Μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές ο όρος ήρθε και πάλι με δυναμισμό στο προσκήνιο. Τον διαβάζουμε στις εφημερίδες, τον ακούμε στις τηλεοράσεις, τον βρίσκουμε ακόμη και στα επιστημονικά βιβλία. Τι κρύβεται πίσω από αυτή την έννοια;
Αν διακρίνουμε λίγο ψύχραιμα, θα δούμε ότι ως ευρωσκεπτικιστές η κυρίαρχη άποψη θεωρεί εκείνα τα πολιτικά κόμματα που στον έναν ή άλλο βαθμό εκφράζουν αμφιβολίες και αμφισβητήσεις για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και βαθύτερα για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα, λοιπόν, το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι οι λεγόμενοι ευρωσκεπτικιστές δεν αμφισβητούν την Ευρώπη ως γεωγραφική ή ιστορική έννοια (πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αυτό;) αλλά τη συγκεκριμένη Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το δεύτερο και σημαντικότερο είναι ότι κάτω από τον όρο αυτόν η κυρίαρχη άποψη στεγάζει, ή για την ακρίβεια, τσουβαλιάζει, δύο εντελώς διαφορετικά πολιτικά ρεύματα. Το πρώτο αποτελείται από κόμματα τύπου εθνικού μετώπου της Γαλλίας υπό την Μαρί Λεπέν, ή όπως το βρετανικό κόμμα του Φάρατζ ή όπως το γερμανικό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία).
Τα κόμματα αυτά αμφισβητούν την ΕΕ ή, ορθότερα, προς το παρόν τουλάχιστον αμφισβητούν πλευρές της ΕΕ. Από ποια σκοπιά όμως το κάνουν αυτό; Αξιοποιούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια έναντι των αντιλαϊκών οικονομικών πολιτικών που εκπορεύονται από τις Βρυξέλλες προκειμένου να εδραιώσουν την επιρροή τους και να καταφέρουν έτσι να διεκδικήσουν για λογαριασμό της άρχουσας τάξης της χώρας τους ή τμήματός της μια άλλη ισορροπία και έναν άλλο συσχετισμό δυνάμεων εντός της ΕΕ.
Είναι, για παράδειγμα, φανερό ότι ο γαλλογερμανικός άξονας έχει από καιρό γείρει σε όφελος της Γερμανικής βιομηχανίας και των Γερμανικών τραπεζών. Αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από τη γαλλική αστική τάξη. Ο διαχειριστής της, που ακούει στο όνομα Φ. Ολάντ και σοσιαλιστικό κόμμα, δεν δείχνει τις κατάλληλες ικανότητες προς τούτο. Από την άλλη, η αντιλαϊκή του πολιτική (όπως και των προηγούμενων κυβερνήσεων της κεντροδεξιάς) έχει, έτσι κι αλλιώς, φθείρει μάλλον ανεπανόρθωτα το κύρος του στο λαό. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τα παραδοσιακά δεξιά και κεντροδεξιά σχήματα.
Κατά συνέπεια, είναι μεγάλη ευκαιρία μια πολιτική δύναμη με ακραία αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική ατζέντα να ωθηθεί στο προσκήνιο. Τα μέσα ενημέρωσης (και γενικότερα όλα τα μέσα) των ολιγαρχών φροντίζουν για αυτό. Από την άλλη, η απουσία, ή έστω, οι αδυναμίες μιας αριστερής, φιλολαϊκής και γιατί όχι επαναστατικής πολιτικής πρότασης διεξόδου, δημιουργούν ένα κενό που τέτοιες δυνάμεις μπορούν να το εκμεταλλευτούν και να επεκτείνουν την επιρροή τους και σε λαϊκά και εργατικά στρώματα.
Διαμαρτύρονται δήθεν οι ακροδεξιές δυνάμεις για την ΕΕ: όχι όμως για την ουσία της πολιτικής της. Μοιάζει λίγο η ρητορική τους με εκείνη των γερμανών ναζί πριν καταλάβουν την εξουσία. Μαζί με τις ρατσιστικές και άλλες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις, σέρβιραν στο λαό και αντιμονοπωλιακές, καμιά φορά και αντικαπιταλιστικές κορώνες, μόνο και μόνο για να ξεγελάσουν εργατικά και λαϊκά στρώματα. Την ίδια στιγμή χρηματοδοτούνταν από τα ισχυρότερα μονοπώλια τα οποία και εξυπηρέτησαν με τον πλέον συνεπή τρόπο μετά την άνοδό τους στην εξουσία. Μοιάζει επίσης με την υποκριτική αντιμνημονιακή ρητορεία της Χρυσής Αυγής, η οποία την ίδια στιγμή ψηφίζει όλες τις φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών και όλες τις ιδιωτικοποιήσεις που επιβάλλει η τρόικα και η κυβέρνηση.
Η αντίθεση της ευρωσκεπτικιστικής ακροδεξιάς στην ΕΕ είναι επομένως κούφια. Δεν φτάνει κάν μέχρι το σημείο να προβάλει το αίτημα της εξόδου από αυτήν. Αν το κάνει, θα γίνει μόνο όταν η άρχουσα τάξη της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Βρετανίας αποφασίσει ότι ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός εντός της ΕΕ έχει καταστεί πλέον ασύμφορος και είναι καλύτερα να πορευτεί εκτός.
Καμιά σχέση με την ευρωσκεπτικιστική ακροδεξιά δεν έχει η αντίθεση στην ΕΕ πολιτικών δυνάμεων που καταδεικνύουν το προφανές: ότι η ΕΕ είναι μια συμμαχία των μεγάλων πολυεθνικών και τραπεζών, είναι ένας οργανισμός και ένας μηχανισμός καταλήστευσης των λαών, καταλήστευσης των ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρά. Πρόσφατα δημοσιεύματα εξάλλου απέδειξαν για μια ακόμη φορά τις στενές σχέσεις της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών με τα πανίσχυρα δυτικοευρωπαϊκά μονοπώλια, όπως εκφράζονται για παράδειγμα μέσω της «Ευρωπαϊκής Στρογγυλής Τράπεζας βιομηχάνων» (ERT).
Οι δυνάμεις αυτές συνδυάζουν την αποκάλυψη της ταξικής φύσης της ΕΕ με την ανάγκη ρήξης και αποδέσμευσης από αυτήν, αλλά και με ένα ευρύτερο πρόγραμμα εθνικοποιήσεων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η υπέρβαση της κρίσης σε όφελος των αδυνάμων, η αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των εργαζομένων, η αναστήλωση και ενίσχυση των εργασιακών, κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και η διάνοιξη του δρόμου για μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
Οι δυνάμεις αυτές αγωνίζονται ενάντια στην καταπίεση και καταλήστευση των λαών από εγχώριες και ευρωενωσιακές πολυεθνικές. Αγωνίζονται όχι για να διχάσουν τους λαούς, όπως οι ακροδεξιοί ευρωσκεπτικιστές, αλλά για να τους ενώσουν ενάντια στους κοινούς δυνάστες.
Οι οπαδοί του ευρωενωσιακού μονόδρομου τσουβαλιάζουν υπό τον όρο του ευρωσκεπτικισμού αυτές τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Γιατί; Ας αναρωτηθούμε.
του Δ.Κ.