μετ. ΦίλιπποςΜμπαρδουνιώτης
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε άρθρο του Michael Roberts υπό τον τίτλο «Η Κίνα ως μεταβατική οικονομία προς τον σοσιαλισμό;» (Roberts M. (2022). China as a transitional economy to socialism? Journal of Global Faultlines, Vol. 9, No. 2, 180—197.) Στο άρθρο αυτό ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψής του ότι η Λ.Δ. της Κίνας δεν είναι μια καπιταλιστική χώρα, αλλά ένας ποιοτικά διαφορετικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός που βρίσκεται σε μια «παγιδευμένη μετάβαση» μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού.
Από την πλευρά μας, θα λέγαμε ότι ο συγγραφέας είναι ένας κλασσικός εκπρόσωπος ενός «δογματικά ορθόδοξου» μαρξισμού, κάτι που φαίνεται τόσο από την αρθρογραφία του σχετικά με τον σύγχρονο καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό, όσο και στο παρόν άρθρο, στο οποίο πραγματεύεται τα του σοσιαλισμού και της μετάβασης προς αυτόν. Η «δογματικά ορθόδοξη» θέση του γίνεται φανερή από τη λίστα των 8 στοιχείων που παραθέτει ως χαρακτηριστικά ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού που βρίσκεται σε μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Σε αυτήν βρίσκει κανείς σημεία που αφορούν τις παραγωγικές δυνάμεις, τις παραγωγικές σχέσεις, και την εργατική δημοκρατία, με τις δύο πρώτες κατηγορίες να αφορούν την «οικονομική βάση» και την τελευταία το «εποικοδόμημα» μιας κοινωνίας, σύμφωνα με τον κλασσικό, μαρξιστικό ιστορικό υλισμό.
Η όλη επιχειρηματολογία του αρθρογράφου δεν λαμβάνει υπόψη ότι οι σχέσεις μεταξύ αυτών των κατηγοριών στον σοσιαλισμό, και επομένως και σε οποιαδήποτε μετάβαση προς αυτόν, δεν είναι ίδιες με αυτές που χαρακτηρίζουνε τον καπιταλισμό. Ήδη στο τρέχον, και ανώτερο, στάδιο του καπιταλισμού, τον κρατικο-μονοπωλιακό, ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό, όπως έχει επικρατήσει ιστορικά να ονομάζεται, και μάλιστα στη σύγχρονή του φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής, έχει καταστεί πλέον φανερό ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αφορά όλο και περισσότερο την όλο και πιο ευρεία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, και αυτή με τη σειρά της αφορά – στην ουσία – την ολόπλευρη ανάπτυξη του κοινωνικού ανθρώπου και της συνεργασίας του, ως το συλλογικό υποκείμενο τόσο της εργασίας, όσο και της παραγωγής συνολικά (καθώς οι καπιταλιστές μετατρέπονται πλέον σε κοινωνικά παράσιτα, μετόχους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων με ελάχιστη ή καμία συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία). Στον σύγχρονο καπιταλισμό, το κεφάλαιο προσπαθεί να υπάγει την επιστήμη, την εκπαίδευση, τις τέχνες – γενικότερα – το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, ώστε να αναπαράγεται το υποκείμενο αυτό της εργασίας ως υποταγμένο στην αναπαραγωγή και συσσώρευση του κεφαλαίου, είτε μέσω της κρατικής παρέμβασης, είτε με την άμεση υπαγωγή στο κεφάλαιο, π.χ. με την επέκταση της εμπορευματοποίησης.
Σε μια μετάβαση στον σοσιαλισμό, η διαδικασία αυτή θα πρέπει, αντιθέτως, να τείνει προς την εργατική δημοκρατία, δηλ. τον παραγωγικό και καταναλωτικό συνεταιρισμό των ελεύθερων εργαζομένων. Αυτή η μετάβαση, όμως, συναρτάται ιστορικά από και αλληλοεπιδρά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον αντίστοιχο μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, και δεν αρκεί πλέον – μετά την εμπειρία του «υπαρκτού» σοσιαλισμού του 20ού αιώνα (αλλά και του 21ού…) – οι κομμουνιστές να την αντιμετωπίζουμε με ουτοπικό τρόπο, ψάχνοντας έτοιμες συνταγές στα περιορισμένα γραπτά των Μαρξ – Ένγκελς – Λένιν για τα ζητήματα αυτά, από την οπτική γωνία της ιστορικής εποχής στην οποία αυτοί έζησαν και έδρασαν. Με αυτήν την έννοια, οφείλουμε να εκτιμάμε με επιστημονικό τρόπο την πραγματική ιστορική δυνατότητα για την ανάπτυξη της εργατικής δημοκρατίας και τι μορφές αυτή μπορεί να πάρει σε κάθε ιστορική εποχή και περίπτωση, όπως σε αυτήν της Λ.Δ. της Κίνας, μιας χώρας τεράστιας σε έκταση και πληθυσμό, με το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών σχέσεων όταν νίκησε η επανάσταση κ.ο.κ.
Ανάλογος είναι και ο προβληματισμός για επιπλέον δύο ζητήματα. Καταρχήν, ο ίδιος ο σοσιαλισμός δεν είναι μια μεταβατική κοινωνία μεταξύ του καπιταλισμού και του κομμουνισμού; Από ποιο σημείο εκκινεί αυτή η μετάβαση, και γιατί χρειαζόμαστε μια επιπλέον μακρόχρονη μετάβαση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, αντί να προβληματιστούμε για τα στάδια της ίδιας της σοσιαλιστικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό; Δεύτερον, πόσα και ποια από αυτά τα στάδια μπορεί να διανύσει μια και μόνο χώρα, όσο μεγάλη και να είναι, όταν π.χ. υπάρχουν σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις που είναι άκρως διεθνοποιημένες και μονοπωλημένες, όπως ο σχεδιασμός και η κατασκευή των ολοκληρωμένων μικροηλεκτρονικών κυκλωμάτων;
Δεδομένων των ως άνω κριτικών προβληματισμών, προτείνουμε την ανάγνωση του άρθρου του Michael Roberts για δύο λόγους: Πρώτον, διότι, ακριβώς επειδή βασίζει την επιχειρηματολογία του σε μια «δογματικά ορθόδοξη» κατανόηση του μαρξισμού – λενινισμού, εκθέτει όλες εκείνες τις – ως επί το πλείστον ευρωπαϊκές – κομμουνιστικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων του ΚΚΕ και του χώρου των ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη χώρα μας, που, από τέτοιες ιδεολογικές θέσεις, βιάζονται να χαρακτηρίσουν την Κίνα όχι μόνο ως καπιταλιστική, αλλά και ως – εν δυνάμει – ιμπεριαλιστική χώρα! Δεύτερον, διότι, όπως συνηθίζει, ο συγγραφέας υποστηρίζει την επιχειρηματολογία του με αρκετά στατιστικά στοιχεία για την οικονομία της Λ.Δ. της Κίνας που οι δυνάμεις αυτές επιλέγουν (μάλλον βολικά) να αγνοούν… Επομένως, παρόλες τις αδυναμίες της λογικής αφετηρίας του συγγραφέα, θεωρούμε ότι το άρθρο αυτό συμβάλει στην προβληματική για την κοινωνικοοικονομική φύση της Λ.Δ. της Κίνας.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία για την εισαγωγή:
- Περικλής Π. (2017). Ιστορία και κομμουνισμός, ΚΨΜ, Αθήνα, ISBN: 978-618-5156-36-7.
- Πατέλης Δ. (επιμ.) (2017). Η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο πρώιμος σοσιαλισμός στη λογική της ιστορίας. Ζητήματα επαναστατικής θεωρίας, μεθοδολογίας και πρακτικής. Συλλογικό έργο. ΚΨΜ. ISBN: 978-618-5156-38-1.
- Πατέλης Δ., Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π. (1995). Για τις νομοτέλειες της μετάβασης στον κομμουνισμό. Σοσιαλισμός, κομμουνισμός και αντεπανάσταση. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 7-8, 1995, σ. 47-76.
Διονύσης Περδίκης
Η Κίνα ως μεταβατική οικονομία προς τον σοσιαλισμό;
Michael Roberts[i]
Περίληψη
Τι είδους οικονομία και κράτος είναι η Κίνα; Είναι καπιταλιστική ή σοσιαλιστική; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να ξεκινήσει από το νόμο της αξίας του Μαρξ, ο οποίος ορίζει τη φύση του τρόπου παραγωγής και των κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό. Συνεχίζει με μια κατανόηση της έννοιας της μεταβατικής οικονομίας μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Μπορούμε να ορίσουμε διάφορα κριτήρια για μια οικονομία σε μετάβαση στο σοσιαλισμό. Με βάση αυτά τα κριτήρια, η Κίνα δεν είναι μια καπιταλιστική οικονομία· η πρωτοφανής οικονομική της επιτυχία είναι προϊόν μιας κατεξοχήν κρατικής και κατευθυνόμενης οικονομίας που διαφέρει σαφώς από τις καπιταλιστικές οικονομίες, είτε δημοκρατικές είτε αυταρχικές. Ωστόσο, απέχει ακόμη πολύ από την επίτευξη του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού. Είναι μια οικονομία σε μια “παγιδευμένη μετάβαση”. Είναι παγιδευμένη επειδή δεν έχει καμία ουσιαστική μορφή εργατικής δημοκρατίας και περιβάλλεται από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού που επιδιώκουν να την στραγγαλίσουν και να την εξουδετερώσουν. Πράγματι, κάθε μετάβαση στον σοσιαλισμό απαιτεί διεθνή συντονισμό και ενότητα για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη διατήρηση του εργατικού ελέγχου.
Λέξεις-κλειδιά: Κίνα, σοσιαλισμός, ανάπτυξη, αξία
Ο νόμος της αξίας και ο σοσιαλισμός
Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, ο νόμος της αξίας δεν θα λειτουργούσε στον σοσιαλισμό και η σταδιακή μετάβαση στον σοσιαλισμό από τον καπιταλισμό απαιτεί τη μείωση της κυριαρχίας του νόμου της αξίας στην κοινωνία προς το μηδέν. Η εμπορευματική παραγωγή γενικεύτηκε επαρκώς ώστε να κυριαρχήσει μέσα στις καπιταλιστικές οικονομίες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Ένγκελς υποστήριξε ότι η εμπορευματική παραγωγή ήταν “το αποτέλεσμα μιας παρελθούσας ιστορικής εξέλιξης, το προϊόν της εξαφάνισης μιας ολόκληρης σειράς παλαιότερων μορφών κοινωνικής παραγωγής“. Μόνο όταν ήταν κυρίαρχη μπορούσαμε να μιλάμε για έναν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Με τον ίδιο τρόπο, ο σοσιαλισμός δεν θα προκύψει από την ανατροπή του καπιταλισμού από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά μόνο σταδιακά. Ο σοσιαλισμός δεν είναι το αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης, ειρηνικής ή αυτόματης ανάπτυξης, αλλά μάλλον το αποτέλεσμα της πάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, καθώς το κεφάλαιο δεν θα παραιτηθεί από την εξουσία χωρίς σθεναρή και βίαιη αντίσταση. Έτσι, η ταξική υποκειμενικότητα και πάλη παίζει καθοριστικό ρόλο και γι’ αυτό ο σοσιαλισμός δεν είναι εξασφαλισμένος.
Αυτό μας οδηγεί στον όρο “δικτατορία του προλεταριάτου” (Μαρξ, 1875):
Το ερώτημα που τίθεται τότε είναι: Τι μετασχηματισμό θα υποστεί το κράτος στην κομμουνιστική κοινωνία; Με άλλα λόγια, ποιες κοινωνικές λειτουργίες θα παραμείνουν σε ισχύ σε αυτήν που να είναι ανάλογες με τις σημερινές κρατικές λειτουργίες; Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί μόνο επιστημονικά, και κανείς δεν πλησιάζει το πρόβλημα ούτε κατά ενός ψύλλου πήδημα με χίλιους συνδυασμούς της λέξης “λαός” με τη λέξη “κράτος”. Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία υπάρχει η περίοδος του επαναστατικού μετασχηματισμού της μιας στην άλλη. Αντίστοιχη είναι και η πολιτική μεταβατική περίοδος κατά την οποία το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.
Ο όρος αυτός, όπως χρησιμοποιείται σήμερα, φαίνεται ξένος προς τη “δημοκρατία”, αλλά για τον Μαρξ και τον Ένγκελς ήταν απλώς μια περιγραφή της κατάληψης του κράτους και της οικονομίας από την εργατική τάξη. Ο καπιταλισμός μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά της “δημοκρατίας” με την κάπως αμβλυμένη καθολική ψηφοφορία και τους εκλεγμένους ηγέτες. Στην πραγματικότητα, αυτή η δημοκρατία είναι η δικτατορία του κεφαλαίου: η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μεγάλων ολιγοπωλίων που ελέγχουν τους “δημοκρατικούς” θεσμούς. Η δικτατορία του προλεταριάτου θα σήμαινε τη δημοκρατική κυριαρχία της πλειοψηφίας των εργαζομένων που υπαγορεύει στο κεφάλαιο, όχι το αντίστροφο.
Ο όρος, δικτατορία του προλεταριάτου, προέρχεται από τον κομμουνιστή δημοσιογράφο, Joseph Weydemeyer, ο οποίος το 1852 δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο “Η δικτατορία του προλεταριάτου” στην γερμανόφωνη εφημερίδα Turn–Zeitung. Εκείνη τη χρονιά, ο Μαρξ (1852) του έγραψε, αναφέροντας:
Πολύ πριν από μένα, οι αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης μεταξύ των τάξεων, όπως και οι αστοί οικονομολόγοι την οικονομική τους ανατομία. Η δική μου συμβολή ήταν (1) να δείξω ότι η ύπαρξη των τάξεων είναι απλώς συνδεόμενη με ορισμένες ιστορικές φάσεις στην ανάπτυξη της παραγωγής· (2) ότι η πάλη των τάξεων οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου· [και] (3) ότι αυτή η ίδια η δικτατορία, δεν αποτελεί παρά μια μετάβαση στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μια αταξική κοινωνία.
Όταν τους ζητήθηκε να δώσουν ένα παράδειγμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς απάντησαν: η Παρισινή Κομμούνα. Στο υστερόγραφο του φυλλαδίου του 1891 Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (1872), ο Ένγκελς δήλωσε: “Καλά και ωραία, κύριοι, θέλετε να μάθετε πώς μοιάζει αυτή η δικτατορία; Κοιτάξτε την Κομμούνα του Παρισιού. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου”. Για να αποφευχθεί η αστική πολιτική διαφθορά, ο Ένγκελς συνιστούσε:
η Κομμούνα έκανε χρήση δύο αλάνθαστων μέσων. Κατ’ αρχάς, συμπλήρωσε όλες τις διοικητικές, δικαστικές και εκπαιδευτικές θέσεις με εκλογές στη βάση της καθολικής ψηφοφορίας όλων των ενδιαφερομένων, με το δικαίωμα των ίδιων εκλεκτόρων να ανακαλέσουν τον αντιπρόσωπό τους ανά πάσα στιγμή. Και, κατά δεύτερο λόγο, όλοι οι υπάλληλοι, υψηλόβαθμοι ή χαμηλόβαθμοι, αμείβονταν μόνο με τους μισθούς που έπαιρναν οι υπόλοιποι εργαζόμενοι. Ο υψηλότερος μισθός που πλήρωνε η Κομμούνα σε οποιονδήποτε ήταν 6.000 φράγκα. Με αυτόν τον τρόπο τέθηκε ένα αποτελεσματικό εμπόδιο στο κυνήγι θέσεων και στον καριερισμό, ακόμη και πέρα από τις δεσμευτικές εντολές προς τους αντιπροσώπους [και] προς τα αντιπροσωπευτικά όργανα, που προστέθηκαν επίσης σε αφθονία.
Ο Λένιν έγραψε ότι η χρήση του όρου δικτατορία “δεν αναφέρεται στην κλασική ρωμαϊκή έννοια της δικτατορίας (την διακυβέρνηση ενός κράτους από μια μικρή ομάδα χωρίς δημοκρατική διαδικασία), αλλά αντίθετα στη μαρξιστική έννοια της δικτατορίας (ότι μια ολόκληρη κοινωνική τάξη κατέχει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο μέσα σε ένα δημοκρατικό σύστημα)”.
Η δικτατορία του προλεταριάτου θα ξεκινήσει σε μεμονωμένα εθνικά κράτη, αλλά τέτοια κράτη δεν μπορούν να προχωρήσουν προς τον σοσιαλισμό, δηλαδή ο μαρασμός αυτών των κρατικών μηχανών προς την “διοίκηση των πραγμάτων“, εκτός αν η δικτατορία εξαπλωθεί διεθνώς στις μεγάλες οικονομίες και τελικά σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως ακριβώς συνέβη και με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η κομμουνιστική παραγωγή δεν κληρονομείται απλώς από τον καπιταλισμό και δεν χρειάζεται μόνο να υπογραφεί ως νόμος από μία νεοεκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση. Απαιτεί “μακροχρόνιους αγώνες, μέσα από μια σειρά ιστορικών διαδικασιών, που μετασχηματίζουν τις συνθήκες και τους ανθρώπους” (Μαρξ, 1871). Μεταξύ αυτών των μετασχηματισμένων συνθηκών θα είναι “όχι μόνο μια αλλαγή της διανομής, αλλά και μια νέα οργάνωση της παραγωγής, ή μάλλον η παράδοση (απελευθέρωση) των κοινωνικών μορφών παραγωγής … από τον σημερινό ταξικό χαρακτήρα τους, και ο αρμονικός εθνικός και διεθνής συντονισμό τους” (η έμφαση δική μου). Αυτό σημαίνει τον τερματισμό του ιμπεριαλισμού και την αντικατάστασή του από μια ένωση εθνών βασισμένη στον δημοκρατικό σχεδιασμό και την κοινή ιδιοκτησία.
Μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε μια μεταβατική οικονομία μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Αυτή πρέπει να περιλαμβάνει:
1) Την απώλεια της κρατικής εξουσίας από το κεφάλαιο και τα “ένοπλα σώματα ανθρώπων” του.
2) Την καπιταλιστική κρατική εξουσία που αντικαθίσταται από την εργατική δημοκρατία που βασίζεται στις δύο ιδέες του Ένγκελς: τις αρχές του δημοκρατικού δικαιώματος της ανάκλησης και των μισθών των αξιωματούχων στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο των μισθών των εργαζομένων.
3) Την κοινή ιδιοκτησία του μεγαλύτερου μέρους των μέσων παραγωγής και της πίστωσης.
4) Τον σχεδιασμό των επενδύσεων και της παραγωγής, έναντι της εναπόθεσής τους στις δυνάμεις της αγοράς.
5) Ένα υψηλό και αυξανόμενο επίπεδο τεχνολογίας και παραγωγικότητας της εργασίας για τη μείωση των ωρών εργασίας και τον σταδιακό τερματισμό της σπάνης στις κοινωνικές ανάγκες.
6) Την σταδιακή αντικατάσταση της εμπορευματικής παραγωγής με την άμεση παραγωγή για χρήση.
7) Τον σταδιακό τερματισμό της μισθωτής εργασίας και του χρήματος, τόσο ως μέσο ανταλλαγής όσο και ως αποθήκευσης αξίας.
8) Τον προοδευτικός “μαρασμό” της κρατικής εξουσίας (στρατοί, αστυνομία, αξιωματούχοι).
Το δεύτερο σημείο είναι ζωτικής σημασίας για την κατηγοριοποίηση οποιασδήποτε μετάβασης στον σοσιαλισμό ή τον κομμουνισμό. Πρέπει να περιλαμβάνει δύο αρχές. Πρώτον, ότι όλες οι θέσεις πρέπει να καλύπτονται μέσω εκλογών, οι οποίες μπορεί να είναι ένας συνδυασμός της άμεσης επιλογής και της ανάθεσης, αλλά με τη ζωτική προϋπόθεση ότι οι εκλεγμένοι υπόκεινται σε ανάκληση, αν χρειαστεί. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Το θεμελιώδες ζήτημα είναι η ταξική φύση των θέσεων που πρέπει να καλυφθούν μέσω εκλογών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μαρξ κάνει την ουσιαστική διάκριση μεταξύ εκείνων που εκτελούν τη λειτουργία του κεφαλαίου (έλεγχος και επιτήρηση) και εκείνων που επιτελούν τη λειτουργία της εργασίας (συντονισμός και ενότητα της εργασιακής διαδικασίας). Η αστική κοινωνιολογία εξαφανίζει αυτή τη διάκριση. Ο Μαρξ κάνει μια αναλογία με μία ορχήστρα, όπου ο διευθυντής μουσικής συντονίζει τους μουσικούς. Αυτοί που εκτελούν την εργασία του συντονισμού και της ενότητας της εργασιακής διαδικασίας δεν είναι διευθυντές με τη συνήθη έννοια. Αυτοί δεν επιβλέπουν και δεν αστυνομεύουν, δεν είναι πράκτορες του κεφαλαίου που εκμεταλλεύονται τους εργάτες για λογαριασμό του κεφαλαίου. Μάλλον, είναι μέλη του συλλογικού εργατικού δυναμικού. Αυτοί που εκτελούν την εργασία του συντονισμού και της ενότητας της εργασιακής διαδικασίας είναι το αντίθετο των διευθυντών των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Η δεύτερη αρχή του Ένγκελς είναι ότι οι εκλεγμένοι δεν πρέπει να κερδίζουν περισσότερα από τους εκλέκτορες. Αυτό δεν είναι μόνο ένα ισχυρό στοιχείο κατά της διαφθοράς· σημαίνει επίσης ότι η αρχή ότι οι ειδικευμένοι εργάτες πρέπει να κερδίζουν περισσότερα από τους ανειδίκευτους εργάτες είναι κατάλοιπο των αρχαϊκών σχέσεων της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι εργαζόμενοι είναι ειδικευμένοι είτε λόγω των εγγενών ιδιοτήτων τους (και δεν υπάρχει λόγος να ανταμείβονται γι’ αυτό) είτε επειδή έχουν επωφεληθεί από το εκπαιδευτικό σύστημα. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τους ανταμείβουμε γι’ αυτό. Οι συλλέκτες σκουπιδιών είναι εξίσου σημαντικοί για την κοινωνία με τους καθηγητές οικονομικών, αν όχι περισσότερο.
Αυτές οι δύο αρχές είναι οι πραγματικοί δείκτες μιας εργατικής δημοκρατίας που απαιτείται για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Η επέκτασή τους ή ο μαρασμός τους δείχνει αν μια κοινωνία κινείται προς το σοσιαλισμό ή απομακρύνεται από αυτόν. Τα άλλα χαρακτηριστικά μιας μεταβατικής οικονομίας θα πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα του κατά πόσον αποτελούν έκφραση αυτών των δύο αρχών. Για παράδειγμα, η παραγωγή σε μια μεταβατική οικονομία θα πρέπει να αυξάνει την παραγωγή των αξιών χρήσης, δηλαδή των αγαθών που οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αποφασίζουν να παράγουν προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, όπως αυτές εκφράζονται από τους ίδιους, π.χ. περιβαλλοντικές επενδύσεις έναντι όπλων. Αυτό απαιτεί προγραμματισμό και συνεπώς μια δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Απαιτεί επίσης την κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων για επενδύσεις και για την επιλογή της τεχνικής στις διάφορες εργασιακές διαδικασίες που είναι πιο κατάλληλες για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων κάθε εργαζόμενου. Ο βαθμός η ταχύτητα με την οποία μια κοινωνία κινείται προς το σοσιαλισμό δίνεται από την έκταση και την ταχύτητα με την οποία αυτές οι κατηγορίες μιας μεταβατικής οικονομίας αντικαθιστούν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και τους θεσμούς.
Ας εξετάσουμε αυτά τα μεταβατικά στοιχεία με περιπτώσεις από την ιστορία. Στον 21ο αιώνα, η Κίνα βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Ένα θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται είναι αν η Κίνα είναι σοσιαλιστική, καπιταλιστική ή σε μεταβατικό στάδιο μεταξύ των δύο συστημάτων.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) ανέλαβε την εξουσία το 1949 μετά από μια μακρά περίοδο πολέμου κατά των ιαπωνικών στρατών κατοχής, και στη συνέχεια μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο με τους στρατούς των πολέμαρχων και την κομπραδόρικη εθνικιστική κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι Σεκ. Οι κομμουνιστές υπό τον Μάο υποτίθεται ότι κοίταξαν προς το σοβιετικό μοντέλο του “σοσιαλισμού” και στον αγώνα κατά των Ιαπώνων, υιοθέτησαν τη θεωρία των δύο σταδίων της ρωσικής ηγεσίας: πρώτα, μια κυβερνητική συμμαχία με τον Τσιάνγκ και μόνο αφού είχε επιτευχθεί η “δημοκρατία”, να χτυπήσουν για το σοσιαλισμό. Αλλά μετά τη συντριβή των κομμουνιστών εργατών στις πόλεις από τους στρατούς του Τσιάνγκ, ο Μάο Τσε Τουνγκ αναγκάστηκε να οδηγήσει τα απομεινάρια των δυνάμεών του σε μια “μακρά πορεία” σε όλη την Κίνα και να οικοδομήσει ένα στρατό με βάση τους αγρότες.
Από εδώ και πέρα, δεν επρόκειτο για μια εργατική επανάσταση στις πόλεις, όπως στη Ρωσία, αλλά για ένα αγροτικό στρατό που θα καταλάμβανε τις πόλεις. Από την αρχή, η κινεζική επανάσταση απέκλεισε, και, μάλιστα, κατέστειλε κάθε μορφή εργατικών συμβουλίων, όπως προέκυψαν στην Κομμούνα του Παρισιού ή στην πρώιμη σοβιετική Ρωσία. Και μάλιστα, για αρκετά χρόνια μετά την ανάληψη της κρατικής εξουσίας, δεν υπήρξε καμία κίνηση από την κινεζική κυβέρνηση να απαλλοτριώσει καπιταλιστικές επιχειρήσεις ή να εθνικοποιήσει τη γη. Ωστόσο, οι περισσότεροι καπιταλιστές είχαν διαφύγει με τον ηττημένο στρατό του Τσιανγκ για το νησί της Φορμόζα, όπου δημιούργησαν το νέο κρατίδιο της Ταϊβάν. Και αυτό που τελικά οδήγησε το ΚΚΚ στην απαλλοτρίωση ήταν η εισβολή των Αμερικανών στην Κορέα, στην οποία, αν οι Αμερικανοί είχαν νικήσει, θα σήμαινε την αναβίωση των καπιταλιστικών δυνάμεων παράλληλα και μέσα στην Κίνα. Έτσι το ΚΚΚ εθνικοποίησε όσες βιομηχανικές επιχειρήσεις υπήρχαν, εθνικοποίησε τη γη και τη μοίρασε στην αγροτιά, και ξεκίνησε ένα μαζικό πρόγραμμα εκβιομηχάνισης, βασισμένο στον κρατικό σχεδιασμό της οικονομίας. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρώτη και η τρίτη συνιστώσα της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό είχαν εισαχθεί στην Κίνα.
Αλλά αυτό δεν ήταν ένα κράτος με όργανα εργατικής δημοκρατίας. Το κινεζικό κράτος ελεγχόταν εξ ολοκλήρου από το Λαϊκό Στρατό και τους αξιωματούχους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ναι, υπήρχε μαζική υποστήριξη για την επανάσταση, ειδικά στην ύπαιθρο. Αλλά δεν υπήρχε καμία δυνατότητα δημοκρατικού σχεδιασμού και ελέγχου. Χωρίς αυτό, οι υπερβολές και οι καταστροφές της οικονομικής πολιτικής που κατευθύνθηκε από τον Μάο και τους ηγέτες συναδέλφους του, ήταν αναπόφευκτες και εκτεταμένες. Το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός του 1958-61 στόχευε στην εκβιομηχάνιση της οικονομίας με βασικές βιομηχανίες, αλλά αυτό έγινε με μεγάλες κακουχίες για εκατομμύρια ανθρώπους, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο. Στη συνέχεια, η “πολιτιστική επανάσταση” του Μάο το 1966-70 κατέστρεψε και διατάραξε την οικονομική ανάπτυξη, εκτός από την επιβολή τραγελαφικών δράσεων σε εκατομμύρια ειδικούς και εξειδικευμένους εργάτες. Και στις δύο αυτές περιπέτειες των ζιγκ ζαγκ της πολιτικής, η κινεζική οικονομία έκανε βήματα προς τα πίσω. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική δύναμη των κρατικών επενδύσεων και του σχεδιασμού, που υποστηρίχθηκε από μαζικές εισροές ανθρώπινης εργασίας, επέτρεψε στην κινεζική οικονομία να τρέξει προς τα εμπρός από την απόλυτη φτώχεια.
Η αναπτυξιακή επιτυχία της Κίνας
Σε αντίθεση με τις τρέχουσες απόψεις, η οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα πριν από το 1978, πριν από τις λεγόμενες μεγάλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ήταν ισχυρή. Τα επίσημα κινεζικά στοιχεία υπολόγιζαν ότι από το 1949 έως το 1978, η συνολική “αξία της κοινωνικής παραγωγής” αυξήθηκε με μέση ετήσια αύξηση 9%, και ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής ήταν 11,4%. Σε 27 χρόνια, ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 400 εκατ. Το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε από 35 έτη το 1949 σε 63,8 έτη το 1975. Αυτοί οι επίσημοι αριθμοί ανάπτυξης αμφισβητούνται από δυτικές αναλύσεις. Η πιο απαισιόδοξη είναι αυτή που παρέχεται στο Penn World Tables, χρησιμοποιώντας πηγές του Conference Board, όπου η ανάπτυξη της Κίνας καταγράφεται σε μόλις 2,4% ετησίως, τοποθετώντας την περίοδο πριν από τον Ντενγκ περίπου στο ίδιο επίπεδο με την ανάπτυξη των G7, υψηλότερη από την Ινδία αλλά χαμηλότερη από την Ιαπωνία, την Ανατολική Ασία και τη Βραζιλία (Πίνακας 1)[1].
Ωστόσο, άλλες πηγές (Cheremukhin et al., 2015) τοποθετούν τη μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ με ρυθμό 6,7% ετησίως, κοντά στις τίγρεις της Ανατολικής Ασίας (Διάγραμμα 1). Τα ζιγκ ζαγκ της πολιτικής υπό τον Μάο αποκαλύπτονται στο γράφημα, με τη συγκλονιστική κατάρρευση του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Άλματος προς τα εμπρός και την ύφεση κατά την Πολιτιστική Επανάσταση. Επίσης, η βιομηχανική επέκταση της Κίνας είχε αρχίσει να εξαντλείται πριν από την αλλαγή της πολιτικής υπό τον Ντενγκ το 1978.
Διάγραμμα 1 Κίνα: ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ 1952-78.
Αυτό ανάγκασε την κινεζική ηγεσία υπό τον Ντενγκ να εξετάσει μια διαφορετική πορεία από την Σοβιετική Ένωση για να επιτύχει ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση. Οι Κινέζοι άνοιξαν την οικονομία στην εγχώρια καπιταλιστική παραγωγή και στις ξένες επενδύσεις – αλλά εντός ορίων. Όντως, έχει υποστηριχθεί ότι ο Ντενγκ ήθελε να προχωρήσει σε πλήρη ιδιωτικοποίηση της οικονομίας αλλά πείστηκε να επιλέξει μια σταδιακή προσέγγιση (Weber, 2021). Η Κίνα άρχισε να δέχεται επενδύσεις που ήταν απαραίτητες για την επέκταση της οικονομίας της πέρα από τα διαθέσιμα γεωργικά πλεονάσματα και τις εγχώριες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), παρόμοια με αυτή του 1924 στη Σοβιετική Ρωσία, αλλά πηγαίνοντας πολύ πιο μακριά και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα[2], σε αυτό που ορισμένοι έχουν αποκαλέσει νέο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό στο πλαίσιο της μεταβατικής οικονομίας (Jabbour et al, 2021).
Ωστόσο, μια σημαντική έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2013 (World Bank, 2013) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν κυριαρχούσε ακόμη στην Κίνα – μάλιστα αυτό ήταν το πρόβλημα σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Η παραγωγή εμπορευμάτων με σκοπό το κέρδος, βασισμένη σε αυθόρμητες αγοραίες σχέσεις, διέπει τον καπιταλισμό. Το ποσοστό κέρδους καθορίζει τους επενδυτικούς του κύκλους και δημιουργεί περιοδικές οικονομικές κρίσεις. Αυτό δεν ισχύει στην Κίνα. Οι τακτικές και επαναλαμβανόμενες κρίσεις των επενδύσεων και της παραγωγής που έχουν βιώσει οι μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες από το 1949 και μετά δεν έχουν αντικατοπτριστεί στην Κίνα· με τη μόνη επίπτωση να είναι οι μειώσεις στο εμπόριο, καθώς οι οικονομίες της G7 υποφέρουν από κρίσεις. Σε αντίθεση με τις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες, η Κίνα δεν έχει βιώσει κρίση στην εθνική της παραγωγή σε κανένα έτος από το 1973. Μόνο η Νότια Κορέα μπορεί να συγκριθεί με αυτό το ρεκόρ, ενώ άλλες αποκαλούμενες αναδυόμενες οικονομίες έχουν χτυπηθεί από οξείες επιβραδύνσεις στην ανάπτυξη ή ακόμη και σε απόλυτη συρρίκνωση (Πίνακας 2).
Πίνακας 2 Αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε διάφορες οικονομίες κατά τη διάρκεια παγκόσμιων υφέσεων.
Η Παγκόσμια Τράπεζα αναγνώρισε απρόθυμα ότι η απίστευτη οικονομική επιτυχία της Κίνας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων βασίστηκε σε μια οικονομία όπου η ανάπτυξη της επιτεύχθηκε μέσω του γραφειοκρατικού κρατικού σχεδιασμού και του κυβερνητικού ελέγχου των επενδύσεων. Ο ρυθμός της οικονομικής της ανάπτυξης μπορεί να ήταν εφάμιλλος των αναδυόμενων καπιταλιστικών οικονομιών για λίγο καιρό τον 19ο αιώνα, όταν “απογειώνονταν”. Αλλά καμία χώρα δεν αναπτύχθηκε ποτέ τόσο γρήγορα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, και δεν ήταν τόσο μεγάλη (με το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού). Πρόκειται για ένα επίτευγμα χωρίς προηγούμενο, ακόμη και αν η ανάπτυξη της Κίνας επιβραδυνθεί στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Κατά την περίοδο από το 1978, η Κίνα είχε μέσο ρυθμό ανάπτυξης διπλάσιο από αυτόν της Ινδίας. Πράγματι, η Ινδία έχει μείνει πίσω (Διάγραμμα 2).
Διάγραμμα 2 Μερίδιο του παγκόσμιου ΑΕΠ: Κίνα και Ινδία (σε τιμές αγοράς δολαρίου).
Η Κίνα έχει βγάλει 850 εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια όπως ορίζεται διεθνώς, ενώ η πλειονότητα των Ινδών παραμένει βαθιά μέσα στη φτώχεια.
Μέχρι στιγμής ο κρατικός τομέας της Κίνας δεν έχει κυριαρχηθεί από την αγορά, ούτε από επενδυτικές αποφάσεις που βασίζονται μόνο στην κερδοφορία, ούτε από καπιταλιστικές εταιρείες και αφεντικά, ούτε από ξένους επενδυτές. Η οικονομία της εξακολουθεί να βρίσκεται κυρίως υπό κρατικό έλεγχο, με επικεφαλής τις κρατικές επενδύσεις, τις κρατικές τράπεζες, και ελέγχεται από κομμουνιστικούς μηχανισμούς που διοικούν τις μεγάλες εταιρείες και σχεδιάζουν την οικονομία (συχνά αναποτελεσματικά, καθώς δεν υπάρχει καμία λογοδοσία στους εργαζόμενους και τον λαό της Κίνας).
Είναι αυτά στοιχεία των σοσιαλιστικών σχέσεων; Είναι εν δυνάμει συνθήκες για την επανεμφάνιση αυτών των σχέσεων, αν ενσωματωθούν στην επέκταση της σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Για παράδειγμα, η ανάσχεση ή ακόμη και η κατάργηση της φτώχειας είναι ζωτικής σημασίας για την εργασία, αλλά από μόνη της δεν αποτελεί ένδειξη μιας σοσιαλιστικής στρατηγικής. Η μείωση της φτώχειας είναι αναγκαία για τη νομιμοποίηση του ΚΚΚ ως κατόχου της εξουσίας και για την αύξηση της εσωτερικής αγοράς. Αλλά επίσης, η μείωση της φτώχειας υπήρξε στοιχείο των πολιτικών του ΚΚΚ και μπορεί να αποκτήσει εκ νέου την αρχική τους σοσιαλιστική ουσία.
Αν και ο κρατικός τομέας ελέγχει τα “διοικητικά ύψη” της κινεζικής οικονομίας, η καπιταλιστική συσσώρευση ανταγωνίζεται τη “σοσιαλιστική συσσώρευση”, δημιουργώντας μια ανάπτυξη ζιγκ-ζαγκ. Στο πρώτο μισό της μεταρρυθμιστικής εποχής, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπήρξε μια εκρηκτική ανάπτυξη της μηχανολογικής και ηλεκτρονικής βιομηχανίας και αύξηση των μισθών. Ωστόσο, η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποίηση και η συρρίκνωση των κρατικών και συλλογικών επιχειρήσεων άρχισαν να γέρνουν την ισορροπία μακριά από την υπό τη διεύθυνση του κράτους συσσώρευση, οδηγώντας σε αύξηση του χρέους και εκτίναξη της ανεργίας. Όμως, η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997-98 ανάγκασε την κινεζική ηγεσία να προβεί σε μια θεμελιώδη αντιστροφή πολιτικής από την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης, με τη δρομολόγηση διαφόρων κρατικών πακέτων για την επέκταση των επενδύσεων, την αντιστροφή της στάσιμης κατανάλωσης μέσω μιας σειράς πολιτικών πρόνοιας, την αναζωογόνηση των κρατικών επιχειρήσεων και τραπεζών και την αναστολή της απελευθέρωσης του λογαριασμού κεφαλαίων της χώρας.
Κίνα: παραγωγικότητα έναντι κερδοφορίας
Για τη μαρξιστική θεωρία, το κλειδί είναι η παραγωγικότητα της εργασίας. Στο βαθμό που υπάρχει καπιταλιστικός τομέας σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία και στις παγκόσμιες αγορές, τότε η κερδοφορία είναι ο άλλος βασικός δείκτης. Σύμφωνα με το μαρξιστικό μοντέλο, το επίπεδο της παραγωγικότητας θα κρίνει την οικονομική ανάπτυξη, διότι μειώνει το κόστος παραγωγής σε χρόνο εργασίας και επιτρέπει σε ένα αναπτυσσόμενο κράτος να ανταγωνιστεί σε παγκόσμιες αγορές. Αλλά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, υπάρχει μια αντίφαση.
Υπάρχει επίσης ο νόμος της κερδοφορίας. Υπάρχει μια μακροχρόνια αντίστροφη σχέση μεταξύ παραγωγικότητας και κερδοφορίας (καθώς οι εργαζόμενοι μπορούν να συμπιεστούν μέχρι του σημείου να μην μπορούν πλέον να εργαστούν), δεδομένου ότι η εισαγωγή της τεχνολογίας για την αντικατάσταση ή τη μείωση της εργασίας υπόκειται στο νόμο της τάσης μείωσης του ποσοστού κέρδους. Είναι αυτός ο μειωτικός παράγοντας (υπεραξία σε σχέση με το επενδυμένο κεφάλαιο) που ο Μαρξ επισήμανε ως μία από τις απόλυτες αντιφάσεις του καπιταλισμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την τακτική εμφάνιση κρίσεων στην παραγωγή. Στο μαρξιστικό μοντέλο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η αύξηση της παραγωγικότητας πρέπει να σταθμιστεί ενάντια στην αντίφαση της τάσης του ποσοστού κέρδους να μειώνεται καθώς συσσωρεύεται κεφάλαιο. Στο βαθμό που ο ιδιωτικός καπιταλιστικός τομέας της Κίνας επεκτείνει τη συμβολή του στη συνολική οικονομία και ο δημόσιος τομέας μειώνεται, τότε η κερδοφορία αυτού του τομέα γίνεται σχετικά πιο σημαντική και η αντίφαση μεταξύ της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας εντείνεται. Στο βαθμό που αυτό συμβαίνει, η κερδοφορία αποκτά σημασία για την επενδύσεις και την ανάπτυξη.
Έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες να εκτιμηθεί το ποσοστό κέρδους στην Κίνα[3]. Τα στοιχεία για την κερδοφορία πριν από το 1978 είναι αμφίβολα, δεδομένου ότι ο καπιταλιστικός τομέας ήταν πολύ μικρός πριν από το 1978. Μετά το 1978 υπήρξαν δύο κύκλοι κερδοφορίας (Διάγραμμα 3). Μεταξύ 1978 και 1997, υπήρξε μια άνοδος της κερδοφορίας καθώς η καπιταλιστική παραγωγή επεκτάθηκε μέσω του Ντενγκ και το άνοιγμα του εξωτερικού εμπορίου. Αλλά από το 1997 και μετά, υπήρξε μια μείωση καθώς οι επενδύσεις επιταχύνθηκαν και η καπιταλιστική οικονομία παγκοσμίως υπέστη επίσης μια μείωση της κερδοφορίας. Η πτώση του ποσοστού κέρδους της Κίνας τότε, συνοδεύτηκε και από μια επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ. Υπήρξε μια περιορισμένη ανάκαμψη μετά την είσοδο της στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2000, κατά την οποία σημειώθηκε επίσης σημαντική άνοδος του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης (όπως ο κόσμος επεκτάθηκε και αυτός με ρυθμό που τροφοδοτήθηκε από τις πιστώσεις). Μετά το 2007, η ύφεση του παγκόσμιου καπιταλισμού μείωσε την κινεζική κερδοφορία. Οι αυξανόμενοι μισθοί δεν συνοδεύτηκαν από αυξημένες πωλήσεις στο εξωτερικό, οπότε το ποσοστό της υπεραξίας έπεσε, ενώ οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο παρέμειναν υψηλές. Αυτή η μείωση της κερδοφορίας είχε επίσης δυσμενείς επιπτώσεις στην αύξηση του ΑΕΠ κατά την πρόσφατη περίοδο.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι η Κίνα οδεύει προς μεγάλη ύφεση κατά τις κλασικές καπιταλιστικές γραμμές κάποια στιγμή μέσα σε αυτή τη δεκαετία; Οι Marquetti et al. (2018) φαίνεται να υποδηλώνουν κάτι τέτοιο: “Το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους εξηγεί την ισχυρή εκμηχάνιση στα πρώτα στάδια της διαδικασίας. Η γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίου μειώνει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου και του ποσοστού κέρδους. Τότε η επιτυχία στην κάλυψη της υστέρησης πρέπει να εξαρτηθεί από την αύξηση των ποσοστών αποταμίευσης και επενδύσεων. Αυτό μπορεί να μειώσει περαιτέρω την παραγωγικότητα του κεφαλαίου και του ποσοστού κέρδους, θέτοντας τη διαδικασία σε κίνδυνο, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει στην Κίνα και στην Ινδία”. Και αναφέρουν τον Minqi Li (2021) ως προς το “ότι αν η Κίνα ακολουθούσε ουσιαστικά τους ίδιους οικονομικούς νόμους που ισχύουν σε άλλες καπιταλιστικές χώρες (όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία), τη μείωση του ποσοστού κέρδους θα ακολουθούσε επιβράδυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου, με αποκορύφωμα μια μεγάλη οικονομική κρίση”. Αλλά το ερώτημα είναι αν η κινεζική οικονομία κυριαρχείται από τους ίδιους οικονομικούς νόμους – ακόμα. Οι ενδείξεις της οικονομικής της επιτυχίας μέχρι σήμερα είναι ότι όχι. Η οικονομία της δεν κυριαρχείται ακόμη από την αγορά, από επενδυτικές αποφάσεις που βασίζονται στην κερδοφορία, ούτε από καπιταλιστικές εταιρείες και αφεντικά, ούτε από ξένους επενδυτές. Η οικονομία της ακόμα κυριαρχείται από τον κρατικό έλεγχο, τις κρατικές επενδύσεις, τις κρατικές τράπεζες και τους κομμουνιστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι ελέγχουν τις μεγάλες εταιρείες και σχεδιάζουν την οικονομία (συχνά αναποτελεσματικά, καθώς δεν υπάρχει λογοδοσία στους εργαζόμενους της Κίνας).
Διάγραμμα 3 Ποσοστά συσχέτισης μεταξύ του ποσοστού κέρδους και της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.
Υπήρξε ελάχιστη θετική συσχέτιση μεταξύ της κερδοφορίας του κινέζικου κεφαλαιακού αποθέματος και της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου από το σχηματισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας. Αυτό υποδηλώνει ότι η Κίνα έχει κατευθύνει τις επενδύσεις της προς τους πιο παραγωγικούς τομείς, ακόμη και αν αυτοί δεν ήταν οι πιο κερδοφόροι. Η αποδοτικότητα του κεφαλαίου δεν καθόρισε το επίπεδο των επενδύσεων σε παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία και την οικονομική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του θαύματος της κινεζικής ανάπτυξης. Ωστόσο, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ στη δεκαετία του 1980, η συσχέτιση έγινε θετική, αν και λιγότερο θετικά συσχετισμένη από ό,τι στις υπόλοιπες οικονομίες της G20 ή της G7. Ωστόσο, αφού η Κίνα ιδιωτικοποίησε τμήματα του κρατικού της τομέα τη δεκαετία του 1990 και εντάχθηκε στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2000, υπήρξε σημαντική αύξηση της θετικής συσχέτισης μεταξύ της κερδοφορίας του κινεζικού κεφαλαίου και της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ. Αυτό υποδηλώνει ότι η κινεζική οικονομία έχει γίνει όλο και πιο ευάλωτη σε μια κρίση στον καπιταλιστικό της τομέα και στις εξελίξεις του διεθνούς κεφαλαίου και την κερδοφορία του[4].
Τελικά, σε μια καπιταλιστική οικονομία η κερδοφορία έρχεται σε σύγκρουση με την αύξηση της παραγωγικότητας. Στον βαθμό που ο ιδιωτικός καπιταλιστικός τομέας της Κίνας επεκτείνει τη συμβολή του στη συνολική οικονομία και ο δημόσιος τομέας μειώνεται, τότε η κερδοφορία του ιδιωτικού τομέα γίνεται σχετικά πιο σημαντική και η αντίφαση μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας εντείνεται.
Κρατικός έλεγχος της Κίνας
Οι επιπτώσεις των ξένων επενδύσεων έχουν διπλό περιεχόμενο. Αφενός, ελλείψει ξένων επενδύσεων, η Κίνα θα είχε διαρθρωτικό εμπορικό έλλειμμα και εξωτερικό χρέος, ή, ένα επίπεδο εισαγωγών που θα περιοριζόταν στο επίπεδο που θα μπορούσε να υποστηριχθεί από έναν μειωμένο εξαγωγικό τομέα. Έτσι, οι ξένες επενδύσεις ήταν ένας φορέας εκσυγχρονισμού από το εξωτερικό. Ωστόσο, ο κίνδυνος είναι ότι η μεγάλης κλίμακας εγχώρια βιομηχανία θα κυριαρχούνταν από το ξένο κεφάλαιο, πλάι-πλάι με καθυστερημένες βιομηχανίες στις οποίες κυριαρχεί το τοπικό κεφάλαιο. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά θα επιτάχυνε την καταστροφή της τοπικής (καπιταλιστική και μη) παραγωγής και θα λειτουργούσε ως ένας ισχυρός μηχανισμός παρεμπόδισης της ανάπτυξης της ντόπιων παραγωγικών δυνάμεων. Η καταστροφή της ντόπιας βιομηχανίας θα εκτόπιζε περισσότερους εργαζόμενους από όσους μπορούν να απασχοληθούν στις σχετικά νέες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας. Τέτοια ήταν η ιστορία πολλών νέων καπιταλιστικών οικονομιών από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, όπως επιβλήθηκε από τις ιμπεριαλιστικές οικονομίες. Παραμένει η ιστορία του μεγαλύτερου μέρους της Αφρικής, του μεγαλύτερου μέρους της Λατινικής Αμερικής, και τμημάτων της Ασίας με κάποιες εξαιρέσεις.
Η Κίνα παραμένει η κραυγαλέα εξαίρεση, διότι ο νόμος της αξίας που λειτουργεί στις αγορές και οι ξένες επενδύσεις αρχικά μπλοκαρίστηκαν εντελώς και αργότερα περιορίστηκαν και ελέγχθηκαν από έναν μεγάλο κρατικό τομέα, τον κεντρικό σχεδιασμό και την κρατική πολιτική, καθώς και με τον περιορισμό της ξένης ιδιοκτησίας νέων βιομηχανιών και την επιβολή ελέγχων στη ροή κεφαλαίων προς και από τη χώρα. Όπως το έθεσε ένας κορυφαίος Κινέζος οικονομολόγος, ο Yu Yongding (2013): “Η Κίνα πρέπει να διατηρήσει τους ελέγχους κεφαλαίων στο ορατό μέλλον. Εάν η Κίνα έχανε τον έλεγχο των διασυνοριακών ροών κεφαλαίων, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πανικό και έτσι οι εκροές κεφαλαίων θα μετατρέπονταν σε χιονοστιβάδα και τελικά να καταρρεύσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα“. Αυτοί ακριβώς οι περιορισμοί ήταν που επέτρεψαν στην Κίνα να επεκτείνει τις επενδύσεις και την τεχνολογία, να απασχολεί πλήθος εργατικού δυναμικού και γενικά να αποφύγει τον έλεγχο της μοίρας της από πολυεθνικούς ομίλους, μέχρι τώρα.
Ο νόμος της αξίας λειτουργεί στην κινεζική οικονομία. Αλλά η επίδρασή στρεβλώνεται, περιορίζεται και εμποδίζεται από γραφειοκρατικές παρεμβάσεις από το κράτος και την κομματική δομή ένα σημείο που οι καπιταλιστές δεν μπορούν ακόμη να κυριαρχήσουν πλήρως και να κατευθύνουν την πορεία της κινεζικής οικονομίας. Ο “σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά” είναι ένα περίεργο θηρίο. Δεν είναι σοσιαλισμός σύμφωνα με οποιονδήποτε μαρξιστικό ορισμό ή με το σημείο αναφοράς της εργατικής δημοκρατίας όπως ορίζεται παραπάνω σε μια μεταβατική οικονομία. Έχει υπάρξει σημαντική επέκταση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, τόσο ξένων όσο και εγχώριων, τα τελευταία 30 χρόνια, με την εγκαθίδρυση ενός χρηματιστηρίου και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία της απασχόλησης και των επενδύσεων εξακολουθεί να πραγματοποιείται από εταιρείες που ανήκουν στο δημόσιο ή από ιδρύματα που τελούν υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο του κομμουνιστικού κόμματος. Το μεγαλύτερο μέρος της παγκοσμίως ανταγωνιστικής κινεζικής βιομηχανίας δεν αποτελείται από πολυεθνικές επιχειρήσεις ξένης ιδιοκτησίας, αλλά από κινεζικές επιχειρήσεις κρατικής ιδιοκτησίας. Οι μεγάλες τράπεζες είναι κρατικές και οι πολιτικές δανεισμού και καταθέσεών τους διευθύνονται από την κυβέρνηση (προς μεγάλη δυσαρέσκεια της κεντρικής τράπεζας της Κίνας και άλλων φιλοκαπιταλιστικών στοιχείων). Δεν υπάρχει ελεύθερη ροή ξένων κεφαλαίων προς και από την Κίνα. Επιβάλλονται έλεγχοι κεφαλαίου και η αξία του νομίσματος χειραγωγείται για τον καθορισμό οικονομικών στόχων (προς μεγάλη δυσαρέσκεια και ενόχληση του Κογκρέσου των ΗΠΑ).
Το 2019 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), το συνολικό ενεργητικό των κινεζικών επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας (Σ.τ.Μ., State Owned Enterprises (SOEs)) ανερχόταν στο 167% του ΑΕΠ, αρκετές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα (βάση δεδομένων του ΔΝΤ για τον δημόσιο τομέα). Κάθε άλλη μεγάλη καπιταλιστική οικονομία έχει δημόσια περιουσιακά στοιχεία μικρότερα από το 60% του ΑΕΠ (Διάγραμμα 4). Κάθε χρόνο, οι ετήσιες δημόσιες επενδύσεις της Κίνας σε σχέση με το ΑΕΠ είναι περίπου 17% σε σύγκριση με το 3-4% στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Και το απόθεμα των δημόσιων παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων προς τα περιουσιακά στοιχεία του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα στην Κίνα είναι υπερδιπλάσιο της αναλογίας στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στην Ινδία με την “μικτή οικονομία” και στην Ιαπωνία. Αυτό δείχνει ότι στην Κίνα η δημόσια ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι κυρίαρχη σε βαθμό που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη μεγάλη οικονομία.
Διάγραμμα 4 Λόγος δημόσιου αποθέματος προς ΑΕΠ, λόγος δημόσιων/ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, δημόσιες επενδύσεις προς ΑΕΠ %.
Μια έκθεση της Επιτροπής Επιθεώρησης Οικονομικών και Ασφαλείας ΗΠΑ-Κίνας (Σ.τ.Μ., US-China Economic and Security Review Commission) (Szamosszegi & Kyle, 2011: 1) διαπίστωσε ότι:
«Το κρατικό και ελεγχόμενο τμήμα της κινεζικής οικονομίας είναι μεγάλο. Με βάση λογικές παραδοχές, φαίνεται ότι ο ορατός κρατικός τομέας (επιχειρήσεις κρατικής ιδιοκτησίας και ελεγχόμενες άμεσα από αυτές οντότητες), αντιπροσώπευε περισσότερο από το 40% του μη αγροτικού ΑΕΠ της Κίνας. Εάν συνυπολογιστούν οι συνεισφορές των έμμεσα ελεγχόμενων οντοτήτων, των αστικών συλλογικοτήτων και των δημόσιων TVE (Σ.τ.Μ., Township and Village Enterprises (Επιχειρήσεις Δήμων και Χωριών)· βλ. στο: https://en.wikipedia.org/wiki/Township_and_Village_Enterprises), το μερίδιο του ΑΕΠ που ανήκει και ελέγχεται από το κράτος είναι περίπου στο 50%.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες είναι κρατικές και οι πολιτικές δανεισμού και καταθέσεων κατευθύνονται από το κυβέρνηση (προς μεγάλη δυσαρέσκεια της κεντρικής τράπεζας της Κίνας και άλλων φιλοκαπιταλιστικών στοιχείων)
Ταυτόχρονα, ο κομμουνιστικός κομματικός/κρατικός μηχανισμός διεισδύει σε όλα τα επίπεδα της βιομηχανίας. και της δραστηριότητάς της στην Κίνα. Σύμφωνα με μια έκθεση του Joseph Fan και άλλων (Fan & Morck, 2013), υπάρχουν κομματικές οργανώσεις σε κάθε εταιρεία που απασχολεί περισσότερα από τρία μέλη του κομμουνιστικού κόμματος. Κάθε κομματική οργάνωση εκλέγει έναν κομματικό γραμματέα. Ο κομματικός γραμματέας είναι ο στυλοβάτης του συστήματος εναλλακτικής διαχείρισης κάθε επιχείρησης. Αυτό επεκτείνει τον κομματικό έλεγχο πέρα από τις επιχειρήσεις κρατικής ιδιοκτησίας, στις εν μέρει ιδιωτικοποιημένες εταιρείες και τις αγροτικές ή τοπικές επιχειρήσεις που ανήκουν στην τοπική κυβέρνηση, στον ιδιωτικό τομέα ή σε “νέες οικονομικές οργανώσεις” όπως ονομάζονται. Το 1999, μόνο το 3% αυτών των επιχειρήσεων είχαν κομματικούς πυρήνες. Τώρα το ποσοστό είναι σχεδόν 13%. Στην πραγματικότητα, σχεδόν όλες οι κινεζικές επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 100 εργαζόμενους, έχουν ένα εσωτερικό σύστημα ελέγχου που βασίζεται σε κομματικούς πυρήνες. Αυτό δεν είναι κατάλοιπο της μαοϊκής εποχής. Είναι η σημερινή δομή που δημιουργήθηκε ειδικά για να διατηρήσει τον κομματικό έλεγχο της οικονομίας.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει πλέον εγγραφεί στα καταστατικά πολλών από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, περιγράφοντας το, ως κόμμα που διαδραματίζει βασικό ρόλο με “έναν οργανωμένο, θεσμοθετημένο και συγκεκριμένο τρόπο” και “παρέχοντας κατεύθυνση [και] διαχειριζόμενο τη συνολική κατάσταση“. Υπάρχουν 102 κρίσιμες κρατικές επιχειρήσεις με περιουσιακά στοιχεία ύψους 50 τρισεκατομμυρίων γουάν που περιλαμβάνουν κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες, φορείς εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών, παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και κατασκευαστές όπλων. Αυτοί οι 102 μεγάλοι όμιλοι συνέβαλαν στο 60% των εξερχόμενων επενδύσεων της Κίνας μέχρι το τέλος του 2016. Επιτροπές του Κομμουνιστικού Κόμματος έχουν εγκατασταθεί σε πολλές εταιρείες τεχνολογίας, επανεξετάζοντας τα πάντα, από τις δραστηριότητές τους μέχρι τη συμμόρφωση με τους εθνικούς στόχους. Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν συζητήσει την ανάληψη μεριδίου 1% σε ορισμένους γίγαντες, συμπεριλαμβανομένων των Alibaba και Tencent, μαζί με μια θέση στο διοικητικό συμβούλιο. Οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν ενθαρρυνθεί ευρέως να επενδύουν σε κρατικές επιχειρήσεις, με την ελπίδα να τις καταστήσουν πιο παραγωγικές. Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των προσπαθειών είναι ότι η κυβέρνηση θέλει να έχει περισσότερο έλεγχο. Μια πρόσφατη έκθεση διαπίστωσε ότι το 60% των Κινεζικών μονόκερων[ii] έχουν είτε άμεσες είτε έμμεσες επενδύσεις από το κράτος. Ο τομέας του κεφαλαίου υψηλού κινδύνου (Σ.τ.Μ., venture capital[iii] (VC)) της Κίνας κυριαρχείται όχι από παραδοσιακούς επιχειρηματίες τεχνολογίας, αλλά από το κράτος. Υπάρχουν περισσότερες από 1.000 κρατικές εταιρείες VC στην Κίνα, οι οποίες ελέγχουν περισσότερα από 750 δισ. δολάρια.
Οι επιχειρήσεις κρατικής ιδιοκτησίας έχουν αφομοιώσει τις δυτικές τεχνολογίες – μερικές φορές με συνεργασίες και μερικές φορές όχι – και τώρα συμμετέχουν σε έργα στην Αργεντινή, στην Κένυα, στο Πακιστάν και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και το σχέδιο “μία ζώνη, ένας δρόμος” (Σ.τ.Μ., «one belt one road») για την κεντρική Ασία δεν έχει ως στόχο να αποκομίσει κέρδη. Όλα γίνονται για να επεκτείνει η Κίνα την οικονομική της επιρροή σε παγκόσμιο επίπεδο και να αποσπάσει φυσικούς και άλλους τεχνολογικούς πόρους για την εγχώρια οικονομία. Η Κίνα δεν επενδύει στο εξωτερικό μέσω των κρατικών εταιρειών της λόγω “πλεονάζοντος κεφαλαίου” ή ακόμη και επειδή το ποσοστό κέρδους στην κρατικών και καπιταλιστικών επιχειρήσεων έχει μειωθεί.
Ομοίως, η μεγάλη επέκταση των επενδύσεων σε υποδομές μετά το 2008 για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κατάρρευσης του παγκόσμιου εμπορίου από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τη Μεγάλη Κρίσης (Σ.τ.Μ., Great Recession) που έπληξε τις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες δεν ήταν κρατικές δαπάνες/δανεισμός κεϋνσιανού τύπου, όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι της κυρίαρχης τάσης και (ορισμένοι) μαρξιστές. Ήταν ένα κρατικά κατευθυνόμενο και σχεδιασμένο πρόγραμμα επενδύσεων από κρατικές εταιρείες και χρηματοδοτήθηκε από κρατικές τράπεζες. Αυτή ήταν η κατάλληλη “κοινωνικοποιημένη επένδυση”, όπως την είχε προτείνει ο Κέυνς, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ στις καπιταλιστικες οικονομίες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης (Σ.τ.Μ., Great Depression), επειδή κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αντικατάσταση του καπιταλισμού.
Κρατικός καπιταλισμός ή μεταβατική οικονομία;
Υπάρχουν ορισμένες αναλύσεις της μεταβατικής οικονομίας που υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξε καμία μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα και άλλα κράτη όπως η Κούβα, το Βιετνάμ ή η Βόρεια Κορέα. Τα κράτη αυτά παρέμειναν καπιταλιστικά ή είναι “κρατικά καπιταλιστικά”. Ας εξετάσουμε την τελευταία διατύπωση σε σχέση με το νόμο της αξίας.
Ένας κορυφαίος υποστηρικτής του “κρατικού καπιταλισμού” υποστηρίζει ότι “ο κρατικός καπιταλισμός και το εργατικό κράτος είναι δύο στάδια της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό” (Cliff, 1964). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις συνιστώσες του Μαρξ και του Ένγκελς για τη μεταβατική οικονομία. Τώρα έχουμε ένα νέο στάδιο στη μετάβαση, τον “κρατικό καπιταλισμό” που είναι επίσης προφανώς “εκ διαμέτρου αντίθετος” με τον σοσιαλισμό. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή του κρατικού καπιταλισμού, η Σοβιετική Ένωση ή η Κίνα δεν μπορούν να είναι μεταβατικές οικονομίες επειδή η μισθωτή εργασία και ο νόμος της αξίας υπάρχουν και στις δύο, και αυτός θα πρέπει να εξαφανιστεί υπό τον σοσιαλισμό. Αλλά αυτό που υποστηρίζουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι ότι, μετά την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο και την εγκαθίδρυση της “δικτατορίας”, ο νόμος της αξίας δεν εξαφανίζεται, και μάλιστα εξακολουθεί να υπάρχει στη μεταβατική οικονομία, ιδιαίτερα στην αγορά της εργασιακής δύναμης. Αυτή θα εξαφανιζόταν μόνο υπό τον σοσιαλισμό. Μια μεταβατική οικονομία είναι ακριβώς εκεί όπου ο νόμος της αξίας βρίσκεται σε ανταγωνισμό με το σχεδιαστικό μηχανισμό και τη συλλογική παραγωγή – η οικονομία βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να δημιουργηθεί ένα νέο στάδιο που ονομάζεται κρατικός καπιταλισμός.
Στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, ο Λένιν εφάρμοσε τον όρο “κρατικός καπιταλισμός”, αλλά όχι για τη σοβιετική οικονομία στο σύνολό της, παρά μόνο για ένα συγκεκριμένο τμήμα της: τις ξένες παραχωρήσεις, τις μικτές βιομηχανικές και εμπορικές εταιρείες, και, εν μέρει, τους αγροτικούς και κυρίως κουλάκικους (πλουσίων αγροτών) συνεταιρισμούς υπό κρατικό έλεγχο. Όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα στοιχεία του καπιταλισμού, αλλά εφόσον ελέγχονται από το κράτος και μάλιστα λειτουργούν ως μικτές εταιρείες μέσω της άμεσης συμμετοχής του, ο Λένιν υπό όρους, ή, σύμφωνα με τη δική του έκφραση, “σε εισαγωγικά”, ονόμασε αυτές τις οικονομικές μορφές “κρατικό καπιταλισμό”. Η οριοθέτηση αυτού του όρου εξαρτιόταν από το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα προλεταριακό και όχι για ένα αστικό κράτος·έτσι τα εισαγωγικά είχαν σκοπό να τονιστεί ακριβώς αυτή η διαφορά, η οποία δεν είναι καθόλου ασήμαντη. Ωστόσο, στο βαθμό που το προλεταριακό κράτος επέτρεπε στο ιδιωτικό κεφάλαιο μέσα σε συγκεκριμένους περιορισμούς να εκμεταλλεύεται τους εργάτες, θωράκισε τις αξιακές σχέσεις, κάτω από τις φτερούγες του. Με αυτή την αυστηρά περιορισμένη έννοια, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για “κρατικό καπιταλισμό” (Τρότσκι, 1933).
Επιπλέον, η άποψη ότι η Κίνα ή το Βιετνάμ, αποτελούν μια νέα μορφή καπιταλισμού (“κρατικός καπιταλισμός”), υποδηλώνει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι σήμερα ισχυρότερος από ό,τι ήταν ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Παράλληλα, με την παρακμή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ο κρατικός καπιταλισμός έχει προφανώς εγκαινιάσει μια νέα και εντυπωσιακή φάση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σε μια καθυστερημένη χώρα όπως η Κίνα, και έτσι η ανάπτυξη του είναι σε πολύ πιο εντυπωσιακή μορφή, ακόμη και από οτιδήποτε άλλο περιέγραψε ο Μαρξ για τον καπιταλισμό του 19ου αιώνα.
Αυτό που δεν είναι σωστό με τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού είναι ότι βασίζεται σε μια τυπική λογική και όχι σε μια διαλεκτική ανάλυση. Τυπικά, υπάρχει καπιταλισμός και σοσιαλισμός. Με την τυπική λογική, αν δεν υπάρχουν τα χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού σε μια οικονομία, δηλαδή η συλλογική παραγωγή από συνεταιρισμένους παραγωγούς για άμεση κατανάλωση χωρίς αγορές ή νομισματική ανταλλαγή, τότε μία οικονομία πρέπει να είναι καπιταλιστική. Μια οικονομία δηλαδή λογίζεται ότι είναι είτε μαύρη είτε άσπρη. Αλλά αυτό δεν είναι μια διαλεκτική ανάλυση. Τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση και σε μετάβαση από το ένα πράγμα στο άλλο και από τον έναν τρόπο παραγωγής στον άλλο. Σε μια μεταβατική οικονομία, υπάρχουν στοιχεία παλαιού τρόπου παραγωγής και υπάρχουν και στοιχεία ενός δυνητικά νέου τρόπου παραγωγής – δίπλα-δίπλα. Ακριβώς όπως η πάπια- πλατύποδας[iv] με το ράμφος πάπιας (ορνιθόρυγχος), έχει στοιχεία των θηλαστικών (θηλάζει τα μικρά του), παράλληλα έχει επίσης στοιχεία ερπετοειδούς (γεννά αυγά). Η μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δεν συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη· συνεπώς, το μαύρο και το άσπρο είναι και τα δύο παρόντα.
Ωστόσο, μια διαλεκτική προσέγγιση στο πλαίσιο αυτό σημαίνει επίσης να αναγνωρίζουμε πότε μια ποιοτική αλλαγή έχει λάβει χώρα, ανοίγοντας τη δυνατότητα για μια νέα οικονομία. Η πάπια- πλατύποδας έχει πραγματοποιήσει μια ποιοτική μετάβαση στα θηλαστικά (επειδή θηλάζει τα μικρά της και είναι θερμόαιμο). Μια μεταβατική οικονομία από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, ορίζεται από την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής κρατικής μηχανής και την αντικατάστασή της από ένα προλεταριακό κράτος, και αυτό το κράτος μπορεί να επιβιώσει μόνο αν τα μέσα παραγωγής και οι πόροι απαλλοτριώνονται από την καπιταλιστική τάξη, εξατμίζοντας (Σ.τ.Μ., atomizing) αυτή την τάξη, ως άρχουσα τάξη. Με το κρατικό σχεδιασμό ως το επόμενο βήμα, οι νόμοι της κίνησης της μεταβατικής οικονομίας είναι ποιοτικά διαφορετικοί από την καπιταλιστική οικονομία. Αυτό δεν είναι σοσιαλισμός, αλλά δεν είναι πλέον και καπιταλισμός. Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε ένα άλλο στάδιο της μετάβασης που ονομάζεται “κρατικός καπιταλισμός”.
Για τον Μαρξ, το “κεφάλαιο” θα μπορούσε να υπάρχει μόνο με τη μορφή διαφορετικών κεφαλαίων· διαφορετικά, δεν θα υπήρχε πλέον καταναγκασμός για συσσώρευση. Κατά συνέπεια, το κεφάλαιο μπορούσε να υπάρχει μόνο σε μορφή “διαφορετικών καπιταλιστών”, δηλ. μιας κοινωνικής τάξης που συγκροτείται έτσι ώστε κάθε τμήμα της να είναι, λόγω αναγκαστικού οικονομικού συμφέροντος, δεμένο με την επιβίωση της δικής «του» μονάδας παραγωγής ή κυκλοφορίας. Κατά συνέπεια, η “δίψα για κέρδος” κάθε τμήματος αυτής της τάξης και η “ορμή για τη συσσώρευση κεφαλαίου”, είναι ταυτόσημες, με τη δεύτερη να είναι πραγματοποιήσιμη μόνο μέσω της πρώτης (της προσπάθειας μεγιστοποίησης του κέρδους κάθε μονάδας ή επιχείρησης). Αν δεν υπάρχει ανταγωνισμός, και η κατανομή των πόρων δεν αφήνεται στις αποφάσεις των μεμονωμένων κεφαλαίων και του “αόρατου χεριού της αγοράς”, τότε δεν υπάρχει καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει ως ένα κεφάλαιο, το κράτος[5].
Η εμπειρική απόδειξη ότι οι μεταβατικές οικονομίες είναι ποιοτικά διαφορετικές από τις καπιταλιστικές οικονομίες, είναι η επιτυχία των σχεδιασμένων οικονομιών, όπου ο νόμος της αξίας ελέγχεται, περιορίζεται και ρυθμίζεται ώστε να μην κυριαρχεί. Ούτε στη Σοβιετική Ένωση πριν 1990 ούτε στην Κίνα από το 1949 και μετά υπήρξαν τακτικές και επαναλαμβανόμενες υφέσεις στις επενδύσεις και την παραγωγή που να προκλήθηκαν από την κατάρρευση της κερδοφορίας και των κερδών του καπιταλιστικού τομέα[6]. Ο καπιταλιστικός τομέας και οι καπιταλιστές ως τάξη δεν ελέγχουν την οικονομία ή την κρατική εξουσία. Η ιστορία έχει δείξει ότι αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεταβατικές οικονομίες πρέπει να έχουν δημοκρατικό εργατικό έλεγχο του κράτους ή πρέπει να κατηγοριοποιούνται ως καπιταλιστικές ή κρατικοκαπιταλιστικές. Η εργατική δημοκρατία δεν υπήρξε για πολύ καιρό στην Ρωσία, μετά τις πρώτες αρχές των Σοβιέτ· και δεν υπήρξε ποτέ στην Κίνα, την Κούβα, το Βιετνάμ, τη Βόρεια Κορέα ή στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης υπό σοβιετικό έλεγχο.
Είναι αλήθεια ότι η ανισότητα του πλούτου και του εισοδήματος υπό τον “σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά” της Κίνας είναι πολύ υψηλή. Υπάρχει αυξανόμενος αριθμός δισεκατομμυριούχων (πολλοί από τους οποίους σχετίζονται με τους κομμουνιστές ηγέτες). Ο συντελεστής gini της Κίνας, ένας δείκτης εισοδηματικής ανισότητας, έχει αυξηθεί από 0,30 το 1978, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να ανοίγει την οικονομία στις δυνάμεις της αγοράς, σε ένα μέγιστο 0,49, λίγο πριν από την παγκόσμια ύφεση. Πράγματι, ο δείκτης gini της Κίνας αυξήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ασιατική οικονομία τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η Κίνα έχει υψηλό επίπεδο ανισότητας των εισοδημάτων με βάση τα διεθνή πρότυπα (αν και εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από πολλές άλλες “αναδυόμενες” οικονομίες όπως η Βραζιλία, το Μεξικό ή η Νότια Αφρική) – αλλά ο δείκτης gini, σαν λόγος ανισότητας κορυφώθηκε λίγο πριν από τη Μεγάλη Κρίση (Σ.τ.Μ., Great Recession) και έκτοτε μειώνεται. Αυτή η άνοδος ήταν εν μέρει το αποτέλεσμα της αστικοποίησης της οικονομίας, καθώς οι αγρότες της υπαίθρου μετακινούνται στις πόλεις. Οι αστικοί μισθοί στα sweatshops[v] και τα εργοστάσια αφήνουν όλο και πιο πίσω τα εισοδήματα των αγροτών (όχι ότι αυτοί οι αστικοί μισθοί είναι κάτι το αξιοσημείωτο όταν οι εργάτες που συναρμολογούν Apple iPad αμείβονται με λιγότερα από 2 δολάρια την ώρα).
Αλλά είναι επίσης εν μέρει το αποτέλεσμα του ελέγχου των μοχλών της εξουσίας από την ελίτ, που κάνει το εαυτό της χοντρό, ενώ επιτρέπει σε ορισμένους Κινέζους δισεκατομμυριούχους να ευημερούν. Η αστικοποίηση έχει επιβραδυνθεί μετά τη Μεγάλη Κρίση και το ίδιο και η οικονομική ανάπτυξη. Μαζί με αυτήν, ο δείκτης ανισότητας gini έχει υποχωρήσει λίγο. Ο κύριος λόγος για τον υψηλό δείκτη ανισότητας είναι η διασπορά των εισοδημάτων μεταξύ αστικών και αγροτικών εργαζομένων και μεταξύ των μισθών σε παράκτιες και πόλεις της ενδοχώρας, καθώς και τα εκπαιδευτικά προσόντα. Πολύς λόγος γίνεται για τον αριθμό των δισεκατομμυριούχων στην Κίνα, αλλά δεδομένου του μεγέθους του πληθυσμού και του ΑΕΠ, η κατά κεφαλήν αναλογία σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και άλλες μεγάλες οικονομίες είναι σχετικά χαμηλή. Παρά τη μεγάλη επέκταση του αριθμού τους, οι εκατομμυριούχοι στην Κίνα παραμένουν σχετικά σπάνιοι. Οι εκατομμυριούχοι αντιπροσωπεύουν 3% των ενηλίκων στην Ιταλία και την Ισπανία, ενώ στη Γαλλία, την Αυστρία ή τη Γερμανία είναι περίπου 4%, περίπου 6% στην σοσιαλδημοκρατική Σκανδιναβία, πάνω από 8% στις ΗΠΑ και την Αυστραλία και το υψηλότερο όλων στις Ελβετία (15%) (Credit Suisse, 2021). Η ανισότητα του πλούτου στην Κίνα επικεντρώνεται στην ιδιοκτησία και όχι στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (μέχρι στιγμής), σε αντίθεση με τις κύριες καπιταλιστικές οικονομίες των G7. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η χρηματοδότηση δεν έχει ανοίξει πλήρως στον καπιταλιστικό τομέα.
Όσον αφορά την ανισότητα του προσωπικού πλούτου, η Κίνα δεν είναι τόσο άνιση όσο πολλοί από τους οικονομικούς της εταίρους. Ο δείκτης ανισότητας gini του πλούτου είναι πολύ υψηλότερος στη Βραζιλία, τη Ρωσία και την Ινδία και υψηλότερος στις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, το κορυφαίο 1% των κατόχων πλούτου στην Κίνα κατέχει το 31% του συνολικού προσωπικού πλούτου σε σύγκριση με το 58% στη Ρωσία, το 50% στη Βραζιλία, το 41% στην Ινδία και το 35% στις ΗΠΑ. Αυτό είναι ένα καλό μέτρο της οικονομικής δύναμης της ανώτατης ελίτ και των ολιγαρχών σε αυτές τις χώρες. Αλλά η απειλή του “καπιταλιστικού δρόμου” παραμένει. Πράγματι, τα στοιχεία του ΔΝΤ δείχνουν ότι, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία του δημόσιου τομέα στην Κίνα εξακολουθούν να είναι σχεδόν διπλάσια από το μέγεθος των περιουσιακών στοιχείων του καπιταλιστικού τομέα, το χάσμα κλείνει.
Πολλοί “ειδικοί” για την Κίνα ισχυρίζονται ότι είναι ιμπεριαλιστική με τον ίδιο τρόπο που είναι οι δυτικές προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Αλλά στο βαθμό που οι ιμπεριαλιστικές οικονομίες μπορούν να οριστούν ως αυτές που απομυζούν την υπεραξία από τον υπόλοιπο “αναδυόμενο” κόσμο, σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η Κίνα “κυριαρχείται” επίσης από τον ιμπεριαλισμό (Carchedi & Roberts, 2021). Είναι αλήθεια ότι η Κίνα έχει επεκτείνει τις επενδύσεις της στο εξωτερικό (αν και το μέγεθος των άμεσων ξένων επενδύσεων εξακολουθεί να είναι μικρό), ιδίως στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Ζώνη και Δρόμος (Σ.τ.Μ., Belt and Road Initiative (BRI)). Πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι αυτές οι επενδύσεις και τα δάνεια σε φτωχότερες χώρες είναι εκμεταλλευτικά και έχουν σχεδιαστεί για να θέσουν τις ασθενέστερες χώρες σε μια “παγίδα χρέους”. Ωστόσο, τα στοιχεία των πιο λεπτομερών μελετών δεν δείχνουν κάτι τέτοιο, και ότι οι όροι των δανειακών και επενδυτικών συμφωνιών της Κίνας δεν είναι άδικοι και δεν είναι δρακόντειοι όπως είναι συχνά τα δάνεια από το ιμπεριαλιστικό μπλοκ (Malik et al., 2021).
Οι αντιφάσεις της κρατικά ελεγχόμενης οικονομίας της Κίνας, παράλληλα με έναν μεγάλο και αναπτυσσόμενο καπιταλιστικό τομέα εντάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID. Και αυτό εκφράστηκε από τις παρατάξεις στην κινεζική ηγεσία. Οι αξιωματούχοι του χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού τομέα θέλουν να ανοίξουν την οικονομία στα ξένα κεφάλαια και να επιτρέψουν στο ρενμίνμπι[vi] να γίνει διεθνές νόμισμα. Υποστηρίζουν ότι η οικονομία είναι υπερβολικά μεροληπτική προς τις επενδύσεις και τις εξαγωγές έναντι της κατανάλωσης. Οι Κινέζοι οικονομολόγοι που εκπαιδεύτηκαν στην Αμερική και την Ευρώπη, υποστηριζόμενοι από μόνιμους ξένους οικονομολόγους στα κινεζικά πανεπιστήμια και την Παγκόσμια Τράπεζα, πιέζουν συνεχώς για μια “στροφή από τις επενδύσεις στην κατανάλωση”.
Κατά ειρωνικό τρόπο, στις καπιταλιστικές οικονομίες της G7 η κατανάλωση απέτυχε να οδηγήσει την οικονομία σε ανάπτυξη, και οι μισθοί έχουν μείνει στάσιμοι σε πραγματικούς όρους τα τελευταία δέκα χρόνια (2010-19), ενώ οι πραγματικές μισθοί στην Κίνα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα (Διάγραμμα 5).
Διάγραμμα 5 Ποσοστιαία μεταβολή της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών από το τέλος της Μεγάλης Κρίσης (2010-19).
Πράγματι, η κατανάλωση αυξάνεται πολύ ταχύτερα στην Κίνα από ό,τι στην G7, επειδή οι επενδύσεις είναι υψηλότερες. Το ένα ακολουθεί το άλλο· δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Και δεν χρειάζεται όλη η κατανάλωση να είναι “προσωπική”· πιο σημαντική είναι η “κοινωνική κατανάλωση”, δηλ. οι δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι μεταφορές, οι επικοινωνίες, η στέγαση· όχι μόνο τα αυτοκίνητα και τα gadgets. Η αύξηση της προσωπικής κατανάλωσης βασικών κοινωνικών υπηρεσιών είναι το ζητούμενο. Και εδώ είναι που η Κίνα πρέπει να δράσει.
Πολύς λόγος γίνεται επίσης για τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους της Κίνας. Οι οικονομολόγοι της κυρίαρχης τάσης έχουν προβλέψει εδώ και δεκαετίες ότι η Κίνα οδεύει προς ένα κραχ χρέους τεραστίων διαστάσεων. Είναι αλήθεια ότι σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών (Σ.τ.Μ., Institute of International Finance) (IIF), το συνολικό χρέος της Κίνας έφτασε το 317% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) το πρώτο τρίμηνο του 2020. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος του εγχώριου χρέους οφείλεται από τη μία στην κρατική οντότητα στην άλλη: από την τοπική αυτοδιοίκηση στις κρατικές τράπεζες, από τις κρατικές τράπεζες στην κεντρική κυβέρνηση. Όταν όλα αυτά συμψηφιστούν, το χρέος που οφείλουν τα νοικοκυριά (54% του ΑΕΠ) και οι επιχειρήσεις δεν είναι τόσο υψηλό, ενώ το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης είναι χαμηλό σε σχέση με τα παγκόσμια μέτρα. Επιπλέον, το εξωτερικό χρέος σε δολάρια ως προς το ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλό (15%) και μάλιστα ο υπόλοιπος κόσμος χρωστάει στην Κίνα πολύ περισσότερα: 6% του παγκόσμιου χρέους. Η Κίνα είναι ένας τεράστιος πιστωτής του κόσμου και έχει τεράστια αποθέματα σε δολάρια και ευρώ, 50% μεγαλύτερα από το χρέος της σε δολάρια.
Μια χρηματοπιστωτική κρίση αποκλείεται όσο το κράτος ελέγχει το τραπεζικό σύστημα, έτσι ώστε η πιστωτική στήριξη και η κρατική διάσωση να οργανώνονται εύκολα, υποστηριζόμενες από την κρατική χρηματοδότηση και τα αποθεματικά. Υπάρχουν όμως κίνδυνοι λόγω των πρόσφατων προσπαθειών χαλάρωσης για την είσοδο ιδιωτικών και ξένων ιδρυμάτων στον στίβο (π.χ. αυξάνεται ο αριθμός των πτωχεύσεων κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών). Οι Κινέζοι ηγέτες θέλουν να περιορίσουν το επίπεδο του χρέους. Ο έλεγχος του επιπέδου του χρέους μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: μέσω της υψηλής ανάπτυξης από τις επενδύσεις του παραγωγικού τομέα για να διατηρηθεί ο λόγος του χρέους υπό έλεγχο και/ή με τη μείωση των πιστωτικών εξάρσεων σε μη παραγωγικούς τομείς, όπως η κερδοσκοπική ιδιοκτησία. Η μακρόχρονη στασιμότητα της Ιαπωνίας ήταν το αποτέλεσμα της έλλειψης εφαρμογής αυτών των δύο παραγόντων στην καπιταλιστική της οικονομία. Αλλά δεδομένης της δύναμης του κρατικού ελέγχου στους μοχλούς των επενδύσεων, η Κίνα μπορεί να αποφύγει το ιαπωνικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, το αυξανόμενο μέγεθος και η επιρροή του καπιταλιστικού τομέα στην Κίνα αποδυναμώνει τις επιδόσεις της οικονομίας και διευρύνει τις ανισότητες που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Πράγματι, ήταν ο κρατικός τομέας που βοήθησε την κινεζική οικονομία να αναρριχηθεί από την ύφεση της πανδημίας, όχι ο καπιταλιστικός τομέας της. Η συζήτηση στο πλαίσιο της ηγεσίας θα συνεχιστεί σχετικά με το ποιος δρόμος πρέπει να ακολουθηθεί για την Κίνα: προς μια πλήρη οικονομία της αγοράς, ανοιχτή στους ανέμους των παγκόσμιων κεφαλαιακών ροών ή να παραμείνει ως έχει. Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει καμία αλλαγή στη γενική φιλοσοφία του “σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά” και συνεπώς της διατήρησης της κυριαρχίας του κρατικού τομέα. Αλλά δεν υπάρχει και καμία κίνηση προς τη “δημοκρατία”· ή για να επιτραπεί ο έλεγχος ακόμη και των τοπικών νομικών συστημάτων και αποφάσεων από τον λαό. Αντιθέτως, η ηγεσία δημιουργεί ακόμη πιο κατασταλτικές κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του πληθυσμό και την καταστολή κάθε διαφωνίας.
Το μέγεθος του κρατικού τομέα δεν είναι καθοριστικό για τον χαρακτηρισμό του ταξικού χαρακτήρα του κινεζικού κράτους, αλλά αποτελεί έναν δείκτη της διαδικασίας μετάβασης. Στον κρατικό τομέα, οι εργαζόμενοι παράγουν πλεονάζουσα εργασία. Και μια γραφειοκρατική ελίτ ελέγχει αυτό το πλεόνασμα. Με αυτή την έννοια, ο κρατικός τομέας έχει καπιταλιστικό χαρακτήρα. Οι εργαζόμενοι υφίστανται εκμετάλλευση και ο νόμος της αξίας λειτουργεί εδώ, αλλά ο κρατικός τομέας παράγει αγαθά και υπηρεσίες κυρίως σύμφωνα με τους στόχους του σχεδιασμού και όχι για ατομικά κέρδη. Έτσι, με αυτή την έννοια οι στόχοι δεν είναι καπιταλιστικοί, όπως είναι οι κρατικές επιχειρήσεις στις καπιταλιστικές χώρες. Η γραφειοκρατία και το ΚΚΚ θέλουν να ακολουθήσουν πολιτικές για την ενίσχυσή τους την εξουσία, αλλά με τον τρόπο αυτό πρέπει να υπερασπιστούν τις “σοσιαλιστικές” πτυχές της μετάβασης. Με αυτή την έννοια, η επίκληση της “σοσιαλιστικής φύσης” της κινεζικής οικονομίας είναι μια ιδεολογική κίνηση.
Η ταξική πάλη παραμένει στην Κίνα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εκατομμύρια αγρότες έχουν εισέλθει στις πόλεις αναζητώντας μισθωτή εργασία. Οι μετανάστες εργάτες, ιδιαίτερα στον καπιταλιστικό τομέα, οι οποίοι αποτελούν το ένα τρίτο του συνολικού εργατικού δυναμικού της Κίνας, υφίστανται βάναυση εκμετάλλευση (Ching Kwan Lee, 2007):
Μια μελέτη που διεξήχθη από την Ένωση Νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος σε έξι πόλεις της Γκουανγκντόνγκ και συμμετείχαν 1.800 μετανάστες εργάτες τον Δεκέμβριο του 2001, διαπίστωσε ότι το 80% εργαζόταν πάνω από δέκα ώρες την ημέρα. Οι περισσότεροι εργάζονταν δώδεκα έως δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, και το 47,2% δήλωσε ότι σπάνια είχαν διακοπές ή ξεκούραση τα Σαββατοκύριακα.
Το ΚΚΚ αντιμετωπίζει συχνά αντιδράσεις από μια ολοένα και πιο σίγουρη για τον εαυτό της εργατική τάξη. Το Δελτίο Εργασίας της Κίνας (Σ.τ.Μ., China Labor Bulletin) (2022) κατέγραψε περισσότερες από 10.000 απεργίες μεταξύ 2015 και 2020, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από χίλιες στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ (Σ.τ.Μ., Guangdong), όπου συγκεντρώνονται οι ιδιωτικές εταιρείες.
Η σημερινή ηγεσία του Σι έχει ξεκινήσει όχι μόνο μια ακόμη εκστρατεία κατά της “διαφθοράς”, αλλά και αναβίωσε την παλαιότερη αντίληψη του ΚΚΚ για την “κοινή ευημερία” (Σ.τ.Μ., “common prosperity”) που στοχεύει στη μείωση της ανισότητας και την αύξηση της αξίας των δημόσιων υπηρεσιών έναντι της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ο Σι θέλει να να αποφύγει μια νέα διαμαρτυρία στην πλατεία Τιενανμέν όπως το 1989 μετά από μια τεράστια αύξηση των ανισοτήτων και του πληθωρισμού υπό τις μεταρρυθμίσεις της “κοινωνικής αγοράς” (Σ.τ.Μ., “social market”) του Ντενγκ[7].
Όπως αποκαλύπτουν οι συνιστώσες μιας μεταβατικής οικονομίας από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η Κίνα και τα άλλα κράτη θα προχωρήσουν προς το σοσιαλισμό, όπως επιβεβαιώνει η εμπειρία των 70 χρόνων της Σοβιετικής Ένωσης. Από τα οκτώ κριτήριά μας για μια μεταβατική οικονομία, μόνο τα νούμερα ένα και τρία λειτουργούν στην Κίνα, ενώ το τέταρτο εξαρτάται από μια συνεχή πάλη μεταξύ του κεντρικού σχεδιασμού και του νόμου της αξίας στο εσωτερικό της χώρας. Οι τέσσερις τελευταίες συνιστώσες της μετάβασης στο σοσιαλισμό απέχουν πολύ από το να επιτευχθούν. Πράγματι, οι δυνάμεις του ιμπεριαλισμού από το εξωτερικό και του νόμου της αξίας στο εσωτερικό από τους εγχώριους καπιταλιστικούς τομείς, υποδηλώνουν ότι η Κίνα βρίσκεται σε μια “παγιδευμένη μετάβαση” η οποία θα μπορούσε τελικά να ανατραπεί, όπως αποδείχθηκε για τη Σοβιετική Ένωση. Για να το αποφύγει αυτό, η Κίνα πρέπει να αυξήσει τα επίπεδα παραγωγικότητας ανάλογα με εκείνα του ιμπεριαλιστικού πυρήνα για να μειώσει τις ώρες εργασίας και την σπάνη σε κοινωνικές ανάγκες, και στη συνέχεια να τερματίσει τη μισθωτή εργασία και τη χρηματική ανταλλαγή. Αλλά αυτό είναι αδύνατο χωρίς επαναστάσεις της εργατικής τάξης στον ιμπεριαλιστικό πυρήνα που να μπορούν να εγκαθιδρύσουν μεταβατικές οικονομίες εκεί, και στη συνέχεια να επιτρέψουν τον δημοκρατικό σχεδιασμό της παραγωγής και της διανομής σε παγκόσμιο επίπεδο για τις κοινωνικές ανάγκες και όχι για το κέρδος.
Η εργατική δημοκρατία είναι ζωτικής σημασίας για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας καθιστά δυνατή την ανάδυση της εργατικής δημοκρατίας. Η μετάβαση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς αυτήν. Τα μεγάλα επιτεύγματα της Κίνας στη μείωση της φτώχειας και στην παροχή κοινωνικών διευκολύνσεων (όπως η εκπαίδευση), και η τεράστια οικονομική υπεροχή των επιδόσεων σε όρους ΑΕΠ, δεν υποδηλώνουν ότι η Κίνα είναι σοσιαλιστική. Αλλά υποδεικνύουν ότι υπάρχουν πιθανές προϋποθέσεις για σοσιαλισμό. Ωστόσο, χωρίς εργατική δημοκρατία, η Κίνα θα παραμείνει σε μια “παγιδευμένη μετάβαση”, όπως και άλλες μεταβατικές οικονομίες όπως το Βιετνάμ και το Λάος, που έχουν ακολουθήσει το κινεζικό μοντέλο.
Σημειώσεις
[1] Ένας μεγάλος όγκος αναλύσεων υποστηρίζει ότι οι εννοιολογικές και στατιστικές αδυναμίες στο στατιστικό έργο της Κίνας έχουν οδηγήσει σε υπερβολή της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της Κίνας από την επανάσταση του 1949 και ιδιαίτερα από την εποχή της “μεταρρύθμισης της αγοράς” που ξεκίνησε από τον Ντενγκ μετά το 1978. Η κύρια πηγή αυτής της άποψης προέρχεται από το US Conference Board (Σ.τ.Μ., CB στο εξής), μια πηγή στατιστικών πληροφοριών σχετικά με το ΑΕΠ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, την παραγωγικότητα και την απασχόληση για τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Το CB έχει προσαρμόσει τον ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της Κίνας από το δεκαετία του 1950 με αποτέλεσμα να παράγει έναν πολύ χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τα επίσημα στοιχεία. Το CB διαπιστώνει ότι, ενώ τα επίσημα στοιχεία υπολογίζουν ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Κίνα από το 1949 έως το 2019 ήταν 8,5% ετησίως, στην πραγματικότητα ήταν μόνο 5,9% ετησίως, περίπου 30% πιο αργή. Το χάσμα είναι ακόμη μεγαλύτερο στην περίοδο μετά τον Μάο έως το 2000, με το επίσημο πραγματικό ΑΕΠ της Κίνας να αυξάνεται με 9,7% ετησίως, ενώ το CH διαπιστώνει ότι αυξανόταν με 6,3% ετησίως ή 35% πιο αργά. Μετά από αυτό, το χάσμα μεταξύ μεταξύ των δύο μετρήσεων μειώνεται κάπως. Με την αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ (λαμβάνοντας υπόψη την πληθυσμιακή αύξηση), το χάσμα μεταξύ των επίσημων στοιχείων και των στοιχείων του CB είναι ακόμη μεγαλύτερο.
[2] Το 1921 ο Λένιν είχε αναγκαστεί να εισαγάγει τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), η οποία επέβαλε ένα καπιταλιστικόεποικοδόμημα στην ΕΣΣΔ. Ο Λένιν ονόμασε αυτό το στάδιο “κρατικό καπιταλισμό“. Ο Τσε Γκεβάρα υποστήριξε ότι ο Λένιν θα είχε ανατρέψει τη ΝΕΠ αν ζούσε περισσότερο. Ωστόσο, οι οπαδοί του Λένιν (Yaffe, 2012) “δεν είδαν τον κίνδυνο και παρέμεινε ως ο μεγάλος δούρειος ίππος του σοσιαλισμού, σύμφωνα με τον Γκεβάρα. Ένα καπιταλιστικό εποικοδόμημα εδραιώθηκε, επηρεάζοντας τις σχέσεις παραγωγής και δημιουργώντας ένα ‘υβριδικό σύστημα σοσιαλισμού με καπιταλιστικά στοιχεία’ που αναπόφευκτα προκαλούσε συγκρούσεις και αντιφάσεις, οι οποίες επιλύονταν όλο και περισσότερο υπέρ του εποικοδομήματος. Με λίγα λόγια, ο καπιταλισμός επέστρεφε στο σοβιετικό μπλοκ”.
[3] Στη δική μας μέτρηση, χρησιμοποιούμε τον εσωτερικό συντελεστή απόδοσης (Σ.τ.Μ., Internal Rate of Return (IRR)) επί του καθαρού κεφαλαίου, όπως παρέχεται από τους Penn World Tables. Ο IRR είναι το ΑΕΠ μείον τις αμοιβές των εργαζομένων, διαιρούμενο με το καθαρό απόθεμα πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Επομένως, είναι μια προσέγγιση του μαρξικού μέτρου του ποσοστού κέρδους.
[4] Οι Zhiming Long κ.ά. (2018), χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων Penn World Tables, βρίσκουν δέκα περιόδους αρνητικής αύξησης του ποσοστού κέρδους, αλλά δεν υπήρχαν δέκα περίοδοι αρνητικής αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, γεγονός που υποδηλώνει ότι η κερδοφορία του καπιταλιστικού τομέα δεν ήταν καθοριστική. Ωστόσο, οι συγγραφείς υιοθετούν μια “ευρύτερη έννοια της κρίσης” για να συμπεριλάβουν “διαρθρωτικές δυσκολίες, παρόλο που η εμφάνιση μιας ισχυρής αύξησης του ΑΕΠ υποδηλώνει ότι όλα πάνε καλά” για να δικαιολογήσουν το συμπέρασμά τους ότι οι κινήσεις του ποσοστού κέρδους στην οικονομία οδηγούν τις κινήσεις του κινεζικού πραγματικού ΑΕΠ. Αυτή η διεύρυνση της μαρξιστικής έννοιας της κρίσης πέρα από τις υφέσεις στις επενδύσεις και στην παραγωγή όπως χρησιμοποιείται για τις καπιταλιστικές οικονομίες φαίνεται αμφίβολη.
[5] Μερικές φορές υποστηρίζεται ότι ο Ένγκελς θεωρούσε ότι ένα καπιταλιστικό κράτος θα μπορούσε να υπάρξει με ένα μόνο κεφάλαιο, όπου ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων έχει εξαφανιστεί. Στο Ένγκελς, 1970: “Το σύγχρονο κράτος, ανεξάρτητα από τη μορφή του, είναι ουσιαστικά μια καπιταλιστική μηχανή – το κράτος των καπιταλιστών, η ιδανική προσωποποίηση του συνολικού εθνικού κεφαλαίου. Όσο περισσότερο προχωράει στην κατάληψη των παραγωγικών δυνάμεων, τόσο περισσότερο γίνεται στην πραγματικότητα ο εθνικός καπιταλιστής, τόσο περισσότερους πολίτες εκμεταλλεύεται. Οι εργάτες παραμένουν μισθωτοί εργάτες – προλετάριοι. Η καπιταλιστική σχέση δεν καταργείται”. Αυτό φαίνεται να υποδηλώνει ότι θα μπορούσατε να έχετε μια κρατική μορφή καπιταλισμού – τον κρατικό καπιταλισμό. Αλλά διαβάστε παρακάτω: “Η καπιταλιστική σχέση δεν καταργείται. Αντίθετα, οδηγείται σε μία κορύφωση. Όμως, όταν κορυφώνεται, ανατρέπεται. Η κρατική ιδιοκτησία των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι η λύση της σύγκρουσης, αλλά κρύβει μέσα της τις τεχνικές συνθήκες που αποτελούν τα στοιχεία αυτής της λύσης”. Έτσι, η κρατική ιδιοκτησία δεν απαλλάσσεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, π.χ. τη μισθωτή εργασία, αλλά υπάρχει μια ποιοτική αλλαγή (μια “ανατροπή”) από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με πολλά κεφάλαια που ανταγωνίζονται σε μια αγορά. Ο Ένγκελς συνεχίζει: “Το προλεταριάτο καταλαμβάνει την πολιτική εξουσία και μετατρέπει τα μέσα παραγωγής σε κρατική ιδιοκτησία. Αυτή είναι η πρώτη πράξη, δυνάμει της οποίας το κράτος αυτοσυστήνεται πραγματικά ως εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας – η κατάληψη των μέσων παραγωγής στο όνομα της κοινωνίας -, και ταυτόχρονα, η τελευταία ανεξάρτητη πράξη του ως κράτος. Η κρατική παρέμβαση στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται, στο ένα πεδίο μετά το άλλο, περιττή, και μετά πεθαίνει από μόνη της· η κυβέρνηση των προσώπων αντικαθίσταται από τη διοίκηση των πραγμάτων, και από τη διεξαγωγή των διαδικασιών παραγωγής. Το κράτος δεν “καταργείται”. Πεθαίνει“. Οι εργάτες καταλαμβάνουν την πολιτική εξουσία, απαλλοτριώνουν τους καπιταλιστές, και στη συνέχεια υπάρχει μια μεταβατική περίοδος που τελικά καταργεί τις εναπομείνασες καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, δηλαδή τη μισθωτή εργασία, το χρήμα και το (καπιταλιστικό) κράτος- μηχανή. Υπάρχει λοιπόν μια μεταβατική περίοδος όπου το κράτος υπάρχει (αλλά υποτίθεται ότι μαραίνεται), και όπου η μισθωτή εργασία συνεχίζεται, αλλά υποτίθεται ότι σταδιακά εξαλείφεται καθώς “οι τεχνικές συνθήκες” παρέχουν τη “λύση”. Αυτό δεν είναι “κρατικός καπιταλισμός” αλλά το κράτος σε μια μεταβατική οικονομία.
[6] Τρότσκι (1932): “Η σοβιετική οικονομία υποτίθεται ότι υπακούει στους κανονικούς νόμους του καπιταλισμού κ.λπ. Ωστόσο, ένα τέτοιο επιχείρημα βρέθηκε αμέσως μπλεγμένο σε ένα πλήθος αντιφάσεων. Για να μην ψάξουμε περισσότερο, πρέπει να επισημάνουμε ότι, αν η Σοβιετική Ένωση ήταν καπιταλιστική (ή κρατική καπιταλιστική, δεν έχει πραγματική διαφορά για την ουσία του επιχειρήματος), τότε έπρεπε να έχει τον ίδιο νόμο κίνησης με τον καπιταλισμό, δηλαδή, άνθηση και ύφεση. Όσο κι αν γυροφέρνετε, δεν θα βρείτε κανένα τέτοιο φαινόμενο. Έτσι, λοιπόν, δεν υπάρχει ούτε ένα τέτοιο φαινόμενο. Η υιοθέτηση μιας λανθασμένης θεωρίας οδηγεί αναγκαστικά στην εγκατάλειψη της βασικής θέσης του μαρξισμού. Εδώ έχουμε ένα είδος καπιταλισμού που έχει καταφέρει να εξαλείψει τη θεμελιώδη αντίφαση της οικονομίας της αγοράς. Ένας καπιταλισμός χωρίς ανεργία, ικανός να αναπτύξει τα μέσα παραγωγής σε πρωτόγνωρους ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς να διακόπτεται από κρίσεις υπερπαραγωγής”.
[7] Όπως το έθεσε ο Σι σε μια μακροσκελή ομιλία του τον Ιούλιο του 2021 προς τα μέλη του κόμματος (Xi Jinping, 2021, η έμφαση δική μου): “Η υλοποίηση της κοινής ευημερίας είναι κάτι περισσότερο από ένας οικονομικός στόχος. Είναι ένα μείζον πολιτικό ζήτημα που αφορά τη θεμελίωση της διακυβέρνησης του κόμματός μας. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να συνεχίσει να μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών – οι φτωχοί να συνεχίζουν να γίνονται φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι να συνεχίζουν να γίνονται πλουσιότεροι. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε το χάσμα του πλούτου να γίνει ένα αγεφύρωτο χάσμα. Φυσικά, η κοινή ευημερία θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με σταδιακό τρόπο που να λαμβάνει πλήρως υπόψη τι είναι απαραίτητο και τι είναι δυνατό και αν τηρεί τους νόμους που διέπουν την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, όμως, δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθόμαστε και να περιμένουμε. Πρέπει να δράσουμε προληπτικά για τη μείωση των διαφορών μεταξύ των περιφερειών, μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών και μεταξύ πλούσιων και φτωχών ανθρώπων. Πρέπει να προωθήσουμε την ολόπλευρη κοινωνική πρόοδο και την ολόπλευρη προσωπική ανάπτυξη και να υποστηρίξουμε την κοινωνική δικαιοσύνη, έτσι ώστε ο λαός μας να απολαμβάνει τους καρπούς της ανάπτυξης με δικαιότερο τρόπο. Θα πρέπει να φροντίσουμε ώστε οι άνθρωποι να έχουν μια ισχυρότερη αίσθηση ολοκλήρωσης, ευτυχίας και ασφάλειας και να τους κάνουμε να αισθάνονται ότι η κοινή ευημερία δεν είναι ένα κενό σύνθημα, αλλά ένα συγκεκριμένο γεγονός που μπορούν να δουν και να αισθανθούν οι ίδιοι“. Και, σχετικά με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Σi παραδέχτηκε με οξυδέρκεια σε αυτή την ομιλία: “Η Σοβιετική Ένωση ήταν η πρώτη σοσιαλιστική χώρα του κόσμου και κάποτε γνώρισε θεαματική επιτυχία. Τελικά, όμως, κατέρρευσε, κυρίως επειδή το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης αποκολλήθηκε από τον λαό και μετατράπηκε σε μια ομάδα προνομιούχων γραφειοκρατών που ασχολούνταν μόνο με την προστασία των δικών τους συμφερόντων. Ακόμη και σε μια εκσυγχρονισμένη χώρα, αν ένα κυβερνόν κόμμα γυρίσει την πλάτη του στο λαό, θα θέσει σε κίνδυνο τους καρπούς του εκσυγχρονισμού”.
Σημειώσεις μεταφραστή
[i] Ο Μάικλ Ρόμπερτς είναι οικονομολόγος και συγγραφέας που εργάστηκε για διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο Σίτυ του Λονδίνου. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων: The Great Recession – a Marxist view (2009), The Long Depression (2016), World in Crisis (επιμ. 2018)- Marx 200 (2018), και Engels 200 (2020). Αρθρογραφεί τακτικά στο ιστολόγιο https://thenextrecession.wordpress.com/.
[ii] Στην επιχειρηματική γλώσσα, «…η επιχείρηση unicorn (Σ.τ.Μ. μονόκερος), είναι μια startup εταιρεία αξίας άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ, η οποία είναι ιδιωτική και δεν είναι εισηγμένη σε μετοχική αγορά. Ο όρος δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2013, επινοημένος από την Aileen Lee κεφαλαιούχο επιχειρηματικού κινδύνου, επιλέγοντας το μυθικό ζώο να αντιπροσωπεύει τη στατιστική σπανιότητα τέτοιων επιτυχημένων εγχειρημάτων…» https://en.wikipedia.org/wiki/Unicorn_(finance).
[iii] Eταιρείες κεφαλαίου υψηλού κινδύνου. Βλ.: https://en.wikipedia.org/wiki/Venture_capital.
[iv] Duck-billed platypus. Ο αρθρογράφος εννοεί τον πλατύποδα ή ορνιθόρυγχο (Ornithorhynchus anatinus), ημιυδρόβιο θηλαστικό ενδημικό στην ανατολική Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένης και της Τασμανίας. Μαζί με τα τέσσερα υπάρχοντα είδη έχιδνας αποτελούν τα πέντε είδη μονοτρημάτων που είναι τα μόνα θηλαστικά που γεννούν αυγά αντί για νεογνά.
[v] Εργοστάσια ή εργαστήρια, όπου οι χειρώνακτες εργάτες απασχολούνται με πολύ χαμηλούς μισθούς για πολλές ώρες και κάτω από κακές συνθήκες (https://en.wikipedia.org/wiki/Sweatshop).
[vi] Νόμισμα της ΛΔΚ.
Αναφορές
Carchedi, G. & Roberts M. (2021) “The Economics of Modern Imperialism,” Historical Materialism, 29(4): 23–69.
Cheremukhin, A., Golosov, M., Guriev, S. & Tsyvinski, A. (2015) The Economy of People’s Republic of China from 1953. National Bureau of Economic Research, Working Paper 21397. http://www.nber.org/papers/w21397.
China Labour Bulletin (2022) Reimagining Workers’ Rights in China. Available at: https://clb.org.hk/sites/default/files/CLB_Reimagining_Workers_Rights_in_China_March_2022.pdf.
Ching Kwan Lee (2007) Against the Law: Labor Protests in China’s Rustbelt and Sunbelt. Berkeley: University of California Press.
Cliff, T. (1964) Russia: A Marxist Analysis. https://www.marxists.org/archive/cliff/ works/1964/russia/index.htm.
Credit Suisse (2021) Global Wealth Report. https://www.credit-suisse.com/about-us/en/ reports-research/global-wealth-report.html.
Engels F. (1970) [1880] “Socialism: Utopian and Scientific,” in K. Marx & F. Engels, Selected Works, vol. 3. Moscow: Progress Publishers, 1970, 95–151.
Engels F. (1891) Postscript to The Civil War in France (1871). https://www.marxists.org/archive/marx/works/1871/civil-war-france/postscript.htm.
Fan, J. P. H. & Morck, R. (eds.) (2013) Capitalizing China. Chicago: University of Chicago Press.
Jabbour, E., Dantas, A. & Espíndola, C. (2021) China and Market Socialism: A New Socioeconomic Formation. International Critical Thought, 11(1): 20–36, DOI: 10.1080/21598282.2021.1886147.
Long, Zhiming, Herrera, R. & Andréani, T. (2018) “On the Nature of the Chinese Economic System,” Monthly Review, 70(5). https://monthlyreview.org/2018/10/01/on-the-nature-ofthe-chinese-economic-system.
Malik, A. A. et al. (2021) Banking on the Belt and Road. AidData, September. https://www.aiddata.org/publications/banking-on-the-belt-and-road.
Marquetti, A., Chaves, C. V. & Ribeiro, L. C. & da Motta e Albuquerque, E. (2018) “Rate of Profit in the United States and in China (2007–2014): Introductory Comparison of Two Trajectories,” Textos para Discussão Cedeplar-UFMG 577, Cedeplar, Universidade Federal de Minas Gerais. https://ideas.repec.org/p/cdp/texdis/td577.html.
Marx K. (1852) Letter to Weydemeyer. https://wikirouge.net/texts/en/Letter_to_Joseph_Weydemeyer,_March_5,_1852 .
Marx, K. (1871) The Civil War in France. https://www.marxists.org/archive/marx/works/1871/civil-war-france/index.htm .
Marx K. (1875) Critique of the Gotha Programme. https://www.marxists.org/archive/marx/works/1875/gotha/.
Minqi Li, (2021) “China: Imperialism or Semi-Periphery?” Monthly Review, 73(3). https://monthlyreview.org/2021/07/01/china-imperialism-or-semi-periphery/.
Szamosszegi, A. & Kyle, C. (2011) An Analysis of State‐Owned Enterprises and State Capitalism in China. U.S.-China Economic and Security Review Commission. Available at: https://www.uscc.gov/research/analysis-state-owned-enterprises-and-state-capitalism-china.
Trotsky, L. (1932) “The Soviet Economy in Danger”. Available at: https://www.marxists.org/archive/trotsky/1932/10/sovecon.htm.
Weber, I. M. (2021) How China Escaped Shock Therapy: The Market Reform Debate. https://thenextrecession.files.wordpress.com/2021/01/howchinaescapedshocktherapy_themar_preview-2.pdf.
World Bank (2013) China 2030: Building a Modern, Harmonious, and Creative Society. Available at: https://www.worldbank.org/content/dam/Worldbank/document/China-2030-complete.pdf.
Xi Jinping (2021) “Placing Greater Emphasis on Promoting Common Prosperity for All,” Qiushi, CPC Central Committee bi-monthly, No. 19, November–December 2021. http://en.qstheory.cn/2022-01/18/c_699050.htm.
Yaffe, H. (2012) “Che Guevara and the Great Debate, Past and Present,” Science & Society, 76(1): 11–40.
Yu Yongding (2013) Is Mercantilism Doomed to Fail? China, Germany, and Japan and The Exhaustion of Debtor Countries. Institute for New Economic Thinking, Available at: https://www.ineteconomics.org/research/research-papers/is-mercantilism-doomed-to-fail-chinagermany-and-japan-and-the-exhaustion-of-debtor-countries.