμό, τον ρόλο του θύματος ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης που επιφύλασσε γι’ αυτούς η μεταπολεμική αυτοκρατορική ρύθμιση.

Η πτώση της ΕΣΣΔ εγκαινίασε τη λεγόμενη «μονοπολική στιγμή», δηλαδή την εφόρμηση του ιμπεριαλισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για να αρπάξουν ότι περισσότερο μπορούσαν αξιοποιώντας τη δραματική αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης, να θέσουν υπό τον έλεγχο τους πρώτες ύλες, να ασφαλίσουν στρατηγικά περιοχές, να αλλάξουν καθεστώτα και ηγεσίες, να εκφοβίσουν και να επιβάλουν όρους σε άλλες κοκ. Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Λιβύη, Συρία, είναι οι πολεμικές κορυφές του παγόβουνου, που έχει από κάτω μπόλικους «ειρηνικούς» στραγγαλισμούς, επεμβάσεις κι επιβολές.

 

Επανάκαμψη Κίνας-Ρωσίας και το τέλος της «μονοπολικής στιγμής»

Με την κρίση του 2008 η «μονοπολική στιγμή» αρχίζει να ασθμαίνει. Το πλιάτσικο στη Ρωσία που προοικονομούσε ο Γιέλτσιν είχε ήδη ανακοπεί κάποια χρόνια πριν, εξέλιξη προσωποποιημένη στην άνοδο του Πούτιν. Η νεοπαγής ρωσική αστική τάξη δεν βρίσκει τον χώρο και τις εγγυήσεις που επιθυμούσε. Πολύ μεγάλη χώρα η Ρωσία για να ενταχθεί ολόκληρη στο «κλαμπ», έπρεπε να γίνει κομματάκια σαν την Γιουγκοσλαβία και να μπαίνουν τα κομμάτια ένα-ένα με σκυμμένο κεφάλι και «φατούρο καλωσορίσματος» στην «δυτική οικογένεια», ως κομπάρσοι, όπως το υπόλοιπο πρώην σύμφωνο της Βαρσοβίας.  Η ανατροπή του Καντάφι στη Λιβύη συνιστά καμπανάκι και η επέμβαση στη Συρία είναι ίσως το πρώτο «σημείο στροφής», με την Ρωσία να αναλαμβάνει στρατιωτικό ρόλο ανάσχεσης της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και το νατοϊκό νεοναζιστικό πραξικόπημα του Μαϊντάν στην Ουκρανία να λαμβάνει χώρα την ίδια περίοδο.

Την ίδια περίπου περίοδο είναι που και η κινεζική ηγεσία, που έχει διατηρήσει τον πολιτικό έλεγχο της χώρας, υπό τη σημαία και τα σύμβολα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, αρχίζει να βάζει σε εφαρμογή πιο φιλόδοξα σχέδια αναφορικά με την παραγωγική και τεχνολογική αυτοδυναμία και ανεξαρτησία της από τον ιμπεριαλισμό, και να απλώνει χείρα συνεργασίας και αμοιβαία επωφελών συνεργασιών στον υπόλοιπο πλανήτη.

«Αμοιβαία επωφελής» δεν σημαίνει αναγκαστικά πάντα «εξίσου επωφελής». Ωστόσο για μεγάλα τμήματα του πλανήτη ειδικά στην Αφρική, αλλά και στη Λατινική Αμερική και την Ασία, η μόνη διαθέσιμη θέση και ρόλος ήταν αυτός του θύματος ληστείας και υπερεκμετάλλευσης, με ελάχιστη μάλιστα αναπτυξιακή ανταποδοτικότητα και προοπτική βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου για τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, πλην των ελίτ και κάποιων μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων που είναι πιο λεπτά όσο απομακρύνεται κανείς «γεω-οικονομικά» από τη Δύση.

Αυτές οι χώρες, γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι η Κίνα δεν ήταν ποτέ αποικιοκράτης και ιμπεριαλιστής, αντιθέτως η ίδια ήταν πάντα και είναι ακόμα οργανικό τμήμα του μέρους εκείνου του πλανήτη που βρισκόταν διαρκώς στο στόχαστρο του ιμπεριαλισμού προς καταπιεστική εκμετάλλευση. Και γνωρίζουν ακόμα ότι κατάφερε μέσω της Επανάστασης της και της ανάπτυξης που ακολούθησε ως αποτέλεσμα αυτής, (σοσιαλιστικής ή και «απλά» «καπιταλιστικά εθνικοανεξάρτητης» αν κάποιος θελήσει να τη χαρακτηρίζει πλέον έτσι- αδιάφορο προς στιγμήν στο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης) να αμφισβητήσει στην πράξη και προς όφελος του κινέζικου λαού την μοίρα της αποικίας ή νεοαποικίας, που είναι η μόνη που επιφυλάσσει για κείνη ο ιμπεριαλισμός.

 

Αμφισβήτηση του ιμπεριαλιστικού TINA  (There Is No Alternative)

Αυτή η εκ νέου αμφισβήτηση εκ μέρους της Κίνας του ιμπεριαλιστικού καταμερισμού εργασίας είναι μια δυνητικά συγκλονιστική εξέλιξη για την παγκόσμια ταξική πάλη και τον συσχετισμό δυνάμεων υπό τον οποίο αυτή διεξάγεται. Η «εναλλακτική» που εμφανίζεται να προσφέρει η Κίνα πλέον στο υπόλοιπο της ανθρωπότητας έστω και σε περιορισμένη μορφή, ακόμη και μόνο ως δυναμική και υπό διαμόρφωση προοπτική, έχει συγκλονιστική επίδραση στην παγκόσμια ταξική πάλη αμφισβητώντας τον ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας κι ανοίγοντας τον ορίζοντα για τα υπόλοιπα 7/8 της ανθρωπότητας, πέραν του «δισεκατομμυρίου» στο όνομα του οποίου το ΝΑΤΟ και η ΕΕ κηρύσσουν τον πόλεμο στην Κίνα. Ταυτόχρονα, η ενεργή πλέον παρουσία της Ρωσίας στο διεθνή συσχετισμό, σε πολεμική κόντρα με τον ιμπεριαλισμό, και σε συνδυασμό με τη σύσφιξη των σχέσεων της με την Κίνα, δημιουργεί πέρα από την οικονομική προοπτική και μία δυνατότητα «εγγυήσεων ασφαλείας» για τον υπόλοιπο πλανήτη, μια «παράσταση» στρατιωτικών ήττων του ιμπεριαλισμού.

Αυτές οι εξελίξεις έχουν δυνάμει επαναστατικό χαρακτήρα για την ανθρωπότητα, για το μεγάλο τμήμα της που υφίσταται την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, δημιουργώντας ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να γίνει ξανά «ορατή» και «ρεαλιστική» μία άλλη επιλογή πέρα από αυτήν που ορίζει η ιμπεριαλιστική ΤΙΝΑ. Δυνάμει επαναστατικό χαρακτήρα έχουν ωστόσο και για το εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, καθώς, στο βαθμό που θα προχωράει μια έστω και σχετική αντίσταση και αποδέσμευση του υπόλοιπου πλανήτη από τις ρουφήχτρες του ιμπεριαλιστικού ζόμπι, η προϊούσα απομείωση των ροών του πλούτου που συσσωρεύεται στην Δύση μέσα από την υπερεκμετάλλευση του πλανήτη θα αφαιρεί δυνατότητες ενσωμάτωσης από το πρωτοκοσμικό «κοινωνικό συμβόλαιο» και τις σχετικές ρυθμίσεις, απολαβές και δικαιώματα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, οξύνοντας τις κοινωνικές εντάσεις και διαρρηγνύοντας την -επιβεβλημένη δια της Pax Americana- αυτοκρατορική συνοχή και κοινωνική ειρήνη.

 

Ο «υπαρκτός ιμπεριαλισμός» επιστρατεύει τα όπλα του

Τον προηγούμενο γύρο της μάχης απέναντι στον καταμερισμό εργασίας που επιφυλάσσει ο ιμπεριαλισμός για τον πλανήτη, κατάφερε να τον κερδίσει αξιοποιώντας αποτελεσματικότερα τις τεχνολογικές εξελίξεις, επιστρατεύοντας τον νεοφιλελευθερισμό και τις σχετικές αλλαγές στους διάφορους θεσμούς και ρυθμίσεις της αυτοκρατορικής συνθήκης, και αξιοποιώντας στο έπακρο όλη την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική του δύναμη. Αυτό ακριβώς υπόσχεται να κάνει και τώρα διατυπώνοντας το μάλιστα αρκετά ωμά και καθαρά στην πρόσφατη ανακοίνωση της κοινής συνόδου ΝΑΤΟ – ΕΕ.

Ωστόσο, αν η αναφορά στις στρατιωτικές δυνάμεις είναι σαφής, το υπόλοιπο υπόδειγμα φαίνεται να μην έχει πλέον επαρκή θελκτικότητα και κυρίως αποτελεσματικότητα. Πολιτικά, η διπλωματική γλώσσα της Δύσης μπορεί να εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στο εσωτερικό της και στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο πλανήτη, αλλά στην πραγματικότητα δεν προκαλεί παρά αυξανόμενη οργή και περιφρόνηση. Ο ιμπεριαλισμός της «προάσπισης της δημοκρατίας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» έχει γίνει ήδη αρκετά «κατανοητός» ως αποτρόπαιος εκτός Δύσης.

Οι διπλωματικές κινήσεις της Δύσης ειδικά στην Αφρική, προδίδουν το λιγότερο μια κάποια αμηχανία. Παραδείγματος χάρη, ο Μπάιντεν θυμήθηκε πρόσφατα να πραγματοποιήσει την δεύτερη Σύνοδο ΗΠΑ-Αφρικής, οχτώ χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα του Ομπάμα να παραστήσει ότι οι ΗΠΑ θεωρούν «ισότιμους εταίρους» τους Αφρικανούς. Οι δε Ευρωπαίοι έχουν «βγει στην γύρα» ζητώντας «συγγνώμες» για το αποικιοκρατικό τους παρελθόν και τάζοντας «αποζημιώσεις», δηλαδή προσπαθώντας να εξαγοράσουν τοπικές ηγεσίες για να διαιωνίσουν το «ωραίο δυτικό πλιάτσικο» και να τις αποτρέψουν από το να στραφούν προς την Ανατολή. Τελευταίο «κρούσμα μεταμέλειας» η Εκκλησία της Αγγλίας, η οποία «διαπίστωσε», στα 2022, ότι τον 18ο αιώνα είχε διασυνδέσεις με το διατλαντικό δουλεμπόριο, και ως εκ τούτου οι επίτροποι που διαχειρίζονται το σημερινό επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο, αξίας 10 δισεκατομμυρίων αγγλικών λιρών, αποφάσισαν να επενδύσουν 100 εκατομμύρια λίρες «σε κοινότητες που έχουν πληγεί από τη δουλεία». 

Το σοβαρότερο -μη πολεμικό- χαρτί που φαίνεται να έχει ακόμα το περιθώριο να παίξει η Δύση είναι να προσπαθήσει να μπλοκάρει την τεχνολογική εξέλιξη και αυτονομία της Κίνας σε διάφορους κρίσιμους τομείς όπως π.χ. τα μικροτσίπ. Βασικό της εργαλείο «οικονομικής» πολιτικής άλλωστε είναι ένα διαρκές μπαράζ κυρώσεων το οποίο -χωρίς να αποτελεί κάτι καινούργιο για την ιστορία της- ωστόσο δεν φαίνεται να είναι επαρκώς αποτελεσματικό σήμερα. Κι αυτό τόσο απέναντι στις χώρες που θέλει να καθυποτάξει, δηλαδή την Ρωσία και την Κίνα, όσο και σε αυτές που θέλει να «επιστρατεύσει» στη μάχη -στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική- αλλά δεν καταφέρνει να τις «πείσει» να συστρατευτούν παρότι δημιουργεί σοβαρά προβλήματα επιβίωσης ειδικά στις ασθενέστερες εξ αυτών. Αντιθέτως, προκαλεί εντάσεις, προβλήματα και αντιθέσεις ακόμα και στο ίδιο το εσωτερικό του αυτοκρατορικού ευρωατλαντικού οικοδομήματος, ξαναδίνοντας δυνάμει συγκρουσιακό περιεχόμενο στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, εκεί που αυτές πραγματικά υπάρχουν κι όχι ολούθε παντού τριγύρω που συνηθίζει να τις βλέπει μεγάλη μερίδα της Αριστεράς της Δύσης.

 

Ο συσχετισμός δύναμης αναδιατάσσεται

Ο ευνοϊκότερος πλέον συσχετισμός δύναμης δημιουργεί νέες δυνατότητες, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, για οποιαδήποτε κυβέρνηση εκτός δυτικής επικράτειας επιδιώκει να μειώσει ή απλά να διαπραγματευτεί το φόρο υποτέλειας που πληρώνει στον ιμπεριαλισμό, πόσο μάλλον αν ευαγγελίζεται περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.

Και βεβαίως δίνει ανάσα σε όλες τις εξουσίες και τις κυβερνήσεις που προέκυψαν από σοσιαλιστικές και εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που όλες προσανατολίζονται με θέρμη και ανακούφιση προς τον διαμορφούμενο ρωσοκινεζικό άξονα, παρά τα διαφορετικά ιδεολογικά και θεσμικά εποικοδομήματα που επικράτησαν στις επαναστάσεις αυτές. Οι «αυταρχικοί μουλάδες» του Ιράν αναπτύσσουν ένθερμα τη συνεργασία τους με τους  άθεους κομμουνιστές της Κούβας στο φόντο της ρωσοκινεζικής ανόδου, βελτιώνοντας τον συσχετισμό δύναμης ενάντια στην χειρότερη μορφή φονικής καταπίεσης που λέγεται ιμπεριαλιστικό εμπάργκο, σε αντίθεση με τις δυτικές «κομμένες κοτσίδες», οι οποίες το μόνο που πετυχαίνουν είναι να γίνονται η «προοδευτική» ηχώ της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας που στοχεύει στην ανατροπή του αντιμπεριαλιστικού διεθνούς ρόλου του Ιράν.

Αυτό που ακόμα αγνοείται, είναι ένα μαζικό πολιτικό κίνημα στο εσωτερικό της Δύσης που θα στραφεί ανοιχτά και έμπρακτα ενάντια στον ιμπεριαλισμό υποστηρίζοντας το διαμορφούμενο στρατόπεδο των αντιπάλων του. Ωστόσο βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της νέας αυτής ιστορικής περιόδου, η οποία δεν φαίνεται να έχει ξεκινήσει άλλωστε και με τους καλύτερους οιωνούς για την μάλλον παρακμάζουσα και σίγουρα βαθιά παρακμιακή Δύση.

Μπορούμε βάσιμα να αναμένουμε σοβαρές αντιθέσεις ακόμα και στο εσωτερικό των αρχουσών τάξεων αυτού που μέχρι χτες φαινόταν να αποτελεί ένα αρκετά συμπαγές ευρωατλαντικό αυτοκρατορικό μπλοκ. Κι αυτό γιατί παρά τη μαχητική πανστρατιά που θέλουν να αποπνέουν οι διατυπώσεις του κοινού κειμένου ΝΑΤΟ-ΕΕ, η σύγκρουση με την Κίνα προς την οποία καθοδηγούν με μανία οι ΗΠΑ το ιμπεριαλιστικό μπλοκ είναι μία πολύ ριψοκίνδυνη και επισφαλής επιχείρηση για σημαντικές μερίδες αυτού του μπλοκ, και την αντιμετωπίζουν με πολύ μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα σε σχέση με την -ήδη σε πλήρη εξέλιξη- σύγκρουση με τη Ρωσία. Πολλώ δε μάλλον, προβλήματα σίγουρα θα προκύπτουν με τις ασθενέστερες και πιο περιθωριακές, εξωτερικές «στοιβάδες» της δυτικής επικράτειας  (τον ευρωπαϊκό Νότο, την «υπό ένταξη» μπαρουταποθήκη των Βαλκανίων κ.α).

Όπως φυσικά και στο εσωτερικό των ίδιων των δυτικών κοινωνιών, ακόμα και των ισχυρότερων, καθώς δεν είναι καθόλου «εξισωτική» η συμμετοχή του «ενός δισεκατομμυρίου» στη διανομή των κερδών της παγκόσμιας ληστείας. Αντιθέτως, υπάρχουν εκτεταμένες ζώνες αποκλεισμένων παριών,  καθώς και πλατιά εργαζόμενα και μικροαστικά (ακόμα και μεσοαστικά) στρώματα που βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση ενόψει των «θυσιών» που πρέπει «όλοι» να κάνουμε για να διατηρήσουμε την απρόσκοπτη ροή προς τις δυτικές κοινωνίες του πλούτου που τροφοδοτεί το κύκλωμα του «βιοτικού μας επιπέδου και των δημοκρατικών θεσμών μας», προτού η μερίδα του λέοντος καταλήξει στις τσέπες της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσε κανείς και να θεωρήσει την πρόσφατη ελληνική αντιμνημονιακή περίοδο ως ένα προεόρτιο όπου το ζήτημα της ρήξης άνοιξε, έστω θολά και ατελώς, για να κλείσει γρήγορα και επώδυνα.

 

Λάβατε θέσεις!

Η μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την εκμετάλλευση και την καταπίεση, τις ρυθμίσεις και τους θεσμούς που εγγυώνται την αναπαραγωγή του επιδιώκοντας την επικαιροποίηση του, δεν διεξάγεται σε κάποιο ιδεολογικό υπερπέραν, αλλά μέσα σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης με καθορισμένους δρώντες.

Η οικονομική άνοδος της Κίνας και η εξωστρέφεια της, η στρατιωτική δύναμη της Ρωσίας και η σύγκρουσή της με το ΝΑΤΟ, είναι παράγοντες που τροποποιούν τον συσχετισμό δύναμης στο παγκόσμιο επίπεδο της ταξικής πάλης, στο επίπεδο του άδικου, εκμεταλλευτικού, καταπιεστικού, παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, αμφισβητώντας την ισορροπία του «υπαρκτού ιμπεριαλιστικού μοντέλου» εκμετάλλευσης της εργασίας και της φύσης και απομύζησης των ροών υπεραξίας και πλούτου, διαταράσσοντας την οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και πολιτισμική ηγεμονία και έλεγχο που επιβάλει στον πλανήτη ο ιμπεριαλισμός και επιδιώκει να διατηρήσει και να επεκτείνει.

Η ρωσοκινεζική άνοδος επιδρά στον συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης επηρεάζοντας τον εναντίον της πλευράς του ιμπεριαλισμού, ξεσφίγγοντας την θηλιά του. Η εικοτολογία ότι Ρωσία και Κίνα επιθυμούν, επιδιώκουν και ιδίως μπορούν να αντικαταστήσουν αυτή την -πολυπλόκαμη, πολυεπίπεδη και με ιστορικό βάθος- θηλιά με μια άλλη, νέα, δεν τεκμαίρεται ούτε πραγματολογικά ούτε ιστορικά. Αυτό άλλωστε είναι ένα ιδεολόγημα που καλλιεργείται ως επί των πλείστον στην δυτική Ακαδημία και Αριστερά -επί του πρακτέου ως απολογητική θεωρία για την συνθηκολόγηση της με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό»- και αντιθέτως δεν φαίνεται να ευδοκιμεί ιδιαίτερα αλλού, στα αφρικανικά εδάφη για παράδειγμα. 

Σε κάθε περίπτωση, σήμερα, παντού στον πλανήτη, σε κάθε χώρα -και ανάλογα με τη θέση που αυτή έχει στο διεθνή καταμερισμό- κάθε κοινωνική δύναμη -για την ακρίβεια οι συνειδητές της εκφράσεις κι εκπροσωπήσεις-  κάθε πολιτικός οργανισμός, κάθε πολιτικό κόμμα ή κίνημα που σκέφτεται στα σοβαρά να επέμβει στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις διαμορφώνοντας και κατευθύνοντας τες ανάλογα με τις ιδεολογικές και προγραμματικές του πεποιθήσεις, θα είναι όλο και πιο επιτακτικά αναγκασμένο να διαμορφώνει τη στρατηγική του «παίρνοντας θέση» στην εν εξελίξει αντιπαράθεση του «υπαρκτού ιμπεριαλισμού» με τον υπόλοιπο πλανήτη – προεξάρχουσας της Κίνας και της Ρωσίας- και στις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που αυτή η αντιπαράθεση παράγει.

Οι πολεμικές ιαχές του ιμπεριαλισμού φουντώνουν. Αλλά η «μονοπολική στιγμή» της ασφυκτικής κυριαρχίας του βρίσκεται ήδη στο παρελθόν.

Θ.Ν.

 

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα AVANTGARDE για την επανάσταση και τον κομμουνισμό.