
από το ιστολόγιο του Michael Roberts
μετ. Διονύσης Περδίκης
Μεταφράζουμε το παρακάτω άρθρο από το ιστολόγιο του Michael Roberts γιατί προσφέρει μια ωραία σύνοψη της πρόσφατης και σύγχρονης ιστορίας, πολιτικής και, κυρίως, της οικονομίας του Ιράν. Η σύνοψη αυτή συμπληρώνει την εικόνα για το ιστορικό πλαίσιο, εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η σημερινή ιμπεριαλιστική επίθεση του Ισραήλ και του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού. Εξυπακούεται ότι δεν υιοθετούμε διάφορους πολιτικούς χαρακτηρισμούς περί «κληρικαλιστικής απολυταρχίας», «μουλάδων» κ.α. του αρθρογράφου, οι οποίοι μάλλον υπεραπλουστεύουν ή και αδικούν την εσωτερική πολιτική ζωή του Ιράν, μιας κοινωνίας πολύ πιο «ανοιχτής» από ότι πληροφορούμαστε μέσα από τα ΜΜΕ των χωρών μας…
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περιγραφή της οικονομίας του Ιράν ως ένα «γραφειοκρατικό καπιταλισμό» (δεν χρησιμοποιεί ο ΜΡ τον όρο αυτόν), ο οποίος βασίζεται στα έσοδα από την εκμετάλλευση του πετρελαίου, και στον οποίο μεγάλο μέρος της οικονομίας ανήκει και τυγχάνει διαχείρισης από το κράτος, τον στρατό (Φρουροί της Επανάστασης) και τον κλήρο.
Η κοινωνική αυτή κατάσταση φέρει αρκετές ομοιότητες με άλλες χώρες. πλούσιες σε φυσικούς πόρους, οι οποίες αντιστέκονται στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία, αγωνιζόμενες για την εθνική τους ανεξαρτησία π.χ. σήμερα η Βενεζουέλα, όπου επίσης ο στρατός έχει σημαντικό οικονομικό ρόλο, και παλιότερα τόσο η Συρία όσο και η Λιβύη, ενώ ας μην ξεχνάμε και τα αντιιαποικιακά, αντιιμπεριαλιστικά, στρατιωτικά πραξικοπήματα στο Σαχέλ.
Πράγματι, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες χωρών που αντιστέκονται στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία: (α) χώρες στις οποίες οι αντιιμπεριαλιστικές ή/και σοσιαλιστικές επαναστάσεις εγκαθίδρυσαν εργατο-λαϊκές εξουσίες των κομμουνιστικών κομμάτων (Κίνα, Βιετνάμ, Β. Κορέα, Λάος, Κούβα), (β) χώρες όπου την εξουσία κατέχει μερίδα της αστικής τάξης που έχει φιλοδοξίες εθνικά ανεξάρτητης ανάπτυξης και που είναι ταυτόχρονα πλούσιες σε φυσικούς πόρους, ιδιαίτερα ενεργειακούς και, συγκεκριμένα, πετρέλαιο (σε αυτήν την κατηγορία συμπεριλαμβάνεται και η μετασοβιετική Ρωσία, με τις δικές της ιδιομορφίες, βέβαια, καθώς κληρονόμησε την ανάπτυξη του υπαρκτού σοσιαλισμού).
Στις χώρες της δεύτερης κατηγορίας:
(α) η μερίδα της αστικής τάξης που έχει την εξουσία επιδιώκει να καρπωθεί μεγαλύτερο μερίδιο από τη (μονοπωλιακή) γεωπρόσοδο που αποφέρει η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, αποφεύγοντας ή μειώνοντας την ιμπεριαλιστική πρόσοδο,
(β) ένα μέρος της οποίας διοχετεύει και στην υπόλοιπη κοινωνία, π.χ. μέσω ενός κράτους πρόνοιας (Λιβύη, Συρία) ή κοινωνικών προγραμμάτων (Βενεζουέλα), διαμορφώνοντας κοινωνικές συμμαχίες με τον εργαζόμενο λαό, με αποτέλεσμα, συχνά αυτές οι χώρες να έχουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από γειτονικές χώρες με τις οποίες μπορούν να συγκριθούν,
(γ) χωρίς, όμως, να αναπτύσσεται ο καπιταλισμός με ανταγωνιστικό προς τις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες τρόπο, και, επομένως, χωρίς να βελτιώνεται ουσιαστικά η θέση της εργατικής τάξης,
(δ) με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε μια σχετική, κοινωνική και πολιτική, αστάθεια, η ταξική πάλη στο εσωτερικό τους να οξύνεται ανά περιόδους και να είναι ευάλωτες στην προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να ανατρέψει την εξουσία τους για να εγκαθιδρύσει άλλες, υποταγμένες σε αυτόν, π.χ. μέσω «έγχρωμων» αντεπαναστάσεων, αναλαμβάνοντας και την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου.
(ε) Η μη ανταγωνιστικότητα μιας τέτοιας καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και η ανάγκη να προσεταιριστεί η εξουσία τον στρατό για να θωρακιστεί, εξηγούν και την άμεση εμπλοκή του κράτους και του στρατού στην οικονομία με την ανάληψη κάποιων από τις εθνικοποιημένες ή ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις.
Συνολικά, ένας τέτοιος εθνικός, κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός δεν είναι σταθερός. Ούτε προοδεύει προς τον σοσιαλισμό, ούτε μπορεί να αναπτύξει τον καπιταλισμό και να σταθεροποιηθεί. Έρχεται σε αντίθεση με τη σημερινή, ραγδαία ανάπτυξη στη Λ.Δ. της Κίνας, αλλά και με αντίστοιχες περιόδους της ιστορίας της ΕΣΣΔ στον 20ό αιώνα.
Αντίθετα, οι χώρες που έχουν κομμουνιστικά κόμματα στην εξουσία τους γενικά στερούνται τέτοιων φυσικών πόρων και αντέχουν να αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό και να προοδεύουν, κυρίως η Λ.Δ. της Κίνας, στη βάση μιας τελείως διαφορετικής κοινωνικο-ταξικής διάρθρωσης και εξουσίας.
Άραγε υπάρχει δυνατότητα η Λ.Δ. της Κίνας να προσφέρει μέρος από το «κοινωνικοποιημένο» της κεφάλαιο (π.χ. μέσω χαμηλότοκων δανείων, όπως κάνει στην Αφρική και αλλού) και την τεχνογνωσία για να ενισχυθεί η εθνικά ανεξάρτητη ανάπτυξη τέτοιων χωρών; Θα μπορούσε κάτι τέτοιο να λειτουργήσει και υπέρ της μετάβασης των χωρών αυτών προς τον σοσιαλισμό; Θα δέχονταν κάτι τέτοιο, όμως, οι εθνικές, στρατιωτικο-πολιτικές ή και κληρικές, αστικές ελίτ; Και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;
Τα παραπάνω ερωτήματα είναι ενδεικτικά της πολυπλοκότητας των διεθνών σχέσεων ανάμεσα στις δύο κατηγορίες των χωρών που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό. Εξηγεί, ίσως, η πολυπλοκότητα αυτή και το γιατί δεν υπάρχει ένα ενιαίος, αντιιμπεριαλιστικός άξονας με σχετικά συνεκτική στρατηγική, αλλά και πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι οι προσδοκίες μιας στενότερης αμυντικής ή και πυρηνικής συνεργασίας μεταξύ τους ή η διαμόρφωση ενός ενιαίου στρατιωτικο-πολιτικού μπλοκ, τέτοιου που να διακινδύνευε ακόμη και τον άμεσο πόλεμο με τον ιμπεριαλιστικό άξονα, στα πρότυπα π.χ. του Συμφώνου της Βαρσοβίας…
Εξίσου, και ακόμη περισσότερο, εκτός τόπου και χρόνου, βέβαια, είναι όσοι βλέπουν έναν (αναδυόμενο) ιμπεριαλιστικό άξονα στις χώρες αυτές, αρνούμενοι να παραδεχτούν την προοδευτική πλευρά της εθνικά ανεξάρτητης ανάπτυξής τους και απολογούμενοι για τον πραγματικό ιμπεριαλισμό…
Σε κάθε περίπτωση, αναδεικνύεται η οργανική σχέση μεταξύ αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και του αγώνα για τον σοσιαλισμό, καθώς δεν είναι ρεαλιστική μια μακροπρόθεσμη προοπτική ενός εθνικά ανεξάρτητου μεν, μη ιμπεριαλιστικού δε, καπιταλισμού για χώρες όπως αυτές, αλλά και όπως η Ελλάδα… Έτσι, λοιπόν, ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό είναι εκ των ουκ άνευ για μια στρατηγική προσέγγισης στη σοσιαλιστική επανάσταση και, αντίστροφα, η εθνική ανεξαρτησία μπορεί να ολοκληρωθεί και να σταθεροποιηθεί μόνο μέσω της μετάβασης στον σοσιαλισμό.
Διονύσης Περδίκης
Καθώς το Ισραήλ και το Ιράν ανταλλάσσουν εναλλάξ πυραυλικές επιθέσεις μετά τη μεγάλη επίθεση που εξαπέλυσε το Ισραήλ την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ πρότεινε ένα διάστημα δύο εβδομάδων για να διαπραγματευτεί μια συμφωνία «παράδοσης» με το Ιράν ή να συμμετάσχει στην επίθεση κατά του Ιράν με τους δικούς του βομβαρδισμούς. Ο ιρανικός λαός υποφέρει πολύ από τους βομβαρδισμούς, αλλά αυτό προσθέτει απλώς μια άλλη φρικτή διάσταση στην οικονομική κρίση του ίδιου του Ιράν και στην πολύχρονη ταλαιπωρία του λαού του.
Οι οικονομικές επιδόσεις του Ιράν τις τελευταίες δύο δεκαετίες αποκαλύπτουν ένα επίμονο μοτίβο παρακμής. Σύμφωνα με την έκθεση World Economic Outlook που δημοσίευσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) τον Οκτώβριο του 2024, το ονομαστικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) του Ιράν εκτιμήθηκε σε περίπου 434 δισ. δολάρια. Δεδομένου ενός πληθυσμού σχεδόν 90 εκατ. κατοίκων, το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι πολύ χαμηλό, 117ο στον κόσμο.
Ο ετήσιος πληθωρισμός ανέρχεται σήμερα σε περίπου 40%, με την εκτίναξη των τιμών των τροφίμων και τις ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης. Περίπου το 33% των Ιρανών ζουν κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Το ποσοστό ανεργίας των νέων είναι κοντά στο 20%, ενώ οι μισοί άνδρες ηλικίας 25 έως 40 ετών είναι άνεργοι και δεν αναζητούν ενεργά εργασία. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ένα από τα πιο πιεστικά διαρθρωτικά ζητήματα που αντιμετωπίζει το Ιράν ήταν η αδυναμία του να δημιουργήσει επαρκείς ευκαιρίες απασχόλησης, παρά τον νεαρό και αυξανόμενο πληθυσμό του. Εκατομμύρια απόφοιτοι πανεπιστημίων παραμένουν αποκλεισμένοι από το εργατικό δυναμικό, καθώς δεν υπάρχει εργασία.
Τον τελευταίο χρόνο, σε μια χώρα με πλούσια αποθέματα ορυκτών καυσίμων, η χώρα αντιμετώπισε σοβαρή ενεργειακή κρίση, με έλλειμμα ηλεκτρικής ενέργειας 50% της συνολικής παραγωγικής της ικανότητας, με αποτέλεσμα οι απώλειες παραγωγής να εκτιμώνται σε 30-40%. Η εξάντληση των υδάτινων πόρων σήμαινε ότι οι μεγάλοι ταμιευτήρες των φραγμάτων που τροφοδοτούν την Τεχεράνη έχουν φτάσει σε κρίσιμα χαμηλά επίπεδα, μόλις στο 7% της πλήρους χωρητικότητας.
Πώς η ιρανική οικονομία μειώθηκε σε τόσο χαμηλά επίπεδα σε μια χώρα με πολλούς φυσικούς πόρους και σχετικά μορφωμένο εργατικό δυναμικό; Η απάντηση είναι διττή: πρώτον, είναι το αποτέλεσμα των αποτυχιών διαδοχικών διεφθαρμένων καθεστώτων, ξεκινώντας από το πραξικόπημα της CIA το 1953 κατά του εκλεγμένου πρωθυπουργού του Ιράν Μοχάμαντ Μοσαντέγκ για να εγκαταστήσει τη φιλοϊμπεριαλιστική δυναστεία των Παχλαβί υπό τον Σάχη, ο οποίος κυβέρνησε ως απόλυτος μονάρχης για δύο δεκαετίες- και στη συνέχεια, η ιρανική επανάσταση του 1979 εγκατέστησε μια κληρικαλιστική απολυταρχία που υποστηρίζεται από μια στρατιωτική ελίτ που κατέχει και ελέγχει μεγάλα τμήματα της οικονομίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι οι ατελείωτες προσπάθειες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν στην Περσία, αποφασισμένες να αποδυναμώσουν και να στραγγαλίσουν την ανεξάρτητη οικονομική ανάπτυξη, πρώτα με το πραξικόπημα του 1953 και στη συνέχεια με μαζικές κυρώσεις στις εξαγωγές του Ιράν και το μπλοκάρισμα κάθε ξένης επένδυσης και τεχνολογίας. Χρησιμοποιώντας τη δικαιολογία ότι οι μουλάδες χρηματοδοτούν και υποστηρίζουν θρησκευτικές αντάρτικες δυνάμεις όπως η Χαμάς στην Παλαιστίνη και η Χεζμπολάχ στο Λίβανο, καθώς και την (ανατραπείσα πλέον) σιιτική κυβέρνηση του Άσαντ στη Συρία, οι δυτικές δυνάμεις έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποδυναμώσουν και να καταστρέψουν το βιοτικό επίπεδο του ιρανικού λαού. Η απώλεια εισοδήματος από τις κυρώσεις εκτιμάται σε 12 τρις δολάρια σωρευτικά τα τελευταία 12 χρόνια κυρώσεων. Τώρα το Ισραήλ και η Δύση επιδιώκουν να καταστρέψουν την κυβέρνηση, τις πόλεις και τις υποδομές της χώρας και να εγκαταστήσουν «αλλαγή καθεστώτος».
Το Ιράν είναι ένα αποτυχημένο καπιταλιστικό κράτος εξαιτίας αυτού. Με το 10% των αποδεδειγμένων παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και το 15% των αποθεμάτων φυσικού αερίου, το Ιράν θα μπορούσε να γίνει μια «ενεργειακή υπερδύναμη» όπως η Σαουδική Αραβία. Αλλά επειδή έχει στην εξουσία ένα καθεστώς που αποτελεί ανάθεμα για το Ισραήλ, τους σουνίτες σεΐχηδες και τη Δύση, δεν του έχει επιτραπεί να αναπτυχθεί. Η αποτυχία και των δύο καθεστώτων υπό τον Σάχη και στη συνέχεια υπό τους μουλάδες αποκαλύπτεται από την κίνηση της κερδοφορίας του ιρανικού κεφαλαίου κατά τη διάρκεια των δεκαετιών. Η παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970 είδε μια απότομη πτώση της κερδοφορίας, θέτοντας τις οικονομικές βάσεις για την αποτυχία της δυναστείας των Παχλαβί και την ανατροπή της.

Πηγή: Σειρά EPWT 7.0
Ωστόσο, οι μουλάδες δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν τα πράγματα μέχρι την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Αυτή η έκρηξη των εμπορευμάτων έφτασε στο τέλος της στη δεκαετία του 2010 και η κερδοφορία μειώθηκε και πάλι.
Η ιρανική οικονομία επεκτάθηκε από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο στη χρυσή εποχή της ανάπτυξης τη δεκαετία του 1960, αλλά στη συνέχεια, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η οικονομία βυθίστηκε υπό τον Σάχη. Δεν ήταν καλύτερη κατά τη διάρκεια της ταραχώδους περιόδου της δεκαετίας του 1980 υπό τους μουλάδες, καθώς άρχισαν οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου. Η ανάπτυξη ανέκαμψε λίγο τη δεκαετία του 2000, καθώς οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν. Αλλά από το 2010, με τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου και τις αυξημένες κυρώσεις, υπήρξε στασιμότητα.

Πηγή: Σειρά EPWT 7.0
Τα έσοδα από το πετρέλαιο αντιπροσωπεύουν περίπου το 18% του ΑΕΠ και ο τομέας των υδρογονανθράκων παρέχει το 60% των κυβερνητικών εσόδων και το 80% της συνολικής ετήσιας αξίας των εξαγωγών και των εσόδων σε συνάλλαγμα. Έτσι, τα πάντα εξαρτώνται από την τιμή του πετρελαίου: μια μεταβολή της τιμής του αργού πετρελαίου κατά 1 δολάριο στη διεθνή αγορά μεταβάλλει τα έσοδα του Ιράν από το πετρέλαιο κατά 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Παρά τις κυρώσεις και την έλλειψη επενδύσεων, το Ιράν καταφέρνει να εξάγει περίπου 1,5 εκατ. βαρέλια αργού πετρελαίου την ημέρα και άλλο 1 εκατ. την ημέρα σε προϊόντα πετρελαίου.
Αλλά αυτά τα έσοδα απομυζούνται από τις απαιτήσεις των μουλάδων και του στρατού. Οι συνδυασμένοι προϋπολογισμοί των μεγάλων θρησκευτικών ιδρυμάτων που ονομάζονται bonyads, είναι το 30% των συνολικών κυβερνητικών δαπανών. Το Σώμα Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC) ελέγχει περίπου το ένα τρίτο της οικονομίας του Ιράν μέσω θυγατρικών και καταπιστευμάτων. Το IRGC διαθέτει πάνω από εκατό εταιρείες με ετήσια έσοδα 12 δισ. δολάρια. Παίρνει το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων έργων υποδομής. Το 2024, το IRGC έλαβε 12 δισ. ευρώ ή το 51% όλων των εσόδων από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Το Ιράν αναγκάστηκε να δαπανήσει τεράστια ποσά για τον στρατό, εν μέρει για να υπερασπιστεί το καθεστώς από τη Δύση και το Ισραήλ, αλλά και εν μέρει για να στηρίξει τη στρατιωτική ελίτ που διατηρεί τους μουλάδες στην εξουσία. Οι πιο δαπανηρές από τις αμυντικές δαπάνες του Ιράν είναι το πυρηνικό του πρόγραμμα, που πλησιάζει αθροιστικά τα 500 δισ. δολάρια, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί παραγωγικά στην τεχνολογία και στην αύξηση των μισθολογικών εισοδημάτων. Ως αποτέλεσμα του πυρηνικού του προγράμματος, το οποίο αποσκοπεί στην αποτροπή επιθέσεων από το Ισραήλ και τη Δύση, οι κυρώσεις οδήγησαν στην εξαφάνιση των ξένων επενδύσεων από το εξωτερικό που θα βοηθούσαν στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Η κυβέρνηση έχει κάνει ζιγκ ζαγκ μεταξύ κρατικού ελέγχου και «φιλελευθεροποίησης» υπέρ της αγοράς σε απέλπιδες προσπάθειες να ενισχύσει τους παραγωγικούς τομείς. Το 2005, τα περιουσιακά στοιχεία της κυβέρνησης υπολογίζονταν σε 120 δισ. δολάρια. Αλλά από τότε, τα μισά από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ιδιωτικοποιηθεί. Το αποτέλεσμα είναι ότι η οικονομία στραγγίζεται από τους μουλάδες και τη στρατιωτική ελίτ, ενώ υπάρχουν ελάχιστες ή καθόλου επενδύσεις από τους καπιταλιστικούς τομείς.
Ο πρώην πρόεδρος του Ιράν Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ λέει ότι το 60% του εθνικού πλούτου ελέγχεται από μόλις 300 άτομα, οι περισσότεροι από τους οποίους μεταφέρουν τον πλούτο τους στο εξωτερικό για να αγοράσουν ξένα ακίνητα ή/και να τον κρύψουν σε μυστικούς λογαριασμούς. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Βάση Δεδομένων Ανισότητας, το 1% των Ιρανών με βάση τον πλούτο κατέχει το 30% του συνολικού εθνικού πλούτου και το κορυφαίο 10% κατέχει σχεδόν τα δύο τρίτα, ενώ το κατώτερο 50% κατέχει μόλις το 3,5%.
Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι ανισότητες του πλούτου έχουν δημιουργήσει μια άρχουσα ελίτ που είναι διχασμένη μεταξύ των θρησκευτικών φονταμενταλιστών που υποστηρίζονται από τον στρατό και μιας επιχειρηματικής παράταξης που επιδιώκει την προσαρμογή στη Δύση. Αυτοί οι τελευταίοι «μεταρρυθμιστές» είναι υπέρ της αγοράς και θέλουν να άρουν τις κυρώσεις ανεξαρτήτως των παραχωρήσεων προς τη Δύση. Αν οι μουλάδες πέσουν, θα κινηθούν γρήγορα για να ενταχθούν στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και να επιδιώξουν ειρήνη με το Ισραήλ με τους όρους του τελευταίου, όπως ακριβώς έκαναν τα αραβικά σεϊχτάμια.
Καμία από τις δύο πτέρυγες της ελίτ δεν ενδιαφέρεται για τη βελτίωση των συνθηκών της εργατικής τάξης του Ιράν. Ο μέσος μισθός ενός εργάτη είναι περίπου 150-200 δολάρια το μήνα, με πολλούς να εγκαταλείπουν τις μικρές πόλεις όπου βασιλεύει η φτώχεια, αναζητώντας εργασία στις μεγάλες πόλεις. Η πραγματικότητα είναι ότι το μέσο εισόδημα έχει ελάχιστα μετακινηθεί από τη δεκαετία του 1980.

Πηγή: WID.
Πριν από τον κατακλυσμό του πολέμου, οι εργατικές αναταραχές είχαν αυξηθεί, καθώς οι εργαζόμενοι απαιτούσαν υψηλότερους μισθούς για να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό. Το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας πρότεινε πρόσφατα ένα σημείο αναφοράς για τον μισθό διαβίωσης 23,4 εκατ. τομάν, αλλά οι εργαζόμενοι υποστήριξαν ότι το πραγματικό κόστος διαβίωσης είναι τουλάχιστον 29 εκατ. τομάν. Ο προτεινόμενος από την κυβέρνηση κατώτατος μισθός των 14 εκατομμυρίων τομάν έχει προκαλέσει οργή, καθώς είναι πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας. Σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ILNA, μια αίτηση που ζητούσε αύξηση του μισθού κατά 70% είχε συγκεντρώσει πάνω από 25.000 υπογραφές εργαζομένων. Ο Ali Moqaddasi-Zadeh, επικεφαλής των Ισλαμικών Εργατικών Συμβουλίων στο Νότιο Χορασάν, προειδοποίησε τον περασμένο Φεβρουάριο: «Με την εκτίμηση του κόστους διαβίωσης στα 23 εκατομμύρια τομάν, οι εργαζόμενοι θα αναγκαστούν να ζήσουν σε παραγκουπόλεις και να μείνουν άστεγοι. Η επόμενη χρονιά θα είναι μια χρονιά ακραίου πληθωρισμού και κακουχιών, εκτός αν η κυβέρνηση λάβει μέτρα».
Η στεγαστική κρίση επιδεινώνει περαιτέρω το πρόβλημα, καθώς το 45% των εισοδημάτων των νοικοκυριών δαπανάται για ενοίκια. Οι εργαζόμενοι αναφέρουν ότι ακόμη και η ενοικίαση ενός μόνο δωματίου καθίσταται απλησίαστη. Με τον πληθωρισμό να επιταχύνεται, ακόμη και τα βασικά τρόφιμα δεν μπορούν να πληρωθούν. Το κόστος των πουλερικών έχει αναγκάσει τους πολίτες σε μεγάλες ουρές για να αγοράσουν προσιτό κοτόπουλο σε πολλές πόλεις. Ο πληθωρισμός των τροφίμων στο Ιράν έχει εκτοξευθεί σε ποσοστό άνω του 35%. Τα ελεγχόμενα από το κράτος μέσα ενημέρωσης ανέφεραν μεγάλες ουρές για ψωμί σε μεγάλες πόλεις, που θυμίζουν τα δελτία τροφίμων σε καιρό πολέμου. Πολλά αρτοποιεία αναγκάστηκαν να κλείσουν λόγω της αύξησης του κόστους του αλεύρου και των συστατικών.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η οικονομία του Ιράν συνέχισε να βρίσκεται σε στασιμότητα με τον ενεργειακό τομέα να δυσκολεύεται, την ταχεία υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και τον πληθωρισμό να ξεπερνά το 40%, προκαλώντας σοβαρή μείωση της αγοραστικής δύναμης.

Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα.
Και τώρα ήρθαν οι βόμβες.