Αναδυόμενοι ιμπεριαλιστές; Από την ανταπόκριση του Michael Roberts από το συνέδριο HM2025 για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο
μετ. Διονύσης Περδίκης
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε το πρώτο μέρος της ανταπόκρισης από το ιστολόγιο του Μάικλ Ρόμπερτς για το συνέδριο Historical Materialism (Σ.τ.Μ., Ιστορικός Υλισμός) του ομώνυμου περιοδικού, το οποίο έλαβε χώρα πρόσφατα (6-9/11/2025) στο Λονδίνο. Στο πρώτο αυτό μέρος της ανταπόκρισής του, ο αρθρογράφος εστιάζει σε συνεδρίες σχετικές με τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και του πολέμου.
Από την πλευρά μας, εστιάζουμε σε μια από τις δύο παρουσιάσεις του ίδιου του Μάικλ Ρόμπερτς στο συνέδριο αυτό, με τίτλο Catching up or falling behind? (Σ.τ.Μ., Προφταίνοντας ή μένοντας πίσω;· βρείτε τις διαφάνειές του στον σύνδεσμο αυτόν). Σε αυτήν ο Ρόμπερτς παρουσιάζει πειστικότατα στοιχεία που δείχνουν ότι οι ισχυρότερες χώρες της Παγκόσμιας Πλειοψηφίας, δηλ. αυτές των BRICS, δεν προσεγγίζουν τις ιμπεριαλιστικές χώρες (λίγο-πολύ οι G7, κατά τον αρθρογράφο), σε μια σειρά δεικτών, όπως το κατά κεφαλήν εισόδημα, η παραγωγικότητα της εργασίας (ένα μέτρο που όταν εκφράζεται σε χρηματικούς, δηλ. αξιακούς, όρους στην ουσία αποτελεί το αντίστροφο του μοναδιαίου κόστους εργασίας, δηλ. υπολογίζεται ως ο λόγος της προστιθέμενης αξίας ανά μονάδα εργασίας, οπότε και διαφέρει ουσιωδώς από τη μαρξική έννοια της παραγωγικότητας ως μάζα παραγωγής ανά μονάδα εργασίας, δηλ. ως μια ιδιότητα της συγκεκριμένης και όχι της αφηρημένης εργασία·, βλ. σχετικά το άρθρο του Τζον Σμιθ, «Εκμετάλλευση και υπερεκμετάλλευση στη θεωρία του ιμπεριαλισμού» που μεταφράσαμε το 2021, από την εισήγησή του στο ίδιο συνέδριο το 2019) και ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ. Με την εξαίρεση της Κίνας, το χάσμα μεταξύ των δύο ομάδων χωρών δεν δείχνει καμία τάση για να κλείσει, ενώ ακόμη και στην περίπτωση της Κίνας, θα απαιτηθούν ολόκληρες δεκαετίες με τη σημερινή δυναμική για να συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο Ρόμπερτς αποδίδει την πραγματικότητα αυτή σε δύο παράγοντες: πρώτον, την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, δηλ. τη μεταφορά (υπερ)αξίας από τις χώρες αυτές προς τις ιμπεριαλιστικές· δεύτερον, ότι καθώς αναπτύσσονται και αυτές οι χώρες, το γενικό ποσοστό κέρδους μειώνεται ιστορικά, προσεγγίζοντας σταδιακά αυτό των ιμπεριαλιστικών χωρών, οπότε και χάνεται η αυξημένη αναπτυξιακή δυναμική που απαιτείται για να «προφτάσουν» τις ιμπεριαλιστικές χώρες.
Η εξαίρεση της Κίνας και πάλι αφορά την πραγματικότητα της μειωμένης εξάρτησης της παραγωγικής της επένδυσής, ιδιαίτερα της κρατικής, που είναι κατά τάξεις μεγέθους πιο υψηλή από οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα, από το ποσοστό κέρδους, κάτι που συνηγορεί στην ποιοτικά διαφορετική φύση της οικονομίας της. Έτσι, ο Ρόμπερτς επαναλαμβάνει με αυτήν την ευκαιρία την άποψή του ότι η Κίνα είναι μια χώρα «εγκλωβισμένη» στη μετάβαση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού και όχι μια καπιταλιστική χώρα. Πράγματι, δεν υπάρχει προηγούμενο άλλης αναπτυσσόμενης χώρας που να κατάφερε να «προφθάσει» τις ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες, μετά την ΕΣΣΔ…
Συνολικά, ο Ρόμπερτς εντοπίζει μια πλευρά του εσωτερικού ορίου της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυτό της μειωμένης παραγωγής υπεραξίας για κάθε μονάδα επενδεδυμένου κεφαλαίου, λόγω της υψηλής οργανικής σύνθεσής του. Η προσέγγιση του ορίου αυτού, είτε μιλάμε για ιμπεριαλιστικές, ανεπτυγμένες, χώρες, είτε για αναπτυσσόμενες, καθιστά την ιστορική επανάληψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης των σημερινών ιμπεριαλιστικών χωρών κατά τον 19ο αιώνα ένα σχεδόν αδύνατο ενδεχόμενο.
Δυστυχώς, σήμερα, αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από όσους, διεθνώς και εγχωρίως (π.χ. βλ. τις πρόσφατες Θέσεις της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΜΕΤΑΒΑΣΗς[1]), ερμηνεύουν την ταχεία ανάπτυξη της Λ.Δ. της Κίνας σε συνδυασμό με τη ραγδαία άνοδο του βιοτικού επιπέδου του κινεζικού λαού, εδώ και αρκετές δεκαετίες, ως μια επανάληψη, π.χ. της ανάπτυξης της Γερμανίας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και, τελικά, ως μια επιτυχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε μια – τεράστια σε έκταση και πληθυσμό – αναπτυσσόμενη και πρώην αποικιοκρατούμενη χώρα. Μάλιστα, η ερμηνεία αυτή συνεπάγεται, λίγο – πολύ, ότι η Λ.Δ. της Κίνας αποτελεί (αναδυόμενη) ιμπεριαλιστική χώρα/δύναμη υπό την ηγεσία του ΚΚ Κίνας (βλ. ξανά τη θέση της ΜΕΤΑΒΑΣΗς[2], που συγκλίνει ως προς αυτό με την πλειοψηφία της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς, όπως το ΚΚΕ, η Κομμουνιστική Απελευθέρωση, κ.α.)!
Δεν μπορούμε να μην τονίσουμε πόσο σημαντικές πολιτικές συνέπειες έχει μια λάθος εκτίμηση στα ζητήματα αυτά! Πέραν της τελείως στρεβλής κατανόησης της φύσης του σύγχρονου σταδίου του καπιταλισμού (ένας καπιταλισμός νέος και ακμαίος ή παρακμιακός και παρασιτικός;) ή των διεθνών αντιθέσεων στη σημερινή ιστορική συγκυρία («ανταγωνισμός» και πόλεμος μεταξύ – παλιών και νέων – ιμπεριαλιστών για την «ηγεμονία»; πόλεμος για την εθνική ανεξαρτησία απέναντι στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία, καταπίεση και εκμετάλλευση; πόλεμος μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού;), μια τέτοια θέση περί, όχι μόνο καπιταλιστικής, αλλά και ιμπεριαλιστικής Κίνας, οδηγεί – στην πράξη – σε απομόνωση από τη συντριπτική πλειοψηφία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ενώ στερεί το εγχώριο κίνημα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ από τις διεθνείς συμμαχίες που θα ήταν άκρως αναγκαίες για μια νεαρή, αντιιμπεριαλιστική ή/και σοσιαλιστική εξουσία! Ας φανταστούμε και μόνο τους Έλληνες κομμουνιστές σε μια διεθνή σύνοδο των κομμουνιστικών κομμάτων, σαν αυτές που φιλοξενεί το ΚΚ Κούβας για παράδειγμα, να αναφέρονται στους εκπροσώπους του ΚΚ Κίνας ως «ιμπεριαλιστές»! Σε αυτή τη θέση βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό το ΚΚΕ για παράδειγμα…
Πέραν του εσωτερικού ορίου, οι Κινέζοι κομμουνιστές φαίνεται να αντιλαμβάνονται, καλύτερα από τους Ευρωπαίους και Έλληνες ομολόγους τους, ότι υπάρχει και ένα εξωτερικό όριο για το πόσοι και πόσο μεγάλοι ιμπεριαλιστές χωράνε στη γη, και ότι αυτό το εξωτερικό όριο αφορά και το ίδιο το φυσικό περιβάλλον. Ας δούμε τι αναφέρει επί τούτου ο Σι Τζιπίνγκ:
«Τώρα, ο συνολικός πληθυσμός των ευκατάστατων χωρών του κόσμου είναι περίπου 1 δισ., ενώ η Κίνα έχει πάνω από 1,3 δισ. ανθρώπους. Αν πρόκειται όλοι μας [οι 1,4 δισ. άνθρωποι στην Κίνα] να εκσυγχρονιστούμε, ο ευκατάστατος πληθυσμός θα υπερδιπλασιαζόταν. Αν επρόκειτο να καταναλώνουμε όση ενέργεια στην παραγωγή και την καθημερινή ζωή όση καταναλώνουν οι σημερινοί ευκατάστατοι λαοί, όλοι οι υπάρχοντες πόροι της γης θα ήταν εξαιρετικά ανεπαρκείς για μας! Ο παλιός δρόμος φαίνεται να είναι αδιέξοδος. Πού είναι [όμως] ο νέος δρόμος; Βρίσκεται στην επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία και στην επιταχυνόμενη μετάβαση από την οδηγούμενη από παράγοντες παραγωγής και επενδύσεις μεγέθυνση στην οδηγούμενη από καινοτομίες μεγέθυνση.»
Πέραν αυτών, ο Ρόμπερτς καταθέτει ενδιαφέροντα κριτικά σχόλια για τις παρουσιάσεις άλλων, π.χ. σχετικά με τον λεγόμενο «υποϊμπεριαλισμό», με το πως μπορούν οι ΗΠΑ να είναι, πλέον, χώρα οφειλέτης, παρόλο που είναι η ηγεμονεύουσα ιμπεριαλιστική δύναμη (προφανώς χάρις στην παντοκρατορία του δολαρίου…), ή ενάντια στις θεωρίες των Α. Νέγκρι και Μ. Χαρντ για τον ιμπεριαλισμό.
Καλή ανάγνωση λοιπόν!
Διονύσης Περδίκης
Σημειώσεις εισαγωγής
[1] «Ένα καθεστώς πιο κοντά σε αυτό που ορίζεται ως κρατικός καπιταλισμός, όσον αφορά στην κοινωνική ουσία, αλλά και με άλλες διεθνείς σχέσεις με τις χώρες της παγκόσμιας «περιφέρειας», με τις οποίες δεν είχε ποτέ αποικιοκρατικό παρελθόν. Το ότι έχει ανορθώσει το βιοτικό επίπεδο μεγάλου μέρους του κινέζικου πληθυσμού (συμβάλλοντας έτσι και στην ανόρθωση συνολικά των αντίστοιχων δεικτών του παγκόσμιου βιοτικού επιπέδου) δεν αναιρεί αυτή την πραγματικότητα. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και στις χώρες της αναπτυγμένης «Δύσης» στην παλιότερη πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξής τους, χωρίς να αναιρεί το ότι ήταν και παραμένουν αστικά εκμεταλλευτικά καθεστώτα.»
[2] «Πλέον, πρόκειται σαφώς για ανερχόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη που επιχειρεί να συνάψει έναν ανταγωνιστικό άξονα στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, παρόλο που σε αυτή την προσπάθεια υπάρχουν σημαντικές αντιθέσεις ακόμα»
Συνέδριο Ιστορικού Υλισμού 2025 μέρος πρώτο: ιμπεριαλισμός και πόλεμος
του Michael Roberts
Κάθε χρόνο το περιοδικό Historical Materialism διοργανώνει ένα συνέδριο στο Λονδίνο. Σε αυτό συμμετέχουν (κυρίως) ακαδημαϊκοί και φοιτητές για να συζητήσουν τη μαρξιστική θεωρία και να ασκήσουν κριτική στον καπιταλισμό.

Φέτος το συνέδριο φάνηκε να έχει μεγάλη συμμετοχή και να είναι το καλύτερα οργανωμένο μέχρι τώρα. Υπήρχε μια τεράστια ποικιλία συνεδριών και ολομελειών με θέματα την οικονομία, τον πολιτισμό, την τεχνολογία, τον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο και τα ζητήματα φύλου. Υπήρχαν πολλές «ροές» παρουσιάσεων για τον φασισμό, την τεχνολογία (τεχνητή νοημοσύνη), τον ιμπεριαλισμό, την κλιματική αλλαγή και, φυσικά, τη μαρξιστική θεωρία. Δεν μπορούσα να είμαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα και να εξετάσω όλες τις εισηγήσεις, οπότε η κάλυψη του συνεδρίου θα είναι μεροληπτική λόγω των δικών μου προτιμήσεων.

Θα ξεκινήσω αναφέροντας την παρουσίασή μου σε μια συνεδρία με θέμα τον ιμπεριαλισμό. Η εργασία μου είχε τίτλο «Προφταίνοντας ή μένοντας πίσω;». Σε αυτήν, εξέτασα αν οι φτωχότερες χώρες του λεγόμενου «Νότου» προσέγγιζαν τις πλουσιότερες χώρες του λεγόμενου «Βορρά». Τα μέτρα «προσέγγισης» που χρησιμοποίησα ήταν 1) τα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, 2) τα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας και 3) ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης που καταρτίστηκε από τον ΟΗΕ. Πήρα τον μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης για κάθε ένα από αυτά τα μέτρα για τις χώρες του G7 (ή τις λεγόμενες «οικονομίες υψηλού εισοδήματος») και τον συνέκρινα με εκείνον των χωρών BRICS. Προέβλεψα αυτές τις τάσεις για το μέλλον, προκειμένου να δω αν το χάσμα μεταξύ των πλούσιων οικονομιών του Βορρά θα κλείσει τελικά από τις οικονομίες του Νότου (BRICS). Και στα τρία μέτρα, ο Νότος δεν κλείνει το χάσμα και δεν θα το κλείσει ποτέ – με την πιθανή εξαίρεση της Κίνας.
Γιατί δεν μειωνόταν το χάσμα; Ο κύριος λόγος ήταν ο ιμπεριαλισμός. Ο πλούτος (η αξία) μεταφέρεται συνεχώς από τον Παγκόσμιο Νότο στον Παγκόσμιο Βορρά. Επίσης, η κερδοφορία του κεφαλαίου στον Παγκόσμιο Νότο μειωνόταν ταχύτερα από ό,τι αυξανόταν η παραγωγικότητα της εργασίας, γεγονός που επιβράδυνε τις παραγωγικές επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη στον Παγκόσμιο Νότο. Η Κίνα αποτελούσε εξαίρεση, καθώς η αύξηση των επενδύσεών της επηρεαζόταν λιγότερο από την κερδοφορία του κεφαλαίου σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία του Παγκόσμιου Νότου. Διαπίστωσα ότι το ετήσιο κέρδος σε αξία για τις ιμπεριαλιστικές οικονομίες του Βορρά ήταν περίπου 2-3% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, ενώ η ετήσια απώλεια ήταν παρόμοια για τις πολύ πιο πυκνοκατοικημένες οικονομίες του Νότου. Με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, οι οικονομίες των G7 (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ) δεν θα παρουσίαζαν καμία ανάπτυξη, ενώ οι οικονομίες του Νότου θα αναπτύσσονταν πολύ ταχύτερα και θα άρχιζαν να καλύπτουν τη διαφορά.
Μεταφορές αξίας μέσω του εμπορίου (% του ΑΕΠ)

Πηγή: The Economics of modern imperialism, περιοδικό Historical Materialism, 4, 2021

Πηγή: ΔΝΤ
Στην ίδια συνεδρίαση, ο Pedro Matto προέβη σε μια πειστική κριτική της έννοιας του υπο-ιμπεριαλισμού. Η έννοια αυτή υποστηρίζει ότι ο Παγκόσμιος Βορράς μπορεί να κερδίζει μεταφορές αξίας από τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, αλλά οι μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες του Νότου, όπως η Βραζιλία, η Ρωσία, η Νότια Αφρική, η Ινδία ή η Κίνα, κερδίζουν επίσης μεταφορές αξίας από τις ασθενέστερες περιφερειακές οικονομίες των περιοχών τους. Υπό αυτή την έννοια, αυτές οι χώρες είναι υπο-ιμπεριαλιστικές.
Ποτέ δεν με έπεισε αυτή η έννοια για τρεις λόγους: πρώτον, υπονοεί ότι κάθε χώρα είναι «λίγο ιμπεριαλιστική» και «λίγο εκμεταλλευόμενη». Αυτό πραγματικά αποδυναμώνει την έννοια του ιμπεριαλισμού που βασίζεται σε λίγες ώριμες, ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες του Βορρά, όπως τις προσδιόρισε για πρώτη φορά ο Λένιν, που εκμεταλλεύονται τον υπόλοιπο κόσμο. Δεύτερον, όπως είπε ο Matto στην κριτική του, αν κάθε χώρα είναι λίγο ιμπεριαλιστική, αυτό αποδυναμώνει κάθε κατεύθυνση για αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Επίσης, δεν υπάρχει καμία εμπειρική απόδειξη για σημαντικές μεταφορές αξίας από χώρες όπως η Ζάμπια προς τη Νότια Αφρική, ή από την Παραγουάη προς τη Βραζιλία, ή από φτωχότερες χώρες της Ασίας προς την Κίνα, που να αντιστοιχούν σε οποιονδήποτε τρόπο στο μέγεθος των μεταφορών αξίας μέσω του εμπορίου και των χρηματοοικονομικών ροών από τις οικονομίες των BRICS προς τις οικονομίες των G7+.
Επίσης, σε αυτή τη συνεδρία, η Cristina Re και ο Gianmaria Brunazzi παρουσίασαν μια ενδιαφέρουσα θεωρία για αυτό που ονόμασαν «ιμπεριαλισμός που βασίζεται στο χρέος». Οι ΗΠΑ ήταν πιστωτής στην παγκόσμια οικονομία, με εμπορικά πλεονάσματα, ενώ παράλληλα χορηγούσαν δάνεια και επένδυαν στο εξωτερικό. Από τη δεκαετία του 1970, όμως, παρουσίασαν αυξανόμενα εμπορικά ελλείμματα και έτσι συσσώρευσαν τεράστια χρέη με τον υπόλοιπο κόσμο, ιδίως με την Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Κίνα. Ωστόσο, επειδή το δολάριο ήταν το παγκόσμιο νόμισμα συναλλαγών και αποθεματικό νόμισμα, αυτό το χρέος δεν αποτελούσε μειονέκτημα, αλλά ένα νέο οικονομικό όπλο για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό για να κυριαρχήσει σε άλλες χώρες.
Πρέπει να πω ότι δεν βρήκα αυτή τη θεωρία πειστική. Για μένα, ο ιμπεριαλισμός του χρέους είναι όταν οι φτωχές χώρες συσσωρεύουν τεράστια χρέη (δάνεια) από ιμπεριαλιστικούς θεσμούς προκειμένου να αναπτυχθούν, αλλά στη συνέχεια, σε περιόδους οικονομικής κρίσης, αναγκάζονται να αθετήσουν τις υποχρεώσεις τους, να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους και να επιβάλουν αυστηρά μέτρα λιτότητας για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες του Βορρά και το ΔΝΤ κ.λπ. Οι ΗΠΑ αποτελούν εξαίρεση ως οφειλέτης λόγω του «εξαιρετικού προνομίου» του δολαρίου και επειδή μπορούν εύκολα να χρηματοδοτήσουν τα εμπορικά τους ελλείμματα μέσω επενδύσεων από το εξωτερικό σε αμερικανικές εταιρείες και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, δεν καταλαβαίνω πώς από αυτό προκύπτει ότι το χρέος των ΗΠΑ αποτελεί ένα νέο μέσο κυριαρχίας για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ σε μια «εμβληματική» συνεδρία με μαζική προσέλευση με θέμα «Επανεξετάζοντας τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο». Ο Michael Hardt υποστήριξε ότι ο ιμπεριαλισμός (προφανώς τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης) μεταμορφώνεται σε «παγκόσμια καθεστώτα πολέμου», καθώς ο μιλιταρισμός αντικαθιστά την οικονομική κυριαρχία. Ένας άλλος ομιλητής, ο Morteza Samanpour, υποστήριξε τα εξής (απόσπασμα από την περίληψη της ομιλίας του): «Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δεν ομογενοποιεί τον χρόνο, αλλά εντείνει τη διαφοροποίησή του. Μέσω των επιχειρήσεων εφοδιαστικής, χρηματοοικονομικής και εξόρυξης, το κεφάλαιο ενοποιεί και κατακερματίζει ταυτόχρονα τις χωροχρονικότητες, δημιουργώντας ενεργές αποσυνδέσεις που εξυπηρετούν την παγκόσμια αναπαραγωγή του». Και «μια διεθνιστική, αντιιμπεριαλιστική πολιτική στρατηγική πρέπει να εναρμονιστεί με τις κατακερματισμένες, άνισες χρονικότητες του παρόντος – ιδίως όσον αφορά τη σύγχρονη πολεμική συγκυρία και τον πολλαπλασιασμό των ιμπεριαλιστικών σχηματισμών πέρα από τον ιστορικό Δυτικό κόσμο. Απαιτεί μια ανανεωμένη στρατηγική λογική, ικανή να εμπλακεί παραγωγικά με τις αποσπασματικές κοινωνικές χρονικότητες του κεφαλαίου, στην υπηρεσία ενός γνήσια απελευθερωτικού διεθνισμού».
Πρέπει να ομολογήσω ότι δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι σήμαιναν όλα αυτά – είμαι πολύ απλοϊκός και χρειάζομαι απλή γλώσσα. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι η ουσία ήταν μια επίθεση σε αυτό που προφανώς ονομάζεται «καμπισμός», δηλαδή ότι μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο που αντιστέκονται στις πολιτικές του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αυτό δεν σημαίνει ότι οι μαρξιστές «πρέπει να υποστηρίζουν αυταρχικά κράτη όπως το Ιράν, η Ρωσία ή η Κίνα απλώς και μόνο επειδή αντιτίθενται στις ΗΠΑ και το Ισραήλ». Συμπαθώ αυτή την άποψη, αν και ο πολιτικός οικονομολόγος που κρύβω μέσα μου διαφωνεί με αυτό που ο Samanpour ονόμασε «διάδοση ιμπεριαλιστικών σχηματισμών πέρα από τον ιστορικό Δυτικό κόσμο». Με αυτό εννοεί ότι η Κίνα ή η Ρωσία είναι ιμπεριαλιστικές ή ακόμα και το Ιράν ή η Σαουδική Αραβία;
Οι άλλοι ομιλητές σε αυτή τη μεγάλη συνάντηση επικεντρώθηκαν στο πώς να καταπολεμήσουμε τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Η Eleonora Cappuccilli και ο Michele Basso έδειξαν τις διεθνείς ταξικές οργανώσεις που προσπαθούν να δημιουργήσουν και όχι τα «ανθεκτικά» κράτη ως τον τρόπο για να νικήσουν τον ιμπεριαλισμό και να σταματήσουν τον πόλεμο, αν και μίλησαν για ένα κίνημα «ζωντανής εργασίας» (νομίζω ότι ένας απλούστερος όρος θα ήταν «κίνημα εργατών») και φάνηκαν να υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες και η «επισφαλής εργασία» θα ήταν η αιχμή του δόρατος στην καταπολέμηση του ιμπεριαλισμού, κάτι που μου φάνηκε απίθανο.
Ο Feyzi Ismail υποστήριξε ότι οι επενδύσεις και η συντήρηση των στρατιωτικών υποδομών αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που συμβάλλουν στις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δραστηριότητες – εξαιρουμένων των ενεργών πολεμικών συγκρούσεων – ευθύνονται ήδη για περίπου το 6% των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών. Για να σταματήσει ο κύκλος της προτεραιότητας που δίνεται στις στρατιωτικές απαντήσεις σε θέματα ασφάλειας, πρόσβασης σε εθνικούς πόρους, μετανάστευσης λόγω κλιματικών αλλαγών ή φυσικών καταστροφών, απαιτείται η κινητοποίηση μαζικών κινημάτων – όχι μόνο του κινήματος για το κλίμα, αλλά και των κινημάτων κατά του πολέμου και της λιτότητας μέσω των συνδικάτων και των εργαζομένων.

Πηγή: ΟΑΣΑ
Συνολικά, βρήκα αυτή τη συνεδρίαση μπερδεμένη, αλλά ίσως είναι επειδή γερνάω. Ο ισχυρισμός είναι ότι ο ιμπεριαλισμός δεν περιορίζεται στους «συνήθεις υπόπτους» του Βορείου Ημισφαιρίου, αλλά τώρα η παγκόσμια τάξη είναι πολυπολική, με την κύρια μάχη να δίνεται μεταξύ δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της μιας σε παρακμή, των ΗΠΑ, και της άλλης σε άνοδο, της Κίνας. Η άποψή μου είναι διαφορετική. Δεν θεωρώ τις ΗΠΑ και την Κίνα ως εξίσου ανταγωνιστικές και επιθετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Όσοι διαβάζουν τακτικά αυτό το ιστολόγιο και τα άρθρα μου για την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας γνωρίζουν ότι δεν θεωρώ την Κίνα ιμπεριαλιστική από οικονομική άποψη, δηλαδή ότι κερδίζει τεράστιες μεταφορές αξίας μέσω του εμπορίου και των χρηματοοικονομικών ροών από φτωχές χώρες. Επίσης, δεν θεωρώ την Κίνα καπιταλιστική με την έννοια ότι κυριαρχούν ο νόμος της αξίας και η παραγωγή και οι επενδύσεις με σκοπό το κέρδος. Αντίθετα, η Κίνα έχει μια οικονομία όπου οι κρατικές επενδύσεις και ο κρατικός σχεδιασμός κυριαρχούν έναντι του καπιταλιστικού τομέα. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η κινεζική κυβέρνηση είναι προπύργιο του επαναστατικού διεθνούς αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, όπως ισχυρίζονται οι «καμπιστές». Πράγματι, οι «κομμουνιστές» ηγέτες της Κίνας είναι καθαρά εθνικιστές στην κατεύθυνσή τους.
Στο δεύτερο μέρος της κριτικής μου για το φετινό HM, θα εξετάσω τις συνεδρίες για την κλιματική κρίση και την οικολογία, καθώς και για την τεχνολογία, ιδίως την τεχνητή νοημοσύνη, και θα συνοψίσω τη συνεδρία της δεύτερης παρουσίασής μου, στην οποία συζητήθηκαν οι βασικές τάσεις στην παγκόσμια οικονομία.