Πρόταση του ΔΣ του Συλλόγου Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος» για ανασυγκρότηση του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών

 

 

  1. Η δημιουργική ανάπτυξη της κλασσικής μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας στη βάση της επιστημονικής μεθοδολογίας και της πραγματικής ιστορικής εξέλιξης των κοινωνιών (κυρίως των καπιταλιστικών, αλλά και αυτών που έκαναν / κάνουν τις πρώτες προσπάθειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού), αποτελεί αναγκαίο όρο για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος εν μέσω χρόνιας κρίσης στην οποία βρίσκεται, και τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης στρατηγικής και τακτικής.
  2. Το έργο αυτό αποτελεί καθήκον των ανά τον κόσμο κομμουνιστών και ξεπερνά τις δυνατότητες ακόμη και του συνόλου των κομμουνιστών μιας χώρας σαν την Ελλάδα, πόσο μάλλον τις δυνατότητες των υπαρκτών κομμουνιστικών κομμάτων, οργανώσεων και συλλογικοτήτων της χώρας μας. Γι’ αυτό και χρειάζεται να αναδειχθεί ένας οργανισμός ικανός να διεξάγει, συντονίσει, ενισχύσει, γενικότερα, την επιστημονική αυτή δουλειά, τον οποίο να αγκαλιάσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι των κομμουνιστών της χώρας μας, ακόμη και αν προέρχονται από διαφορετικές πολιτικές οργανώσεις, ή ρεύματα σκέψης. Είναι σημαντικό να συνυπάρξουν σε αυτόν ακαδημαϊκοί και πρωτοπόροι αγωνιστές της εργατικής τάξης, πολιτικά και συνδικαλιστικά ενεργοί κομμουνιστές.
  3. Ένας ανασυγκροτημένος Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών (ΟΜΕ) μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο, κρίνοντας από το έργο που έχει επιτελέσει στο παρελθόν. Επείγει η μαζικοποίησή του, ο εμπλουτισμός της δημοκρατικής του λειτουργίας με τη συνειδητή συνεισφορά περισσότερων κομμουνιστών, και η οικονομική του ενίσχυση.
  4. Ο ΟΜΕ μπορεί καταρχήν να συμβάλει στην καλύτερη γνώση της θεωρητικής και εμπειρικής βιβλιογραφίας, κλασσικής, παλαιότερης και σύγχρονης, μέσω ομάδων συλλογικής μελέτης και συζήτησης, και μαθημάτων. Στην πορεία, και ανάλογα με την ανάπτυξή του, μπορεί να διεξάγει εγχώρια και διεθνή συνέδρια σε ζητήματα αιχμής, να προβεί σε θεματικές ή και περιοδικές εκδόσεις, να υποστηρίξει ερευνητικά προγράμματα με την εμπλοκή ακαδημαϊκών και μεταπτυχιακών / διδακτορικών φοιτητών.
  5. Η περσινή χρονιά (2022-2023) ανέδειξε το πολύ θετικό παράδειγμα της Ομάδας μελέτης του Σύγχρονου Καπιταλισμού – Ιμπεριαλισμού, που διεξήγαγε σειρά διαδικτυακών διαλέξεων/συζητήσεων (με συμμετοχή 15 – 30 ατόμων κάθε φορά) σε θέματα αιχμής της σχετικής θεωρίας, στη βάση ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας. Για τη νέα χρονιά σχεδιάζει να επικεντρώσει σε συγκεκριμένα θέματα, σχηματίζοντας αντίστοιχες μικρές ομάδες, και να διοργανώσει διαλέξεις με συμμετοχή και ξένων μαρξιστών επιστημόνων.
  6. Για το επόμενο διάστημα, και πέραν της ως άνω προσπάθειας για οργανωτική και οικονομική ενίσχυση του ΟΜΕ, μπορούμε να προβούμε στα εξής πρώτα βήματα:
    1. Διοργάνωση κύκλου μαθημάτων στη βάση της πρόσφατης εμπειρίας.
    2. Δημιουργία επιπλέον ομάδων συλλογικής μελέτης, συζήτησης και έρευνας πχ στις θεματικές του Σοσιαλισμού – Κομμουνισμού (θεωρία, ιστορική και σύγχρονη εμπειρία), ή και μιας γύρω από τα θέματα της Οργάνωσης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος (συνδικάτο, μέτωπο, κόμμα), και της στρατηγικής και τακτικής του.
  7. Στη βάση των παραπάνω, ο Σύλλογος Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος», απευθύνει ανοιχτό κάλεσμα για την ανασυγκρότηση του ΟΜΕ, προς κάθε ενδιαφερόμενο, με αρχή την επόμενη ΓΣ του ΟΜΕ. Ιδιαίτερα απευθύνουμε το κάλεσμα αυτό σε οργανώσεις και συλλογικότητες με τις οποίες έχουμε συναντηθεί στο παρελθόν σε πολλές κοινές πρωτοβουλίες και αγώνες, ή/και έχουν συμβάλει στον ΟΜΕ, όπως ο Εργατικός Αγώνας, η Παρέμβαση, η Επαναστατική Ενοποίηση και η συνεργασία των Κομμουνιστικό Σχέδιο – ΑΡΑΝ. Ευελπιστούμε οι συλλογικότητες αυτές να αγκαλιάσουν αυτήν την πρωτοβουλία, να προτρέψουν τα μέλη τους να γραφτούν στον ΟΜΕ, να προτείνουν συντρόφους με ερευνητικά ενδιαφέροντα και κλίσεις για να στελεχώσουν το ΔΣ του ΟΜΕ και τις διάφορες μελετητικές ομάδες, και να συμμετέχουν και να στηρίξουν τις διάφορες πρωτοβουλίες που ο ΟΜΕ θα πάρει το επόμενο διάστημα.

 




Η ελληνική κρίση υπό διαρθρωτικούς περιορισμούς

των Fusheng Xie1,2 , Jiateng Wang3, & Zhi Li2

Review of Radical Political Economics, 1–24,

DOI: 10.1177/04866134221142678

μετ. Φ. Μπαρδουνιώτης,

επιμ. Δ. Περδίκης

Περίληψη

Αυτό το άρθρο μελετά την ελληνική κρίση από το 2009 με ένα συνθετικό μαρξικό πλαίσιο, ενσωματώνοντας τη διαδικασία συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου στην καπιταλιστική δομή πυρήνα-περιφέρειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επιδείνωσε την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και επηρέασε αρνητικά τη συσσώρευση κεφαλαίου, οδηγώντας σε ένα σχετικά χαμηλό ποσοστό κέρδους στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης βοήθησαν την Ελλάδα να στραφεί στη συσσώρευση με βάση το χρέος για να διατηρήσει την ανάπτυξη, ιδίως το εξωτερικό χρέος της κυβέρνησης, αλλά η αδύναμη παραγωγική συσσώρευση λόγω του σχετικά χαμηλού ποσοστού κέρδους κατέστησε τη συσσώρευση χρέους μη βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Όταν διατυπώθηκαν αμφιβολίες για την ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τα χρέη της, η οικονομία έχασε τις εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα να σταματήσει η επέκταση του χρέους και να ξεσπάσει η κρίση δημόσιου χρέους.

Λέξεις κλειδιά

Ελληνική κρίση, ποσοστό κέρδους, κρίση χρέους, περιφερειακές χώρες, ανάπτυξη

1 Εθνικό Κέντρο Ερευνών για την Πολιτική Οικονομία του Σοσιαλισμού με Κινεζικά Χαρακτηριστικά στο Πανεπιστήμιο Renmin της Κίνας, Πεκίνο, Κίνα.

2 Σχολή Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Renmin της Κίνας, Πεκίνο, Κίνα.

3 Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης Amherst, Amherst, Μασαχουσέτη, ΗΠΑ.

1.   Εισαγωγή

Έχει περάσει πάνω από μια δεκαετία από την κρίση δημόσιου χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά η Ελλάδα μόλις είχε βιώσει μια πολύ αδύναμη ανάκαμψη πριν από το απροσδόκητο σοκ που προκάλεσε η πανδημία COVID-19. Η μακροχρόνια κρίση είχε ως αποτέλεσμα καταστροφικές συνέπειες, ιδίως για την εργατική τάξη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ελλάδα αναγνωριζόταν κάποτε ως πρότυπο καλών οικονομικών επιδόσεων στην Ευρώπη πριν από την κρίση, η κατανόηση του γιατί εμφανίστηκε μια τόσο σοβαρή κρίση αποτελεί ένα ενδιαφέρον ερώτημα.

Η επικρατούσα βιβλιογραφία παρέχει τρεις βασικές απόψεις για την ελληνική κρίση (Mavroudeas & Paitaridis 2014b). Πρώτον, η κρίση αποδίδεται στη λεγόμενη “ελληνική ασθένεια”. Για να κατευνάσουν την εργατική τάξη, οι Έλληνες πολιτικοί έδιναν συνεχώς υποσχέσεις για αύξηση των μισθών και βελτίωση της κοινωνικής πρόνοιας, γεγονός που προκάλεσε ένα συνεχές δημοσιονομικό έλλειμμα και αύξηση του επιπέδου του δημόσιου χρέους. Οι υψηλότεροι μισθοί και η κοινωνική πρόνοια κατέστησαν επίσης τους Έλληνες εργαζόμενους ακριβούς και “τεμπέληδες”, επιδεινώνοντας το συνεχιζόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το πρόβλημα βελτιώθηκε από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που δημιούργησε η εύκολη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), η οποία παρείχε εξωτερική χρηματοδότηση για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, αλλά δεν αντιμετώπισε τα διαρθρωτικά προβλήματα που έφερε η ελληνική ασθένεια, οδηγώντας τελικά σε κρίση.

Η δεύτερη εξήγηση της κρίσης θεωρεί υπεύθυνη τη θεσμική ανεπάρκεια της ΟΝΕ, υποστηρίζοντας ότι η ΟΝΕ δεν είναι μια Βέλτιστη Νομισματική Περιοχή (ΒΝΠ· Σ.τ.Μ., Optimal Currency Area (OCA)). Η δημιουργία μιας ΒΝΠ απαιτεί υψηλή κινητικότητα των συντελεστών παραγωγής, σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων και ενεργούς δημοσιονομικούς μηχανισμούς για τη στήριξη των χωρών με χαμηλές επιδόσεις, αλλά η ΟΝΕ δεν πληρούσε αυτές τις απαιτήσεις. Έτσι, αντί να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των χωρών-μελών, η ενοποιημένη Ευρωζώνη περιόρισε την ανεξαρτησία πολιτικής των μελών της και τις κατέστησε ευάλωτες στις ασύμμετρες επιπτώσεις των εξωτερικών κλυδωνισμών. Για την Ελλάδα, ο ασύμμετρος αντίκτυπος επιδείνωσε τα συμπτώματα της ελληνικής ασθένειας. Τέλος, η τρίτη άποψη για την κρίση αποτελεί συνδυασμό ή μείγμα των αφηγήσεων των δύο πρώτων.

Το επιχείρημα της ελληνικής ασθένειας αποδίδει όλα τα προβλήματα στην Ελλάδα, που είναι μια τυπική άκριτη άποψη για την απομόνωση μιας οικονομίας από τις πολύπλοκες διασυνδέσεις που δημιουργεί ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να υπάρξει μια ολοκληρωμένη ανάλυση της κατάστασης μιας χώρας χωρίς να εξεταστεί πώς η χώρα συνδέεται με άλλες. Γι’ αυτό πρέπει να εξετάσουμε την επίδραση της άνισης δομής του παγκόσμιου καπιταλισμού. Σε σύγκριση με τις μη κριτικές θεωρίες, οι κριτικές θεωρίες δίνουν έμφαση στη διχοτόμηση μεταξύ των χωρών του πυρήνα και των περιφερειακών χωρών[1] ως τις κύριες σχέσεις μεταξύ των χωρών στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η οικονομική βάση της διχοτόμησης είναι το σύστημα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας που συντονίζεται κυρίως από τους κανόνες της καπιταλιστικής αγοράς, το οποίο είναι το κύριο σύστημα παραγωγής και διανομής της αξίας μεταξύ των χωρών (Starosta 2010, Foley 2013), και η κατανομή των δραστηριοτήτων με διαφορετική ικανότητα απόκτησης αξίας θα διχοτομήσει φυσικά τις χώρες μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας και θα θέσει οικονομικά εμπόδια για την ανάπτυξη των τελευταίων (Selwyn 2019, Hopkins & Wallerstein 1986, Arrighi, Silver & Brewer 2003). Επιπλέον, εκτός από την αξιοποίηση των οικονομικών πλεονεκτημάτων, οι χώρες του πυρήνα θα χρησιμοποιήσουν τα πλεονεκτήματά τους και για να κατασκευάσουν προτιμησιακούς θεσμούς για τον συντονισμό των σχέσεων μεταξύ των χωρών (Chase-Dunn 1981, Arrighi 1990), γεγονός που θέτει περαιτέρω άνισα εμπόδια για την περιφέρεια (Chase-Dunn και Grimes 1995), επειδή τα συμφέροντά της δεν λαμβάνονται άμεσα υπόψη (Babones 2015). Έτσι, η ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού ευνοεί γενικά τις χώρες του πυρήνα, έτσι ώστε η δομή πυρήνα-περιφέρειας να μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα (Karataşlı 2017). Αυτή η σύντομη θεωρητική επισκόπηση ανέδειξε την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη η δομή πυρήνα-περιφέρειας κατά την ανάλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι περιφερειακές χώρες. Όσον αφορά την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι η ανάλυση της ελληνικής κρίσης πρέπει να συνδυαστεί με την άνιση δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι παρόμοια με εκείνη του παγκόσμιου καπιταλισμού, για να αποσαφηνιστούν τα εξωτερικά εμπόδια που αντιμετωπίζει η Ελλάδα λόγω των οικονομικών και άλλων θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά το επιχείρημα της ελληνικής ασθένειας παραμελεί πλήρως αυτή την πτυχή.

Οι λεπτομέρειες του επιχειρήματος της ελληνικής ασθένειας δεν είναι επίσης καλά θεμελιωμένες. Πρώτον, η άποψη ότι η τεμπέλικη εργατική τάξη πρέπει να κατηγορηθεί ως η κύρια αιτία της κρίσης οτι δεν υποστηρίζεται από στοιχεία. Οι Έλληνες εργαζόμενοι εργάστηκαν κατά μέσο όρο 42,3 ώρες την εβδομάδα το 2016, γεγονός που ξεπερνά τον μέσο όρο των 37,1 ωρών την εβδομάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των 35,1 ωρών στη Γερμανία (Eurostat 2022a). Δεύτερον, οι “ακριβοί” εργαζόμενοι θεωρείται ότι ευθύνονται για την αύξηση του κόστους παραγωγής των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά η αύξηση των ενοικίων, των τόκων και των απαιτήσεων για κέρδη θα πρέπει να θεωρούνται πηγές του κόστους που επικρατεί σε μια οικονομία (Felipe & Kumar 2014). Μια τέτοια άποψη αντανακλά το γεγονός ότι η κυρίαρχη ανάλυση εξετάζει μόνο την επίδραση του εργατικού κόστους στην ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας (Mavroudeas & Paitaridis 2014b). Τέλος, η ιστορία της υπερκατανάλωσης που προσφέρεται ως εξήγηση αμφισβητείται επειδή τα επίπεδα του δημόσιου χρέους και ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ παρέμειναν ιδιαίτερα σταθερά πριν από την κρίση.

Σε σύγκριση με την πρώτη κυρίαρχη εξήγηση που αποδίδει όλα τα σφάλματα της κρίσης στην Ελλάδα, η δεύτερη και η τρίτη εξήγηση χρησιμοποιούν εν μέρει διαρθρωτικά ζητήματα του παγκόσμιου καπιταλισμού, καθώς αναδεικνύουν τα εγγενή προβλήματα της ΟΝΕ. Ως βασικός πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΟΝΕ έχει εγγενώς ασύμμετρες επιδράσεις στα διάφορα μέλη, γεγονός που ωφελεί άνισα τις ηγετικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως αποτέλεσμα, η ανομοιογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμβάλλει εν μέρει στην ελληνική κρίση. Ενώ η δεύτερη και η τρίτη εξήγηση αναγνωρίζουν την επίδραση της άνισης ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ανάλυσή τους περιορίζεται στους νομισματικούς θεσμούς. Επιπλέον, αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν περαιτέρω ότι η άνιση ανάπτυξη μεταξύ των χωρών είναι φυσικό αποτέλεσμα της ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Επομένως, ούτε αυτή η προσέγγιση μπορεί να παράσχει μια διαρθρωτική ανάλυση της ελληνικής κρίσης.

Σε αντίθεση με τις κυρίαρχες εξηγήσεις, οι ετερόδοξες και μαρξιστικές αναλύσεις δίνουν έμφαση στους υποκείμενους περιορισμούς που επιβάλλει το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα στις περιφερειακές χώρες, παρέχοντας μια πιο διαρθρωτική προοπτική για την ελληνική κρίση (Bellofiore 2013, Bellofiore, Garibaldo, & Halevi 2011, Gambarotto & Solari 2014, Mavroudeas & Paitaridis 2014a, Milios & Sotiropoulos 2010, Sepos 2016, Stockhammer 2014). Το βασικό επιχείρημα αυτού του σκέλους της βιβλιογραφίας είναι ότι, ως εγγενής δομή των χωρών της ΕΕ, το χάσμα μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας δημιουργείται και συντηρείται από ένα συστηματικό σύνολο θεσμών που επιδείνωσε την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, εμπόδισε τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου και τελικά οδήγησε στην κρίση. Συνολικά, η βιβλιογραφία αναδεικνύει τους εξωτερικούς περιορισμούς που αντιμετώπισε η Ελλάδα, αλλά μια ολοκληρωμένη ανάλυση της ελληνικής κρίσης θα πρέπει να ενσωματώσει την ιδιαίτερη ιστορία και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας στη δομή πυρήνα-περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να αποφευχθεί η μονομερής εστίαση στο ρόλο των χωρών του πυρήνα (Dooley 2019).

Οι ετερόδοξες και μαρξιστικές θεωρίες παρέχουν βαθιές μελέτες για τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Δεδομένου ότι η ελληνική κρίση πυροδοτήθηκε από μια κρίση δημόσιου χρέους, ένα σκέλος της βιβλιογραφίας στρέφεται φυσικά στην επέκταση του χρέους ως αιτία της ελληνικής κρίσης (Dodig, Hein, & Detzer 2016, Fouskas & Dimoulas 2013, Girón & Solorza 2015, Stockhammer 2013, Varoufakis & Tserkezis 2016). Οι μελετητές προσπαθούν να υποστηρίξουν ότι η ελληνική οικονομία επηρεάστηκε βαθιά από την ευρύτερη αναδιάρθρωση του παγκόσμιου καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από την επέκταση των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, η οποία οδήγησε στην επέκταση του χρέους και τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία για τη στήριξη της ανάπτυξης. Η ΟΝΕ διαδραμάτισε το ρόλο του δακτυλίου μεταφοράς των πλεονασματικών κεφαλαίων από τις χώρες του πυρήνα προς την Ελλάδα κάτω από τη συσσώρευση χρέους της. Ένας τέτοιος ανέφικτος τρόπος ανάπτυξης μετατράπηκε τελικά σε κρίση χρέους και οικονομική κρίση.

Ωστόσο, από μαρξιστική σκοπιά, οι μη μαρξιστικές απόψεις για τη χρηματοοικονομική (Σ.τ.Μ., finance) τείνουν να αποσυνδέουν τη χρηματοοικονομική από τις παραγωγικές δραστηριότητες (Mavroudeas & Papadatos 2018), με αποτέλεσμα η χρηματοοικονομική να καθίσταται ένας ανεξάρτητος παράγοντας που συμβάλλει σε μια κρίση. Στη μαρξιστική θεωρία της χρηματοοικονομικής, η χρηματοπιστωτική επέκταση δεν είναι πλήρως αυτόνομη, αλλά ρυθμίζεται θεμελιωδώς από τη συνεχή παραγωγή υπεραξίας για την εξασφάλιση της αποπληρωμής του χρέους και των τόκων. Ωστόσο, το χρήμα που δανείζεται σε μια πιστωτική σχέση δεν είναι εγγυημένο ότι θα χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική συσσώρευση, αλλά μάλλον μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μη παραγωγικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της συσσώρευσης πλασματικού κεφαλαίου για τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών φούσκων και της ανάπτυξης. Μια τέτοια συσσώρευση χρέους δεν είναι βιώσιμη, επειδή δεν υπάρχει παραγωγή υπεραξίας πίσω από το χρέος. Η ανάλυση των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων θα πρέπει να ενσωματωθεί στη συζήτηση της γενικής συνθήκης της παραγωγικής συσσώρευσης που καθορίζει την παραγωγή αξίας και υπεραξίας.

Ως η βασική μεταβλητή που αντανακλά την κατάσταση της παραγωγικής συσσώρευσης, η διακύμανση του ποσοστού κέρδους γίνεται ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας που τονίζεται από τη μαρξιστική βιβλιογραφία (Economakis, Androulakis & Markaki 2014, Maniatis & Passas 2013, 2014, Mavroudeas & Paitaridis 2014α, Tsoulfidis & Tsaliki 2014). Αγνοώντας τις τεχνικές λεπτομέρειες, η βιβλιογραφία έχει διαπιστώσει ότι σε σύγκριση με τη χρυσή εποχή του καπιταλισμού, το ποσοστό κέρδους στην Ελλάδα γνώρισε ταχεία πτώση κατά την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού και ανέκαμψε μόνο εν μέρει κατά τη νεοφιλελεύθερη εποχή. Το σχετικά χαμηλό επίπεδο του ποσοστού κέρδους ήταν ο βασικός λόγος της κρίσης, διότι αποθάρρυνε την παραγωγική συσσώρευση.

Για να σχηματιστεί μια ολοκληρωμένη ανάλυση της ελληνικής κρίσης, θα πρέπει να συνδυαστούν η αδύναμη παραγωγική συσσώρευση και η επέκταση του χρέους. Από τη μία πλευρά, η διόγκωση του χρέους αποτελούσε πρωταρχικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας πριν από την κρίση, και από την άλλη πλευρά, ο αντίκτυπος αυτής της συσσώρευσης χρέους μπορεί να αναλυθεί καταλλήλως μόνο με την εξέταση της κατάστασης της παραγωγικής συσσώρευσης. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, η ανάλυση αυτών των χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει επίσης να ενσωματωθεί στη δομή πυρήνα-περιφέρειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε αυτό το άρθρο, συνδυάζουμε και τα τρία σκέλη της βιβλιογραφίας για να σχηματίσουμε ένα συνθετικό πλαίσιο μελέτης της ελληνικής κρίσης[2]. Γενικά, το θεσμικό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργεί και διατηρεί μια δομή πυρήνα-περιφέρειας. Από τη μία πλευρά, οι οικονομικοί θεσμοί, συμπεριλαμβανομένου του ελεύθερου εμπορίου, εξέθεσαν άμεσα τους υπανάπτυκτους κλάδους στην Ελλάδα απέναντι στον έντονο διεθνή ανταγωνισμό, οδηγώντας την ελληνική οικονομία να χάσει την αξία της μέσω του μηχανισμού της άνισης ανταλλαγής. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα ήταν περιορισμένη όσον αφορά την ανεξαρτησία της πολιτικής της, ώστε να καθορίσει τις κατάλληλες πολιτικές για την ενίσχυση της οικονομικής της ανταγωνιστικότητας. Έτσι, η συσσώρευση κεφαλαίου της Ελλάδας επηρεάστηκε αρνητικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η μακροχρόνια διακύμανση του ποσοστού κέρδους αντανακλά μια τέτοια επίπτωση.

Μέχρι το 1981, πριν από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τον πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα γνώρισε ταχεία ανάπτυξη με υψηλό ποσοστό κέρδους και ισχυρή συσσώρευση κεφαλαίου μέχρι την κρίση του 1973-1975, η οποία εγκαινίασε την επακόλουθη εποχή του στασιμοπληθωρισμού, όταν το ποσοστό κέρδους της Ελλάδας μειώθηκε δραστικά. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση φάνηκε να είναι μια πιθανή λύση (Gkasis 2018), αλλά η διαδικασία ολοκλήρωσης επιδείνωσε την οικονομική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Στη νεοφιλελεύθερη εποχή, το ποσοστό κέρδους της Ελλάδας γνώρισε μόνο μια πολύ περιορισμένη ανάκαμψη, γεγονός που υποδηλώνει διαρθρωτικά προβλήματα στην παραγωγική συσσώρευση. Σε σύγκριση με τη χρυσή εποχή, η παραγωγική συσσώρευση στη νεοφιλελεύθερη εποχή στην Ελλάδα ήταν μάλλον αδύναμη. Υπήρξε μια συνολική μείωση των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου με φθίνουσες επενδύσεις προς τη μεταποίηση. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα γνώρισε σημαντική αποβιομηχάνιση ως ένδειξη αδύναμης παραγωγικής συσσώρευσης πριν από την κρίση.

Για να διατηρήσει την ανάπτυξη, η Ελλάδα στράφηκε στη συσσώρευση χρέους εντός της ολοκληρωμένης και απελευθερωμένης χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλο που η Ελλάδα διατήρησε ένα πιο παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα βασισμένο στις τράπεζες (Papadatos 2018), δεν άλλαξε ριζικά τη βασική λογική του πώς η διάσταση μεταξύ χρηματοπιστωτικής επέκτασης και παραγωγικής συσσώρευσης θα καταστήσει μια οικονομία ασταθή. Η αδύναμη παραγωγική συσσώρευση λόγω του σχετικά χαμηλού ποσοστού κέρδους ήταν ο θεμελιώδης λόγος για τον οποίο η συσσώρευση με γνώμονα το χρέος δεν ήταν βιώσιμη στην Ελλάδα. Η βιβλιογραφία υποδεικνύει ότι η χρηματοπιστωτική επέκταση στις περιφερειακές χώρες καταδεικνύει την ισχυρή εξωτερική εξάρτηση (Becker & Jäger 2012, Becker et al. 2010). Για την Ελλάδα, ήταν η ισχυρή εξάρτηση από το εξωτερικό κεφάλαιο κυρίως από τις χώρες του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε η σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας ήταν ευαίσθητη στις διακυμάνσεις της εισροής κεφαλαίων. Όταν η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε να προσελκύσει την απαραίτητη εισροή κεφαλαίων, η διαρθρωτική ανισορροπία της ελληνικής οικονομίας μετατράπηκε σε κρίση.

Σχήμα 1. Χώρες της ΕΕ με κατά κεφαλήν ΑΕΠ υψηλότερο ή χαμηλότερο από το βασικό επίπεδο.
Πηγή: AMECO (2021b).
Σημείωση: Τα στοιχεία για την Εσθονία, τη Σλοβακία και την Κροατία λείπουν για το 1992. Με βάση μια λογική εικασία, θα πρέπει να είναι κάτω από το βασικό επίπεδο.

Το άρθρο είναι οργανωμένο ως εξής. Στην πρώτη ενότητα γίνεται σύντομη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και συνοψίζεται το πλαίσιο που χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο. Η Ενότητα 2 παρέχει μια λεπτομερή απεικόνιση του συνθετικού πλαισίου. Στην Ενότητα 3 παρουσιάζονται τα εμπειρικά αποτελέσματα σχετικά με τις επιπτώσεις της διάρθρωσης πυρήνα-περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα από την άποψη της άνισης ανταλλαγής και της μεταβλητότητας του ποσοστού κέρδους στην Ελλάδα μετά το 1961 σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Στην Ενότητα 4 συζητείται πώς η ανάπτυξη της Ελλάδας στηρίχθηκε από τη συσσώρευση με γνώμονα το χρέος και τα σημάδια της αδύναμης παραγωγικής συσσώρευσης. Κατά συνέπεια, η ανισορροπία μεταξύ αυτών των δύο πλευρών οδήγησε τελικά στην κρίση. Η τελευταία ενότητα συνοψίζει και ολοκληρώνει το άρθρο.

2.   Το συνθετικό πλαίσιο για την ανάλυση της ελληνικής κρίσης

 

2.1. Η επίμονη δομή πυρήνα-περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνολικά ένα σχετικά υψηλό επίπεδο εισοδήματος και ασκεί επιρροή τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο στις παγκόσμιες υποθέσεις. Ωστόσο, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναπτυχθεί μια επίμονη δομή πυρήνα-περιφέρειας μεταξύ των χωρών μελών της. Η διάρθρωση πυρήνα-περιφέρειας μπορεί να φανεί καθαρά από τις μεταβολές του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών μελών της ΕΕ. Στο Σχήμα 1, λαμβάνουμε ως βάση το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των δεκαπέντε χωρών πριν από την ανατολική επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 και παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα για τις χώρες με κατά κεφαλήν ΑΕΠ υψηλότερο ή χαμηλότερο από αυτό.

Η γεωγραφική εξέλιξη δείχνει μια επίμονη δομή πυρήνα-περιφέρειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πάνω από 20 χρόνια, με δέκα δυτικές και βόρειες χώρες πάνω από τη γραμμή βάσης (Λουξεμβούργο, Δανία, Σουηδία, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Φινλανδία, Γερμανία, Βέλγιο, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία) ως χώρες του πυρήνα[3] και δεκαέξι νότιες και ανατολικές χώρες κυρίως κάτω από τη γραμμή βάσης (Ισπανία, Μάλτα, Κύπρος, Σλοβενία, Πορτογαλία, Τσεχία, Ελλάδα, Εσθονία, Σλοβακία, Λιθουανία, Λετονία, Ουγγαρία, Κροατία, Πολωνία, Ρουμανία και Βουλγαρία) ως χώρες της περιφέρειας. Η Ιρλανδία είναι η μόνη χώρα που ανέβηκε πάνω από τη γραμμή βάσης και η μόνη χώρα που βυθίστηκε ήταν η Ιταλία. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα που παρέμεινε σταθερά στην περιφερειακή σφαίρα. Το 1992, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ήταν 49% του βασικού επιπέδου. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε ελαφρώς στο 54% το 2004, αλλά διολίσθησε και πάλι στο 48% το 2016 μετά την κρίση.

Η επίμονη διάκριση μεταξύ των χωρών του πυρήνα και των περιφερειακών χωρών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζεται επίσης από πιο λεπτομερή χαρακτηριστικά των χωρών αυτών. Σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη, η διάκριση βασίζεται στην ικανότητα θέσπισης κανόνων, στη συμβολή στον προϋπολογισμό της ΕΕ, στις σχέσεις εξωτερικού χρέους και στην ικανότητα καινοτομίας (Magone, Laffan, & Schweiger 2016). Σε αντίθεση με τις περιφερειακές χώρες, μια χώρα του πυρήνα θα πρέπει να έχει ισχυρότερη ικανότητα θέσπισης κανόνων, να έχει καθαρή συνεισφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ, να είναι πιστωτής και να διαθέτει ισχυρή ικανότητα καινοτομίας. Προηγούμενες έρευνες δείχνουν ότι οι χώρες που πληρούν πάντα αυτά τα κριτήρια είναι ακριβώς οι δέκα χώρες του πυρήνα που αναφέρονται παραπάνω.

2.2. Η θεσμική βάση και οι επιρροές της δομής πυρήνα-περιφέρειας[4]

Η επίμονη δομή πυρήνα-περιφέρειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να υποστηρίζεται από ένα σύνολο θεσμών που καλύπτουν οικονομικούς, νομισματικούς και δημοσιονομικούς θεσμούς. Ο οικονομικός θεσμός χαρακτηρίζεται από μια σταδιακή διαδικασία για την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης αγοράς με έντονα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, στην οποία τα αγαθά, το κεφάλαιο, οι υπηρεσίες και οι εργαζόμενοι μπορούν να ρέουν ελεύθερα (Gill 1998). Το συμβολικό γεγονός ήταν η υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης του 1986. Για να προωθηθεί η δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, απαγορεύεται στα μέλη της ΕΕ να επιβάλλουν δασμούς ή ποσοστώσεις μεταξύ τους. Επιπλέον, για να διατηρηθεί μια ανταγωνιστική αγορά, απαγορεύεται κάθε μορφή επιδότησης προς τις εγχώριες επιχειρήσεις ή προϊόντα. Τα άρθρα 106 και 107 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κανόνων (EUR-Lex 2008). Ωστόσο, παρά τις σημαντικά ολοκληρωμένες αγορές αγαθών, υπηρεσιών και χρηματοπιστωτικών αγορών, η αγορά εργασίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη σε εθνικό επίπεδο, με πολύ πιο προστατευτικά άρθρα που στοχεύουν ειδικά στην απομόνωση των κραδασμών των εισερχόμενων φθηνών εργατών μετά την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς (Puaschunder 2016). Ως εκ τούτου, στην ουσία, η Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά έχει διαμορφώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως έναν “ελεύθερο χώρο για το κεφάλαιο” (Van Der Pijl 2006: 32).

Οι οικονομικοί θεσμοί υποστηρίζουν την άνιση δομή από τρεις πλευρές. Πρώτον, ως βασικό μέρος των οικονομικών θεσμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ελεύθερο εμπόριο προσφέρει μια ευρεία υπερπόντια αγορά για τις χώρες του πυρήνα, ενώ οι περιφερειακές χώρες υποφέρουν από την άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο, οδηγώντας σε εκροή αξίας. Η υπάρχουσα βιβλιογραφία συζητά τρεις τρόπους με τους οποίους μπορεί να συμβεί η άνιση ανταλλαγή: (1) οι χώρες με υψηλότερη παραγωγικότητα αποκτούν επιπλέον υπεραξία στην ανταλλαγή (Shaikh 1979, 1980), (2) η υπεραξία μεταφέρεται στις χώρες με την υψηλότερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου λόγω της εξίσωσης του διεθνούς γενικού ποσοστού κέρδους (Emmanuel 1972), και (3) μια χώρα ή ένας κλάδος μπορεί να αποκτήσει επιπλέον υπεραξία με μονοπώλιο ή πλεονεκτική θέση στην αλυσίδα αξίας (Bukharin 1929, Kaplinsky 2013). Συνήθως, οι χώρες του πυρήνα έχουν υψηλότερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας και ανώτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Επομένως, η συσσώρευση κεφαλαίου των περιφερειακών χωρών επηρεάζεται αρνητικά λόγω της απώλειας αξίας μέσω αυτής της άνισης ανταλλαγής.

Δεύτερον, η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση που προέκυψε από την εγκαθίδρυση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, ενισχύει τη ροή κεφαλαίων από τον πυρήνα προς την περιφέρεια. Πιο συγκεκριμένα, η συνολική χρηματοπιστωτική απελευθέρωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση βοηθά τις χώρες του πυρήνα να εξάγουν κεφάλαια προς την περιφέρεια με τη μορφή τραπεζικού δανεισμού και άμεσων ξένων επενδύσεων (Lapavitsas et al. 2010). Κατά συνέπεια, οι απελευθερωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές γίνονται το θεμέλιο για τις πηγές πίστωσης για τις χώρες της περιφέρειας και τη χρηματοπιστωτική τους επέκταση (Stockhammer 2014).

Τρίτον, οι περιφερειακές χώρες υποχρεούνται να εγκαταλείψουν τις προστατευτικές βιομηχανικές πολιτικές ως προϋπόθεση για την ένταξή τους στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά[5]. Αυτή η προϋπόθεση τις καθιστά επιρρεπείς στην αποδυνάμωση και τη στασιμότητα της ανάπτυξης των εγχώριων βιομηχανιών, επειδή είναι άμεσα εκτεθειμένες στον έντονο διεθνή ανταγωνισμό. Με την αποδυνάμωση των εγχώριων βιομηχανιών, οι περιφερειακές χώρες ενδέχεται να βιώσουν την αποβιομηχάνιση (Becker, Jäger και Weissenbacher 2015), παρεμποδίζοντας άμεσα τη συσσώρευση κεφαλαίου που διαφορετικά θα προωθούσε την εθνική ανταγωνιστικότητα (Rodrik 2016). Η τρέχουσα οικονομική ιστορία τονίζει επίσης ότι οι αποτελεσματικές βιομηχανικές και εμπορικές πολιτικές είναι απαραίτητες για να αποκτήσει μια χώρα σταδιακά βιομηχανική ανταγωνιστικότητα (Chang 2002: 2).

Υπήρξαν επίσης προσπάθειες προς ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, για την προώθηση του σχηματισμού της ενιαίας αγοράς, αλλά ο σχηματισμός και η λειτουργία της ΟΝΕ δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία και επιβάλλει περιορισμούς στον χώρο πολιτικής των χωρών μελών. Το 1992 υπογράφηκε από τις χώρες μέλη η Συνθήκη του Μάαστριχτ ως αφετηρία του ευρώ, η οποία απαιτούσε από τις χώρες μέλη να πληρούν ορισμένα κριτήρια νομισματικής και δημοσιονομικής σύγκλισης, ιδίως αυστηρά όρια για το δημοσιονομικό έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) και το επίπεδο του συνολικού δημόσιου χρέους (60% του ΑΕΠ). Αυτά τα μέτρα λιτότητας κρίθηκαν απαραίτητα για τη δημιουργία του βασικού περιβάλλοντος για τη δημιουργία μιας ζώνης ενιαίου νομίσματος: χαμηλό χρέος, χαμηλό επιτόκιο, σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και χαμηλά επίπεδα δημόσιου χρέους (Milios 2005). Η λιτότητα προσδιορίστηκε περαιτέρω στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης του 1997 ως κριτήριο ένταξης (κριτήρια της Κοπεγχάγης) για την ένταξη των χωρών στην ΟΝΕ (Hermann 2007). Αυτή η απαίτηση λιτότητας περιορίζει τα περιθώρια των περιφερειακών χωρών να ασκούν ενεργητικές δημοσιονομικές πολιτικές (Featherstone 1998).

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ιδρύθηκε επίσημα το 1998, ένα χρόνο πριν από την έκδοση του ευρώ. Μετά την ίδρυση της ΕΚΤ, οι κεντρικές τράπεζες κάθε χώρας, οι οποίες αποτελούν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την ανεξαρτησία τους στη νομισματική πολιτική και να ασκούν μόνο τη νομισματική πολιτική που καθορίζεται από την ΕΚΤ (Pasiouras 2012: 56-57). Δεδομένου ότι η Γερμανία παρέχει το 27% του κεφαλαίου, η ΕΚΤ ακολουθεί πάντα τη γερμανική παράδοση, υιοθετώντας την ενιαία εντολή για σταθερό επίπεδο τιμών (Sepos 2016), με στόχο ένα στοχευμένο ποσοστό πληθωρισμού κάτω του 2%. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ ακολουθεί μια ισχυρή εκδοχή της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, εστιάζοντας μόνο στον πληθωρισμό και παραμελώντας άλλες πτυχές της οικονομίας. Για να διατηρηθεί η ισχυρή ανεξαρτησία, δεν υπήρχαν προετοιμασμένα σχέδια διάσωσης κατά την αντιμετώπιση της κρίσης και δεν υπήρχε άμεση αγορά κρατικού χρέους[6]. Η ΕΚΤ απέτυχε να ενεργήσει ως ο τελευταίος δανειστής καταφυγής σε αναγκαίες συνθήκες.

Η λειτουργία της ΟΝΕ επιδείνωσε το χάσμα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τρεις απόψεις. Πρώτον, δεδομένου ότι υπήρχαν περιορισμοί στις δημοσιονομικές δαπάνες και όλες οι χώρες έπρεπε να εφαρμόζουν μια ενιαία νομισματική πολιτική, οι χώρες μέλη της ΟΝΕ δεν μπορούσαν να καθορίσουν τις δικές τους συμβατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Δεύτερον, οι περιφερειακές χώρες έχασαν τη δυνατότητά τους να αποκτούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα προσαρμόζοντας τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες (Becker, Jäger, & Weissenbacher 2015, Lapavitsas 2012: 159). Επιπλέον, η ΟΝΕ συμπλήρωσε επίσης τη χρηματοπιστωτική απελευθέρωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρέχοντας ένα διαρκές περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων χωρίς τη δημιουργία συντονισμένης ρύθμισης των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Αυτό διεύρυνε την οικονομική επέκταση και εμβάθυνε την εξάρτηση των περιφερειακών χωρών από εξωτερικά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των δημόσιων δαπανών πριν από την κρίση (Milios & Sotiropoulos 2010, Stockhammer 2014, Stockhammer & Köhler 2015), επειδή οι εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης ήταν περιορισμένες για τις χώρες αυτές χωρίς την αναγκαία δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν μια ασταθή δομή δανεισμού σε κρατικό επίπεδο με αυξημένους συστηματικούς κινδύνους.

Η νομισματική πολιτική με αντιπληθωριστικό προσανατολισμό και οι αυστηρές απαιτήσεις για συσταλτική δημοσιονομική πολιτική περιορίζουν επίσης τα περιθώρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αμβλύνει το διαρθρωτικό χάσμα μεταξύ των χωρών του πυρήνα και της περιφέρειας μέσω πιο ενεργών πολιτικών. Χωρίς λειτουργικά και συντονισμένα εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής, ο προϋπολογισμός της ΕΕ είναι εξαιρετικά μικρός. Το 2019, ο προϋπολογισμός της ΕΕ ήταν μόλις 148 δισεκατομμύρια ευρώ, αποτελώντας μόλις το 2% των συνδυασμένων εθνικών προϋπολογισμών όλων των χωρών της ΕΕ (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2020). Αυτοί οι περιορισμένοι πόροι που ελέγχει η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορούν να μετατραπούν σε ουσιαστική βοήθεια προς τις περιφερειακές χώρες. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνήθιζε να παρέχει κεφάλαια με τη μορφή βοήθειας για τη συνοχή, αλλά το ποσό ήταν πολύ μικρό για να παράγει ουσιαστικά αποτελέσματα (Petrakos & Zikos 1996).

Εν τω μεταξύ, οι χώρες του πυρήνα δεν είναι υποχρεωμένες να αναλάβουν το κόστος για να βοηθήσουν την ανάπτυξη της περιφέρειας μέσω μιας κοινής φορολογικής επιβάρυνσης ή μεταβιβαστικών πληρωμών. Ως απάντηση στις οικονομικές διακυμάνσεις, οι χώρες της περιφέρειας στερούνται την επιλογή επεκτατικών πολιτικών (Hein & Truger 2005). Όσον αφορά την Ελλάδα, τρεις γύροι προγραμμάτων διάσωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση έγιναν σε βάρος της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους της ως προαπαιτούμενα. Αυτές οι σύγχρονες συρρικνώσεις ώθησαν περαιτέρω την Ελλάδα προς μια πιο απελευθερωμένη αγορά εργασίας και έναν ιδιωτικοποιημένο τομέα επιχειρήσεων (Hermann 2014, Lapavitsas 2019). Τα περιορισμένα περιθώρια χάραξης πολιτικής δεν άφησαν στην Ελλάδα άλλη επιλογή από το να αφήσει την κρίση να εξαπλωθεί.

2.3. Χαρακτηριστικά της χρηματοπιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα

Η ελληνική κρίση πυροδοτήθηκε από μια κρίση δημόσιου χρέους, γεγονός που κάνει τους μελετητές να στρέφονται φυσικά στη βιβλιογραφία της χρηματιστικοποίησης για να εξηγήσουν την έκρηξη της κρίσης. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης αμφιβολίες σχετικά με το επιχείρημα ότι η ελληνική οικονομία έχει χρηματιστικοποιηθεί (Mavroudeas 2014, Papadatos 2018). Το κλειδί αυτής της διαμάχης συνδέεται βαθιά με τη διαφορά μεταξύ μαρξικών και μη μαρξικών θεωριών της χρηματοοικονομικής, η οποία καθορίζει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η έννοια της χρηματιστικοποίησης.

Η μη μαρξιστική θεωρία της χρηματοοικονομικής τείνει να αναλύει τη χρηματοοικονομική στον καπιταλισμό ως ένα ανεξάρτητο φαινόμενο αυτόνομο από την παραγωγική συσσώρευση και τις παραγωγικές δραστηριότητες (Mavroudeas & Papadatos 2018). Αυτό αντικατοπτρίζεται άμεσα στον κλασικό ορισμό της χρηματιστικοποίησης ως η αύξηση της επιρροής της χρηματοοικονομικής (αυξανόμενα χρηματοοικονομικά κέρδη κ.λπ.) σε μια οικονομία (Epstein 2005, Krippner 2005). Αντίθετα, οι μαρξιστές μελετητές εμμένουν στην αντίληψη του Μαρξ για τη χρηματοοικονομική ως μη παραγωγική δραστηριότητα, οπότε, όπως ακριβώς οι μισθοί των μη παραγωγικών εργαζομένων, τα κέρδη του εμπορικού κεφαλαίου και τα μισθώματα γης, η ουσία όλων των μορφών χρηματοπιστωτικών κερδών είναι η αναδιανομή της συνολικής αξίας και της υπεραξίας που παράγεται από τους παραγωγικούς εργαζόμενους (Savran & Tonak 1999, Foley 2013, Fine 2013, Lapavitsas & Mendieta-Muñoz 2016, Mavroudeas & Papadatos 2018). Αυτό σημαίνει ότι η κίνηση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ρυθμίζεται θεμελιωδώς από τη συνθήκη παραγωγής (Mavroudeas & Papadatos 2018, Xie, Kuang, & Li 2022).

Το τοκοφόρο κεφάλαιο (ΤΚ, Σ.τ.Μ., Interest Bearing Capital (IBC)) αποτελεί βασική έννοια της μαρξικής θεωρίας της χρηματοοικονομικής. Στις πιστωτικές σχέσεις, το χρήμα που δανείζεται μπορεί να διακριθεί μεταξύ “χρήματος ως χρήμα” για διάφορους σκοπούς και “χρήματος ως κεφάλαιο” για αξιοποίηση, και η τελευταία περίπτωση δημιουργεί ΤΚ για το οποίο ο δανειολήπτης προσδοκά να δημιουργήσει πλεόνασμα με τα χρήματα που δανείζει. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του ΤΚ, οι μαρξιστές μελετητές αναπτύσσουν μια πιο εκλεπτυσμένη κατανόηση της χρηματιστικοποίησης: πρόκειται για την επέκταση του ΤΚ σε εντατικές και εκτατικές μορφές (Fine 2010, 2013). Η εντατική πτυχή αναφέρεται στον πολλαπλασιασμό των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και στην απόκλιση της χρηματοοικονομικής από την παραγωγή, ενώ η εκτατική πτυχή αναφέρεται στην επέκταση της λογικής του ΤΚ σε περισσότερους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (Mavroudeas & Papadatos 2018). Η πρώτη πτυχή αφορά το γενικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πιστωτική επέκταση εάν η παραγωγή υπεραξίας δεν επαρκεί για την αποπληρωμή των χρεών, ενώ η δεύτερη πτυχή δίνει έμφαση στη διαρθρωτική αλλαγή του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, ένα στεγαστικό δάνειο για κατοικία δεν είναι ΤΚ επειδή ο δανειολήπτης δεν αναμένει άμεσα ένα πλεόνασμα με το σπίτι. Αλλά μετά την κεφαλαιοποίηση των υποθηκών σε νέα περιουσιακά στοιχεία, τα χρήματα που προκαταβάλλονται για την αγορά αυτών των περιουσιακών στοιχείων γίνονται ΤΚ επειδή αναμένεται πλεόνασμα, και αυτά τα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν ακόμη περισσότερο για να δημιουργήσουν νέα ΤΚ. Έτσι, η λογική του ΤΚ επεκτείνεται σε τομείς και δραστηριότητες άσχετες με το ΤΚ πριν.

Με βάση μια τέτοια μαρξιστική κατανόηση της χρηματιστικοποίησης, οι μελετητές αμφισβητούν τη χρηματιστικοποίηση της ελληνικής οικονομίας (Mavroudeas 2014, Papadatos 2018). Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η εκτεταμένη επέκταση του ΤΚ απαιτεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα στο οποίο κυριαρχεί η σκιώδης τραπεζική, αλλά το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας εξακολουθεί να βασίζεται στις τράπεζες. Επιπλέον, τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν επίσης ότι το επίπεδο χρέους στην Ελλάδα δεν υπερέβαινε τον μέσο όρο της ΕΕ (Mavroudeas 2014). Συνεπώς, τείνουμε να συμφωνήσουμε ότι ίσως δεν είναι σκόπιμο να περιγράψουμε την ελληνική κρίση με τη χρηματιστικοποίηση. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι η συσσώρευση χρέους αποτελεί χαρακτηριστικό της ελληνικής κρίσης. Όπως υποδηλώνει η μαρξική θεωρία της χρηματοοικονομικής, η συσσώρευση χρέους είναι βιώσιμη μόνο όταν τα δανεικά χρήματα χρησιμοποιούνται σε παραγωγικές δραστηριότητες για να δημιουργήσουν αρκετή αξία και υπεραξία, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό θα συμβεί (Fine 2013). Με άλλα λόγια, το δανεισμένο χρήμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μη παραγωγικές δραστηριότητες ή ακόμη και στη συσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου για τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών φούσκων και της ανάπτυξης, έως ότου η απόκλιση μεταξύ της χρηματοπιστωτικής επέκτασης και της παραγωγής μετατραπεί τελικά σε κρίση. Πάνω απ’ όλα, η ανάλυση των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων θα πρέπει να ενσωματωθεί στη συζήτηση για τη γενική συνθήκη της παραγωγικής συσσώρευσης που καθορίζει την παραγωγή αξίας και υπεραξίας. Όσον αφορά την Ελλάδα, η διόγκωση του χρέους και η κερδοσκοπία στην αγορά μετοχών και ακινήτων αποτελούσαν πρωταρχικό χαρακτηριστικό πριν από την κρίση, γεγονός που τροφοδότησε την αστάθεια υπό συνθήκες αδύναμης παραγωγικής συσσώρευσης.

Επιπλέον, ως περιφερειακή χώρα, η ανάλυση της χρηματοπιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα θα πρέπει επίσης να ενταχθεί στη δομή πυρήνα-περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η βιβλιογραφία σχετικά με τη χρηματιστικοποίηση της περιφέρειας αναδεικνύει αυτή την πτυχή (Becker & Jäger 2012, Becker et al. 2010, Barradas et al. 2018). Αντιμέτωπες με διαρθρωτικούς περιορισμούς στη δομή πυρήνα-περιφέρειας, οι χώρες της περιφέρειας συνήθως φέρουν ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και μια επέκταση του χρέους που καθοδηγείται από εισροές κεφαλαίων από τον πυρήνα (Becker & Jäger 2012). Η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με παρόμοιες συνθήκες. Ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ελληνική κυβέρνηση καλωσόρισε τη χρηματοπιστωτική απελευθέρωση και μείωσε τις ρυθμίσεις για τα χρηματοοικονομικά. Αυτό εξυπηρετούσε δύο σκοπούς (Παγουλάτος 2014): ένα εργαλείο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού στο εσωτερικό και την εκπλήρωση των απαιτήσεων για την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο εξωτερικό. Ωστόσο, με την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα εγκλωβίστηκε στο κατώτερο άκρο του παγκόσμιου παραγωγικού δικτύου, όπως πολλές άλλες περιφερειακές χώρες (Becker et al. 2010). Πριν από την κρίση, η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας εμβάθυνε την ανισορροπία της ελληνικής οικονομίας, δημιούργησε ένα επίμονο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και επηρέασε αρνητικά την παραγωγική της συσσώρευση. Η εξωτερική ανισορροπία ανάγκασε την Ελλάδα να εξαρτάται όλο και περισσότερο από το εξωτερικό χρέος, αλλά αντιμέτωπη με ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο του ποσοστού κέρδους, τα χρήματα που δανείστηκαν πήγαν στην κατανάλωση, σε αγορές διαρκών αγαθών και σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες αντί για παραγωγική συσσώρευση (Gambarotto και Solari 2014), δημιουργώντας τελικά χρηματοπιστωτική αστάθεια.

Η επίμονη εξάρτηση από την εισροή κεφαλαίων άλλαξε σταδιακά τη δομή του χρέους (αναλογία εξωτερικού/εσωτερικού χρέους) της Ελλάδας, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει συστηματικούς κινδύνους (Bolton & Huang 2018). Πιο συγκεκριμένα, η εξωτερική χρηματοδότηση είναι πιο βολική, αλλά αυξάνει τον κίνδυνο χρεοκοπίας μιας χώρας. Η χρεοκοπία σε μεγάλη κλίμακα μπορεί να οδηγήσει σε κρατική χρεοκοπία με δυσμενείς συνέπειες για την οικονομία. Από την άλλη πλευρά, η εσωτερική χρηματοδότηση μπορεί να προκαλέσει πληθωρισμό. Μια σταθερή δομή χρέους απαιτεί ισορροπία μεταξύ των δύο, την οποία η Ελλάδα δεν μπόρεσε να επιτύχει χωρίς ενεργή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική ανεξάρτητη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, το εξωτερικό χρέος που ανέλαβε η Ελλάδα συνέχισε να συσσωρεύεται, μαζί με τους συστηματικούς κινδύνους του. Μόλις η ελληνική κυβέρνηση κρίθηκε ανίκανη να αποπληρώσει τα χρέη της, η εξωτερική χρηματοδότηση σταμάτησε ξαφνικά, εξαντλώντας την ταμειακή της ροή, γεγονός που κατέληξε στην κρίση δημόσιου χρέους.

Σχήμα 2. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για την Ελλάδα και τις τυπικές χώρες του πυρήνα της ΕΕ.
Πηγή: World Bank (2022b).
Σημείωση: Τα στοιχεία για την Ελλάδα για το 1998 λείπουν. Αντικαθίστανται από το μέσο όρο των ετών 1997 και 1999.

3.   Τάσεις του ποσοστού κέρδους στην Ευρώπη

3.1. Η επίδραση της διάρθρωσης πυρήνα-περιφέρειας στην Ελλάδα

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας παρεμποδίστηκε από τη δομή πυρήνα-περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αντικατοπτρίζεται άμεσα στο επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2, σε σύγκριση με δύο χώρες του πυρήνα, τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας ήταν πάντα ελλειμματικό από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η ανάπτυξη της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενέτεινε περαιτέρω το χάσμα μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αφού πλησίασε για λίγο το μηδέν το 1994, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας συνέχισε να αυξάνεται στο 15% του ΑΕΠ της πριν από το 2008, ενώ τόσο η Γερμανία όσο και οι Κάτω Χώρες παρουσίασαν αυξανόμενο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά την ίδια περίοδο. Μετά την κρίση, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας μειώθηκε ραγδαία λόγω της ταχείας μείωσης των εισαγωγών.

Η άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο αποτελεί βασικό μηχανισμό καταστολής της ανταγωνιστικότητας των περιφερειακών χωρών (Smith 2012). Για να μετρήσουμε την έκταση της άνισης ανταλλαγής, επεκτείνουμε την τρέχουσα βιβλιογραφία για να εκτιμήσουμε τη μεταφορά αξίας που ενσωματώνεται στο διεθνές εμπόριο μεταξύ της Ελλάδας και όλων των άλλων χωρών της ΕΕ (Tsaliki, Paraskevopoulou, & Tsoulfidis 2018), με βάση τον Παγκόσμιο Πίνακα Εισροών-Εκροών (Σ.τ.Μ., World Input-Output Tables (WIOT)) (Timmer et al. 2015). Η μεταφορά αξίας στο διεθνές εμπόριο είναι αποτέλεσμα της διαφοράς μεταξύ της εγχώριας αξίας εργασίας που ενσωματώνεται σε ένα δολάριο αγαθών από έναν κλάδο μιας χώρας με την αντίστοιχη διεθνή τιμή παραγωγής. Εάν η πρώτη είναι μεγαλύτερη, σημαίνει ότι η χώρα λαμβάνει μικρότερη αξία στο διεθνές εμπόριο σε σύγκριση με την εγχώρια αξία εργασίας της, γεγονός που συνεπάγεται εκροή αξίας. Παρουσιάζουμε τον λόγο μεταξύ της ατομικής αξίας εργασίας που ενσωματώνεται σε ένα δολάριο και της διεθνούς τιμής παραγωγής από διάφορους κλάδους στην Ελλάδα και τη Γερμανία (Σχήμα 3) για να απεικονίσουμε τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σχήμα 3. Λόγος μεταξύ της εγχώριας αξίας εργασίας και της διεθνούς τιμής παραγωγής που ενσωματώνεται σε ένα δολάριο από το 1995 έως το 2007 για τις βιομηχανίες στην Ελλάδα και τη Γερμανία.
Πηγή: World Input-Output Table (2013 version) και υπολογισμός των συγγραφέων.
Σημείωση: Η διακεκομμένη γραμμή δείχνει την ισοδυναμία μεταξύ της εγχώριας και της διεθνούς αξίας εργασίας που ενσωματώνεται σε ένα δολάριο. Μόνο οι πρώτοι δεκαέξι κλάδοι που περιλαμβάνονται στον WIOT προσδιορίζονται ως κλάδοι εμπορεύσιμων αγαθών (Tsaliki, Paraskevopoulou, & Tsoulfidis 2018).

Το αριστερό τμήμα του Σχήματος 3 δείχνει ότι από το 1995 έως το 2007, τα προϊόντα και των δεκαέξι κλάδων εμπορεύσιμων αγαθών στην Ελλάδα περιείχαν μεγαλύτερη εγχώρια εργασιακή αξία ενσωματωμένη σε ένα δολάριο αγαθών από τη διεθνή τιμή παραγωγής. Το δεξιό πάνελ δείχνει τις αντίθετες συνθήκες για τη Γερμανία. Έτσι, η Ελλάδα αντιμετώπισε εκροή αξίας στο εμπόριο με τη Γερμανία, και το αποτέλεσμα αυτό ευθυγραμμίζεται με όσα συζητήθηκαν παραπάνω. Συγκεντρώνοντας όλες τις εισροές και εκροές αξίας στο εμπόριο μεταξύ της Ελλάδας και όλων των άλλων μελών της ΕΕ, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα υπέφερε συνεχώς από καθαρή εκροή αξίας με συνολική κλίμακα μεταξύ 1,5% και 2,5% στο συνολικό προϊόν από το 1995 έως το 2007. Η επίμονη εκροή αξίας παρέχει πρόσθετες αποδείξεις για την αρνητική επίδραση της διάρθρωσης πυρήνα-περιφέρειας στη συσσώρευση κεφαλαίου της Ελλάδας (Mavroudeas & Paitaridis 2014a, Tsaliki, Paraskevopoulou, & Tsoulfidis 2018).

Η επίμονη ανισορροπία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μαζί με την εκροή αξίας δείχνει ότι η Ελλάδα απέτυχε να προωθήσει την ανταγωνιστικότητα ως περιφερειακή χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πριν από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 1981, η οικονομία της κυριαρχούνταν από επιχειρήσεις μικρού μεγέθους, αλλά λόγω της ισχυρής συσσώρευσης στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, υπήρχε μια συνεκτική παραγωγική δομή με αναπτυσσόμενους τομείς ενδιάμεσων και κεφαλαιουχικών αγαθών (Mavroudeas & Paitaridis 2014a). Όμως η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση σταμάτησε την περαιτέρω εξυγίανση των βιομηχανιών της Ελλάδας και η ανταγωνιστικότητά της άρχισε να μειώνεται. Η Ελλάδα εγκλωβίστηκε ουσιαστικά στην παραγωγή μικρής κλίμακας. Μεταξύ 1973 και 1988, οι επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 εργαζομένους απασχολούσαν το 42% της συνολικής απασχόλησης (Petrakos & Zikos 1996), ενώ ο αριθμός αυτός αυξήθηκε ακόμη και στο 57% το 2018 (European Commission 2018). Ωστόσο, η παραγωγή στην Ελλάδα επέστρεψε στους παραδοσιακούς τομείς και στους τομείς των καταναλωτικών αγαθών μετά τη δεκαετία του 1980, αντί να οικοδομήσει έναν ισχυρό εξαγωγικό τομέα βασισμένο στη μεταποίηση (Mavroudeas & Paitaridis 2014a)[7]. Έτσι, οι αδύναμοι εγχώριοι τομείς των ενδιάμεσων και κεφαλαιουχικών αγαθών αντικαταστάθηκαν γρήγορα από μαζικές εισαγωγές και στις εξαγωγές της Ελλάδας κυριάρχησαν οι πρώτες ύλες, τα ορυκτά και τα γεωργικά προϊόντα (Oelgemöller 2013).

Σχήμα 4. Ποσοστό κέρδους και ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας από το 1961 έως το 2016.
Πηγή: AMECO (2021a) και υπολογισμός των συγγραφέων.
Σημείωση: Η καθαρή προστιθέμενη αξία προέρχεται από την εγχώρια προστιθέμενη αξία (UVND). Το απόθεμα παγίου κεφαλαίου είναι από το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου (OKND). Τα αρχικά στοιχεία μετριούνται σε σταθερές τιμές, οπότε χρησιμοποιούμε τον δείκτη τιμών για τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου (PIGT) για να μετατρέψουμε τα στοιχεία σε τρέχουσες τιμές, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα στοιχεία μετριούνται σε τρέχουσες τιμές. Η εκτίμηση της αμοιβής εργασίας βασίζεται στην αμοιβή εργασίας για μισθωτούς (UWCD), αλλά λείπουν στοιχεία για τους αυτοαπασχολούμενους εργάτες. Έτσι, υποθέτουμε ισοδύναμο μέσο εισόδημα μεταξύ μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων εργατών. Η αποζημίωση εργασίας για μισθωτούς διαιρείται με το συνολικό αριθμό μισθωτών (NWTD) και στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται με τη συνολική απασχόληση (NETD) για να εκτιμηθεί η συνολική αποζημίωση εργασίας.

Συνοψίζοντας, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξασθένησε περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και επιδείνωσε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην ανάπτυξη. Η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε επίσης να αναδιαμορφώσει μια καλά λειτουργική εσωτερική θεσμική δομή μέσω αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων (Gkasis 2018- Kutlay 2018: 115-50). Οι αρνητικές επιπτώσεις της δομής πυρήνα-περιφέρειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην Ελλάδα αντικατοπτρίζονται περαιτέρω στη μακροπρόθεσμη τάση του ποσοστού κέρδους.

3.2. Ποσοστό κέρδους της Ελλάδας από το 1961 έως το 2016

Ακολουθώντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία, εκτιμούμε τώρα το ποσοστό κέρδους στην Ελλάδα για να αντικατοπτρίσουμε τη γενική κατάσταση της συσσώρευσης κεφαλαίου της (Basu 2013, Duménil & Lévy 2002, Economakis, Androulakis & Markaki 2014, Kliman 2009). Ο τύπος για τον υπολογισμό του ποσοστού κέρδους παρατίθεται παρακάτω, όπου Υ είναι η καθαρή προστιθέμενη αξία, W είναι η συνολική αμοιβή εργασίας, Κ είναι το απόθεμα πάγιου κεφαλαίου και Π είναι το κέρδος.

Το ποσοστό κέρδους στην Ελλάδα απεικονίζεται παράλληλα με την αύξηση του ΑΕΠ στο Σχήμα 4 και οι δύο μεταβλητές παρουσιάζουν συγχρονισμένη διακύμανση, διότι το ποσοστό κέρδους είναι η βασική μεταβλητή για τον προσδιορισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου. Με βάση τη βιβλιογραφία για την ιστορία της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης και την πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (Mavroudeas 2010, 2013), χωρίζουμε την περίοδο μεταξύ 1961 και 2016 σε τέσσερα μέρη[8]: τη χρυσή εποχή του ελληνικού καπιταλισμού από το 1961 έως το 1973, την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού μεταξύ 1973 και 1985, τη νεοφιλελεύθερη περίοδο μεταξύ 1985 και 2009 και την περίοδο της κρίσης χρέους μετά το 2009. Η Ελλάδα γνώριζε υψηλό ποσοστό κέρδους κατά τη χρυσή εποχή του καπιταλισμού, αλλά ο στασιμοπληθωρισμός ανέτρεψε αυτή την τάση. Στην επόμενη νεοφιλελεύθερη εποχή, το δραστικά μειωμένο ποσοστό κέρδους ανακάμπτει μόνο εν μέρει, γεγονός που υποδηλώνει τόσο το υπόβαθρο της κρίσης όσο και τα διαρθρωτικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα μετά την ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πίνακας 1. Μέσος ρυθμός μεταβολής του ποσοστού κέρδους και τρεις παράγοντες επιρροής στην Ελλάδα.

Πηγή: AMECO (2021a) και υπολογισμός των συγγραφέων.
Σημείωση: Η δυνητική παραγωγή εκτιμάται με βάση τα στοιχεία για το κενό του ΑΕΠ (AVGDGP). Σύμφωνα με τον ορισμό της AMECO, το κενό ΑΕΠ εκτιμάται διαιρώντας τη διαφορά μεταξύ πραγματικής και δυνητικής παραγωγής με τη δυνητική παραγωγή και πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα με το 100. Έτσι, μπορούμε να εκτιμήσουμε τη δυνητική παραγωγή και να εκτιμήσουμε περαιτέρω τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας και τον λόγο παραγωγικής ικανότητας/κεφαλαίου. Τα στοιχεία για το κενό του ΑΕΠ παρέχονται μόνο μετά το 1965, οπότε υποθέτουμε ότι ο συντελεστής χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας από το 1961 έως το 1964 ήταν 1. Ο ρυθμός μεταβολής που αναφέρεται στον πίνακα αρχίζει στην πραγματικότητα το 1965.

3.3. Η διακύμανση και η αποσύνθεση του ποσοστού κέρδους στην Ελλάδα

Ακολουθώντας την κλασική μέθοδο αποσύνθεσης τριών παραγόντων του Weisskopf (1979), αποσυνθέτουμε το ποσοστό κέρδους της Ελλάδας από το 1961 έως το 2016 ως το γινόμενο του μεριδίου κέρδους (Π/Y), της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας (Y/Y*) και του λόγου παραγωγικής ικανότητας/κεφαλαίου (Y*/K), όπου Y* είναι η δυνητική παραγωγή. Οι παράγοντες αυτοί αντανακλούν τη γενική κατάσταση της ταξικής πάλης, την αποτελεσματική ζήτηση (Σ.τ.Μ., effective demand) και την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, αντίστοιχα. Για να αναλύσουμε περαιτέρω τις διακυμάνσεις του ποσοστού κέρδους, μετατρέπουμε το ρυθμό μεταβολής του ποσοστού κέρδους στο άθροισμα των ρυθμών μεταβολής των τριών παραπάνω παραγόντων. Το αποτέλεσμα παρουσιάζεται στον Πίνακα 1.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ποσοστού κέρδους ήταν -0,8%. Διαπιστώνουμε ότι το ποσοστό κέρδους αυξάνεται και η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας μειώνεται αργά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο λόγος παραγωγική ικανότητα/κεφάλαιο παρουσίασε ταχύτερη μείωση και έτσι λειτούργησε ως σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας για το ποσοστό κέρδους. Κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής του καπιταλισμού στην Ελλάδα, το ποσοστό κέρδους αυξήθηκε ραγδαία, ενθαρρύνοντας την ενεργό συσσώρευση κεφαλαίου, την ταχεία οικονομική ανάπτυξη και την αναβάθμιση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Παρά τη μείωση του λόγου παραγωγικής ικανότητας/κεφαλαίου, το μερίδιο κέρδους και η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας αυξάνονταν ραγδαία. Η αύξηση του μεριδίου κέρδους μπορεί να αποδοθεί κυρίως στις πολιτικές υπέρ του κεφαλαίου που έλαβε το στρατιωτικό καθεστώς (1967-1974) για την καταστολή του εργατικού κινήματος και την ευνοϊκή μεταχείριση του κεφαλαίου στη διανομή του εισοδήματος (Maniatis & Passas 2013). Μεταξύ 1973 και 1985, με τον μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα και την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, το ποσοστό κέρδους στην Ελλάδα σημείωσε σημαντική μείωση κυρίως λόγω της μείωσης του μεριδίου κέρδους και του λόγου παραγωγικής ικανότητας/κεφαλαίου. H πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος αναζωογόνησε το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, οδηγώντας σε αύξηση του μεριδίου των εργαζομένων. Εν τω μεταξύ, σε αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που προέκυψαν από τις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, τόσο οι αριστερές όσο και οι δεξιές κυβερνήσεις υιοθέτησαν φιλοκεϋνσιανές πολιτικές, όπως η χρηματοδότηση έργων υποδομής μεγάλης κλίμακας που γρήγορα αύξησε την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Ωστόσο, οι μαζικές δημόσιες δαπάνες δεν κατάφεραν να διορθώσουν τον υπανάπτυκτο τρόπο παραγωγής που ήταν βαθιά ενσωματωμένος στην Ελλάδα (Mavroudeas 2013).

Στο τέλος της κρίσης του στασιμοπληθωρισμού, η Ελλάδα επέλεξε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ελπίζοντας να αποκαταστήσει την οικονομική ανάπτυξη και να λάβει στρατιωτική υποστήριξη λόγω της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας (Gkasis 2018). Ωστόσο, μεταξύ 1985 και 2009, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών επηρέασαν αρνητικά τη συσσώρευση κεφαλαίου της Ελλάδας και επιδείνωσαν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αργή και μερική αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους οφειλόταν κυρίως στην αύξηση του μεριδίου κέρδους και του λόγου δυναμικότητας/κεφαλαίου. Η αύξηση του μεριδίου κέρδους αποκάλυψε την ενίσχυση της εκμετάλλευσης των Ελλήνων εργαζομένων στο πλαίσιο της απελευθερωμένης αγοράς εργασίας. Ο αυξανόμενος λόγος παραγωγικής ικανότητας/κεφαλαίου αντανακλούσε τη διαρθρωτική μετατόπιση της αποβιομηχάνισης που προκλήθηκε από τη δομή πυρήνα-περιφέρειας και τις δυσκολίες συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα. Η αποβιομηχάνιση συνδέθηκε επίσης με τη μετανάστευση της μεταποίησης σε χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης (Mavroudeas και Paitaridis 2014α).

Μετά την έναρξη της κρίσης δημόσιου χρέους, το ποσοστό κέρδους της Ελλάδας σημείωσε εκ νέου κάμψη, με το μερίδιο κέρδους να αυξάνεται, ενώ η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας και ο λόγος παραγωγικής ικανότητας/κεφαλαίου μειώθηκαν. Οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις που συνδυάστηκαν με το πακέτο διάσωσης δεν αντιμετώπισαν τα προβλήματα της ανεργίας, οπότε τα ζητήματα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι συνέχισαν να επιδεινώνονται, αυξάνοντας το μερίδιο κέρδους. Επιπλέον, το μειωμένο εργατικό εισόδημα και το χαμηλό ποσοστό κέρδους συνέβαλαν στην ανεπαρκή συνολική ζήτηση τόσο στην κατανάλωση όσο και στις επενδύσεις, προκαλώντας σοβαρές δυσκολίες στην πραγματοποίηση της υπεραξίας και τη γρήγορη πτώση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας. Το μειωμένο εργατικό εισόδημα συνέβαλε επίσης σε υψηλότερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, ώστε να μειωθεί ο λόγος δυναμικότητας/κεφαλαίου. Συνολικά, το χαμηλό ποσοστό κέρδους στην Ελλάδα υποδηλώνει αδύναμη παραγωγική συσσώρευση, η οποία δημιούργησε το υπόβαθρο για την επέκταση του χρέους στην Ελλάδα (Dodig, Hein, & Detzer 2016).

4.    Χρέος Επέκταση της κρίσης στην Ελλάδα

4.1. Επέκταση του χρέους στην Ελλάδα

Για να μελετήσουμε τη δυναμική της επέκτασης του χρέους στην Ελλάδα, παρουσιάζουμε στους Πίνακες 2 και 3 πώς εξελίχθηκαν το συνολικό επίπεδο και οι κύριες συνιστώσες των τομεακών υποχρεώσεων. Για κάθε τομέα, αναφέρεται μόνο το είδος της υποχρέωσης που αποτελεί σημαντικό μερίδιο της συνολικής κλαδικής υποχρέωσης. Η γενική διάρθρωση του παθητικού ανά διαφορετικό τομέα στην Ελλάδα δείχνει ότι στην Ελλάδα εξακολουθούσε να κυριαρχεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα με βάση τις τράπεζες αντί για ένα σκιώδες τραπεζικό σύστημα (Papadatos 2018). Πρώτον, οι καταθέσεις αποτελούσαν πάντοτε το κυρίαρχο στοιχείο του συνολικού παθητικού για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, ενώ τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, τα δάνεια αποτελούσαν πάντοτε την κύρια πηγή πίστωσης. Αυτό είναι ένα τυπικό χαρακτηριστικό ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος που βασίζεται σε τράπεζες, με τις τράπεζες να είναι υπεύθυνες για την προσέλκυση καταθέσεων και την παροχή πιστώσεων με τη μορφή δανείων σε άλλους τομείς. Επιπλέον, η κατηγορία των χρηματοοικονομικών παραγώγων και των δικαιωμάτων προαίρεσης αγοράς μετοχών των εργαζομένων δεν αποτέλεσε ποτέ σημαντικό μέρος του συνολικού παθητικού σε κανέναν τομέα, γεγονός που υποδηλώνει την περιορισμένη επιρροή των χρηματοοικονομικών παραγώγων και τη μεγιστοποίηση των αξιών των μετόχων.

Αλλά η επέκταση του χρέους συνέβη και υπό ένα τέτοιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Για τα νοικοκυριά, το συνολικό χρέος ήταν 25% του ΑΕΠ το 2001 και αυξήθηκε στο 60% το 2009. Η αύξηση των υποχρεώσεων των νοικοκυριών οφειλόταν κυρίως στα δάνεια, το επίπεδο των οποίων ήταν 17% του ΑΕΠ το 2001, αλλά γρήγορα ανήλθε στο 52% το 2009, υποδηλώνοντας τριπλάσια αύξηση σε εννέα χρόνια. Ένα τέτοιο επίπεδο δανείων των νοικοκυριών ήταν συγκρίσιμο μεταξύ των χωρών της ΕΕ που βίωσαν την κρίση δημόσιου χρέους (Stockhammer 2014), αλλά το ποσοστό αποταμίευσης της Ελλάδας ήταν το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποδηλώνοντας ένα πολύ σοβαρότερο πρόβλημα υπερκατανάλωσης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών (αποταμίευση επί του διαθέσιμου εισοδήματος) κυμαινόταν μεταξύ 5 και 8% με πτωτική τάση τη δεκαετία του 2000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ο αριθμός κυμαινόταν κυρίως γύρω στο αρνητικό 1-4% την ίδια περίοδο στην Ελλάδα (ΕΛΣΤΑΤ 2022, ΟΟΣΑ 2021β). Σύμφωνα με τον ορισμό της αποταμίευσης των νοικοκυριών, ένα αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης σημαίνει ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα δεν ήταν αρκετό για να καλύψει τις καταναλωτικές τους δαπάνες χωρίς ταχεία αύξηση των χρεών. Το ταχέως αυξανόμενο χρέος των νοικοκυριών έγινε η ατμομηχανή της υψηλής κατανάλωσης και της συνολικής ζήτησης (Stockhammer 2014) και η κατανάλωση κυμάνθηκε γύρω στο 85% του ΑΕΠ μεταξύ 1995 και 2009, το οποίο ήταν το υψηλότερο μεταξύ των πέντε ευρωπαϊκών οικονομιών όπου εκδηλώθηκε η κρίση δημόσιου χρέους (World Bank 2022a).

Πίνακας 2. Το ποσοστό των κύριων συνιστωσών των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων επί του ΑΕΠ ανά τομέα στην Ελλάδα.

Πηγή: Bank of Greece (2022a) και υπολογισμός των συγγραφέων.
Σημείωση: HH=νοικοκυριά, GOV=γενική κυβέρνηση, NFC=μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, FC=χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

Πίνακας 3. Το ποσοστό των εξωτερικών υποχρεώσεων στις κύριες συνιστώσες των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων ανά τομέα στην Ελλάδα.

Πηγή: Bank of Greece (2022a) και υπολογισμός των συγγραφέων.
Σημείωση: HH=νοικοκυριά, GOV=γενική κυβέρνηση, NFC=μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, FC=χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

 

Για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, υπήρξε περιορισμένη αύξηση του χρέους. Το επίπεδο του συνολικού χρέους επί του ΑΕΠ του τομέα ήταν 128% το 2001 και 146% το 2007. Λίγο πριν από την κρίση, ο αριθμός αυτός παρουσίασε μάλιστα δραστική μείωση στο 107% το 2009. Ταυτόχρονα, τα επίπεδα των δανείων, των εισηγμένων μετοχών και των μη εισηγμένων μετοχών παρουσίασαν πολύ περιορισμένες μεταβολές στη δεκαετία του 2000, ενώ η κρίση έκανε την κατοχή μετοχών των εταιρειών να συρρικνωθεί περαιτέρω. Φαίνεται ότι η συσσώρευση χρέους δεν ήταν σημαντική για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και το εξωτερικό χρέος δεν ήταν ποτέ κυρίαρχο τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τον Πίνακα 3, τα μερίδια των εξωτερικών πηγών τόσο στο συνολικό παθητικό όσο και στα δάνεια ξεπέρασαν το 10% μόνο το 2009 για τα νοικοκυριά, ενώ οι ίδιες μετρήσεις για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν ξεπέρασαν ποτέ το 25%. Οι εξωτερικές συνιστώσες στις εισηγμένες μετοχές των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν από περίπου 20 τοις εκατό το 2001 σε περίπου 50 τοις εκατό πριν από την κρίση, αλλά η απόλυτη κλίμακα των εισηγμένων μετοχών στο συνολικό παθητικό ήταν περιορισμένη. Ο Πίνακας 2 συνοψίζει αυτά τα ευρήματα.

Το ελληνικό δημόσιο είναι ο τομέας που έδειξε έντονη αστάθεια στην εξέλιξη του χρέους του. Η ευθραυστότητα δεν έγκειται μόνο στην αύξηση του απόλυτου επιπέδου του χρέους, αλλά και στη συσσώρευση εξωτερικού χρέους. Το επίπεδο του συνολικού χρέους στην Ελλάδα παρουσίασε περιορισμένη αύξηση από 125% έως 148% μεταξύ 2001 και 2009, ενώ τα χρεόγραφα παρουσίασαν ισχυρότερη αύξηση από 87% έως 102%. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση στηρίχθηκε περισσότερο στην εξωτερική χρηματοδότηση λόγω της ολοκληρωμένης χρηματοπιστωτικής αγοράς της ΕΕ. Η εξωτερική συνιστώσα των χρεογράφων ήταν 45% το 2001, ενώ αυξήθηκε σε 74% το 2009 και οδήγησε στην αύξηση της εξωτερικής συνιστώσας στο συνολικό παθητικό της κυβέρνησης. Επιπλέον, η κρίση επέφερε μια διαρθρωτική αλλαγή στο παθητικό της ελληνικής κυβέρνησης. Πριν από την κρίση, τα δάνεια είχαν μόνο πολύ μικρή κλίμακα σε σύγκριση με το ΑΕΠ και συνέχισαν να μειώνονται, υποδηλώνοντας μια ισχυρότερη εξάρτηση της ελληνικής κυβέρνησης από τα χρεόγραφα. Όμως, μετά την κρίση, η χρηματοδότηση με χρεόγραφα μειώθηκε δραστικά και η κλίμακα των δανείων εκτοξεύτηκε στο 134% το 2013, με το 94% να είναι εξωτερικά δάνεια. Αυτό ήταν ένα αποτέλεσμα που επέφερε το σχέδιο διάσωσης για την Ελλάδα, αλλά το υψηλό επίπεδο χρέους δεν ανακουφίστηκε, γεγονός που έγινε ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα παγιδεύτηκε στην κρίση.

Για τη στήριξη της επέκτασης του χρέους, το συνολικό παθητικό των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αυξήθηκε σημαντικά από 178 σε 255 τοις εκατό του ΑΕΠ μεταξύ 2001 και 2009. Λόγω της τραπεζικής δομής του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ελλάδας, οι καταθέσεις ήταν η κύρια πηγή κεφαλαίων, το επίπεδο των οποίων αυξήθηκε από 121 σε 213% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Όπως δείχνει ο Πίνακας 3, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν βασίζονταν σημαντικά σε εξωτερικά κεφάλαια, με τις εξωτερικές συνιστώσες να αυξάνονται σταθερά και να φτάνουν λίγο πάνω από το 30% του συνολικού παθητικού και των καταθέσεων πριν από την κρίση.

Συνολικά, εκτός από τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, οι οικονομικοί τομείς στην Ελλάδα είχαν βιώσει επέκταση του χρέους πριν από την κρίση και υπήρξε γενική αύξηση των εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης. Ωστόσο, σε σύγκριση με άλλους τομείς των οποίων η εξωτερική έκθεση ήταν μάλλον περιορισμένη, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους του ελληνικού δημοσίου χρηματοδοτήθηκε εξωτερικά. Ανιχνεύοντας την προέλευση των εξωτερικών κεφαλαίων για την Ελλάδα, η επιρροή της δομής πυρήνα-περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν σημαντική, καθώς οι χώρες του πυρήνα της ΕΕ ήταν οι κύριοι πάροχοι κεφαλαίων. Μεταξύ 2001 και 2008, πάνω από το 70% του συνολικού εξωτερικού χρέους της Ελλάδας προμηθεύτηκε από τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ (ΔΝΤ 2021). Λόγω της τραπεζικής δομής της ελληνικής οικονομίας, τα κεφάλαια προς την Ελλάδα περνούσαν κυρίως μέσω των σχετικών τραπεζών από τις χώρες του πυρήνα, ιδίως τη Γερμανία (Lapavitsas et al. 2010).

4.2. Διαρθρωτικά προβλήματα στην παραγωγική συσσώρευση της Ελλάδας.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η διόγκωση του χρέους είναι προβληματική όταν τα χρήματα που δανείζονται δεν χρησιμοποιούνται για την παραγωγική συσσώρευση, διότι δεν θα δημιουργηθεί αρκετή αξία και υπεραξία στο μέλλον για να εκπληρωθούν αυτά τα χρέη και οι τόκοι. Με ένα επίμονα χαμηλό ποσοστό κέρδους, προέκυψαν διαρθρωτικά προβλήματα στην παραγωγική συσσώρευση της Ελλάδας που τελικά συνέβαλαν στην έκρηξη της κρίσης.

Σχήμα 5. Σχηματισμός παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα.
Πηγή: AMECO (2021a) και υπολογισμός των συγγραφέων.

Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις είναι ο κύριος μοχλός της παραγωγικής συσσώρευσης, αλλά στην Ελλάδα δεν αξιοποίησαν πλήρως τα κεφάλαια που ήταν διαθέσιμα για την παραγωγική συσσώρευση. Το πρόβλημα αντικατοπτρίστηκε εν μέρει στην επίμονη καθαρή θέση δανεισμού των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Συνήθως, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να έχουν καθαρή θέση δανεισμού, επειδή χρειάζονται άλλες πηγές κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων εκτός από τις κλαδικές αποταμιεύσεις. Η πρόσφατη βιβλιογραφία, ωστόσο, έχει επισημάνει ότι οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν γίνει καθαροί δανειολήπτες σε ορισμένες ανεπτυγμένες χώρες, γεγονός που συνήθως συνδέεται με τη μείωση των επενδύσεων (De Souza & Epstein 2014- Barbosa-Filho et al. 2008), γεγονός που υποδηλώνει αδύναμη παραγωγική συσσώρευση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κλίμακα του καθαρού δανεισμού των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα συνέχισε να αυξάνεται από 0,4% έως 6,5% του ΑΕΠ (ΕΛΣΤΑΤ 2022), υποδηλώνοντας τη γρήγορη αύξηση των αχρησιμοποίητων κεφαλαίων στον τομέα. Η διάρθρωση του χρηματοοικονομικού ενεργητικού των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα αποδεικνύει περαιτέρω αυτό το σημείο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το μερίδιο του συναλλάγματος και των καταθέσεων στο σύνολο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του τομέα παρέμεινε πάνω από το 50% από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ο αριθμός αυτός ήταν ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ, εκτός από μερικά χρόνια (Eurostat 2022b). Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι τα κεφάλαια των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιήθηκαν ούτε για παραγωγική συσσώρευση ούτε επενδύθηκαν σε άλλες μορφές χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, εκτός από τις καταθέσεις.

Τα διαρθρωτικά προβλήματα της παραγωγικής συσσώρευσης αντικατοπτρίζονται άμεσα στη μακροχρόνια πτωτική τάση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα. Το Σχήμα 5 δείχνει ότι ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου της Ελλάδας συνέχισε να αυξάνεται κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής σε περίπου 35% του ΑΕΠ, αλλά μειώθηκε γρήγορα μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εν μέσω του χαμηλού ποσοστού κέρδους στη νεοφιλελεύθερη εποχή, η συσσώρευση κεφαλαίου επιβραδύνθηκε, με το ποσοστό αυτό να κυμαίνεται γύρω στο 20-25%, πολύ κάτω από το επίπεδο της χρυσής εποχής. Η επιβράδυνση της παραγωγικής συσσώρευσης επέφερε διαρθρωτικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία. Στο αριστερό τμήμα του Σχήμα 6 παρουσιάζεται η διάρθρωση του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η μεταποίηση, ο βασικός κλάδος που παράγει νέα αξία, απέκτησε μόνο ένα πολύ μικρό μερίδιο (κάτω από το 10%) του συνολικού σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου μεταξύ 1995 και 2017, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο του 4% το 2007. Εν τω μεταξύ, ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε ακίνητα παρέμεινε γύρω στο 40% του συνολικού σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου και δεν μειώθηκε μέχρι την έναρξη της κρίσης. Οι χαμηλές επενδύσεις στη μεταποίηση και οι υψηλές επενδύσεις σε ακίνητα παρέχουν περαιτέρω στοιχεία για την ανεπάρκεια της παραγωγικής συσσώρευσης και υποδηλώνουν μια πιθανή φούσκα ακινήτων κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Η διαρθρωτική αλλαγή των επενδύσεων επηρέασε επίσης τη διάρθρωση της απασχόλησης. Όπως φαίνεται στο δεξιό τμήμα του Σχήμα 6, οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση αποτελούσαν μειούμενο μερίδιο στη συνολική απασχόληση, από 12,7% το 1998 σε 8,6% το 2018. Εν τω μεταξύ, οι θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών αυξήθηκαν γρήγορα από το 50 τοις εκατό στο 66 τοις εκατό, ενώ οι θέσεις εργασίας στον τομέα της γεωργίας παρέμειναν πάνω από το 10 τοις εκατό. Πρόκειται για την αποβιομηχάνιση που βιώνει η Ελλάδα λόγω της ανεπαρκούς παραγωγικής συσσώρευσης. Συνολικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η επέκταση του χρέους της Ελλάδας δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη παραγωγική συσσώρευση. Μακροπρόθεσμα, η απόκλιση των δύο πλευρών έγινε η άμεση αιτία της ελληνικής κρίσης.

Σχήμα 6. Τομεακά μερίδια σχηματισμού παγίου κεφαλαίου και απασχόλησης στην Ελλάδα.
Πηγή: ΟΟΣΑ (2021α, 2022).

Σχήμα 7. Δείκτης τιμών ακινήτων και χρηματιστηρίου στην Ελλάδα.
Πηγή: Bank of Greece (2022b) and Yahoo! Finance (2022).

4.3. Το ξέσπασμα της κρίσης.

Εκτός από τη στήριξη της κατανάλωσης των νοικοκυριών και των κρατικών δαπανών, η επέκταση του χρέους μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη σε μια περίοδο ακόμη και χωρίς επαρκή παραγωγική συσσώρευση λόγω της αύξησης των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Το Σχήμα 7 απεικονίζει τη διακύμανση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύονται από τον δείκτη τιμών των ακινήτων και τον δείκτη τιμών των μετοχών στην Ελλάδα. Το 1994, ο δείκτης ακινήτων ήταν μόλις 76,1 (με δείκτη = 100 το 1997), αλλά ανήλθε σε 261 το 2008, λίγο πριν από την κρίση, σημειώνοντας αύξηση 3,4 φορές σε 14 χρόνια. Η επέκταση του χρέους των νοικοκυριών και η ευημερία στην αγορά ακινήτων αλληλοενισχύθηκαν κατά την περίοδο αυτή. Εν τω μεταξύ, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά γνώρισε επίσης δύο γύρους ταχείας ανάπτυξης. Ο πρώτος γύρος έλαβε χώρα μεταξύ των τελών του 1996 και του 1999, με τον χρηματιστηριακό δείκτη να αυξάνεται από περίπου 1.000 σε 5.700. Αφού υποχώρησε σε περίπου 1.400 στις αρχές του 2003, ανέκαμψε και πάλι σε 5.300 τον Σεπτέμβριο του 2007. Αν και η παραγωγική συσσώρευση ήταν αδύναμη στην Ελλάδα, υπό τις συνθήκες της αύξησης των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, η επέκταση του χρέους συνέβαλε στην ενίσχυση της ζήτησης και της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις συνέβαλαν στη διατήρηση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας βραχυπρόθεσμα.

Ωστόσο, ο τρόπος ανάπτυξης στην Ελλάδα δεν ήταν βιώσιμος μακροπρόθεσμα. Καθώς η επέκταση του χρέους απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την παραγωγική συσσώρευση, η Ελλάδα άρχισε να αντιμετωπίζει ολοένα και μεγαλύτερους συστηματικούς κινδύνους. Ως απάντηση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο τουρισμός και η ναυτιλία, οι πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, υπέστησαν μεγάλη ζημιά. Ως αποτέλεσμα, όταν η νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι αναθεωρεί την πρόβλεψη για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 από 3,7% σε 12,5% του ΑΕΠ, η διεθνής χρηματοπιστωτική αγορά αντέδρασε με αυξανόμενη καχυποψία για την ικανότητα πληρωμών της. Οι αξιολογήσεις των ελληνικών κρατικών χρεών μειώθηκαν, περιορίζοντας περαιτέρω την πρόσβαση της ελληνικής κυβέρνησης σε εξωτερικά κεφάλαια. Η ξαφνική διακοπή της επέκτασης του χρέους είχε ως αποτέλεσμα τη διάσπαση των αλυσίδων χρέους. Ο κίνδυνος μεταφέρθηκε και σε άλλες κεφαλαιαγορές, καθώς οι τιμές των μετοχών και των ακινήτων άρχισαν να πέφτουν. Τελικά, η συσσώρευση με γνώμονα το χρέος δεν μπορούσε πλέον να διατηρηθεί και η κρίση ξεδιπλώθηκε.

Η Ελλάδα οδηγήθηκε σε βαθιά ύφεση, με αρνητικό μέσο ρυθμό ανάπτυξης -6% από το 2009 έως το 2013. Το ποσοστό ανεργίας έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα, περίπου 27,5 τοις εκατό το 2013. Η βαθιά ύφεση και τα περιορισμένα περιθώρια για αποτελεσματικές πολιτικές ανάγκασαν την Ελλάδα να καταφύγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την επίλυση της κρίσης. Η ” Τρόικα” που αποτελείται από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ δρομολόγησε τρεις γύρους σχεδίων διάσωσης για την Ελλάδα ως απάντηση στην κρίση. Τα σχέδια της Τρόικας ήταν ωστόσο έντονα προκυκλικά, χωρίς τις κατάλληλες διαδικασίες για την ανακούφιση της Ελλάδας από την κρίση (Mavroudeas 2017), και τα κεφάλαια που δόθηκαν στην Ελλάδα μετατράπηκαν σε μακροπρόθεσμα χρέη της κυβέρνησης, ωθώντας τον λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ στο 177% μέχρι το 2013, όπως φαίνεται στον Πίνακας 2. Επιπλέον, το πρόγραμμα διάσωσης επέβαλε περαιτέρω λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση των αγορών εργασίας και μείωση των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα (Hermann 2014, Kennedy 2016, Lapavitsas 2019). Οι μειωμένοι μισθοί και οι σκληρές πολιτικές λιτότητας αποδείχθηκαν αντιπαραγωγικές. Δεν προώθησαν την ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά μάλλον οδήγησαν σε άλλους κινδύνους χρέους, αποπληθωρισμό, γενική δυστυχία του πληθυσμού και φτωχοποίηση της εργατικής τάξης (Panagiotou 2017, Lapavitsas 2019). Το σχέδιο διάσωσης της Τρόικας παρέτεινε την ελληνική κρίση και η Ελλάδα δεν βγήκε ποτέ πραγματικά από την κρίση μέχρι το απροσδόκητο σοκ που προκάλεσε η πανδημία COVID-19

5.   Συμπεράσματα

Σε αυτό το άρθρο, συνδυάζουμε τρία σκέλη της ετερόδοξης και μαρξιστικής βιβλιογραφίας για την ελληνική κρίση για να κατασκευάσουμε ένα συνθετικό πλαίσιο. Ενσωματώνουμε τη συσσώρευση κεφαλαίου της Ελλάδας στην άνιση δομή πυρήνα-περιφέρειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποθάρρυναν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και περιόρισαν το περιθώριο πολιτικής για την αντιστροφή της τάσης, γεγονός που επηρέασε αρνητικά τη συσσώρευση κεφαλαίου της. Ως κύριος δείκτης συσσώρευσης κεφαλαίου, το ποσοστό κέρδους της Ελλάδας ανέκαμψε μόνο εν μέρει στη νεοφιλελεύθερη εποχή μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο ποσοστού κέρδους υποδηλώνει αδύναμη παραγωγική συσσώρευση. Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα ξεκίνησε τη χρηματοπιστωτική απελευθέρωση για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγώντας σε μια εποχή συσσώρευσης μέσω του χρέους. Η κλίμακα του συνολικού χρέους στην Ελλάδα αυξανόταν συνεχώς και το συσσωρευμένο εξωτερικό χρέος της ελληνικής κυβέρνησης έγινε παράγοντας κινδύνου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η χρηματοπιστωτική αγορά ευημερούσε με συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, αλλά η αδύναμη παραγωγική συσσώρευση πυροδότησε την κρίση όταν η διεθνής αγορά έχασε την εμπιστοσύνη της στην Ελλάδα. Το σχέδιο διάσωσης της Τρόικας επέβαλε αυστηρή λιτότητα και περαιτέρω απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που παρέτεινε τα δεινά της Ελλάδας, ιδίως για την εργατική τάξη.

Δήλωση συγκρουόμενων συμφερόντων

Ο/οι συγγραφέας/ες δεν δήλωσε/αν καμία πιθανή σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με την έρευνα, τη συγγραφή ή/και τη δημοσίευση αυτού του άρθρου.

Χρηματοδότηση

Ο συγγραφέας (οι συγγραφείς) αποκάλυψε (αποκάλυψαν) τη λήψη της ακόλουθης οικονομικής υποστήριξης για την έρευνα, συγγραφή ή/και δημοσίευση αυτού του άρθρου: Η παρούσα έρευνα χρηματοδοτείται από ένα σημαντικό έργο των Εθνικών Ιδρυμάτων Κοινωνικών Επιστημών της Κίνας (επιχορήγηση αριθ. 21&ZD070) και από το δημοτικό ταμείο του Πεκίνου για την οικοδόμηση πανεπιστημίων (πειθαρχιών) παγκόσμιας κλάσης του Πανεπιστημίου Renmin της Κίνας.

Βιογραφίες συγγραφέων

Ο Fusheng Xie είναι ερευνητής στο Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού με Κινεζικά Χαρακτηριστικά και καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Renmin της Κίνας.

Ο Jiateng Wang είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης- Amherst.

Ο Zhi Li είναι επίκουρος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Renmin της Κίνας.

Σημειώσεις

[1] Θα έπρεπε να υπάρχουν και χώρες της ημιπεριφέρειας, αλλά για τους σκοπούς του άρθρου και λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα της ΕΕ, συζητάμε μόνο για τις χώρες του πυρήνα και της περιφέρειας.

[2]Η μαρξιστική ανάλυση της ελληνικής κρίσης που δίνει έμφαση στη μελέτη της μακροχρόνιας κίνησης του ποσοστού κέρδους έχει κοινά χαρακτηριστικά με το δικό μας πλαίσιο, με εξαίρεση τη μελέτη των Tsoulfidis & Tsaliki (2014), η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στη συζήτηση του ποσοστού κέρδους και δεν το συσχετίζουν περαιτέρω με τους εξωτερικούς παράγοντες και τη χρηματοπιστωτική πτυχή της ελληνικής κρίσης. Η μελέτη των Economakis, Androulakis & Markaki (2014) συσχετίζει την πτώση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και το εξωτερικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και της ΟΝΕ, που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αλλά δεν έχουν συμπεριλάβει τη συζήτηση για τους λεπτομερείς μηχανισμούς αυτής της διαδικασίας και αδυνατούν να συσχετίσουν το αδύναμο ποσοστό κέρδους με τη χρηματοοικονομική πτυχή της ελληνικής κρίσης. Οι μελέτες των Μανιάτη και Πασσά (2013, 2014) συζητούν με μεγαλύτερη σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους η συσσώρευση χρέους στην Ελλάδα δεν ήταν βιώσιμη, αλλά δεν δίνουν έμφαση στον εξωτερικό περιορισμό που αντιμετώπισε η Ελλάδα. Η μελέτη των Mavroudeas & Paitaridis (2014a) τονίζει ότι η δομή πυρήνα-περιφέρειας της ΕΕ εμπόδισε την ελληνική οικονομία και επισημαίνει ότι το χρηματοπιστωτικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν ενσωματωμένο στην αδύναμη παραγωγική ικανότητα της Ελλάδας, αλλά δεν συζητούν λεπτομερώς τη σχέση μεταξύ παραγωγής και χρηματοπιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα. Η σύντομη επισκόπηση των σχετικών μελετών δείχνει ότι έχουμε την πιο ολοκληρωμένη μελέτη της ελληνικής κρίσης που συσχετίζει όλα τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κρίσης σε ένα πλαίσιο.

[3] Η Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στο 98% της γραμμής βάσης το 1992. Η Γαλλία ήταν στο 99 τοις εκατό της γραμμής βάσης το 2016. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020, αλλά λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό πλαίσιο του παρόντος άρθρου, εξακολουθούμε να θεωρούμε το Ηνωμένο Βασίλειο ως μέλος της ΕΕ.

[4] Λόγω της πρωταρχικής εστίασης του άρθρου, εστιάζουμε κυρίως στις οικονομικές πτυχές των θεσμών στην ΕΕ. Μια πλήρης συζήτηση σχετικά με τους θεσμούς στην ΕΕ ξεφεύγει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου, αλλά εκτός από την καθαρά οικονομική προοπτική, θα πρέπει να τονιστούν δύο χαρακτηριστικά σχετικά με την ΕΕ. Πρώτον, η ΕΕ συγκροτείται από μια σειρά θεσμών που καθιστούν την ΕΕ με χαρακτηριστικά κράτους σε σύγκριση με άλλους διεθνείς οργανισμούς, ακόμη και χωρίς μονοπώλιο στη χρήση νόμιμης βίας (Böröcz and Sarkar 2005). Μια ευδιάκριτη εκδήλωση αυτών των κρατικών χαρακτηριστικών είναι η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προτείνει την επιβολή νόμων στις χώρες μέλη. Δεύτερον, παρόλο που συζητάμε κυρίως πώς οι θεσμοί της ΕΕ ωφελούν τις χώρες του πυρήνα, η εξέλιξη της ΕΕ καθοδηγείται από συγκρούσεις εθνικών συμφερόντων, ιδίως μεταξύ των χωρών του πυρήνα. Για παράδειγμα, η Γαλλία και η Γερμανία είχαν συγκρουόμενα συμφέροντα σχετικά με το αν θα έπρεπε να υπάρχει έλεγχος των δημόσιων δαπανών και συντονισμός της οικονομικής πολιτικής (Sepos 2016).

[5] Ο μέσος όρος των επιδοτήσεων για τις εξαγωγές της Ελλάδας προς τις χώρες της ΕΕ έφτανε το 55%, ενώ όλες αυτές οι επιδοτήσεις καταργήθηκαν σταδιακά αργότερα μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ. Η πλήρης ακύρωση έγινε το 1991 (Koukouritakis 2005).

[6] Προφανώς, η μακροχρόνια επίδραση της κρίσης δημόσιου χρέους και το απροσδόκητο σοκ της πανδημίας COVID-19 κλόνισαν τον αυστηρό κανόνα που ακολουθούσε η ΕΚΤ. Για να διατηρήσει την οικονομία της ΕΕ σε καλό δρόμο, η ΕΚΤ συμμετείχε σε μεγαλύτερο βαθμό στην αγορά κρατικών ομολόγων. Βλέπε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (2015, 2020).

[7] Ο τουρισμός και η ναυτιλία είναι δύο υποστηρικτικοί κλάδοι στη σημερινή οικονομική δομή της Ελλάδας. Ωστόσο, η ευημερία αυτών των δύο κλάδων σχετίζεται περισσότερο με τις ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες της Ελλάδας και δεν θα αλλάξουν την κατάσταση της Ελλάδας ως περιφερειακής χώρας.

[8] Οι σχετικές έρευνες θεωρούν το 1985 ως το έτος κατά το οποίο η Ελλάδα ξεκίνησε πραγματικά τη νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση και άρχισε να ενσωματώνεται βαθιά στην ΕΕ, οπότε το 1985 προσδιορίζεται ως η αρχή του νεοφιλελευθερισμού για την Ελλάδα αντί για τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Αναφορές

 AMECO. 2021a. AMECO Online. Accessed at: https://dashboard.tech.ec.europa.eu/qs_digit_dashboard_mt/public/sense/app/667e9fba-eea7-4d17-abf0-ef20f6994336/sheet/f38b3b42-402c-44a8-9264-9d422233add2/state/analysis/.

———. 2021b. Gross Domestic Product per Head of Population. Accessed at: https://dashboard.tech.ec.europa.eu/qs_digit_dashboard_mt/public/sense/app/667e9fba-eea7-4d17-abf0-ef20f6994336/sheet/2f9f3ab7-09e9-4665-92d1-de9ead91fac7/state/analysis.

Arrighi, Giovanni. 1990. The three hegemonies of historical capitalism. Review (Fernand Braudel Center) 13 (3): 365–408.

Arrighi, Giovanni, Beverly Silver, and Benjamin Brewer. 2003. Industrial convergence, globalization, and the persistence of the North-South divide. Studies in Comparative International Development 38 (1): 3–31.

Babones, Salvatore. 2015. What is world-systems analysis? Distinguishing theory from perspective. Thesis Eleven 127 (1): 3–20.

Bank of Greece. 2022a. Financial Accounts. Accessed at: https://www.bankofgreece.gr/en/statistics/financial-accounts.

———. 2022b. Real Estate Market. Accessed at: https://www.bankofgreece.gr/en/statistics/real-estate-market.

Barbosa-Filho, Nelson, Codrina Rada von Arnim, Lance Taylor, and Luca Zamparelli. 2008. Cycles and trends in US net borrowing flows. Journal of Post Keynesian Economics 30 (4): 623–48.

Barradas, Ricardo, Sérgio Lagoa, Emanuel Leão, and Ricardo Mamede. 2018. Financialization in the European periphery and the sovereign debt crisis: The Portuguese case. Journal of Economic Issues 52 (4): 1056–83.

Basu, Deepankar. 2013. Replacement versus historical cost profit rates: What is the difference? When does it matter? Metroeconomica 64 (2): 293–318.

Becker, Joachim, and Johannes Jäger. 2012. Integration in crisis: A regulationist perspective on the interaction of European varieties of capitalism. Competition & Change 16 (3): 169–87.

Becker, Joachim, Johannes Jäger, Bernhard Leubolt, and Rudy Weissenbacher. 2010. Peripheral financialization and vulnerability to crisis: A regulationist perspective. Competition & Change 14 (3–4): 225–47.

Becker, Joachim, Johannes Jäger, and Rudy Weissenbacher. 2015. Uneven and dependent development in Europe: The crisis and its implications. In Asymmetric Crisis in Europe and Possible Futures, eds. Johannes Jäger and Elisabeth Springler, 101–17. London: Routledge

Bellofiore, Riccardo. 2013. “Two or three things I know about her”: Europe in the global crisis and heterodox economics. Cambridge Journal of Economics 37 (3): 497–512.

Bellofiore, Riccardo, Francesco Garibaldo, and Joseph Halevi. 2011. The global crisis and the crisis of European neomercantilism. Socialist Register 47 (1): 121–46.

Bolton, Patrick, and Haizhou Huang. 2018. The capital structure of nations. Review of Finance 22 (1): 45–82.

Böröcz, József, and Mahua Sarkar. 2005. What is the EU? International Sociology 20 (2): 153–73.

Bukharin, Nikolaĭ. 1929. Imperialism and World Economy. New York: International Publishers.

Chang, Ha-Joon. 2002. Kicking away the Ladder: Development Strategy in Historical Perspective. London: Anthem.

Chase-Dunn, Christopher. 1981. Interstate system and capitalist world-economy: One logic or two? International Studies Quarterly 25 (1): 19–42.

Chase-Dunn, Christopher, and Peter Grimes. 1995. World-systems analysis. Annual Review of Sociology 21 (1): 387–417.

De Souza, Joao Paulo, and Gerald Epstein. 2014. Sectoral Net Lending in Six Financial Centers. Political Economy Research Institute Working Paper no. 346. Amherst, MA: PERI. Accessed at: https://peri.umass.edu/publication/item/570-sectoral-net-lending-in-six-financial-centers.

Dodig, Nina, Eckhard Hein, and Daniel Detzer. 2016. Financialization and the financial and economic crises: Theoretical framework and empirical analysis for 15 countries. In Financialization and the

Financial and Economic Crises, eds. Eckhard Hein, Daniel Detzer, and Nina Dodig, 1–41. Cheltenham, UK: Edward Elgar.

Dooley, Neil. 2019. Who’s afraid of the big bad wolf? Rethinking the core and periphery in the Eurozone crisis. New Political Economy 24 (1): 62–88.

Duménil, Gérard, and Dominique Lévy. 2002. The profit rate: Where and how much did it fall? Did it recover? (USA 1948–2000). Review of Radical Political Economics 34 (4): 437–61.

Economakis, George, George Androulakis, and Maria Markaki. 2014. Profitability and crisis in the Greek economy (1960–2012). In Greek Capitalism in Crisis: Marxist Analyses, ed. Stavros Mavroudeas, 130–52. London: Routledge.

ELSTAT. 2022. Annual Non-financial Sector Accounts. Accessed at: https://www.statistics.gr/en/statistics/eco.

Emmanuel, Arghiri. 1972. Unequal Exchange. New York: Monthly Review Press.

Epstein, Gerald. 2005. Introduction: Financialization and the world economy. In Financialization and the World Economy, ed. Gerald Epstein, 3–16. Cheltenham, UK: Edward Elgar.

EUR-Lex. 2008. Consolidated Version of the Treaty on the Functioning of the European Union. Accessed at: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/HTML/?uri=CELEX:12008E106 and https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/HTML/?uri=CELEX:12008E107.

European Central Bank. 2015. ECB Announces Expanded Asset Purchase Programme. Frankfurt: ECB. Accessed at: https://www.ecb.europa.eu/press/pr/date/2015/html/pr150122_1.en.html.

———. 2020. Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP). Frankfurt: ECB. Accessed at: https://www.ecb.europa.eu/mopo/implement/pepp/html/index.en.html.

European Commission. 2018. 2018 SBA Fact Sheet. Brussels: European Commission. Accessed at: https://www.ggb.gr/sites/default/files/basic-page-files/Greece%20-%202018%20Fact%20Sheet.pdf.

———. 2020. Fact Check on the EU Budget. Brussels: European Commission. Accessed at: https://ec.europa.eu/info/strategy/eu-budget/eu-budget-added-value/fact-check_en.

Eurostat. 2022a. Average Number of Usual Weekly Hours of Work in Main Job, by Sex, Professional Status, Full-Time/Part-Time and Occupation (Hours). Accessed at: https://appsso.eurostat.ec.europa.eu/nui/show.do?dataset=lfsa_ewhuis&lang=en.

———. 2022b. Financial Balance Sheet. Accessed at: https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/NASA_10_F_BS/default/table?lang=en&category=na10.nasa_10.nasa_10_f.

Featherstone, Kevin. 1998. “Europeanization” and the center periphery: The case of Greece in the 1990s. South European Society Politics 3 (1): 23–39.

Felipe, Jesus, and Utsav Kumar. 2014. Unit labor costs in the Eurozone: The competitiveness debate again. Review of Keynesian Economics 2 (4): 490–507.

Fine, Ben. 2010. Locating financialization. Historical Materialism 18 (2): 97–116.

———. 2013. Financialization from a Marxist perspective. International Journal of Political Economy 42 (4): 47–66.

Foley, Duncan. 2013. Rethinking financial capitalism and the “information” economy. Review of Radical Political Economics 45 (3): 257–68.

Fouskas, Vassilis, and Constantine Dimoulas. 2013. Greece, Financialization, and the EU: The Political Economy of Debt and Destruction. New York: Springer.

Gambarotto, Francesca, and Stefano Solari. 2014. The peripheralization of southern European capitalism within the EMU. Review of International Political Economy 22 (4): 788–812.

Gill, Stephen. 1998. European governance and new constitutionalism: Economic and monetary union and alternatives to disciplinary neoliberalism in Europe. New Political Economy 3 (1): 5–26.

Girón, Alicia, and Marcia Solorza. 2015. “Déjà Vu” history: The European crisis and lessons from Latin America through the glass of financialization and austerity measures. International Journal of Political Economy 44 (1): 32–50.

Gkasis, Pavlos. 2018. Greece and European Monetary Union: The road to the demise of the Greek economy. In Crisis in the Eurozone Periphery: The Political Economies of Greece, Spain, Ireland and Portugal, eds. Owen Parker and Dimitris Tsarouhas, 93–110. New York: Springer.

Hein, Eckhard, and Achim Truger. 2005. European Monetary Union: Nominal convergence, real divergence, and slow growth? Structural Change Economic Dynamics 16 (1): 7–33.

Hermann, Christoph. 2007. Neoliberalism in the European Union. Studies in Political Economy 79 (1): 61–90.

———. 2014. Structural adjustment and neoliberal convergence in labor markets and welfare: The impact of the crisis and austerity measures on European economic and social models. Competition & Change 18 (2): 111–30.

Hopkins, Terence, and Immanuel Wallerstein. 1986. Commodity chains in the world-economy prior to 1800. Review (Fernand Braudel Center) 10 (1): 157–70.

IMF. 2021. Coordinated Portfolio Investment Survey (CPIS). Washington, DC: IMF. Accessed at: https://data.imf.org/?sk=B981B4E3-4E58-467E-9B90-9DE0C3367363.

Kaplinsky, Raphael. 2013. Globalization, Poverty, and Inequality: Between a Rock and a Hard Place. New York: John Wiley & Sons.

Karataşlı, Şahan Savaş. 2017. The capitalist world-economy in the longue durée: Changing modes of the global distribution of wealth, 1500–2008. Sociology of Development 3 (2): 163–96.

Kennedy, Geoff. 2016. Embedding neoliberalism in Greece: The transformation of collective bargaining and labor market policy in Greece during the Eurozone crisis. Studies in Political Economy 97 (3): 253–69.

Kliman, Andrew. 2009. The Persistent Fall in Profitability Underlying the Current Crisis: New Temporalist Evidence. Working Paper. Accessed at: http://gesd.free.fr/kliman09.pdf.

Koukouritakis, Minoas. 2005. EU accession effects on the demand for manufactures: The case of Greece. Economia Internazionale 58 (4): 61–79.

Krippner, Greta. 2005. The financialization of the American economy. Socio-economic Review 3 (2): 173–208.

Kutlay, Mustafa. 2018. The Political Economies of Turkey and Greece: Crisis and Change. New York: Springer.

Lapavitsas, Costas. 2012. Crisis in the Eurozone. London: Verso Books.

———. 2019. Political economy of the Greek crisis. Review of Radical Political Economics 51 (1): 31–51.

Lapavitsas, Costas, Annina Kaltenbrunner, Duncan Lindo, Jo Michell, Juan Pablo Painceira, Eugenia Pires, Jeff Powell, Alexis Stenfors, and Nuno Teles. 2010. Eurozone crisis: Beggar thyself and thy neighbor. Journal of Balkan and Near Eastern Studies 12 (4): 321–73.

Lapavitsas, Costas, and Ivan Mendieta-Muñoz. 2016. The profits of financialization. Monthly Review 68 (3): 49–62.

Magone, José, Brigid Laffan, and Christian Schweiger. 2016. The European Union as a dualist political economy: Understanding core-periphery relations. In Core-Periphery Relations in the European Union, eds. José Magone, Brigid Laffan, and Christian Schweiger, 29–44. London: Routledge.

Maniatis, Thanasis, and Costas Passas. 2013. Profitability capital accumulation and crisis in the Greek economy 1958–2009: A Marxist analysis. Review of Political Economy 25 (4): 624–49.

———. 2014. The law of the falling rate of profit in the post-war Greek economy. In Greek Capitalism in Crisis: Marxist Analyses, ed. Stavros Mavroudeas, 105–29. London: Routledge.

Mavroudeas, Stavros. 2010. Greece and the EU: Capitalist Crisis and Imperialist Rivalries. MPRA Paper no. 25080. Munich: Munich Personal RePEc Archive. Accessed at: https://mpra.ub.uni-muenchen.de/25080/1/MPRA_paper_25080.pdf.

———. 2013. Development and crisis: The turbulent course of Greek capitalism. International Critical Thought 3 (3): 297–314.

———. 2014. Financialization and the Greek case. In Greek Capitalism in Crisis: Marxist Analyses, ed. Stavros Mavroudeas, 82–102. London: Routledge.

———. 2017. Troika’s economic adjustment programmes for Greece: Why do they systematically fail? In The Internal Impact and External Influence of the Greek Financial Crisis, ed. John Marangos, 23–45. New York: Springer.

Mavroudeas, Stavros, and Demophanes Papadatos. 2018. Is the financialization hypothesis a theoretical blind alley? World Review of Political Economy 9 (4): 451–76.

Mavroudeas, Stavros, and Dimitris Paitaridis. 2014a. The Greek crisis: A dual crisis of overaccumulation and imperialist exploitation. In Greek Capitalism in Crisis: Marxist Analyses, ed. Stavros Mavroudeas, 179–202. London: Routledge.

———. 2014b. Mainstream accounts of the Greek crisis: More heat than light? In Greek Capitalism in Crisis: Marxist Analyses, ed. Stavros Mavroudeas, 9–32. London: Routledge.

Milios, John. 2005. European integration as a vehicle of neoliberal hegemony. In Neoliberalism: A Critical Reader, eds. Alfredo Saad-Filho and Deborah Johnston, 208–14. London: Pluto.

Milios, John, and Dimitris Sotiropoulos. 2010. Crisis of Greece or crisis of the Euro? A view from the European “periphery.” Journal of Balkan Near Eastern Studies 12 (3): 223–40.

OECD. 2021a. Employment by Activity. Accessed at: https://data.oecd.org/emp/employment-by-activity.htm.

———. 2021b. Household Savings. Accessed at: https://data.oecd.org/hha/household-savings.htm.

———. 2022. Capital Formation by Activity. Accessed at: https://stats.oecd.org/Index.aspx?DataSetCode=SNA_TABLE8A.

Oelgemöller, Jens. 2013. Revealed comparative advantages in Greece, Ireland, Portugal, and Spain. Intereconomics 48 (4): 243–53.

Pagoulatos, George. 2014. State-driven in boom and in bust: Structural limitations of financial power in Greece. Government Opposition 49 (3): 452–82.

Panageotou, Steven. 2017. Disciplining Greece: Crisis management and its discontents. Review of Radical Political Economics 49 (3): 358–74.

Papadatos, Demophanes. 2018. Is the current crisis of Greek capitalism a crisis of a financialized economy? Journal of Economics Business 21 (1–2): 21–42.

Pasiouras, Fotios. 2012. Greek Banking: From the Pre-euro Reforms to the Financial Crisis and Beyond. London: Palgrave Macmillan.

Petrakos, George, and Spyros Zikos. 1996. European integration and industrial structure in Greece: Prospects and possibilities for convergence. In Economic Integration and Public Policy in the European Union, eds. Christos Paraskevopoulos, Ricardo Grinspun, and Theodore Georgakopoulos, 247–59.

Cheltenham, UK: Edward Elgar. Puaschunder, Julia. 2016. Putty capital and clay labor: Differing European Union capital and labor freedom speeds in times of European migration. The New School Economic Review 8 (3): 147–68.

Rodrik, Dani. 2016. Premature deindustrialization. Journal of Economic Growth 21 (1): 1–33.

Savran, Sungur, and E. Ahmet Tonak. 1999. Productive and unproductive labor: An attempt at clarification and classification. Capital & Class 23 (2): 113–52.

Selwyn, Benjamin. 2019. Poverty chains and global capitalism. Competition & Change 23 (1): 71–97.

Sepos, Angelos. 2016. The center-periphery divide in the Eurocrisis: A theoretical approach. In Core-Periphery Relations in the European Union, eds. José Magone, Brigid Laffan, and Christian Schweiger, 35–55. London: Routledge.

Shaikh, Anwar. 1979. Foreign trade and the law of value: Part 1. Science & Society 43 (3): 281–302.

———. 1980. Foreign trade and the law of value: Part 2. Science & Society 44 (1): 27–57.

Smith, David. 2012. Trade, unequal exchange, global commodity chains: World-system structure and economic development. In Routledge Handbook of World-Systems Analysis, eds. Salvatore Babones and Christopher Chase-Dunn, 239–46. London: Routledge.

Starosta, Guido. 2010. Global commodity chains and the Marxian law of value. Antipode 42 (2): 433–65.

Stockhammer, Engelbert. 2013. Financialization, income distribution, and the crisis. In Financial Crisis, Labor Markets, and Institutions, eds. Sebastiano Fadda and Pasquale Tridico, 116–38. London: Routledge.

———. 2014. The Euro Crisis and Contradiction of Neoliberalism in Europe. Post Keynesian Economics Study Group Working Paper no. 1401. Accessed at: https://www.postkeynesian.net/downloads/wpa-per/PKWP1401.pdf.

Stockhammer, Engelbert, and Karsten Köhler. 2015. Linking a post-Keynesian approach to critical political economy: Debt-driven growth, export-driven growth, and the crisis in Europe. In Asymmetric Crisis in

Europe and Possible Futures, eds. Johannes Jäger and Elisabeth Springler, 54–69. London: Routledge.

Timmer, Marcel, Erik Dietzenbacher, Bart Los, Robert Stehrer, and Gaaitzen de Vries. 2015. An illustrated user guide to the world input-output database: The case of global automotive production. Review of International Economics 23 (3): 575–605.

Tsaliki, Persefoni, Christina Paraskevopoulou, and Lefteris Tsoulfidis. 2018. Unequal exchange and absolute cost advantage: Evidence from the trade between Greece and Germany. Cambridge Journal of Economics 42 (4): 1043–86.

Tsoulfidis, Lefteris, and Persefoni Tsaliki. 2014. Unproductive labor, capital accumulation, and profitability crisis in the Greek economy. International Review of Applied Economics 28 (5): 562–85.

Van Der Pijl, Kees. 2006. Global Rivalries: From Cold War to Iraq. London: Pluto.

Varoufakis, Yanis, and Lefteris Tserkezis. 2016. Financialization and the financial and economic crises: The case of Greece. In Financialization and the Financial and Economic Crises, eds. Eckhard Hein,

Daniel Detzer, and Nina Dodig, 114–36. Cheltenham, UK: Edward Elgar.

Weisskopf, Thomas. 1979. Marxian crisis theory and the rate of profit in the postwar US economy. Cambridge Journal of Economics 3 (4): 341–78.

World Bank. 2022a. Final consumption expenditure (% of GDP). Accessed at: https://data.worldbank.org/indicator/NE.CON.TOTL.ZS.

———. 2022b. Current account balance (% of GDP). Accessed at: https://data.worldbank.org/indicator/BN.CAB.XOKA.GD.ZS.

Xie, Fusheng, Xiaolu Kuang, and Zhi Li. 2022. Financialization of developing and emerging economies and China’s experience: How China resists financialization. Cambridge Journal of Economics 46 (5): 1183–1204.

Yahoo! Finance. 2022. Composite Index (GD.AT). Athens—Athens Delayed Price. Accessed at: https://finance.yahoo.com/quote/GD.AT/history?period1=571017600&period2=1644796800&interval=1mo&filter=history&frequency=1mo&includeAdjustedClose=true.




Ένωση Κομμουνιστικών Κομμάτων: Ο αγώνας κατά του νεοφασισμού και του νεοναζισμού απαιτεί πραγματική συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων του κόσμου




Είναι η Κίνα (πραγματικά) καπιταλιστική;

 

του Rémy Herrera*

 

Cause commune, Φάκελος Νο 22, Μάρτιος/Απρίλιος 2021

μετ. Δ. Περδίκης

 

Το σημερινό σύστημα της Κίνας είναι παρόμοιο με αυτό μιας οικονομίας «με καπιταλιστές, αλλά όχι καπιταλιστική». Η παρουσία καπιταλιστών σε έναν δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό δεν σημαίνει ότι είναι καπιταλιστικός.

 

Τι θα λέγαμε αν η γαλλική κυβέρνηση αποφάσιζε, κάτω από τη λαϊκή πίεση, να κολλεκτιβοποιήσει την ιδιοκτησία της γης, να εθνικοποιήσει τις υποδομές, να μετατρέψει τις μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες σε κρατικές, να εισαγάγει τον κεντρικό σχεδιασμό, να ανακτήσει τον έλεγχο του νομίσματος και των μεγάλων τραπεζών, να ελέγξει τους όρους υπό τους οποίους οι ξένες εταιρείες θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στη Γαλλία και, επιπλέον, να εγκαταστήσει ένα κομμουνιστικό κόμμα στην κορυφή της κυβέρνησης για να επιβλέπει ένα υπερδύναμο κράτος; Θα ήταν γελοίο να πούμε ότι η Γαλλία είναι καπιταλιστική; Σίγουρα όχι. Είναι βέβαιο ότι θα ακούγαμε να γίνεται λόγος για κομμουνισμό, ακόμη περισσότερο από τον σοσιαλισμό. Παραδόξως, όμως, είναι ο όρος «σοσιαλιστής» που οι άνθρωποι αρνούνται να εφαρμόσουν στο σύστημα που ισχύει σήμερα στην Κίνα.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως είναι λόγω αποφάσεων όπως αυτές που επέτρεψαν στην Κίνα να καταγράψει τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο εδώ και αρκετές δεκαετίες και να γίνει η κορυφαία οικονομική δύναμη στον κόσμο; Θα μπορούσε να είναι για να πιστωθεί ο καπιταλισμός για επιτεύγματα που δεν έχει πλέον και για επιτυχίες που δεν δικαιούται; Για να αποφύγουμε να υπονοήσουμε ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να πετύχει;

 

Σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά

Σήμερα, και από την έναρξη της επανάστασης, όλοι οι τομείς που οι κινεζικές δημόσιες αρχές θεωρούν ότι είναι στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη της οικονομίας, την ευημερία της κοινωνίας, τα ανώτερα συμφέροντα του έθνους ή την εικόνα της χώρας τους, τίθενται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπό κρατικό έλεγχο. Όπως είπαμε, αυτό κυμαίνεται από την ιδιοκτησία της γης και των φυσικών πόρων μέχρι το νόμισμα και το τραπεζικό σύστημα, τις υποδομές, τεράστιo μέρος της βιομηχανίας, την εκπαίδευση, την έρευνα και, φυσικά, την άμυνα. Κατά συνέπεια, το να «ξεχνάμε» την αιτιώδη σχέση μεταξύ του γεγονότος ότι αυτές οι κρίσιμες δραστηριότητες εξακολουθούν να βρίσκονται στα χέρια των δημόσιων φορέων λήψης αποφάσεων – και τελικά των αξιωματούχων του Κομμουνιστικού Κόμματος – και των εκθαμβωτικών επιτυχιών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα φαινόταν, στην καλύτερη περίπτωση, αποτυχία λογικής συλλογιστικής, στη χειρότερη, σκόπιμη προσπάθεια απόκρυψης της αλήθειας κάτω από έναν μανδύα ψεύδους. Η άνοδος της Κίνας μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε τους βαθιά ριζωμένους λόγους για την παρακμή των δυτικών οικονομιών, καθώς και εκείνους για την παρακμή των κοινωνιών τους, η μοίρα των οποίων έχει εγκαταλειφθεί στην αρπαχτή της χρηματοπιστωτικής σφαίρας (Σ.τ.Μ., la finance). Και θα πρέπει να έχετε χάσει κάθε κριτική σκέψη, και μάλιστα κάθε αίσθηση της λογικής, για να μη βλέπετε την αποτυχία του καπιταλισμού.

Αλλά τι σημαίνει στην πραγματικότητα ο «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά»; Σίγουρα όχι κομμουνισμό, γιατί αν με τον όρο «κομμουνιστικό σχέδιο» εννοούμε ένα μαρξικό όραμα για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, την παρακμή του κράτους και την αυτοοργάνωση των παραγωγών, τότε αυτό δεν αποτέλεσε πραγματικά το ερώτημα περισσότερο στην Κίνα από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη «πραγματικά υπάρχουσα σοσιαλιστική» χώρα, – αυτό ήταν λιγότερο θέμα ιδεολογικής επιλογής, παρά επειδή ο αγώνας του λαού με τα όπλα, για την επιβίωσή του, ενάντια στην επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού έπρεπε να είναι διαρκής, και η ταξική πάλη συνέχισε να λειτουργεί στην επανάσταση, πέρα από την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια πολέμου, και μετά από μια ριζοσπαστικοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας, ένα κράτος επανιδρύθηκε στην Κίνα και ισχυρίστηκε ότι είναι κομμουνιστικό – ενώ σταδιακά απομακρύνθηκε από τον σοβιετισμό.

 

Μια οικονομία «με καπιταλιστές, αλλά όχι καπιταλιστική»

Είναι κρατικός καπιταλισμός; Λόγω των αντιφάσεων που μεταφέρουν, οι όροι αυτοί καθιστούν δυνατό να περιοριστεί το εύρος των δυνατοτήτων μεταξύ των ακραίων πόλων του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, αλλά αφήνουν κάποια ασάφεια στον ορισμό ενός θεσμικού μείγματος που είναι μοναδικό στον κόσμο. Προτιμούμε να μη χρησιμοποιούμε τον όρο «κρατικός καπιταλισμός» για να περιγράψουμε την κινεζική κατάσταση, αν και παραδεχόμαστε ότι η έκφραση είναι αρκετά κοντά στην πραγματικότητα. Αντί για τον κρατικό καπιταλισμό, ο οποίος αναφέρεται στη μορφή του «καπιταλισμού χωρίς καπιταλιστές» -η λογική τάση του οποίου είναι να εξελιχθεί προς τον «καπιταλισμό με καπιταλιστές», όπως συνέβαινε στην ΕΣΣΔ- το σύστημα στην Κίνα σήμερα είναι, κατά την άποψή μας, παρόμοιο με αυτό μιας οικονομίας «με καπιταλιστές, αλλά όχι καπιταλιστική». Η παρουσία καπιταλιστών σε έναν δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό δεν σημαίνει ότι είναι καπιταλιστικός. Ούτε η ύπαρξη μιας κυβέρνησης που ισχυρίζεται ότι είναι «σοσιαλιστική για τον εικοστό πρώτο αιώνα» αποτελεί εγγύηση ότι η οικονομία της θα γίνει πράγματι σοσιαλιστική, εφόσον δεν έχουν πραγματοποιηθεί οι διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί που είναι απαραίτητοι για να συμβεί αυτό.

Επειδή, βασικά, η κινεζική εμπειρία δείχνει αυτό: Σε μια νικηφόρα επαναστατική διαδικασία που κατάφερε να οικοδομήσει ένα ισχυρό και οργανωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο επιβλέπει ένα ισχυρό, αποτελεσματικό κράτος αφιερωμένο στην ενίσχυση της εθνικής ανεξαρτησίας και στην ικανοποίηση της ευημερίας του πληθυσμού, και νομιμοποιημένο από τα αποτελέσματα της δυναμικής αύξησης του ΑΕΠ, η οικονομική και η πολιτική εξουσία μπορεί να μην συμπίπτουν, οι εκπρόσωποι της μιας ή της άλλης μπορεί να μην αντιστοιχούν ακριβώς και, τέλος, οι κάτοχοι της πρώτης μπορεί να βρίσκονται υπό τη στενή κηδεμονία των κατόχων της δεύτερης.

Με άλλα λόγια, μια (σχεδόν) ολοκληρωτική πολιτική απαλλοτρίωση της αστικής τάξης δεν συνεπάγεται απαραίτητα την απαλλοτρίωση όλου του οικονομικού της κεφαλαίου, εφόσον το κόμμα εξακολουθεί να είναι σε θέση να αποτρέψει την ανασυγκρότηση των διαφόρων αστικών συνιστωσών σε μια κυρίαρχη τάξη – στο κράτος. Το γεγονός ότι οι καπιταλιστές έχουν προσχωρήσει στο ΚΚΚ δείχνει ότι έχουν κατανοήσει αυτή την περίπλοκη κατάσταση και τι διακυβεύεται- όπως ακριβώς και η σημερινή εντατικοποίηση των εκστρατειών κατά της διαφθοράς σε εθνική κλίμακα αντανακλά, ως ένα βαθμό, μια σαφή επιθυμία της πολιτικής ηγεσίας να εμποδίσει την πιθανή συμμαχία της με τις ξένες μεγάλες επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα με την παγκοσμιοποιημένη υψηλή χρηματοπιστωτική σφαίρα.

 

Διατήρηση του πολιτικού ελέγχου

Ο στόχος του ΚΚΚ δεν είναι να απαλλοτριώσει τα πάντα οικονομικά, αλλά να διατηρήσει τον πολιτικό έλεγχο των πάντων. Η συνύπαρξη δημόσιων και ιδιωτικών δραστηριοτήτων, που η μία υποκινείται από την άλλη στο πλαίσιο ενός υβριδικού συστήματος, είναι το μέσο που έχει επιλεγεί για να αναπτυχθούν στο μέγιστο βαθμό οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας – μεταξύ άλλων με την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και την εισαγωγή προηγμένων τεχνολογιών – και επομένως το επίπεδο ανάπτυξής της, με διακηρυγμένο στόχο να συνεχιστεί η προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού και να μην εγκαταλειφθεί ο σοσιαλισμός, αλλά να εμβαθυνθεί η διαδικασία της σοσιαλιστικής μετάβασης που ξεκίνησε το 1949. Παραδόξως, η Κίνα εξακολουθεί να είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα. Η διαδικασία αυτή θα είναι μακρά, δύσκολη και γεμάτη αντιφάσεις και κινδύνους. Η πορεία της παραμένει σε μεγάλο βαθμό απροσδιόριστη. Ωστόσο, η επιμονή σε αυτό το σύστημα πολλών χαρακτηριστικών που διαφέρουν από τον καπιταλισμό και που, κατά την άποψή μας, σχετίζονται με την υλοποίηση ενός σοσιαλιστικού σχεδίου, καθώς και στοιχείων που φέρουν τη δυνατότητα για μια ισχυρή επανενεργοποίηση του τελευταίου, μας οδηγεί στο να συστήσουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την έννοια του «σοσιαλισμού της αγοράς με κινεζικά χαρακτηριστικά». Ακόμη και αν, ας το επαναλάβουμε, η έκβαση μιας τέτοιας μετάβασης είναι αβέβαιη.

 

 

*Ο Rémy Herrera είναι οικονομολόγος. Είναι διευθυντής έρευνας στο CNRS.

Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το επιχείρημα που αναπτύσσεται στο παρόν άρθρο, διαβάστε: Rémy Herrera and Zhiming Long, La Chine est-elle capitaliste?, Éditions Critiques, 2019.

 




Ελάφρυνση Χρέους με Κινέζικα Χαρακτηριστικά

 

των Kevin Acker, Deborah Brautigam, και Yufan Huang

 

κείμενο εργασίας Νο 29 | Ιούνιος 2020
της Ερευνητικής Πρωτοβουλίας Κίνας Αφρικής
(China-Africa Research Initiative),
John Hopkins School of Advanced International Studies

 

μετ. Δ. Κούλος, επιμ. Δ. Περδίκης

 

Περίληψη

  1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
  2. Η ΚΙΝΑ ΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΙΣΤΩΤΗΣ: H ΣΥΖΗΤΗΣΗ

2.1. Η Λέσχη του Παρισιού και οι G-20

2.2 Πώς θεωρούμε ότι συμπεριφέρεται η Κίνα στις χώρες που έχουν προβλήματα χρέους;

  1. ΕΛΑΦΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΕΖΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΣΤΗΝ ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ, ΤΟ ΙΡΑΚ, ΤΗΝ ΚΟΥΒΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ 1990-2017

3.1 Ινδονησία

3.2 Ιράκ 2007-2010

3.3 Κούβα 2010

3.4 Το λιμάνι Χαμπάντοτα στην Σρί Λάνκα 2015-2017

  1. ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΕΖΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ

4.1 Η ιστορία της αναδιάρθρωσης του κινεζικού χρέους στην Αφρική, 1980-2000

4.2 Αναδιάρθρωση χρέους 2000-2019

4.3 Αναδιάρθρωση: Μελέτες περίπτωσης

Περίπτωση 1 – Ζιμπάμπουε: Πολλαπλές  Αναδιαρθρώσεις 2003-2010

Περίπτωση 2 – CNPC στον Νίγηρα, 2011-2018

Περίπτωση 3 – Η Αναδιάρθρωση στο Τσαντ 2016-2017

Περίπτωση 4 – Ανγκόλα, 2015-2016

Περίπτωση 5 – Ομάδα Έργων της Δημοκρατία του Κονγκό (ΔΤΚ· Σ.τ.Μ., Republic of Congo, ROC), 2017-2019

Περίπτωση 6 – Αιθιοπία και Τζιμπουτί: Ο σιδηρόδρομος Αντίς-Τζιμπουτί

Περίπτωση 7 – Καμερούν

Περίπτωση 8 – Μοζαμβίκη

4.4 Πώς αναδιαρθρώνονται τα χρέη

  1. ΑΚΥΡΩΣΗ ΚΙΝΕΖΙΚΩΝ ΧΡΕΩΝ

5.1 Ακύρωση χρεών από άτοκα δάνεια

5.2 Πόσο χρέος έχει διαγράψει η Κίνα στην Αφρική;

5.3 Πώς αποφασίζει η Κίνα ποια χρέη θα διαγράψει;

5.4 Ακυρώσεις δανείων: Ποιος;

5.5 Η Λέσχη του Παρισιού και η Κίνα: Εξέλιξη

  1. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Υποσημειώσεις

 

 

 

Περίληψη

Καθώς η Κίνα είναι έτοιμη να γίνει ο μεγαλύτερος πιστωτής στον κόσμο, έχουν αυξηθεί οι ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη σύγχυση σχετικά με το τι είναι πιθανό να συμβεί όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίσει προβλήματα στην αποπληρωμή των δανείων της προς την Κίνα. Σε αυτό το κείμενο εργασίας, βασιζόμαστε σε στοιχεία της Ερευνητικής Πρωτοβουλίας Κίνας – Αφρικής (Σ.τ.Μ., China Africa Research Initiative (CARI)) για να εξετάσουμε τα στοιχεία σχετικά με τη διαγραφή και την αναδιάρθρωση του χρέους της Κίνας στην Αφρική, από συγκριτική και ιστορική άποψη. Περιπτώσεις από τη Σρι Λάνκα, το Ιράκ, τη Ζιμπάμπουε, την Αιθιοπία, την Αγκόλα και τη Δημοκρατία του Κονγκό, μεταξύ άλλων, υποδηλώνουν μοτίβα ελάφρυνσης του χρέους με σαφή κινεζικά χαρακτηριστικά. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, η Κίνα έχει προσφέρει διαγραφή χρέους μόνο για δάνεια με μηδενικό επιτόκιο. Η μελέτη μας διαπίστωσε ότι μεταξύ 2000 και 2019, η Κίνα έχει διαγράψει τουλάχιστον 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια χρέους στην Αφρική. Δεν υπάρχει «China, Inc.»: για τα τοκοφόρα δάνεια, η μεταχείριση του διακυβερνητικού χρέους και των δανείων κινεζικών εταιρειών διαπραγματεύεται ξεχωριστά, και συχνά ανά δάνειο και όχι για το σύνολο του χαρτοφυλακίου. Ενώ η αναδιάρθρωση μέσω της παράτασης της περιόδου αποπληρωμής είναι συνηθισμένη, οι αλλαγές στα επιτόκια, οι μειώσεις του κεφαλαίου («κούρεμα») ή η αναχρηματοδότηση δεν είναι. Διαπιστώσαμε ότι η Κίνα έχει αναδιαρθρώσει ή αναχρηματοδοτήσει χρέη ύψους περίπου 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ στην Αφρική μεταξύ 2000 και 2019. Δεν διαπιστώσαμε «κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων» και, παρά τις ρήτρες των συμβάσεων που απαιτούν διαιτησία, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη χρήση των δικαστηρίων για την επιβολή πληρωμών ή την εφαρμογή ποινικών επιτοκίων. Αν και οι κινεζικοί δανειστές έχουν εφαρμόσει τους όρους της Λέσχης των Παρισίων σε ορισμένες αναδιαρθρώσεις, κατόπιν αιτήματος του δανειολήπτη, προτιμούν να αντιμετωπίζουν την αναδιάρθρωση διακριτικά, σε διμερή βάση, προσαρμόζοντας τα προγράμματα σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, η έλλειψη διαφάνειας τροφοδοτεί τις υποψίες σχετικά με τις προθέσεις της Κίνας. Αυτά τα μοτίβα είναι πιθανό να επαναληφθούν, καθώς οι κινέζοι δανειστές και οι Αφρικανοί δανειολήπτες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις του COVID-19.

 

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τον Δεκέμβριο του 2019, ένας οικονομολόγος από την Ζάμπια σχολίασε: «Το κινεζικό χρέος μπορεί εύκολα να επαναδιαπραγματευτεί, να αναδιαρθρωθεί ή να αναχρηματοδοτηθεί».[1] Είναι αλήθεια αυτό; Καθώς η Κίνα γίνεται ένας από τους μεγαλύτερους πιστωτές στον κόσμο, αυξάνονται οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους. Το 2020, η ελεύθερη πτώση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και οι οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης του COVID-19 ενέτειναν την σημασία αυτών των ζητημάτων. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη σύγχυση σχετικά με το πότε, πώς και γιατί η κινεζική κυβέρνηση ακυρώνει ή αναδιαρθρώνει το χρέος, πόσο χρέος έχει ακυρωθεί ή αναδιαρθρωθεί και τι είναι πιθανό να συμβεί όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει προβλήματα στην αποπληρωμή των κινεζικών δανείων της.

Η ελάφρυνση του χρέους μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Η ακύρωση χρέους είναι η διαγραφή μέρους ή του συνόλου ενός χρέους. Η αναδιάρθρωση χρέους (Σ.τ.Μ., restructuring) (συμπεριλαμβανομένης του «αναπρογραμματισμού» (Σ.τ.Μ., «rescheduling»)) είναι η επαναδιαπραγμάτευση των όρων (π.χ. επιτόκιο, περίοδος χάριτος, λήξη ή διάφορες προμήθειες) που σχετίζονται με ένα δάνειο που έχει εκταμιευθεί ή εκταμιευθεί εν μέρει. Η μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου (γνωστή και ως «κούρεμα») μπορεί να αντιπαραβληθεί με την αναδιαμόρφωση (Σ.τ.Μ., reprofiling) του χρέους, ένας σχετικά πρόσφατος όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αναδιάρθρωση που παρατείνει τη λήξη ενός χρέους για αρκετά χρόνια χωρίς μείωση του κεφαλαίου και συχνά χωρίς σημαντική, αν όχι καθόλου, μείωση του επιτοκίου. Η αναχρηματοδότηση (Σ.τ.Μ., refinancing) μπορεί επίσης να προσφέρει ελάφρυνση του χρέους: εκδίδεται ένα νέο δάνειο για την αποπληρωμή ενός παλαιού δανείου, παρατείνοντας το χρονικό διάστημα που έχει στη διάθεσή του ο δανειολήπτης για την αποπληρωμή του χρέους, ενδεχομένως με χαμηλότερο επιτόκιο.

Η κινεζική κυβέρνηση παρέχει δάνεια στο εξωτερικό σε κυβερνήσεις αναπτυσσόμενων χωρών και σε κρατικές επιχειρήσεις τους χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα: άτοκα δάνεια εξωτερικής βοήθειας (που προσφέρονται από την κεντρική κυβέρνηση), δάνεια εξωτερικής βοήθειας με ευνοϊκούς όρους και προνομιακές πιστώσεις εξαγωγικών αγοραστών (που προσφέρονται μόνο από την China Eximbank), πιστώσεις εξαγωγικών αγοραστών και άλλα εμπορικά δάνεια. Η Κίνα διαθέτει τρεις κρατικές τράπεζες (Σ.τ.Μ., policy banks) που λειτουργούν ως επίσημοι πιστωτές (China Eximbank, China Development Bank και China Agricultural Bank), αλλά αυτές οι τράπεζες παρέχουν επίσης εμπορικά δάνεια που δεν είναι διακυβερνητικά. Κινεζικές εταιρείες και εμπορικές τράπεζες παρέχουν επίσης πιστώσεις προμηθευτών και εμπορικά δάνεια.

Στο παρόν κείμενο, βασιζόμαστε σε στοιχεία της Ερευνητικής Πρωτοβουλίας Κίνας – Αφρικής (ΕΠΚ· Σ.τ.Μ., China Africa Research Initiative (CARI)) και της έρευνάς μας σχετικά με τα κινεζικά δάνεια, προκειμένου να εξετάσουμε τα στοιχεία σχετικά με τη διαγραφή και την αναδιάρθρωση του χρέους της Κίνας. Μεταξύ 2000 και 2018, εκτιμούμε ότι οι κινέζοι δανειστές υπέγραψαν δάνεια ύψους 152 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ προς αφρικανικούς κρατικούς δανειολήπτες και τις κρατικές επιχειρήσεις τους.[2] Οι περιπτώσεις που εξετάζουμε προέρχονται κυρίως από την Αφρική, αλλά τις τοποθετούμε σε συγκριτική και ιστορική προοπτική.

Το παρόν κείμενο έχει τρεις στόχους. Πρώτον, με τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων και μελετών περίπτωσης σχετικά με τη μεταχείριση των κρατικών δανειοληπτών από την Κίνα, επιδιώκουμε να παρέχουμε μια βάση τεκμηριωμένων στοιχείων που μπορούν να βελτιώσουν την κατανόηση του κοινού για την Κίνα ως παγκόσμιο δανειστή. Δεύτερον, με την τεκμηρίωση περιπτώσεων στις οποίες οι κινέζοι δανειστές παρείχαν ελάφρυνση του χρέους, ελπίζουμε να αποκαλύψουμε μοτίβα που μπορούν να μας βοηθήσουν να προβλέψουμε τι μπορεί να κάνει το Πεκίνο. Τέλος, εξετάζοντας την εξέλιξη της μεταχείρισης των δανειοληπτών από την Κίνα στο πέρασμα του χρόνου, συμβάλλουμε στο ερώτημα αναφορικά με το πώς η άνοδος της Κίνας επηρεάζει και επηρεάζεται από τις υφιστάμενες νόρμες και κανόνες, ιδίως όπως εφαρμόζονται σε πολυμερείς θεσμούς όπως η Λέσχη του Παρισιού.

Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι, ως επίσημος πιστωτής, η Κίνα ακολουθεί σε γενικές γραμμές την πορεία που χάραξε νωρίτερα η Λέσχη του Παρισιού. Μεταξύ της δεκαετίας του 1970 και του 2000, όταν τα κινεζικά δάνεια περιορίζονταν κυρίως σε άτοκα δάνεια εξωτερικής βοήθειας, η πρώτη αντίδραση του Πεκίνου στην υπερχρέωση ήταν η παράταση της περιόδου αποπληρωμής, χωρίς μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου. Το 2000, η κινεζική κυβέρνηση άρχισε να προσφέρει διαγραφές άτοκων δανείων που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της δεκαετίας του 1980 και του 1990. Το πρόγραμμα αυτό είναι παράλληλο με την Πρωτοβουλία για τις Υψηλά Χρεωμένες Φτωχές Χώρες (ΥΧΦΧ· Σ.τ.Μ., Highly Indebted Poor Countries (HIPC)) της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ. Σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν διαγραφεί περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, που αφορούν περισσότερα από 376 μεμονωμένα έργα. Η μελέτη μας διαπίστωσε ότι μεταξύ του 2000 και του 2019, η Κίνα έχει διαγράψει τουλάχιστον 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ χρέους στην Αφρική. Σε όλες σχεδόν τις χώρες όπου ακυρώθηκε το χρέος προς την Κίνα (εκτός από τις πολύ γνωστές περιπτώσεις του Ιράκ και της Κούβας), το ακυρωθέν χρέος περιοριζόταν σε ληξιπρόθεσμα, άτοκα δάνεια εξωτερικής βοήθειας που είχαν καταστεί αθετήσιμα. Η συντριπτική πλειονότητα των πρόσφατων δανείων της Κίνας στην Αφρική – δάνεια με ευνοϊκούς όρους, προτιμησιακές πιστώσεις αγοραστών και εμπορικά δάνεια – δεν εξετάστηκε ποτέ για ακύρωση.[3]

Τα στοιχεία μας καταγράφουν περισσότερες από 1.000 δεσμεύσεις δανείων της Κίνας σε 49 αφρικανικές χώρες από το 2000. Μεταξύ 2000 και 2019, οι κινέζοι δανειστές αναδιάρθρωσαν ή αναχρηματοδότησαν τουλάχιστον 26 μεμονωμένα αφρικανικά δάνεια. Διαπιστώσαμε ότι η Κίνα αναδιάρθρωσε ή αναχρηματοδότησε χρέος ύψους περίπου 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ στην Αφρική μεταξύ 2000 και 2019. Η αναχρηματοδότηση είναι σπάνια και περιορίζεται σε μία συναλλαγή στην Αγκόλα από την Τράπεζα Ανάπτυξης της Κίνας. Σε αντίθεση με το Κλαμπ των Παρισίων, οι κινέζοι δανειστές τείνουν να αντιμετωπίζουν την αναδιάρθρωση ή την ακύρωση δανείων κατά περίπτωση και όχι με βάση το σύνολο του χαρτοφυλακίου χρέους της εκάστοτε χώρας. Αυτό συνάδει με την προηγούμενη έμφαση που δινόταν στη «βιωσιμότητα της ανάπτυξης» (εξετάζοντας τη μελλοντική συμβολή του έργου) και όχι στη «βιωσιμότητα του χρέους» (εξετάζοντας την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας) ως βάση για τις αποφάσεις χορήγησης δανείων για έργα.

Ενώ η China Eximbank είναι ο δανειστής στις περισσότερες περιπτώσεις αναδιάρθρωσης, δεν υπάρχει «China Inc.» όσον αφορά την ελάφρυνση του χρέους. Περισσότερες από 30 κινεζικές τράπεζες και εταιρείες έχουν χορηγήσει πιστώσεις σε αφρικανικές κυβερνήσεις. Η ελάφρυνση του χρέους για διαφορετικούς πιστωτές πρέπει να διαπραγματεύεται ξεχωριστά με τις εμπλεκόμενες εταιρείες και τράπεζες. Αν και οι περιπτώσεις διαφέρουν ως προς τη μεταχείριση του χρέους, παρατηρούμε μια τάση προς μειώσεις της πραγματικής καθαρής παρούσας αξίας (Σ.τ.Μ., net present value (NPV)), κυρίως μέσω χαμηλότερων επιτοκίων, μακρύτερων περιόδων χάριτος και σημαντικά μακρύτερων περιόδων αποπληρωμής.

Επιπλέον, παρά τις ανησυχίες των επικριτών ότι η Κίνα θα μπορούσε να κατάσχει τα περιουσιακά στοιχεία των δανειοληπτών της, δεν διαπιστώνουμε ότι η Κίνα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις χώρες που αντιμετωπίζουν χρέος. Δεν υπήρξαν «κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων» στις 16 περιπτώσεις αναδιάρθρωσης που εντοπίσαμε. Δεν έχουμε ακόμη διαπιστώσει περιπτώσεις στην Αφρική όπου κινεζικές τράπεζες ή εταιρείες έχουν ασκήσει αγωγή κατά κυρίαρχων κυβερνήσεων ή έχουν ασκήσει το δικαίωμα διεθνούς διαιτησίας που προβλέπεται στις κινεζικές δανειακές συμβάσεις. Η αναδιάρθρωση ενός δανείου είναι μόνο μία από τις επιλογές για ένα έργο με χαμηλή απόδοση. Άλλες επιλογές μπορεί να περιλαμβάνουν συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) με εισφορά κεφαλαίου από κινεζικές εταιρείες. Ωστόσο, αν και κινεζικές εταιρείες συμμετείχαν σε ορισμένες ανταλλαγές χρέους με μετοχές στην Αφρική τη δεκαετία του 1990, δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο να συμβαίνει στη νέα χιλιετία.

Η συμμετοχή της Κίνας στη συμφωνία της G-20 για αναστολή πληρωμών χρέους σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η Κίνα συμμετέχει σε μια πολυμερή δέσμευση για την ελάφρυνση του χρέους σε δάνεια μεταξύ κυβερνήσεων.[4] Αναμένουμε ότι η Κίνα θα τιμήσει αυτή τη δέσμευση για τις χώρες που ζητούν αναστολή πληρωμών, αν και αναμένουμε επίσης ότι αυτή η διαδικασία θα στερείται διαφάνειας, εκτός από τις περιπτώσεις που θα ανακοινωθούν από τον δανειολήπτη.

Στην επόμενη ενότητα εξετάζουμε το ζήτημα της ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, αναλύοντας προσεκτικά τις συζητήσεις στα μέσα ενημέρωσης και στον ακαδημαϊκό χώρο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι πρακτικές της Κίνας εντάσσονται στους εξελισσόμενους επίσημους κανόνες των πιστωτών. Η ενότητα 3 βασίζεται σε περιπτώσεις στην Ινδονησία, το Ιράκ, την Κούβα και τη Σρι Λάνκα, δημιουργώντας ένα συγκριτικό πλαίσιο για τα εκτενή στοιχεία και τις μελέτες περιπτώσεων που διαθέτουμε για την Αφρική. Η ενότητα 4 αναλύει την αναδιάρθρωση του χρέους στα δάνεια μεταξύ Κίνας και Αφρικής, ενώ η ενότητα 5 εξετάζει τη διαγραφή του. Στην ενότητα 6 βρίσκονται τα συμπεράσματα.

 

 

2. Η ΚΙΝΑ ΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΙΣΤΩΤΗΣ: H ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Καθώς ο κόσμος αντιμετωπίζει τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, ο ρόλος της Κίνας ως παγκόσμιου πιστωτή έχει μπει στο μικροσκόπιο. Οι πληροφορίες σχετικά με το χρέος των δανειοληπτών και τις πρακτικές της Κίνας σε θέματα δανειοδότησης και ελάφρυνσης του χρέους είναι σπάνιες και οι εικασίες αφθονούν. Σε αυτή την ενότητα, αρχικά περιγράφουμε τους υφιστάμενους θεσμούς ελάφρυνσης του χρέους: την εξέλιξη της Λέσχης του Παρισιού, ενός πολυμερούς φόρουμ για την αναδιάρθρωση του διμερούς δημόσιου χρέους, και την ανάδειξη των G-20 ως φορέα θέσπισης κανόνων. Στη συνέχεια, εξετάζουμε ορισμένες από τις συζητήσεις που έχουν διεξαχθεί στα μέσα ενημέρωσης και σε μερικές πρόσφατες μελέτες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κινέζοι δανειστές αντιμετωπίζουν τα προβλήματα χρέους.

 

2.1. Η Λέσχη του Παρισιού και οι G-20

Η Λέσχη του Παρισιού, με 22 μόνιμα μέλη, είναι μια άτυπη ομάδα που ιδρύθηκε το 1956 με σκοπό να παρέχει μια ομαλή διαδικασία αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους χωρών που βρίσκονται στο χείλος της χρεοκοπίας.[5] Μεταξύ 1956 και 1987, η Λέσχη του Παρισιού προσέφερε μόνο τους λεγόμενους «κλασικούς όρους» που προέβλεπαν παράταση των προθεσμιών αποπληρωμής. Το 1988, για πρώτη φορά, η Λέσχη του Παρισιού συμφώνησε ότι το διμερές χρέος θα μπορούσε να μειωθεί σε όρους καθαρής παρούσας αξίας (NPV) κατά 33,3% για τις φτωχότερες χώρες. Η μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους (γνωστή και ως «κούρεμα») απαιτούσε από τους επίσημους δανειστές να διαθέσουν δημοσιονομικούς πόρους. Το ποσοστό του χρέους που μπορούσε να διαγραφεί και η ομάδα των χωρών που ήταν επιλέξιμες αυξήθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Το 1996, οι πιστωτές της Λέσχης του Παρισιού συμφώνησαν επίσης να χρηματοδοτήσουν τη διαγραφή του πολυμερούς χρέους μέσω της Πρωτοβουλίας ΥΧΦΧ, ενώ η Πρωτοβουλία για τη Μείωση του Πολυμερούς Χρέους του 2005 εμβάθυνε αυτή τη διαδικασία, χρησιμοποιώντας πόρους από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Ορισμένοι έχουν χαρακτηρίσει τη Λέσχη του Παρισιού ως καρτέλ πιστωτών.[6] Οι δανειζόμενες χώρες πρέπει να έχουν σε εφαρμογή πρόγραμμα του ΔΝΤ. Η αντιπροσωπεία του δανειολήπτη εμφανίζεται ενώπιον της Λέσχης του Παρισιού για να παρουσιάσει το αίτημά της και στη συνέχεια αποχωρεί από την αίθουσα, ενώ τα μέλη διαπραγματεύονται μια ενιαία προσφορά. Οι πιστωτές συμφωνούν να μοιράζονται πληροφορίες με τα άλλα μέλη σχετικά με το συνολικό ύψος των δανείων τους σε μια χώρα οφειλέτη. Κεντρικό μέλημα των μελών της Λέσχης του Παρισιού ήταν να αποφευχθεί μια κατάσταση όπου η ελάφρυνση του χρέους που χορηγείται από τα μέλη τους θα επέτρεπε σε έναν δανειολήπτη να αποπληρώσει δάνεια σε δανειστές που δεν ανήκουν στη Λέσχη του Παρισιού, συμπεριλαμβανομένων ιδιωτών πιστωτών.

Τα μέλη της Λέσχης του Παρισιού επέβαλαν συνήθως ποινικές κυρώσεις για τις καθυστερήσεις. Μεταξύ 1985 και 1991, η Νιγηρία συσσώρευσε 4 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε «καθυστερούμενους τόκους, τόκους υπερημερίας και ποινικές κυρώσεις» για ένα χρέος προς τη Λέσχη του Παρισιού ύψους 17,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.[7] Το Κέντρο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη επεσήμανε το 2010 ότι το Σουδάν (το οποίο δεν έχει ακόμη επωφεληθεί από την πρωτοβουλία ΥΧΦΧ) όφειλε στην Αυστρία, τη Δανία και το Βέλγιο 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, εκ των οποίων μόνο το 20% ήταν κεφάλαιο.[8] Το Κουβέιτ επέβαλε ακόμη πιο σκληρούς όρους: το Σουδάν όφειλε 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για ένα μόνο δάνειο ύψους 130 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ που χορηγήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. [9]

Κατά καιρούς, η Λέσχη του Παρισιού έχει προσφέρει αναστολή της εξυπηρέτησης του χρέους μετά από φυσικές καταστροφές. Για παράδειγμα, η Ονδούρα και η Νικαράγουα έλαβαν τριετή αναστολή το 1998 μετά τον τυφώνα Μιτς. Η Λέσχη του Παρισιού χορήγησε επίσης μορατόριουμ ενός έτους στη Σρι Λάνκα και την Ινδονησία μετά το τσουνάμι του 2004. Ωστόσο, καθώς η πανδημία COVID-19 εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο στις αρχές του 2020, η μείωση των νέων δανείων από τα μέλη της Λέσχης του Παρισιού είχε ως αποτέλεσμα η Λέσχη του Παρισιού να αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ένα τρίτο των εκτιμώμενων 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ ετήσιας επίσημης εξυπηρέτησης του διμερούς χρέους των 72 λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, συν την Αγκόλα.[10]

Οι G-20 ιδρύθηκαν το 1999 με σκοπό να αποτελέσουν ένα φόρουμ για μια μικρή ομάδα χωρών που αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας, ώστε να συνεργάζονται πιο αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων χρηματοπιστωτικών κρίσεων.[11] Το 2017, καθώς το χρέος άρχισε και πάλι να συσσωρεύεται στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι G-20 εξέδωσαν κατευθυντήριες γραμμές για τη βιώσιμη δανειοδότηση. Οι κατευθυντήριες γραμμές αυτές ενέκριναν μια σειρά αρχών σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη διαφάνεια, καθώς και τη στήριξη των πολιτικών βιωσιμότητας του χρέους των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.[12] Στις 15 Απριλίου 2020, οι προηγούμενες εργασίες για τη συζήτηση και την ανάπτυξη της κοινής θέσης των G-20 σχετικά με το χρέος επέτρεψαν στους G-20 να εγκρίνουν γρήγορα ένα μορατόριουμ COVID-19 έως το τέλος του 2020 για την εξυπηρέτηση του χρέους των 77 λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών (όπως ορίζονται από την Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη) προς τους επίσημους διμερείς πιστωτές.[13] Η αναστολή των πληρωμών θα είναι ουδέτερη από την άποψη της καθαρής παρούσας αξίας, δηλαδή δεν θα υπήρχε «κούρεμα» ή μείωση του κεφαλαίου. Οι ανασταλείσες πληρωμές θα αποπληρωθούν σε διάστημα τριών ετών, μετά από περίοδο χάριτος ενός έτους, και οι χώρες που συμμετέχουν στην αναστολή συμφώνησαν να μην συνάψουν νέα, μη ευνοϊκά δάνεια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Ο υπουργός Οικονομικών της Κίνας επιβεβαίωσε ότι η Κίνα θα εφαρμόσει την αναστολή πληρωμών εξυπηρέτησης του χρέους, σε διμερή βάση.[14] Ωστόσο, γρήγορα διαδόθηκε η φήμη ότι η Κίνα είχε «προσθέσει επιφυλάξεις που γελοιοποιούν» τη δέσμευσή της και ότι σχεδίαζε να εξαιρέσει εκατοντάδες μεγάλα δάνεια της Πρωτοβουλίας «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI).[15] Αυτή η φήμη ήταν μια παρερμηνεία ενός άρθρου του Song Wei, ερευνητή σε κινεζικό think tank, ο οποίος γράφει συχνά για θέματα που αφορούν την Αφρική. Ο Song σημείωσε ότι μόνο τα άτοκα δάνεια ήταν επιλέξιμα για διαγραφή χρέους και ότι «τα προνομιακά δάνεια δεν ισχύουν για την ελάφρυνση του χρέους». Εδώ, φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε τον όρο «ελάφρυνση του χρέους» για να αναφερθεί στη διαγραφή χρέους (μια συνηθισμένη λανθασμένη μετάφραση).[16] Όπως σημειώνεται σαφώς στο άρθρο, η αναδιάρθρωση και η αναβολή πληρωμών (η δέσμευση των G-20) ήταν μεταξύ των πολλών μέτρων που δεν αφορούσαν διαγραφή και τα οποία ήταν διαθέσιμα για τα προνομιακά δάνεια της Κίνας. Σημείωσε επίσης ότι η Κίνα γενικά προτιμούσε να δημιουργεί εξατομικευμένα σχέδια για κάθε προβληματικό έργο:

«Εάν κάποιος οφειλέτης αντιμετωπίσει δυσκολίες στην έγκαιρη πληρωμή, μπορεί να καταρτιστούν εξατομικευμένα σχέδια που περιλαμβάνουν αναδιάρθρωση… προσθήκη επιχορηγήσεων για να βοηθηθούν τα έργα να ξαναρχίσουν, πραγματοποίηση ανταλλαγών χρέους-μετοχών ή πρόσληψη κινεζικών εταιρειών για να βοηθήσουν στις λειτουργίες. Ακριβώς όπως η αποκατάσταση και η ενίσχυση του αιμοποιητικού συστήματος ενός ασθενούς, η υιοθέτηση τέτοιων μέτρων για να βοηθηθούν τα έργα να επανέλθουν σε τροχιά και να αποφέρουν κέρδη έχει πλεονεκτήματα σε σχέση με την απλή προσφορά διαγραφών, οι οποίες μπορεί να λύσουν μόνο τα επιφανειακά προβλήματα και δεν είναι βιώσιμες.»[17]

Ενώ η πρόταση των G-20 αφορούσε τους διμερείς πιστωτές, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλό εισόδημα είχαν επίσης βαρύ χρέος προς ιδιώτες πιστωτές. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, στην υποσαχάρια Αφρική το 2017, οι κάτοχοι ομολόγων αντιπροσώπευαν το 31% του δημόσιου και του δημόσια εγγυημένου χρέους, ενώ η Κίνα αντιπροσώπευε περίπου το 17% και η Λέσχη του Παρισιού μόνο το 5%.[18] Ανησυχώντας ότι η αποδοχή της πρότασης των G-20 θα οδηγούσε σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας, πολλές χώρες αποφάσισαν να διαπραγματευτούν ξεχωριστά με τους κύριους διμερείς πιστωτές τους. Μέχρι τα τέλη Μαΐου, μόνο 22 από τις 77 επιλέξιμες χώρες είχαν ξεκινήσει τη διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους των G-20. [19] Όπως σημείωσε ο David Dollar, πολλές από αυτές τις χώρες «έχουν εργαστεί σκληρά για να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά και θα ήταν ένα βήμα πίσω να το εγκαταλείψουν».[20]

 

2.2 Πώς θεωρούμε ότι συμπεριφέρεται η Κίνα στις χώρες που έχουν προβλήματα χρέους;

Καθώς τα προβλήματα χρέους έγιναν πιο εμφανή στις αναπτυσσόμενες χώρες γύρω στο 2016, ο ρόλος της Κίνας ως διεθνούς δανειστή βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας, κυρίως με την κατηγορία ότι στις αρχές του 2018 ότι η κινεζική κυβέρνηση «κατάσχεσε» το λιμάνι Hambantota στη Σρι Λάνκα ως εγγύηση, όταν η κυβέρνηση αντιμετώπισε δυσκολίες στην αποπληρωμή ενός δανείου. Αν και η περίπτωση της Σρι Λάνκα ήταν μια παρερμηνεία, η ανησυχία αυξήθηκε μεταξύ των άλλων δανειοληπτών. Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s προειδοποίησε ότι χώρες «πλούσιες σε φυσικούς πόρους, όπως η Αγκόλα, η Ζάμπια και η Δημοκρατία του Κονγκό, ή με στρατηγικής σημασίας υποδομές, όπως λιμάνια ή σιδηροδρόμοι, όπως η Κένυα, είναι πιο ευάλωτες στον κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο σημαντικών περιουσιακών στοιχείων στις διαπραγματεύσεις με τους κινέζους πιστωτές».[21] Αυτές οι υποθέσεις για μια κακόβουλη Κίνα επαναλήφθηκαν σε δημοσιεύματα όπως της εφημερίδας The New York Times, η οποία υποστήριξε ότι τα κινεζικά δάνεια «συχνά χρησιμοποιούν εθνικά περιουσιακά στοιχεία ως εγγύηση» και απαιτούν αναχρηματοδότηση «κάθε δύο χρόνια» (τα στοιχεία μας για την Αφρική δεν υποστηρίζουν καμία από αυτές τις δηλώσεις).[22]

Από την άλλη πλευρά, ορισμένα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η Κίνα είναι ένας εξαιρετικά καλοπροαίρετος δανειστής. Για παράδειγμα, ένα άρθρο στο Forbes κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κίνα ήταν «μηχανή δωρεάν χρήματος […] Μεταξύ 2000 και 2018, το 57% των δικαιούχων της Κίνας είδαν το χρέος τους να διαγράφεται».[23] Μια κοινή παρανόηση είναι ότι το πρόγραμμα διαγραφής χρέους της Κίνας, που ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των παλαιών δανείων με μηδενικό επιτόκιο από την κρίση της δεκαετίας του 1980, αποτελεί μέρος της BRI του 2013. Για παράδειγμα, η South China Morning Post έγραψε: «Από την Κένυα έως την Αιθιοπία, από τη Μποτσουάνα έως το Καμερούν, τα έργα της «ζώνης και του δρόμου» έχουν οδηγήσει σε διαγραφές εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων».[24] Καμία από αυτές τις διαγραφές δεν αφορούσε δάνεια της BRI. Ωστόσο, η υπόθεση ότι η ελάφρυνση του χρέους της Κίνας είναι γενικά εύκολη έχει σαφώς επηρεάσει ορισμένους παρατηρητές, όπως τον Ζάμπιο οικονομολόγο που αναφέρεται στην εισαγωγή του παρόντος εγγράφου.

Η μελέτη μας διερευνά ορισμένες από αυτές τις σιωπηρές υποθέσεις. Επίσης, βασιζόμαστε σε μια σειρά εκθέσεων που δημοσιεύθηκαν το 2018 και το 2019, οι οποίες προσπάθησαν να συλλέξουν και να αναλύσουν περιπτώσεις ελάφρυνσης του χρέους της Κίνας. Σε ένα έγγραφο του Μαρτίου 2018 που εξετάζει τις συνολικές επιπτώσεις του BRI της Κίνας στο χρέος, οι Hurley, Morris και Portelance συμπεριέλαβαν έναν κατάλογο 84 μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, εκ των οποίων 64 στην Αφρική (τέσσερα από τα αφρικανικά περιστατικά αφορούσαν αναδιάρθρωση χρέους).[25] Η προσέγγιση της Κίνας στη διαχείριση των απαιτήσεών της ήταν ad hoc, σημείωσαν, υποθέτοντας ότι η Κίνα ήταν απρόθυμη να ενταχθεί στη Λέσχη του Παρισιού επειδή κυριαρχείται από τους G-7. Ίσως, σημειώνουν οι συγγραφείς, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα νέο φόρουμ με βάση τις αρχές του Κλαμπ του Παρισιού, αλλά με την Κίνα και άλλους αναδυόμενους κυρίαρχους πιστωτές ως ιδρυτικά μέλη.

Τον Απρίλιο του 2019, αναλυτές της Rhodium Group πραγματοποίησαν μια προκαταρκτική ανασκόπηση 40 περιπτώσεων αναδιαπραγμάτευσης εξωτερικού χρέους μεταξύ 2001 και 2019 σε 24 χώρες, οι μισές από τις οποίες ήταν αφρικανικές.[26] Η Rhodium Group διαπίστωσε ότι οι αναδιαπραγματεύσεις χρέους και η οικονομική δυσχέρεια ήταν «συνηθισμένες» μεταξύ των κινεζικών δανειοληπτών. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι «κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων» ήταν σπάνιες και ότι η Κίνα είχε περιορισμένη επιρροή στις διαπραγματεύσεις. Η ανάλυσή τους σημείωσε ότι η διαγραφή χρέους ήταν «το πιο συνηθισμένο» αποτέλεσμα μιας αναδιαπραγμάτευσης χρέους και ότι η διαγραφή «συνοδευόταν συχνά από απόφαση του Πεκίνου να μην χορηγήσει περαιτέρω δάνεια». Υποθέτουν ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τα αποτελέσματα των αναδιαπραγματεύσεων μπορεί να περιλαμβάνουν τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης και τη μόχλευση που δημιουργείται από αλλαγές στην ηγεσία. Αν και τα δάνεια με εξασφάλιση πόρων είχαν ως στόχο τη μείωση των κινδύνων, οι συγγραφείς επισήμαναν την προβληματική περίπτωση της χρεοκοπίας της Βενεζουέλας για να επισημάνουν ότι δεν αποτελούν εγγύηση. Τέλος, εικάζουν ότι το Πεκίνο ενδέχεται να χρησιμοποιήσει τις αναδιαπραγματεύσεις των δανείων για να προωθήσει την εξωτερική πολιτική του ή ως μέσο πίεσης για να εξασφαλίσει επιχειρηματικές δραστηριότητες για κινεζικές εταιρείες.

Επίσης, τον Απρίλιο του 2019, μια πολύ εμπεριστατωμένη έκθεση της Development Reimagined και της Oxford China Africa Consultancy ανέλυσε 96 περιπτώσεις ακύρωσης χρέους της Κίνας σε παγκόσμιο επίπεδο.[27] Σε αντίθεση με άλλες μελέτες, η έκθεση αυτή προσδιόρισε σαφώς τις πολυάριθμες διαγραφές χρέους της Κίνας ως ειδικό πρόγραμμα εξωτερικής βοήθειας που σχετίζεται με τις ακυρώσεις χρέους των ΥΧΦΧ και όχι με τα δάνεια της BRI. Η ανάλυσή τους διαπίστωσε ότι η διαγραφή χρέους δεν φαίνεται να σχετίζεται με τις τρέχουσες κατηγορίες χρέους του ΔΝΤ και ότι οι χώρες με περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις από την Κίνα είχαν λιγότερο διαγραφέν χρέος, αλλά ότι το εμπόριο δεν είχε καμία επίδραση. Είναι ενδιαφέρον ότι η μελέτη συνέκρινε τις διαγραφές χρέους της Κίνας με αυτές της Λέσχης του Παρισιού και διαπίστωσε ότι τα επίπεδα διαγραφής χρέους της Κίνας στις χώρες ΥΧΦΧ (1,7 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) ήταν κοντά σε αυτά της Γερμανίας (2,2 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) και των ΗΠΑ (2,3 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ), αλλά χαμηλότερα από αυτά της Ιαπωνίας (4 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) και της Γαλλίας (5,2 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ).

 

3. ΕΛΑΦΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΕΖΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΣΤΗΝ ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ, ΤΟ ΙΡΑΚ, ΤΗΝ ΚΟΥΒΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ 1990-2017

Πριν επικεντρωθούμε στην Αφρική, εξετάζουμε τέσσερις χώρες εκτός Αφρικής όπου κινέζοι δανειστές έχουν αντιμετωπίσει προβληματικά δάνεια. Οι διαπραγματεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους της Ινδονησίας, του Ιράκ και της Κούβας αναδεικνύουν ομοιότητες μεταξύ της Λέσχης του Παρισιού και των ξεχωριστών διαπραγματεύσεων για τα κρατικά δάνεια της Κίνας και τέλος, τα τελευταία χρόνια έχουν εκφραστεί ανησυχίες ότι, σε περίπτωση χρεοκοπίας των κυβερνήσεων, η κινεζική κυβέρνηση ενδέχεται να «ανακτήσει» τα έργα που χρηματοδοτήθηκαν με κινεζικά δάνεια. Το λιμάνι Hambantota της Σρι Λάνκα έχει καταστεί ένα εμβληματικό παράδειγμα παραποίησης των πρακτικών δανειοδότησης της Κίνας, το οποίο θεωρούμε σκόπιμο να περιγράψουμε με περισσότερες λεπτομέρειες.[28]

 

3.1 Ινδονησία

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η Κίνα και η Ινδονησία διατηρούσαν στενές σχέσεις υπό τον σοσιαλιστή πρόεδρο Σουκάρνο. Η πολιτική αστάθεια το 1965 οδήγησε σε αντικομμουνιστικό πραξικόπημα. Ο νέος πρόεδρος, Σουχάρτο, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα μεταξύ 1967 και 1990. Το 1990, στο πλαίσιο της επανάληψης των επίσημων σχέσεων με το Υπουργείο Εξωτερικών Οικονομικών Σχέσεων και Εμπορίου της Κίνας (νυν Υπουργείο Εμπορίου), η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας κατέληξε σε συμφωνία με τους ομολόγους της στην Ινδονησία για την αναδιάρθρωση έξι τοκοφόρων δανείων εξωτερικής βοήθειας που είχε χορηγήσει το Πεκίνο στις αρχές της δεκαετίας του 1960, συνολικού ύψους περίπου 150 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.[29]

Η συμφωνία προέβλεπε ότι η Κίνα θα δεχόταν το αίτημα της Ινδονησίας να εφαρμοστούν οι όροι της Λέσχης του Παρισιού για την αναδιάρθρωση του χρέους, με αποτέλεσμα τη μείωση της καθαρής παρούσας αξίας του χρέους κατά 33,3%.[30] Η αναδιάρθρωση επέτρεψε στην Ινδονησία να αποπληρώσει τα δάνεια μεταξύ 1990 και 2000, αλλά της επέβαλε να καταβάλει εκ των προτέρων το 64% των καθυστερούμενων οφειλών. Η υπόθεση είναι σημαντική διότι, από όσο γνωρίζουμε, είναι το μόνο παράδειγμα επίσημης συμφωνίας αναδιάρθρωσης δανείου, λόγω της εφαρμογής των όρων της Λέσχης του Παρισιού και της απαίτησης να καταβάλει η Ινδονησία σημαντικό μέρος των καθυστερούμενων οφειλών πριν από την οριστικοποίηση της αναδιάρθρωσης του χρέους.

 

3.2 Ιράκ 2007-2010

Το 2004, υπό την πίεση της αμερικανικής κυβέρνησης, τα μέλη της Λέσχης του Παρισιού συμφώνησαν σε μια μεταρρύθμιση που επέτρεπε τη διαγραφή του 80% του χρέους του Ιράκ, μια διαδικασία που διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Στις 3 Μαΐου 2007, τα Ηνωμένα Έθνη διοργάνωσαν μια διάσκεψη για την υπογραφή μιας συμφωνίας για την ανασυγκρότηση του Ιράκ. Τα επίσημα μέσα ενημέρωσης της Κίνας, Xinhua, ανέφεραν μετά τη διάσκεψη:

«Η κινεζική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να διαγράψει ουσιαστικά το χρέος του Ιράκ προς την Κίνα, από το οποίο μπορεί να διαγραφεί το σύνολο του κρατικού χρέους. Η κινεζική πλευρά έχει λάβει γνώση του αιτήματος του Ιράκ για διαγραφή του χρέους σύμφωνα με το μοντέλο της Λέσχης του Παρισιού και είναι πρόθυμη να συνεχίσει τις φιλικές διαβουλεύσεις με την ιρακινή πλευρά για την επίλυση του ζητήματος.»[31]

Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Κίνα ακύρωσε όλο το επίσημο διμερές κρατικό χρέος (το ποσό δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ).[32] Τρία χρόνια αργότερα, η ιρακινή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η Κίνα είχε επίσης συμφωνήσει να ακυρώσει το 80% του χρέους ύψους 8,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχε το Ιράκ προς κινεζικές εταιρείες.[33]

Αξίζει να σημειωθεί ότι το «κρατικό χρέος» εξετάστηκε ξεχωριστά από το χρέος προς κινεζικές εταιρείες. Το Πεκίνο μπόρεσε να ακυρώσει το διακυβερνητικό χρέος αρκετά γρήγορα, αλλά χρειάστηκαν τρία χρόνια για να διαγραφεί το χρέος προς κινεζικές εταιρείες. Σύμφωνα με την κινεζική έκθεση, η ακύρωση του εμπορικού χρέους υπογράφηκε από την Επιτροπή Εποπτείας και Διαχείρισης Κρατικών Περιουσιακών Στοιχείων του Κρατικού Συμβουλίου (SASAC) και απαιτούσε την έγκριση του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας και του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου.[34] Κατόπιν αιτήματος ενός δανειολήπτη, η Κίνα εφάρμοσε εκ νέου τους κανόνες της Λέσχης του Παρισιού για τη μεταχείριση του χρέους της. Το Πεκίνο πιθανότατα έπρεπε να διαθέσει δημοσιονομικούς πόρους για να καλύψει τη διαγραφή των χρεών των εταιρειών.

 

3.3 Κούβα 2010

Μετά από «επανειλημμένες αιτήσεις» από την Αβάνα, η Κίνα χορήγησε ελάφρυνση του χρέους στο νησιωτικό κράτος το 2010, διαγράφοντας περίπου το 47% του χρέους της Κούβας, που ανερχόταν σε περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, και αναδιαρθρώνοντας τους όρους αποπληρωμής του υπολοίπου.[35] Η αναδιάρθρωση του χρέους προς την κινεζική κυβέρνηση προφανώς προέβλεπε νέα πενταετή περίοδο χάριτος και μείωση των επιτοκίων.[36] Όπως και στην περίπτωση του Ιράκ, οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν σε δύο ομάδες. Ενώ το επίσημο δημόσιο χρέος αναδιαρθρώθηκε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2010, οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του εμπορικού χρέους προς κινεζικές εταιρείες συνεχίστηκαν μέχρι τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Η Λέσχη του Παρισιού διαπραγματεύτηκε επίσης μια ιστορική συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους της Κούβας πέντε χρόνια αργότερα, το 2015. Η συμφωνία της Λέσχης του Παρισιού διέγραψε 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια από το χρέος της Κούβας ύψους 11,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων (μείωση 76,5%), παρέχοντας μια πενταετή περίοδο κατά την οποία δεν θα χρεώνονταν τόκοι, και στη συνέχεια μείωση του επιτοκίου στο 1,5% και αποπληρωμή σε 18 χρόνια.

 

3.4 Το λιμάνι Χαμπάντοτα στην Σρί Λάνκα 2015-2017

Η περίπτωση της Σρι Λάνκα έχει γίνει διαβόητη ως ένα πλέον ευρέως αποδεκτό παράδειγμα «κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων» από την Κίνα. Είναι πιο ακριβές να περιγράψει κανείς την υπόθεση ως μια πολιτικά φορτισμένη ιδιωτικοποίηση με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων, η οποία συνέβαλε στην ανακούφιση μιας επείγουσας κρίσης ισοζυγίου πληρωμών.[37] Εν μέσω ενός εμφυλίου πολέμου που διήρκεσε από το 1983 έως το 2009, η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα αποφάσισε να κατασκευάσει ένα περιφερειακό κέντρο ανάπτυξης στην Χαμπάντοτα, μια υποανάπτυκτη περιοχή που είχε καταστραφεί από το τσουνάμι του 2004. Η περιοχή θεωρούνταν από καιρό ότι είχε δυνατότητες να προσελκύσει τη διεθνή ναυτιλία. Μια έκθεση του Wikileaks του 2006 σημείωνε ότι οι επιχειρηματικοί ηγέτες της Σρι Λάνκα φοβούνταν ότι, αν η κυβέρνηση δεν κατασκεύαζε εμπορικό λιμάνι, «άλλα λιμάνια της περιοχής θα εκμεταλλεύονταν τις ευκαιρίες».[38]

Το 2007, η Λιμενική Αρχή της Σρι Λάνκα δανείστηκε από την China Eximbank για να χρηματοδοτήσει την πρώτη φάση του λιμανιού, λαμβάνοντας εμπορική πίστωση αγοραστή ύψους 307 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, με σταθερό επιτόκιο 6,3% (αποπληρωτέο σε 15 έτη με τετραετή περίοδο χάριτος) και ένα δάνειο με ευνοϊκούς όρους ύψους 147 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με επιτόκιο 2%, αποπληρωτέο σε 20 έτη, συμπεριλαμβανομένης πενταετούς περιόδου χάριτος.[39] Η China Eximbank χρηματοδότησε μια δεύτερη φάση το 2012, με διάφορα δάνεια με ευνοϊκούς όρους συνολικού ύψους 757 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με σταθερό επιτόκιο 2%.

Τον Ιανουάριο του 2015, οι αναπάντεχες εκλογές έφεραν την αντιπολίτευση της Σρι Λάνκα στην εξουσία, εν μέσω μιας επείγουσας κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών. Καθώς η Σρι Λάνκα βγήκε από τον πόλεμο και ξεκίνησε μια ταχεία οικονομική ανασυγκρότηση, εισήλθε στην κατηγορία των χωρών μεσαίου εισοδήματος, γεγονός που σήμαινε την απώλεια πρόσβασης σε ευνοϊκή χρηματοδότηση από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης. Μεταξύ 2007 και 2018, η Σρι Λάνκα συγκέντρωσε 15,3 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε ακριβά ευρωομόλογα και άλλα εμπορικά δάνεια με υψηλό επιτόκιο.[40] Μέχρι το 2017, αυτά αποτελούσαν το 39% του εξωτερικού χρέους της Σρι Λάνκα. Η Κίνα αντιπροσώπευε περίπου το 10% και το 60% των κινεζικών δανείων ήταν με ευνοϊκούς όρους (συνήθως 2%, με επταετή περίοδο χάριτος).[41] Η κρίση χρέους της Σρι Λάνκα δεν ήταν «κατασκευασμένη στην Κίνα», όπως εξηγούν δύο οικονομολόγοι της Σρι Λάνκα, αλλά αφορούσε αυτό το δανεισμό σε μια διεθνή κεφαλαιαγορά με υψηλά επιτόκια.[42]

Η νέα κυβέρνηση είχε δεσμευτεί να εξετάσει προσεκτικά όλα τα αμφιλεγόμενα έργα «λευκού ελέφαντα» που είχε ξεκινήσει η προηγούμενη κυβέρνηση στο πλαίσιο της φιλόδοξης στρατηγικής της για την περιφερειακή ανάπτυξη. Ένα από αυτά ήταν η περίπτωση της Χαμπάντοτα, που βρισκόταν στην περιοχή καταγωγής του προηγούμενου προέδρου. Οι επενδύσεις σε λιμάνια έχουν μακρά περίοδο εκκίνησης και το Χαμπάντοτα είχε μια ιδιαίτερα δύσκολη αρχή, ακριβώς όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Όπως σημείωσε μια μελέτη της McKinsey το 2014, «ο κλάδος της μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων ήταν εξαιρετικά μη κερδοφόρος τα τελευταία πέντε χρόνια».[43]

Η νέα κυβέρνηση ζήτησε αρχικά από την China Eximbank να «αναδιαρθρώσει τους όρους του δανείου για το λιμάνι της Χαμπαντότα, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του επιτοκίου, της παράτασης της περιόδου χάριτος και της αύξησης της διάρκειας».[44] Ενώ η China Eximbank εξέταζε το αίτημα αυτό, το ισοζύγιο πληρωμών της Σρι Λάνκα επιδεινώθηκε. Όπως περιέγραψαν οι ακαδημαϊκοί της Harvard Business School Rithmire και Li:

«Όταν κατέστη σαφές ότι η Σρι Λάνκα θα αντιμετώπιζε δυσκολίες στην αποπληρωμή των διεθνών επενδυτών ομολόγων, η Σρι Λάνκα αποφάσισε να συγκεντρώσει τα αναγκαία δολάρια ΗΠΑ εκμισθώνοντας το λιμάνι της Χαμπαντότα, και ο πρωθυπουργός Ranil Wickremesinghe απευθύνθηκε απευθείας στον Κινέζο πρόεδρο Σι ζητώντας του είτε να αναχρηματοδοτήσει το δάνειο είτε να αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών του λιμανιού… Ο πρόεδρος Σι απέρριψε την ιδέα της αναχρηματοδότησης, αλλά δεσμεύτηκε να βοηθήσει τη Σρι Λάνκα να βρει επενδυτή.»[45]

Μια εφημερίδα της Σρι Λάνκα ανέφερε ότι όταν ο πρωθυπουργός της Σρι Λάνκα ρώτησε τον Κινέζο πρέσβη αν η Κίνα θα μπορούσε να κανονίσει μια ανταλλαγή χρέους με μετοχές για το λιμάνι της Χαμπαντότα, ο πρέσβης απάντησε ότι αυτό «δεν είναι δυνατό σύμφωνα με τους νόμους της Κίνας». Αντ’ αυτού, «θα πρέπει να γίνει μέσω συζητήσεων με επενδυτές με εμπορικούς όρους».[46]

Δεν πραγματοποιήθηκε διεθνής διαγωνισμός για το λιμάνι. Αντ’ αυτού, οι Κινέζοι ζήτησαν από δύο εταιρείες διαχείρισης λιμένων με μεγάλη εμπειρία σε ΣΔΙΤ να προετοιμάσουν επενδυτικές προτάσεις. Οι Σρι Λανκανοί επέλεξαν την πρόταση της China Merchants Port. Η απόφαση για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Χαμπαντότα (αξίας περίπου 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ) οδήγησε στη σύσταση μιας νέας εταιρείας, η οποία πούλησε το 70% των μετοχών της στην China Merchants Port έναντι 1,12 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Με το 30 % των μετοχών, η Αρχή Λιμένων της Σρι Λάνκα παραμένει συνιδιοκτήτρια του λιμανιού.

Ωστόσο, δεν επρόκειτο για ανταλλαγή χρέους με μετοχές από την πλευρά της Κίνας, όπως συχνά παρουσιάζεται. Όπως σημείωσε το ΔΝΤ, τα δάνεια «αναταξινομήθηκαν» από την Αρχή Λιμένων στο Υπουργείο Οικονομικών και παραμένουν στα βιβλία της κυβέρνησης της Σρι Λάνκα (το Υπουργείο Οικονομικών της Σρι Λάνκα ήταν επίσης ο αποδέκτης της εισφοράς συναλλάγματος που χρησιμοποιήθηκε για την επένδυση και είναι πλέον υπεύθυνο για την αποπληρωμή του δανείου). Το Υπουργείο Οικονομικών της Σρι Λάνκα χρησιμοποίησε τα συναλλαγματικά αποθέματα που έλαβε από το λιμάνι για να ενισχύσει τα συναλλαγματικά του αποθέματα και να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού του. Αν και το δάνειο για το Χαμπάντοτα δεν ήταν από μόνο του η αιτία της κρίσης χρέους της Σρι Λάνκα, το ίδιο το έργο ήταν σαφώς μια επικίνδυνη επένδυση για την κυβέρνηση της Σρι Λάνκα και για την China Eximbank, που το χρηματοδότησε.

 

 

4. ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΕΖΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ

Όπως υποδηλώνουν τα παραπάνω παραδείγματα, η πιο συνηθισμένη μορφή ελάφρυνσης του χρέους της Κίνας περιλαμβάνει αναδιάρθρωση: παράταση της περιόδου χάριτος ή της περιόδου αποπληρωμής και/ή μείωση των επιτοκίων.

 

4.1 Η ιστορία της αναδιάρθρωσης του κινεζικού χρέους στην Αφρική, 1980-2000

Η κινεζική κυβέρνηση χορήγησε το πρώτο της δάνειο στην Αφρική στη Γουινέα, το 1960. Κατά το μεγαλύτερο μέρος των επόμενων τεσσάρων δεκαετιών, η Κίνα χρηματοδότησε έργα σε ολόκληρη την ήπειρο, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα επιχορηγήσεων και δανείων που ήταν συνήθως άτοκα, με πενταετή περίοδο χάριτος και αποπληρωμή σε 15 έτη. Έτσι, μέχρι την έναρξη της χορήγησης πιστώσεων από την China Eximbank το 1995, σχεδόν το σύνολο του κινεζικού χρέους στην Αφρική προήλθε από αυτά τα δάνεια.

Στις πολλές δανειακές συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες του προγράμματος εξωτερικής βοήθειας της Κίνας, συναντάται συχνά η φράση «εάν υπάρχει δυσκολία αποπληρωμής κατά τη λήξη του δανείου, η περίοδος αποπληρωμής μπορεί να παραταθεί μετά από διαβούλευση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων».[48] Αυτές οι συζητήσεις και οι παρατάσεις συνέβησαν συχνά στις επόμενες δεκαετίες, ιδίως καθώς η ήπειρος βυθίστηκε στο χρέος και την οικονομική κρίση κατά τις «χαμένες δεκαετίες» του 1980 και του 1990.

Η περίοδος αποπληρωμής των δανείων για τον σιδηρόδρομο Τανζανίας-Ζάμπια, που ολοκληρώθηκε το 1976, παρατάθηκε πολλές φορές.[49] Μεταξύ 1983 και 1990, η Κίνα συμφώνησε επίσης να παρατείνει την περίοδο αποπληρωμής των δανείων στο Μπουρούντι, το Καμερούν, το Τσαντ, τη Γκάνα, το Μάλι, τη Μοζαμβίκη, τον Νίγηρα, τη Ρουάντα, τη Σιέρα Λεόνε, την Τανζανία, το Τόγκο και πιθανώς σε άλλες χώρες.[50]

Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ζήτησε επανειλημμένα από τις χώρες να καταβάλουν τις οφειλόμενες πληρωμές για τα δάνεια τους. Ωστόσο, όπως παραπονέθηκε μια κυβέρνηση της Δυτικής Αφρικής το 1979, «λόγω της έλλειψης συναλλάγματος, δεν ήμασταν σε θέση να ικανοποιήσουμε τα αιτήματά τους».[51] Ένας Κινέζος καθηγητής που συμβούλευε το Υπουργείο Εμπορίου είπε σε έναν από τους συγγραφείς: «Αυτά τα άτοκα δάνεια αναδιαρθρώθηκαν τόσες πολλές φορές, που οι χώρες δεν μπορούσαν πλέον να βρουν τις συμφωνίες!».[52] Ένας Κινέζος αξιωματούχος με πρόσβαση σε μη δημοσιευμένες πληροφορίες σημείωσε το 2000 ότι μέχρι το τέλος του 1998, η Κίνα είχε αναδιαρθρώσει 22 δισεκατομμύρια RMB (2,65 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) από αυτά τα δάνεια, μερικά από τα οποία είχαν αναδιαρθρωθεί έως και δέκα φορές, και μόνο το 14% είχε αποπληρωθεί.[53]

Στη δεκαετία του 1990, στο πλαίσιο προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής που διαχειρίζονταν η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, αρκετές αφρικανικές κυβερνήσεις ιδιωτικοποίησαν τις κρατικές επιχειρήσεις τους. Μικρό μέρος αυτών είχε χρηματοδοτηθεί από κινεζικά δάνεια. Η Κίνα διαπραγματεύτηκε την ανταλλαγή χρέους με μετοχές για διάφορα κινεζικά χρηματοδοτούμενα έργα που αποφέρουν έσοδα, όπως το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Friendship και το εργοστάσιο γεωργικών μηχανημάτων Ubungo στην Τανζανία, καθώς και το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Segou και το συγκρότημα ζάχαρης Sukala στο Μάλι. Η ελπίδα ήταν ότι υπό κινεζική διαχείριση, οι επενδύσεις θα γίνονταν πιο παραγωγικές. Η ελπίδα αυτή σπάνια πραγματοποιήθηκε, καθώς οι Κινέζοι διαχειριστές συνειδητοποίησαν ότι το επενδυτικό περιβάλλον παρουσίαζε τεράστιες προκλήσεις.[54]

 

4.2 Αναδιάρθρωση χρέους 2000-2019

Η Τράπεζα Εισαγωγών-Εξαγωγών της Κίνας άρχισε να χορηγεί δάνεια σε αφρικανικές κυβερνήσεις το 1995. Αρχικά, η τράπεζα ακολουθούσε τη διεθνή πρακτική, συμπεριλαμβάνοντας ρήτρες με υψηλές ποινές, από 20% έως 50% επιτόκιο, για καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των δανείων.[55] Η ρήτρα αυτή εξαφανίστηκε στην επόμενη δημοσίευση των κανονισμών το 2000, και το μέτριο επίπεδο συσσώρευσης καθυστερήσεων πριν από την αναδιάρθρωση στη Ζιμπάμπουε, τις Σεϋχέλλες και άλλες περιπτώσεις υποδηλώνει ότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το 2000, η Κίνα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα διαγραφής χρέους (το οποίο εξετάζεται παρακάτω). Η αναδιάρθρωση μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε ξανά μετά την πτώση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων το 2014. Κατά τη στιγμή της σύνταξης του παρόντος, πριν από τον αντίκτυπο του COVID-19, έχουμε εντοπίσει 10 αφρικανικές χώρες που έχουν λάβει αναδιάρθρωση χρέους και μία που έχει λάβει αναχρηματοδότηση από το 2000.

Κατά την περίοδο 2000-2012, η αναδιάρθρωση αφορούσε γενικά τα ίδια σχετικά μικρά χρέη που ήταν χαρακτηριστικά των πρώτων ετών της κινεζικής δανειοδότησης, με μέσο όρο 52 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ανά περίπτωση (Πίνακας 1). Εντοπίσαμε 9 περιπτώσεις αναδιάρθρωσης συνολικού ύψους 415 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ σε 5 χώρες κατά την περίοδο αυτή. Ωστόσο, μετά την κατάρρευση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων το 2015, οι αιτήσεις των χωρών για αναδιάρθρωση επιταχύνθηκαν και εκείνες που έχουν ολοκληρωθεί αφορούν πολύ μεγαλύτερα ποσά, με μέσο όρο 1 δισεκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ ανά περίπτωση. Παρακολουθήσαμε την επίσημη αναδιάρθρωση 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ σε έξι χώρες μεταξύ 2015-2019 (Πίνακας 2).[56] Η Αγκόλα αναχρηματοδότησε επίσης περίπου 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, όπως αναλύεται παρακάτω. Αυτό αντανακλά τη δυστυχή σύμπτωση δύο τάσεων: την ταχεία επιτάχυνση των κινεζικών δανείων (Σχήμα 1) κατά τη διάρκεια μιας πιο ευνοϊκής περιόδου για την οικονομία της αφρικανικής ηπείρου και την πτώση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία ξεκίνησε με τη λήξη της περιόδου χάριτος για πολλά κινεζικά δάνεια.

Οι περιπτώσεις αναδιάρθρωσης παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα μέτρων (Πλαίσιο 1). Ο πραγματικός αριθμός των αναδιαρθρωθέντων δανείων και η αξία της αναδιάρθρωσης των δανείων είναι πιθανό να είναι μεγαλύτεροι από αυτούς που αναφέρονται, δεδομένης της έλλειψης δημοσιότητας των εν λόγω διαπραγματεύσεων και του πολιτικού τους χαρακτήρα. Αναμένουμε ότι οι επίσημες αιτήσεις αναδιάρθρωσης θα αυξηθούν σημαντικά λόγω των επιπτώσεων της COVID-19 και της ανακοίνωσης, στις 15 Απριλίου 2020, ότι η Κίνα και άλλες χώρες της G-20 συμφώνησαν σε αναστολή των πληρωμών κεφαλαίου και τόκων για τα επίσημα δάνεια.[57]

 

Σχήμα 1: Δανειακές Δεσμεύσεις της Κίνας στην Αφρική και Τιμές Εμπορευμάτων

 

Πλαίσιο 1: Οι περιπτώσεις Αναδιάρθρωσης Χρέους δείχνουν ένα ευρύ φάσμα μέτρων

 

Πίνακας 1: Δάνειας Κίνας–Αφρικής, Αναδιάρθρωση χρέους 2000-2014

 

4.3 Αναδιάρθρωση: Μελέτες περίπτωσης

Σε αυτή την ενότητα εξετάζουμε λεπτομερέστερα ορισμένες από τις περιπτώσεις μετά το 2000 στις οποίες πραγματοποιήθηκε αναδιάρθρωση. Αυτό μας επιτρέπει να αναλύσουμε ορισμένα από τα ευρήματά μας και να προσδώσουμε βάθος στον απλό κατάλογο παραδειγμάτων. Για παράδειγμα, η πρώτη περίπτωση εξηγεί γιατί η Ζιμπάμπουε έχει τις περισσότερες περιπτώσεις αναδιάρθρωσης χρέους με την Κίνα, ενώ η περίπτωση της Αγκόλας παρέχει την πρώτη, κατά την άποψή μας, ανάλυση αναχρηματοδότησης από κινεζική τράπεζα.

 

Περίπτωση 1 – Ζιμπάμπουε: Πολλαπλές  Αναδιαρθρώσεις 2003-2010

Η πρώτη εμπορική πίστωση αγοραστή της China Eximbank στην Αφρική εκδόθηκε στη Ζιμπάμπουε: 35 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 1997 για τη χρηματοδότηση της ανακαίνισης του υψικαμίνου αριθ. 4 της κρατικής εταιρείας Zimbabwe Iron and Steel Company (ZISCO).[58] Μέχρι το 2003, η οικονομική κρίση στη Ζιμπάμπουε είχε επιδεινωθεί και το χρέος της ZISCO είχε αυξηθεί σε 42 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Η China Eximbank απευθύνθηκε στη Sinosure, η οποία είχε ασφαλίσει το δάνειο. Η Sinosure «πλήρωσε 3,9 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ που είχαν λήξει».[59] Η China Eximbank παρέτεινε την περίοδο αποπληρωμής και μείωσε το επιτόκιο, αλλά μέχρι το 2007 η ZISCO όφειλε στην China Eximbank 55 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και η Ζιμπάμπουε βρισκόταν σε μια σπειροειδή πορεία υπερπληθωρισμού. Το 2008, η Sinosure ανέφερε ότι σχεδόν το 6% των απαιτήσεών της για το έτος αυτό αφορούσαν τη Ζιμπάμπουε.[60] Η κινεζική τράπεζα παρέτεινε εκ νέου τη λήξη, παρέχοντας νέα περίοδο χάριτος τριών ετών. Το 2010, η ZISCO εξακολουθούσε να μην είναι σε θέση να αντλήσει τα κεφάλαια και η τράπεζα συμφώνησε να αναδιαρθρώσει εκ νέου το δάνειο, επιτρέποντας την έναρξη της αποπληρωμής το 2013. Η ZISCO δεν αποπλήρωσε ποτέ αυτό το χρέος. Το 2016, η Sinosure αρνήθηκε προφανώς να παράσχει νέα εγγύηση για ένα δάνειο με ευνοϊκούς όρους για το θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο Hwange, έως ότου η Ζιμπάμπουε αποπληρώσει 7,5 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ που εκκρεμούσαν από προηγούμενα δάνεια που είχε καλύψει η Sinosure για την China Eximbank.[61] Και το 2018, επίσημη έκθεση της κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε ανέφερε ότι η ZISCO εξακολουθούσε να οφείλει στη Sinosure σχεδόν 48 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.[62]

 

Πίνακας 2: Δάνεια Κίνας–Αφρική, Αναδιάρθρωση χρέους 2015-2019.

 

Ωστόσο, υπάρχει και μια αντίθετη περίπτωση στη Ζιμπάμπουε. Το 1997, η κρατική εταιρεία Industrial Development Corporation της Ζιμπάμπουε δανείστηκε επίσης από την China Eximbank: ένα δάνειο με ευνοϊκούς όρους ύψους 12,1 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με σταθερό επιτόκιο 4% για το μερίδιό της (35%) στο εργοστάσιο τσιμέντου SinoZimbabwe Cement Plant, μια κοινοπραξία με την China Building Material Industrial Corporation for Foreign Economic and Technical Cooperation. Ένα δεύτερο δάνειο, προνομιακή πίστωση αγοραστή ύψους 5,8 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με επιτόκιο 3%, ακολούθησε το 2000. Οι εξαγωγές τσιμέντου έπρεπε να αποφέρουν συναλλαγματικά έσοδα για την αποπληρωμή των δανείων, αλλά η εταιρεία αντιμετώπισε δυσκολίες στην έγκριση από την κεντρική τράπεζα της Ζιμπάμπουε, λόγω της παρατεταμένης κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας, και τα δάνεια κατέστησαν ληξιπρόθεσμα.

Μετά από κάποιες διαπραγματεύσεις, το 2004 η China Eximbank παρέτεινε την περίοδο χάριτος και μείωσε και τα δύο επιτόκια στο 2%.[63] Ταυτόχρονα, η Κεντρική Τράπεζα της Ζιμπάμπουε συμφώνησε να επιτρέψει στο εργοστάσιο να εξάγει μέρος της παραγωγής του σε γειτονικές χώρες και να διατηρήσει τα συναλλαγματικά έσοδα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Με αυτό το περιθώριο αναπνοής, η κοινοπραξία τσιμέντου φαίνεται να κατάφερε να παράγει και να εξάγει αρκετό τσιμέντο για να εξυπηρετήσει τα δάνεια της. Στη συνέχεια, η επιχείρηση αυτή κατέστη σχετικά επιτυχημένη.[64]

Η Ζιμπάμπουε είναι μια ασυνήθιστη περίπτωση σε σύγκριση με τις άλλες που ακολουθούν. Λόγω του υψηλού επιπέδου των καθυστερούμενων οφειλών της προς τη Λέσχη του Παρισιού και των πολυμερών δανείων, η Ζιμπάμπουε δεν ήταν επιλέξιμη για τα περισσότερα είδη δανείων του ΔΝΤ.[65] Ωστόσο, φαίνεται ότι κάθε φορά που η Ζιμπάμπουε αθέτησε τις υποχρεώσεις της από τα κρατικά δάνεια, η China Eximbank διέκοπτε τις εκταμιεύσεις για έργα που βρίσκονταν σε φάση υλοποίησης. Για να εξασφαλίσει νέα δάνεια, η China Eximbank απαίτησε από τη Ζιμπάμπουε να προβεί σε ρυθμίσεις για την αποπληρωμή ή τον αναδιάρθρωση των καθυστερούμενων οφειλών της, κάτι που παρατηρήσαμε και στην περίπτωση της Ινδονησίας. Για παράδειγμα, το 2005, οι δύο κυβερνήσεις «υπέγραψαν μια συμφωνία-πλαίσιο σύμφωνα με την οποία το 25 % των εσόδων από εξαγωγές της Ζιμπάμπουε προς την Κίνα θα χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση των κινεζικών δανείων», γεγονός που επέτρεψε τη χορήγηση νέας χρηματοδότησης.[66]

 

Περίπτωση 2 – CNPC στον Νίγηρα, 2011-2018

Το 2008, η China National Petroleum Company (CNPC) ίδρυσε μια κοινοπραξία με τον Νίγηρα για την κατασκευή και λειτουργία ενός διυλιστηρίου πετρελαίου, της Société de Raffinage de Zinder (SORAZ), το οποίο θα επεξεργάζεται πετρέλαιο από το κοίτασμα Agadem της CNPC στον Νίγηρα. Για τη χρηματοδότηση της SORAZ, η CNPC δανείστηκε 880 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από την China Eximbank, ένα εμπορικό δάνειο με επιτόκιο LIBOR 6 μηνών συν 350 μονάδες βάσης (3,5%) και, σύμφωνα με πληροφορίες, με διάρκεια 11 ετών. Η κυβέρνηση του Νίγηρα παρείχε δημόσια εγγύηση για το μερίδιό της, που ανέρχεται στο 40% του δανείου της SORAZ.

Τον Νοέμβριο του 2011, η κυβέρνηση του Νίγηρα ανέθεσε την πρώτη από μια σειρά ελέγχων των εξόδων του έργου σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι έλεγχοι αυτοί αποκάλυψαν «φουσκωμένα και ατεκμηρίωτα έξοδα» στην περίπτωση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων και «εύλογα έξοδα, αλλά σημαντικό περιθώριο βελτίωσης της αποδοτικότητας» για το διυλιστήριο της SORAZ. Επιπλέον, οι αρχές του Νίγηρα διατήρησαν τεχνητά χαμηλή την τιμή της βενζίνης στο Νίγηρα, γεγονός που έπληξε τα κέρδη του διυλιστηρίου. Σε έκθεση του ΔΝΤ συνήχθη το συμπέρασμα ότι «τα ευρήματα του ελέγχου ήταν καθοριστικά για να δοθεί πλεονέκτημα στις αρχές του Νίγηρα στις διαπραγματεύσεις για την αναχρηματοδότηση του δανείου της SORAZ ύψους 880 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, ένα ουσιαστικό βήμα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του διυλιστηρίου».[67]

Συνεπώς, το 2012, το Reuters ανέφερε ότι οι αρχές του Νίγηρα είχαν ανακοινώσει ότι η China Eximbank είχε συμφωνήσει να αναχρηματοδοτήσει το έργο SORAZ με ένα προνομιακό δάνειο με σταθερό επιτόκιο 2 %.[68] Ωστόσο, παρά την ανακοίνωση αυτή και τη μόχλευση που παρείχε η έκθεση ελέγχου, το σχέδιο αναχρηματοδότησης έπρεπε ακόμη να εγκριθεί στο Πεκίνο, όπου η CNPC θα έπρεπε να λάβει την έγκριση της China Eximbank.[69] Αυτό δεν συνέβη. Τον Φεβρουάριο του 2017, έκθεση του ΔΝΤ σημείωνε ότι «οι διαπραγματεύσεις [για την αναχρηματοδότηση] έχουν σταματήσει τα τελευταία δύο χρόνια», αλλά ότι η SORAZ φαινόταν πλέον σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος «κανονικά».[70] Ωστόσο, από τα 352 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ που εγγυήθηκε η κυβέρνηση του Νίγηρα, 161 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ εξακολουθούσαν να περιλαμβάνονται στο χρέος το 2018, ένα έτος πριν από τη λήξη του δανείου. Εκείνο το έτος, το δάνειο αναδιαρθρώθηκε με παράταση της λήξης από το 2019 έως το 2023.[71]

 

Περίπτωση 3 – Η Αναδιάρθρωση στο Τσαντ 2016-2017

Μεταξύ 2000 και 2017, το Τσαντ δανείστηκε 577 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από κινέζους δανειστές για τέσσερα έργα: το εργοστάσιο τσιμέντου Baoaré (92 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, το 2007), ένα δίκτυο τηλεπικοινωνιών σε 27 πόλεις (25 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, το 2007), δάνειο για τη χρηματοδότηση των μετοχών του Τσαντ στην κοινοπραξία του διυλιστηρίου πετρελαίου N’Djamena (330 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, το 2011) και μια γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του διυλιστηρίου και της πρωτεύουσας (130 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, το 2012). Τα δάνεια που συνήφθησαν απευθείας από τις δύο κρατικές επιχειρήσεις (εργοστάσιο τσιμέντου και διυλιστήριο πετρελαίου) εγγυήθηκε η κυβέρνηση.[72]

Το μεγαλύτερο κινεζικό δάνειο προς το Τσαντ αφορούσε το μερίδιό του κατά 40% στο διυλιστήριο. Σε μια ρύθμιση που φαίνεται να διαφέρει ελαφρώς από εκείνη του Νίγηρα, το διυλιστήριο δανείστηκε από την China Eximbank το 2011, με την CNPC και το Τσαντ να χρησιμοποιούν τα μερίδιά τους ως εγγύηση. Η CNPC εγγυήθηκε το 60% του δανείου και το Τσαντ παρείχε κρατική εγγύηση για το υπόλοιπο. Αυτή ήταν η πρώτη προνομιακή εξαγωγική πίστωση της China Eximbank για μια κοινοπραξία στο εξωτερικό. Είχε πενταετή περίοδο χάριτος και 15ετή διάρκεια.[73] Λόγω της εξασφάλισης και της εγγύησης, το έργο δεν χρειάστηκε εξαγωγική ασφάλιση από τη Sinosure. Το διυλιστήριο θα έπρεπε να αρχίσει να αποπληρώνει το δάνειο γύρω στο 2016. Ωστόσο, η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου το 2014-2015 οδήγησε σε βαθιά ύφεση και συναφή κρίση χρέους. Ως μέλος του ΔΝΤ, το Τσαντ απευθύνθηκε πρώτα στο ΔΝΤ για βοήθεια.

Το 2017, το Τσαντ συνήψε πρόγραμμα βοήθειας με το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ σημείωσε ότι το Τσαντ λάμβανε μέτρα για την αναδιάρθρωση του χρέους του με τους κύριους πιστωτές του, προκειμένου να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ΔΝΤ, και είχε ήδη καταλήξει σε συμφωνία με την Κίνα.[74] Το Τσαντ «αναδιάρθρωσε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές (που συσσωρεύτηκαν το 2016) και τις επικείμενες λήξεις προς την Κίνα» για τρία δάνεια.[75] Φαίνεται ότι η China Eximbank δεν απαίτησε την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών πριν από την αναδιάρθρωση των επικείμενων λήξεων, πιθανότατα για το εργοστάσιο τσιμέντου, το έργο τηλεπικοινωνιών και το διυλιστήριο. Όπως και στον Νίγηρα, το Τσαντ απλώς έλαβε παράταση των περιόδων αποπληρωμής των δανείων που είχαν περιέλθει σε δυσχέρεια.

 

Περίπτωση 4 – Ανγκόλα, 2015-2016

Η Αγκόλα είναι ο μεγαλύτερος δανειολήπτης της Κίνας στην Αφρική, με δάνεια ύψους άνω των 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ που έχουν χορηγηθεί από διάφορους κινέζους δανειστές στην κυβέρνηση της Αγκόλας και στην κρατική εταιρεία πετρελαίου Sonangol από το 2000. Αν και δεν καλύπτονται όλες αυτές οι δεσμεύσεις από τα έσοδα των εξαγωγών πετρελαίου της Αγκόλας, ένα σημαντικό μέρος τους καλύπτεται. Όλες οι πιστωτικές γραμμές που εξασφαλίζονται με πετρέλαιο έχουν υπεράκτιους λογαριασμούς μεσεγγύησης, γενικά στην τράπεζα που χορηγεί το δάνειο, στους οποίους ο κινέζος αγοραστής του πετρελαίου καταθέτει ένα ποσοστό της συνολικής πληρωμής που αναμένεται να καλύψει το ετήσιο επίπεδο πληρωμών για μια συγκεκριμένη πιστωτική γραμμή.

Μεταξύ 2010 και 2014, η Αγκόλα υπέγραψε δανειακές δεσμεύσεις ύψους 11,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με κινέζους δανειστές, εκ των οποίων 10 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ υπογράφηκαν με εμπορικούς όρους με την China Development Bank (CDB) και την Industrial and Commercial Bank of China από την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της Αγκόλας, Sonangol, για πετρελαϊκά έργα. Μεταξύ 2014 και 2016, οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν από 100 δολάρια US/βαρέλι σε 44 δολάρια US/βαρέλι, ασκώντας πίεση στα οικονομικά της Αγκόλας και της Sonangol. Το 2015, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Πεκίνο, ο Πρόεδρος της Αγκόλας, Ζοζέ Εντουάρντο Ντος Σάντος, ζήτησε αναδιάρθρωση των δανείων.[76] Ωστόσο, ο υπουργός Οικονομικών της Αγκόλας αρνήθηκε αργότερα ότι ο Πρόεδρος είχε υποβάλει τέτοιο αίτημα.[77] Τον Ιανουάριο του 2019, μια ομάδα της ΕΠΚΑ επισκέφθηκε την Αγκόλα και το Υπουργείο Οικονομικών της Αγκόλας, και οι κινέζοι αξιωματούχοι με τους οποίους μίλησε η ομάδα μας αρνήθηκαν ομόφωνα ότι η Αγκόλα είχε αναχρηματοδοτήσει ή αναδιαρθρώσει το διμερές κρατικό χρέος της προς κινεζικές τράπεζες. Οι λογαριασμοί μεσεγγύησης που είχε δημιουργήσει η Αγκόλα για να παρέχει εξασφαλίσεις για τα δάνεια που είχαν χορηγηθεί με εγγύηση πετρελαίου φέρεται να περιείχαν επαρκή έσοδα για την κάλυψη των ετήσιων υποχρεώσεων αποπληρωμής.

Ωστόσο, αυτό ενδέχεται να μην ίσχυε για τα δάνεια που δανείστηκε απευθείας η Sonangol. Τον Δεκέμβριο του 2015, η Αγκόλα άνοιξε πιστωτική γραμμή ύψους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με 12ετή διάρκεια αποπληρωμής στην CDB. Σύμφωνα με ένα ενημερωτικό δελτίο ομολόγων της Αγκόλας από το 2019, η διευκόλυνση προοριζόταν για «πολλαπλούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης εγκεκριμένων έργων στην Αγκόλα, της προπληρωμής ορισμένων διευκολύνσεων μεταξύ της Sonangol και της CDB και της χρηματοδότησης ορισμένων στρατηγικών έργων της Sonangol… Το 2016, εκταμιεύσεις ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ από την Τράπεζα Ανάπτυξης της Κίνας συνεισφέρθηκαν ως κεφάλαιο από την κυβέρνηση στην Sonangol».[78] Το ΔΝΤ ανέφερε ότι μετά την ανακεφαλαιοποίηση, η Sonangol «μείωσε σημαντικά το εξωτερικό της χρέος, το οποίο προβλέπεται να μειωθεί σε περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ στο τέλος του 2018, από 12,9 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ στο τέλος του 2015».[79] Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Sonangol είχε δανειστεί περίπου 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από την CDB έως το 2015, μεγάλο μέρος της μείωσης του εξωτερικού χρέους της Sonangol κατά 7,9 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ θα οφειλόταν στην «προπληρωμή ορισμένων διευκολύνσεων μεταξύ της Sonangol και της CDB», όπως σημειώνεται στο ενημερωτικό δελτίο του ομολόγου.[80]

Ουσιαστικά, η CDB αναχρηματοδότησε τα αρχικά δάνεια προς τη Sonangol, αναδιαρθρώνοντας το προφίλ του χρέους του κράτους της Αγκόλας με ευνοϊκότερους όρους. Τώρα, αντί να έχει μια κρατική πετρελαϊκή εταιρεία που αγωνίζεται να αποπληρώσει τα δάνεια που έληγαν προς την CDB, η Αγκόλα έχει μια σχετικά απαλλαγμένη από χρέη κρατική επιχείρηση, με κόστος την αύξηση του εξωτερικού δημόσιου χρέους της προς την CDB κατά 10 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, με διάρκεια 12 ετών. Πιστεύουμε ότι αυτό έγινε από τη νέα ηγεσία της Αγκόλας και κατόπιν συμβουλής του ΔΝΤ, καθώς τα οικονομικά της Sonangol είχαν τα τελευταία χρόνια εμπλακεί βαθιά με αυτά της κεντρικής κυβέρνησης της Αγκόλας. Μέχρι στιγμής, η Αγκόλα φαίνεται να αποτελεί μοναδική περίπτωση στην Αφρική. Είναι η μόνη περίπτωση αναχρηματοδότησης που έχουμε δει. Η αναχρηματοδότηση αυτή παρατάθηκε από την China Development Bank και όχι από την China Eximbank. Και κανένα από τα κινεζικά εμπορικά δάνεια που έχουμε εντοπίσει προς τη Sonangol δεν παρατάθηκε από την China Eximbank, η οποία χορήγησε δάνεια μόνο σε κυρίαρχο κράτος.

 

Περίπτωση 5 – Ομάδα Έργων της Δημοκρατία του Κονγκό (ΔΤΚ· Σ.τ.Μ., Republic of Congo, ROC), 2017-2019

Από το 2000, η Δημοκρατία του Κονγκό, Μπραζαβίλ (ΔΤΚ) έχει υπογράψει δάνεια αξίας άνω των 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων με κινέζους χρηματοδότες. Μεταξύ 2006 και 2009, η ΔΤΚ δανείστηκε περίπου 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια για έργα υποδομής, όπως η κατασκευή του Γενικού Νοσοκομείου Oyo και η πρώτη φάση της Εθνικής Οδού 1, ενός τετραπλού αυτοκινητόδρομου που τελικά θα εκτείνεται σε μήκος 535 χλμ. Μετά το 2010, με τις τιμές του πετρελαίου να φτάνουν τα 100 δολάρια ΗΠΑ/βαρέλι, η ΔΤΚ «αύξησε τις δαπάνες για δημόσιες υποδομές και κατανάλωση».[81] Μεταξύ 2012 και 2014, η ΔΤΚ υπέγραψε συμφωνίες δανείων αξίας 2,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με την Κίνα, σχεδόν το ήμισυ των οποίων χρηματοδότησε την κατασκευή της δεύτερης φάσης της Εθνικής Οδού 1, η οποία ολοκληρώθηκε το 2016.[82] Την ίδια περίοδο, ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο που παρατηρήσαμε στο Τσαντ, η Δημοκρατία του Κονγκό δανείστηκε πάνω από 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από παγκόσμιες εταιρείες εμπορίας εμπορευμάτων, όπως η Trafigura και η Glencore, με εγγύηση τη μελλοντική παραγωγή πετρελαίου.[83]

Όταν οι τιμές του πετρελαίου μειώθηκαν κατά το ήμισυ το 2015, η οικονομία του Κονγκό κατέρρευσε. Μέχρι το 2017, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Δημοκρατίας του Κονγκό είχε εκτοξευθεί σε σχεδόν 120% του ΑΕΠ (το ΔΝΤ ανέφερε ότι η Κίνα αντιπροσώπευε το ένα τέταρτο του χρέους).[84] Η Δημοκρατία του Κονγκό ζήτησε τη βοήθεια του ΔΝΤ. Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του ΔΝΤ, το χρέος της Δημοκρατίας του Κονγκό προς την Κίνα έπρεπε να αναδιαρθρωθεί προτού μπορέσει να λάβει τη στήριξη του ΔΝΤ. Δύο ημέρες μετά την αποστολή του ΔΝΤ στο Μπραζαβίλ τον Οκτώβριο του 2017, ο υπουργός Οικονομικών Καλίξτε Γκανόνγκο δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «με τους οικονομικούς και νομικούς συμβούλους της, η Δημοκρατία του Κονγκό θα ξεκινήσει συζητήσεις με τους κύριους δανειστές της με στόχο την εξορθολογισμό ή την αναχρηματοδότηση του χρέους της».[85]

Η ΛΔΚ έκανε το πρώτο βήμα διαπραγματευόμενη με την China Machinery Engineering Corporation (CMEC), μια κινεζική εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της χορήγησης πιστώσεων προμηθευτών για έργα υποδομής, όπως ο υδροηλεκτρικός σταθμός Imboulou ισχύος 120 MW. Τον Φεβρουάριο του 2018, η ΔΤΚ κατάφερε να διαπραγματευτεί αναδιάρθρωση με την CMEC, μειώνοντας τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της κατά 115,8 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.[86] Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της ΔΤΚ προς την Κίνα ήταν προς την China Eximbank. Τον Ιούλιο του 2018, ο πρωθυπουργός Clément Mouamba ταξίδεψε στην Κίνα στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την αναδιάρθρωση. Εννέα μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 2019, η Δημοκρατία της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας και η China Eximbank υπέγραψαν συμφωνία αναδιάρθρωσης, η οποία επικυρώθηκε από το κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας τον Μάιο.[87] Η συμφωνία ικανοποίησε το ΔΝΤ, το οποίο ενέκρινε ένα πακέτο διάσωσης ύψους περίπου 500 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ τον Ιούλιο του 2019.[88] Το υπουργείο Οικονομικών της Δημοκρατίας της Κονγκό δημοσίευσε τις λεπτομέρειες: αναδιαρθρώθηκαν οκτώ ξεχωριστά χρέη, που ανέρχονταν σε περίπου 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ του χρέους της Δημοκρατίας της Κονγκό προς την Κίνα.[89] Η αναδιάρθρωση παρέτεινε τη λήξη κάθε δανείου κατά 15 έτη, αλλά περιλάμβανε ρήτρα ότι το ένα τρίτο του χρέους θα αποπληρωθεί κατά τα επόμενα τρία έτη, γεγονός που, όπως σημείωσε το ΔΝΤ, μείωσε την εξυπηρέτηση του χρέους κατά 370 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του τριετούς προγράμματος.[90] Η China Eximbank μείωσε επίσης τα επιτόκια: επτά από τα δάνεια μειώθηκαν στο 1,5 % και ένα άλλο στο 2 %.

Η Δημοκρατία του Κονγκό αποφάσισε επίσης να παραχωρήσει την Εθνική Οδό 1, που χρηματοδοτήθηκε από την Κίνα, σε ιδιωτικοποίηση με τη μέθοδο της παραχώρησης, εκμετάλλευσης και μεταβίβασης (Σ.τ.Μ., «toll – operate – transfer», TOT). Η παραχώρηση ανατέθηκε σε κοινοπραξία Κίνας-Γαλλίας-Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία, από τον Μάρτιο του 2019, εκμεταλλεύεται τον αυτοκινητόδρομο με 30ετή άδεια εκμετάλλευσης. Η κινεζική εταιρεία CSCEC, η οποία τυχαία ήταν και η κατασκευάστρια της οδού, προσέγγισε τη ΔΤΚ για τη συμφωνία αυτή, επειδή η οδός είχε παραμείνει χωρίς συντήρηση από την ολοκλήρωση της κατασκευής της το 2016, σύμφωνα με τον Λι Τζικίν, πρόεδρο της CSCEC International.[91] Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, η CSCEC θα συντηρεί την οδό, ενώ η γαλλική εταιρεία EGIS θα διαχειρίζεται την είσπραξη των διοδίων. Η ΔΤΚ θα λάβει ένα άγνωστο ποσό ως τέλος παραχώρησης συν 15% των μετοχών της κοινοπραξίας που θα διαχειρίζεται τον δρόμο. Η επένδυσή της σε ένα προκαταβολικό ποσό για αυτή τη ΣΔΙΤ βοήθησε στην αντιμετώπιση της κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών της ΔΤΚ. Η ΔΤΚ προσπάθησε επίσης να πείσει την CSCEC να επενδύσει σε μια παρόμοια ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Οδού 2, αλλά η εταιρεία αρνήθηκε, καθώς θεωρούσε ότι η συμφωνία δεν θα απέφερε αρκετά κέρδη.[92]

 

Περίπτωση 6 – Αιθιοπία και Τζιμπουτί: Ο σιδηρόδρομος Αντίς-Τζιμπουτί

Το 2013, η Αιθιοπία και το Τζιμπουτί συμφώνησαν να κατασκευάσουν έναν σύγχρονο ηλεκτροκίνητο σιδηρόδρομο που θα συνέδεε την πρωτεύουσα της μεσόγειας Αιθιοπίας με τη θάλασσα. Το έργο, συνολικού κόστους 4,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, χρηματοδοτήθηκε από την China Eximbank, με την Αιθιοπία να δανείζεται 2,49 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και το Τζιμπουτί 492 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, και τα δύο με επιτόκιο 6μηνου LIBOR + 300 μονάδες βάσης. Τα δύο δάνεια κάλυψαν το 70% του κόστους του τμήματος της Αιθιοπίας και το 85% του τμήματος του Τζιμπουτί, αντίστοιχα.[93] Και τα δύο δάνεια είχαν εξάμηνη περίοδο χάριτος, με δεκαετή περίοδο αποπληρωμής που θα ξεκινούσε το 2019 για την Αιθιοπία και το 2020 για το Τζιμπουτί. Οι καθυστερήσεις στην έναρξη της λειτουργίας του σιδηροδρόμου οδήγησαν σε μείωση των εσόδων και σε έλλειψη ικανότητας των δύο κυβερνήσεων να εξυπηρετήσουν αυτά τα εμπορικά δάνεια.[94]

Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων του FOCAC τον Σεπτέμβριο του 2018 στο Πεκίνο, ο νέος πρωθυπουργός της Αιθιοπίας συναντήθηκε με Κινέζους αξιωματούχους για να συζητήσουν την αναδιάρθρωση του δανείου. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Αιθίοπες προετοίμασαν μια πολύ επαγγελματική και πειστική ανάλυση των λόγων για τους οποίους το έργο δεν είχε αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η China Eximbank συμφώνησε να παρατείνει την περίοδο αποπληρωμής του δανείου για τον σιδηρόδρομο (και ενδεχομένως και άλλων, που δεν προσδιορίστηκαν) από 10 σε 30 έτη, μειώνοντας σημαντικά το ετήσιο βάρος των πληρωμών.[95] Ο Γουάνγκ Γουέν, οικονομολόγος της Sinosure, ισχυρίστηκε ότι η εταιρεία του είχε χάσει σχεδόν 1 δισεκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ από την αναδιάρθρωση του σιδηροδρομικού δικτύου της Αιθιοπίας.[96] Με γενναιόδωρες υποθέσεις, οι αλλαγές στο δάνειο για το σιδηροδρομικό δίκτυο από μόνες τους θα είχαν προκαλέσει ζημία μόλις 230 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, οπότε είναι πιθανό να αναδιαρθρώθηκαν και άλλα σημαντικά δάνεια.[97]

Το 2019, η Αιθιοπία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα για την έναρξη της μερικής ιδιωτικοποίησης πολλών κρατικών εταιρειών της χώρας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που είχαν χρηματοδοτηθεί από κινεζικούς δανειστές: σιδηρόδρομοι, συγκροτήματα ζάχαρης και τηλεπικοινωνίες. Ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Αιθιοπίας, Γινέιτζερ Ντέσι, δήλωσε σε δημοσιογράφο του Bloomberg ότι η Ethiopian Telecoms συζητούσε επίσης την αναδιάρθρωση των πληρωμών των δανείων από κινεζικές εταιρείες, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί η εταιρεία.[98]

Το 2019, σύμφωνα με το ΔΝΤ, το Τζιμπουτί διαπραγματεύτηκε συμφωνία για την παράταση της περιόδου χάριτος για το μερίδιό του στη σιδηροδρομική γραμμή για πέντε επιπλέον έτη και την παράταση της λήξης του δανείου κατά 10 έτη, με ταυτόχρονη μείωση του επιτοκίου σε 6μηνο LIBOR + 210 μονάδες βάσης.[99] Οι καθυστερούμενες οφειλές που είχαν ήδη συσσωρευτεί θα ενσωματωθούν στο κεφάλαιο. Ωστόσο, κατά τη στιγμή της σύνταξης της παρούσας έκθεσης, η συμφωνία αυτή δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί και τεθεί σε εφαρμογή. Το Τζιμπουτί έχει επίσης εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρόμου. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι κινεζικές εταιρείες που κατασκεύασαν τον σιδηρόδρομο και έχουν σύμβαση για τη λειτουργία του έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον.[100]

 

Περίπτωση 7 – Καμερούν

Μεταξύ 2000 και 2018, το Καμερούν υπέγραψε δανειακές δεσμεύσεις ύψους 5,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με κινεζικούς χρηματοδότες για έργα υποδομής, χρηματοδότηση ύδρευσης, οδοποιίας, υδροηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών. Μετά τη συρρίκνωση της οικονομίας κατά 12% το 2015, λόγω του διπλού σοκ της πτώσης των τιμών του πετρελαίου και των τρομοκρατικών απειλών, ο λόγος εξυπηρέτησης του χρέους προς τα έσοδα του Καμερούν αυξήθηκε. Επιπλέον, το Καμερούν αντιμετώπισε δυσκολίες στην εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την εκταμίευση ορισμένων έργων, γεγονός που επιβράδυνε την εκταμίευση των δανείων από την Eximbank προς τις εκτελούσες εταιρείες και προκάλεσε καθυστερήσεις στην κατασκευή.[101]

Τον Σεπτέμβριο του 2018, τα μέσα ενημέρωσης του Καμερούν ανέφεραν ότι ο Πρόεδρος Μπιά ζήτησε αναδιάρθρωση του χρέους από την Κίνα στο περιθώριο της FOCAC στο Πεκίνο.[102] Τον Ιανουάριο του 2019, το Καμερούν σταμάτησε να εξυπηρετεί το χρέος του προς την China Eximbank και σχεδίαζε να συμπεριλάβει αυτές τις καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης. Η Eximbank ανέστειλε την εκταμίευση των δανείων προς τους κινεζικούς εργολάβους.[103] Στις αρχές Απριλίου, αντιπροσωπεία της Eximbank επισκέφθηκε το Καμερούν για να συζητήσει την αναδιάρθρωση. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία αρχών: το Καμερούν θα καταβάλει τις πληρωμές εξυπηρέτησης του χρέους που είχε παρακρατήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και η Eximbank θα χορηγήσει αναδιάρθρωση και θα επαναλάβει τις εκταμιεύσεις.[104] Μέχρι τον Ιούλιο του 2019, η συμφωνία είχε οριστικοποιηθεί. Το Καμερούν θα καταβάλλει μόνο το ένα τρίτο των πληρωμών εξυπηρέτησης του χρέους που οφείλονται τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ τα υπόλοιπα δύο τρίτα (περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) θα «αναδιαρθρωθούν ώστε να καταβληθούν τα επόμενα χρόνια εντός της υπόλοιπης περιόδου λήξης».[105]

 

Περίπτωση 8 – Μοζαμβίκη

Μεταξύ 2000 και 2018, η Μοζαμβίκη υπέγραψε κινεζικά δάνεια ύψους άνω των 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Περισσότερο από το ήμισυ αυτού του ποσού υπογράφηκε μεταξύ 2012 και 2014. Σημαντικά δάνεια (όλα από την Eximbank) περιλαμβάνουν 686 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για τη γέφυρα Μαπούτο-Κατέμπε (2012), 300 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για τον περιφερειακό δρόμο του Μαπούτο (2012), 416 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για τον δρόμο Μπέιρα-Ματσιπάντα (2013 και 2014) και άλλα 120 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για το αλιευτικό λιμάνι της Μπέιρα (2014).

Το 2017, το κράτος της Μοζαμβίκης ήταν σε υπερημερία όσον αφορά το δημόσιο εξωτερικό χρέος του. Το ΔΝΤ ανέφερε ότι είχαν συσσωρευτεί καθυστερούμενες οφειλές τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον διμερή τομέα.[106] Σύμφωνα με την ίδια έκθεση του ΔΝΤ, το 2017 «επιτεύχθηκε συμφωνία με την Κίνα και την Ινδία για την αναδιάρθρωση των πληρωμών εξυπηρέτησης του χρέους για διάφορα διμερή δάνεια».[107] Σύμφωνα με σχόλια του αναπληρωτή διευθυντή Οικονομίας και Οικονομικών της Μοζαμβίκης, «η Κίνα παρέτεινε την περίοδο χάριτος που είχε χορηγήσει στη Μοζαμβίκη για την αποπληρωμή χρέους ύψους 2,02 δισεκατομμυρίων δολαρίων US», αλλά «η αρχική περίοδος αποσβέσεως του κεφαλαίου διατηρήθηκε».[108] Δεν γνωρίζουμε ποια χρέη αναδιαρθρώθηκαν, αλλά το Bloomberg ανέφερε ότι τα 2,02 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ήταν το σύνολο του ανεξόφλητου χρέους της Μοζαμβίκης προς την Κίνα το 2018.[109]

 

4.4 Πώς αναδιαρθρώνονται τα χρέη

Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους στα τέλη του 20ού αιώνα, είδαμε ότι πολλοί κρατικοί δανειολήπτες απλά δεν εξυπηρετούσαν τα άτοκα δάνεια που τους είχε χορηγήσει η κινεζική κυβέρνηση. Επειδή το πρόγραμμα άτοκων δανείων ήταν διπλωματικής φύσης, αποτελώντας βασικό μέρος της εξωτερικής βοήθειας της Κίνας, δεν ασκήθηκε πίεση για την αποπληρωμή των δανείων. Από το 2019, με μια πολύ ευρύτερη ποικιλία δανείων σε ισχύ – πολλά από τα οποία εμπορικά – η αναδιάρθρωση δεν είναι πλέον τόσο εύκολη, αν και συμβαίνει. Το κύριο μέσο που χρησιμοποιεί το Πεκίνο για να πιέσει για πληρωμές όταν μια χώρα καθυστερεί τις πληρωμές της είναι να αναστείλει τις εκταμιεύσεις για έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη (κάτι που επιβραδύνει την ολοκλήρωσή τους, αλλά βλάπτει και τους Κινέζους εργολάβους) και να αρνηθεί την έγκριση νέων δανείων. Η περίπτωση της Ζιμπάμπουε δείχνει ότι η Sinosure λειτουργεί επίσης ως φρένο, αρνούμενη να εγγυηθεί νέα δάνεια έως ότου αποπληρωθεί μέρος των καθυστερούμενων οφειλών από προηγούμενα δάνεια.

Όπως και με τις διαγραφές χρέους που εξετάζονται παρακάτω, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι μέχρι στιγμής η αναδιάρθρωση πραγματοποιείται γενικά ανά δάνειο και όχι με βάση το σύνολο του χαρτοφυλακίου. Στο παρόν στάδιο της έρευνάς μας, η Μοζαμβίκη φαίνεται να αποτελεί τη μόνη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.[110] Οι περισσότερες περιπτώσεις αναδιάρθρωσης που εντοπίσαμε έχουν συμβεί σε χώρες που αντιμετωπίζουν οξεία κρίση ισοζυγίου πληρωμών. Ωστόσο, μπορεί να πραγματοποιηθεί μια μέτρια αναδιάρθρωση (παράταση της λήξης του δανείου) σε μια σχετικά υγιή οικονομία, εάν τα έργα δεν αποφέρουν τις ταμειακές ροές που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των δανείων που τα χρηματοδότησαν.

Η δεύτερη αυτή περίπτωση γίνεται πιο σαφής αν εξετάσουμε την περίπτωση της αναδιάρθρωσης του διυλιστηρίου Soraz στο Νίγηρα. Σε αυτή την περίπτωση, παρόλο που η περίοδος αποπληρωμής παρατάθηκε, η China Eximbank δεν άλλαξε το επιτόκιο ούτε αναχρηματοδότησε το δάνειο, ακριβώς επειδή το έργο ήταν κερδοφόρο και η οικονομία του Νίγηρα ήταν σχετικά υγιής. Η τράπεζα πίστευε ότι ο δανειολήπτης ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος ή θα ήταν σε θέση να το κάνει σε ένα παραταμένο χρονικό πλαίσιο. Ομοίως, η αναδιάρθρωση της σιδηροδρομικής γραμμής Αντίς-Τζιμπουτί πραγματοποιήθηκε ενώ η οικονομία της Αιθιοπίας αυξανόταν κατά 8% και η αναδιάρθρωση του Τζιμπουτί διαπραγματεύτηκε ενώ η οικονομία του αυξανόταν κατά περίπου 7,5%. Αν και οι δύο χώρες αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών, αυτά δεν συνδέονταν με μια γενική οικονομική κρίση. Δεν αναδιαρθρώθηκε ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο, αλλά μόνο τα «προβληματικά έργα», τα οποία απαιτούσαν πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αποπληρωμής.

Σε ορισμένες, αλλά όχι σε όλες τις περιπτώσεις, η αναδιάρθρωση πραγματοποιήθηκε μετά την προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ για βοήθεια. Εάν μια χώρα έχει καθυστερήσει τις πληρωμές προς έναν διμερή πιστωτή και τα χρέη της είναι μη βιώσιμα σύμφωνα με την Ανάλυση Βιωσιμότητας του Χρέους του ΔΝΤ, το ΔΝΤ απαιτεί από τη χώρα να διαπραγματευτεί την αναδιάρθρωση.[111] Η Δημοκρατία του Κονγκό είναι ένα καλό παράδειγμα αυτού. Η αξιοποίηση των απαιτήσεων του ΔΝΤ μπορεί να βοηθήσει τις χώρες που διαπραγματεύονται με τους δανειστές στο Πεκίνο, αλλά δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.

Οι περιπτώσεις δείχνουν επίσης ότι είναι σημαντικό να διαχωριστεί η «Κίνα» στους διάφορους δανειστές, καθώς δεν λειτουργούν από κοινού. Στην Αφρική, η China Eximbank είναι ο δανειστής στις περισσότερες περιπτώσεις αναδιάρθρωσης που εντοπίσαμε. Σε ορισμένες χώρες (Δημοκρατία του Κονγκό, Νίγηρας, Αιθιοπία), οι δανειολήπτες διαπραγματεύτηκαν επίσης ξεχωριστά με κινεζικές εταιρείες που παρείχαν εμπορική πίστωση. Η China Eximbank ακολουθεί το πρότυπο που καθιέρωσε το προηγούμενο πρόγραμμα κρατικών δανείων της Κίνας: το πρώτο βήμα είναι συνήθως η παράταση της περιόδου αποπληρωμής. Σε λίγες περιπτώσεις, η κινεζική τράπεζα μείωσε επίσης το επιτόκιο. Η αντίθεση μεταξύ των όρων που συμφωνήθηκαν για την αναδιάρθρωση του σιδηροδρομικού δανείου του Τζιμπουτί και εκείνων για την Αιθιοπία δείχνει επίσης ότι δεν υπάρχει μια «ενιαία» φόρμουλα αναδιάρθρωσης.

Το δάνειο ύψους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ που χορήγησε η China Development Bank στην Αγκόλα το 2016 ήταν η μόνη περίπτωση αναχρηματοδότησης που εντοπίσαμε. Αν και ο Νίγηρας ζήτησε αναχρηματοδότηση, αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Ενώ η China Eximbank μπορεί να μειώσει τα επιτόκια ή να παρατείνει τις προθεσμίες αποπληρωμής ενός υφιστάμενου δανείου, η αναχρηματοδότηση θα συνεπαγόταν τη χορήγηση νέου δανείου. Δεδομένου ότι η China Eximbank είναι οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων και συνήθως εκταμιεύει απευθείας στις εξαγωγικές εταιρείες (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξάγουν κατασκευαστικές υπηρεσίες), είναι πιθανό να μην διαθέτει πραγματικά πιστωτικά μέσα που θα της επέτρεπαν να χορηγήσει νέα δάνεια για έργα που δεν περιλαμβάνουν πλέον εξαγωγική σύμβαση.[112]

Αν και τα στοιχεία είναι περιορισμένα, μας φαίνεται επίσης ότι τα δάνεια που δεν είναι εξασφαλισμένα με εξαγωγές εμπορευμάτων και λογαριασμό μεσεγγύησης τείνουν να είναι αυτά που αναδιαρθρώνονται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορεύματα καθίστανται, στην πράξη, ανώτερα από άλλα χρέη. Η Αγκόλα, όπου η κεντρική κυβέρνηση φαίνεται να καταβάλλει τακτικά τις πληρωμές για τα κινεζικά δάνεια που εξασφαλίζονται με πετρέλαιο, παρέχει ορισμένα στοιχεία που υποστηρίζουν αυτό το συμπέρασμα. Κινεζική πηγή με εμπειρία στη ΔΤΚ μας δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι τα οκτώ δάνεια που αναδιαρθρώθηκαν εξασφαλίζονταν με πετρέλαιο, αν και δεν διαθέτουμε συγκεκριμένα στοιχεία για αυτό.

Όταν οι χώρες ξεκινούν διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους με μη κινέζους ιδιώτες πιστωτές, όπως ομόλογοι και έμποροι εμπορευμάτων, παράλληλα με την China Eximbank, οι συμφωνίες φαίνεται να επιτυγχάνονται πιο γρήγορα με την Κίνα παρά με τους ιδιώτες πιστωτές, γεγονός που υποδηλώνει ότι το κινεζικό χρέος δεν είναι απαραίτητα προνομιούχο έναντι του ιδιωτικού χρέους.[113] Η Μοζαμβίκη ανακοίνωσε προσπάθειες αναδιάρθρωσης του χρέους τον Οκτώβριο του 2016, όταν το δημόσιο χρέος της έφτασε το 128,3% του ΑΕΠ.[114] Η Μοζαμβίκη κατέληξε σε συμφωνία αναδιάρθρωσης με την Κίνα το 2017, ενώ με τους κατόχους ευρωομολόγων κατέληξε σε συμφωνία, κατ’ αρχήν, μόνο το 2018.[115] Στην περίπτωση της Δημοκρατίας του Κονγκό, οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους με την China Eximbank, που ξεκίνησαν το 2018, ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 2019. Οι διαπραγματεύσεις με εταιρείες εμπορίας εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της Glencore που είχε χορηγήσει δάνεια στη ΛΔΚ, ξεκίνησαν το ίδιο έτος και ολοκληρώθηκαν μόλις τον Απρίλιο του 2020.[116]

Όταν χτυπά η κρίση χρέους, δεν βλέπουμε τις κινεζικές τράπεζες να επιχειρούν «κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων» και, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν περιπτώσεις διεθνούς διαιτησίας ή εμπλοκής δικαστηρίων στην Αφρική. Αντ’ αυτού, οι κινέζοι αξιωματούχοι προσπαθούν να αναπτύξουν εξατομικευμένες λύσεις για την αντιμετώπιση της βιωσιμότητας του χρέους (και της ανάπτυξης), κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, αν και οι περισσότερες αναδιαρθρώσεις απλώς επιμήκυναν τις περιόδους αποπληρωμής, σε τουλάχιστον μία περίπτωση, τη ΔΤΚ, ο δανειολήπτης μετέτρεψε ένα μεγάλο έργο υποδομής, τον εθνικό αυτοκινητόδρομο αριθ. 1, σε σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για τη διαχείριση διοδίων. Η σύμπραξη έφερε ένα κινεζο-γαλλικό κονσόρτσιουμ, σε εμπορική βάση, για να εισφέρει νέο μετοχικό κεφάλαιο στο έργο και να εξασφαλίσει τη συντήρηση του δρόμου για περίοδο τουλάχιστον 30 ετών.

Μαζί με άλλους ξένους επενδυτές, κινεζικές εταιρείες έχουν αρχίσει να επενδύουν σε ΣΔΙΤ στην Αφρική, αν και ο αριθμός τους είναι ακόμη αρκετά περιορισμένος. Όπως στη ΔΤΚ και τη Σρι Λάνκα, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα έργα στα οποία επενδύουν τώρα κινεζικές εταιρείες χρηματοδοτήθηκαν από κινεζικές τράπεζες. Με την εισφορά συναλλάγματος για την αγορά μετοχών σε αυτά τα έργα, οι κινεζικές εταιρείες βοηθούν τις χώρες να αντιμετωπίσουν τις επείγουσες κρίσεις του ισοζυγίου πληρωμών. Αυτό αντανακλά το είδος των συμβουλών που προωθούν εδώ και καιρό οι θεσμοί της Ουάσιγκτον στην Αφρική μέσω της λεγόμενης «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον»: ιδιωτικοποίηση των ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων. Βλέπουμε ότι η Αιθιοπία και το Τζιμπουτί εκδηλώνουν επίσης ενδιαφέρον για την προσέγγιση των ΣΔΙΤ, με ή χωρίς κινεζικές εταιρείες. Είναι πιθανό να δούμε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις στο μέλλον. Αντί να το θεωρούμε ως απόδειξη ότι οι κινεζικές τράπεζες συνωμοτούν σε ένα περίπλοκο σχέδιο «δανεισμού με σκοπό την απόκτηση ιδιοκτησίας» για να κατασχέσουν περιουσιακά στοιχεία, θα πρέπει να το δούμε ως ένα ακόμη παράδειγμα σύγκλισης της κινεζικής πρακτικής με τις παγκόσμιες δανειοδοτικές νόρμες.

 

 

5. ΑΚΥΡΩΣΗ ΚΙΝΕΖΙΚΩΝ ΧΡΕΩΝ

Καθώς οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 εξαπλώνονταν σε ολόκληρη την Αφρική, οι φωνές για διαγραφή του χρέους εντάθηκαν. Ωστόσο, ιστορικά, εκτός από τα παραδείγματα του Ιράκ και της Κούβας, η εμπειρία της Κίνας σε θέματα διαγραφής χρέους είναι αρκετά περιορισμένη, όπως εξηγούμε εδώ.

 

5.1 Ακύρωση χρεών από άτοκα δάνεια

Η πρώτη δέσμευση της Κίνας για διαγραφή χρέους το 2000 αφορούσε μόνο την Αφρική. Συγκεκριμένα, το Πεκίνο δεσμεύθηκε να διαγράψει το σύνολο των ληξιπρόθεσμων άτοκων δανείων προς την Αφρική που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα ή είχαν αναδιαρθρωθεί κατά την προηγούμενη τριακονταετία. Οι μεταγενέστερες δεσμεύσεις επικεντρώθηκαν μερικές φορές στην Αφρική και άλλες φορές σε χώρες χαμηλού εισοδήματος γενικά, ανάλογα με το φόρουμ στο οποίο γινόταν η δέσμευση (Πλαίσιο 2). Μετά το 2000, οι δεσμεύσεις της Κίνας για διαγραφή χρέους αφορούσαν γενικά μόνο το ληξιπρόθεσμο μέρος των κρατικών άτοκων δανείων που έληγαν σε ένα συγκεκριμένο έτος, αλλά όχι τις μελλοντικές εκκρεμείς πληρωμές (αν και η αγγλική μετάφραση είναι μερικές φορές ασαφής, όπως δείχνει το Πλαίσιο 2).[117]

Τα άτοκα δάνεια (ΑΔ· Σ.τ.Μ., Interest Free Loans, IFL), σε αντίθεση με τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους και τα εμπορικά δάνεια από κινεζικές τράπεζες, διαχειρίζεται το Υπουργείο Εμπορίου (το οποίο διαχειρίζεται επίσης τις επιχορηγήσεις της Κίνας). Τα άτοκα δάνεια, τα οποία χορηγήθηκαν για πρώτη φορά από την Κίνα στη Βόρεια Κορέα τη δεκαετία του 1950 και στις αφρικανικές χώρες τη δεκαετία του 1960, «χρησιμοποιούνται κυρίως για να βοηθήσουν τις δικαιούχες χώρες να κατασκευάσουν δημόσιες εγκαταστάσεις και να ξεκινήσουν έργα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού».[118] Περιλαμβάνονται στο σύνολό τους στον ετήσιο προϋπολογισμό της Κίνας, όπως και οι επιχορηγήσεις, γεγονός που καθιστά τη διαγραφή τους λιγότερο περίπλοκη, καθώς δεν απαιτείται η διάθεση νέων δημοσιονομικών πόρων. Αυτό διαφέρει από τα δάνεια των κρατικών τραπεζών της Κίνας, όπου τα κεφάλαια για νέα δάνεια εξαρτώνται εν μέρει από την αποπληρωμή παλαιών δανείων. Ως εκ τούτου, η διαγραφή του χρέους επηρεάζει γρήγορα τα αποτελέσματα μιας τράπεζας.

Τα στοιχεία μας δείχνουν ότι τα ΑΔ προς την Αφρική ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 10 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ανά δάνειο.[119] Τα άτοκα δάνεια αποτελούν ένα μικρό ποσοστό (πιθανώς κάτω του 5%) του συνολικού δανεισμού της Κίνας προς την Αφρική από το 2000 έως το 2018. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα ΑΔ αποτελούσαν σημαντικό ποσοστό των κινεζικών δανείων. Ωστόσο, καθώς άρχισαν να αυξάνονται άλλες πηγές χρηματοδότησης από την Κίνα, ιδίως τα δάνεια της China Eximbank, τα ΑΔ κατέστησαν όλο και μικρότερο ποσοστό του συνολικού δανεισμού της Κίνας προς την Αφρική.

Αν και σχεδόν όλες οι διαγραφές δανείων στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της Κίνας αφορούσαν δάνεια εξωτερικής βοήθειας χωρίς τόκους, ένας αξιωματούχος της China Eximbank επιβεβαίωσε σε έναν από τους συντάκτες του παρόντος εγγράφου ότι «ένα ή δύο» δάνεια με χαμηλό επιτόκιο που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα στην Αφρική διαγράφηκαν μετά το 2000. Τουλάχιστον ένα άλλο δάνειο με ευνοϊκούς όρους, που χορηγήθηκε στο Αφγανιστάν, μετατράπηκε σε δωρεά.[120] Τα δάνεια αυτά είχαν χορηγηθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990, πολύ νωρίς στην εμπειρία της China Eximbank στην Αφρική. «Αλλά αν δεν μας πληρώσουν, εμείς πρέπει να πληρώσουμε τους ομολογιούχους μας!», πρόσθεσε ο αξιωματούχος.[121] Στο τέλος του 2018, η ίδια η Κίνα είχε εξωτερικό χρέος ύψους 1,96 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.[122] Από όλα τα στοιχεία, το Πεκίνο δεν εξετάζει ακόμη την ακύρωση οποιωνδήποτε δανείων εκτός από τα παραδοσιακά, άτοκα δάνεια εξωτερικής βοήθειας.

 

Πλαίσιο 2: Όλες οι Κινεζικές Επίσημες Δεσμεύσεις για Ακύρωση Χρέους

 

5.2 Πόσο χρέος έχει διαγράψει η Κίνα στην Αφρική;

Όπως φαίνεται στο Πλαίσιο 2, από το 2000 η Κίνα έχει αναλάβει εννέα δεσμεύσεις για την ακύρωση χρεών των δανειοληπτών της, αλλά έχει προσδιορίσει την αξία των δεσμεύσεών της μόνο μία φορά. Σε αντίθεση με τη Λέσχη του Παρισιού, η Κίνα δεν δημοσιεύει τακτικά στατιστικά στοιχεία για την ακύρωση χρεών και δεν υπάρχει επίσημη ανάλυση των αριθμών ανά έτος ή χώρα. Είναι ευρέως διαδεδομένος ο μύθος ότι η Κίνα είχε ακυρώσει 10 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από το χρέος της Αφρικής έως το 2005.[123] Αυτό δεν ισχύει. Σύμφωνα με τις Λευκές Βίβλους της Κίνας για την εξωτερική βοήθεια του 2011 και του 2014, η Κίνα ακύρωσε συνολικά 20,38 δισεκατομμύρια RMB (3 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) για την Αφρική από το 2000 έως το 2012 (με συνολικό ποσό 27 δισεκατομμύρια RMB, δηλαδή 3,99 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, σε παγκόσμιο επίπεδο).[124] Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για το συνολικό ποσό της ακύρωσης χρέους μετά την ημερομηνία αυτή.

Τα στοιχεία του SAIS-CARI σχετικά με τις ακυρώσεις δανείων καλύπτουν μόνο το 60% περίπου του συνολικού ποσού που αναφέρεται στα επίσημα στοιχεία της Κίνας για την περίοδο 2000-2012 (2,2 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ). Προσθέτοντας το επίσημο ποσό των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με την εκτίμησή μας για 422 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ που ακυρώθηκαν μεταξύ 2013 και 2019, εκτιμούμε ότι η Κίνα έχει ακυρώσει τουλάχιστον 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ χρέους στην Αφρική. Τα στοιχεία μας περιλαμβάνουν 94 περιπτώσεις ακύρωσης χρέους στην Αφρική (κάθε περίπτωση μπορεί να αντιπροσωπεύει πολλαπλά δάνεια).[125]

 

Σχήμα 2: Ακυρώσεις Κινεζικού Χρέους για την Αφρική ανά Χρόνο

 

Τα δύο τρίτα των περιπτώσεων διαγραφής χρέους αφορούσαν την περίοδο 2000-2007, με ξεχωριστές αιχμές το 2001 και το 2007 (Σχήμα 2). Οι αιχμές αυτές ακολουθούν τις δύο μόνες δεσμεύσεις που περιλάμβαναν χρονοδιάγραμμα για τις διαγραφές. Μεταξύ των εννέα δεσμεύσεων που ανέλαβε η Κίνα για τη διαγραφή χρεών, μόνο οι δύο πρώτες όριζαν χρονικό πλαίσιο (δηλαδή διαγραφή 10 δισεκατομμυρίων RMB έως το 2002 και διαγραφή άγνωστου ποσού έως το 2007). Τα χρέη που διαγράφηκαν κατά τα έτη αυτά αντιπροσωπεύουν την «εκκαθάριση» παλαιών χρεών που είχαν συσσωρευτεί κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Αν και η Κίνα δεν συντόνισε ποτέ επίσημα την ελάφρυνση του χρέους της με τα προγράμματα που διαπραγματεύτηκαν η Λέσχη του Παρισιού, η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, ο χρόνος των ακυρώσεων της Κίνας στις αρχές της δεκαετίας του 2000 συμπίπτει περίπου με την Πρωτοβουλία ΥΧΦΧ, η οποία ξεκίνησε το 1996 και εισήλθε σε δεύτερη φάση το 2006.

Η κινεζική κυβέρνηση δεν ανέλαβε καμία δέσμευση για διαγραφή δανείων στο FOCAC του 2012. Ωστόσο, το 2015, όταν οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων άρχισαν να πέφτουν, το Πεκίνο δεσμεύθηκε εκ νέου να διαγράψει ληξιπρόθεσμα ΑΔ στην Αφρική (Πλαίσιο 2). Αυτό επαναλήφθηκε το 2018. Και οι δύο δεσμεύσεις υποστηρίζουν όλες τις διαγραφές χρέους που παρουσιάζουμε εδώ μεταξύ 2016 και 2019.

 

5.3 Πώς αποφασίζει η Κίνα ποια χρέη θα διαγράψει;

Οι δεσμεύσεις της Κίνας που αναφέρονται στο Πλαίσιο 2 συνήθως επισημαίνουν συγκεκριμένα ότι η διαγραφή του χρέους θα γίνει μέσω «διμερών διαύλων», υποδηλώνοντας την απροθυμία της Κίνας να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το ΔΝΤ ή τη Λέσχη του Παρισιού για να συζητήσει τη ρύθμιση του χρέους των χωρών που έχουν λάβει δάνεια. Δεδομένης της (εξελισσόμενης) ανησυχίας της για τη μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των χωρών-εταίρων, η Κίνα δεν έχει εφαρμόσει τα αμφιλεγόμενα μέτρα οικονομικής λιτότητας και διαρθρωτικής προσαρμογής που επιβάλλει η διαδικασία ΥΧΦΧ. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ένας πολιτικός όρος: οι χώρες πρέπει να έχουν διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο (και όχι με την Ταϊπέι) (Πλαίσιο 2). Υπάρχει επίσης μια διαδικασία (Σχήμα 3). Οι δεσμεύσεις που επαναλαμβάνονται τακτικά και παρατίθενται στο Πλαίσιο 2 ξεκινάνε τη διαδικασία με την ανακοίνωση της ομάδας δανείων που θα είναι διαθέσιμα για διαγραφή. Οι χώρες πρέπει πρώτα να υποβάλουν αίτηση στο Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας (ΥΠΕΚ· Σ.τ.Μ., Ministry of Commerce, MOFCOM). Οι χώρες με τα πιο επείγοντα προβλήματα χρέους αντιμετωπίζονται πρώτα. Το ΥΠΕΚ αποστέλλει αντιπροσωπεία για να συζητήσει την αίτηση με την κινεζική πρεσβεία στη χώρα και το Υπουργείο Οικονομικών της χώρας που λαμβάνει τη βοήθεια. Δεν πρόκειται για πρόγραμμα ακύρωσης «με ένα χτύπημα της πένας». Όπως σημείωσε ένας από τους συντάκτες του παρόντος εγγράφου το 2009: «Τα στοιχεία για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές συγκρίθηκαν και συντονίστηκαν προσεκτικά, δάνειο προς δάνειο»[126].

Μια επιτροπή υπό την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών της Κίνας (το οποίο έχει τη συνολική αρμοδιότητα για την ελάφρυνση του χρέους), με εκπροσώπους από το ΥΠΕΚ, την EximBank της Κίνας και την China Development Bank, θα εγκρίνει ή θα απορρίψει το αίτημα ακύρωσης του χρέους.[127] «Η κινεζική κυβέρνηση θα εξετάσει πώς χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα. Θα το εξετάσει προσεκτικά. Θα απορρίψει τις αιτήσεις ορισμένων χωρών των οποίων η οικονομία είναι σε καλή κατάσταση. Δεν χρειάζονται ελάφρυνση του χρέους», δήλωσε ένας Κινέζος αξιωματούχος σε έναν από τους συντάκτες.[128]

 

Σχήμα 3: Διαδικασία Ακύρωσης Άτοκων Δανείων (ΑΔ)

 

5.4 Ακυρώσεις δανείων: Ποιος;

Ποιες χώρες λαμβάνουν διαγραφές δανείων; Όπως σημειώνεται στο Πλαίσιο 2, ορισμένες ομάδες χωρών έχουν επιλεγεί για διαγραφή χρέους, συμπεριλαμβανομένων των χωρών ΥΧΦΧ, αλλά και των αναπτυσσόμενων χωρών χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και των μικρών νησιωτικών αναπτυσσόμενων κρατών – ομάδες που έχουν ασκήσει πιέσεις στα Ηνωμένα Έθνη για να τους χορηγηθεί ειδικό καθεστώς. Όλες οι αφρικανικές χώρες που έχουν λάβει διαγραφή χρέους από την Κίνα ανήκουν σε μία από τις παραπάνω ομάδες. Επιπλέον, η Κίνα έχει επίσης διαγράψει το χρέος της Ερυθραίας, της Σομαλίας, του Σουδάν και της Ζιμπάμπουε – χώρες που πληρούσαν τα κριτήρια της πρωτοβουλίας ΥΧΦΧ λόγω του υψηλού επιπέδου χρέους και της φτώχειας τους, αλλά που έως το 2019 δεν είχαν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του προγράμματος ΥΧΦΧ.[129]

 

Σχήμα 4: Ακυρώσεις Κινεζικού Χρέους (Εκατ. Δολάρια ΗΠΑ)

 

Το Σχήμα 4 παρουσιάζει τα στοιχεία του ΕΠΚΑ σχετικά με την αξία της διαγραφής χρέους ανά χώρα. Τα στοιχεία μας περιλαμβάνουν 94 περιπτώσεις διαγραφής χρέους στην Αφρική. Διαθέτουμε στοιχεία για την αξία σε 77 από αυτές τις περιπτώσεις. Η Ζάμπια, το Καμερούν, η Γκάνα, το Σουδάν, η Αιθιοπία, το Μάλι και η Μοζαμβίκη έλαβαν τη μεγαλύτερη διαγραφή χρέους σε όρους αξίας. Η Ζάμπια (6), το Καμερούν (5), η Γκάνα (4), το Σουδάν (4), το Μάλι (4), η Μοζαμβίκη (4) και οι Κομόρες (4) έλαβαν τον μεγαλύτερο αριθμό ξεχωριστών διαγραφών χρέους.[130]

Για να ελέγξουμε αν οι χώρες με τις περισσότερες ακυρώσεις χρέους ήταν και οι χώρες με τα περισσότερα δάνεια, συμβουλευτήκαμε τα στοιχεία που συγκέντρωσε ο Brautigam (2011), ο οποίος καταγράφει τις περιπτώσεις δανειακών δεσμεύσεων της Κίνας προς μεμονωμένες αφρικανικές χώρες μεταξύ 1960 και 2007.[131] Πράγματι, όλες οι χώρες που αναφέρονται παραπάνω, με εξαίρεση τη Μοζαμβίκη, ήταν από τις πρώτες και συχνότερες δανειολήπτριες από την Κίνα μεταξύ 1979 και 1999. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως το Μάλι, η Κίνα ανέλαβε 14 ξεχωριστές δανειακές δεσμεύσεις κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το Καμερούν είχε εννέα, το Μπενίν και η Ζάμπια επτά, η Ισημερινή Γουινέα πέντε κ.ο.κ.

 

5.5 Η Λέσχη του Παρισιού και η Κίνα: Εξέλιξη

Αν και η Λέσχη του Παρισιού συνεδρίασε για πρώτη φορά το 1956, χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι τα μέλη του να συμφωνήσουν να διαγράψουν το χρέος των χωρών με χαμηλό εισόδημα (Πίνακας 3). Μεταξύ 1975 και 1988, οι δανειστές της Λέσχης του Παρισιού αναδιάρθρωσαν το χρέος, αλλά δεν το διαγράψαν ούτε μείωσαν την παρούσα αξία του. Μόνο το 1988, στο Τορόντο, η Λέσχη του Παρισιού συμφώνησε να διαγράψει έως και το ένα τρίτο του διμερούς χρέους των φτωχών χωρών, σε όρους καθαρής παρούσας αξίας. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σταδιακά. Σημαντικό εμπόδιο αποτελούσαν οι δημοσιονομικοί πόροι που απαιτούνταν για τη διαγραφή του χρέους. Το 1988, η Λέσχη του Παρισιού ήταν αρκετά πλούσια για να αρχίσει να καλύπτει αυτά τα έξοδα με μεγαλύτερη ευκολία. Το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των μελών της Λέσχης του Παρισιού ήταν τότε 34.012 δολάρια ΗΠΑ (2010 δολάρια ΗΠΑ).132 Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας το 2018 ήταν περίπου το ένα τέταρτο αυτού: 7.753 δολάρια ΗΠΑ (2010 δολάρια ΗΠΑ).[133]

Πίνακας 3: Εξέλιξη της Ελάφρυνσης Χρέους της Λέσχης του Παρισιού και της Κίνας

 

6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η ελάφρυνση του χρέους της Αφρικής από την Κίνα συνεχίζεται εδώ και πολλές δεκαετίες, ακολουθώντας τις διακυμάνσεις της οικονομικής ύφεσης, ανάκαμψης και άνθησης της Αφρικής. Μέχρι το 2000, η ελάφρυνση του χρέους συνίστατο σχεδόν πάντα στην παράταση της περιόδου αποπληρωμής. Το 2000, η Κίνα άρχισε να ακυρώνει χρέη, αλλά μόνο για άτοκα δάνεια εξωτερικής βοήθειας. Όταν οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων έπεσαν γύρω στο 2015, πολλοί Αφρικανοί εξαγωγείς άρχισαν να αντιμετωπίζουν εκτεταμένα προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών. Περισσότερα δάνεια έχουν τεθεί προς αναδιάρθρωση, αλλά, προφανώς, η ελάφρυνση εξακολουθεί να χορηγείται με βάση μεμονωμένα δάνεια, όπου είναι σαφές ότι τα έσοδα δεν επαρκούν για την αποπληρωμή.

Η μόνη λύση που έχουν ρεαλιστικά οι κινέζοι δανειστές σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών είναι να αρνηθούν να εκταμιεύσουν χρήματα για τρέχοντα έργα και, σε περίπτωση καθυστερήσεων, να επιβάλουν μορατόριουμ για τη χορήγηση νέων δανείων, όπως είδαμε στην περίπτωση της Ζιμπάμπουε. Όπως σημείωσε ο Ζου Γιουγιουάν, ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών της Σαγκάης, σε πρόσφατο άρθρο του: «το κόστος της παραβίασης της σύμβασης είναι στην πραγματικότητα αρκετά χαμηλό για τους δανειολήπτες».[134] Επιπλέον, το Πεκίνο ανησυχεί για τη διεθνή φήμη του και τις μακροπρόθεσμες πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις του με μεμονωμένες χώρες. Επιπλέον, οι κινέζοι εργολάβοι, οι οποίοι συνήθως προχωρούν σε προκαταβολές από τα δικά τους κεφάλαια για να ξεκινήσουν ένα έργο πριν αποζημιωθούν μέσω εκταμιεύσεων από κινεζικές τράπεζες, πλήττονται από την αναστολή των έργων. Αν και οι συμβάσεις δανείων προβλέπουν διαιτησία σε περίπτωση αθέτησης, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι κινεζικές τράπεζες έχουν ποτέ χρησιμοποιήσει αυτή την επιλογή ή ότι μια απόφαση θα μπορούσε πραγματικά να εκτελεστεί, αν ήταν υπέρ τους. Επίσης, δεν βλέπουμε στοιχεία για επιβολή τόκων υπερημερίας.

Η Κίνα προτιμά να διαπραγματεύεται τηn ελάφρυνση του χρέους σε διμερές επίπεδο. Από την κινεζική πλευρά, αυτό επιτρέπει στον δανειολήπτη να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, αλλά η έλλειψη διαφάνειας δημιουργεί υποψίες ότι κάτι δεν πάει καλά. Ωστόσο, ταυτόχρονα, οι δεσμεύσεις και οι ακυρώσεις χρέους σε μεγαλύτερη κλίμακα που έχει αναλάβει η Κίνα σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχουν εφαρμοστεί μεμονωμένα. Έχουν πραγματοποιηθεί παράλληλα με παρόμοια προγράμματα ελάφρυνσης του χρέους που έχουν διαπραγματευτεί άλλες χώρες. Για παράδειγμα, στην Αφρική, οι συνεχιζόμενες διαγραφές χρέους από ΑΔ μεταξύ 2000 και 2019, παράλληλα με την πρωτοβουλία ΥΧΦΧ που ξεκίνησε η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ το 1996. Σε μία περίπτωση, εκτός Αφρικής, οι σημαντικές διαγραφές χρέους της Κίνας στο Ιράκ έγιναν διμερώς, αλλά στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Αν και η Κίνα δεν έχει προσχωρήσει στη Λέσχη του Παρισιού, όταν χώρες ζητούν αναδιάρθρωση σύμφωνα με τους όρους της Λέσχης του Παρισιού (Ινδονησία, Ιράκ), η Κίνα συμμορφώνεται.

Τώρα, με την εξάπλωση της πανδημίας COVID-19, η Κίνα ακολουθεί τις άλλες χώρες των G-20, δεσμευόμενη για συντονισμένη αναστολή πληρωμών κεφαλαίου και τόκων για επίσημα δάνεια μεταξύ 1ης Μαΐου και τέλους του 2020, για επιλέξιμες χώρες χαμηλού εισοδήματος. Οι G-20 συμφώνησαν σε «ένα κοινό φύλλο όρων που παρέχει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της πρωτοβουλίας αναστολής της εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο έχει επίσης συμφωνηθεί από τη Λέσχη του Παρισιού».[135] Αυτά υποδηλώνουν ότι σε αυτόν τον γύρο μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, η Κίνα δεν θα λειτουργήσει παράλληλα με τις αποδεκτές παγκόσμιες συμφωνίες για τη διαχείριση του διεθνούς χρέους, αλλά στο πλαίσιο αυτών.

Ξεκινήσαμε αυτό το έγγραφο με μια παραπομπή από έναν Ζάμπιο οικονομολόγο. Η πλήρης παραπομπή έχει ως εξής: «Το πρόβλημα είναι τα ευρωομόλογα αξίας 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, όχι τα κινεζικά δάνεια… με τα ευρωομόλογα, δεν παίζεις όταν έρχονται οι πληρωμές. Το κινεζικό χρέος μπορεί εύκολα να επαναδιαπραγματευτεί, να αναδιαρθρωθεί ή να αναχρηματοδοτηθεί».[136] Από την έκδοση του πρώτου ευρωομολόγου της Ζάμπια το 2012, οι αποδόσεις έχουν ανέλθει από 5,65% σε πάνω από 20%.[137] Αν και η Ζάμπια δεν έχει καταφέρει να επιτύχει αναδιάρθρωση των κινεζικών δανείων της μέχρι τη στιγμή της σύνταξης του παρόντος εγγράφου, οι περιπτώσεις της Δημοκρατίας του Κονγκό και της Μοζαμβίκης υποδηλώνουν ότι η επίτευξη συμφωνιών με τους κινέζους δανειστές ήταν ευκολότερη από ό,τι με τους ιδιώτες πιστωτές. Παραμένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί η θέση της Κίνας σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους όταν θα βρεθεί αντιμέτωπη με νέες παγκόσμιες εξελίξεις, όπως η κρίση του COVID-19 το 2020. Όπως μας είπε ένας αξιωματούχος του ΔΝΤ: «Θα πρέπει να ακολουθήσουν τον δρόμο που έχουν ακολουθήσει άλλες χώρες πριν από αυτούς».

 

 

Υποσημειώσεις

  1. Jean-Christophe Servant, “China Steps in as Zambia Runs Out of Loan Options”, The Guardian, December 11, 2019, https://www.theguardian.com/global-development/2019/dec/11/china-steps-in-as-zambia-runs-out-of-loan-options.
  2. Η China Eximbank αντιπροσωπεύει το 56% και η China Development Bank το 25%. Όλα τα συνολικά στοιχεία για τα δάνεια ΕΠΚΑ αναφέρονται σε δεσμεύσεις και όχι σε χρέη. Ωστόσο, διαθέτουμε στοιχεία για τα ανεξόφλητα χρέη σε πολλές περιπτώσεις, και σε μεμονωμένες περιπτώσεις όπου τα έργα έχουν ολοκληρωθεί και διαθέτουμε τα στοιχεία αυτά, χρησιμοποιούμε τα ανεξόφλητα χρέη.
  3. Ο κινεζικός όρος «δάνειο με ευνοϊκούς όρους» (youhui daikuan) αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο μέσο εξωτερικής βοήθειας που διαχειρίζεται η China Eximbank. Τα δάνεια αυτά είναι πάντα εκφρασμένα σε κινεζικά γιουάν, έχουν χαμηλά, σταθερά επιτόκια που επιδοτούνται από τον κινεζικό προϋπολογισμό για την εξωτερική βοήθεια και συνήθως έχουν διάρκεια άνω των 20 ετών.
  4. Δεν φαίνεται να υπάρχει παγκόσμιος ορισμός για το τι θεωρείται επίσημος διμερής πιστωτής. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Παγκόσμιας Τράπεζας για την υποβολή εκθέσεων από τους πιστωτές, «ως πιστωτές, όλες οι εμπορικές τράπεζες ταξινομούνται ως ιδιωτικές, ανεξάρτητα από το αν είναι δημόσιες ή ιδιωτικές. … Τα δάνεια από μια κυβέρνηση ή δημόσιο οργανισμό… περιλαμβάνουν δάνεια από κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες (αλλά όχι κρατικές εμπορικές τράπεζες) και δημόσιες επιχειρήσεις (ιδίως κρατικά ιδρύματα χρηματοδότησης εξαγωγών, τράπεζες ανάπτυξης και παρόμοια)». Παγκόσμια Τράπεζα, «Εγχειρίδιο συστήματος υποβολής εκθέσεων οφειλετών», Ιανουάριος 2000, https://databank.worldbank.org/data/download/debt/DRS%20 Manual%202013.pdf.
  5. Τα μέλη του Κλαμπ του Παρισιού περιλαμβάνουν επί του παρόντος την Αυστραλία, την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βραζιλία, τον Καναδά, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, το Ισραήλ, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τις Κάτω Χώρες, τη Νορβηγία, τη Ρωσική Ομοσπονδία, τη Νότια Κορέα, την Ισπανία, τη Σουηδία, την Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.
  6. Enrique Cosio-Pascal, “The Emerging of a Multilateral Forum for Debt Restructuring the Paris Club”, United Nations Conference on Trade and Development, No. 192 (2008), https://unctad.org/en/Docs/osgdp20087_en.pdf.
  7. Lex Rieffel, “Resolving Nigeria’s Paris Club Debt Problem: A Case of Non-Performing Creditors”, Brookings Institution, August 1, 2005. https://www.brookings.edu/wp-content/uploads/2016/06/20050801rieffel.pdf.
  8. Ben Leo, “Sudan’s Bumpy Road will Run through Where, Vienna?” Center for Global Development Blog, December 14, 2010. https://cgdev.org/blog/sudan’s-bumpy-debt-road-will-run-through-where-vienna.
  9. Ben Leo, “Who are Sudan’s Biggest Creditor and Why is it Something to Worry About?” Center for Global Development Blog, December 13, 2010. https://www.cgdev.org/blog/who-are-sudan%E2%80%99s-two-biggest-creditors-and-why-it-something-worry-about?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A%20cgdev/globaldevelopment%20%28Global%20 Development%3A%20Views%20fr.
  10. World Bank. “Debt Service Suspension and COVID-19”, The World Bank Group, May 11, 2020, https://www.worldbank.org/en/news/factsheet/2020/05/11/debt-relief-and-covid-19-coronavirus.
  11. Τα μόνιμα μέλη της G-20 περιλαμβάνουν την Αργεντινή, την Αυστραλία, τη Βραζιλία, τον Καναδά, την Κίνα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ινδία, την Ινδονησία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Μεξικό, τη Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία, τη Νότια Αφρική, τη Νότια Κορέα, την Τουρκία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
  12. “G20 Operational Guidelines for Sustainable Financing”, March 2017, https://www.bundesfinanzministerium.de/Content/EN/Standardartikel/Topics/world/G7-G20/G20-Documents/g20-operational-guidelines-for-sustainable-financing. pdf?__blob=publicationFile&v=1.
  13. G20 Saudi Arabia 2020, “G20 Finance Ministers and Central Bank Governors Meeting”, G20 Communique, April 15, 2020, https://g20. org/en/media/Documents/G20_FMCBG_Communiqu%C3%A9_EN%20(2).pdf.
  14. E. Kun Liu, “Statement by H.E. Kun Liu Minister of Finance on Behalf of the People’s Republic of China”, World Bank Group and International Monetary Fund Development Committee 101st Meeting, April 17, 2020, https://www.devcommittee.org/sites/dc/files/ download/Statements/2020-04/DCS2020-0032-China.pdf.
  15. Ben Steil and Benjamin Della Rocca, “ Chinese Debt Could Cause Emerging Markets to Implode”, Foreign Affairs, April 27, 2020, https://www.foreignaffairs.com/articles/east-asia/2020-04-27/chinese-debt-could-cause-emerging-markets-implode and Benn Steil and Benjamin Della Rocca, “China, a Major World Bank Borrower and Competitor, Must Stop Sheltering BRI Debt from G20 Standstill”, Council on Foreign Relations, May 8, 2020, https://www.cfr.org/blog/china-major-world-bank-borrower-and-competitor-must-stop-sheltering-bri-debt-g20-standstill.
  16. Ο κινεζικός όρος «债务减免» (μείωση και διαγραφή χρέους) συνήθως μεταφράζεται λανθασμένα ως «ελάφρυνση χρέους». Πιστεύουμε ότι ο Song εννοούσε ότι η διαγραφή χρέους δεν αποτελεί επί του παρόντος επιλογή για τις προτιμησιακές πιστώσεις εξαγωγικών αγοραστών (youhui maifan xindai) ή τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους (youhui daikuan). Έχουμε δει περιπτώσεις στις οποίες τα δάνεια αυτά αναδιαρθρώθηκαν. Αυτό είναι ελάφρυνση χρέους.
  17. Song Wei, “African debt to China may be solved through bilateral talks on the basis of equality”, Global Times, April 16, 2020. https://globaltimes.cn/content/1185860.shtml.
  18. World Bank Group, “International Debt Statistics 2019”, World Bank Group, November 11, 2018 https://openknowledge.worldbank.org/ handle/10986/30851.
  19. Jevans Nyabiage, “All Eyes on China as Africa Spurns G20 Debt Relief Plan”, South China Morning Post, May 26, 2020 https://www.scmp.com/news/china/diplomacy/article/3086121/all-eyes-china-africa-spurns-g20-debt-relief-plan.
  20. Personal email communication, May 11, 2020.
  21. “China’s lending supports growth, exacerbates fiscal and external pressures in Sub-Saharan Africa”, Moody’s Investor Service, November 14, 2018. https://www.moodys.com/research/Moodys-Chinese-lending-to-Sub-Saharan-Africa-can-support-growth–PR_391736?WT.mc_id=AM%7ERmluYW56ZW4ubmV0X1JTQl9SYXRpbmdzX05ld3NfTm9fVHJhbnNsYXRpb25z%7E20181114_PR_391736.
  22. Maria Abi-Habib and Keith Bradsher, “Poor Countries Borrowed Billions from China. They Can’t Pay it Back”, New York Times, May 18, 2020, https://www.nytimes.com/2020/05/18/business/china-loans-coronavirus-belt-road.html. Η πεποίθηση σχετικά με τη συχνή χρήση εξασφαλίσεων μπορεί να αποτελεί παρερμηνεία της ρύθμισης σύμφωνα με την οποία ορισμένες δανειακές συμβάσεις απαιτούν από τους δανειολήπτες να αποστέλλουν μέρος των εσόδων τους από εξαγωγικά εμπορεύματα σε λογαριασμούς μεσεγγύησης ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου. Στις χώρες της Αφρικής με χαμηλό εισόδημα, τα κινεζικά δάνεια έχουν γενικά διάρκεια 20 ετών, αν και ορισμένα δάνεια εμπορικών τραπεζών μπορούν να έχουν διάρκεια μόλις 10 ετών.
  23. Kenneth Rapoza, “China Has Forgiven Nearly $10 Billion In Debt. Cuba Accounts For Over Half”, Forbes, May 29, 2019, https://www.forbes.com/sites/kenrapoza/2019/05/29/china-has-forgiven-nearly-10-billion-in-debt-cuba-accounts-for-over-half/#c2f6633615ba.
  24. Jevans Nyabiage, “Lender’s remorse? China finds Africa projects require a growing wave of debt forgiveness”, South China Morning Post, Aug 11, 2019 https://www.scmp.com/news/china/diplomacy/article/3022301/lenders-remorse-china-finds-africa-projects-require-growing.
  25. John Hurley, Scott Morris, and Gailyn Portelance, “Examining the Debt Implications of the Belt and Road Initiative from a Policy Perspective”, Center for Global Development, Policy Paper 121 (2018): https://www.cgdev.org/sites/default/files/examining-debtimplications-belt-and-road-initiative-policy-perspective.pdf. Η ανάλυσή τους μπέρδεψε ορισμένα στοιχεία σχετικά με την περίπτωση της Σρι Λάνκα, σημειώνοντας ότι η Σρι Λάνκα «δεν ήταν διατεθειμένη να εξυπηρετήσει δάνειο ύψους 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων με επιτόκιο 6%, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση της κατασκευής του λιμανιού της Χαμπαντότα, και ότι η Κίνα συμφώνησε τον Ιούλιο του 2017 σε ανταλλαγή χρέους με μετοχές». Πιο πρόσφατες έρευνες που αναφέρονται παρακάτω σημειώνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια ότι το δάνειο με επιτόκιο 6% ήταν ύψους 307 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Τα περισσότερα από τα άλλα δάνεια για λιμάνια ήταν με ευνοϊκούς όρους, με σταθερό επιτόκιο 2% για 20 χρόνια. Δεν υπήρξε ανταλλαγή χρέους με μετοχές.
  26. Agatha Kratz, Allen Feng, and Logan Wright, “New Data on the ‘Debt Trap’ Question”, Rhodium Group, April 29, 2019 https://rhg.com/ research/new-data-on-the-debt-trap-question/.
  27. Development Reimagined and Oxford China Africa Consultancy, “China: Debt Cancellation”, Development Reimagined, April 17, 2019, https://developmentreimagined.com/wp-content/uploads/2019/04/final-doc-china-debt-cancellation-dr-final.pdf.
  28. Deborah Brautigam, “A Critical Look at Chinese ‘Debt-Trap Diplomacy’: The Rise of a Meme”, Area Development and Policy, Vol 5:1 (2019): 1-14, DOI: 10.1080/23792949.2019.1689828.
  29. Ministry of Foreign Affairs of China, “Zhonghua renmin gongheguo zhengfu he yindunixiya gongheguo zhengfu guanyu jiejue yindunixiya suo qian zhonghua renmin gongheguo zhaiwu xieding” (Agreement between the Government of the People ’s Republic of China and the Government of the Republic of Indonesia on Settlement of Indonesia ’s Debt to the People’s Republic of China), Ministry of Foreign Affairs official website, July 2, 1990. https://www.fmprc.gov.cn/web/ziliao_674904/tytj_674911/tyfg_674913/t6126.shtml).
  30. Ο κινεζικός όρος ήταν «Bali fangshi 巴黎方式». Εκείνη την εποχή, οι «Όροι του Τορόντο» της Λέσχης του Παρισιού για την αναδιάρθρωση του χρέους των χωρών με χαμηλό εισόδημα επέτρεπαν τη μείωση της καθαρής παρούσας αξίας του διμερούς χρέους κατά 33,3%. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της διαγραφής μέρους του χρέους, της αλλαγής της περιόδου αποπληρωμής ή της μείωσης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους. Πηγή: Economic Development in Africa, σ. 12, προσαρμοσμένο από Sachs (2002), Πλαίσιο 1, σ. 276-277, και πηγές UNCTAD.
  31. Jianyang Lin and Liangyong Li, “China will Completely Forgive Iraq’s Government Debt”, Xinhua, May 3, 2007, http://news.sina.com. cn/c/2007-05-03/205412917966.shtml.
  32. “China Says Cancels Debt Owed by Iraq”, Reuters, June 21, 2007, https://www.reuters.com/article/us-china-iraq china-says-cancels-debt-owed-by-iraq-idUSPEK28432020070621.
  33. “China Cancels 80% of Iraq’s Debt”, Sydney Morning Herald, February 3, 2010, https://www.smh.com.au/business/china-cancels-80-of-iraqs-debt-20100203-nbc9.
  34. Zhu Weitan, “Zhongguo Zhengfu Jianmian Yilake Suo Qian Zhongguo 80% Zhaiwu” (Chinese Government Cancels 80% of the Debt Iraq Owed China), Global Times, April 5, 2010.
  35. Emilio Morales, “Can Cuba Meet Its Foreign Debt Repayments?” Havana Times, February 1, 2017, https://havanatimes.org/features/can-cuba-meet-its-foreign-debt-repayments/.
  36. Σύμφωνα με άρθρο του Reuters, «το κεφάλαιο και στις δύο περιπτώσεις δεν θα καταστεί ληξιπρόθεσμο πριν από το 2015 και με εύκολους όρους.» “China Restructures Cuban Debt, Backs Reform”, Reuters, December 23, 2010, https://www.reuters.com/article/cuba-china-debt/china-restructures-cuban-debtbacks-reform-idUSN2313446920101223. Το άρθρο αυτό σημείωνε επίσης ότι, σύμφωνα με ανώνυμους Ασιάτες διπλωμάτες, «οι κινεζικές αρχές και εταιρείες έχουν εκφράσει «ανησυχία» για την αναποτελεσματικότητα των επενδύσεων της Αβάνας, τις καθυστερήσεις στις πληρωμές και τις επανειλημμένες αιτήσεις αναδιάρθρωσης του χρέους». Είναι πιθανό ότι η λήξη αυτών των δανείων παρατάθηκε πολλές φορές πριν διαγραφούν.
  37. Οι πιο πειστικές αναλύσεις των μύθων που περιβάλλουν το σχέδιο Χαμπαντότα βρίσκονται σε άρθρα αναλυτών από τη Σρι Λάνκα. Βλ. Dushni Weerakoon and Sisira Jayasuriya, “Sri Lanka’s Debt Problem Isn’t Made in China”, East Asia Forum, February 28, 2019, https:// www.eastasiaforum.org/2019/02/28/sri-lankas-debt-problem-isnt-made-in-china/ και Umesh Moramudali, “The Hambantota Port Deal: Myths and Realities”, The Diplomat, January 20, 2020, https://thediplomat.com/2020/01/the-hambantota-port-deal-myths-and-realities/; Nilanthi Samaranayake, “China’s Engagement with Smaller South Asian Countries”, United States Institute of Peace, April 10, 2019, https://www.usip.org/publications/2019/04/chinas-engagement-smaller-south-asian-countries.
  38. Deborah Brautigam, “Misdiagnosing the Chinese Infrastructure Push”, American Interest, April 4, 2019, https://www.the-americaninterest.com/2019/04/04/misdiagnosing-the-chinese-infrastructure-push/.
  39. Επιστολή του P. B. Jayasundera, Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών, προς τον κ. Li Ruogu, Πρόεδρο της Eximbank της Κίνας, 9 Σεπτεμβρίου 2014, δημοσιευμένη στην Τρίτη Έκθεση της Επιτροπής Δημόσιων Επιχειρήσεων της Όγδοης Συνόδου του Τρίτου Κοινοβουλίου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα, σ. 173-175. Οι Meg Rithmire και Yihao Li εξηγούν ότι «η China ExIm Bank πρότεινε δύο επιλογές επιτοκίου: ένα σταθερό επιτόκιο 6,3%, με βάση το επιτόκιο αναφοράς 6 μηνών London Interbank Offered Rate (LIBOR) της εποχής συν 0,75% πριμ, ή ένα κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο με το LIBOR. Η Σρι Λάνκα επέλεξε το σταθερό επιτόκιο 6,3%, επειδή το LIBOR παρουσίαζε ανοδική τάση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων». See https://www.hbs.edu/faculty/Pages/item.aspx?num=55410n.
  40. Για παράδειγμα, το 2015 εκδόθηκε ένα ευρωομόλογο 10ετούς διάρκειας αξίας 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με επιτόκιο 6,85%. «ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 5 – Η Σρι Λάνκα πωλεί ευρωομόλογο 10ετούς διάρκειας αξίας 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ με απόδοση 6,85%». Reuters, Oct. 27, 2015. https://www.reuters.com/article/sri-lanka-sovereignbond-idUSL3N12R2W920151027.
  41. Dushni Weerakoon and Sisira Jayasuriya, “Sri Lanka’s Debt Problem Isn’t Made in China”, East Asia Forum, February 28, 2019, https://eastasiaforum.org/2019/02/28/sri-lankas-debt-problem-isnt-made-in-china/.
  42. Personal communication, Umesh Moramudali, May 5, 2020.
  43. Timo Glave, Martin Joerss, and Steve Saxon, “The Hidden Opportunity in Container Shipping”, Mckinsey Strategy & Corporate Finance, November 1, 2014, https://www.mckinsey.com/business-functions/strategy-and-corporate-finance/our-insights/ the-hidden-opportunity-in-container-shipping.
  44. Meg Rithmire and Yihao Li, “Chinese Infrastructure Investments in Sri Lanka: A Pearl or a Teardrop on the Belt and Road?” Harvard Business School Case 719-046, January 2019. (Revised July 2019.) https://www.hbs.edu/faculty/Pages/item.aspx?num=55410.
  45. Ο.π.
  46. “H’tota and Mattala: China declines Lanka’s request”, The Sunday Times [Colombo], July 31, 2016.
  47. IMF, “Sri Lanka Article IV Consultation”, IMF Country Report No.18/175 (2018): https://www.imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2018/crashx. Η έκθεση αυτή δείχνει ότι το δημόσιο χρέος της Αρχής Λιμένων μειώθηκε από 237 δισεκατομμύρια ρουπίες σε 62 δισεκατομμύρια ρουπίες, μια διαφορά 175 δισεκατομμυρίων ρουπιών, η οποία, με ισοτιμία 1 δολάριο ΗΠΑ = 150,747 ρουπίες, ανέρχεται σε περίπου 1,16 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Το ποσό αυτό προστέθηκε στο δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης.
  48. Η Κίνα έχει δημοσιοποιήσει ορισμένες από τις δανειακές συμφωνίες που υπέγραψε από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1980, βλ. Υπουργείο Εξωτερικών, Βάση δεδομένων συνθηκών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Δεκέμβριος 2018, http://treaty.mfa.gov.cn/Treaty/web/index.jsp. Το 2011, η πρώτη λευκή βίβλος της Κίνας για την εξωτερική βοήθεια ανέφερε ότι «η Κίνα δεν πιέζει ποτέ τις χρεωμένες χώρες να αποπληρώσουν τα κρατικά χρέη. Όταν οι χώρες που λαμβάνουν βοήθεια αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποπληρωμή των άτοκων δανείων, η κινεζική κυβέρνηση συνήθως υιοθετεί ευέλικτους τρόπους και παρατείνει την περίοδο αποπληρωμής μέσω διμερών συζητήσεων». “China’s Foreign Aid 2011” White Paper, Information Office of the State Council, July 2011, http://english.www.gov.cn/archive/white_paper/2014/09/09/content_281474986284620.htm.
  49. Brautigam, Dragon’s Gift, p. 128; Deborah Brautigam, Will Africa Feed China? New York: Oxford University Press, 2015.
  50. Wolfgang Bartke, The Economic Aid of the PR China to Developing and Socialist Countries 2nd ed, (Munich: K. G. Saur, 1989); Teh-chang Lin, “The Foreign Aid Policy of the People’s Republic of China: A Theoretical Analysis”, Unpublished Dissertation, Northern Illinois University, DeKalb, 1993.
  51. Deborah Brautigam, “Chinese Loans and African Structural Transformation”, in Arkebe Oqubay and Justin Yifu Lin, eds. China-Africa and an Economic Transformation, Oxford: Oxford University Press, 2019, p. 131.
  52. Brautigam, The Dragon’s Gift, p. 129.
  53. Πρόσθεσε ότι αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη προσωπικού στο κινεζικό υπουργείο, στις δυσκολίες σύγκρισης των αριθμών και στην απροθυμία των κινεζικών αξιωματούχων να ενοχλήσουν τις δανειζόμενες χώρες, οι οποίες πάντα καθυστερούν τις αποπληρωμές. Ανέφερε ότι οι κινέζοι αξιωματούχοι συνήθως συμφωνούν στην παράταση της λήξης αμέσως μετά την υποβολή του αιτήματος. Jiang Xiangying, Zhongguo Yuanwai Gaige Wenti Yanjiu (Μια μελέτη για τη μεταρρύθμιση της εξωτερικής βοήθειας της Κίνας), (Μεταπτυχιακή διατριβή, Πανεπιστήμιο Διεθνούς Επιχειρηματικής και Οικονομικής Επιστήμης, Πεκίνο, Κίνα), 2000.
  54. Brautigam, The Dragon’s Gift, pp. 62-63.
  55. Κεφάλαιο 6, άρθρο 3, «Guanyu Yinfa Zhongguo Jinchukou Yinhang Banli Zhongguo Zhengfu Duiwai Youhui Daikuan Yewu Zanxing Banfa de Tongzhi» (Ανακοίνωση σχετικά με τη διανομή των προσωρινών μέτρων της Τράπεζας Εισαγωγών-Εξαγωγών της Κίνας για τη διαχείριση των δανείων με ευνοϊκούς όρους της κινεζικής κυβέρνησης προς ξένες κυβερνήσεις) 16 Ιανουαρίου 1996, http://chinacfo.net/csfg/mj.asp?id=A20077311654366087625; η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνεται στην επόμενη έκδοση των κανονισμών αυτών: «Zhongguo Jinchukou Yinhang Duiwai Youhui Daikuan Zanxing Banfa» (Προσωρινά μέτρα της Τράπεζας Εισαγωγών-Εξαγωγών της Κίνας σχετικά με τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους προς ξένες κυβερνήσεις) 14 Φεβρουαρίου 2000, http://www.chinalawedu.com/falvfagui/fg22016/41673.shtml.
  56. Ο αριθμός αυτός υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία για το αναδιαρθρωθέν χρέος, όταν τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα, και τα στοιχεία για τις δανειακές δεσμεύσεις του SAIS-CARI, όταν τα στοιχεία για το αναδιαρθρωθέν χρέος δεν είναι διαθέσιμα. Τα ποσά που σημειώνονται με αστερίσκο στους πίνακες 1 και 2 αφορούν ποσά που προέρχονται απευθείας από τα στοιχεία για τις δανειακές δεσμεύσεις.
  57. “Virtual Meeting of the G20 Finance Ministers and Central Bank Governors Riyadh, Saudi Arabia”, G20 Communique, April, 15, 2020, http://www.g20.utoronto.ca/2020/2020-g20-finance-0415.html.
  58. Renda Qing and Zhiling Zhang, “Zhongguo daxing guoyouqiye kaituo feizhou shichang” (China’s Large State-owned Enterprises Explore the African Market), CCTV, September 9, 1999, http://www.cctv.com/overseas/chinareport/199909/15.html.
  59. “Zimbabwe: Chinese Insurance Firm to Send High-Powered Delegation to Zim”, The Herald [Harare], May 21, 2004 https://allafrica.com/ stories/200405210190.html.
  60. Sinosure, Annual Report 2008, Accessed April 10, 2020, p. 20, http://www.sinosure.com.cn/gywm/xbkw/gsnb/images/20090716/13602.pdf. Το Μπενίν εμφανίστηκε επίσης με σχεδόν το 10% των απαιτήσεων. Οι υπόλοιπες απαιτήσεις εκείνης της χρονιάς αφορούσαν όλες την Κούβα. Είναι πιθανό η China Eximbank να είχε μεταβιβάσει αυτές τις επισφαλείς απαιτήσεις στη Sinosure.
  61. Lloyd Gumbo, “Zimbabwe: Debt Stalls Hwange Expansion Project”, The Herald [Harare], October 4, 2016.
  62. Zimbabwe Iron and Steel Company (Debt Assumption) Act, No. 5, 2018 http://www.veritaszim.net/sites/veritas_d/files/ZIMBABWE%20IRON%20AND%20STEEL%20COMPANY%20%28DEBT%20ASSUMPTION%29.pdf.
  63. “Zimbabwe: IDC Repays U.S.$2.8m to Chinese Eximbank”, The Herald [Harare], March 18, 2008, https://allafrica.com/ stories/200803180031.html.
  64. “Chinese Company Funds Cement Plant Upgrade in Zimbabwe”, Xinhua, March 24, 2014, https://www.chinadaily.com.cn/ business/2014-03/24/content_17374150.htm; see also the company’s website: http://www.sinozim.co.zw/ and its recent securing of an ISO rating. “Sino-Zimbabwe Cement Gains ISO Certification”, Global Cement, August 28, 2018, https://www.globalcement.com/news/item/7984-sino-zimbabwe-cement-gains-iso-certification.
  65. Τον Μάιο του 2019, το ΔΝΤ ξεκίνησε ένα πρόγραμμα υπό την εποπτεία του προσωπικού του στη Ζιμπάμπουε. Elliot Smith, “Zimbabwe in ‘Economic and Humanitarian Crisis’ as IMF Sounds Alarm”, CNBC, March 3, 2020, https://www.cnbc.com/2020/03/03/zimbabwe-in-economic-and-humanitarian-crisis-asimf-sounds-alarm.html.
  66. Annina Kärkkäinen, “Does China Have a Geoeconomic Strategy Towards Zimbabwe? The case of the Zimbabwe Natural Resource Sector”, Asia Europe Journal (2016) 14:185-202, p. 197.
  67. Όλες οι πληροφορίες εδώ είναι από το IMF, “Niger Second and Third Reviews Under the Extended Credit Facility Arrangement–Staff Report”, IMF Country Report No.14/168 (2014): https://www.imf.org/~/media/Websites/IMF/imported-full-text-pdf/external/pubs/ft/scr/2014/_cr14168.ashx.
  68. “Niger Renegotiates Terms of $980 mln Chinese Refinery Loan”, Reuters, July 24, 2012, https://www.reuters.com/article/ niger-china-refinery-idAFL6E8IOK0R20120724.
  69. Μια ερώτηση για το γραφείο του ΔΝΤ στην Κίνα: τι θα συμβεί;
  70. IMF, “Niger 2016 Article IV Consultation”, IMF Country Report No.17/59 (2017): https://www.imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2017/crashx. «Η κυβέρνηση έλαβε μέτρα για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του εθνικού διυλιστηρίου SORAZ. Μείωσε την τιμή του αργού πετρελαίου από τα πετρελαϊκά κοιτάσματα του Νίγηρα από 47 δολάρια ΗΠΑ ανά βαρέλι σε 45 δολάρια ΗΠΑ και αύξησε την συμβατικά καθορισμένη τιμή προς τον κρατικό διανομέα καυσίμων (SONIDEP) κατά 10 CFA ανά λίτρο. Τα μέτρα αυτά αναμένεται να αποκαταστήσουν ένα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους για το διυλιστήριο».
  71. Προσωπική επικοινωνία, αξιωματούχος του ΔΝΤ, 20 Μαΐου 2020. Το επιτόκιο δεν άλλαξε.
  72. “Chad: 2014 Request for Three Year Arrangement Under the Extended Credit Facility”, International Monetary Fund, Country Report No. 14/282, https://www.imf.org/~/media/Websites/IMF/imported-full-text-pdf/external/pubs/ft/scr/2014/_cr14282.ashx.
  73. Han Yu, Zheng Heng, Jia Yongchang, “Zhade lianchang youhui chukou maifang xindai anli fenxi qishi” (Case study of the preferrential export buyer’s credit for the Chad refinery), China Petroleum Accounting, No. 5, 2014. http://bpmti.cnpc.com.cn/bpmti/chgdlb/201505/1e27116136b94f92bbaf49cac7afccdc/files/f3621ea0407d4dd8b1cab0087f125a02.pdf.
  74. IMF African Department, “Chad: Request for a Three-year Arrangement”, International Monetary Fund, Country Report No. 17/246 (2017): https://www.imf.org/~/media/Files/Publications/ CR/2017/cr17246.ashx.
  75. IMF African Department, “First Review under the Extended Credit Facility Arrangement– Debt Sustainability Analysis”, International Monetary Fund, March 30, 2018, https://www.imf.org/external/pubs/ft/dsa/pdf/2018/dsacr18108.pdf; προσωπική ηλεκτρονική επικοινωνία, IMF official, May 20, 2020.
  76. IMF Angola Article IV Consultation, International Monetary Fund, Country Report No.15/301, November 2015, https://www.imf.org/external/pubs/ft/scr/2015/cr15301.pdf; “Angola Requests Moratorium on Debt Repayment to China”, Macauhub, June 12, 2015, https://macauhub.com.mo/2015/06/12/ angola-requests-moratorium-on-debt-repayment-to-china/. Αυτή η αναφορά επαναλήφθηκε από το Reuters το Libby George, “Growing Chinese Debt Leaves Angola with Little Spare Oil”, Reuters, March 14, 2016, https://www.reuters.com/article/angola-oil-finance/growing-chinese-debt-leaves-angola-with-little-spare-oil-idUSL5N16H3EV.
  77. “Angola Denies it Asked China for Debt Repayment Freeze”, Reuters, June 19, 2015, https://af.reuters.com/article/idAFKBN0OZ16O20150619.
  78. The Republic of Angola Bond Prospectus, November 15, 2019, https://www.rns-pdf.londonstockexchange.com/rns/6396T_1-2019-11-15.pdf.
  79. IMF, “Angola: Request for an Extended Arrangement Under the Extended Fund Facility”, IMF Country Report No. 18/370, December 2018 https://www.imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2018/cr18370.ashx.
  80. The Republic of Angola Bond Prospectus.
  81. IMF, Republic of Congo Staff Report Debt Sustainability Analysis, IMF Country Report No. 19/244 (2019): https://www.imf.org/en/Publications/CR/Issues/2019/07/23/Republic-of-Congo-Staff-Report-Press-Release-Staff-Report-Debt-Sustainability-Analysis-and-48522.
  82. “Inauguration of National Road No.1 Congo”, Egis-group, Accessed April 9, 2020, https://www.egis-group.com/action/news/ inauguration-national-road-no-1-congo.
  83. Julia Payne, Dmitry Zhdannikov and Joe Bavier,“ IMF Aid to Congo Republic on Hold Over Glencore, Trafigura Impasse”, Reuters, January 24, 2020, https://www.reuters.com/article/us-congorepublic-oil-traders-debt/imf-aid-to-congo-republic-on-hold-over-glencore-trafigura-impasse-idUSKBN1ZN21H.
  84. IMF, Republic of Congo Staff Report Debt Sustainability Analysis, IMF Country Report No. 19/244 (2019): https://www.imf.org/en/Publications/CR/Issues/2019/07/23/Republic-of-Congo-Staff-Report-Press-Release-Staff-Report-Debt-Sustainability-Analysis-and-48522.
  85. Karin Strohecker and Roch Bouka, “Update 1-Congo Republic Dollar Bond Falls After Government Hints at Restructuring”, Reuters, October 6, 2017, https://www.reuters.com/article/congorepublic-debt-restructuring/update-1-congo-republic-dollar-bond-falls-after-govt-hints-at-restructuring-idUSL8N1MH2TE.
  86. IMF, “Democratic Republic of The Congo 2019 Article IV Consultation”, IMF Country Report No. 19/285 (2019): https://www.imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2019/1CODEA2019001.ashx.
  87. “Both Houses of the Parliament have Ratified a Complementary Agreement on the Restructuring of Congo’s Debt to China by 1,479.83 Billion FCFA”, Republic of Congo Ministry of Finances and Budget, May 17, 2019, https://www.finances.gouv.cg/en/articles/both-houses-parliament-have-ratified-complementary-agreement-restructuring-congos-debt.
  88. IMF, “Republic of Congo Staff Report”, IMF Country Report No.19/244 (2019): https://www.imf.org/en/Publications/CR/Issues/2019/07/23/Republic-of-Congo-Staff-Report-Press-Release-Staff-Report-Debt-Sustainability-Analysis-and-48522.
  89. “Summary of the complementary agreement on the Congo’s debt to China restructuring.” Republic of Congo Ministry of Finances and Budget. May 24, 2019. https://www.finances.gouv.cg/en/articles/summary-complementary-agreement-congos-debt-china-restructuring.
  90. IMF African Department, Republic of Congo Staff Report Debt Sustainability Analysis, IMF Country Report No. 19/244 (2019): https:// imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2019/1COGEA 2019001.ashx.
  91. Hou Jieru, Zhang Mei. “Zhongguo jianzhu: shishui feizhou gonglu texu jingying” (CSCEC: testing the water of concession operation in Africa) Zhongguo touzi cankao (China Investment Reference), January 25, 2019.
  92. Ο.π.
  93. Zhang Yuxue, “Yaji tielu, zhongguo chukou de quantao biaozhun” (Addis Ababa-Djibouti railway: exporting a whole set of China standards), Insight China, November 16, 2016, http://finance.sina.com.cn/manage/mroll/2016-11-16/doc-ifxxwrwh4488904.shtml.
  94. Yunnan Chen, “Ethiopia and Kenya are Struggling to Manage Debt for Their Chinese-Built Railways”, Quartz, June 4, 2019, https://qz.com/africa/1634659/ethiopia-kenya-struggle-with-chinese-debt- over-sgr-railways/.
  95. Aaron Masho, “Ethiopia PM says China will restructure railway loan”, Reuters, Sept. 6, 2018, https://www.reuters.com/article/ethiopiachina-loan/update-1-ethiopia-pm-says-china-will-restructure-railway-loan-idUSL5N1V628E.
  96. “Zhongzi Canyu Dailu Guihua Buzu” (Chinese companies lack planning in their BRI participation), Hong Kong Economic Journal, Oct. 16, 2018. https://www1.hkej.com/dailynews/articlePrint/id/1967686.
  97. Based on calculations of the NPV of debt payments to Eximbank using a 5% discount rate and 0.5% LIBOR rate.
  98. Nizar Manek, “Ethiopia May Use Privatization Funds to Repay State Lenders”, Bloomberg, October 17, 2019, https://www.bloomberg.com/news/articles/2019-10-17/ethiopia-may-use-privatisation-proceeds-to-repay-state-lenders.
  99. IMF, 2019 Article IV Consultation, International Monetary Fund, Country Report No. 19/314, October 2019, https://www.imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2019/1DJIEA2019002.ashx.
  • Nizar Manek, “Perils of a Rail Link Built with Chinese Funds”, The Hindu, May 18, 2019, https://www.thehindu.com/news/international/perils-of-a-rail-link-built-with-chinese-funds/article27172169.ece.
  • World Bank, World Development Indicators, 2020. https://data.worldbank.org/indicator/NY.GDP.MKTP.CD?locations=CM. Τον Φεβρουάριο του 2017, η Exim Bank of China ανέστειλε την εκταμίευση δανείων για δύο έργα στο Καμερούν, μετά τη μονομερή διακοπή από την πλευρά της χώρας της καταβολής του 15% του κόστους των έργων που δεν καλύπτονταν από κινεζικά δάνεια, σύμφωνα με ηλεκτρονική επικοινωνία με τον Tang Xiaoyang του Πανεπιστημίου Tsinghua, στις 5 Ιουνίου 2020.
  • “Financement: Le Cameroun dans la Chine-dépendance : Cameroon”, Camer.be, Mar. 15, 2020. https://www.camer.be/79427/12:1/ cameroon-financement-le-cameroun-dans-la-chine-dependance.html.
  • IMF, “Cameroon: fifth review under the extended credit facility arrangement”, International Monetary Fund, February 2020, https://www. imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2020/English/1CMREA 2020001.ashx.
  • “Dette vis-à-vis de la Chine: Le Cameroun sommé de payer 52 milliards FCFA: Cameroon”, Camer.be, April 17, 2019. https://www.camer.be/74293/12:1/cameroon-dette-vis-a-vis-de-la -chine-le-cameroun-somme-de-payer-52-milliards-fcfa.html.
  • IMF Africa Department, “Cameroon: Fifth review under the extended credit facility arrangement”, International Monetary Fund, Feb. 2020, https://www.imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2020/ English/1CMREA 2020001.ashx.
  • IMF Africa Department “Republic of Mozambique: 2017 Article IV Consultation”, International Monetary Fund, March 2018, https://www. imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2018/cr1865.ashx.
  • IMF Africa Department “Republic of Mozambique: 2017 Article IV Consultation”, International Monetary Fund, March 2018, https://www. imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2018/cr1865.ashx.
  • “China dá Mais Tempo a Moçambique para Pagar Dívida”, Secretariado Permanente do Fórum para a Cooperação Econômica e Comercial entre a China e os Países de Língua Portuguesa, April 17, 2018, https://www.forumchinaplp.org.mo/china-india-extend-grace-period-formozambique-to-repay-debt/?lang=pt; “China, India Extend Grace Periods for Mozambique Debt Repayment”, FurtherAfrica, April 16, 2018, https://furtherafrica.com/2018/04/16/china-india-extend-grace-periods-for-mozambique-debt-repayments/.
  • Borges Nhamire, “China, India Extend Grace Periods for Mozambique Debt Repayments”, Bloomberg, Apr. 16, 2018 ; Σύμφωνα με κυβερνητικά έγγραφα της Μοζαμβίκης, τα ανεξόφλητα χρέη προς την Κίνα ήταν 1,9 δισ. δολάρια ΗΠΑ το 2017.: “OPERAÇÕES RELACIONADAS COM O PATRIMÓNIO FINANCEIRO DO ESTADO E O FINANCIAMENTO DO DÉFICE ORÇAMENTAL”, Republica de Mocambique Tribunal Administrativo, https://www.ta.gov.mz/Relatrios%20e%20Pareceres%20CGE/Cap%C3%ADtulo%2009%20-%20D%C3%ADvida%20 P%C3%BAblica.pdf.
  • Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου πληροφορίες για το τι συνέβη στο Σουδάν, όπου φημολογείται ότι πραγματοποιήθηκε αναδιάρθρωση ολόκληρου του χαρτοφυλακίου. Το Reuters ανέφερε ότι το Σουδάν εξασφάλισε πενταετή αναβολή των χρεών του προς την Κίνα το 2012, προκειμένου να μειώσει την πίεση από την απώλεια της πετρελαιοπαραγωγού Νότιας περιοχής ως αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου. Δεδομένου ότι το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών αναδημοσίευσε το άρθρο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό είναι πιθανό να συνέβη. Βλ. “UPDATE 1-Sudan Delays China Debt, Exports $400 mln of Gold”, Reuters, February 18, 2012, https://www.reuters.com/ article/sudan-gold-exports-idUSL5E8DI0BH
  • “IMF Policy Paper: Reforming the Fund’s Policy on Non-Toleration of Arrears to Official Creditors”, International Monetary Fund, Dec. 2015.
  • Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πώς λειτουργεί αυτό, βλ. Brautigam, The Dragon’s Gift.
  • Mathias Schlegl, Christoph Trebesch and Mark L.J. Wright, “The Seniority Structure of Sovereign Debt”, National Bureau of Economic Research, May 2019, https://sites.google.com/site/christophtrebesch/STW_Seniority_NBER.pdf?attredirects=0.
  • IMF Africa Department, “Republic of Mozambique 2017 Article IV Consultation”, International Monetary Fund, March 2018. https://www. imf.org/~/media/Files/Publications/CR/2018/cr1865.ashx.
  • Denza Mones, “Mozambique Strikes Debt-restructuring Deal; BancABC to Sell Stake in Unit”, SNL Financial Extra, Nov. 7, 2018, https://www.spglobal.com/marketintelligence/en/news-insights/trending/ehfzzwxgfp87knnqymsrzw2.
  • Bate Felix, “Exclusive: Congo Republic Seeks Debt Deal with Glencore, Trafigura before IMF Review”, Reuters, March 10, 2020, https://www.reuters.com/article/us-congorepublic-oil-exclusive/ exclusive- congo-republic-seeks-debt-deal-with-glencore-trafigura-before-imf-review-idUSKBN20X26G.
  • Στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη Χρηματοδότηση των ΑΣΧ του 2005, η κινεζική κυβέρνηση δεσμεύθηκε να «διαγράψει ή να συγχωρήσει με άλλους τρόπους, εντός των επόμενων δύο ετών, όλα τα ληξιπρόθεσμα ποσά που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα έως το τέλος του 2004 από τα άτοκα και χαμηλότοκα κρατικά δάνεια που οφείλονταν από τις ΑΣΧ που έχουν διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα». Η συμπερίληψη των «δανείων με χαμηλό επιτόκιο» αναφέρεται σε δάνεια εξωτερικής βοήθειας, όπως αυτά που χορηγήθηκαν στην Ινδονησία, τα οποία ήταν επιτοκίου, και όχι σε δάνεια με ευνοϊκούς όρους από την China Eximbank. Ηλεκτρονική επικοινωνία, αξιωματούχος του κινεζικού Υπουργείου Εμπορίου, 4 Ιουνίου 2020.
  • “China’s Foreign Aid 2014” White Paper, Information Office of the State Council, July 2014, https://www.scio.gov.cn/zfbps/ndhf/2014/ Document/1375014/1375014_1.htm.
  • Τα άτοκα δάνεια έχουν συνήθως πενταετή περίοδο χάριτος, αν και ορισμένες συμφωνίες προβλέπουν 10ετή περίοδο χάριτος πριν από την έναρξη της αποπληρωμής του κεφαλαίου από τις χώρες. Οι περίοδοι αποπληρωμής μπορεί να είναι 10, 15 ή 20 έτη. Η Κίνα έχει δημοσιοποιήσει ορισμένες από τις συμφωνίες ΑΔ που συνήψε κατά τις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970, βλ. Υπουργείο Εξωτερικών, Βάση δεδομένων συνθηκών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, http://treaty.mfa.gov.cn/Treaty/web/index.jsp.
  • Το 2009, δάνεια με ευνοϊκούς όρους ύψους περίπου 75 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μετατράπηκαν σε επιχορήγηση. Ναοχίρα Κιτάνο “Estimating China’s Foreign Aid II: 2014 Update”, JICA Working Paper No. 131, June 2014, https://www.jica.go.jp/jica-ri/publication/workingpaper/jrft3q00000063rt- att/JICA-RI_WP_No.131.pdf.
  • Interview, China Eximbank Official, Beijing, July 14, 2016.
  • World Bank Group, “International Debt Statistics 2020”, World Bank, https://openknowledge. worldbank.org/bitstream/ handle/10986/32382/9781464814617.pdf.
  • Για παραδείγματα αυτού του μύθου, βλ. Brautigam, The Dragon’s Gift. Σε προσωπική επικοινωνία στις 30 Απριλίου 2020, η υποψήφια διδάκτορας του SAIS και διευθύντρια του προγράμματος Stimson Center China, Yun Sun, εντόπισε την προέλευση αυτού του μύθου σε μια λανθασμένη αγγλική μετάφραση του ποσού των 10 δισεκατομμυρίων RMB ως 10 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (https://m.sohu.com/n/246201442/).
  • Για το ποσό που ακυρώθηκε μεταξύ 2000 και 2009, βλ. «China’s Foreign Aid 2011» Λευκή Βίβλος, Γραφείο Τύπου του Κρατικού Συμβουλίου, Απρίλιος 2011, http://english.www.gov.cn/archive/white_paper/2014/09/09/contenthtm. Για το ποσό που ακυρώθηκε μεταξύ 2009 και 2012, βλ. «China’s Foreign Aid 2014» Λευκή Βίβλος, Γραφείο Τύπου του Κρατικού Συμβουλίου, Ιούλιος 2014, http://english. www.gov.cn/archive/white_paper/2014/08/23/ content_281474982986592.htm. Για το ποσό που ακυρώθηκε μεταξύ 2000 και 2009, βλ/ “China’s Foreign Aid 2011” White Paper, Information Office of the State Council, April 2011,http://english.www.gov.cn/archive/white_paper/2014/09/09/content_281474986284620.htm;
  • Διαθέτουμε στοιχεία σχετικά με την αξία σε 77 από αυτές τις περιπτώσεις. Σημειώνεται ότι κάθε περίπτωση μπορεί να περιλαμβάνει διαφορετικό αριθμό δανείων.
  • Brautigam, The Dragon’s Gift, p. 129.
  • Βλ. Brautigam, The Dragon’s Gift. Όπως προαναφέρθηκε, η China Exim Bank και η CDB δεν χορηγούν άτοκα δάνεια. Η Κίνα χορηγεί ΑΔ μέσω του Υπουργείου Εμπορίου της. Brautigam, The Dragon’s Gift, p.
  • Ο.π.
  • SAIS-CARI data.
  • Deborah Brautigam, “Chinese Development Aid in Africa: What, Where, Why, and How Much?” Ligang Song and Jane Golley, Rising China: Global Challenges and Opportunities, (Canberra: Australia National University Press, 2011), p.233-234, https://www.oapen.org/download?type=document&docid= 459495#page=227.
  • “GDP per capita By Country, in constant 2010 US$”, World Integrated Trade Solutions, World Bank, https://wits.worldbank.org/CountryProfile/en/Country/BY-COUNTRY/StartYear/1988/EndYear/1989/Indicator/NY-GDP-PCAP-KD.
  • “GDP per capita (constant 2010 US$)”, World Bank, https://data.worldbank.org/indicator/NY.GDP.PCAP.KD?locations=CN.
  • Zhou Yuyuan, “Zhongguo zai feizhou zhaiwu wenti de zhenglun yu zhenxiang” (The debate and truth of Chinese debt in Africa), West Asia and Africa, No.1, 2020, http://www.globalview.cn/html/global/info_36386.html.
  1. “Virtual Meeting of the G20 Finance Ministers and Central Bank Governors Riyadh, Saudi Arabia”, G20 Communique, April, 15, 2020, http://www.g20.utoronto.ca/2020/2020-g20-finance-0415.html.

 

 




ΚΕΚΡ: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και η ιδεολογική του αλχημεία




Η κοινωνική επιρροή των ακροδεξιών ιδεολογημάτων και η ερμηνεία της

 

 

του Βασίλη Λιόση

Από το αφιέρωμα της ΕΦΣΥΝ,
Η «Μαύρη Διεθνής». Η παγκόσμια γεωγραφία της νέας ακροδεξιάς.

 

 

Η διευρυμένη επιρροή των ακροδεξιών, ανά τον κόσμο, μορφωμάτων είναι ένα γεγονός πέραν κάθε αμφιβολίας. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να δώσουμε όχι μόνο την περιγραφή αλλά και μία πρώτη ερμηνεία αυτού του φαινομένου.

 

Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

Πριν την οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα, είναι απαραίτητο να καταγράψουμε μερικές παραδοχές:

[i] Η πολιτική στροφή εν γένει προς τα ακροδεξιά δεν αποτελεί μία αυθόρμητη κοινωνική κίνηση αλλά στρατηγική επιλογή ισχυρότατων τμημάτων του κεφαλαίου.

[ii] Η επιλογή αυτή εδράζεται στην ανάγκη να απαντηθούν τα κοινωνικοοικονομικά κρισιακά φαινόμενα.

[iii] Ως εκ τούτου η ακροδεξιά δεν αποτελεί επουδενί μία αντισυστημική δύναμη όπως την παρουσιάζουν ΜΜΕ και εκλογικοί αναλυτές. Η θέση, επιπλέον, ότι τα κλασικά αστικά κόμματα υιοθετούν ακροδεξιά ατζέντα για να προσποριστούν ψήφους είναι μεν αληθής αλλά δεν αποτελεί τον κύριο λόγο αυτής της υιοθέτησης. Η ακροδεξιά αποτελεί μία εναλλακτική και ένα μακρύ χέρι του συστήματος.

[iv] Έτσι κι αλλιώς, είτε μιλάμε για την κλασική αστική δημοκρατία, είτε για δικτατορίες τύπου ευρωπαϊκού νότου ή λατινοαμερικάνικου ή ακόμη για τον ναζισμό και τον φασισμό, πρόκειται για μορφές πολιτικής κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων[1].

[v] Η παραπάνω θέση δεν συνεπάγεται τη διατύπωση μιας (καταστροφικής) θέσης αλά Μπορντίγκα, δηλαδή «τι αστικοκοινοβουλευτική δημοκρατία, τι φασισμός»[2].

[vi] Βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης ακροδεξιάς είναι ο αντικομμουνισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο ανορθολογισμός, η υπεράσπιση του τρίπτυχου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης δεν αμφισβητείται πόσω μάλλον ο καπιταλισμός.

[vii] Στη σημερινή φάση της ανθρώπινης ιστορίας συντελείται ένα κοινωνικό πισωγύρισμα, βασική συνιστώσα του οποίου είναι ότι η σύγχρονη ακροδεξιά συμβάλλει σε αυτό το πισωγύρισμα με τον οπισθοδρομικό λόγο της, με τις πολιτικές της προτάσεις, με την εφαρμογή της πολιτικής της από κυβερνητικές θέσεις. Έτσι κι αλλιώς η συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας υλοποιείται τόσο από τα κλασικά αστικά κόμματα όσο και από την ακροδεξιά.

 

Β. Η ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΩΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ

Σε έρευνα που δημοσιοποιήθηκε στη Γερμανία το 2023, διαπιστώθηκε πως περίπου ένας στους οκτώ Γερμανούς επιθυμεί δικτατορία. Το ποσοστό σε προηγούμενες έρευνες κυμαινόταν από 2 ως 3%.

Όσον αφορά την Ελλάδα σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2022 σταχυολογούμε μερικά από τα αποτελέσματα:

 

 

 

Συμφωνώ και μάλλον συμφωνώ

Υπάρχουν συμπολίτες μας που διατυπώνουν την άποψη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η δικτατορία είναι ίσως προτιμότερη από τη δημοκρατία.

15,6%

Θα θέλαμε να μας πείτε σε ποιο βαθμό συμφωνείτε ή διαφωνείτε με το ότι  η δικτατορία της 21ης Απριλίου είχε πολλές καλές όψεις.

19,7%

Αν (η Χρυσή Αυγή) δεν πραγματοποιούσε εγκληματικές ενέργειες θα ήταν ένα χρήσιμο κόμμα για την κοινωνία.

22,3%

Η παρουσία μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα απειλεί τον πολιτισμό και τις παραδόσεις μας.

57,2%

Δεν υπήρξαν νεκροί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.

10,7%

 

Στην ίδια έρευνα στην ερώτηση «αν η ρατσιστική βία θεωρείται δικαιολογημένη», «ναι και μάλλον ναι», απάντησε το 13%.

Όσον αφορά την εκλογική επιρροή της ακροδεξιάς αποδεικνύεται ότι με βάση τις πρόσφατες ευρωεκλογές ο πολιτικός χάρτης απέκτησε πιο μελανές αποχρώσεις. Στη Γαλλία το κόμμα των Λεπέν – Μπαρντελά έλαβε το 31,37% των ψήφων. Στη Γερμανία το νεοναζιστικό AfD έλαβε το 20,8%. Στη Φιλανδία, η Νέα Φλαμανδική Συμμαχία έλαβε το 14% και το ακροδεξιό φιλοαυτονομιστικό Vlaams Belang έλαβε το 12%. Στην Ιταλία, το κόμμα «Αδέλφια της Ιταλίας», υπό την ηγεσία της Τζόρτζια Μελόνι, έλαβε το 28.8% των ψήφων. Το κόμμα Vox της Ισπανίας κέρδισε το 9.6% των ψήφων. Στην Αυστρία, το ακροδεξιό FPÖ κατέλαβε την πρώτη θέση με 27%, ενώ οι Ολλανδοί ενίσχυσαν σημαντικά το ακροδεξιό κόμμα του Γκερτ Βίλντερς με 16,97%. Το κόμμα του πρωθυπουργού Όρμπαν στην Ουγγαρία έλαβε 44% των ψήφων. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη, για δεύτερη φορά, εκλογική νίκη του Τραμπ και τον σφαγέα Νιετανιάχου[3].

Ανησυχητική είναι η επιρροή της ακροδεξιάς στη νεολαία. Στη Γερμανία το ποσοστό των νέων που ψήφισαν υπέρ του AfD αυξήθηκε μεταξύ των τελευταίων εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά 11% (ηλικίες μεταξύ 24 και 30 ετών). Στη Γαλλία, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν στις ευρωεκλογές του 2024 συγκέντρωσε περίπου το 30% των ψήφων των νέων σε εθνικό επίπεδο (αύξηση 10 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με το 2019.

Ανοίγοντας το πλάνο που αφορά τη διαχρονική εξέλιξη της επιρροής της ακροδεξιάς, μπορεί κάποιος να δει τη σοβαρότητα του ζητήματος.

 

Μέσος όρος των ψήφων για τα ακροδεξιά κόμματα στις εθνικές βουλευτικές εκλογές στις χώρες μέλη της ΕΕ, 1980-2018 (ανά δεκαετία)[4]

Έτη

Μέσος όρος ψήφων (%)

Αριθμός χωρών

Αριθμός κομμάτων

1980-9

1,1

17

9

1990-9

4,4

28

24

2000-9

4,7

28

24

2010-18

7,5

28

34

 

Για την περίοδο 2020-2024 η μέση εκλογική επιρροή των ακροδεξιών κομμάτων εκτιμάται σε ένα εύρος 15 με 20%[5]. Επομένως, βλέποντας την εξέλιξη της εκλογικής επιρροής των ακροδεξιών κομμάτων βλέπουμε πως βρίσκονται αδιαλείπτως σε ανοδική εκλογική τροχιά για πάνω από σαράντα χρόνια και μάλιστα η άνοδος αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε κάποιες χρονικές φάσεις ως εκθετικές.

Στην περίπτωση της Ελλάδας κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται. Το ακροδεξιό τόξο συγκέντρωσε ένα ποσοστό κοντά στο 20% στις τελευταίες ευρωεκλογές. Στην ανάλυση της ψήφου, τρία μορφώματα της ακροδεξιάς (Νίκη, Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής) συγκέντρωσαν στους μισθωτούς του δημοσίου το 20,1% των ψήφων και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα το 19,7%. Παρόλα αυτά ένα άλλο δημοσκοπικό εύρημα δείχνει τις αντιφάσεις στις συνειδήσεις των ανθρώπων και τη σχετική ρευστότητα που υπάρχει. Αναφερόμαστε στην ιδεολογική αυτοτοποθέτηση των Ελλήνων. Συγκεκριμένα, στην κατηγορία «ακροδεξιά» τοποθετεί τον εαυτό του μόλις το 1,8% των ερωτηθέντων.

Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με ένα πλέον διακριτό φαινόμενο. Τη σημαντική άνοδο των ακροδεξιών μορφωμάτων στην ευρωπαϊκή επικράτεια και τη διείσδυση, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, των ιδεολογημάτων τους στη νεολαία και τα λαϊκά στρώματα.

 

Γ. ΟΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΥΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑΣ

Η άνοδος της ακροδεξιάς ή ακόμα και του φασισμού/ναζισμού σε ιδιαίτερες ιστορικές φάσεις συντελείται είτε μέσω αντικειμενικών διαδικασιών είτε και με την απολύτως συνειδητό σχεδιασμό της κυρίαρχης τάξης. Όταν αναφερόμαστε στις αντικειμενικές διαδικασίες έχουμε στο μυαλό μας την οικονομική κρίση. Αναμφίβολα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 1929. Πριν από αυτήν τα ποσοστά του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία δεν υπερέβησαν το 6,5% και μάλιστα το 1928 έλαβε το 2,6%, ενώ μετά από το 1929 τα ποσοστά του εκτοξεύτηκαν φτάνοντας το 1933 το 43,9%.

 

ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ NSDAP (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) 1924-1933

ΕΤΟΣ

ΨΗΦΟΙ

ΠΟΣΟΣΤΟ (%)

ΕΔΡΕΣ

 

1924(Μάιος)

1.918.300

6,5

32/472

 

1924 (Δεκέμβρ)

907.300

3,0

14/493

 

1928

810.100

2,6

12 / 491

 

1930

6.409.600

18,3

107 / 577

 

1932 (Ιούλιος)

13.745.000

37,4

230 / 608

 

1932 (Νοέμβρ)

11.737.000

33,1

196 / 584

 

1933

17.277.180

43,9

288 / 647

 

 

Η κρίση του 1974 δεν σήμανε μία αντίστοιχη πολιτική άνοδο για φασιστικά μορφώματα, ωστόσο μπορεί κάποιος να διακρίνει μία σταδιακή αναζωπύρωση και αναδιοργάνωση των ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη. Τέλος, μετά την κρίση του 2008 και λίγο πριν από αυτήν είναι πια διακριτή η ενδυνάμωση των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη.

Μια δεύτερη αντικειμενική λειτουργία έχει να κάνει με την καπιταλιστική παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει 36 χρόνια και έχει δημιουργηθεί ένα μακρύ αντεπαναστατικό κύμα που σηματοδοτήθηκε από τη βαρύτατη ήττα του κομμουνιστικού κινήματος. Επομένως, αδυνάτισε δραματικά ο πολιτικός κυματοθραύστης της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού.

Μία τρίτη αντικειμενική λειτουργία αποτελεί η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων ως απόρροια της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης που επέφερε και μια αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος, έναν δεύτερο κυματοθραύστη της ακροδεξιάς.

Σήμερα η σκληρή ταξική πολιτική που ακολουθείται από τις κυβερνήσεις, η απαξίωση των αστικών κομμάτων, τα εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς, η προκλητική μεροληψία της αστικής δικαιοσύνης, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα θυμού, αγανάκτησης και αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης. Αν, όμως, ο πολιτικός οργανισμός (ή οι πολιτικοί οργανισμοί) που θα έπρεπε να δράσει (δράσουν) σε ριζοσπαστική κατεύθυνση και να αλλάξει (αλλάξουν) τους συσχετισμούς υπέρ του κόσμου της εργασίας είναι αδύναμος (αδύναμοι) ή διαπράττει (διαπράττουν) σοβαρά σφάλματα, τότε ο δρόμος για την παρέμβαση της ακροδεξιάς είναι ορθάνοιχτος.

 

Δ. ΟΙ «ΑΟΡΑΤΟΙ» ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Ας καταγράψουμε τώρα ορισμένους παράγοντες των οποίων η επιδραστικότητα στη διαμόρφωση υπερσυντηρητικών απόψεων δεν είναι άμεσα φανερή.

α) Φορέα μη φανερής διάδοσης φασιστικών μηνυμάτων αποτελεί και η τηλεόραση. Εκπομπές, όπως ο «Αδύναμος Κρίκος» προάγουν μια φασίζουσα ιδεολογία. Το συγκεκριμένο τηλεπαιχνίδι, αποβάλλει από τους παίκτες τον «αδύναμο κρίκο» και μάλιστα ο παρουσιαστής φροντίζει κατά την αποβολή του να τον εξευτελίζει με ειρωνείες. Έτσι, χωρίς να το καταλάβει ο τηλεθεατής εμβαπτίζεται στο πλαίσιο του κοινωνικού δαρβινισμού: ο ισχυρός επιβιώνει, ο αδύναμος αποβάλλεται. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και άλλα τηλεπαιχνίδια όπως το Survivor στο οποίο διαμορφώνονται αγέλες και λυκοσυμμαχίες προκειμένου να νικήσει ο εκλεκτός. Αξίζει να σημειώσουμε πως σκηνοθέτης του ελληνικού survivor υπήρξε ο Κωνσταντίνος Βορίδης, αδελφός του «τσεκουροφόρου» Μάκη Βορίδη. Παλαιότερα τον ίδιο ρόλο επιτελούσε ο Big Brother (σε αυτό το τηλερεάλιτι νομιμοποιήθηκε η δημόσια κατάδοση).

β) Φασίζουσα ιδεολογία αναδεικνύεται και από τη μουσική τραπ, εφόσον βεβαίως κάποιος μπορεί να τη χαρακτηρίσει μουσική. Οι στίχοι της αποτελούν ένα μνημείο εξευτελισμού της γυναίκας που την πραγματεύεται σαν να είναι ένα κομμάτι κρέας.

γ) Σε φάσεις κοινωνικής κρίσης και όταν τα λαϊκά στρώματα αναζητούν πολιτική διέξοδο και εκπροσώπηση, όποιος είναι ή προβάλλει ως αντισυστημικός συνήθως καρπώνεται μέρος, μικρό ή μεγάλο, της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η διοχέτευση της δυσαρέσκειας σε ανώδυνες λύσεις που μπορεί ακόμη να είναι και ακραία συντηρητικές. Πέραν των ενδοαστικών αντιθέσεων και των κομματικών ανταγωνισμών, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και οι συστημικοί δημοσιολόγοι αναλαμβάνουν τον ρόλο ξεπλύματος της ακροδεξιάς και των φασιστικών μορφωμάτων, παρουσιάζοντάς τα ως αντισυστημικές δυνάμεις, δυνάμεις δηλαδή, που δήθεν βγαίνουν εκτός πλαισίου. Είτε αυτό γίνεται λόγω αφέλειας είτε συνειδητά, το αποτέλεσμα είναι το ένα και το αυτό. Τα ακροδεξιά κόμματα αναδεικνύονται ως η απάντηση στην κρίση. Σε πλήθος αναλύσεων εκλογικών αποτελεσμάτων ή δημοσκοπικών ευρημάτων, η Χρυσή Αυγή παλαιότερα, οι Σπαρτιάτες, η Ελληνική Λύση κ.ά. χαρακτηρίζονται επίμονα ως αντισυστημικές δυνάμεις.

 

Ε. Η ΑΜΕΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ

Συγχρόνως με το παραπάνω ξέπλυμα, υπάρχει άλλη μία κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Πάλι από τα ΜΜΕ. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα πρωτοσέλιδα του Πρώτου Θέματος, με τους υποτιθέμενους προστάτες των αδυνάτων Χρυσαυγίτες, οι οποίοι περιφρουρούσαν δήθεν ανήμπορες ηλικιωμένες γυναίκες προκειμένου να σηκώσουν χρήματα από τραπεζικά μηχανήματα ανάληψης; Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον δημοσιογράφο Μπάμπη Παπαδημητρίου ο οποίος μίλαγε για την ανάγκη μιας σοβαρής Χρυσής Αυγής ή τον Γιώργο Τράγκα ο οποίος είχε προσκαλέσει όλη την αφρόκρεμα της ναζιστικής-δολοφονικής οργάνωσης σε στρογγυλό τραπέζι; Ποιος μπορεί να ξεχάσει άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη στην Καθημερινή με το οποίο έλεγε πως «οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή» ή την τοποθέτηση του Ανδρέα Λομβέρδου στον ΣΚΑΪ που χαρακτήρισε τη Χρυσή Αυγή ως «το πρώτο αυθεντικό κίνημα μετά τη Μεταπολίτευση»[6];

Μεγάλη ευθύνη στο ξέπλυμα του φασισμού/ναζισμού έχει και η ΕΕ που με πλήθος κειμένων, ντιρεκτίβων, εκδηλώσεων, προωθεί ανερυθρίαστα τη θεωρία των δύο άκρων, των δύο ολοκληρωτισμών, του μαύρου και του «κόκκινου» φασισμού. Ενδεικτικά το 2006 δόθηκε από το συμβούλιο της Ευρώπης το αντικομμουνιστικό μνημόνιο με τον τίτλο «Για την ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων». Το 2009, το ευρωκοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα βάσει του οποίου καθιερώθηκε η 23 Αυγούστου ως «ευρωπαϊκή ημέρα μνήμης για τα θύματα όλων των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων». Έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι το ανιστόρητο και απολύτως κατευθυνόμενο τσουβάλιασμα –προερχόμενο από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία– δεν ευνοεί άλλον παρά την υποτίθεται καταδικαστέα ακροδεξιά[7].

Ασφαλώς, θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν επισημαίναμε τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγονται ιδέες και συμπεριφορές μέσω των σκληρών πυρήνων του κράτους: την αστυνομία, τον στρατό, τη δικαιοσύνη αλλά και την εκκλησία. Η περιορισμένη έκταση του κειμένου δεν μας επιτρέπει μια εκτενέστερη αναφορά χωρίς, ωστόσο, να θεωρούμε ότι πρόκειται για αμελητέες παραμέτρους[8].

Εκτός, όμως, όλων των παραπάνω υπάρχει ασφαλώς και η αυτοτελής ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση της ίδιας της ακροδεξιάς. Ας δούμε, λοιπόν, με ποιους τρόπους.

 

ΣΤ. Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑΣ

Σταθμός στην αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς μπορεί να θεωρηθεί το 1968 κατά το οποίο ιδρύεται στη Γαλλία από ομάδα διανοουμένων –με κύριο εκπρόσωπο τον Αλέν ντε Μπενουά– μια οργάνωση με την επωνυμία «Ομάδα για την έρευνα και τη μελέτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Επρόκειτο για ένα think tank της «Νέας Δεξιάς» το οποίο εξαπέλυσε σφοδρή κριτική στις πολιτικές παραδόσεις του Διαφωτισμού χρησιμοποιώντας και κάποια πρωτοναζιστικά ιδεολογήματα όπως αυτά είχαν διατυπωθεί από τον Γουστάβ Λε Μπον και τον Χέρμπερτ Σπένσερ. Η χρονιά του 1968 μάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία αφού πρόκειται για την έκρηξη του γαλλικού Μάη.

Στις επόμενες δεκαετίες η ακροδεξιά χρησιμοποίησε έναν επιθετικό λόγο απέναντι στους μετανάστες, λειτούργησε με εθνικιστική ορολογία και ρητορική, εξέδωσε πλήθος βιβλίων ιστορικής αναθεώρησης, στο επίπεδο της πράξης προπηλάκισε ή και δολοφόνησε μετανάστες, ενίοτε επικαλέστηκε φασίστες θεωρητικούς και πολιτικούς όπως ο Μουσολίνι και ο Εβόλα, διακίνησε το ευαγγέλιο των ναζί, δηλαδή το βιβλίο Ο Αγών μου του Χίτλερ, άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα εξήρε τον ναζισμό στη Γερμανία και κινήθηκε με τις κλασικές συνταγές του αντικομμουνισμού, αντισημιτισμού, νατιβισμού κ.λπ. Επρόκειτο για μια ιδεολογικοπολιτική δουλειά που θα είχε μελλοντικά αποτελέσματα όπως δείχνει η σημερινή κατάσταση[9].

Τα γήπεδα επιλέχθηκαν προκειμένου να αποτελέσουν προνομιακό πεδίο παρέμβασης της ακροδεξιάς. Είναι γνωστό ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη υπάρχουν οπαδικοί πυρήνες που λειτούργησαν ως θύλακες συσπείρωσης ακροδεξιών και νεοναζιστικών στοιχείων. Το γήπεδο μετατρέπεται σε ένα πεδίο παρέμβασης της ακροδεξιάς και μιας πρωτόγονης ιδεολογικής ζύμωσης. Ακροδεξιοί πυρήνες υπάρχουν στην Ιταλία στη Λάτσιο, στην Ισπανία στη Ρεάλ, στη Γαλλία στην Παρί Σεν Ζερμέν, στην Ουκρανία στην Ντνιπρό, στην Κροατία στην Ντιναμό Ζάγκρεμπ, στην Κύπρο στο ΑΠΟΕΛ, παλαιότερα στην Ελλάδα στον Παναθηναϊκό και τώρα στην Καλαμάτα. Δεν είναι, όμως, μόνο η ύπαρξη αυτών καθαυτών οπαδικών νεοναζιστικών και ακροδεξιών πυρήνων. Είναι και η νοοτροπία που διοχετεύεται εντός των οπαδών χωρίς να δηλώνουν (ή να είναι) απαραίτητα ακροδεξιοί ή φασίστες. Για παράδειγμα, καλλιεργούνται φασίζουσες νοοτροπίες μέσα από οπαδικές εκπομπές ή από την ίδια τη συμπεριφορά στο γήπεδο. Παρόμοια παρέμβαση επιχειρήθηκε και στα σχολεία.

Μεταφερόμενοι στην ελληνική πραγματικότητα θα διαπιστώσουμε ότι η παρέμβαση των ακροδεξιών θυλάκων δεν ήταν υποδεέστερη από αυτή που σημειώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η πρώτη ανοιχτή και μαζική παρέμβαση της Χρυσής Αυγής σημειώθηκε στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ακολούθησε η παρέμβασή της μέσω της Γαλάζιας Στρατιάς στα παιχνίδια της εθνικής ποδοσφαίρου και τα ρατσιστικά πογκρόμ στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα όπου μέλη της Χρυσής Αυγής παρουσιάζονταν στην τηλεόραση ως αγανακτισμένοι πολίτες. Γενικότερα η ελληνική ακροδεξιά με διάφορους τρόπους παρενέβη ιδεολογικά και πολιτικά:

α) στο μακεδονικό (το πρώτο κύμα ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και το επόμενο με τη συμφωνία των Πρεσπών)·

β) στις ταυτότητες (το πρώτο κύμα ήταν με την κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος και το δεύτερο σήμερα με την έκδοση των νέων ταυτοτήτων)·

γ) στον δικαιωματισμό (εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως ενώ αναμφίβολα εκφράζονται συντηρητικές-οπισθοδρομικές απόψεις, η ακροδεξιά πατάει στις υπερβολές της woke ατζέντας)·

δ) στην αναθεώρηση της ιστορίας με τη χρήση ενός πρωτόγονου και χυδαίου αντικομμουνισμού·

ε) στην πανδημία με την προβολή ανορθολογικών θεωριών (όπως π.χ. ο Βελόπουλος που υποστήριζε ότι διαθέτει προς πώληση μία κηραλοιφή που εξουδετερώνει τον covid-19)[10].

Συγκεκριμένες εφημερίδες όπως η Εστία και η Δημοκρατία έχουν εκδώσει ένα πλήθος αντικομμουνιστικών ακροδεξιών βιβλίων που παραπέμπουν στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Έχει υπολογιστεί ότι από το 1974 μέχρι και σήμερα υπάρχουν περίπου 4.000 (!) εκδόσεις ακροδεξιού περιεχομένου, υπάρχουν περισσότερα από 10 εθνικιστικά βιβλιοπωλεία με περισσότερους από 2.000 τίτλους βιβλίων και έχουν παρουσιαστεί τουλάχιστον 20 νέοι εθνικιστές συγγραφείς[11].

Ο Κυριάκος Βελόπουλος έχει καθημερινή παρέμβαση με εκπομπή του στην τηλεόραση. Άλλωστε η τηλεόραση υπήρξε ένας καθοριστικός παράγοντας μέσω του οποίου αναδείχθηκαν διάφοροι ακροδεξιοί αστέρες σε όλο τον κόσμο: ο Μιλέι στην Αργεντινή, ο Τραμπ στην Αμερική, ο Ζελένσκι στην Ουκρανία και ας μην ξεχνάμε στα καθ’ ημάς τον Άδωνι Γεωργιάδη, τον Γιώργο Καρατζαφέρη, τον Δημοσθένη Λιακόπουλο και άλλους.

Η ακροδεξιά φροντίζει να χρησιμοποιεί απλοποιημένα μανιχαϊστικά δίπολα (π.χ. πατριώτες/προδότες, λαμόγια/τίμιοι). Αποφεύγει τις πολύπλοκες αναλύσεις και οι εκπρόσωποι της εμφανίζονται ως αγανακτισμένοι τιμωροί ενός σάπιου συστήματος. Κατασκευάζει, όπως και ο ναζισμός, φαντασιακούς εχθρούς. Χρησιμοποιεί ανορθολογικές θεωρίες συνωμοσίας. Το κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα είτε δεν συγκρούεται με όλα τα παραπάνω είτε αν το αποφασίσει για λόγους συγκυρίας, η σύγκρουση δεν θα είναι επί της ουσίας. Συχνά, ωστόσο, υιοθετείται η ρητορική και οι θέσεις της ακροδεξιάς από τα επίσημα αστικά πολιτικά κόμματα. Ας θυμηθούμε την προτροπή του Αντώνη Σαμαρά για ανακατάληψη των πόλεών μας από τους μετανάστες, την επιχείρηση με το διεστραμμένο τίτλο «Ξένιος Δίας», τη δήλωση της βουλευτού της Πλεύσης Ελευθερίας, Τζώρτζια Κεφαλά, με βάση την οποία «οι Σπαρτιάτες αποτελούν ένα κομμάτι της κοινωνίας που θέλει να προχωρήσει πιο δυναμικά» ή παλαιότερα την εφημερίδα Αυριανή, ένα ανεπίσημο τρόπον τινά όργανο του τότε ΠΑΣΟΚ που ενστάλαξε φασιστική νοοτροπία σε χιλιάδες αναγνώστες. Και ας μην ξεχνάμε πως η ΝΔ έδωσε πολιτική στέγη σε ένα σκληρότατο ακροδεξιό πυρήνα αποτελούμενο από τους Γεωργιάδη, Βορίδη, Πλεύρη και παλαιότερα τον Μπογδάνο.

Η πιο πρόσφατη συντονισμένη παρέμβαση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς υπήρξε το συνέδριο της Μαδρίτης όπου επαναλήφθηκαν τα κλασικά μοτίβα περί «λαθρομεταναστών»,  «μουσουλμανικού κινδύνου» κ.ά.. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Όρμπαν «Χθες ήμαστε αιρετικοί. Σήμερα είμαστε main stream»[12], εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τον «αέρα» που υπάρχει στους κόλπους της Μαύρης Διεθνούς.

Όλο αυτό το πλέγμα παρεμβάσεων και η συνεπικουρία των κλασικών αστικών πολιτικών κομμάτων δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να κανονικοποιούν τον ακροδεξιό λόγο[13]. Αυτή η κανονικοποίηση έχει δύο αποτελέσματα: περισσότερα ευήκοα ώτα στην ακροδεξιά ρητορική αλλά και τη διαμόρφωση ιδεολογικοπολιτικά τσιμενταρισμένων θυλάκων: «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πλήθος ομάδων και οργανώσεων της άκρας και εθνικιστικής δεξιάς αναγνωρίζονται ως υποκουλτούρα, με την κοινωνιολογική έννοια του όρου όπως τον όρισε ο Milton Gordon: “υποκουλτούρα είναι μια υποδιαίρεση της εθνικής κουλτούρας που συντίθεται από ένα μείγμα παραγωγικών κοινωνικών θέσεων όπως η ταξική τοποθέτηση, το εθνοτικό υπόβαθρο, η επαρχιακή, αγροτική ή αστική διαμονή και το θρησκευτικό δόγμα, αλλά που στο συνδυασμό τους σχηματίζουν μια λειτουργική ενότητα η οποία ασκεί ολοκληρωμένη επίδρασή της στο συμμετέχον άτομο”»[14].

Τέλος, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις επιλογή της ακροδεξιάς προκειμένου να κοινωνήσει τις απόψεις της. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση Τραμπ του οποίου τα tweet φτάνουν τον εντυπωσιακό αριθμό των 40.000.000[15]!

 

Ζ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ;

Αν στο παρελθόν τα αντανακλαστικά εντός των λαϊκών στρωμάτων ήταν οξυμένα και ήταν τέτοια γιατί υπήρχε άλλο κίνημα και γιατί οι μνήμες από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και την επταετή χούντα στην Ελλάδα ήταν νωπές, σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Αυτό δεν σημαίνει απουσία αντανακλαστικών αλλά λιγότερο οξυμένων και διαδεδομένων. Υπήρξαν ασφαλώς φάσεις όπως η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και η ημέρα έκδοσης της απόφασης του εφετείου για τη Χρυσή Αυγή στις οποίες ο κόσμος έδειξε ότι έχει σφυγμό. Το ζητούμενο όμως είναι αυτός ο σφυγμός να μην εμφανίζεται μόνο σποραδικά αλλά το κίνημα να βρίσκεται σε μια συνεχή εγρήγορση γιατί αυτό επιτάσσει η πραγματικότητα.

Σήμερα, λοιπόν, απαιτείται μια ευελιξία από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις προκειμένου να υπάρχει μια απάντηση από την πλευρά της κοινωνίας στην άνοδο του πολιτικού βρικόλακα. Μπορεί η ακροδεξιά να μην ταυτίζεται στο σύνολό της με τον φασισμό/ναζισμό, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει προθάλαμο. Λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη την πιθανότητα μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης, οι κεραίες των λαϊκών κινημάτων είναι αναγκαίο να γίνουν περισσότερο ευαίσθητες. Απαιτείται μια πολύμορφη και πρωτότυπη κινηματική παρέμβαση στους εργασιακούς χώρους, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις γειτονιές. Η εποχή μας ασφαλώς και δεν ταυτίζεται με αυτή του μεσοπολέμου –δεν θα μπορούσε άλλωστε να υπάρχει μια πιστή επανάληψη της ιστορίας– υπάρχουν όμως σοβαρές αναλογίες και υπάρχει μια πολύτιμη ιστορική εμπειρία που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Και κάτι τελευταίο αλλά όχι τελευταίο σε σημασία. Το αντίθετο. Ο πιο αναποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των απλών ψηφοφόρων και υποστηρικτών των ακροδεξιών κομμάτων είναι η αφ’ υψηλού θεώρηση, ο χλευασμός και ο χαρακτηρισμός τους ως φασιστών (δεν αναφερόμαστε στον σκληρό οργανωμένο πυρήνα). Αν υπάρχει ελπίδα απεγκλωβισμού τους αυτή εδράζεται στην κινηματική δράση και στην υπομονετική συζήτηση.

 

 

[1] Βλέπε αναλυτικότερα Reinhard Kunhl, Μορφές αστικής κυριαρχίας, εκδ. Παρατηρητής, 1987.

[2] Για τις απόψεις Μπορντίγκα βλέπε χαρακτηριστικά Λιόσης Βασίλης, Τα κοινωνικοπολιτικά μέτωπα στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, εκδ. ΚΨΜ, 2014.

[3] Για την επιρροή της Ακροδεξιάς στη σημερινή συγκυρία βλέπε αναλυτικότερα Παπακωνσταντίνου Πέτρος, Το γκρίζο κύμα, εκδ. Τόπος, 2024.

[4] Cas Mudde, Η ακροδεξιά σήμερα, σελ. 40, εκδ. Επίκεντρο, 2020.

[5] Πηγές: Politico Europe – Εκλογικές αναλύσεις.

[6] Βλέπε αναλυτικότερα Λιόσης Βασίλης, Ναζισμός. Τα αίτια γέννησής και γιγάντωσής του, σελ. 436-437, εκδ. ΚΨΜ, 2020.

[7] Ό.π., σελ. 451-453.

[8] Βλέπε αναλυτικότερα, Συλλογικό, Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά, εκδ. νήσος, 2014.

[9] Λιόσης Βασίλης, Ναζισμός. Τα αίτια γέννησής και γιγάντωσής του, σελ. 415-425, εκδ. ΚΨΜ, 2020.

[10] Βλέπε αναλυτικότερα, Συλλογικό, Η Εναλλακτική Δεξιά στην Ελλάδα, εκδ. Τόπος, 2025.

[11] Καρακατσούλη Άννα, Το ξίφος του πνεύματος, σελ. 378-379, εκδ. Gutenberg, 2024.

[12] Λιαλιότη Μυρτώ, «Η μαύρη Διεθνής της Μαδρίτης», ΤΑ ΝΕΑ, 15-16 Φεβρουαρίου 2025.

[13] Βλέπε αναλυτικότερα, Συλλογικό, Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, χ.χ.

[14] Καρακατσούλη Άννα, Το ξίφος του πνεύματος, σελ. 21, εκδ. Gutenberg, 2024.

[15] Αναφέρεται στο Mikkel Bolt Rasmussen, Η Αντεπανάσταση του Τραμπ. Φασισμός και Δημοκρατία, σελ. 59-60, εκδ. Παρακείμενος, Β΄έκδοση, 2014.

 




Λεωνίδας Βατικιώτης: «Πρωτοβουλία για δημόσιο, ασφαλή και ποιοτικό σιδηρόδρομο» (podcast)




Η «Γεωπολιτική Θεωρία» δεν μπορεί να μας βοηθήσει ως μεθοδολογία ανάλυσης των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς κατάστασης

 

Συνέντευξη με τον Zhou Li,
πρώην αναπληρωτή υπουργό

του Διεθνούς Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής
του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας

 

WORLD MARXIST REVIEW, 2025 VOL. 2, NO. 1, 157−170
https://dx.doi.org/10.62834/8ttx1y78

 

μετ. Δ. Κούλος

επιμ. Δ. Περδίκης

 

Zhou Li, Αναπληρωτής Υπουργός του Διεθνούς Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.

 

 

Λέξεις κλειδιά

Γεωπολιτική θεωρία, ηγεμονισμός, ΚΚΚ (Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας)

 

 

Περίληψη

Τα τελευταία χρόνια, ένας αυξανόμενος αριθμός μελετητών και πολιτικών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό έχουν υιοθετήσει τη γεωπολιτική θεωρία, θεωρώντας την ως ένα κρίσιμο συστατικό της σύγχρονης θεωρίας των διεθνών σχέσεων και ένα μέσο για την παρατήρηση και ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης και των μελλοντικών τάσεων της διεθνούς κατάστασης. Η θεωρία αυτή έχει ασκήσει σημαντική επιρροή στη διεθνή κοινότητα για περισσότερο από έναν αιώνα. Η ουσία της γεωπολιτικής έγκειται στο γεγονός ότι η γεωγραφία καθορίζει την πολιτική και το γεωγραφικό περιβάλλον υπαγορεύει τις διεθνείς σχέσεις. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι εκπρόσωποι των δυτικών χωρών σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους έχουν υποστηρίξει με ζήλο τη γεωπολιτική θεωρία. Όσο περίπλοκα ή «βαθιά» και αν φαίνονται τα επιχειρήματά τους, τελικά έχουν ως στόχο να βοηθήσουν τις δυτικές δυνάμεις να κατακτήσουν περισσότερες αποικίες, σφαίρες επιρροής, πηγές πρώτων υλών και επενδυτικές ευκαιρίες. Διευκολύνουν την προώθηση της νεοαποικιοκρατίας, του φασισμού και του ηγεμονισμού σε όλο τον κόσμο. Αναμφισβήτητα, η γεωπολιτική θεωρία είναι άμεση αντανάκλαση των ιμπεριαλιστικών και ηγεμονικών κοσμοθεωριών. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι Κινέζοι κομμουνιστές, όταν παρατηρούν και αναλύουν οποιοδήποτε διεθνές φαινόμενο, είτε πολιτικό, οικονομικό, οικολογικό, είτε σχετικό με την ασφάλεια ή με τα σημεία έντασης, πρέπει να υιοθετούν το μαρξιστικό πρίσμα και μέθοδο της ταξικής ανάλυσης, καθώς και την άποψη και τη μεθοδολογία ότι η αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής είναι η αποφασιστική δύναμη στην κοινωνική ανάπτυξη. Σίγουρα δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί η γεωπολιτική θεωρία ως λογική αφετηρία για την ανάλυση των διεθνών σχέσεων και της εξέλιξης της διεθνούς κατάστασης, ή ακόμη και ως μεθοδολογικό πλαίσιο για την ανάλυση ζητημάτων. Ο λόγος είναι ότι αυτό θα οδηγούσε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με την εξέλιξη και τις αλλαγές στη διεθνή κατάσταση, επηρεάζοντας έτσι τη διαμόρφωση και την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών. Η κινεζική θεωρία των εξωτερικών σχέσεων βασίζεται στη μαρξιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων και αποτελεί ουσιαστικό υπόβαθρο για την εμπιστοσύνη στη σοσιαλιστική θεωρία με κινεζικά χαρακτηριστικά στη νέα εποχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να συμπεριληφθεί και να αναπτυχθεί ως σημαντικό συστατικό του ανεξάρτητου συστήματος γνώσης της Κίνας.

 

 

 

Δημοσιογράφος: Η έννοια της γεωπολιτικής έχει συζητηθεί ευρέως και έχει εφαρμοστεί στην διεθνή κοινότητα τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, υπάρχουν επίσης πολλοί μελετητές που χρησιμοποιούν αυτή την έννοια για να αναλύσουν την τρέχουσα κατάσταση και τις μελλοντικές τάσεις της διεθνούς κατάστασης, χρησιμοποιώντας την ακόμη και ως μεθοδολογικό πλαίσιο. Πρώτα απ’ όλα, τι πρέπει να έχουμε κατά νου;

Zhou Li (πρώην αναπληρωτής υπουργός, Διεθνές Τμήμα, Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας): Η έννοια της γεωπολιτικής έχει συζητηθεί ευρέως σε διεθνές επίπεδο τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν συζητήσεις για το θέμα αυτό στις δυτικές χώρες, τη Ρωσία και ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες. Μελετητές, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι στην Κίνα, έχουν συνειδητά ή ασυνείδητα υιοθετήσει τη θεωρία της γεωπολιτικής, θεωρώντας την ως σημαντικό συστατικό της σύγχρονης θεωρίας των διεθνών σχέσεων και ως μέσο για την παρατήρηση και ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης και των μελλοντικών τάσεων της διεθνούς σκηνής. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά σημαντικό να σημειωθεί ότι ο όρος «γεωπολιτική», ή οποιαδήποτε σχετική συζήτηση, απουσιάζει από τα έργα του προέδρου Μάο Τσε Τουνγκ (Mao Zedong), του Ντενγκ Σιαοπίνγκ (Deng Xiaoping), του Τζιάνγκ Ζεμίν (Jiang Zemin), του Χου Τζιντάο (Hu Jintao), του Σι Τζινπίνγκ (Xi Jinping) και άλλων ηγετών. Επιπλέον, τα επίσημα έγγραφα της Κεντρικής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων εκθέσεων του 19ου και 20ου Εθνικού Συνεδρίου του ΚΚΚ και των αποφάσεων της Τρίτης Ολομέλειας της 20ης Κεντρικής Επιτροπής, δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ τον όρο «γεωπολιτική» ή κάποια παρόμοια ανάλυση. Οι κεντρικοί ηγέτες έχουν συχνά αναφερθεί στην αντιμετώπιση κινδύνων και προκλήσεων, μιλώντας για ταραχώδη και δύσκολα χρόνια, αλλά δεν έχουν αναφερθεί ποτέ στην αντιμετώπιση «γεωπολιτικών κινδύνων και προκλήσεων».

 

Δημοσιογράφος: Η γεωπολιτική θεωρία είναι επίσης ευρέως αποδεκτή στη Ρωσία;

Zhou Li: Ναι. Υπάρχουν δύο πρόσφατα παραδείγματα. Πρώτον, στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο Έρευνα για την Οικονομική Ανάπτυξη της Ρωσίας (2022-2023), ο Ρώσος καθηγητής Σεργκέι Σούντλιν (Sergei Sudlin), ένας από τους συντάκτες, επισημαίνει ρητά στον πρόλογο την «ταχέως μεταβαλλόμενη γεωπολιτική κατάσταση την άνοιξη του 2022». Θεωρεί ότι οι γεωπολιτικοί παράγοντες, σε κάποιο βαθμό, αποτελούν «εξωτερικό σοκ» στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης, ασκώντας σημαντική επίδραση στη φύση και τις τάσεις της οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας. Αρκετοί άλλοι συγγραφείς του βιβλίου αυτού υιοθετούν επίσης τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα ή το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον ως τίτλο των άρθρων τους. Είναι προφανές ότι οι Ρώσοι φίλοι υιοθετούν μια εξαιρετικά θετική στάση απέναντι στη γεωπολιτική και την θεωρούν ως μια καθιερωμένη θεωρητική βάση για τη συζήτηση της μεταβαλλόμενης οικονομικής κατάστασης στη Ρωσία.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2024, βρήκα επίσης ένα άρθρο με τίτλο «Πρέπει να υπάρξει μαζική γεωπολιτική εκπαίδευση», του γνωστού Ρώσου μελετητή Αλεξάντερ Ντούγκιν (Alexander Dugin). Ο Ντούγκιν είναι μια ηγετική φυσιογνωμία της ρωσικής Νεο-Eυρασιατικής γεωπολιτικής σκέψης και έχει δηλώσει ότι είναι μαθητής του Καρλ Χάουσοφερ (Karl Haushofer), ενός από τους πρώτους Γερμανούς γεωπολιτικούς.

Στο άρθρο, ο Ντούγκιν ρωτάει ποιος πολεμάει εναντίον ποιου και γιατί. Πού βρίσκονται τα όρια μεταξύ των πολιτισμών και των μπλοκ; Υποστηρίζει ότι «μόνο η γεωπολιτική μπορεί να προσφέρει μια σαφή και κατανοητή εξήγηση για όλα αυτά». Ο Ντούγκιν υποστηρίζει περαιτέρω ότι τέτοιες πρακτικές έχουν περιοριστεί στη Ρωσία, παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διεξάγει με συνέπεια μελέτες και έχουν λάβει μέτρα σύμφωνα με γεωπολιτικά αρχές. Αναγνωρίζει στον Πούτιν το γεγονός ότι είναι ο πρώτος Ρώσος ηγέτης που εστίασε στη γεωπολιτική, και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ότι η χώρα έχει μόλις ξεκινήσει το ταξίδι της κατανόησης και της απόκτησης μιας συνολικής συνείδησης για τα όσα έχουν συμβεί στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο, αναγνωρίζει τη δυσκολία να ξεπεραστεί η «ύπνωση» των εγχώριων φιλελεύθερων, των οικονομολόγων και των δυτικών επιρροών, μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο. Ισχυρίζεται ότι μόνο μετά την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης οι ρωσικές αρχές κατανόησαν πραγματικά τους νόμους και τους κανόνες της γεωπολιτικής. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι αυτό επ’ ουδενί λόγο δεν είναι αρκετό. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον Ντούγκιν, έγκειται στην αδυναμία του ρωσικού εκπαιδευτικού συστήματος να αποδώσει τη δέουσα σημασία στη γεωπολιτική. Ζητά την υποχρεωτική διδασκαλία της γεωπολιτικής, όχι μόνο σε όλο το ρωσικό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης, από το κεντρικό έως το τοπικό, καθώς και στον στρατό, απαιτώντας από όλους τους αξιωματούχους και το στρατιωτικό προσωπικό να περάσουν τουλάχιστον μια βασική εξέταση γεωπολιτικής. Ο Ντούγκιν προειδοποιεί μάλιστα ότι «η υποτίμηση της γεωπολιτικής θα επιφέρει άμεση καταστροφή στη Ρωσία».

 

Δημοσιογράφος: Πώς εξελίχθηκε η θεωρία της γεωπολιτικής και ποια είναι τα βασικά της αξιώματα;

Zhou Li: Η γεωπολιτική, ή η θεωρία της γεωπολιτικής, έχει τις ρίζες της στην πολιτική γεωγραφία που καθιέρωσε ο Γερμανός μελετητής Φρήντριχ Ράτσελ (Friedrich Ratzel) το 1879. Η ουσία της γεωπολιτικής είναι ότι η γεωγραφία καθορίζει την πολιτική και το γεωγραφικό περιβάλλον καθορίζει τις διεθνείς σχέσεις. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, για να κατανοήσει κανείς την τρέχουσα και μελλοντική πορεία του κόσμου, πρέπει αρχικά να λάβει υπόψη τη γεωγραφική θέση των εμπλεκόμενων χωρών και περιοχών, συμπεριλαμβανομένου του εδάφους, των πόρων, του πληθυσμού τους κ.λπ. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί η επίδραση των ωκεανών και της ξηράς στην οικολογική και πολιτιστική τους ανάπτυξη. Από αυτό, είναι δυνατό να συναχθεί η μελλοντική στρατηγική κατάσταση του κόσμου ή της περιοχής και οι πολιτικές ενέργειες των εκάστοτε σχετικών χωρών.

Στους πρώτους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας συγκαταλέγονται οι Φρήρντιχ Ρατσελ και Καρλ Χάουσοφερ από τη Γερμανία, ο Ρούντολφ Κιέλεν (Rudolf Kjellen) από τη Σουηδία, ο Χάλφορντ Μακίντερ (Halford Mackinder) από το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Νίκολας Τζ. Σπάικμαν (Nicholas Spykman) και Άλφρεντ Θάιερ Μαχάν (Alfred Thayer Mahan) από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Σολ Κ. Πάντοβερ (Saul K. Padover) έγινε ηγετική φυσιογνωμία. Μετα τον Ψυχρό Πόλεμο, εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής είναι οι  Σάμιουελ Π. Χάντιγκτον (Samuel P. Huntington), Χένρι Κίσινγκερ (Henry Kissinger), Ζμπίγκιου Μπρεζίνσκι (Zbigniew Brzezinski) και Στηβ Κ. Μπάνον (Stephen K. Bannon).

Η πρώιμη γεωπολιτική θεωρία βασίστηκε στη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου (Darwin) και στην έννοια του κράτους ως οργανισμού του Σπένσερ (Spencer), υποστηρίζοντας ότι τα κράτη είναι οργανισμοί που εξαρτώνται από τη γη και η επιβίωσή τους και η λειτουργία τους επηρεάζονται βαθιά από τη θέση και τα εδαφικά χαρακτηριστικά τους. Η ανάγκη για επαρκή «ζωτικό χώρο» έκανε έτσι την εδαφική επέκταση απαραίτητο μέσο για την ενίσχυση της εθνικής δύναμης. Στο δοκίμιό του το 1901, «Οι νόμοι της χωρικής ανάπτυξης των κρατών», ο Ράτσελ πρότεινε επτά νόμους που θεωρούσε καθολικούς: i) Ο κρατικός χώρος επεκτείνεται με την ανάπτυξη του πολιτισμού, ii) ο κρατικός χώρος επεκτείνεται παράλληλα με την ανάπτυξη των ιδεών, του εμπορίου, της παραγωγής και του ιεραποστολικού έργου, iii) ο κρατικός χώρος επεκτείνεται μέσω της σύνδεσης και της απορρόφησης μικρότερων κρατών, iv) η επέκταση και η συρρίκνωση των συνόρων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες της ανάπτυξης και των αλλαγών στη δύναμη ενός κράτους, v) τα κράτη κατά την ανάπτυξή τους αφομοιώνουν συνεχώς τα πιο πολύτιμα στοιχεία από το φυσικό περιβάλλον, τις ακτές, τις κοίτες των ποταμών, τις πεδιάδες και τις πλούσιες σε πόρους περιοχές, vi) η κύρια ώθηση για την εδαφική επέκταση προέρχεται από εξωτερικά κράτη, απορρέει από τις ανισότητες στο επίπεδο του πολιτισμού σε γειτονικά εδάφη, και vii) η τάση συγχώνευσης και απορρόφησης των ασθενέστερων κρατών μεταδίδεται μεταξύ των χωρών και προωθεί την περαιτέρω εδαφική επέκταση καθώς αυξάνεται η δύναμή τους. Ο Χάουσοφερ επεσήμανε σαφώς οτι: «Η γεωπολιτική είναι μία από τις ισχυρές προσεγγίσεις για τους ανθρώπους που αγωνίζονται για τη δίκαιη κατανομή της γης». Αυτή η κραυγαλέα και επιθετική θεωρία του παγκόσμιου διαμελισμού αναδείχθηκε ως κρίσιμο θεμέλιο για τα ιμπεριαλιστικά κράτη στις αρχές του 20ού αιώνα για τη διαμόρφωση των εθνικών στρατηγικών και πολιτικών τους, οδηγώντας άμεσα στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προκαλώντας τεράστια δεινά στην ανθρωπότητα και υπονομεύοντας σοβαρά την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Το βιβλίο του Χίτλερ (Hitler) «Ο Αγών μου» υιοθέτησε άμεσα την έννοια του Χάουσχοφερ για το «Lebensraum» ή ζωτικό χώρο (Haushofer 1934). Κατά συνέπεια, η γεωπολιτική θεωρία περιθωριοποιήθηκε για ένα διάστημα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Δημοσιογράφος: Το ζήτημα είναι ότι η γεωπολιτική θεωρία δεν εξαφανίστηκε εντελώς ως συνέπεια αυτού. Πώς εξελίχθηκε περαιτέρω μετά από αυτό;

Zhou Li: Αυτό πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της διεθνούς κατάστασης εκείνης της εποχής. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το διεθνές τοπίο υπέστη σημαντικές αλλαγές. Η άνοδος των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων απελευθέρωσε μεγάλο αριθμό αποικιακών και ημιαποικιακών εδαφών από τα δεσμά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, καθιερώνοντάς τα ως πολιτικά ανεξάρτητα κράτη. Η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας από τη Σοβιετική Ένωση, η νίκη της Κίνας επί του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού και η σοσιαλιστική πορεία που ακολούθησαν η Κίνα, το Βιετνάμ, το Λάος, η Βόρεια Κορέα, η Κούβα και πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οδήγησαν στη δημιουργία ενός σοσιαλιστικού μπλοκ με ηγετική δύναμη τη Σοβιετική Ένωση, το οποίο άσκησε σημαντική επιρροή στη διεθνή σκηνή. Ταυτόχρονα, ο καπιταλισμός γνώρισε νέες αλλαγές, μεταβαίνοντας από τον γενικό καπιταλισμό στον κρατικό μονοπωλιακό καπιταλισμό. Οι δυτικές δυνάμεις, έχοντας συγκεντρώσει σημαντικά μέσα παραγωγής και κατανάλωσης κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, αξιοποίησαν την εκβιομηχάνισή τους και τα επιτεύγματά τους στη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία για να σχηματίσουν διεθνείς μονοπωλιακές οργανώσεις (πολυεθνικές εταιρείες και τράπεζες), παρεμβαίνοντας άμεσα και έμμεσα στη διεθνή οικονομική ζωή σε μεγάλη κλίμακα με διάφορα μέσα και μεθόδους. Μονοπώλησαν τις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων, τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, τις διεθνείς αγορές ενέργειας και τις διεθνείς αγορές εργασίας, αποκομίζοντας υπερκέρδη από αυτές τις δραστηριότητες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν το Σχέδιο Μάρσαλ, προσφέροντας σημαντική βοήθεια για να διευκολύνουν την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, γεγονός που τους επέτρεψε να ελέγξουν και να καταλάβουν τις ευρωπαϊκές αγορές. Σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες ίδρυσαν το ΝΑΤΟ το 1949, επεκτείνοντας το Σχέδιο Μάρσαλ στον στρατιωτικό τομέα και συνδέοντας πολλές ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης σε μια ισχυρή στρατιωτική και πολιτική δύναμη για την αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης.

Μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, η πλειονότητα των χωρών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, αν και είχαν αποκτήσει πολιτική ανεξαρτησία, εξακολουθούσαν να βαρύνονται από τη μακρά ιστορία της αποικιοκρατίας και της ημιαποικιοκρατίας. Τα επίπεδα παραγωγικής ανάπτυξης αυτών των χωρών ήταν υποβαθμισμένα, με υποανάπτυκτους βιομηχανικούς και γεωργικούς τομείς, ιδίως στον τομέα της μεταποίησης, και οι εγχώριες αγορές τους ήταν περιορισμένες σε μέγεθος. Με την εμβάθυνση του συστήματος του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, αυτές οι χώρες διαμόρφωσαν σταδιακά στρεβλές και βιομηχανικές δομές που παρήγαγαν ένα μόνο προϊόν, με επίκεντρο την εξόρυξη και την παραγωγή μιας ή δύο πρώτων υλών ή πρωτογενών προϊόντων. Ως συνέπεια, υποβιβάστηκαν στη θέση των προμηθευτών πρώτων υλών στην παγκόσμια αγορά, εξελισσόμενες σε «περιφέρεια» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και υποβαλλόμενες σε συνεχή εκμετάλλευση και καταπίεση από τα ιμπεριαλιστικά κράτη.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το επίκεντρο της γεωπολιτικής θεωρίας μετατοπίστηκε από την εδαφική επέκταση στην αποικιακή επέκταση και την καπιταλιστική επέκταση. Μελετητές όπως ο Αντρέ Γκούντερ Φρανκ (Andre Gunder Frank) από τη Γερμανία, ο Ιμμάνουελ Βάλερσταϊν (Immanuel Wallerstein) από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ραούλ Πρέμπις (Raúl Prebisch) από την Αργεντινή και ο Σαμίρ Αμίν (Samir Amin) από την Αίγυπτο, όλοι πρότειναν, από τις αντίστοιχες θέσεις τους, τη λεγόμενη «θεωρία της εξάρτησης». Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι ο κόσμος μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε δύο ομάδες χωρών: τις χώρες του πυρήνα (αναπτυγμένες χώρες) και τις χώρες της περιφέρειας (αναπτυσσόμενες χώρες). Οι πρώτες κατέχουν κυρίαρχη και ηγετική θέση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ενώ οι δεύτερες εξαρτώνται από τις πρώτες και διαδραματίζουν υποδεέστερο ρόλο. Οι χώρες της περιφέρειας μπορούν να επιβιώσουν μόνο με την εξάρτησή τους από τις χώρες του πυρήνα για κεφάλαια, αγορές και τεχνολογία. Η «θεωρία της εξάρτησης» επανέφερε τη σχέση μεταξύ του κυρίαρχου κράτους και της αποικίας, παρέχοντας ένα θεωρητικό πλαίσιο για τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να διαιωνίσουν τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των αναπτυσσόμενων χωρών στο νέο πλαίσιο. Αυτή η συγκεκαλυμμένη μορφή γεωπολιτικής θεωρίας εξαπλώθηκε ευρέως. Οι ανεπτυγμένες χώρες και οι θεωρητικοί τους, χωρίς καμία εξαίρεση, έθεσαν σε λειτουργία τους μηχανισμούς προπαγάνδας τους, διαδίδοντας αυτή την άποψη στις αναπτυσσόμενες χώρες ως «φυσική τάξη». Στην πραγματικότητα, για τις αναπτυσσόμενες χώρες, η πολιτική ανεξαρτησία, χωρίς την ταυτόχρονη επίτευξη οικονομικής ανεξαρτησίας, δεν μπορεί να οδηγήσει σε πραγματική κυριαρχία. Η βασική αιτία αυτού του φαινομένου δεν βρίσκεται τόσο στις ίδιες τις αναπτυσσόμενες χώρες, όσο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες που τις εκμεταλλεύονται και τις περιορίζουν. Με την πάροδο του χρόνου, το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει διευρυνθεί και το ζήτημα Βορρά-Νότου έχει γίνει όλο και πιο έντονο.

Ο Αμερικανός μελετητής Παράγκ Κάννα (Parag Khanna) το θέτει πιο ωμά: «Η παγκοσμιοποίηση και η γεωπολιτική έχουν ξεκινήσει μια νέα συμμαχία, αλλά τα βασικά ζητήματα για όλα τα μέρη παραμένουν η ενέργεια, η εξουσία, η σταθερότητα και οι συγκρούσεις». Προσθέτει: «Ωστόσο, όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν στρατηγική προνοητικότητα και ικανότητα προσαρμογής στις περιστάσεις, συνδυάζοντας την αρχή με την ευελιξία, οι αλλαγές στη γεωπολιτική μπορούν να εξυπηρετήσουν τα αμερικανικά συμφέροντα» (Parag 2009, 391).

 

Δημοσιογράφος: Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο μετασχηματισμός του γεωπολιτικού λόγου από την εδαφική επέκταση στην αποικιοκρατική και την επέκταση του κεφαλαίου συνεχίστηκε. Ποιες καινοτόμες αλλαγές έχουν προκύψει παράλληλα με αυτό;

Zhou Li: Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι αναταραχές στην Ανατολική Ευρώπη και η διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ επέφεραν σημαντικές αλλαγές. Με τη μετάβαση του καπιταλισμού από το κρατικό μονοπώλιο στο διεθνές μονοπώλιο, οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης ενσωμάτωσαν τον νεοφιλελευθερισμό στη γεωπολιτική θεωρία. Το 1990, εμφανίστηκε η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», που βασιζόταν στo νεοφιλελεύθερο δόγμα, ωθώντας τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και τις νεοσύστατες δημοκρατικές δυνάμεις των πρώην σοβιετικών και ανατολικοευρωπαϊκών χωρών να υιοθετήσουν μια πολιτική και στρατηγική μετασχηματισμού στη βάση του «φονταμενταλισμού της αγοράς». Αυτό συνεπαγόταν την επιβολή «θεραπείας σοκ», η οποία περιλάμβανε τη δραστική μείωση και κατάργηση των λειτουργιών και των ρόλων του κράτους, την ολοκληρωτική και απότομη κατάργηση των ρυθμίσεων για τις τιμές, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, το εξωτερικό εμπόριο και τα αγαθά, την ιδιωτικοποίηση όλων των κρατικών επιχειρήσεων και το πλήρες άνοιγμα των εγχώριων αγορών, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών αγορών, στις δυτικές χώρες. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αυτό παρέλυσε και διέλυσε τις βιομηχανικές αλυσίδες, τις αλυσίδες εφοδιασμού και τα χρηματοπιστωτικά δίκτυα αυτών των χωρών, οδηγώντας σε σημαντική οικονομική ύφεση, εκτεταμένη ανεργία και κοινωνική αναταραχή. Εξαναγκάστηκαν να ζητήσουν μαζική οικονομική βοήθεια από τη Δύση και να εφαρμόσουν «μεταρρυθμίσεις» βάσει των συνταγών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ως αποτέλεσμα, βρέθηκαν δεμένοι στο «άρμα» των δυτικών χωρών, υπέστησαν απώλεια κυριαρχίας και έγιναν «προσωπικά εξαρτημένοι» και «εξαρτημένοι από την πορεία» των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών.

Ο νεοφιλελευθερισμός, θεωρητικά, απορρίπτει τη δημόσια ιδιοκτησία, τον σοσιαλισμό και την κρατική παρέμβαση. Στην πολιτική, υποστηρίζει την απελευθέρωση, την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση. Στη στρατηγική και τακτική εφαρμογή του, έχει προωθήσει περαιτέρω τη «θεωρία της εξάρτησης», με στόχο τη μεταμόσχευση του αμερικανικού μοντέλου στη Ρωσία, στην Ανατολική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Απαιτεί από αυτές τις χώρες να «μετασχηματιστούν» γρήγορα όσον αφορά τα κρατικά τους συστήματα, τα εκλογικά τους συστήματα, την ιδεολογία, τις νομικές προστασίες, τις οικονομικές λειτουργίες, τα χρηματοπιστωτικά συστήματα και την πολιτιστική διείσδυση, ώστε να καταστεί δυνατή η ένταξή τους στο σύστημα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Αυτό διευκολύνει τον μεγαλύτερο έλεγχο της υπερδύναμης – των Ηνωμένων Πολιτειών και των κυρίαρχων διακρατικών μονοπωλιακών κεφαλαιακών ομίλων – επί της πορείας των αγορών πόρων, της εργασίας και του κεφαλαίου σε όλο τον κόσμο, επιτρέποντάς τους να αποκομίζουν υψηλότερα, μεγαλύτερα και πιο αρπακτικά μονοπωλιακά κέρδη.

Σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, «το αμερικανικό μοντέλο οικονομικής διαχείρισης έχει γίνει το πρότυπο για μεγάλο μέρος του κόσμου». Υποστηρίζει ότι «για να επιτύχουν οικονομική ανάπτυξη, οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να βασίζονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο, και το ιδιωτικό κεφάλαιο επιμένει σε ένα σταθερό νομικό σύστημα και ένα ικανοποιητικό ποσοστό απόδοσης με λογικούς κινδύνους. Ως εκ τούτου, κάθε έθνος που φιλοδοξεί να είναι ανταγωνιστικό πρέπει να συμμετάσχει στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο». Καταλήγει: «Είναι πράγματι παρήγορο να παρατηρούμε ότι η ιδιωτικοποίηση έχει επικρατήσει και τα εμπορικά εμπόδια έχουν αρθεί, σε μεγάλο βαθμό χάρη στα πειστικά επιχειρήματα των Αμερικανών οικονομολόγων και στην υπομονετική καθοδήγηση του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου» (Kissinger 2023, 210-211).

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, υιοθέτησαν συνειδητά ή ασυνείδητα αυτή τη θεωρία ως βάση για την αναθεώρηση και την προσαρμογή των εξωτερικών πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών στρατηγικών και τακτικών τους.

 

Δημοσιογράφος: Ανατρέχοντας στα 100 χρόνια εξέλιξης και αλλαγών στη θεωρία των διεθνών σχέσεων, είναι προφανές ότι πολλές αναλύσεις και εφαρμογές αυτών των θεωριών συνδέονται στενά με τις γεωπολιτικές θεωρίες που υποστηρίζουν οι δυτικές χώρες, γεγονός που απαιτεί την μέγιστη προσοχή μας. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε με λίγα λόγια, ποια είναι η βασική ουσία της γεωπολιτικής θεωρίας;

Zhou Li: Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αδιάκοπη προώθηση της γεωπολιτικής θεωρίας από τις δυτικές δυνάμεις σε διάφορες ιστορικές εποχές, ανεξάρτητα από το πόσο περίπλοκη ή «βαθιά» μπορεί να είναι η ρητορική, τελικά λειτουργεί προς απόκτηση περισσότερων αποικιών, σφαιρών επιρροής, πηγών πρώτων υλών και επενδυτικών τοποθεσιών για τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις. Χρησιμεύει στην προώθηση του νεοαποικιοκρατισμού, του φασισμού και του ηγεμονισμού τους. Ακόμη και οι περίφημες δηλώσεις, σχόλια και προτάσεις του Κίσινγκερ σχετικά με τις διεθνείς σχέσεις, ιδίως τις σινοαμερικανικές σχέσεις, βασίζονται σε αυτή τη λεγόμενη γεωπολιτική θεωρία. Αναμφίβολα, η γεωπολιτική θεωρία που έχει επανειλημμένα προωθηθεί και υποκινηθεί είναι μια άμεση εκδήλωση των ιμπεριαλιστικών και ηγεμονικών κοσμοθεωριών. Αυτός είναι ο θεμελιώδης πυρήνας της γεωπολιτικής θεωρίας.

Εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ότι εμείς, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τη γεωπολιτική θεωρία ως το λογικό σημείο εκκίνησης για την ανάλυση των διεθνών σχέσεων και της εξέλιξης της διεθνούς κατάστασης. Από τη δική μας οπτική γωνία, ο γεωγραφικός ντετερμινισμός είναι θεμελιωδώς αβάσιμος.

 

Δημοσιογράφος: Ποια στοιχεία αποδεικνύουν την αβάσιμη φύση της γεωπολιτικής θεωρίας;

Zhou Li: Πρώτον, αν και το γεωγραφικό περιβάλλον, ως απαραίτητη και συχνή προϋπόθεση για την υλική ζωή του ανθρώπου, μπορεί να επιταχύνει ή να επιβραδύνει τον ρυθμό της κοινωνικής ανάπτυξης, δεν αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα που καθορίζει τη φύση του κοινωνικού συστήματος μιας χώρας, το αν θα βιώσει οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ή τη μετάβασή της από το ένα σύστημα στο άλλο.

Ο ιστορικός υλισμός ανέκαθεν απέδιδε σημασία στον ρόλο του γεωγραφικού περιβάλλοντος και τον ανέλυε με ρεαλιστικό τρόπο. Για παράδειγμα, χωρίς ποτάμια, λίμνες και ωκεανούς, είναι δύσκολο να αναπτυχθεί η αλιεία και η ναυτιλία· χωρίς συγκεκριμένες εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες, είναι δύσκολο να αναπτυχθεί η γεωργία· χωρίς λιβάδια, είναι αδύνατη η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας σε μεγάλη κλίμακα. Η σημασία της πετρελαϊκής βιομηχανίας στη Μέση Ανατολή, η εξόρυξη φυσικού αερίου στο Τουρκμενιστάν και τη Ρωσία, η γεωργία στις τρεις μεγαλύτερες ζώνες μαύρου εδάφους του κόσμου (Ηνωμένες Πολιτείες, Κίνα-Ρωσία-Άπω Ανατολή και Ουκρανία) και τα αποθέματα σπάνιων γαιών στην Κίνα, το Βιετνάμ, τη Βραζιλία και τη Ρωσία, όλα οφείλουν την εξέχουσα θέση τους στην παγκόσμια σκηνή στο φυσικό περιβάλλον τους.

Στα έργα του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και του Στάλιν, συχνά αναφέρεται η επίδραση του γεωγραφικού περιβάλλοντος στην ανθρώπινη παραγωγή, τη ζωή και την ανάπτυξη των εθνών και των λαών. Ωστόσο, ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τον όρο «γεωπολιτική». Γιατί; Επειδή, από τη δική τους οπτική γωνία, ο κόσμος δεν είναι απλώς ένα δημιούργημα της φυσικής ιστορίας που διαμορφώνεται από τη γεωγραφία (ηπείρους, ξηρά, βουνά, ωκεανούς, λίμνες, νησιά, ουρανό, κλίμα κ.λπ.). Παράλληλα με τη δημιουργία και την αλλαγή αυτών των γεωγραφικών στοιχείων, εξελίσσεται μια συνοδευτική διαδικασία κοινωνικής ιστορίας, στην οποία η ανθρωπότητα, μέσω της εργασίας, αξιοποιεί, μετασχηματίζει και ελέγχει το γεωγραφικό περιβάλλον, και μέσω της οποίας η ανθρωπότητα εξελίσσεται από μια αταξική κοινωνία σε μια ταξική κοινωνία και στη συνέχεια σε μια κοινωνία με ανταγωνιστικές τάξεις. Από αυτή την άποψη, η επίδραση του γεωγραφικού περιβάλλοντος στην πρόοδο των εθνών και των κοινωνιών δεν πρέπει να καθίσταται αντικείμενο υπερβολής και να αποκτά καθοριστικό ρόλο.

Στην επιστολή του προς τον Τζόσεφ Μπλοχ (Joseph Bloch) το 1890, ο Ένγκελς επεσήμανε: «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο παράγοντας που είναι τελικά αποφασιστικός στην ιστορία είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής… αλλά τα διάφορα μέρη της υπερδομής ασκούν επίσης την επιρροή τους στην εξέλιξη των ιστορικών αγώνων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, καθορίζουν τη μορφή τους» (Engels [1890] 2001, 34-35). Η οργάνωση και η εκτέλεση της παραγωγής και αναπαραγωγής της πραγματικής ζωής στην ανθρώπινη κοινωνία δεν υπαγορεύονται από το γεωγραφικό περιβάλλον, αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους, από μεμονωμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των εργατών, καθώς και των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, οι οποίοι, μέσω του ελέγχου τους επί πόρων όπως η γη και τα εργοστάσια, αδιάκοπα και άδικα οικειοποιούνται τους καρπούς της παραγωγής των εργατών. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής πορείας των δουλοκτητικών κοινωνιών, των φεουδαρχικών κοινωνιών και των καπιταλιστικών κοινωνιών, αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται συνεχώς. Μετά τη μετάβαση του καπιταλισμού από το γενικό μονοπώλιο στο κρατικό μονοπώλιο, όλα τα καπιταλιστικά κράτη υιοθέτησαν το σύστημα της «διαίρεσης των εξουσιών» και το κομματικό πολιτικό σύστημα που βασίστηκε σε αυτό. Εμπλέκονται σε μια εναλλαγή εξουσίας, εξασφαλίζοντας ότι οι εργαζόμενοι παραμένουν συνεχώς παγιδευμένοι στην δυσχερή τους θέση. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες αναγκάστηκαν να επιλέξουν μια αναπτυξιακή οδό που συνδύαζε τον καπιταλισμό με τη φεουδαρχία. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών που δεν διαθέτουν τα μέσα παραγωγής, μαζί με την κομπραδόρικη τάξη που εξυπηρετεί τις πολυεθνικές μονοπωλιακές κεφαλαιακές ομάδες και την εθνική αστική τάξη, συνυπάρχουν από πάντα ως αντίθετοι πόλοι σε αυτές τις χώρες, εμπλεκόμενοι στην παραγωγή και την οικειοποίηση των προϊόντων της.

Δεύτερον, η γεωπολιτική θεωρία, δηλαδή ο γεωγραφικός ντετερμινισμός, είναι παράλογη επειδή δεν λαμβάνει υπόψη την ιστορία και την τρέχουσα κατάσταση της κοινωνικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, γιατί η κοινωνική ζωή των ανθρώπων μπορεί να παρουσιάζει τόσο μεγάλες διαφορές ή αλλαγές στο ίδιο φυσικό περιβάλλον ή στην ίδια περιοχή; Ας πάρουμε ως παράδειγμα την Αφρική: ως λίκνο της ανθρωπότητας, η Αφρική, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετρακοσίων χρόνων καταγεγραμμένης ιστορίας της, έχει βιώσει τεράστιες κοινωνικές μεταμορφώσεις, που κυμαίνονται από τον πρωτόγονο κοινοτισμό έως τα συστήματα δουλείας, τη φεουδαρχία (φυλαρχία) και τον καπιταλισμό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αλλαγές στο γεωγραφικό περιβάλλον της αφρικανικής ηπείρου ήταν εξαιρετικά αργές, σχεδόν αμελητέες. Ομοίως, γιατί, σε πολύ διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα, μεταξύ διαφορετικών περιοχών και λαών σε όλο τον κόσμο, οι κοινωνίες μπορούν να βιώσουν περίπου παρόμοιες περιόδους αποικιακής εκμετάλλευσης; Σε όλη τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής, καθώς και σε πολλά νησιωτικά κράτη του Νότιου Ειρηνικού, από τον 16ο έως τα μέσα του 20ού αιώνα, αμέτρητες περιοχές υπέστησαν την αποικιακή κυριαρχία διαφόρων ευρωπαϊκών και αμερικανικών δυνάμεων.

Το σφάλμα του γεωγραφικού ντετερμινισμού έγκειται στην αδυναμία του να αναγνωρίσει ότι το φυσικό περιβάλλον και η κοινωνική ζωή είναι δύο ποιοτικά διαφορετικές οντότητες, με διαφορετικά πρότυπα αλλαγής. Ο ρυθμός αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον είναι αργός σε αντίθεση με την ταχεία εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, μια διαφορά που τις καθιστά μη συγκρίσιμες. Ο Μάο Τσε Τουνγκ, στο έργο του Σχετικά με την αντίφαση, επισημαίνει: «Αλλαγές συμβαίνουν όντως στη γεωγραφία και το κλίμα της γης στο σύνολό της και σε κάθε μέρος της, αλλά είναι ασήμαντες σε σύγκριση με τις αλλαγές στην κοινωνία. Οι γεωγραφικές και κλιματικές αλλαγές εκδηλώνονται σε δεκάδες χιλιάδες χρόνια, ενώ οι κοινωνικές αλλαγές εκδηλώνονται σε χιλιάδες, εκατοντάδες ή δεκάδες χρόνια, και ακόμη και σε λίγα χρόνια ή μήνες σε περιόδους επανάστασης. Σύμφωνα με την υλιστική διαλεκτική, οι αλλαγές στη φύση οφείλονται κυρίως στην ανάπτυξη των εσωτερικών αντιφάσεων της φύσης. Οι αλλαγές στην κοινωνία οφείλονται κυρίως στην ανάπτυξη των εσωτερικών αντιθέσεων της κοινωνίας, δηλαδή στην αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, στην αντίθεση μεταξύ των τάξεων και στην αντίθεση μεταξύ του παλιού και του νέου. Είναι η ανάπτυξη αυτών των αντιθέσεων που ωθεί την κοινωνία προς τα εμπρός και δίνει την ώθηση για την αντικατάσταση της παλιάς κοινωνίας από τη νέα» (Μao [1937], 1965, 314).

Τρίτον, σύμφωνα με την ταξική ανάλυση του Μαρξ, όταν η ανθρωπότητα εισέρχεται στο καπιταλιστικό στάδιο, ο κύριος αγώνας εντός των κρατών, των εθνών και των λαών εκδηλώνεται ως σύγκρουση μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Το επίκεντρο αυτού του αγώνα βρίσκεται στην καταπίεση έναντι της απελευθέρωσης, στη σκλαβιά έναντι της χειραφέτησης και στην εκμετάλλευση έναντι της αντιεκμετάλλευσης. Ως εκ τούτου, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, απηύθυναν την έκκληση «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» για την συλλογική ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης.

Με την έλευση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ο αγώνας μεταξύ των δυτικών δυνάμεων για το μοίρασμα του κόσμου σε αγορές, πρώτες ύλες και σφαίρες επιρροής εκδηλώθηκε κυρίως ως σύγκρουση μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των αποικιοκρατούμενων και ημιαποικιοκρατούμενων εθνών. Εκφράστηκε επίσης ως αγώνας εντός των γραμμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με τη μία δύναμη να επιδιώκει να κυριαρχήσει ή να αποδυναμώσει την άλλη. Το βασικό ζήτημα ήταν η ανελέητη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς από τη μονοπωλιακή αστική τάξη, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των αποικιοκρατούμενων και ημιαποικιοκρατούμενων εθνών να επιτύχουν την εθνική τους απελευθέρωση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Λένιν, το 1920, απηύθυνε την έκκληση: «Προλετάριοι και καταπιεσμένοι λαοί όλων των χωρών, ενωθείτε!».

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με την ταχεία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, άνθισαν η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολικότητα. Ωστόσο, η εποχή του ιμπεριαλισμού επιμένει και παραμένει σε κατάσταση συνεχούς εξέλιξης. Υπό την επίδραση του νόμου της άνισης ανάπτυξης στην καπιταλιστική πολιτική και οικονομία, η διεθνής μονοπωλιακή ομάδα κεφαλαίου με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, αξιοποιώντας την πλεονεκτική θέση που έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια αιώνων μέσω της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης των αναπτυσσόμενων χωρών, προσπαθεί σθεναρά να επιβάλει μια μονοπολική παγκόσμια τάξη σε παγκόσμια κλίμακα. Τα λεγόμενα εργαλεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, των αστικών νομικών συστημάτων και του νεοφιλελευθερισμού έχουν χρησιμοποιηθεί για να δεσμεύσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο αγώνας επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Δύσης από τη μία πλευρά και της Κίνας και της Ρωσίας από την άλλη, στο πλαίσιο της «μιας υπερδύναμης και πολλών ισχυρών δυνάμεων», καθώς και στη διαμάχη μεταξύ των δυτικών ανεπτυγμένων χωρών και του «Νότου». Η ουσία αυτής της σύγκρουσης έγκειται στην επιλογή μεταξύ της διατήρησης της ηγεμονίας ή της αντίθεσης σε αυτήν, και το βασικό ζήτημα περιστρέφεται γύρω από την ανάσχεση έναντι της αντίθεσης στην ανάσχεση αυτή, τον έλεγχο έναντι του αντι-ελέγχου και τη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας έναντι της ενίσχυσης της εθνικής κυριαρχίας.

Καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν καθορίζεται ή αλλάζει από τον γεωγραφικό ντετερμινισμό. Αυτό υπογραμμίζει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ ιστορικού υλισμού και ιστορικού ιδεαλισμού.

Τέταρτον, της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και των αλλαγών στην Ανατολική Ευρώπη δεν προηγήθηκαν αλλαγές στο γεωγραφικό περιβάλλον. Αντίθετα, τα προβλήματα προέκυψαν εντός της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος, ως η κυρίαρχη δύναμη σε αυτές τις χώρες, απομακρύνθηκαν από τον μαρξισμό-λενινισμό, παραιτούμενοι οικειοθελώς από τον ηγετικό ρόλο του Κόμματος στο κράτος. Έχασαν την ικανότητα να αντισταθούν στη διείσδυση, την υπονόμευση και την εξέλιξη που υποκίνησαν οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, με αποτέλεσμα την τελική διάλυση αυτών των κρατών. Οι αλλαγές που επήλθαν στο έδαφος, τα σύνορα, τον πληθυσμό και τον έλεγχο των πόρων άνοιξαν τον δρόμο για την επέκταση της ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά, επηρεάζοντας σημαντικά το παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό τοπίο της μεταψυχροπολεμικής εποχής, με αποκορύφωμα συγκρούσεις όπως ο Ρωσο-Γεωργιανός πόλεμος του 2008 και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία.

Μία από τις πιο διάσημες δηλώσεις του Πούτιν είναι: «Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα». Είναι ακριβής αυτή η δήλωση; Η Σοβιετική Ένωση ως κράτος έπαψε να υπάρχει, διαλύθηκε και εξαφανίστηκε γεωγραφικά. Η πλατφόρμα από την οποία η Σοβιετική Ένωση διεξήγαγε τις πολιτικές, οικονομικές, εμπορικές, επιστημονικές και εκπαιδευτικές της δραστηριότητες στη διεθνή σκηνή εξαφανίστηκε. Ο στρατιωτικός ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ επίσης περιήλθε σε στασιμότητα. Οι αρχικές απαιτήσεις σε διάφορους τομείς είτε εξαφανίστηκαν εντελώς είτε μειώθηκαν κατά περισσότερο από το ήμισυ. Ένα σημαντικό μέρος των πιο κρίσιμων προϊόντων στην παγκόσμια αγορά αναγκάστηκε να υποστεί ανακατανομή και προσαρμογή. Από αυτή την άποψη, μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έχουν υποστεί την πιο κολοσσιαία γεωπολιτική καταστροφή.

Ωστόσο, σε υψηλότερο επίπεδο, η διάλυση και ο κατακερματισμός της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών σημαίνει πολύ περισσότερα από μια γεωπολιτική καταστροφή. Σηματοδοτεί την εξόντωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στην ιστορία που ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί μακροπρόθεσμα τον καπιταλιστικό κόσμο, μιας ηγετικής δύναμης που στη συνέχεια κατακερματίστηκε σε δεκαπέντε ξεχωριστά έθνη. Επιπλέον, η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας καταστράφηκε και χωρίστηκε σε επτά χώρες, η Τσεχοσλοβακία χωρίστηκε σε δύο και ούτω καθεξής. Το σοσιαλιστικό μπλοκ υπονομεύθηκε σοβαρά. Αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν μια βαθιά καταστροφή στο δρόμο προς μια αταξική κοινωνία όπου οι εργαζόμενοι αυτοκυβερνώνται, σε πλήρη αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση και την καταπίεση της εργατικής τάξης. Κατά συνέπεια, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα έπεσε σε ύφεση. Αυτό δεν μπορεί παρά να μας γεμίσει με θλίψη και ένα αίσθημα οργής.

Η διεθνής χρηματοπιστωτική και μονοπωλιακή καπιταλιστική ομάδα, με κύριο εκπρόσωπο τις Ηνωμένες Πολιτείες, επιμένει να εκμεταλλεύεται, να καταπιέζει και να περιορίζει τις αναπτυσσόμενες χώρες μέσω της προπαγάνδας, της διπλωματικής πίεσης, της λεηλασίας των πόρων, των παράνομων οικονομικών κυρώσεων, των πλεονεκτημάτων της σε διεθνείς οργανισμούς και της υπογραφής άνισων συνθηκών που υπονομεύουν την κυριαρχία, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να καταφεύγει στον πόλεμο για να επιτύχει τους στόχους της. Σήμερα, οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους, με το πρόσχημα της καθιέρωσης μιας «διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες», υιοθετούν νεοαποικιακές στρατηγικές για την περαιτέρω εδραίωση της δυτικής κυριαρχίας σε όλους τους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας, όπως η αλλαγή καθεστώτων μέσω της επιβολής κυρώσεων, η εφαρμογή αποκλεισμών και η χειραγώγηση των εκλογικών διαδικασιών, η βίαιη κατάσχεση πόρων και η επιβολή των αξιών και του πολιτισμού τους σε άλλες χώρες.

Αναγνωρίζοντας τις ιστορικές τάσεις της πολυπολικότητας και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, ο Σι Τζινπίνγκ πρότεινε την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος», την οικοδόμηση μιας κοινότητας με κοινό μέλλον για την ανθρωπότητα, την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ανάπτυξης, την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ασφάλειας και την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Πολιτισμού. Υιοθετώντας την αρχή της «εκτενούς διαβούλευσης, της κοινής συνεισφοράς και των κοινών συμφερόντων», η Κίνα συμμετέχει ενεργά σε αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες με χώρες σε όλο τον κόσμο στους τομείς της υλικής παραγωγής, των πολιτιστικών ανταλλαγών και της πολιτιστικής ανάπτυξης. Η Κίνα ενθαρρύνει τις χώρες των BRICS, τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και άλλους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς να συμμετάσχουν ενεργά στη μεταρρύθμιση και την οικοδόμηση του συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης. Αυτό προωθεί έναν πολυπολικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από ισότητα και τάξη, καθώς και μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία που είναι χωρίς αποκλεισμούς και επωφελής για όλους. Αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο για την ένωση των αναπτυσσόμενων χωρών στον αγώνα τους ενάντια στην ηγεμονία και την πολιτική ισχύος που ασκούν οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους. Ενώ βρίσκεται σε κατάσταση σύγκρουσης, ο «Παγκόσμιος Νότος» μπορεί, με την προσπάθεια για συνύπαρξη, την αναζήτηση συνεργασίας και την επίτευξη ανάπτυξης, να ενισχυθεί για να αγωνιστεί για μια πιο δίκαιη και ισότιμη διεθνή τάξη. «Μόνο με την απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας μπορεί το προλεταριάτο να απελευθερωθεί τελικά».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η σκέψη του Πούτιν έχει μεταμορφωθεί. Σε ομιλία του στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου το 2007, υποστήριξε ρητά ότι η τρέχουσα κατάσταση των παγκόσμιων υποθέσεων ήταν άμεσο αποτέλεσμα των προσπαθειών επιβολής μιας μονοπολικής παγκόσμιας τάξης στις διεθνείς υποθέσεις (Πούτιν 2008, σ. 372). Τον Οκτώβριο του 2021, δήλωσε στο Valdai Club: «Το καπιταλιστικό μοντέλο, που αποτελεί σήμερα το θεμέλιο των κοινωνικών δομών των περισσότερων χωρών, έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του»[1]. Τον Μάρτιο του 2023, σε μια νέα έκδοση του Ρωσικού Σχεδίου Εξωτερικής Πολιτικής, ο Πούτιν τόνισε: «Μία από τις προτεραιότητες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι η εξάλειψη των αρνητικών επιπτώσεων του μονοπωλιακού ελέγχου των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων εχθρικών χωρών στις παγκόσμιες υποθέσεις, δημιουργώντας τις συνθήκες για να αντισταθούν όλα τα έθνη στον νεοαποικιοκρατισμό και τις ηγεμονικές φιλοδοξίες»[2]. Επιπλέον, στην ομιλία του στο Valdai Club στις 7 Νοεμβρίου 2024, ο Πούτιν δήλωσε ότι η τρέχουσα ασυμβίβαστη διαμάχη για τη νέα και την παλιά διεθνή τάξη δεν έγκειται στην αντιπαλότητα για την εξουσία ή τη γεωπολιτική, αλλά μάλλον στη διαμάχη για το αν τα μελλοντικά κράτη και οι λαοί μπορούν να δημιουργήσουν αμοιβαίες σχέσεις βασισμένες στις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού για την κουλτούρα και τον πολιτισμό[3].

Πέμπτον, παρά την συνεχιζόμενη πρόοδο της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολικότητας, καθώς και τη συνεχή εμφάνιση τεχνολογικών επαναστάσεων, ο κόσμος δεν έχει ακόμη καταφέρει να αποκοπεί από την αστική εποχή που περιέγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ούτε έχει καταφέρει να βγει από την ιμπεριαλιστική εποχή που προσδιόρισε ο Λένιν – μια ιμπεριαλιστική εποχή που βιώνει μια περίοδο βαθιών παγκόσμιων αλλαγών. Σε αυτή την εποχή, ο αγώνας μεταξύ μας, ως συλλογικότητας των χωρών του «Νότου», και των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης, ως άλλης συλλογικότητας, αντιπροσωπεύει τελικά τη σύγκρουση μεταξύ των καταπιεσμένων λαών, χωρών και εθνικοτήτων του κόσμου, από τη μία πλευρά, και της διεθνούς μονοπωλιακής αστικής τάξης και της διεθνούς χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας, από την άλλη. Πρόκειται για μια ταξική πάλη που εκτυλίσσεται στην ανθρώπινη κοινωνία του 21ου αιώνα. Αυτός ο αγώνας αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα που δεν υπόκειται σε αλλαγές από την ατομική βούληση και θα μας συνοδεύει για πολύ καιρό ακόμα. Ο κίνδυνος της γεωπολιτικής έγκειται στην προσπάθειά της να συγκαλύψει την αλήθεια, θεωρώντας τη γεωγραφία ως τον μοναδικό καθοριστικό παράγοντα για τα πάντα. Αυτό χρησιμεύει στο να σβήσει την ιστορική αλήθεια των αιώνων βίαιης εκμετάλλευσης και καταπίεσης των ασθενέστερων εθνών και λαών από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και να διευκολύνει τη συνεχή κυριαρχία της σημερινής διεθνούς χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας.

Επομένως, κατά την ανάλυση οποιουδήποτε διεθνούς φαινομένου, είτε πολιτικού, οικονομικού, οικολογικού, σχετικού με την ασφάλεια ή ενός τρέχοντος καυτού θέματος, είναι απαραίτητο να ακολουθείται η μαρξιστική προοπτική και μεθοδολογία της ταξικής ανάλυσης και να υποστηρίζεται η άποψη ότι η αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής είναι η αποφασιστική δύναμη στην κοινωνική ανάπτυξη. Η γεωπολιτική θεωρία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υιοθετηθεί ως λογική αφετηρία για την ανάλυση των διεθνών σχέσεων και της εξέλιξης της διεθνούς κατάστασης, ούτε να χρησιμοποιηθεί ως μεθοδολογική προσέγγιση για την ανάλυση ζητημάτων. Ο λόγος είναι ότι μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με την εξέλιξη και την αλλαγή της διεθνούς κατάστασης και θα έχει αντίκτυπο στη διαμόρφωση και την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών.

 

Δημοσιογράφος: Επιστρέφοντας στο αρχικό σημείο σχετικά με την κατανόηση και την αντίληψη αυτού του ζητήματος από την κεντρική ηγεσία μας, πώς πρέπει να ενοποιήσουμε την αντίληψή μας για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς κατάστασης στη Διπλωματική Σκέψη του Σι Τζινπίνγκ;

Zhou Li: Το 2018, στην Κεντρική Διάσκεψη για τις Εξωτερικές Υποθέσεις, ο Γενικός Γραμματέας Σι Τζινπινγκ επεσήμανε τη σημασία της «δημιουργίας μιας σωστής κοσμοθεωρίας κατά την κατανόηση της διεθνούς κατάστασης». Τόνισε ότι «καθ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, η παγκόσμια ανάπτυξη ήταν πάντα αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης διαφόρων αντιθέσεων. Πρέπει να αναλύσουμε σε βάθος τους νόμους της εξέλιξης της διεθνούς κατάστασης κατά την περίοδο της παγκόσμιας μετάβασης, να κατανοήσουμε με ακρίβεια τα βασικά χαρακτηριστικά του εξωτερικού περιβάλλοντος της Κίνας κατά τη σύγκλιση της ιστορίας και να σχεδιάσουμε και να προωθήσουμε συνολικά τις εξωτερικές μας υποθέσεις» (Xi Jinping [2018] 2020, 427-428). Η έκθεση προς το 20ό Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΚ επισημαίνει ρητά ότι στη νέα εποχή του σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά, είναι επιτακτική ανάγκη «να επιταχυνθεί η οικοδόμηση του συστήματος πειθαρχίας, του ακαδημαϊκού συστήματος και του συστήματος λόγου της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών με κινεζικά χαρακτηριστικά».

Τον Απρίλιο του 2022, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης στο Πανεπιστήμιο Ρενμιν (Renmin) της Κίνας, ο Σι Τζινπίνγκ τόνισε: «Η επιτάχυνση της οικοδόμησης της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών με κινεζικά χαρακτηριστικά σημαίνει, τελικά, την οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου συστήματος γνώσης για την Κίνα». Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ζωτικό καθήκον που πρέπει να αντιμετωπίσει επειγόντως το μέτωπο των κοινωνικών επιστημών στην Κίνα. Έχει κρίσιμη σημασία για τη μελλοντική ανάπτυξη της Κίνας, την πρόοδο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και την προοπτική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας.

Κατά τα τελευταία 75 χρόνια από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το Κόμμα μας, σύμφωνα με τις Πέντε Αρχές της Ειρηνικής Συνύπαρξης, έχει ακολουθήσει με συνέπεια μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη εξωτερική πολιτική ειρήνης, έχει ακολουθήσει με επιμονή τον δρόμο της ειρηνικής ανάπτυξης, έχει αναπτύξει εκτεταμένες και βαθιές φιλικές σχέσεις με χώρες σε όλο τον κόσμο, έχει αντιταχθεί σθεναρά στον ηγεμονισμό και την πολιτική της ισχύος, καθορίσει τη στάση και την πολιτική του σε καυτά ζητήματα με βάση το δίκαιο και το άδικο, υπερασπιστεί σταθερά τη δικαιοσύνη και την ισότητα, συμμετάσχει σε προσπάθειες διαμεσολάβησης, εμπλακεί ενεργά στις μεταρρυθμίσεις του συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης και διαμορφώσει σταδιακά ένα πλήρες σύνολο θεωριών εξωτερικών σχέσεων βασισμένων σε πλούσια πρακτική εμπειρία. Αυτό αποτελεί μια ισχυρή μεθοδολογία για να εκφράσουμε την ανθρώπινη δικαιοσύνη στη διεθνή σκηνή, να συγκεντρώσουμε θετικές δυνάμεις και να ενωθούμε με όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες για να επιδιώξουμε την ειρηνική ανάπτυξη. Η κινεζική θεωρία των εξωτερικών σχέσεων βασίζεται στη μαρξιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων και αποτελεί ουσιαστικό υπόβαθρο της εμπιστοσύνης στη σοσιαλιστική θεωρία με κινεζικά χαρακτηριστικά στη νέα εποχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να μετατραπεί σε σημαντικό συστατικό του ανεξάρτητου συστήματος γνώσης της Κίνας και ότι πρέπει να συνεχίσουμε να επιμένουμε στην ανάπτυξη αυτού του συστήματος.

 

 

Αναφορές

Dugin, Aleksander. 2024. “Mass Geopolitical Education Must Be Undertaken.”[In Russian] 24 September 2024. https://izborsk-club.ru/26142.

Engels, Friedrich. (1890) 2001. “Engels to Joseph Bloch in Königsberg, London, 21-22 September, 1890.” In Marx and Engels Collected Works, vol. 49. Moscow: Progress Publishers, pp. , 33-37.

Haushofer, Karl. 1934. “Atemweite, Lebensraum und Gleichberechtigung auf Erden,” Zeitschri_ für Geopolitik 11 (1): 1–14.

Khanna, Parag. 2009. _ e Second World: _ e Coming of the New Global Order. [In Chinese] Beijing: Citic Press.

Mao Zedong. (1937) 1965. “On Contradiction.” In Selected Works of Mao Zedong, vol. 1. [In Chinese] Beijing: Foreign Languages Press, pp. 311-347.

Putin, Vladimir. 2008. Putin’s Collected Works (2002-2008).[In Chinese]. Beijing: China Social Sciences Press.

Ratzel, Friedrich. (1901) 2017. “_ e Laws of the Spatial Growth of States.”In _ e Structure of Political Geography, edited by Julian Minghi, chapter 4. New York: Routledge.

Sudlin, Sergei (ed.). 2024. Research on the Economic Development of Russia (2022-2023). [In Chinese] Beijing: Contemporary World Press.

Xi Jinping. (2018) 2020. _ e Governance of China, vol. 3. [In Chinese] Beijing: People’s Publishing House.

 

Σημειώσεις

[1] Βλ. https://lenta.ru/news/2021/10/21/konac/ (στα Ρώσικα).

[2] Βλ. https://switzerland.mid.ru/ru/press-centre/press-relizy/o_kontseptsii_vneshney_politiki_

rossiyskoy_federatsii_2023 (στα Ρώσικα).

[3] Βλ. http://kremlin.ru/events/president/news/75521 (στα Ρώσικα).

 

 




Και πάλι περί μεταβατικών προγραμμάτων και αιτημάτων




9η Μάη: Βασικά συμπεράσματα για μια ιστορική ημέρα